Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2024

Τόλης Νικηφόρου

 



 

 

 

ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ

ΤΟΛΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

(1938)

֎

 

 

 

 

 

ΜΙΑ ΤΡΥΠΙΑ ΔΕΚΑΡΑ

 

 

Τόλης Νικηφόρου, Μια τρύπια δεκάρα, ποιήματα, εκδ. Μανδραγόρας, 2023

 

 

Ο Τόλης Νικηφόρου εκδίδει βιβλία με καταιγιστικούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια – το υπό σχόλιο βιβλίο του Μια τρύπια δεκάρα (εκδ. Μανδραγόρας) είναι το δεύτερο μέσα στο 2023, προηγήθηκε η συλλογή του Η καταγωγή των ηφαιστείων (Μανδραγόρας).

Η ποίηση για τον Νικηφόρου φαίνεται πως είναι το έσχατο αποκούμπι στον βίο του, γράφει όπως ανασαίνει, δίχως, ωστόσο, να επαναλαμβάνεται, αφού πέρα από τη φυσικότητα και πηγαιότητα της γραφής του, θεματικά ή υφολογικά, όλο και κάτι καινούριο, μη αναμενόμενο, μας επιφυλάσσει.

 Τα νέα του ποιήματα, μεστά και κατασταλαγμένα, περιέχουν αυξημένο το στοιχείο της ματαιότητας, ο απολογισμός της ζωής του γίνεται οξύτερος, συχνά σπαραχτικός, η σοφία που αποκτιέται συν τω χρόνω μεστώνει τη γραφή. Ωστόσο από τα ποιήματα –παρότι αρκετά λειτουργούν ως αποτίμηση τού τι έχει απομείνει ως resume από μία ζωή 86 χρόνων– δεν λείπει ούτε η αισιοδοξία, ούτε ο ενθουσιασμός της συγγραφής ποιημάτων, ούτε ο έρωτας ως ελιξίριο ζωής και ως δημιουργική έμπνευση.

Γράφει στη σ. 40 («Γιατί γράφω συνεχώς»):

 

Τι νόημα έχει ακόμη ένα βιβλίο

κάθε χρόνο ή και κάθε εξάμηνο;

…….

για το κορίτσι εκείνο γράφω.

Δίχως να απουσιάζουν το φως και τα αισιόδοξα χρώματα από τους στίχους του Νικηφόρου, κάποια ποιήματα ξεχωρίζουν, συν τοις άλλοις, και για τις πιο γήινες και μεστές αποχρώσεις τους, αφού το πέρασμα του χρόνου τούς προσδίδει σοφία και βαρύτητα. Ποιήματα όπως το παρακάτω:

(«Αυταπάτη»)

Πολύ νέοι όλοι αποφασίσαμε

και να πεθάνουμε ακόμη

στον αγώνα για τ’ όνειρο

όταν όμως πέρασαν τα χρόνια

έσβησε άδοξα τ’ όνειρο

ενώ κάπως εμείς επιβιώσαμε

γυμνοί πια από όνειρα και αυταπάτες

μες στην πικρή αλήθεια της ζωής.

 

(book press, Δεκέμβριος 2023)

 

 

 

 

 

                               Η ΛΕΣΧΗ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΗΣ 

                             Ή ΤΗΣ ΓΑΛΑΖΙΑΣ ΑΛΕΠΟΥΣ

 

 

Τόλης Νικηφόρου, Η λέσχη της κόκκινης ή της γαλάζιας αλεπούς, διηγήματα, Μανδραγόρας, 2020

 

 

Πρόκειται για το δέκατο έκτο πεζογραφικό βιβλίο (μυθιστορήματα, διηγήματα και παραμύθια για μεγάλους) του ποιητή και πεζογράφου Τόλη Νικηφόρου, ο οποίος –ας το ξαναθυμήσουμε– βραβεύτηκε με Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (2009) για τη συλλογή του Ο δρόμος για την Ουρανούπολη (Νεφέλη, 2008). Εδώ, ο Τόλης Νικηφόρου συγκεντρώνει δεκαπέντε σύντομα διηγήματα με χαλαρή πλοκή (αφηγήματα, θα τα χαρακτήριζα, για μεγαλύτερη ακρίβεια), που όλα τους σχετίζονται με την αναγνωστική και τη συγγραφική περιπέτεια. Η Λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς –που είναι και τίτλος ενός διηγήματος– είναι μία μεταφορική (και συμβολική) ονομασία της λέσχης ανάγνωσης της ποίησης, που εδώ και δυόμισι χρόνια λειτουργεί, με πρωτοβουλία του, στον χώρο της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, ανελλιπώς την πρώτη Παρασκευή κάθε μήνα, με ιδιαίτερη επιτυχία. Γιατί «Λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς», μας το εξηγεί ο συγγραφέας στη σ. 14: «Γιατί, εκτός από την παροιμία [εννοεί τη ρήση “η αλεπού στη φωλιά της δεν χωρούσε, έσερνε και τσαλιά από πίσω”, συσχετίζοντας τις πολλές ασχολίες του, που ωστόσο δεν στάθηκαν απαγορευτικές στο να συστήσει τη Λέσχη, με εκείνες της αλεπούς] που ήταν καθοριστική για την υλοποίηση της ιδέας μου, δεν θα γινόταν κανένας απολύτως αποκλεισμός ποιητών για την ιδεολογική τους θέση και δράση. Μοναδικό κριτήριο θα ήταν η ποιητική τους αξία! Κόκκινοι και γαλάζιοι, κομμουνιστές και φασίστες, αριστεροί, κεντρώοι και δεξιοί, προοδευτικοί και συντηρητικοί, άθεοι και θρησκευόμενοι, αναρχικοί και πολιτικά αδιάφοροι θα ήταν ευπρόσδεκτοι, αρκεί να είχαν φτάσει, κατά κοινή ομολογία, σε υψηλό επίπεδο ποιητικής έκφρασης».

Στα διηγήματα του Τόλη Νικηφόρου, που είναι καλογραμμένα, ειλικρινή και ευκολοδιάβαστα (άκρως αυτοβιογραφικά), παρακολουθούμε όλη την αναγνωστική πορεία-περιπέτεια του συγγραφέα. Από τα πρώτα παιδικά διαβάσματα, τα πιο μεθοδικά κατόπιν στη βιβλιοθήκη του Αμερικανικού Κολεγίου όπου και φοίτησε («όλα, λοιπόν, είχαν αρχίσει το πρωινό εκείνο που ανακάλυψα τον μυστηριώδη και μαγευτικό κόσμο της βιβλιοθήκης»), τη συγκινητική αναφορά στους φιλολόγους που τον δίδαξαν και τον μεγάλωσαν, τον ισόβιο έρωτά του με την ποίηση, την απόφασή του να «εκτίθεται γυμνός» στις συγγραφικές του επιλογές, την αναφορά σε αναγνωστικές λέσχες της Θεσσαλονίκης που κατά καιρούς συντόνιζε, και τον θαυμασμό του για ακάματες συντονίστριες λεσχών, αλλά και τα μικρά, ανέλπιστα θαύματα που βίωσε στην αναγνωστική περιπέτεια των λεσχών, με ανθρώπους που παρότι δεν αγαπούσαν ποιήματα και βιβλία, τελικώς μεταστράφηκαν οι αναγνωστικές τους προτιμήσεις προς το ευγενέστερον, όλα συγκλίνουν στο τρίπτυχο βιβλίο-ανάγνωση-γραφή. Και τελικά, από όλα τα κείμενα αναδύεται έρωτας, έρωτας για την ποίηση, για τη γραφή, για τις αναγνώσεις και τους ανθρώπους των βιβλίων, από όποιο πόστο αυτοί κι αν το υπηρετούν.

Το βιβλίο –κάθε διήγημα έχει ως προμετωπίδα στίχους ποιημάτων του– κλείνει με το συγκινητικό διήγημα «Η παλιά φρουρά δεν παραδίδεται», όπου ο συγγραφέας εξιστορεί τη συνήθεια των παλιών συμμαθητών του να βρίσκονται «κάθε Κυριακή πρωί, βρέξει χιονίσει, στην καφετέρια “Αστέρια” του Πανοράματος. Με θέα την πόλη, που απλώνεται νωχελικά κάτω, από το Μεγάλο Καραμπουρνάκι ως το Καλοχώρι και το αστραφτερό γαλάζιο του Θερμαϊκού με τα σκόρπια πλοία, ενώ στο βάθος υψώνονται οι χιονισμένες κορυφές του Ολύμπου».

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου –ένα βιβλίο που, κάλλιστα, θα μπορούσε ο συγγραφέας να το αξιοποιήσει και ως ενιαία αφήγηση ή ακόμη και ως εκτεταμένη νουβέλα– σκέφτομαι πως το Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς διατηρεί στο έπακρο τη θετική, ειλικρινή και ευγενική του συγγραφική πρόθεση. Οι ιστορίες του, έχοντας στο επίκεντρο το βιβλίο, τον συγγραφέα και τον αναγνώστη, μακριά από σύγχρονες «δημιουργικές» τάσεις και συμπεριφορές που όζουν ευκολία και σκοπιμότητα, μας συγκινούν και μας γοητεύουν.

 

(book press, Μάιος 2020)

 

 

 

 

 

 

ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΔΕΟΥΣ

         

 

 

Τόλης Νικηφόρου. Ίχνη του δέους (επιλεγμένα ποιήματα 1966-2017), επιμέλεια Πέτρος Γκολίτσης, εκδόσεις «Ρώμη», 2018.

Τόλης Νικηφόρου, Από το τίποτα σαν θαύμα ξαφνικά, ιστορίες ποιημάτων, Μανδραγόρας, 2018

 

Πρόσφατα, ο Θεσσαλονικιός ποιητής και πεζογράφος Τόλης Νικηφόρου γιόρτασε τα 80α του γενέθλια παρουσιάζοντας τον εν λόγω ποιητικό τόμο – μια αυτοανθολόγηση από τα 20 προηγούμενα ποιητικά του βιβλία · ένα έργο ζωής. Είναι άδικο για τον Τ. Ν. το να προσδιορίζω επιγραμματικά το συνοπτικό του έργο για λόγους οικονομίας του κειμένου. Ως πεζογράφος είναι κατά κύριο λόγο βιωματικός, στα όρια στις αυτοβιογραφίας, κινούμενος κυρίως στον δρόμο των πεζογράφων στις συνειδησιακής ροής (εσωτερικός μονόλογος), μετεξελιγμένης με μπόλιασμα ρεαλιστικών στοιχείων, στις αυτή καλλιεργήθηκε από στις συγγραφείς του λογοτεχνικού περιοδικού «Νέα Πορεία», εκδότης στις οποίας υπήρξε ο λογοτέχνης Τηλέμαχος Αλαβέρας. Το ποιητικό του έργο είναι πολύπτυχο και πολυδιάστατο. Ο Τ. Ν. έγραψε (και εξακολουθεί να γράφει) ποιήματα για τον έρωτα, στις κοινωνικούς αγώνες, το θηρίο της μοναξιάς, την πόλη της Θεσσαλονίκης, για το θαύμα των λέξεων και στις γραφής, για το φως στις ζωής και τη θλίψη του θανάτου. Η πόλη στις Θεσσαλονίκης αναδύεται στις στίχους του άλλοτε υγρή και ομιχλώδης και άλλοτε ολόφωτη και σαγηνευτική, πάντα με «τον έρωτα στα υγρά μάτια των κοριτσιών» στις. Ο ποιητής και κριτικός Πέτρος Γκολίτσης που επιμελήθηκε τον τόμο, διείσδυσε με αγάπη και γνώση στην ποίηση του Ν., πιστεύω στις πως το επίμετρό του θα έπρεπε να ήταν ενιαίο κείμενο και όχι κομμάτια από παλιότερα (ή νεότερα) κριτικά του σχόλια, αναφορικά με το ύφος και τη γλώσσα τού υπό μελέτη ποιητή. Αντιγράφω το τελευταίο ποίημα του τόμου, από τα πιο πρόσφατα του Ν., μια παρακαταθήκη τρόπον τινά στις επερχόμενες γενιές, που, πιθανότατα, θα μελετήσουν τα πλούσια και ειλικρινή ποιήματά του: [να είσαι καλός] κάτι σαν άγγιγμα ή χαμόγελο / κάτι σαν φύλλο // να είσαι καλός / ανυπεράσπιστος / μπροστά στη αθωότητα / εκστατικός/ μπροστά στο θαύμα / αιώνια πιστός στην ουτοπία // στη χώρα που δεν έχει δρόμο / στον δρόμο που δεν έχει τέλος / στο τέλος που δεν έχει ελπίδα // να είσαι καλός.

 

 

 

Το δεύτερο βιβλίο που τύπωσε ο Νικηφόρου μέσα στο 2018 από τις εκδόσεις Μανδραγόρας τιτλοφορείται Από το τίποτα σαν θαύμα ξαφνικά και αφορά ιστορίες ποιημάτων. Έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον αυτή η περιπλάνηση του ποιητή στις συνθήκες από τις οποίες προέκυψαν κάποια μόνο από τα πεντακόσια και πλέον ποιήματά του. Μαθαίνοντας την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της γραφής τού κάθε ποιήματος και ξεκλειδώνουμε (συναισθηματικά κυρίως) τα ίδια τα ποιήματα και πληροφοριακό υλικό  συλλέγουμε και απολαμβάνουμε παράλληλα την αφήγηση του Νικηφόρου που, με την πεζογραφική του ιδιότητα πλέον, παραμένει γοητευτικός και χειμαρρώδης αφηγητής. Γράφει σχετικά στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Πολλά από τα ποιήματά μου είναι εμπνεύσεις της στιγμής με άγνωστη πηγή, άλλα πάλι αναδύονται από μισοξεχασμένες εμπειρίες της ζωής μου, έχουν τη δική τους ιστορία. Όπως λοιπόν “το ποίημα επιλέγει τον δικό του χρόνο για να γεννηθεί”, έτσι επιλέγει και τον χρόνο που η ιστορία θα αναδυθεί στην επιφάνεια. Για λόγους μυστικούς και ανεξιχνίαστους».

 

(book press, Ιανουάριος 2019)

 

 

 

 

 

 

Οι ηδονικές ποιητικές αλχημείες του Τόλη Νικηφόρου

 

 

 

 

Ο αειθαλής Θεσσαλονικιός ποιητής Τόλης Νικηφόρου ξορκίζει τη φθορά και την απώλεια τυπώνοντας με σταθερή περιοδικότητα μία ποιητική συλλογή τον χρόνο. Στην τελευταία του συλλογή Κόκκινες πηχτές σταγόνες, έχουμε ποιήματα λαμπερά, αισιόδοξα, ενίοτε νοσταλγικά, φτιαγμένα με απλά υλικά, με διόλου εξεζητημένες λέξεις, ειλικρινή και διάφανα. Το φως που τον κατακλύζει μετουσιώνεται σε γνήσια ποίηση, η στιγμή διαστέλλεται, το ασήμαντο γεγονός γίνεται αποκάλυψη, η συνείδηση διευρύνεται, όλα φωτίζονται και λάμπουν, και η αλήθεια παρουσιάζεται απρόβλεπτα μεγεθυμένη στα μάτια του ποιητή και, εξ αντανακλάσεως, στον αναγνώστη. Αντιγράφω από τη σ. 15:

 

Έκθαμβος παρακολουθώ

μια θαυμαστή

ηδονική αλχημεία

στα μυστικά εργαστήρια της ψυχής

 

απ’ τη χαρά

κι από την πίκρα της ζωής

από τον πόνο και τα τραύματά μου

χρόνια μετά να αναδύεται

και να με κατακλύζει

κάτι σαν άγγιγμα

κάτι σαν άρωμα

κάτι σαν γέννηση και σαν πατρίδα

 

κάτι σαν φως

 

Με τα χρόνια, την έκπληξη και την αίσθηση του απρόοπτου που κάποτε μάγευε και συνέπαιρνε τον ποιητή, την αντικαθιστά η κατασταλαγμένη γνώση της ζωής, το απόσταγμα των αισθήσεων και η ενατένιση της νέας πραγματικότητας. Ο άνεμος Βαρδάρης, «ο άτεγκτος και απροσκύνητος άρχοντας και στοιχειό της πόλης», γέρασε πια, και την ορμή του καταλάγιασαν οι πυκνές και ψηλές οικοδομές της Θεσσαλονίκης. Όμως, αφού κατά τον ποιητή τίποτα δεν χάνεται και δεν αλλοιώνεται, αν εμείς δεν το εξορίσουμε από τη μνήμη και την καρδιά μας, ο Βαρδάρης είναι πάντα παρών:

 

Και πάλι καμιά φορά εισχωρεί

περιπλανιέται στα σοκάκια αδύναμος

με κάτι σαν λυγμό μακρόσυρτο

και σαν αποχαιρετισμό

αφήνει την κάποτε δική του πόλη

στην επικράτεια της βροχής.

«Άρχοντας και στοιχειό της πόλης»

 

Η συλλογή Κόκκινες πηχτές σταγόνες περιέχει ως προς τη θεματολογία της ποιήματα για γυναίκες μέσης ηλικίας που είναι μόνες σε καφετέριες, για μαγικές αναβιώσεις ονείρων, για τη μαγεία και το μυστικό θαύμα των λέξεων και της ποίησης, για παλιά και παραμελημένα βιβλία που σταλάζουν ίχνη αίματος στα ράφια, για τα μαγεμένα στενοσόκακα της μνήμης, τον άγγελο της παιδικής μας ηλικίας που πάνω στα φτερά του θα οδηγήσει κάποτε την ψυχή μας στη χαμένη μας πατρίδα. Η σύντροφος στη ζωή και στους αγώνες Σοφία και άκρως συγκινητικές στιγμές με τον εγγονό του που επέμενε να λούσει τον παππού-ποιητή με το σφουγγάρι, λίγο προτού τον πάρουν στο χειρουργείο για εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, κυριαρχούν ως ποιητικά ενσταντανέ υψηλής τάσης. Και το καταληκτικό ποίημα της συλλογής, άκρως αισιόδοξο και ελπιδοφόρο για τη ζωή που θα ξεπεταχτεί μέσα από τα ερείπια και τους τάφους, υποσχόμενη εκθαμβωτική άνοιξη και χαμόγελα:

 

και όμως

μέσα απ’ τις στάχτες

ανίκητη η ζωή

θα πάρει και πάλι

τον προαιώνιο δρόμο της

σαν να ναι η πρώτη φορά

σαν τίποτα

να μην έχει προδοθεί

τίποτα

να μην έχει χαθεί για πάντα.

 

Τα ποιήματα του Νικηφόρου είναι πολυάριθμες παραλλαγές μιας βαθύτερης και συγκεκριμένης ποιητικής ιδέας που τον κυριεύει και τον διαπερνά. Το θάμπος και η ειλικρίνεια των λέξεών του είναι αξιοζήλευτα. Μαγεμένος από τις λέξεις του πρωτίστως ο ίδιος ο ποιητής, σπεύδει να μοιραστεί αυτήν του την αίσθηση με τον αναγνώστη. Είναι δοτικός σε αισθήσεις και αισθήματα, στη μαγεία των λέξεων. Ο ποιητής, χρόνια τώρα, γράφει για πράγματα και αισθήσεις που τα θεωρεί σημαντικά. Κι επειδή η πίστη του, η επιμονή του και η βαθιά του πεποίθηση τα καθιστούν εξ ορισμού σημαντικά και πανανθρώπινα, αυτομάτως όλη η ποίηση του Νικηφόρου –ως έκφραση, δημιουργία αλλά και στάση ζωής– μεταμορφώνεται σε σημαντική, λαμπερή, πανανθρώπινη. Αστραπές συνείδησης, αισιοδοξίας και αυτογνωσίας στον ζόφο της καθημερινής απραξίας και ευτέλειας.

 

(book press, Δεκέμβριος 2019)

 

 

 

 

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

 

 

Τόλης Νικηφόρου, Αγνώστου Στρατιώτου, διηγήματα, Μανδραγόρας, 2016

 

Η ρεαλιστική (και όχι καθαρώς μυθοπλαστική) απεικόνιση της πόλης της Θεσσαλονίκης στην πεζογραφία αφορά, σε γενικές γραμμές, τρεις άξονες, τρεις ξεχωριστές τάσεις, με συγκεκριμένους εκπροσώπους η κάθε μία. Στους παλιότερους συγγραφείς της πόλης που ανήγαγαν την πόλη σε μύθο, πλέκοντας και υφαίνοντας κατά συνέπεια και τον δικό τους λογοτεχνικό μύθο (Ιωάννου, Πεντζίκης και, δευτερευόντως, η περίπτωση του Αλβέρτου Ναρ, αναφορικά με το εβραϊκό στοιχείο της πόλης). Αυτοί οι εμβληματικοί συγγραφείς ταυτίστηκαν στα κείμενά τους ακόμη και σωματικά με την πόλη, παρά τη μεγάλη αξία τους όμως και την απαράμιλλη δεξιοτεχνία τους, δεν απέφυγαν ένα στοιχείο υπερβολής στα κείμενά τους, για να μην πω πως κάποιες φορές εκβίασαν κατά κάποιο τρόπο την ανάδειξη της πόλης σε υπέρτατη αξία (Μητέρα Θεσσαλονίκη, Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Σαλονικάι δηλαδή Σαλονικιός κτλ.).

Η δεύτερη κατηγορία αφορά το κοίταγμα της ιστορίας της πόλης, την σε βάθος χρόνου μελέτη της ιστορίας και τοπιογραφίας της, από λογοτέχνες που συσχέτισαν και ερμήνευσαν (κατά τη γνώμη τους πάντα) το άγονο και αμήχανο παρόν της με βάση το παρελθόν της και τις κοινωνικές και ιστορικοπολιτικές πτυχώσεις και διαστρωματώσεις που δρουν ακόμη υπόγεια στις συμπεριφορές μας και στη νοοτροπία μας. Σερέφας, Κοροβίνης και Σοφία Νικολαΐδου, οι αντιπροσωπευτικότεροι εκπρόσωποι αυτής της τάσης, σε κείμενα που παντρεύουν τη μυθοπλασία με την ιστορία.

Η τρίτη τάση αφορά πεζογράφους (ή και πεζογράφους) που η πόλη της Θεσσαλονίκης αναβλύζει πηγαία, αβίαστα και αυθόρμητα μέσα από μνήμες και συμβάντα του παρελθόντος, δίχως να επιδιώκεται ή να εκβιάζεται αυτή η αναφορά στο παρελθόν της ή σ’ αυτό το φορτίο που κουβαλάει μια περιοχή, μια συνοικία, μια γειτονιά ή ένας δρόμος. Βιβλία όπως τα Ζωή μπλε και κόκκινη και Η ανακομιδή του Χαριλάου του Περικλή Σφυρίδη, το Συνοικισμός Σιδηροδρομικών της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, Ο Λάκκος του Ντίνου Παπασπύρου και το Ο Νυχτερινός στο βάθος τού, νεότερου των υπολοίπων, πεζογράφου Γιώργου Γκόζη, είναι ενδεικτικά αυτής της τάσης, στα οποία το κύριο χαρακτηριστικό της γραφής τους είναι η χαμηλόφωνη, εξομολογητική διάθεση, το στοιχείο της αυτοβιογραφίας αλλά και μία γλυκόπικρη διαπίστωση (συνειδητοποίηση, καλύτερα) για το παλιό που χάθηκε μέσα από τα χέρια μας και τη νέα πραγματικότητα που όλοι μας, είτε με τη θέλησή μας είτε όχι, βιώνουμε σ’ αυτήν εδώ την πόλη.

Ο σημαντικός πεζογράφος (και ποιητής, φυσικά) Τόλης Νικηφόρου (1938), στο 33ο κατά σειρά βιβλίο του, με τον τίτλο Αγνώστου Στρατιώτου, νομίζω πως συγκαταλέγεται, αναφορικά με το πώς προσδιορίζεται η πόλη στα κείμενά του και το πώς αυτή αναβλύζει μέσα από τα βιβλία του (πεζογραφικά και ποιητικά) στην τρίτη κατηγορία που προανέφερα. Από τις καλαίσθητες εκδόσεις «Μανδραγόρας» κυκλοφόρησε πρόσφατα 17 πρωτοπρόσωπα, άμεσα, καθαρά αυτοβιογραφικά διηγήματα, με πυρήνα και επίκεντρο των περισσότερων ιστοριών την οδό «Αγνώστου Στρατιώτου», στο κέντρο της πόλης, τον δρόμο όπου έζησε με την οικογένειά του τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Σε πολλές ιστορίες γίνεται συχνή αναφορά και σε άλλους δρόμους ή εμβληματικά σημεία τής εν λόγω περιοχής της πόλης: Οδός Παύλου Μελά, Ζεύξιδος (οι πρώτες αναμνήσεις του συγγραφέα, επί Κατοχής, στο παλιό τους σπίτι), Αγίας Σοφίας, για να μεταφερθεί κατόπιν λίγο βορειότερα σε Αμύντα, Φιλίππου, Ολύμπου, Μητσαίων και Αγνώστου Στρατιώτου. Στα κείμενα του Νικηφόρου, που αναπλάθουν και ζωντανεύουν μια ολόκληρη εποχή, θα συναντήσουμε συχνά το Εργατικό Κέντρο της πόλης, το γκαράζ του Μπεμπελέκου, την Παναγία Χαλκέων, τον «διακριτικά θελκτικό» Άγιο Νικόλαο, τα Λουτρά ο Παράδεισος, τα παλιά γήπεδα του ΠΑΟΚ και του Ηρακλή στο Σιντριβάνι και πάνω από τη Φιλοσοφική Σχολή αντίστοιχα, τη βιβλιοθήκη της ΧΑΝΘ, σημεία και τόποι με ξεχωριστό ενδιαφέρον, ιδίως για τους παλιούς Θεσσαλονικιούς, αλλά και για όσους ενδιαφέρονται για την ιστορία της πόλης. Όλοι αυτοί οι δρόμοι, τα κτήρια και τα τοπωνύμια, οι εκκλησίες και τα γήπεδα, μαζί με τις ζωντανές μνήμες του συγγραφέα γίνονται ένα εύγευστο λογοτεχνικό χαρμάνι που αποπνέει στον αναγνώστη πηγαία συγκίνηση και γνήσιο συναίσθημα.

Η περίοδος της Γερμανικής κατοχής με τις επιτάξεις των κτηρίων, ο πρώτος θάνατος που βίωσε τραυματικά και αφορούσε τον χαμό ενός μικρού αγαπημένου του σκυλιού, ο πρώτος έρωτας του συγγραφέα με μία συμμαθήτριά του από το «ταπεινό δημοτικό της γειτονιάς του, απέναντι από το φημισμένο Πειραματικό Σχολείο», η Κική, που πάντα θα του θυμίζει «με τρόπο τελειωτικό αυτά που στη ζωή του δεν του δόθηκαν», το γκαράζ του Μπεμπελέκου με τη λαμαρινένια σκεπή, η τσακαλοπαρέα του δημοτικού με τους οποίους μάτωνε, στα παιχνίδια του δρόμου, τα γόνατά του (παράσημα της παιδικής του ηλικίας), τα περιοδικά και τα εικονογραφημένα της εποχής που τα ρουφούσε τα μεσημέρια στο δωμάτιό του, η πρώτη του γνωριμία με τις ποδοσφαιρικές ομάδες της πόλης (έμπαινε στο γήπεδο όπως όλα τα μικρά παιδιά της εποχής, ξεχωρίζοντας κάποιον ενήλικα και λέγοντάς του τη χαρακτηριστική φράση: «βάλε με μέσα, μπάρμπα!»), ο συνδυασμός αλάνας και βιβλίου, ένα αντικρουόμενο δίπολο που τον χαρακτήριζε στα παιδικά του χρόνια και χάραξε τη μετέπειτα προσωπικότητά του, τα χλομά παιδιά της γειτονιάς, τα στερημένα με τα ματωμένα πόδια, ο μεγάλος του αδελφός, ο Γιώργος, και η πορεία της ζωής του, μια τρυφερή ιστορία με τον πατέρα του να του κρατά όλη τη νύχτα το χέρι, ενώ ο ίδιος ψηνόταν στον πυρετό, δίπλα σε μια πήλινη σόμπα που έκαιγε ολονυχτίς, η πρώτη του γνωριμία και η μετέπειτα λογοτεχνική σχέση με τον σημαντικό πεζογράφο της πόλης Τηλέμαχο Αλαβέρα (παιδί κι αυτό της πλατείας Δικαστηρίων και μετέπειτα πρόεδρο της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης), η προσωπογραφία του πατέρα και της μητέρας και το επώδυνο για όλους διαζύγιό τους, και, τελικά, δωδεκάχρονος εσώκλειστος στο οικοτροφείο του Αμερικάνικου Κολλεγίου, «μόνος με άλλους ένδεκα και την κουβέρτα πάνω από το κεφάλι», όλα τα παραπάνω δοσμένα με τρυφερότητα, ειλικρίνεια, γνήσια νοσταλγία, και, ιδίως, με μεγάλη ποιητικότητα, συνθέτουν ένα γοητευτικό ψηφιδωτό μνήμης και νοσταλγίας, ένα επώδυνο αλλά λυτρωτικό ταξίδι στο παρελθόν, για να προσδιοριστεί και να συνειδητοποιηθεί το παρόν και το σήμερα της ζωής του συγγραφέα.

Λένε πως η επιστροφή στα χρόνια της αθωότητας και της παιδικής μας ηλικίας (που δεν είναι απλώς ένας λογοτεχνικός τόπος, αλλά ένα ολόκληρο σύμπαν), όταν αυτά ο συγγραφέας θέλει να τα αποδώσει λογοτεχνικά, κρύβουν αρκετούς σκοπέλους και παγίδες. Μία από αυτές είναι ο αφηγητής να εξοκείλει σε μια γλυκερή και ανούσια νοσταλγία. Μια άλλη παγίδα, πάλι, είναι οι μνήμες και οι αναμνήσεις να έχουν ξεθυμάνει και να έχουν χάσει την ένταση και το νεύρο τους, λόγω της χρονικής απόστασης του αφηγούμενου από τη στιγμή που συνέβησαν τα γεγονότα. Και μία τρίτη, είναι οι αναμνήσεις να είναι κοινότυπες και τετριμμένες και, αντί να συγκινήσουν, να αφήσουν αδιάφορο τον αναγνώστη. Ο Νικηφόρου, ισοδύναμα καλός ποιητής και πεζογράφος, ξεπέρασε με χαρακτηριστική άνεση όλες τις παραπάνω παγίδες. Βουτώντας στην οδύνη αλλά και στη μαγεία της παιδικής του ηλικίας, με αφηγηματική δεινότητα και ποιητικότητα, ενάργεια και ειλικρίνεια, έδωσε ένα σημαντικό πεζογραφικό βιβλίο μικρής φόρμας, που πείθει, συγκινεί και γοητεύει. Το ταξίδι αυτό για τον ίδιο (αλλά και για όσους έχουν τα κότσια να επιχειρήσουν κάτι παρόμοιο) είναι αλγεινό και βασανιστικό, αλλά οδηγεί, τελικώς, σε λιμάνια ακύμαντα. Βυθίζεσαι στο παρελθόν, θυμάσαι, πονάς, στοχάζεσαι, αναστοχάζεσαι και, εντέλει, βρίσκοντας ξανά το χαμένο νήμα της ζωής σου, συνειδητοποιείς, επαναπροσδιορίζεσαι και γαληνεύεις.

 

(book press, Απρίλιος 2016)

 

 

 

 

 

 

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΑΣΤΡΑΦΤΕΡΑ ΣΑΝ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ

 

(Εισαγωγή στην ανθολόγηση ερωτικών ποιημάτων

και ποιημάτων για την αγάπη, του Τόλη Νικηφόρου)

 

 

Έχει επισημανθεί στο παρελθόν από τη λογοτεχνική κριτική πως ο Τόλης Νικηφόρου ως κοινωνικός ποιητής έχει τους λιγότερους δεσμούς από τους ποιητές της γενιάς του με την ποιητική παράδοση της Θεσσαλονίκης. Αυτή η εύστοχη επισήμανση, φαίνεται πως επεκτείνεται και στο ερωτικό πεδίο. Ο Ν., σημαντικός ποιητής και πεζογράφος, ευρισκόμενος στο μεταίχμιο δύο λογοτεχνικών γενιών (δεύτερη μεταπολεμική γενιά και γενιά του ’70), στα ερωτικά του ποιήματα κινείται σε αντίρροπη κατεύθυνση από τη γνωστή, κατά Χριστιανόπουλο, ερωτική τριάδα της πόλης (Χριστιανόπουλος, Ιωάννου, Ασλάνογλου) αλλά και από τους επιγόνους τους, με την προϋπόθεση πάντα πως αυτά τα συγκεκριμένα πρόσωπα συνιστούν και οριοθετούν μια παράδοση στην ερωτική ποίηση της πόλης. Αυτή η κάπως μοναχική πορεία του στον ποιητικό στίβο, δεν σημαίνει, βέβαια, πως δεν αποτελεί σημείο αναφοράς για πολλούς νεώτερους ποιητές, που, ανεξαρτήτως του ύφους ή του στιλ γραφής τους, ακολουθούν το παράδειγμά του.

Στα ερωτικά του ποιήματα επίκεντρο και πυρήνας της έμπνευσής του αποτελεί η γυναίκα. Με διαύγεια και υφολογική καθαρότητα, τόλμη αλλά και ευαισθησία, δίχως αφόρητους υπαινιγμούς και θολά υπονοούμενα, δίχως πικρίες και αρνήσεις, τύψεις ή πάσης φύσεως ενοχές (απόρροια μιας χριστιανικής ηθικής, που μπλόκαρε μέσα στους αιώνες την έκφραση του ερωτικού ενστίκτου και της ερωτικής επιθυμίας του ανθρώπου) λατρεύει τη γυναίκα στην ολότητά της, όχι ιδεοληπτικά ούτε με τάσεις εξιδανίκευσης, αλλά στην απτή, υλική της υπόσταση.

Το ερωτικό φάσμα των ποιημάτων του Τ. Ν. είναι ευρύτατο. Ποιήματα όπου ο άνδρας-θηρευτής θηρεύει και κατακτά το θηλυκό-θήραμα. Ποιήματα τολμηρά (σχεδόν σεξουαλικού περιεχομένου) αχαλίνωτου πάθους, διάχυτα και διάπυρα από λάβρο ερωτισμό. Αλλά και ποιήματα τρυφερά, νοσταλγικά, ποιήματα σαν επιτύμβια επιγράμματα για αγαπημένα πρόσωπα που έφυγαν από τη ζωή, ποιήματα εφηβικών ή νεανικών ερώτων, που μέσα σε ομίχλη, στο σύννεφο της εποχής και των χρόνων, διαρρηγνύουν την κρούστα ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, φέρνοντας στην επιφάνεια αγαπημένες μορφές και εξαίσιες, αλλοτινές αισθήσεις και αισθήματα. Ποιήματα ερωτικού αναστοχασμού και αναπόλησης. Η σύζυγος Σοφία που επανέρχεται συχνά σε διάφορες φάσεις της ζωής της, ως έφηβη καπνεργάτρια, κοινωνική αγωνίστρια, ποιήτρια της καθημερινής ζωής και σύντροφος στη ζωή του ποιητή, σε ποιήματα όπου το ερωτικό στοιχείο άπτεται του κοινωνικού. Αλλά και ποιήματα όπου ο έρωτας είναι, ίσως, το μοναδικό αποκούμπι, το μοναδικό πειστικό αντίδοτο στη λήθη, στην αναπόφευκτη φθορά των πραγμάτων, στην αγωνία του θανάτου.

Ο ποιητικός λόγος του Ν. είναι χειμαρρώδης και οι στίχοι του στήνουν ένα πανηγύρι των αισθήσεων, της μνήμης, της δύναμης και της αλήθειας που κρύβει ο έρωτας σε κάθε έκφανσή του. Οσμές, εισπνοές, αγγίγματα, ρίγη και ηδονικοί σπασμοί, λάμψεις και εκρήξεις της ερωτικής κορύφωσης, εισβολές και διεισδύσεις στο γυναικείο κορμί που πάλλεται σαν τρυφερή χορδή στα χέρια του ποιητή –  η ίδια η ζωή που με τη ερωτική πράξη κατακτά την αθανασία της. Αλλά και σπαρακτικές επικλήσεις του ποιητή για αγάπη, το κόκκινο του έρωτα ως χρώμα και αντανάκλαση του πάθους, ο ουρανός που χαμηλώνει στη γη και μικραίνει και γίνεται εντέλει μια γαλάζια ομπρέλα στα χέρια της αγαπημένης του. Με στίχους που συχνά παραλλάσσονται ή επανέρχονται από ποίημα σε ποίημα, από συλλογή σε συλλογή, ο Ν. μέσα από τα ερωτικά του ποιήματα μοιάζει να θέλει να γράψει και να ξαναγράψει, μέχρι την οριστική και τελεσίδικη αποτύπωσή του, το ένα και μοναδικό του ποίημα, τον απόλυτο ύμνο στον έρωτα.

Ενδιαφέρουσες και οι στιγμές, όπου με διάθεση κάπως μελαγχολική, περισσότερο στοχαστική παρά λάγνα ή παθιασμένη –μελαγχολία ας το χαρακτηρίσουμε όλο αυτό, ή αναπόληση των ερωτικών λαφύρων του ένδοξου παρελθόντος– ο ποιητής, κορεσμένος ίσως από ηδονικές εμπειρίες ή κάπως αποτραβηγμένος από τα πάθη του σώματος, προβάλλει τον ερωτισμό του σε υλικά αντικείμενα (εν προκειμένω σ’ ένα απλό μολύβι, αχώριστο σύντροφο στην ποιητική και εν γένει λογοτεχνική του δημιουργία) ή σε μια ολόκληρη πόλη (η αγαπημένη του Θεσσαλονίκη), όπου ο έρωτας κυκλοφορεί ανύποπτος στα υγρά μάτια των κοριτσιών, δίχως να θέλει να μάθει τίποτα, όπως μας αποκαλύπτει με τους ωραίους του στίχους.

Αβίαστα και απολύτως φυσικά, οι ποικίλες μορφές του έρωτα στη ποίηση του Ν., κάποια στιγμή, οδηγούν στην αγάπη, μια ωριμότερη, ουσιαστικότερη και ανωτέρου επιπέδου ψυχική κατάσταση και διεργασία, δίχως πάντως μέχρι το τέλος αυτή να ακυρώνει ή να μειώνει την ερωτική επιθυμία. Η αγάπη, που κατακτιέται με κόπους και θυσίες (από όσους είναι σε θέση να το πετύχουν αυτό στη διάρκεια της ζωής τους) και είναι η φυσική απόληξη μιας διαδρομής. Μιας διαδρομής και μιας πορείας που πάλι ο έρωτας προκαθόρισε, προσδιόρισε, εμπλούτισε και διαμόρφωσε σε βάθος χρόνου. Ποιήματα αγάπης, λοιπόν, για τη μητέρα και τον πατέρα του ποιητή που έφυγαν από τη ζωή, για τους συντρόφους του στους κοινωνικούς αγώνες, για την παιδική αθωότητα, την πατρίδα, τις μορφές των κοριτσιών που λάμπουν στις οθόνες του ουρανού, αστραφτερές σαν χελιδόνια, αγάπη εντέλει για το θαύμα και το φως της ίδιας της ζωής.

Στο βιβλίο αυτό επιλέξαμε από κοινού με τον ποιητή περίπου τα μισά από το σύνολο των δημοσιευμένων (ή και αδημοσίευτων) ερωτικών ποιημάτων του, σε πείσμα των λογοτεχνικών θεωριών που αντιμετωπίζουν το ποίημα ως ολότητα, δίχως να διαχωρίζουν τα – πολλές φορές εμφανή και άξια μελέτης – επί μέρους στοιχεία του. Η επιλογή δεν ήταν διόλου εύκολη υπόθεση, αφενός λόγω της υψηλής ποιότητας του συνόλου, σχεδόν, των ερωτικών του ποιημάτων, αφετέρου γιατί το ερωτικό στοιχείο διαπερνά σχεδόν το σύνολο του ποιητικού έργου του Ν. Δίχως να περιοριστούμε σε ποιήματα όπου απλώς εμπεριέχονται στους στίχους τους οι λέξεις «έρωτας» και «αγάπη», διαλέξαμε τα αντιπροσωπευτικότερα ερωτικά ποιήματά του, που να εκφράζουν, παράλληλα, όσο το δυνατόν περισσότερες εκδοχές της ερωτικής περιπέτειας. Φροντίσαμε επί πλέον οι ερωτικές υποκατηγορίες να συμπεριλαμβάνονται ισομερώς στα επιλεγμένα ποιήματα, δίχως κάποιος ερωτικός τομέας να υπερτερεί ή να επιβαρύνει αριθμητικά κάποιον άλλον. Βλέποντας συνολικά το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας, διαπιστώνω πως δεν έγινε μια απλή ανθολόγηση κάποιων ερωτικών ποιημάτων του Τ. Ν. Διαμορφώθηκε ένα νέο ποιητικό σώμα, ή καλύτερα μια εκδοχή του ερωτικού σώματος του ποιητή, διαχωρισμένο από το συνολικό ποιητικό του σώμα, και απλωμένο σε χρονικό άνυσμα μισού αιώνα. Η παράθεση των ποιημάτων με χρονολογική σειρά θα βοηθήσει τον προσεχτικό αναγνώστη ή έναν μελλοντικό μελετητή να εξετάσει την εξελικτική πορεία του Ν. αναφορικά με την ερωτική περιπέτεια και τα στάδια της ψυχικής (και ποιητικής του) ωρίμανσης, ιδίως ανακαλύπτοντας τα άκρως ενδιαφέροντα σημεία, όπου το βαθύ συναίσθημα της αγάπης εμφιλοχωρεί στην ερωτική επιθυμία. Φτιάχτηκε εν ολίγοις ένα νέο, αυθύπαρκτο ποιητικό βιβλίο ενός αρσενικού, σαν τον Βαρδάρη της πόλης του, ποιητή, που ακμαίος και δημιουργικός στα 76 του χρόνια, περιμένει πάντα τον έρωτα, γνωρίζοντας καλά πως αυτή του η προσμονή «πάντα θαμπά φωτίζει χιλιάδες μυστικά και θαύματα».

 

(εισαγωγή στη συγκεντρωτική έκδοση του Τόλη Νικηφόρου «ρίγος αιχμάλωτο στον ήχο της φωνής σου», 63 ποιήματα για τον έρωτα και την αγάπη (1966-2015), Μανδραγόρας, Αθήνα, 2015. Επίσης αναγνώστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου, την Τετάρτη 13 Μαΐου 2015, στην Κεντρική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης)

 

 

 

 

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΤΟΛΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ

 

 

Ο Τόλης Νικηφόρου δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις στο αναγνωστικό κοινό της πόλης, αλλά, κατ’ επέκταση, και ολόκληρης της χώρας. Ποιητής και πεζογράφος, από τις ευκρινέστερες και σημαντικότερες λογοτεχνικές φωνές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (για την ακρίβεια, ευρισκόμενος στο μεταίχμιο της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς και εκείνης του 70), τύπωσε εδώ και μισό ακριβώς αιώνα 31 συνολικά βιβλία ποίησης και πεζογραφίας, αρχής γενομένης από το πρώτο του ποιητικό βιβλίο, που κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη το 1966, με τον τίτλο Οι άταφοι. Οι ποιητικές του συλλογές είναι συνολικά έως τώρα 19. Από το 2007 –εδώ και μια οκταετία δηλαδή– τυπώνει τα ποιητικά του βιβλία στις εκδόσεις «Μανδραγόρας». Συνολικά, στις συγκεκριμένες εκδόσεις, έχει τυπώσει 6 ποιητικά βιβλία, τέσσερις μεμονωμένες ποιητικές συλλογές και δύο ανθολογίες, στη δεύτερη εκ των οποίων, το ρίγος αιχμάλωτο στον ήχο της φωνής σου, που περιλαμβάνει 63 επιλεγμένα ποιήματα για τον έρωτα και την αγάπη, είχα την τιμή και τη χαρά να γράψω την εισαγωγή, προλογίζοντάς το.

Η συνεργασία του Ν. με τον «Μανδραγόρα» ξεκινά με το ποιητικό βιβλίο Μυστικά και θαύματα (ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας) (2007). Ποιήματα για τον Μυστικό κήπο του έρωτα, για μυστικά της ψυχής τοπία, φιλοσοφικής ενατένισης της ζωής, για την ελεγεία του φωτός, τα εξαίσια άνθη του νερού, και, ιδίως, για τον ανεξερεύνητο λόγο της ουτοπίας.

Στη συλλογή Το μυστικό αλφάβητο (2010) κυριαρχεί το ερωτικό συναίσθημα τόσο του ονείρου, της μνήμης και της νοσταλγίας. Είναι ίσως η συλλογή με τα περισσότερα (αναλογικά) ερωτικά ποιήματα του Ν. Ένα μεστό απόσταγμα εμπειρίας, όπου το θαύμα της ζωής και η αισιοδοξία πως αυτή, δια της ποιήσεως, θα θριαμβεύσει του θανάτου, δίνεται μέσα από τα ποιήματα όχι με κατηχητικού ή θεολογικού τύπου διάθεση ή ορολογία, αλλά με γνήσιο και βαθύ συναίσθημα.

Ακολουθεί, δυο χρόνια μετά, το Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα (2012). Παρά τη χρωματική αντίθεση του τίτλου, τα ποιήματα της συλλογής είναι λουσμένα στο φως. Παράλληλα όμως υπάρχει και μια κοπιαστική, μεγάλης χρονικής διάρκειας πορεία στο σκοτάδι, στην πυκνή ομίχλη, «στα μαύρα σύνορα», στον άδειο ουρανό, για να οδηγηθεί, σταδιακά, ο ποιητής στο φως και στη λάμψη των λέξεων, των ιδεών και των αισθημάτων του. Θα έλεγε κανείς πως, όλο αυτό, έρχεται σαν φυσιολογικό επακόλουθο, σαν μια δικαίωση, μια αίσια έκβαση της πορείας της ζωής του και των επιλογών του. Οι μεταμορφώσεις του ανέφικτου που εκφράζουν τα ποιήματα, γίνονται με λέξεις, ζωγραφιές ή μουσικές νότες. Ο ποιητής αναλογίζεται νέα διάσταση των λέξεων για τη σύνθεση του κόσμου, μεγεθύνει με τα ποιήματά του τις στιγμές, διαστέλλει τον χρόνο, ψηλαφεί το ανέκφραστο με το αθώο βλέμμα ενός παιδιού. Εντέλει ανακαλύπτει μια άλλου τύπου αθωότητα που τον κινητοποιεί και τον εμπνέει, ενώ η θλίψη μεταλλάσσεται σε χαρά και ορμή για το θαύμα της ζωής που όλα τα κάνει σαν τίποτε να μην χάθηκε για πάντα. Όλος ο κόσμος του ποιητή συμπυκνώνεται στο κάτι εκείνο και το τίποτα, που από την άκρη της αβύσσου αναδύθηκε στο φως για να ζητήσει τη δική σου αγάπη.

Το 2013 τυπώνεται το ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα…, 32 ποιήματα για τη Θεσσαλονίκη (1966-2013). Μια επιλογή ποιημάτων που τονίζουν την ερωτική σχέση του ποιητή με την αγαπημένη του πόλη, μια πόλη που την εκτίμησε και την αγάπησε ακόμη περισσότερο, ζώντας για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο εξωτερικό. Νοσταλγία, λυρισμός, η ομίχλη της πόλης να μεταποιεί αχνά, σαν όνειρα, εικόνες και παλιά συναισθήματα, η πλατεία Δικαστηρίων, η οδός Αγνώστου Στρατιώτου, η έρημη παραλία με θαμπές μορφές, υγρές μνήμες και μάταιη, αιώνια προσδοκία.

Στη συλλογή Φωτεινά παράθυρα (2014) έχουμε πάλι ποιήματα για το φως της ζωής, του έρωτα, της μνήμης, της πόλης της Θεσσαλονίκης. Ένας ερωτικός ύμνος στο κοινό μολύβι με το οποίο έγραψε ποιήματα, παράξενες στιγμές εφηβικές που ανασύρονται στην επιφάνεια, ο έρωτας που τριγυρνά στην πόλη, η μελωδία της μοναξιάς σ’ ένα έρημο σπίτι, και πάλι φως, άφθονο φως να διεισδύει αναπάντεχα στις χαραμάδες των λέξεων. Αντιγράφω: «Τα πιο ωραία ποιήματα / γράφονται χωρίς λέξεις / οι πιο μεγάλοι έρωτες / δεν γράφονται ποτέ».

Τέλος, ρίγος αιχμάλωτο στον ήχο της φωνής σου (2015). Μια ανθολόγηση 63 ποιημάτων για τον έρωτα και την αγάπη, επιλεγμένα από υπερδιπλάσιο αριθμό ερωτικών ποιημάτων, που καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα του ερωτικού πεδίου. Ποιήματα τολμηρά (σχεδόν σεξουαλικού περιεχομένου) αχαλίνωτου πάθους, διάχυτα και διάπυρα από λάβρο ερωτισμό, ποιήματα τρυφερά, νοσταλγικά, ποιήματα σαν επιτύμβια επιγράμματα για αγαπημένα πρόσωπα που έφυγαν από τη ζωή, ποιήματα εφηβικών ή νεανικών ερώτων, που μέσα σε ομίχλη, στο σύννεφο της εποχής και των χρόνων, διαρρηγνύουν την κρούστα ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, φέρνοντας στην επιφάνεια αγαπημένες μορφές και εξαίσιες, αλλοτινές αισθήσεις και αισθήματα. Ποιήματα ερωτικού αναστοχασμού και αναπόλησης, αλλά και αγάπης για τη μητέρα και τον πατέρα του, που έφυγαν από τη ζωή, για τους συντρόφους του στους κοινωνικούς αγώνες, για την παιδική αθωότητα, την πατρίδα, τις μορφές των κοριτσιών που λάμπουν στις οθόνες του ουρανού, αστραφτερές σαν χελιδόνια, αγάπη εντέλει για το θαύμα και το φως της ίδιας της ζωής.

Ο Τόλης Νικηφόρου, σε κατ’ ιδίαν συζήτησή μας, μου εκμυστηρεύτηκε πως είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένος, θα έλεγα ενθουσιασμένος, από τη συνεργασία του με τον εκδότη του «Μανδραγόρα» Κώστα Κρεμμύδα, γιατί με μεγάλη αγάπη, φροντίδα και μεράκι τυπώνει τα βιβλία του. Γνωρίζοντας καλά την υψηλή ποιότητα της τέχνης του Νικηφόρου, αναφορικά με την ποίησή του, αλλά βλέποντας και την υψηλή αισθητική των εκδόσεων «Μανδραγόρας» τόσο στην τύπωση, τα γραφιστικά, την επιλογή των εξωφύλλων, την επιμέλεια και όλα τα σχετικά, διαπιστώνω μια αρμονική συνεργασία και συνύπαρξη (εκλεκτά ποιήματα, σε εκλεκτό εκδοτικό οίκο) που ελπίζω και εύχομαι να συνεχιστεί και στο μέλλον.

 

(αναγνώστηκε ως εισαγωγικό κείμενο για τα ποιητικά βιβλία του Τόλη Νικηφόρου, σε εκδήλωση των εκδόσεων «Μανδραγόρας» για Θεσσαλονικιούς λογοτέχνες, τη Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015, στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης· επίσης δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μανδραγόρας», τχ. 54, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2016)

 

 

 

 

ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΛΑΜΠΕΙ ΑΠ’ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

  

 

Τόλης Νικηφόρου, Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα, ποιήματα, Μανδραγόρας, 2012, σελ. 43

  

Τα καινούρια ποιήματα του Τόλη Νικηφόρου που συμπεριλαμβάνονται στη νέα του συλλογή Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα, παρά τη χρωματική αντίθεση του τίτλου, είναι γεμάτα φως. Είναι λουσμένα στο φως. Το φανερώνουν στίχοι όπως: «ένα χαμόγελο που ξάφνου αστράφτει / στα μελαγχολικά σου μάτια», «αυτή η εξαίσια λάμψη», «αστράφτει η Κυριακή στη γειτονιά / σαν καθαρό πουκάμισο φρεσκοσιδερωμένο», «ένα χάος κατασκότεινο / που αστράφτει», «σιγή με λάμψεις / που συνθέτουν φως / ένα άλλο φως / πιο μαγικό / εκστατικό», «μ’ ένα δειλό φτερούγισμα, αστράφτει το γαλάζιο», «λάμψη βαθιά στον ουρανό / οικεία και άγνωστη / και μαγική» κ.τλ. Παράλληλα όμως υπάρχει και μια κοπιαστική, μεγάλης χρονικής διάρκειας πορεία στο σκοτάδι, στην πυκνή ομίχλη, «στα μαύρα σύνορα», στον άδειο ουρανό, για να οδηγηθεί, σταδιακά, ο ποιητής στο φως και στη λάμψη των λέξεων, των ιδεών και των αισθημάτων του. Θα έλεγε κανείς πως, όλο αυτό, έρχεται σαν φυσιολογικό επακόλουθο, σαν μια δικαίωση, μια αίσια έκβαση της πορείας της ζωής του και των επιλογών του. Άλλωστε το σκοτάδι, δεν είναι παρά η άλλη όψη του φωτός.

Ο ποιητής, με τον έρωτα ξαναβρίσκει τη χαμένη αθωότητα. Την αφουγκράζεται με παρθένο μάτι και ολάνοιχτες αισθήσεις. Μαθαίνω πάλι να διαβάζω / τα μυστικά φωνήεντα στο άγγιγμά σου. Προς το τέλος της συλλογής επισημαίνει: να γυρίζεις στο φως / σαν το μικρό παιδί / εκστατικά να ανακαλύπτεις / τα δέντρα και τη θάλασσα / ήχους και αρώματα / ένα χαμόγελο / θαύματα καθημερινά τριγύρω. Αλλού πάλι καταγράφει περίτεχνα το λίγο πριν του έρωτα, τη μετέωρη στιγμή του πρώτου αναστεναγμού, που το πρώτο άγγιγμα θα προκαλέσει.

Οι μεταμορφώσεις του ανέφικτου που εκφράζουν τα ποιήματα, γίνονται με λέξεις, ζωγραφιές ή μουσικές νότες. Ο ποιητής αναλογίζεται νέα διάσταση των λέξεων για τη σύνθεση του κόσμου (ποίημα: το ανέκφραστο που εκφράζουν).

Πάλι ευδιάκριτα τα αγαπημένα χρώματα του ποιητή που τον αντιπροσωπεύουν κι από προηγούμενα ποιητικά του βιβλία: το μπλε βαθύ και το κόκκινο της φωτιάς. Άλλα θέματα που απασχολούν τον Ν. στην τελευταία του συλλογή: η μνήμη, ο ακινητοποιημένος χρόνος, η ερήμωση της γειτονιάς και της ψυχής, ο κύκλος της ζωής που ολοκληρώνεται με μοναξιά και πίκρα, η νοσταλγία για τα παλιά που χάθηκαν. Ο Ν. μεγεθύνει με τα ποιήματά του τις στιγμές, διαστέλλει τον χρόνο, ψηλαφεί το ανέκφραστο με το αθώο βλέμμα ενός παιδιού. Εντέλει ανακαλύπτει μια άλλου τύπου αθωότητα που τον κινητοποιεί και τον εμπνέει (ποίημα: αχνό κουρέλι), ενώ η θλίψη μεταλλάσσεται σε χαρά και ορμή για το θαύμα της ζωής που όλα τα κάνει σαν τίποτε να μην χάθηκε για πάντα. Όλος ο κόσμος του ποιητή συμπυκνώνεται στο κάτι εκείνο και το τίποτα, που από την άκρη της αβύσσου αναδύθηκε στο φως για να ζητήσει τη δική σου αγάπη. Γιατί η ουσία της ύπαρξής μας δεν σχετίζεται στενά με την ατομικότητά μας, αλλά με το πλησίασμα του άλλου, με την (επι) κοινωνία, με το συνεχές δούναι και λαβείν, με την αποδοχή της ετερότητας.

Ο Ν. δείχνει αξιοπρόσεκτη ικανότητα και στο επίγραμμα, το πολύ σύντομο, συμπυκνωμένο μικρό ποίημα (συνήθως δίστιχο) που αποτυπώνει περίτεχνα και ποιητικά μια αφηρημένη έννοια ή έναν ορισμό. Δείγματα γραφής:

 

   (εξουσία)

    ένας εφιάλτης που δραπέτευσε

    από τα μουσεία φρίκης του μέλλοντος

  

   (μνήμη)

    ο συνήθης τόπος των εκτελέσεων, εκεί όπου

    οι νεκροί έχουν για πάντα αλώσει την ψυχή μας

  

Αλλού σπαραχτικός, αλλού ερωτικός, αλλού νοσταλγικός, αλλού με φιλοσοφική-ποιητική ενατένιση (στα επιγράμματά του), πάντα βαθιά ανθρώπινος, τρυφερός και δοτικός στην τέχνη της ποιήσεως, ο Ν. συνεχίζει την πορεία του στον χρόνο, συνθέτοντας ειλικρινή, αισθαντικά, εξαίσια ποιήματα. Και το σημαντικότερο: Μες στον ποιητικό του θρίαμβο, παραμένει σεμνός και προσγειωμένος, αφού εξακολουθεί να προσδιορίζει την ύπαρξή του με την ταπεινή, ωστόσο βαθιά στη σύλληψή της, γνώση (και ώριμη αίσθηση ταυτόχρονα) πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια κιμωλία που λιώνει αργά ανάμεσα στα δάχτυλα του δασκάλου, στον μαυροπίνακα της ζωής.

 

   (book press, Αύγουστος 2012)

  

 

 

 

ΑΝΑΤΕΜΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΩΜΑ

ΤΟΥ ΤΟΛΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

 

 

Ο Τόλης Νικηφόρου ξεκινά την πεζογραφική περιπέτεια αφού πρώτα δημοσίευσε μία ποιητική συλλογή. Δεν έγραψε πεζά κείμενα ή μυθιστορήματα, ολοκληρώνοντας κάποιον ποιητικό κύκλο, όπως αρκετοί ομότεχνοί του, ούτε, ως σημαντικός ποιητής της γενιάς του, κράτησε την πεζογραφία για πάρεργο. Απεναντίας. Ποίηση και πεζογραφία εναλλάσσονται χρονικά, αλληλοσυμπληρώνοντας και ενισχύοντας η μία την άλλη, σε μια ενιαία λογοτεχνική πορεία που ακόμα συνεχίζεται.

Τα δέκα πεζογραφικά βιβλία του, που εν σχετική συντομία θα σχολιάσω παρακάτω, αποτελούν ένα ενιαίο πεζογραφικό σώμα, δηλαδή μια οργανική ολότητα, δίχως όμως να αποτελούν παραλλαγές του ίδιου γεγονότος ή της ίδιας ιστορίας, όπως συμβαίνει σε αρκετούς πεζογράφους. Κι αυτό γιατί ο Ν. ανανεώνεται, μεταμορφώνεται και μας εκπλήσσει με κάθε νέα δουλειά του, ενώ θεματικά και υφολογικά δεν επαναλαμβάνεται από βιβλίο σε βιβλίο, και, το σημαντικότερο, παρότι τυπώνει με αρκετά μεγάλη συχνότητα, ουδέποτε μάς προξενεί αναγνωστική πλήξη.

Πρώτο πεζογραφικό βιβλίο το Αλμπατζάλ (1971), που περιέχει τρεις συστάδες διηγημάτων. Εδώ ο Ν. βρίσκεται σε «αναζήτηση ύφους», για να θυμηθούμε και τον Αλμπέρτο Ναρ. Τα κείμενά του ακόμη δεν έχουν αποκτήσει υφολογική και θεματική ομοιογένεια. Περιέχουν κάτι το θραυσματικό και κατακερματισμένο. Ωστόσο, είναι ευδιάκριτο και διάσπαρτο παντού το λογοτεχνικό καύσιμο που πρόκειται σταδιακά να ξοδευτεί, όπως και το λογοτεχνικό πεδίο στο οποίο θα κινηθεί μελλοντικά ο συγγραφέας. Ήρωες, συνήθως, ισοπεδωμένοι, μίζεροι μικροαστοί, που χλευάζουν όμως με τον τρόπο τους την εξουσία. Πρόσωπα που τσακώνουν την ευκαιρία, έστω την ύστατη στιγμή, να κάνουν τη μικρή επανάστασή τους. Απρόοπτες δοκιμασίες κινητοποιούν τις μύχιες δυνάμεις τους, οδηγώντας τους σε κάποιας μορφής αυτογνωσία. Στη δεύτερη συστάδα διηγημάτων καταγράφονται σκέψεις και βιώματα τού συγγραφέα από το Λονδίνο, όπου έζησε για επαγγελματικούς λόγους, ενώ έντονη και η κοινωνική-ειρωνική του ματιά σε ζητήματα κοινωνικής παθογένειας. Τέλος, στην τρίτη συστάδα διηγημάτων της συλλογής, διακρίνουμε στοιχεία μιας πρώιμης για την εποχή νεωτερικότητας, με διαλόγους, έντονο το στοιχείο του παραλόγου και έκφραση της ανθρώπινης αγωνίας με ψυχαναλυτικές προεκτάσεις (όπως η πτώση ενός ανθρώπου στο πηγάδι, διήγημα «Ο Κύκλος» – μάλλον το καλύτερο της συλλογής).

Ο κοινωνικός Ν. μετεξελίσσεται σε κοινωνικοπολιτικό συγγραφέα με τα διηγήματά του Εγνατία οδός (1973). Ο συγγραφέας εκφράζει τη γενιά του και την περιπέτεια της Αριστεράς. Η Εγνατία οδός είναι φράση-σύμβολο. Η θορυβώδης, κεντρική αρτηρία του σώματος της πόλης, γίνεται σύμβολο πάλης, αγώνα, ζωής. Στο κείμενο καταγράφεται η σταδιακή απώλεια των συντρόφων του αφηγητή, όμως το κλείσιμο είναι αισιόδοξο. Νέοι και παλιοί σύντροφοι σμίγουν, και, με λίπασμα τους νεκρούς, βρίσκουν πάλι, με τον αγώνα, νόημα στη ζωή τους. Άλλα θέματα που θίγονται στο βιβλίο: ο αρρωστημένος προγραμματισμός της ζωής μας, ο κυνισμός της εξουσίας, η μικροαστική μιζέρια, ο κοινωνικός παραλογισμός και η υστερία, οι ανθρώπινες σχέσεις, το πρώτο ερωτικό σκίρτημα, ο σαρκασμός της σαρωτικής τεχνολογίας, ο ανθρώπινος φόβος, η μαγεία της ουτοπίας. Στη συλλογή, πάλι διάσπαρτα πρώιμα στοιχεία νεωτερικότητας (ενσωματωμένο ποίημα, διάλογοι, ημερολογιακές σημειώσεις), ενώ το βιβλίο ξεκινά και τελειώνει με δύο αντιπροσωπευτικά σημεία της πόλης: Εγνατία οδός και Λευκός Πύργος (εμβληματικά σύμβολα που συνδέουν το οδυνηρό παρελθόν με το παρόν και το μέλλον της Θεσσαλονίκης)

Το πρώτο αμιγώς πολιτικό πεζογραφικό βιβλίο του Ν. πιστεύω πως είναι η συλλογή διηγημάτων Ονειροπολών εγκλήματα (1976). Σημείο αναφοράς των κειμένων: Το πρώτο συναπάντημα των πολιτικών προσφύγων με συγγενικά τους πρόσωπα, το νόστιμον ήμαρ εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που η ανθρώπινη βαρβαρότητα τούς εκδίωξε ή τους ανάγκασε να αυτοεξοριστούν. Εδώ, ο Ν. συναισθάνεται βαθιά την πίκρα, τη μοναξιά, τη ματαίωση, αλλά και τη χαρά της επιστροφής, τη νοσταλγία, την αγωνία των εξορισθέντων συντρόφων του. Όλο το βιβλίο μια ωδή, ένα ύμνος στο σμίξιμο των προσφύγων με τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Στα κείμενα διακρίνεται η πίστη και η προσδοκία του συγγραφέα για το χτίσιμο ενός καλύτερου κόσμου, κατά τα σοσιαλιστικά πρότυπα και οράματα εκείνης της εποχής. Πίστη και πεποίθηση που, υποθέτω, θα κλονίστηκε σε σημαντικό βαθμό με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, με τη μετέπειτα πτώση του Τείχους της ντροπής αλλά και με τη σημερινή κρίση που βιώνουμε, με συνευθύνη όλου του πολιτικού φάσματος της χώρας. «Πέρασε το κατώφλι της άπιαστης πατρίδας, αξιώθηκε να γυρίσει πια». Αυτό το επιμύθιο ενός διηγήματος του Ν. τα λέει όλα. Μόνο που, μοιραία, το βιβλίο δεν πρόλαβε να αποτυπώσει και να καταγράψει την απογοήτευση των επιστρεψάντων ηττημένων, απ’ αυτό που αντίκρισαν και βίωσαν στην Ελλάδα. Μένει απλώς στη γλυκιά ικανοποίηση και αδημονία της επιστροφής. Ωστόσο δεν παύει να αποτελεί ένα έντιμο και βαθιά ανθρώπινο βιβλίο.

Μετά το Ονειροπολών εγκλήματα ακολουθούν οκτώ συνεχόμενες ποιητικές συλλογές (η μία συγκεντρωτική), για να επανέλθει ο Ν. με νέα συλλογή διηγημάτων, Τα μάτια του πάνθηρα (1996, Νέα Πορεία). Πρόκειται για το πρώτο από τα δύο πεζογραφικά βιβλία του, στο οποίο ο συγγραφέας παραλληλίζει στους τίτλους του αιλουροειδή, με πρόσωπα, βλέμματα και κινήσεις των ηρώων του (το άλλο του βιβλίο είναι το Κίτρινο περπάτημα στα χόρτα). Δύο πανέμορφα γυναικεία μάτια, ίδια με μάτια πάνθηρα, που τον γοήτευσαν και τον συγκίνησαν στάθηκαν η αφορμή για να γραφτεί ένα από τα ωραιότερα διηγήματα της συλλογής. Σ’ ολόκληρο το βιβλίο υπάρχει μια μετατόπιση από τον κοινωνικό και πολιτικό στον ερωτικό και ιδιωτικό τομέα (αν και όλα τα παραπάνω συνυπάρχουν στο έργο του Ν.). Κυριαρχεί ένας διάχυτος ερωτισμός για πρόσωπα, φυτά ή ζώα του δάσους που τους στέρησαν την ελευθερία. Θεματικές των κειμένων: Η παρωδία-αποδόμηση του αισθήματος του φόβου, ο καθαρτήριος πόνος του κωλικού του νεφρού, η ψυχική αγωνία του αφηγητή στο χειρουργείο αγαπημένου προσώπου, η τραυματική, για ένα μικρό παιδί, εμπειρία του θανάτου ενός σκύλου, επί Κατοχής, μνήμη από το πρώτο ερωτικό σκίρτημα σ’ ένα παλιό θερινό σινεμά, αισθήσεις και παραισθήσεις στην άσφαλτο, μες στην κάψα του θέρους. Και η απόλυτη πεποίθηση του συγγραφέα πως με την αγάπη και το νοιάξιμό του μπορεί μια μαραμένη γαρδένια να αναγεννηθεί και να ανθίσει. Βιβλίο που εγκαθιδρύει μια νέα εποχή για την πεζογραφική πορεία του Ν., ένα πιο φρέσκο, σημερινό ύφος, ενώ η ήδη διαμορφωμένη θητεία του στην ποίηση αναδεικνύεται, πλέον, και στα πεζά του.

Τέσσερα χρόνια αργότερα (2000) πάλι από τη Νέα Πορεία, ο Ν. τυπώνει μια συλλογή αλληλένδετων διηγημάτων, που τα τιτλοφορεί Νόστος. Πρόκειται για ένα βιβλίο διάχυτης νοσταλγίας, όπου καταγράφεται και διασώζεται το σύμπαν της προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας αλλά και μια ολόκληρη εποχή. Τον χρόνο του κειμένου, που κάλλιστα θα μπορούσε να λάβει και μυθιστορηματική έκταση ή απλώς να χαρακτηριστεί ως σπονδυλωτό μυθιστόρημα, τον προσδιορίζει εύγλωττα, στις σελίδες του, ο ίδιος ο συγγραφέας: «Η εποχή που η πόλη έδινε αντιπαροχή την ψυχή της για ένα λουτροκαμπινέ κι ένα βαρέλι πετρελαίου στο στενό μπαλκόνι κάποιας θλιβερής πολυκατοικίας των εργολάβων». Μνήμες και παρατσούκλια από τα γυμνασιακά χρόνια στο φημισμένο «Ανατόλια», βιβλιοθήκες και αναγνωστήρια με θηλυκές προκλήσεις, κάθε Τετάρτη, προσβολές σε εφήβους που αδυνατούν να πληρώσουν τα δίδακτρα λόγω φτώχειας, ο μαγευτικός και μυστηριώδης κόσμος της δανειστικής βιβλιοθήκης, ο «όσιος» Παραλής, καθηγητής των Τεχνικών, σχολικός αθλητισμός και σχολικά συμβούλια, ευτράπελα εν ώρα μαθήματος, το τελευταίο τραμ της εφηβείας τους και της ζωής τους. Η μεγάλη εκδρομή και η αποφοίτηση. Και οι συχνές συναντήσεις των αποφοιτησάντων, ύστερα από σαράντα και βάλε χρόνια. Τριτοπρόσωπη αφήγηση, νόστος που μεταλλάσσεται, ενίοτε, σε θλίψη αλλά και ώριμη γνώση, πλέον, της αξίας της ζωής και της αξιοποίησης των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Ένα κείμενο-πορεία προς την ενηλικίωση. Αν οι λέξεις-κλειδιά του ξεκλειδώματος του συγκεκριμένου βιβλίου του Ν. είναι η «μνήμη», η «αντιπαροχή» και η «ενηλικίωση», φαίνεται πως ο συγγραφέας είναι συντονισμένος και εναρμονισμένος στη γραφή του με βιβλία του Καζαντζή, του Ναρ, του Σφυρίδη αλλά και του Σάκη Παπαδημητρίου, που τους απασχόλησαν στη γραφή τους παρόμοιες καταστάσεις και συναφής θεματολογία.

Η πρώτη μυθιστορηματική απόπειρα του Ν. (Η γοητεία των δευτερολέπτων, Νέα Πορεία, 2001) είναι ένα καθαρά αυτοβιογραφικό κείμενο, όπου ο αφηγητής ταυτίζεται με τον συγγραφέα (έχει το ίδιο όνομα, έζησε τις ίδιες εμπειρίες κτλ). Αποτελείται από 14 αφηγηματικούς σπονδύλους, με χαλαρή μεταξύ τους σύνδεση, και –κατά κανόνα– γραμμική αφήγηση. Η σύνθεση αυτού του βιβλίου για έναν μελετητή του έργου του Ν. αποτελεί μια παραδοξότητα, υπό την έννοια ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα που ελάχιστα υπακούει στις λεγόμενες μυθιστορηματικές συμβάσεις. Όσο αναρχικός και ανυπότακτος είναι ο Ν. στις πεποιθήσεις του, έτσι, φαίνεται, λειτουργεί συχνά και στη γραφή του. Μόνιμος πρωταγωνιστής, λοιπόν, ο αφηγητής-συγγραφέας με δευτεραγωνίστρια (σε δεύτερο πλάνο) τη σύντροφό του Σοφία, ενώ δεκάδες προσώπων παρελαύνουν με μικρούς ρόλους, ως κομπάρσοι. Φίλοι, συνάδελφοι, συγγενικά πρόσωπα. Δεν υπάρχει ούτε ένα διάλογος προσώπων, απόν και το παραμικρό στοιχείο μυθοπλασίας, Το χρονικό εύρος που καλύπτεται είναι μια γεμάτη δεκαετία (από την απαρχή της δικτατορίας μέχρι τον φοβερό σεισμό του ’78) ενώ η πλοκή είναι εσωτερικού τύπου. Κι όμως, η αφηγηματική μαστοριά του συγγραφέα σε συνδυασμό με τα διάσπαρτα ποιητικά στοιχεία που λειτουργούν ως έρμα στην πλοκή και σύνδεση των γεγονότων, δημιούργησαν ένα ενιαίο κείμενο με αρχή, μέση και τέλος, ένα ολοκληρωμένο σώμα κειμένου. Το πρώτο του μυθιστόρημα, λοιπόν, που διαβάζεται μονορούφι. Οι εμπειρίες του αφηγητή στο Λονδίνο (πολύχρωμο, γοητευτικό, ανεκτικό χωνευτήρι πολιτισμών, φυλών και εθνοτήτων, που ωστόσο κάποια στιγμή κατέθλιψε τον συγγραφέα), ο τραγέλαφος της γενικής επιστράτευσης με τα γεγονότα της Κύπρου, ο σαρκασμός της μισθωτής σκλαβιάς που λέγεται εργασία, το καφενείο «Ο Γαλέριος» στο διάβα του χρόνου, ο τζόγος, ο φοβερός σεισμός του ’78 και τα αντίσκηνα στις πλατείες και τις γειτονιές της πόλης, κάποια από τα θέματα της καλογραμμένης αφήγησής του. Εξέλαβα όλο το βιβλίο ως οδοιπορικό ζωής και αναζήτησης πατρίδας, τόσο σε ξένα όσο και σε ελληνικά χώματα, γραμμένο με γνώση, αίσθημα και νοσταλγία.

Από το επόμενο μυθιστόρημα του Ν., Το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα (2005), αρχίζει η συνεργασία του λογοτέχνη με τις εκδόσεις Νεφέλη, που κρατάει μέχρι σήμερα. Ταυτόχρονα έχουμε και μια στροφή, μια μετατόπιση από την καθαρή αυτοβιογραφία στη μυθοπλασία – πάντα μπολιασμένη με βιωματικά στοιχεία. Σ’ αυτό το βιβλίο, που προσωπικά το θεωρώ από τα καλύτερά του, ένας δημοσιογράφος αναλαμβάνει να εξιχνιάσει το μυστικό κάποιων αλλεπάλληλων φόνων. Ο Δημήτρης Ασίκης, αρχίζει τις έρευνές του σε πυκνό σκοτάδι, με ανεπαρκή στοιχεία. Οι κινήσεις του εκτελεστή θυμίζουν πραγματική ιεροτελεστία. Στο κείμενο, που εμπεριέχει και στοιχεία αστυνομικής λογοτεχνίας, σκιαγραφείται η ελληνική κοινωνία με τις παθογένειές της, την εποχή της «φούσκας» του χρηματιστηρίου. Κυνικοί γιάπηδες, τηλεοπτικά κανάλια με ειδήμονες και ταινίες με σεξ και βία, Ελληνοπόντιες οικιακές βοηθοί προσφέρουσες υπηρεσίες μασάζ, τραπεζικά καταναλωτικά δάνεια. Έντεχνη και πετυχημένη η ψυχογράφηση του Άλμπερτ, του ανυπότακτου της ιστορίας. Το πορτρέτο του τρομοκράτη δίνεται με χιούμορ και με βαθιά συνείδηση της παραίτησης και του εφησυχασμού που συνοδεύει πάντα κάποια επαναστατική πράξη. Ένα βιβλίο γραμμένο με ευαισθησία, θυμό αλλά και τρυφερότητα, και που πασχίζει να σώσει κάποιες ανθρώπινες αξίες για να μην καταρρεύσει το ανθρώπινο είδος. Και εδώ, όπως και σε προηγούμενα βιβλία του, ο Ν. αξιοποιεί τις γνώσεις και την εμπειρία του από τη διαμονή του στην Αγγλία και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις.

Παρακολουθώντας σχετικά πρόσφατα σε κινηματογραφική αίθουσα της πόλης την  τελευταία ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ «Το δέρμα που κατοικώ» (παραγωγής 2011), πέρασε από τον νου μου η κάπως ακραία (σχεδόν απίθανη) σκέψη μήπως ο διάσημος Ισπανός σκηνοθέτης (ή ο σεναριογράφος της ταινίας) είχε υπόψη του το μυθιστόρημα του Τόλη, Η εξαίσια ηδονή του βιασμού, που τυπώθηκε το 2006. Η λογοτεχνία άλλωστε με τον κινηματογράφο είναι συγκοινωνούντα δοχεία, αλλά και τα δύο έχουν κοινή μήτρα, κοίτη και προέλευσή τους την ανθρώπινη ζωή. Το εν λόγω βιβλίο, από τον τίτλο του ακόμα, λειτουργεί σαν γροθιά στο στομάχι (κάποιοι, βέβαια, έκριναν τον τίτλο αδόκιμο και σεξιστικό· η πολιτική ορθότητα, δειλά δειλά, άπλωσε τα πλοκάμια της και στη χώρα μας). Το θέμα που πραγματεύεται, με αφορμή τον βιασμό μιας υπαλλήλου από τον εργοδότη της, είναι εάν η αυτοδικία, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η απονομή της δικαιοσύνης δεν ικανοποιεί το περί δικαίου αίσθημα, νομιμοποιείται, ενώ το τέλος παραμένει ανοιχτό. Ο δικηγόρος Άρις Παπακώστας έχει αρκετά κοινά στοιχεία με τον συγγραφέα. Παράλληλα είναι ο «Κινέζος» του Νόστου, τα κατορθώματα του οποίου στο «Ανατόλια», υπενθυμίζονται και σ’ αυτό το βιβλίο Το κείμενο είναι πολυφωνικό, σε πρώτο και τρίτο πρόσωπο αφήγησης, οι ενότητες, έντεχνα πλεγμένες, κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι το τέλος, η γλώσσα αλλού εκλεπτυσμένη κι αλλού αγοραία και πεζοδρομιακή, αναλόγως των περιστάσεων, γοητεύει και καθηλώνει. Παρότι το θέμα που επιλέγει μοιάζει με ωρολογιακή βόμβα, έτοιμη να εκραγεί, ο συγγραφέας δεν νουθετεί ούτε καθοδηγεί τον αναγνώστη. Μόνο στο τέλος η οργή του ξεχειλίζει και (δικαίως; αδίκως; ας το κρίνει ο αναγνώστης), ενδίδει στο οδόντα αντί οδόντος, του Μωσαϊκού νόμου. Παράλληλα με το σοβαρότατο ζήτημα του βιασμού των γυναικών και τη διάχυτη αντίληψη πως η εξουσία αποτελεί ανέκαθεν το καλύτερο αφροδισιακό, με εμβόλιμες εικόνες, σκιαγραφείται αριστοτεχνικά η πλατεία Δικαστηρίων, η οδός Αγνώστου Στρατιώτου και γενικότερα η παλιά Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’60.

Εδώ κρίνω σκόπιμο, εμβόλιμα, να προσθέσω κάτι που ο ίδιος ο συγγραφέας μού αποκάλυψε, και αφορά τους πρωταγωνιστές των δύο παραπάνω βιβλίων του, τον δημοσιογράφο Δημήτρη Ασίκη και τον δικηγόρο Άρι Παπακώστα. Παρότι κάλλιστα θα μπορούσαν να εκληφθούν ως συγγραφικές περσόνες, είναι υπαρκτά πρόσωπα και τα δύο. Ο πρώτος υπήρξε, επί πολλά χρόνια, δημοσιογράφος του συγκροτήματος Λαμπράκη (το Ασίκης είναι αναγραμματισμός του επιθέτου του), δυο χρόνια μεγαλύτερος του Νικηφόρου στο «Ανατόλια», ομοϊδεάτης του στο Κ.Κ.Ε. εσωτερικού, μάλλον άγνωστος ποιητής και στενός του φίλος τη δεκαετία του 1970 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε χώρισαν οριστικά οι δρόμοι τους. Περιγράφεται και στο διήγημα «Ο δρόμος για την Ουρανούπολη» της ομώνυμης συλλογής που θα επακολουθήσει. Πραγματικό πρόσωπο και ο δικηγόρος Παπακώστας που περιγράφεται τόσο στην Εξαίσια ηδονή του βιασμού όσο και στο Έρημο νησί στην άκρη του κόσμου. Πρόκειται για συμμαθητή του συγγραφέα στο «Ανατόλια» και πάντα στενό του φίλο, δικηγόρο στο επάγγελμα, στο γραφείο του οποίου τραβήχτηκαν δεκάδες φωτογραφίες της πλατείας Ελευθερίας και των γύρω δρόμων και του λιμανιού για τις ανάγκες του μυθιστορήματος Έρημο νησί στην άκρη του κόσμου, και στο γραφείο του υποτίθεται ότι αποκλείστηκαν τα πρόσωπα του βιβλίου, για το οποίο θα σας μιλήσω παρακάτω. Υπάρχει λοιπόν μια τάση του συγγραφέα να περιγράφει πραγματικά πρόσωπα στα μυθιστορήματά του, προσδίδοντας τους βέβαια στοιχεία που εξυπηρετούν την πλοκή του κάθε βιβλίου. Αυτό το στοιχείο στη γραφή του, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και γοητευτικό, προσδίδει αληθοφάνεια και αυθεντικότητα στις δράσεις και συμπεριφορές των ηρώων του, ωστόσο γενικότερα, ως συγγραφική ταχτική, ενέχει πάντα κάποιους κινδύνους, ιδίως στις περιπτώσεις όπου οι εμπλεκόμενοι στα βιβλία φίλοι ή γνωστοί δεν συμφωνήσουν απόλυτα με τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που τους προσδίδει ο συγγραφέας.

Με τη συλλογή διηγημάτων που ακολουθεί, οι απονέμοντες τα κρατικά βραβεία λογοτεχνίας, παραδόξως, έπεσαν διάνα. Και λέω παραδόξως, γιατί, ως γνωστόν, στην Ελλάδα συνήθως βραβεύονται δημιουργοί για βιβλία μη αντιπροσωπευτικά της ποιότητας και της αξίας τους, μόνο και μόνο επειδή βρέθηκαν (ή καλύτερα όφειλαν κάποιοι να τους συμπεριλάβουν) σε κάποια επετηρίδα βράβευσης. Ο Ν. βραβεύτηκε γι’ αυτό του το βιβλίο και γιατί το άξιζε ως δημιουργός αλλά και γιατί άξιζε το συγκεκριμένο βιβλίο. Μιλώ, φυσικά. για το Ο δρόμος για την Ουρανούπολη (Νεφέλη, 2008), το βραβευμένο με κρατικό βραβείο διηγήματος, μια συλλογή δώδεκα κειμένων άμεσων, βιωματικών, γραμμένων με ενάργεια και με πολλά ποιητικά στοιχεία ενσωματωμένα στον πυρήνα τους. Με χιούμορ, αυτοσαρκασμό αλλά και μια διάχυτη νοσταλγία να τα διαπερνά. Νοσταλγία γι’ αυτό που είχαμε, κάποτε, δικό μας και που, πλέον, το χάσαμε. Στο επιμύθιο πάντα κάποιος αναστοχασμός απογειώνει το κείμενο, επαναφέροντάς μας στο ζοφερό παρόν. Κορυφαίο, κατά τη γνώμη μου, διήγημα της συλλογής, το καταληκτικό, «Η Ανεξάρτητη Μεραρχία» (σπέρματα της ιστορίας θα βρούμε ενταγμένα και στο Νόστος, αλλά και στο Η εξαίσια ηδονή του βιασμού), στο οποίο ο Ν. αφηγείται την περιπέτεια της Ανεξάρτητης Μεραρχίας που έδρασε στα βάθη της Ασίας, προβάλλοντας τη δράση της σε προσωπικό επίπεδο και ανάγοντάς την σε αιώνιο σύμβολο περηφάνιας και αξιοπρέπειας. Όσο για την Ουρανούπολη του τίτλου του βιβλίου του, αποτελεί πολλαπλό σύμβολο. Πέρα από γεωγραφικό τόπο και προορισμό, χώρα του ανέφικτου και του ονειρικού, τόπο υποδοχής νεκρών φίλων και συντρόφων και προγονική κληρονομιά, πιστεύω πως είναι ένας κατ’ εξοχή λογοτεχνικός τόπος και προορισμός, αφού υποδηλώνει τη Χώρα της γραφής και της λογοτεχνικής δημιουργίας.

Η έως σήμερα πεζογραφική πορεία του Ν. συμπληρώνεται με το μυθιστόρημα (και νουβέλα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί λόγω της σχετικά μικρής του έκτασης), με τον ποιητικό τίτλο Έρημο νησί στην άκρη του κόσμου (Νεφέλη, 2009). Η ερωτική ιστορία του Φάνη και της Αλκμήνης που φτάνει σε εκρηκτικό σημείο και καταλήγει σε αδιέξοδο. Το προαιώνιο παιχνίδι του αρσενικού με το θηλυκό, κοινωνικές παθογένειες, αδιέξοδα ζωής, καυτή καθημερινότητα, δυο ερωτευμένοι και τρεις ακόμα ναυαγοί σε ένα έρημο νησί, στην άκρη του κόσμου. Το έρημο νησί και πάλι, όπως η Ουρανούπολη του προηγούμενου βιβλίου του, πολλαπλό σύμβολο. Το γραφείο, η γειτονιά, το σπίτι, η πόλη, ο συμβατικός μας κόσμος που δεν λέμε να τον αλλάξουμε. Με αφηγηματική μαστοριά εκπέμπονται μηνύματα σύγχρονου εγκλεισμού και αποξένωσης, μέσα από το εξαιρετικό εύρημα του εγκλωβισμού κάποιων ανθρώπων, λόγω μποτιλιαρίσματος, στο κέντρο μιας πόλης. Η νουβέλα πάλι θρυμματισμένη σε αφηγηματικούς σπονδύλους, ενώ τα στοιχεία διακειμενικότητας και νεωτερικότητας λειτουργούν θετικά στο όλο συγγραφικό αποτέλεσμα.

Τέλος, τρία παραμύθια για μικρά και για μεγάλα παιδιά συμπληρώνουν το πεζογραφικό έργο τού λογοτέχνη. Τα: Ένα παραμύθι για όλους (1984), Νόσιλκα (1989) και Σοτοσαπόλ ο χρυσοθήρας (1996).

Κλείνοντας αυτήν την περιδιάβαση στην πεζογραφία του Ν. έχω να συμπληρώσω τα εξής. Ο Τ. Ν. εκτός από σημαντικός ποιητής –από τους σημαντικότερους της γενιάς του– είναι ικανότατος μυθιστοριογράφος αλλά και πετυχημένος μάστορας της μικρής αφηγηματικής φόρμας. Είναι ένας χειμαρρώδης αφηγητής. Όπως είχα, παλιότερα, αναφέρει σε παρουσίαση συλλογής διηγημάτων της Κέντρου-Αγαθοπούλου, με την οποία αντλούν από την ίδια πεζογραφική κοιτίδα, η λογοτεχνική κριτική θα πρέπει στο μέλλον να συνυπολογίσει αυτό το «ισοδύναμα πολύ καλός ποιητής και πεζογράφος» στη λογοτεχνικότητα και ποιητικότητα των κειμένων του1. Συνεχίζει την πορεία του στον χρόνο τυπώνοντας εξαίσια ποιήματα και κείμενα πεζογραφίας. Του εύχομαι υγεία και μακροημέρευση, και θα ήθελα να κλείσω το κείμενο για την πεζογραφία του με ένα δικό του ποίημα, που πιστεύω πως αντικατοπτρίζει θαυμάσια τη λογοτεχνική του πορεία, την αγωνία του για δημιουργία αλλά και την προσωπικότητά του. Περιλαμβάνεται στη συλλογή Αναρχικά (1979) και τιτλοφορείται «Το ποτάμι».

Πορτοκαλιές όχθες / Κιτρινισμένα φύλλα π’ αγγίζουν το νερό // Αυτό το ποτάμι / Που φιδοσέρνεται στον κάμπο είναι η ζωή μου // Ήρεμο κι αργό / Ένα βουβό πάθος / Πυρετός για τη θάλασσα // Μια λαχτάρα για τα ψηλώματα που άφησε για πάντα

 

[το κείμενο αναγνώσθηκε σε τιμητική εκδήλωση για τον ποιητή και πεζογράφο Τόλη Νικηφόρου, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, την Πέμπτη, 20 Δεκεμβρίου 2012· επίσης δημοσιεύτηκε στο περιοδικό τό κοράλλι, τεύχ. 4, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2014 (αφιέρωμα στον Τόλη Νικηφόρου)]

 

 

____________________________________________

1 Είχα γράψει για την Κέντρου-Αγαθοπούλου σε προηγούμενο κείμενο τα παρακάτω: «Η πεζογραφική της κοιτίδα βρίσκεται στο ρεύμα της συνειδησιακής ροής που βρήκε πρόσφορο έδαφος στην πόλη μας από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 μέχρι περίπου το 1950. Σήμερα, βέβαια, έχουμε μετεξέλιξη αυτής της τάσης σε ένα μεικτό είδος ανάμεσα στη ρεαλιστική πρόζα και στον εσωτερικό μονόλογο, κάτι που, μαζί με αρκετούς ομοτέχνους του, ακολουθεί και ο ίδιος. Παράλληλα, συγκαταλέγεται σε μια πλειάδα λογοτεχνών (Βασιλικός, Νικηφόρου, Ευαγγέλου, Μέσκος, Μάρκογλου κ.α.) που επηρεάστηκαν από τους πεζογράφους του μεσοπολέμου και τους πρώιμους μεταπολεμικούς. Όλοι οι παραπάνω, στη γραφή τους, συνδυάζουν ρεαλιστικά στοιχεία με ποιητική γραφή, ενώ στα κείμενά τους ο εσωτερικός χρόνος υποκαθιστά τον συμβατικό.» Αυτή η παράγραφος ισχύει αυτούσια και για τον πεζογράφο Τόλη Νικηφόρου, αφού οι δύο λογοτέχνες έχουν κοινή λογοτεχνική κοίτη και επιρροές.

 

 

 

 

Η ΟΥΡΑΝΟΥΠΟΛΗ  ΤΟΥ ΤΟΛΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

ΩΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΤΌΠΟΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΡΙΣΜΟΣ

 

 

Τα λογοτεχνικά αφιερώματα που γίνονται στα διάφορα περιοδικά (εξειδικευμένα και μη) είναι χρήσιμα και ωφέλιμα στους αναγνώστες, κυρίως όταν αυτά γίνονται έγκαιρα, δηλαδή όταν ο λογοτέχνης βρίσκεται εν ζωή. Διαφορετικά λειτουργούν εν είδη μνημόσυνου και απλώς αποενοχοποιούν συντελεστές και συνεργάτες, οι οποίοι δεν αξιώθηκαν να γράψουν δυο αράδες για το τιμώμενο πρόσωπο, όσο αυτό ακόμη ήταν μάχιμο και ενεργό. Παρόλα αυτά, τα εν λόγω εγχειρήματα ολισθαίνουν σε δύο τουλάχιστον σημεία. Πρώτον συνεχίζουν την παράδοση του προσωποκεντρικού χαρακτήρα της λογοτεχνίας μας (η βαρύτητα δηλαδή πέφτει στο πρόσωπο αυτό καθ’ εαυτό, αποβαίνοντας εις βάρος των κειμένων και του συνολικού του έργου). Δεύτερον, μερικά εξ αυτών απολήγουν χαώδη και αοριστόλογα φιλολογικά γυμνάσματα, που συνήθως αγιοποιούν το παρουσιαζόμενο κάθε φορά πρόσωπο, προσδίδοντάς του ιδιότητες, που ο ίδιος ποτέ του δεν θα φανταζόταν πως είχε κατακτήσει.

 Με το καλό περιοδικό της Λαμίας «Πάροδος» και με την περίπτωση του Τόλη Νικηφόρου, στον οποίον αποφάσισε να κάνει ένα αφιέρωμα, οι επιφυλάξεις μου και η όποια δυσπιστία μου αναφορικά με το όλο εγχείρημα εξανεμίστηκαν ακαριαία για αρκετούς λόγους. Ο λογοτέχνης χαίρει απόλυτα της εκτίμησής μου, βρίσκεται εν ζωή, και η συμμετοχή μου θα ήταν μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για να εκφράσω αυτήν μου την εκτίμηση απέναντι στο έργο του. Επιπλέον η συμμετοχή μου θα επικεντρωνόταν όχι στο πρόσωπο αυτό καθ’ εαυτό –τον γνωρίζω, άλλωστε, ελάχιστα σαν άνθρωπο– όσο στα κείμενά του. Αφήνοντας το πλούσιο και στιβαρό ποιητικό του έργο να καλυφθεί από κάποιον ικανότερο και αρμοδιότερο εμού σχολιαστή, και παρακάμπτοντας τα πετυχημένα του μυθιστορήματα, που στο παρελθόν με είχαν εντυπωσιάσει, αποφάσισα να επικεντρωθώ στην τελευταία λογοτεχνική σοδειά του. Οι μικρές ιστορίες του, που, αναφορικά με το ύφος της γραφής τους αλλά και θεματολογικά, μου είναι εξαιρετικά οικείες, και που τιτλοφορούνται Ο δρόμος προς την Ουρανούπολη. Μες στην αχλή του φετινού θέρους τις φυλλομετρώ, αρχικά με περιέργεια, τις διαβάζω και τις ξαναδιαβάζω κατόπιν, με καινούρια κάθε φορά συγκίνηση. Ο δρόμος προς την Ουρανούπολη. Άραγε ο δρόμος προς το γραφικό χωριουδάκι της Χαλκιδικής, το πλησιέστερο του Αγίου Όρους; Ή τάχα ο δρόμος προς κάποιον ουράνιο τόπο και προορισμό;

 

 

Δώδεκα ιστορίες απαρτίζουν αυτή τη συλλογή του Τ. Ν.  Δώδεκα ιστορίες που ο συγγραφέας –ή μήπως ο επιμελητής του εκδοτικού του οίκου;– μας τις συστήνουν ως διηγήματα, παρότι πιο εύστοχος όρος, κατά την ταπεινή μου γνώμη, θα ήταν αφηγήματα. Κι αυτό γιατί στο σύνολό τους κυριαρχεί ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, είναι σύντομα σε έκταση, και σε όλα τους η πλοκή είναι στοιχειώδης έως αμελητέα και, όταν υπάρχει, παραμένει χαλαρή, δίχως ανατροπές και κορυφώσεις στην απόληξη, αλλά με κάποιο αναστοχασμό εκ μέρους του αφηγητή ως επιμύθιο για το τότε και το τώρα της ζωής. Ένας αναστοχασμός που συχνά διαπνέεται από μια υποδόρια, ωστόσο εμφανή στον διαισθητικό αναγνώστη, θλίψη. Πάντως η παρατήρησή μου παραμένει σχολαστική, και ο χαρακτηρισμός διηγήματα ή αφηγήματα διόλου αναιρεί ή μειώνει την αναμφίβολα σπουδαία αξία των εν λόγω κειμένων. Ας δούμε όμως ένα προς ένα τα δώδεκα διηγήματα.

 Στο πρώτο του διήγημα, «Η φωτιά με τα θλιμμένα μάτια», ο Τ. Ν. επιχειρεί να προσδιορίσει τον αναγνώστη του, τον ίδιο που αφορά όλα τα βιβλία που έγραψε και όσα μελλοντικά θα γράψει. Όπως μας αποκαλύπτει, όταν γράφει, «μιλάει στο αιώνιο γυναικείο πλάσμα, τη μεθυστική ερωμένη των δευτερολέπτων, την αδελφή και τη σύντροφο, την οικεία άγνωστη, το σύμβολο μιας ανεξιχνίαστης καταγωγής και ενός ανεξιχνίαστου προορισμού». Ο δεύτερος ακροατής ή αναγνώστης είναι ένας φίλος. Κάποιος «συγκλονιστικός συγγραφέας που ολοκλήρωσε το έργο του στην εφηβεία του». Ο νους μας πάει στον Αρθούρο Ρεμπώ. Θέλει ο Τ. Ν., διαβάζοντας τα βιβλία του σ’ εκείνον, να μείνει «κάτι σαν το άρωμα που χάθηκε και που δεν χάνεται ποτέ. Από κοντά κι από τις εσχατιές του κόσμου. Κάτι όπως τα δεκαοχτώ μας χρόνια». Στο δωμάτιο που γράφει ο συγγραφέας βρίσκεται το κορίτσι και η σκιά του φίλου. Η παρουσία των δύο τονώνει το συγγραφέα και τον οδηγεί στη δημιουργία.

Πρόκειται για διήγημα εξαιρετικής ακρίβειας στην καταγραφή σκέψεων και συναισθημάτων και υψηλής λογοτεχνικής μαεστρίας. Φανερώνει τις μεταλογοτεχνικές ανησυχίες του συγγραφέα αναφορικά με τη γραφή, τον αναγνώστη, την έμπνευση. Το κλείσιμο του διηγήματος ομαλό και αβίαστο. Αβίαστα κλείνει η ιστορία, όπως αβίαστα έρχεται η έμπνευση στο συγγραφέα. Η φράση του Τ. Ν. «Μιλάνε για όλα τα βιβλία του, για όλα τα βιβλία που γράφτηκαν ποτέ στον κόσμο» ανασύρει στον νου μας το διήγημα «Άλεφ» του Χόρχε Λουίς Μπόρχες.

Το δεύτερο διήγημα, κατ’ ουσία αποτελεί μια ανάμνηση του αφηγητή για μια παλιά οικογενειακή εκδρομή με γνωστούς και φίλους στην Ουρανούπολη της Χαλκιδικής, το καλοκαίρι του 1975 «λίγο μετά την πτώση της δικτατορίας και λίγο πριν από τη μέση ηλικία». Ένας φίλος τού αφηγητή που ήταν ζωγράφος, ο Λουκάς (άραγε πρόκειται για τον γνωστό ζωγράφο Λουκά Βενετούλια;  – το «όλως προώρως και αιφνιδίως» του θανάτου του συμπίπτει με τον χαμό του το 1984, σε ηλικία μόλις 54 ετών) διατέθηκε να τον μεταφέρει στον καλοκαιρινό του προορισμό. Ο αφηγητής νοσταλγεί την εκδρομή, τη διαδρομή και τον οδηγό Λουκά που τότε τον αγγάρεψε και που πλέον δεν ζει, αφού έφυγε για τη δική του Ουρανούπολη. Το διήγημα αυτό, που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή, ξεχειλίζει από ευαισθησία και νοσταλγία, ενώ σε κάθε φράση του διακρίνουμε μια υπολανθάνουσα μελαγχολία του Τ. Ν. για την πορεία της ζωής, το χαμό των συντρόφων του και την εξέλιξη κάποιων γεγονότων.

Το «Η θέα απ’ την εξέδρα» είναι ακόμη μια καλοκαιρινή ανάμνηση του Τ. Ν. από τα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, όταν ως μέλος κάποιας πολιτικής κίνησης της Θεσσαλονίκης, βρέθηκε καλεσμένος στα Σέρβια Κοζάνης για να διαβάσει ποιήματά του σε παραδοσιακό φεστιβάλ ή τοπική γιορτή που οργάνωνε εκεί η φίλα διακείμενη πολιτικά δημοτική αρχή. Μαζί με το συγγραφέα ήταν καλεσμένοι κάποιοι ακόμα λογοτέχνες της Θεσσαλονίκης που ανήκαν κι αυτοί στην Κίνηση. Χρόνια μετά, αναπολώντας ο αφηγητής το γεγονός, θυμάται ολοκάθαρα τη θέα από την εξέδρα. Κι όπως λέει στο επιμύθιο του κειμένου: «…Την απορία, ίσως και το δέος, σε κάποια βλέμματα, κάποια αυθόρμητη χαρά σε άλλα, την πόρτα που άνοιξα απερίσκεπτα στους άγνωστους μεσάνυχτα στην Καστανιά. Θυμάμαι ακόμη χρώματα και μυρωδιές, θυμάμαι γεύσεις. Θυμάμαι ιδίως τα πρόσωπα, ένα-ένα στην παρέα. Κάτι ελάχιστο, χαμόγελο, ματιά ή γκριμάτσα, κάτι πολύτιμο και φωτεινό αποκλειστικά δικό τους.»

Συναφές θεματολογικά με το προηγούμενο κείμενο και το «Επευφημίες και χειροκροτήματα». Ο αφηγητής είναι πάλι καλεσμένος (μαζί με άλλους τρεις, έναν μουσικό, έναν ακόμη ποιητή και έναν ιστορικό), αυτήν τη φορά από την ένωση συγγραφέων και καλλιτεχνών στη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας, λίγο μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’80 για να διαβάσει ποιήματά του. Η όλη διαδικασία της εκδήλωσης, μαζί με άλλα δρώμενα στο χώρο του Πλόβντι, σε συσχετισμό με το πολιτικολογοτεχνικό σκηνικό της γειτονικής χώρας, μάλλον προκαλούν θλίψη και συγκρατημένη μόνο ευχαρίστηση στον αφηγητή. Σήμερα, αναλογιζόμενος από απόσταση τα γεγονότα, βρίσκει τρωτά σημεία της συμπεριφοράς του εκείνων των ημερών, διακρίνοντας «ανιδιοτέλεια, αγνότητα ή αφέλεια σε διαφορετικές δόσεις για τον καθένα» στις προθέσεις και στους σκοπούς του τους δικούς του μα και των συντρόφων του. Η ανάμνηση εκείνων των ημερών κάνει τον αφηγητή να αναστοχαστεί πως υπήρξαν το «τέλος των ψευδαισθήσεων και τέλος μιας εποχής». Μόνο που η νέα εποχή που ανατέλλει, φαντάζει στα μάτια του αλλοτριωμένη και καλοκουρδισμένη, λειτουργική και αδίστακτη. Τόσο στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα όσο και στα λογοτεχνικά.

Βίωμα από τον εργασιακό του χώρο στη Λιβύη της Αφρικής, όπου βρέθηκε ο αφηγητής για δέκα μέρες, καταγράφει το επόμενο διήγημα της συλλογής. Τιτλοφορείται «Τα σπουδαία και τα σημαντικά». Η ανούσια, πληκτική και βαρετή ζωή στην αφρικανική χώρα, ολότελα ξένη και ανοίκεια με τις συνήθειές του, τον κάνουν να εκτιμήσει ιδιαιτέρως απλά, καθημερινά πράγματα της ελληνικής πραγματικότητας που, συνήθως, τα παραβλέπουμε, τα υποτιμούμε και αδιαφορούμε γι’ αυτά. Μια εφημερίδα, ένα ποτήρι δροσερό νερό, οι ελληνικές επιγραφές και ομιλίες, η θέα των δέντρων από ένα μπαλκόνι, ακόμα και η αναπαυτική λεκάνη της τουαλέτας, φαντάζουν ενδιαφέροντα, σχεδόν συναρπαστικά σε κάποιον που τα στερήθηκε, ακόμα και για το διάστημα μιας ολιγοήμερης διαμονής σε ξένη χώρα. Ο Τ. Ν., αν και συγγενεύει… εκλεκτικά σ’ αυτό του το διήγημα με το διήγημα «Μικρές χαρές» της Μ. Κ. Αγαθοπούλου, από την ομότιτλη συλλογή διηγημάτων της, (συναφές το θέμα και στις δύο ιστορίες), εντούτοις διατηρεί ακέραια τη μοναδικότητα της γραφής του και της έκφρασής του.

Το διήγημα «Μαθητής και μαθητευόμενος» είναι ένα κείμενο με έντονη εσωτερικότητα, απόλυτα δικό του ρυθμό, ένα μάθημα αυτογνωσίας που παίρνει ο αφηγητής από τον μικρό του γιο, τον Νίκο. Η ευθύνη της ανατροφής και του μεγαλώματος ενός παιδιού στον σημερινό κόσμο, βιώνεται από τον ίδιον, μέσα από την καθημερινή επαφή με το παιδί του, δυσκολότερη από το εργασιακό του άγχος, τη φτώχεια, τη δικτατορία, τη ζωή σε ξένο τόπο, το εχθρικό περιβάλλον, το άγχος και την κατάθλιψη. Παράλληλα, η ύπαρξη αυτού του παιδιού μεταμορφώνει τον αφηγητή, τον κάνει σοφότερο και ανεκτικότερο. Κυρίως τον κάνει να εκτιμάει τα μικρά και τα ασήμαντα της ζωής, που κάποτε εκείνος περιφρονούσε.

Πηγαία ευαισθησία και τρυφερά ζωόφιλα αισθήματα διακρίνει ο αναγνώστης στο επόμενο διήγημα, το «Όπως η γάτα με το ποντίκι». Δυο αδέσποτα ζώα, ένας γάτος και μία σκύλα, μαζεύονται από την κόρη ενός φιλικού ζευγαριού του αφηγητή και γίνονται σύντροφοι και φίλοι με την οικογένειά του για δυο καλοκαίρια. Η σκύλα θα έχει τραγικό τέλος αλλά ο γάτος θα επιβιώσει. Μέχρις ότου μια ντόπια γειτόνισσα στην εξοχική κατοικία του θα τον ενημερώσει σχετικά: «Σκυλιά και γάτες; Τίποτα δεν υπάρχει στο χωριό. Τα φαρμάκωσαν όλα».

Στο διήγημα «Ο ευρύτερος του δημοσίου» ο αφηγητής, κατά το πρώτο διάστημα της σοσιαλιστικής κυριαρχίας στα πολιτικά της χώρας μας, κάνει την πικρή διαπίστωση πως, κατ’ ουσίαν, τίποτα προς το καλύτερο δεν αλλάζει στον δημόσιο τομέα της χώρας, πέρα από διπλάσιο, διορισμένο από κυβερνητικούς, προσωπικό και κάποιες αυξήσεις στους μισθούς. Ο ευρύτερος δημόσιος τομέας παραμένει πάντα ένα παμφάγο τέρας, ένας αδίστακτος αιμοβόρος Μινώταυρος που, σπάταλος, κατασπαράζει είτε με αριστερά προγράμματα δεξιών κυβερνήσεων είτε με δεξιά προγράμματα αριστερών κυβερνητικών σχημάτων.

Από τον εργασιακό χώρο του αφηγητή και το επόμενο διήγημα της συλλογής, το «Οι ανθρώπινοι πόροι». Ο αφηγητής, όπως μας δηλώνει, υπήρξε επί σειρά ετών υπεύθυνος στον τομέα ανθρωπίνων πόρων, δηλαδή μελετούσε βιογραφικά, δεχόταν υποψήφιους σε συνέντευξη και σύστηνε το ποιοι θα προσληφθούν στην επιχείρηση, όπου εργαζόταν. Πολλά ευτράπελα και αξιοπερίεργα τού συνέβησαν στην πολύχρονη καριέρα του στον συγκεκριμένο τομέα. Βουλευτικές παρεμβάσεις, τύποι με μέσο ή δόντι που υπερφαλάγγιζαν άλλους ικανότερους, γυναίκες έτοιμες να ανταμείψουν ερωτικά (τον ίδιο και τον βοηθό του) αν προσλαμβάνονταν. Ο αφηγητής κάνοντας αναδρομή σ’ αυτά τα χρόνια, καταλήγει πως ποτέ του δεν είδε τους υποψήφιους προς εργασίαν ως πόρους, αλλά ως ανθρώπους με αδυναμίες και ελαττώματα, όπως τα δικά του. Όσο για το αντίτιμο αυτής της δουλειάς; Οι γερές φιλίες με συναδέλφους που απεκόμισε στο διάστημα της θητείας του στην επιχείρηση.

Στο «Δείκτης νοημοσύνης», που ακολουθεί, ο Τ. Ν. αυτοσαρκάζεται. Με ειρωνεία και σωστές πινελιές χιούμορ αναδεικνύει την παραδοξότητα της κοινωνικής πεποίθησης να θεωρείται βλαξ ο έντιμος, ο που δεν λαδώνεται, ο αξιοπρεπής και ακέραιος, σε αντίθεση με τους έξυπνους, οι οποίοι τ’ αρπάζουν από παντού, δίνουν λειψά ρέστα στον κόσμο, φιλούν κατουρημένες ποδιές για ν’ αναρριχηθούν επαγγελματικά, και πουλούν την ψυχή τους για μια θεσούλα, μια αύξηση, μια προαγωγή. Ο αφηγητής με απαράμιλλη καυστικότητα στη διατύπωση της σκέψης του καταλήγει πως μια ζωή υπήρξε βλαξ, κι αφού δεν πιστεύει και στην ύπαρξη δεύτερης ζωής, μήπως εκεί διορθωνόταν τουλάχιστον η κατάστασή του, ξεχωρίζει, όντας άπελπις και δυστυχισμένος, από τους υπόλοιπους βλάκες που ζουν με τη μεταθανάτια ελπίδα. Χιούμορ και ειρωνικός λόγος θαυμάσια αναμεμιγμένος, σε ένα μικρό σε έκταση αλλά εύστοχο και καλογραμμένο διήγημα.

Τα δύο πιο δυνατά του διηγήματα ο Τ. Ν. μάς τα κρατάει για το τέλος της συλλογής. Στην «Πολιτιστική Αναγέννηση» αναπολεί τη δράση των προοδευτικών ανθρώπων της πόλης, μέσα από τη ματιά του ανανεωτή-αναθεωρητή (ο Τόλης Νικηφόρου υπήρξε παιδί του ΚΚΕ εσωτερικού, έχοντας μάλιστα ως πολιτικό καθοδηγητή τον ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη). Αυτή η δράση μετουσιωνόταν στη Λέσχη και τη Κίνηση και περιλάμβανε αναρίθμητες εκδηλώσεις: λογοτεχνικές, κοινωνικές, μουσικές, θεατρικές, εκθέσεις ζωγραφικής, διαλέξεις, ομιλίες, συζητήσεις. «Για δώδεκα έως δεκαπέντε χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας», λέει ο αφηγητής, «παρουσιάστηκε στο παραδοσιακό γκρίζο τοπίο της πόλης μια πρωτοφανής άνθηση, κάτι αλλιώτικο, αληθινά ανθρώπινο και ωραίο. Μια ελπίδα.» Η τελευταία παράγραφος του διηγήματος –μόλις δύο σειρές– φανερώνει περίτρανα την πικρία (στα όρια της απόγνωσης) του αφηγητή για την κατάληξη αυτών των δύο πολιτιστικών κυττάρων της Θεσσαλονίκης: «Α, ναι, το εντευκτήριο της Κίνησης έγινε γραφείο ταξιδίων και της Λέσχης κομμωτήριο. Ή κάτι ανάλογο».

Τέλος «Η ανεξάρτητη μεραρχία». Το συγκλονιστικότερο –κατά τη γνώμη μου– κείμενο της συλλογής που βασίζεται σε μια αφήγηση του πατέρα του συγγραφέα, για να μάθει εκείνος την καταγωγή του. «Η Ανεξάρτητη Μεραρχία», όπως λέει ο αφηγητής, «υπήρξε η μοναδική μεγάλη μονάδα του ελληνικού στρατού που, στη Μικρασιατική καταστροφή, δεν διαλύθηκε και δεν παραδόθηκε». Με αυτήν την ιστορία μεγάλωσε ο αφηγητής και με τη νοσταλγία για όσα δεν είχε ζήσει. Αλλά και με άλλες μικρότερες ιστορίες για πατέρα, παππούδες, θείες, θείους, ξαδέλφια, που ήρθαν πρόσφυγες, κουβαλώντας τα βιώματά τους ακέραια στη Θεσσαλονίκη. Η Ουρανούπολη του Τόλη Νικηφόρου, η δική του Ουρανούπολη, είναι, εδώ, η μακριά γραμμή των προγόνων του που χάνεται στο παρελθόν. Κληρονομιά του, πεποίθηση και ιδεολογία του, η περηφάνια της Ανεξάρτητης Μεραρχίας. Συγκλονιστικό το επιμύθιο αυτού του τελευταίου διηγήματος, που αφενός πετυχαίνει να προβάλει την περιπέτεια της Ανεξάρτητης Μεραρχίας σε προσωπικό επίπεδο, αφετέρου απογειώνει το μήνυμα του αφηγητή, εξακτινώνοντάς το στα πέρατα της οικουμένης. Σας το μεταφέρω αυτούσιο: «Έτσι το ξέρω πια κι εγώ καλά ότι κληρονομιά δική μου και της γενιάς μου είναι το χέρι που έδινε ο παππούς, τα γράμματα που διάλεξε ο πατέρας, η πορεία προς τη θάλασσα και την πατρίδα που ακολούθησε η Ανεξάρτητη Μεραρχία. Ο βαθύς, ο απέραντος καημός απ’ τα σμυρναίικα τραγούδια. Και τα σκληρά παγκάκια του Λευκού Πύργου.»

 

 

Αποφεύγοντας τον σκόπελο τού να χαρακτηρίσω τα παραπάνω διηγήματα ως αυτοβιογραφικά (πάντα οφείλουμε να κρατάμε αποστάσεις ανάμεσα στους όρους αφηγητής και συγγραφέας και να μην τους ταυτίζουμε – ακόμα κι αν μας το συστήνει ο ίδιος ο συγγραφέας, κάποιος που γράφει κριτικό κείμενο οφείλει να σέβεται τον παραπάνω διαχωρισμό και να τον τηρεί), μια πλειάδα άλλων επιθέτων και χαρακτηρισμών θα ταίριαζαν σ’ αυτές τις ιστορίες του Τόλη Νικηφόρου. Ευθύβολα, καλογραμμένα, άμεσα, εναργή, βιωματικά. Με το στοιχείο τού χιούμορ να διαπερνά μερικά εξ αυτών, με αυτοσαρκασμό σε κάποια άλλα και μια διάχυτη νοσταλγία που αγγίζει τα όρια της θλίψης –στα περισσότερα– γι’ αυτό που είχαμε κάποτε δικό μας και πλέον μας ξέφυγε από τα χέρια και το χάσαμε. Με μια πλειάδα προσώπων, γνωστών συγγραφέων, ποιητών και ζωγράφων της Θεσσαλονίκης –οι περισσότεροι συγγενεύουν ιδεολογικά με τον συγγραφέα– να παρελαύνουν με το μικρό τους όνομα στις σελίδες του βιβλίου. Ιστορίες πηγαίες και αυθεντικές, αισθαντικές και ρωμαλέες ταυτόχρονα, που διαβάζονται μονορούφι, και ξαναδιαβάζονται σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο, προκαλώντας κάθε φορά αναγνωστική απόλαυση και συγκίνηση. Ο Τ. Ν. εκτός από σπουδαίος ποιητής –από τους σημαντικότερους της γενιάς του– και πέρα από πετυχημένος μυθιστοριογράφος, αναδεικνύεται ικανότατος μάστορας και στη μικρή φόρμα.

Και η Ουρανούπολη; Τι συμβολίζει στον τίτλο του βιβλίου, σε συνδυασμό με το εξώφυλλό του (ένας άνδρας που βαδίζει σε ευθεία γραμμή, η οποία από ένα σημείο και μετά οδηγεί στα ουράνια); Πολλαπλό σύμβολο η Ουρανούπολη του Τόλη Νικηφόρου. Γεωγραφικός τόπος και προορισμός. Χώρα του ανέφικτου και του ονειρικού. Τόπος υποδοχής νεκρών φίλων και συντρόφων. Πύλη του ουρανού που στεγάζει ανώτερου επιπέδου οράματα, επιδιώξεις και φιλοδοξίες. Η κληρονομιά των προγόνων μας. Το αίμα τους που ρέει στις φλέβες μας και καθορίζει την πορεία μας και μας κατευθύνει.  Κι άλλα πολλά που θα μπορούσε να εκφράσει στον κάθε αναγνώστη ξεχωριστά, ανάλογα με τα βιώματα και τις εμπειρίες του. Όμως πέρα και πάνω από όλα αυτά, πιστεύω πως η Ουρανούπολη του Νικηφόρου είναι ένας κατεξοχήν λογοτεχνικός τόπος και προορισμός, αφού υποδηλώνει τη Χώρα της γραφής και της λογοτεχνικής δημιουργίας.

 

(πρώτη δημοσίευση περιοδ. Πάροδος, τχ. 29, αφιέρωμα στον Τόλη Νικηφόρου· το κείμενο περιλαμβάνεται και στο βιβλίο μου Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων (μελέτες και βιβλιοκρισίες 2003-2011), Νησίδες 2011)

                                                           

 

 

 

 

 


Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2024

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

 



 

 

 

ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ

ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

֎

 

 

 

…………………………………………………………….

 

Όταν ο Βασίλης κατάφερε να συνέλθει από το σοκ, και του ήρθαν και πάλι τα λόγια στο στόμα, ο Μποέμ στεκόταν με βλέμμα έκπληκτο μπροστά του.

Θύμιζε βουρκωμένο, κλοτσημένο σκυλί του δρόμου, που σε ικετεύει για άγνωστο λόγο.

Λερός, εξαθλιωμένος, καταπονημένος από το ταξίδι του, ο αποσυνάγωγος του αιώνα του – ή μήπως των αιώνων; – ήταν έτοιμος να σωριαστεί στο πλακόστρωτο της παραλίας από την εξάντληση, και να καταρρεύσει.

Μηχανικά έτεινε το χέρι του και τον συγκράτησε όρθιο.

–Πώς από τα μέρη μας, κυρ Αλέξανδρε; Ποιος ούριος άνεμος σε φέρνει εδώ;

Αισθάνθηκε πως ψέλλισε μέσ’ απ’ τα δόντια του τη φράση «Ω! Ας ήμην ακόμη βοσκός εις τα όρη!», που, κατά μαγικό τρόπο, διέλυσε το σύννεφο των αιώνων που μεσολαβούσαν, διαρρηγνύοντας την ανεπαίσθητη μεμβράνη που διαχώριζε τη φαντασία από την πραγματικότητα.

Σαν ένα μαγικό κλειδί λειτούργησε εκείνη η μελωδική και εύηχη πρόταση που ξεκλείδωσε την πόρτα της εποχής μας.

Ακαριαία ο Μποέμ προσδιορίστηκε στον νέο τόπο, στη νέα εποχή, στον καινούριο αιώνα, κι άρχισε να συνομιλεί με τον ήρωά μας αρκετά φυσιολογικά, περίπου σαν άνθρωπος του καιρού μας.

Όμως, ακόμη κι έτσι, το πράγμα φώναζε πως είχε έλθει από άλλην εποχή.

–Ναύλωσα ετούτη την εντοπία σκούνα αναμένοντες με τον Μαθιό να φυσήξει ευνοϊκός άνεμος, για να μας κατευθύνει βόρεια. Όμως, περί το μέσον της διαδρομής, σηκώθηκε κύμα δυσθεώρητο και θαλασσοταραχή μεγάλη και…

Διακρίνοντας με την άκρη του ματιού του δύο άντρες της πολιτιστικής αστυνομίας να περιπολούν στην παραλία – δύο επιμελώς ατημέλητους τύπος με γκρίζα κοτσίδα, μαύρα γιλέκα, φθαρμένα στο γόνατο τζιν παντελόνια, και με κάτι γελοία ροζ πουά σακίδια κρεμασμένα στους ώμους –, έβαλε με νόημα το δάχτυλο στα χείλη, υποδεικνύοντας στον Μποέμ:

–Μίλα σιγά, κυρ Αλέξανδρε. Η γλώσσα σου διώκεται σήμερα σ’ αυτήν εδώ την περιοχή. Δεν πρέπει να σ’ ακούσουν να μιλάς, έτσι όπως μιλάς, εκείνοι οι δύο τύποι που περιπολούν στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μίλα ακριβώς όπως εγώ, προσπάθησε να με μιμηθείς. Με τη δική σου γλώσσα θα μιλάς μόνο σε ιδιωτικούς χώρους – έτσι το έχουμε πλέον καθιερώσει.

Για αρχή, τον έβαλε να καθίσει σ’ ένα παγκάκι και του αγόρασε από το πλησιέστερο περίπτερο ένα μπουκαλάκι εμφιαλωμένο νερό, για να δροσιστεί.

Έβγαλε το πώμα, κι εκείνος το άρπαξε και το ήπιε μονορούφι.

Ύστερα, με τη δεξιά του παλάμη, σκούπισε τα μακριά του γένια που είχαν συγκρατήσει αρκετή ποσότητα νερού. Ρυάκι έσταζε από τα χείλη του.

Άρχισε τώρα να μιλά με τη γλώσσα της εποχής μας.

Ο Βασίλης ένιωθε άσχημα που συνέβαινε αυτό, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Προείχε η σωματική ασφάλεια κι ακεραιότητα του Μποέμ.

–Θα ήμουν είκοσι ενός χρονών παλικαράκι, όταν αποφάσισα να επισκεφτώ το Όρος. Πάλι με καράβι φύγαμε, τότε, από τη Σκιάθο, και κατευθυνθήκαμε βόρεια. Είχα πάει, τότε, με τον καλό μου φίλο, τον Νίκο Διανέλο, τον μετέπειτα μοναχό Νήφωνα. Και τι δεν είπαν οι φαρμακερές γλώσσες για τη φιλία μας; Το ότι κατοικήσαμε, κάποτε, για λίγο στο ίδιο διαμέρισμα, στάθηκε η αφορμή να μας χαρακτηρίσουν και κίναιδους. Ευτυχώς ο Νήφωνας παντρεύτηκε κατόπιν, χαθήκαμε από τότε, και έπαυσαν τα κουτσομπολιά και οι μικρότητες.

Σταμάτησε για λίγο να μιλάει, κάτι έφερε στον νου του.

Στο πρόσωπό του χαράχτηκε μια αλλόκοτη διάθεση αναπόλησης, σαν να ονειροβατούσε.

Συνέχισε πάλι να μιλά χαμηλόφωνα.

–Οκτώ μήνες είχα μείνει, θυμάμαι, τότε, στο Όρος, ως δόκιμος μοναχός. Και τις προάλλες, που αναλογιζόμουν την περασμένη ζωή μου, έφτασα στο συμπέρασμα πως δεν έπρεπε να εγκαταλείψω το Όρος και να επιστρέψω στη Σκιάθο. Έπρεπε να ήμουν, τότε, πιο αποφασιστικός. Γι’ αυτό, έδωσα και τις τελευταίες δεκάρες που μου έμειναν στον Μαθιό και τον έβαλα να με πετάξει μέχρι το Τσαούς μοναστήρι, για να μονάσω. Δεύτερη φορά στο Όρος θα πήγαινε πολύ, δεν θα το άντεχα.

Ο Βασίλης τον έπιασε απαλά απ’ τις μασχάλες και τον κουβάλησε στο διαμέρισμά του, στο κέντρο της Χώρας. Του έφτιαξε μια ζεστή κοτόσουπα για να πάρει τα πάνω του και του έστρωσε να κοιμηθεί στρωματσάδα.

 

 

Όταν ο Μποέμ ξύπνησε, το επόμενο πρωί, το πρώτο πράγμα που ζήτησε από τον Βασίλη ήταν να τον συνοδεύσει μέχρι την κοντινότερη εκκλησία για να εκκλησιαστεί και να ψάλει.

Ο Βασίλης τον οδήγησε μέχρι τον Ιερό Ναό του Αγίου Μηνά κι ο άλλος, πιάνοντας ένα ακριανό στασίδι, με φωνή ταλαιπωρημένη αλλά και εμφανώς ταραγμένη από τη συγκίνηση, άρχισε να ψέλνει.

Στο τέλος κοινώνησε, πήρε δυο-τρία αντίδωρα στο χέρι, τα έχωσε βιαστικά στην τσέπη του, και βγήκε στον περίγυρο της εκκλησίας, όπου καθόταν ο Βασίλης σ’ ένα παγκάκι, για να συναντηθούνε.

Βλέποντάς τον στυλωμένο γερά στα πόδια του να μασουλάει λαίμαργα τα αντίδωρα, αποφάσισε να του κάνει μια μικρή περιήγηση στην παλιά περιοχή του Φραγκομαχαλά, που σήμερα κατακλύζεται από εμπορικά καταστήματα.

Στον Φραγκομαχαλά αντάμωναν ο ήχος της ανατολής, το παράπονο των προσφύγων, τα σεφαραδίτικα με τα σέρβικα, τα βουλγάρικα και άλλες ομιλούμενες γλώσσες του καιρού τους.

Οι ρέκτες του παρελθόντος, όπως ο ήρωάς μας, μπορούν δια της μνήμης να επανέρχονται σε τόπους παλιούς και να τους αντικρίζουν ατόφιους και αχάλαστους, όπως υπήρξαν κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, παραβλέποντας τις σύγχρονες κακόγουστες κακοτεχνίες. Καμιά δημοτική πολιτιστική αστυνομία και κανένα πανεπιστημιακό φιρμάνι καμιάς νεωτερικής περιοχής αυτού του πλανήτη δεν μπορεί να τους απαγορεύσει κάτι τέτοιο.

Σαν μέσα σε όνειρο τού έδειξε τα τρία γνωστότερα ξενοδοχεία του Φραγκομαχαλά, που έλαμπαν μπροστά τους με όλη την παλιά τους, απέριττη, φτωχική, ωστόσο πολύτιμη αίγλη τους.

Το ξενοδοχείο «Ματζιάρ» (μετέπειτα «Αλεξάνδρεια»), στη γωνία των οδών Φράγκων με Λέοντος Σοφού.

Το ξενοδοχείο «Αίγυπτος», επί της οδού Βαλαωρίτου.

Το ξενοδοχείο «Κολόμπο», στην περιοχή Κολόμβου.

Οι αμύητοι, σημερινοί άνθρωποι της πόλης-νησιού, οι παντελώς άμαθοι και απαίδευτοι από τέτοιου είδους αναπάντεχα ταξίδια στον χρόνο, στη θέση τους αντίκριζαν πάντα πολυκατοικίες ή σύγχρονα εμπορικά καταστήματα, αγνοώντας ολοκληρωτικά την ιερότητα αυτών των παλιών κτηρίων.

Επιπροσθέτως, τα ταξίδια στον χρόνο θέλουν μόχθο πνευματικό και την άκακη, γαλήνια ματιά ενός Παπαδιαμάντη – στοιχεία δυσεύρετα στην εποχή μας.

Επιστρέφοντας προς το κέντρο της Χώρας, τον πήγε στο καφενείο του Καφαντάρη για να πιει έναν παραδοσιακό βαρύγλυκο με μπόλικες φουσκάλες, όπως φανταζόταν πως θα του άρεζε πολύ.

Του εξήγησε πως εδώ έπιναν τον καφέ τους δυο πασίγνωστοι μουσικοί που έζησαν στην πόλη, ο Τσιτσάνης και ο Βαμβακάρης.

Πιάσανε, κατά το συνήθειό του, ένα απόμερο ακριανό τραπεζάκι και, σιγοπίνοντας τον καφέ, άρχισαν την κουβέντα.

Ο Βασίλης γνώριζε καλά πως είχε να κάνει μ’ έναν λιγομίλητο, μοναχικό, σχεδόν αγοραφοβικό άνθρωπο, που του ’παιρνες τα λόγια απ’ το στόμα με το τσιγκέλι, όμως νά που, αυτή τη φορά, ο Μποέμ ήθελε να του ανοιχτεί και να του πει πολλά.

–Λατρεύω τους καφενέδες, παρότι η φασαρία και οι συζητήσεις των θαμώνων ανέκαθεν μ’ ενοχλούσαν. Όσο ζούσα στην Αθήνα, τα οικονομικά μου ήταν άθλια. Ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ένας λαμπρός άνθρωπος, εκδότης της εφημερίδας «Ακρόπολη», με βοηθούσε οικονομικά, κι εγώ του έδινα διηγήματά μου σε συνέχειες για την εφημερίδα του. Έκανα και κάτι μεταφράσεις αλλά και ιδιαίτερα μαθήματα σε μαθητές δημοτικού και γυμνασίου για να τα φέρω βόλτα…

Σταμάτησε για λίγο, κάτι πάλι σκέφτηκε.

Το βλέμμα προσηλώθηκε στον, απέναντι, παλιό καθρέφτη – η μνήμη θαρρείς και ράγισε το παγωμένο κρύσταλλο –, ήπιε μια γουλιά από τον βαρύγλυκό του, έσιαξε λίγο τα γένια του και συνέχισε…

–…Τα χρήματα δεν έφταναν ούτε για τον καφέ. Μέσα σε δυο ημέρες μετά την πληρωμή, δεν μου έμενε δραχμή στην τσέπη. Πού καινούρια ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης – μεγάλη πολυτέλεια. Από το 1906 ξετρύπωσα εκείνο το καφενείο της Δεξαμενής, στην πλατεία Κολωνακίου. Εκεί με φωτογράφισε, μια φορά, και ο Παύλος Νιρβάνας, δίχως, βέβαια, την απόλυτη συγκατάθεσή μου.

–Νά η φωτογραφία σου, κυρ Αλέξανδρε…, του έκανε ξαφνικά ο Βασίλης δείχνοντας την οθόνη του κινητού του, όπου την είχε αποθηκευμένη. Αυτήν έβαζαν μέχρι πρότινος στα αφιερώματα που σου έκαναν τα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας…

Ο Μποέμ την περιεργάστηκε για λίγο, επιβεβαίωσε τη γνησιότητά της και ύστερα συνέχισε…

–…Ο καφές μου κόστιζε, θυμάμαι, μια δεκάρα, όμως πολλές φορές δεν την είχα ούτε αυτήν στην τσέπη μου για να τον πληρώσω. Τότε, είτε μου τον κερνούσαν φίλοι ή ο καφετζής, είτε τον χρέωναν στο τεφτεράκι με τα χρέη μου. Μόνο χρέη θυμάμαι να έχω, τότε, στην Αθήνα. Μόνο χρέη…

Ο Βασίλης αποφάσισε να παρέμβει, γιατί ένιωσε πως αυτή η επιστροφή στα περασμένα τον έριχνε ψυχολογικά, του τσάκιζε το ηθικό.

–Κυρ Αλέξανδρε, θα μείνεις ένα διάστημα στην Ευδαίμονα, να πάρεις τα πάνω σου. Θα αναλάβω εγώ όλα τα έξοδά σου. Κι όταν συνέλθεις για τα καλά, θα βρούμε τρόπο να σε πάμε και στο Τσαούς μοναστήρι…

Ο άλλος τον κοίταξε πάλι με κείνο το έκπληκτο, βουρκωμένο βλέμμα του.

Ήταν έτοιμος να σπάσει, να βάλει τα κλάματα σαν μικρό παιδί.

–Μου θυμίζεις, αγόρι μου, τους λιγοστούς φίλους μου, στην Αθήνα, που όταν κάποτε κινδύνεψε σοβαρά η υγεία μου, έκαναν εκδήλωση στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» με σκοπό την οικονομική μου ενίσχυση…

–Λοιπόν, τι λες; Θα μου επιτρέψεις να σ’ αναλάβω;

–Υπό έναν όρο όμως…, του κάνει αυστηρά.

–Τι όρο; απόρησε ο Βασίλης.

–Δεν θέλω να σου γίνω βάρος στο σπίτι σου. Θα διανυκτερεύσω για μερικά βράδια σε κάποιο χάνι…

–Σύμφωνοι. Αλλά κι εσύ θα ικανοποιήσεις μια δικιά μου επιθυμία…

–Σ’ ακούω…

–Ένας υπερήλικας ποιητής, που πίνει νερό στ’ όνομά σου, βρίσκεται στα τελευταία του. Θέλω, προτού πεθάνει, να πάμε σπίτι του να του κλείσεις εσύ τα μάτια. Θα έχει έτσι ένα ονειρεμένο τέλος…

–Μπορώ να σου χαλάσω χατίρι…

–Μία σου και μία μου, κυρ Αλέξανδρε… Έλα τώρα να βγούμε και μία σέλφι, εις ανάμνηση αυτής της συζήτησής μας…

–Σέλφι, τι είναι, πάλι, αυτό; απόρησε ο Σκιαθίτης.

–Έλα, έλα, κοίτα στην οθόνη, χαμογέλασε και μη ρωτάς πολλά…

 

…………………………………………………………

 

(Απόσπασμα από τη νουβέλα Μποέμ, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Μποέμ και Ρικάρντο –τρεις νουβέλες και μία συνάντηση, εκδ. Κέδρος, 2018)

 

 

 

 

 

Η ΕΚΔΡΟΜΗ

 

 

Στη Σκιάθο πεταχτήκαμε με τον Θωμά για μονοήμερη εκδρομή από παραθαλάσσιο χωριό του Πηλίου. Αύγουστος προχωρημένος, πνιγηρός. Κατευθυνόμασταν προς το Κτελ με προορισμό τις Κουκουναριές. Ήμασταν αξύριστοι, φορούσαμε γυαλιά, καπέλα, σορτσάκια, σαγιονάρες και είχαμε κρεμασμένα σακίδια στους ώμους.

Κάποια στιγμή αντικρίσαμε μια ταμπέλα που έγραφε «Προς οικίαν Αλ. Παπαδιαμάντη». Δέκα μέτρα παραπέρα, ένα παλιό διώροφο με ξύλινο μπαλκονάκι και δεκάδες τουρίστες – κυρίως ξένοι – που περίμεναν καρτερικά στην είσοδο.

–Πάμε, Θωμά, να δούμε το σπίτι του Παπαδιαμάντη; Έχει γίνει κάτι σαν μουσείο. Ας καθυστερήσουμε λίγο στην παραλία.

–Θα αστειεύεσαι, φίλε. Εγώ δεν γίνομαι ένα μ’ αυτούς εκεί κάτω. Κείνοι είναι καθολικοί και ’γω ορθόδοξος. Εσύ μπαίνεις σε εκκλησία με σορτσάκι και σαγιονάρες;

–Δε σε καταλαβαίνω.

–Με την αμφίεση που έχουμε, μόνο για το σπίτι του μπαρμπα-Αλέξανδρου δεν είμαστε.

–Έλα, ρε Θωμά, πώς κάνεις έτσι;

–Τι πώς κάνω; Είναι σοβαρά πράγματα; Πάμε σήμερα στην παραλία, επιστρέφουμε τ’ απόγευμα Μηλίνα και αύριο, αν θέλεις, ξανακάνουμε την εκδρομή ντυμένοι καλύτερα.

Στην επιστροφή ήμουν γεμάτος σκέψεις. Ο Θωμάς είχε δίκιο. Δεν ήταν σωστό να περιφέρουμε τη γύμνια και τα αντηλιακά μας σ’ έναν τέτοιο χώρο. Και παρότι είχα φάει τον Παπαδιαμάντη με το κουτάλι, έδειξε πως σέβεται κι εκτιμά περισσότερο από μένα τ’ όνομά του.

Την επομένη, φορώντας μακρύ παντελόνι, μακρομάνικο πουκάμισο και κλειστό παπούτσι, επαναλάβαμε την εκδρομή στη Σκιάθο, τιμώντας, όπως άρμοζε, τη μνήμη ενός αγίου των γραμμάτων μας.

 

[περιλαμβάνεται ως αφήγημα στο βιβλίο μου Τα λάφυρα του Αυγούστου (Αλεξάνδρεια, 2001) και υπάρχει ως αφηγηματικός σπόνδυλος στο βιβλίο μου Μποέμ και Ρικάρντο (Κέδρος, 2008)]

 

 

 

ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

 

 

Εδώ, σ’ αυτήν τη φτωχική γωνίτσα, άφησε την τελευταία του πνοή ο Παπαδιαμάντης. Μια στάλα κρεβατάκι, χαμηλό, ένα θαρρείς με το ξύλινο πάτωμα του δωματίου. Το ’χουν στρωμένο μ’ ένα κροσσωτό χειροποίητο σκέπασμα, και πάνω του έχουν ακουμπισμένες κάτι ριγέ μαξιλάρες. Πάνω ακριβώς από το κρεβατάκι, η ληξιαρχική πράξη του θανάτου του. Και λίγο δεξιά, σε βαμμένο ξύλο, μια επιγραφή που ενημερώνει για το ακριβές σημείο του συμβάντος.

Τον φαντάζομαι, μέσα στην αχλή των χρόνων, να κουρνιάζει το ταπεινό του σαρκίο. Ύστερα από πολύωρη μελέτη και συγγραφή στο απέναντι γραφειάκι, υπό το φως κάποιου αναμμένου κεριού, μαζεύεται στο χαμηλό κρεβάτι. Ζαρώνει το κορμί του, κουκουβίζει, παίρνει τη στάση του εμβρύου και προσωρινά ξεκουράζεται. Μόνο για λίγες στιγμές. Κι ύστερα πάλι εγείρεται για να ψάλει, να προσευχηθεί, να μελετήσει, να συγγράψει. Πώς μπορούσε και χωρούσε τέτοιο πνεύμα σ’ αυτόν τον καναπέ, δίπλα στο τζάκι; Πώς βόλευε το κορμί του σε ένα χώρο μισό επί ενάμιση; Μόνο οι γιόγκι, σκέφτομαι, μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο. Και οι ποιητές.

Δεν επιτρέπουν στους επισκέπτες να πάρουν φωτογραφίες – και καλά κάνουν. Μόνο σε καρτ ποστάλ, αγορασμένες από το ισόγειο του σπιτιού, μπορείς να έχεις τον προσωπικό χώρο του κοσμοκαλόγερου. Όποτε βρίσκομαι στην ξιπασμένη, πλέον, Σκιάθο, πάντα θα περάσω – σαν προσκύνημα – από το σπίτι του μεγάλου Σκιαθίτη. Θα ξεφύγω προσωρινά από τις ορδές των τουριστών, από τα δρομάκια με τα εστιατόρια και τα μαγαζιά των αναμνηστικών, από τους κράχτες-σερβιτόρους και τις καλλονές με τα παρεό, θα ξεγλιστρήσω από τη διαχεόμενη φτήνια του θέρους, για να βρεθώ στο παλιό διώροφο που έγινε μουσείο. Και ’κει, μόνο στη γωνίτσα του θα σταθώ ευλαβικά, στο νεκροκρέβατό του, ανάβοντας νοερά ένα κεράκι στη μνήμη του. Ίσως είναι το σημαντικότερο κρεβάτι της νεοελληνικής ιστορίας μας, σκέφτομαι. Το νεκροκρέβατο του μπαρμπ’ Αλέξανδρου. Που οι κριτικοί και οι μελετητές του τον θεωρούν, πλέον, εκτός από κορυφαίο πεζογράφο, και κορυφαίο ποιητή. Γιατί, τι άλλο εκτός από ποίηση, θα μπορούσε να θεωρηθεί η όλη μαγεία που εξέπεμπαν τα διηγήματά του;

Γι’ ακόμα μία φορά κοιτάζω το κρεβάτι του. Όχι το οικογενειακό κειμήλιο του διπλανού δωματίου, το μεγάλο διπλό κρεβάτι, όπου κοιμόταν ο πατέρας του, αλλά εκείνο το υποτυπώδες στρώμα με τις μαξιλάρες, δίπλα στις κουρελούδες του πατώματος, με την παλιά ξύλινη καρέκλα πλάι, και κάποια βιβλία ακουμπισμένα πάνω της. Το μέρος που έμεινε άψυχο το σώμα του Παπαδιαμάντη.

Βουρκωμένος προσπαθώ να νιώσω τη στιγμή. Το πνεύμα να αποχωρίζεται το σώμα. Το πνεύμα να ίπταται αενάως και το γερασμένο σαρκίο να μένει ακίνητο, κοκαλωμένο, άπραγο, μαζεμένο στον ταπεινό, χαμηλό καναπέ.

Αίφνης το μικρό κρεβατάκι αρχίζει μπροστά στα μάτια μου να μεγαλώνει, να σηκώνεται, να μετεωρίζεται στον μέσα χώρο, να ψηλώνει, ολοένα να ψηλώνει. Βγαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο έξω, στα δρομάκια της νήσου Σκιάθος, και ταξιδεύει στον ανέφελο ουρανό. Γίνεται ένα ολόφωτο, πολύχρωμο πλοίο που αρμενίζει αθόρυβα στους γαλαξίες του σύμπαντος.

 

(περιλαμβάνεται ως αφηγηματικός σπόνδυλος στο βιβλίο μου Μποέμ και Ρικάρντο, εκδ. Κέδρος, 2008)

 

 

 

 

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΜΑΣ

ΑΚΟΜΑ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΕΙ

(δύο μαρτυρίες)

 

 

1

 

 

Τον περιμέναμε εναγωνίως στο σχολείο, ένα μήνα τώρα. Ανέβαλλε διαρκώς την επίσκεψή του, σπάζοντάς μας τα νεύρα. Έσκασε μύτη παραμονές Χριστουγέννων. Ο σχολικός σύμβουλος της περιφέρειάς μας.

Την τρίτη ώρα μπήκε στην τάξη μου.

Ήξερα τα χούγια του από τους παλιούς συναδέλφους. Ήθελε εποπτεία, αφόρμηση, ερωτήσεις που κεντρίζουν το ενδιαφέρον των μαθητών. Προτιμούσε ομαδοσυνεργατικό διδακτικό πλαίσιο.

Στο τέλος, απαιτούσε επέκταση της διδακτικής ενότητας με δημιουργικές δραστηριότητες. Κι απαραιτήτως καθαρογραμμένη πορεία διδασκαλίας.

Πού να φανταζόταν πως άλλα του επεφύλασσα, στο πλαίσιο της «ευελιξίας του ωρολογίου προγράμματος»;

Ζήτησε να ενημερωθεί για το γλωσσικό μάθημα της ημέρας.

Ένα ποιηματάκι είχαμε για τον καινούριο χρόνο, με πληκτική επανάληψη της ίδιας λέξης, απ’ την αρχή μέχρι το τέλος του – πώς δεν ντράπηκαν να το συμπεριλάβουν στα σχολικά εγχειρίδια;

Ο σύμβουλος στρογγυλοκάθισε στην καρέκλα, ανοίγοντας μάτια κι αυτιά, για να με αξιολογήσει.

—Κλείστε, παιδιά, τα βιβλία. Ξεχάστε το μάθημα όπως το κάνουμε κάθε μέρα. Σήμερα θα ταξιδέψουμε στη Σκιάθο του Παπαδιαμάντη.

Έβγαλα από την τσάντα ένα παλιό, φθαρμένο βιβλίο κι άρχισα να τους διαβάζω.

Κάτω σιγή νεκρική.

«Χριστούγεννα που έμελλαν να κάνουν τη χρονιάν εκείνην οι χριστιανοί, οι άνθρωποι του χωριού: Αν επερίμεναν από τον μπάρμπα Στάθην τον Γρούτσον με την βάρκα του, την πολλάκις καλαφατισμένην…»

Ένα εξόριστο τούς έφερα στην τάξη, παρόντος του συμβούλου. Τον κυρ Αλέξανδρο, που οι ειδήμονες περί τα σχολικά τού έκλεισαν άκομψα το στόμα.

Βάλανε τα βρύα και τις λειχήνες, αγνοώντας το κυπαρίσσι. Και η δικαιολογία φτηνή. Είναι ιδιάζουσα, τάχα, η γλώσσα του και θα δυσκολευτούν τα παιδιά.

Θαρρείς, η άλλη γλώσσα, που δεν δυσκολεύει, προσφέρει τίποτε.

Όλα θυσία στο βωμό της ευκολίας και της μονοτονικής αφασίας.

Αγνόησα επιδεικτικά το πλούσιο ρεπερτόριο της μοντέρνας διδακτικής, που προφανώς ευελπιστούσε ο ανυποψίαστος σύμβουλος πως θα ακολουθούσα.

Μόνη μου έγνοια να νιώσουν τα παιδιά τη μαγεία του μεγάλου συγγραφέα μας.

Να ψηλαφίσουν τους χαρακτήρες της νήσου Σκιάθος.

Να κρυφακούσουν το κύμα, στο κρυφό Μανδράκι, να τραμπαλίζει τη βάρκα του μπάρμπα Στάθη του Γρούτσου.

Να βρεθούν εκεί, όπου κανένας παππούς και καμία γιαγιά –εξόριστοι κι αυτοί από τις σημερινές οικογένειες, όπως ο Παπαδιαμάντης από τα αναγνωστικά– δεν πρόκειται ποτέ να τους ταξιδέψουν με τις ιστορίες τους.

Στο τέλος της ανάγνωσης τα μάτια των μαθητών μου έλαμπαν.

Ο λόγος, σαν σπόρος έπιασε στις ψυχές τους. Ήθελαν να διαβάσουμε κι άλλη ιστορία.

Ο σύμβουλος κάτι σημείωνε, σκεφτικός, στο μπλοκάκι του. Ύστερα αποχώρησε διακριτικά από την αίθουσα.

Στο διάλειμμα, στο γραφείο διδασκόντων, κάτι ξεκίνησε να μου λέει για παρεκκλίσεις από το πρόγραμμα και τη διδακτέα ύλη, όμως ένας απρόσμενος, επίμονος βήχας τον έκανε να σταματήσει κάθε κουβέντα.

Κύμα τεράστιο, θαρρείς, υψώθηκε από το κρυφό Μανδράκι, πνίγοντας στο φάρυγγά του κρίσεις και σχόλια.

Του δώσαμε νερό, καθάρισε τον λαιμό του, ηρέμησε κάπως, κι άρχισε να συζητά με τον διευθυντή για το καινούριο  συνταξιοδοτικό.

 

 

 

2

 

Πήγα περισσότερο από περιέργεια και για να σκοτώσω τον χρόνο μου, παρά επειδή τον εκτιμούσα ως πεζογράφο. Η αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη. Θα γινόταν παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του, αλλά και κάποιου είδους βράβευση για την έως τώρα προσφορά του στα γράμματα.

Κορδωμένος μπροστά στα μικρόφωνα ανέλυε ο ίδιος το στιλ της γραφής του και τα στάδια που διάνυσε. Κουβάλησε για το σκοπό αυτό και δύο πανεπιστημιακούς, μανούλες στην κολακεία, για πεισθεί το φιλότεχνο κοινό περί του αξιολογότατου της πένας του.

«Εμείς οι συγγραφείς…», κόμπαζε κάθε τόσο περιαυτολογώντας.

«Εμείς οι συγγραφείς, έτσι κι έτσι…».

Η απαστράπτουσα σύζυγός του –η ίδια που την πεθαίνει σ’ όλα σχεδόν τα βιβλία του από ανίατη ασθένεια– στα πρώτα καθίσματα, εμφανώς συγκινημένη.

Σκέφτομαι πως οι προοπτικές για κρατικό βραβείο είναι μάλλον ευοίωνες. Ο προγενέστερος συγγραφικός του βίος, οι φιλικές του σχέσεις με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, το ανελέητο κυνήγι της δημοσιότητας μέσω τηλεοπτικών παραθύρων και η σύζυγος που σηκώνει τους κακοήθεις όγκους στο κορμί της, συνηγορούν για το καλύτερο. Τον φαντάζομαι από τώρα να διαβάζει αποσπάσματα από τις βαθυστόχαστες κουταμάρες του στο Μέγαρο Μουσικής, ενώπιον βιζόν και μεταξωτών κοστουμιών, και νιώθω αηδία.

Θέλω να σηκωθώ να φύγω, να εξαφανιστώ από προσώπου γης. Να ξεράσω κάπου με την ησυχία μου. Έτσι στριμωγμένος, στα μεσαία καθίσματα, με τα φλας να με καρφώνουν ανελέητα, αδυνατώ ακόμα και να κουνηθώ.

Φέρνω, αίφνης, στον νου τον ταπεινό κοσμοκαλόγερο. «Το αγριοκάτσικο» όπως τον χαρακτηρίζει ο Βλαχογιάννης, διά στόματος Χριστιανόπουλου, που αρνούνταν επίμονα τιμές και διακρίσεις. Που κρυβότανε σε σπίτια φιλικά για να μην τον βρούνε και τον βραβεύσουν. Τον σεμνό Σκιαθίτη που δεν δεχόταν ούτε να φωτογραφηθεί. Τον φαντάζομαι στο φτωχικό δωματιάκι του να γράφει σελίδες ατέλειωτες για τους χαρακτήρες του ωραίου νησιού του. Κι αργά το βράδυ, αποκαμωμένο, να τον παίρνει ο ύπνος πάνω στην ξύλινη καρέκλα του.

Ένα κεράκι άναψα νοερά στη μνήμη του κυρ Αλέξανδρου, που σαρώνει μέχρι σήμερα από ψηλά, όλα τα νόμπελ αξιοπρέπειας. Μπόρεσα και άντεξα την περίσταση. Με τύλιξε η χάρη κι η ταπεινότητά του, προστατεύοντάς με απ’ τη διάχυτη ευτέλεια και την περίσσια ανοησία. Κι όταν το πλήθος σερνόταν στον πλούσιο μπουφέ, πλησίασα με θάρρος προς την έξοδο.

 

(τα δύο παραπάνω κείμενα δημοσιεύτηκαν στο περ. Οδός Πανός, τ. 120, Απρίλιος-Ιούνιος 2003 (αφιέρωμα στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη)· περιλαμβάνονται επίσης ως αφηγηματικοί σπόνδυλοι στο βιβλίο μου Μποέμ και Ρικάρντο, Κέδρος, 2008)

 

 

 

 

ΓΙΑ ΚΑΠΝΙΖΟΝΤΕΣ

 

 

Ασφυκτιούν ο Ροΐδης, ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης,

μέσα στους δερματόδετους, σκονισμένους τόμους,

στην αποθήκη του Σχολείου επί της Κρυστάλλη.

Πλάι τους, προτομές αγωνιστών του ’21

κι εγκαταλειμμένες χειροκίνητες γραφομηχανές.

 

Στα διαλείμματα,

τρυπώνουν δασκαλίτσες και καπνίζουν,

ανυποψίαστες για τη διάχυτη

ποιητικότητα του χώρου.

 

(περιλαμβάνεται στην ποιητική συλλογή μου Ντόρτια, ποιήματα των φίλων, 2012)