Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

Voyage, voyage-Παρίσι (3)

 



Η στήλη «Voyage, voyage» είναι ένα είδος ταξιδιωτικών εντυπώσεων, με ποιητικό βλέμμα, από τόπους του εξωτερικού ή της Ελλάδας, που επισκέφτηκα στο παρελθόν και που με ενέπνευσαν.

 

 

֎

 

 




ΠΑΡΙΣΙ (3)

 

 

«Νησί της μοναρχίας» αποκαλούν οι Γάλλοι περιφρονητικά την Αγγλία, λόγω του πολιτεύματός της. Όμως αυτοί που, εδώ και σχεδόν δυόμισι αιώνες, κατέλυσαν εμφατικά τη μοναρχία, εξακολουθούν να διοργανώνουν μονοήμερες εκδρομές και επισκέψεις, με πανάκριβο αντίτιμο, στο παλάτι των Βερσαλλιών και στους Βασιλικούς κήπους, αφαιμάσσοντας οικονομικά τους τουρίστες, στο όνομα πάντα της δημοκρατίας.

 

 

Χάρηκα επειδή το κατάλυμά μου στο Παρίσι ήταν ένα από τα ξενοδοχεία της αλυσίδας Mercure. Θα με φιλοξενούσε για μία εβδομάδα το ίδιο ξενοδοχείο, όπου διαμένει κατά διαστήματα ο αγαπημένος μου Γάλλος συγγραφέας, ο Μισέλ Ουελμπέκ, (κάτι που συνηθίζουν να κάνουν, φυσικά, και κάποιοι ήρωές του), περιδιαβαίνοντας τη γαλλική ύπαιθρο και καταγράφοντας την κόπωση και τα αδιέξοδα των Γάλλων αγροτών αλλά και εν γένει του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου και του δυτικού πολιτισμού.

Παραγγείλαμε με τη γυναίκα μου, στο δωμάτιό μας, ποικιλία τυριών και τοπικό κρασί, όπως κάνει κατά καιρούς κι εκείνος, και το γιορτάσαμε δεόντως στην υγειά του.

Τώρα, το μόνο που μου μένει είναι να μάθω να γράφω όπως εκείνος.

 

Ο αρχηγός της εκδρομής -ικανός, ευφραδής και μόνιμος κάτοικος Παρισιού- στέλνει πάντα τα μέλη του γκρουπ που ξεναγεί σε γνωστή του Γαλλίδα, ιδιοκτήτρια αναψυκτήριου, στον χώρο των Βασιλικών κήπων των Βερσαλλιών, παρακάμπτοντας τις δύο άλλες υπαίθριες καντίνες. Εκείνη, σηκώνει παρέες Γάλλων από τα τραπεζάκια τους και τους αλλάζει θέσεις, για να δημιουργηθεί ο χώρος φιλοξενίας των συμπατριωτών του φίλου της. Μέχρι και χρέη σερβιτόρας εκτελεί για να εξυπηρετηθούν όλοι, δίχως παράπονα και καθυστερήσεις.

Το αθάνατο ελληνικό «μέσο», σκέφτηκα, διαπρέπει και εις Παρισίους!

 

 

Με συγκίνησε μία πληροφορία που έλαβα από τον ξεναγό, αναφορικά με τη Μονμάρτρη:

Δεκάδες, λέει, άσημοι (ή και καταξιωμένοι, πλέον) συγγραφείς και ζωγράφοι, από όλες τις μεριές του κόσμου, επιστρέφουν σε προχωρημένη ηλικία στη Μονμάρτρη για να επισκεφτούν τα μαγαζιά ή τα δωμάτια όπου έπιναν και κοιμούνταν στη μακρινή τους νιότη, αφήνοντας, συχνά, μεγάλα χρέη, για ν’ ανταποδώσουν τη φιλοξενία των ανθρώπων που τους υπέθαλψαν και τους ανέχτηκαν εκείνα τα χρόνια, ή για να συναντήσουν τους απόγονούς τους, αν οι προηγούμενοι έχουν πια πεθάνει.

 

 

Είχαμε αγοράσει με τη γυναίκα μου δύο κρύα σάντουιτς από το Carrefoor και, προτού καταλήξουμε στο δωμάτιό μας για να τα φάμε, σκεφτήκαμε ν’ ανεβούμε στην ταράτσα του ξενοδοχείου, στον 12ο όροφο, να κοιτάζαμε τη θέα, μήπως πίναμε εκεί ένα ποτό το βράδυ έχοντας στα πόδια μας το βραδινό Παρίσι. Η σερβιτόρα του μπαρ αρνήθηκε να μας επιτρέψει την είσοδο, λέγοντάς μας πως έχουμε μαζί μας προϊόντα αγορασμένα από άλλο κατάστημα και πως αυτό απαγορευόταν. Της εξήγησα στη γλώσσα της πως είμαστε πελάτες του ξενοδοχείου, πως θα βλέπαμε μόνο τον χώρο, με προοπτική να το επισκεφτούμε ξανά αργότερα. Η σερβιτόρα ανένδοτη. Αφήσαμε στην άκρη τα προϊόντα μας, της δείξαμε ταυτότητα και αριθμό δωματίου, όμως… Άρνηση και πάλι…

     Της είπα πως αυτό που κάνει δεν είναι ευγενικό, κάτι παρόμοιο τής επισήμανε και η γυναίκα μου στα αγγλικά, όμως η υπάλληλος το τροπάριο το γνωστό. Ρητή θέση του ξενοδοχείου κτλ. κτλ. Πήραμε την κρυάδα και τα κρύα μας σάντουιτς και επιστρέψαμε στο δωμάτιο. Φυσικά ακυρώσαμε την αρχική μας σκέψη για βραδινό ποτό στην ταράτσα.

Το ίδιο βράδυ βρεθήκαμε σε γειτονικό του ξενοδοχείου πάρκο, στην περιοχή της Defense. Ζευγάρια κάθονταν ήσυχα στα παγκάκια, μικρά παιδιά ακόμη έπαιζαν ξένοιαστα, μελαμψοί νεαροί χαριεντίζοντας μεταξύ τους, ένα σιντριβάνι πετούσε ψηλά το νερό με εντυπωσιακούς εναλλασσόμενους σχηματισμούς. Τότε είδαμε τον χοντρό αρουραίο να ξεπροβάλει από ένα παρτέρι του πάρκου και να τρέχει προς τη μεριά του δρόμου, σκορπίζοντας τον τρόμο σε αρκετούς θαμώνες.

―Άνθρωποι και ποντίκια, μονολόγησε η γυναίκα μου κι εγώ χαμογέλασα.

Ήταν η πιο πετυχημένη ατάκα για να συνοψίσει τα όσα είχαν προηγηθεί και, έτσι, να ολοκληρωθεί αυτό το μικρό πεζό.

 

Ένα μπουκέτο δροσερές Γιαπωνεζούλες, δεκάξι στα δεκαεπτά, με πουά ανάλαφρες φουστίτσες της αθωότητας να ανεμίζουν από το ελαφρύ αεράκι, φωτογραφίζουν, ενθουσιασμένες, από επιλεγμένο σημείο της πόλης τον φωταγωγημένο Πύργο του Άιφελ, ενώ από πίσω τους, μες στο στριμωξίδι και τον συνωστισμό, το επιτήδειο χέρι ψαχουλεύει αδίστακτα στα μισάνοιχτα σακίδια πλάτης, ξαφρίζοντας τα πορτοφόλια τους.

 

 

Το μαύρο ταξί τρέχει στο ίδιο μοιραίο τούνελ της πόλης όπως και τότε. Η θλιμμένη πριγκίπισσα αδημονεί να γλιτώσει από τους αδίστακτους παπαράτσι. Αδημονεί να ξεφύγει από την ίδια τη ζωή της. Η γυναίκα μου με κοιτάζει με παράπονο κι εγώ ανησυχώ. Ιδρώνω, συστέλλομαι, οι σφυγμοί μου ανεβαίνουν απρόσμενα. Το μαύρο ταξί συνεχίζει τον ξέφρενο ρυθμό του θαρρείς ακυβέρνητο. Προσπερνάμε το σκοτεινό σημείο, το τούνελ επιτέλους τελειώνει, βγαίνουμε πάλι στο φως. Αναπνέουμε και οι δύο ξανά, φανερά ανακουφισμένοι, ανάβοντας νοερά ένα κερί στη μνήμη της αδικοχαμένης πριγκίπισσας.

 

(συνεχίζεται)


Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

Παρουσίαση βιβλίου του Π. Γούτα στο "Μεσιέ Σαρλό"

 




Παρουσίαση βιβλίου του Παναγιώτη Γούτα

στο βιβλιοπωλείο «Μεσιέ Σαρλό»

 

Την Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου, στον φιλόξενο και ζεστό χώρο του βιβλιοπωλείου «Μεσιέ Σαρλό», στην περιοχή Χαριλάου, έγινε η παρουσίαση της πρόσφατης συλλογής διηγημάτων μου Ένα δικό του δωμάτιο (εκδ. Ρώμη, 2025). Ομιλητές, εκτός του συγγραφέα, ο εκδότης Γιάννης Κιντάπογλου και ο πεζογράφος Γιώργος Γκόζης. Παλιοί και νέοι φίλοι, συνάδελφοι εκπαιδευτικοί και αρκετοί ομότεχνοί μου με τίμησαν με την παρουσία τους, παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν στην πόλη. Τους ευχαριστώ όλους από καρδιάς!

 

 

 


(αναδημοσίευση ενός διηγήματος από τη συλλογή Ένα δικό του δωμάτιο)

 

ΔΕΚΑ ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ

 

 

Ο αριθμός δέκα τον κυνηγούσε από τότε ανελέητα. Στα προσωπικά του, στις καλλιτεχνικές του αναζητήσεις, στις σχέσεις του. Θυμάται, αρχές της δεκαετίας του ’90, ως δευτεροετής φοιτητής Φιλοσοφικής είχε ξετρυπώσει ένα μυθικό στέκι της Θεσσαλονίκης, που το έλεγαν «Δέκα βήματα στην άμμο». Εκεί, συχνά, τα Σάββατα, ξεσήκωνε τη συμφοιτήτριά του Μαρία Ν., που καταγόταν από την Αθήνα, και πήγαιναν ν’ ακούσουν μουσική από μια παρέα μουσικών, που έμελλε να γράψει ιστορία στα μουσικά δρώμενα της πόλης. Όλως τυχαίως –ή μήπως πάλι όχι;– η κομπανία του μαγαζιού ήταν δέκα άτομα. Το ρεπερτόριό τους: πολιτικά τραγούδια της εποχής, κάποια αντάρτικα του Πάνου Τζαβέλα, πολύ Σαββόπουλος, έντεχνο και, στο τέλος, πάλι λαϊκά. Το «Δέκα βήματα στην άμμο» στα καλύτερά του. Λένε πως εκεί σύχναζε τακτικά και ο καθηγητής Μαρωνίτης – ο ίδιος πάντως δεν είχε την τύχη να τον συναντήσει. Μια εξήγηση που είχε ακούσει τότε για την προέλευση του ονόματος του μαγαζιού ήταν πως πάρθηκε από ένα παιχνίδι, που συνήθιζε να παίζει η παρέα των μουσικών σε παραλία της Χαλκιδικής. Αλλά δεν είναι απολύτως βέβαιος επ’ αυτού.

Θυμάται πως με τη Μαρία διαφωνούσαν συχνά για τις πολιτικές και τις καλλιτεχνικές τους επιλογές. Εκείνος, ήπιος Ρηγάς, αργότερα του Εσωτερικού, με αστικές συνήθειες, χαλαρός πάντα και μετριοπαθής, μισούσε τη βία και τη ρήξη, συμφιλιώνοντας εσαεί τα ασυμφιλίωτα. Κάποτε, μάλιστα, στην προσπάθειά του να χωρίσει έναν ΚΝίτη από έναν αναρχοαυτόνομο, που είχαν πιαστεί στα χέρια στον περίγυρο της Φιλοσοφικής για ασήμαντη αφορμή, είχε αποκτήσει ως παράσημα της «ειρηνευτικής του δράσης» μώλωπες από χτυπήματα και των δύο, που έκαναν σχεδόν τρεις μήνες να φύγουν οριστικά από το σώμα του. Εκείνη αριστερίστρια, υπέρμαχος της Ρήξης, μαχητική συνδικαλίστρια και φοιτήτρια επί πτυχίω, χρωστούσε έξι ή επτά μαθήματα μαζί με τη διπλωματική της, και σκεφτόταν, μελλοντικά, να διδάξει ως καθηγήτρια σε γυμνάσιο της πρωτεύουσας.

Την ενοχλούσε που εκείνος διάβαζε το Δέκα μικροί νέγροι της Άγκαθα Κρίστι με μεγάλο ενδιαφέρον, και χιμούσε εναντίον του απροκάλυπτα:

—Μα, αστυνομική λογοτεχνία, άνθρωπέ μου… Ελαφρότητες! Πού πήγε η ταξική σου συνείδηση; Οι επιλογές σου ανέκαθεν ήταν συντηρητικές! τον έβαζε στη θέση του.

Έδινε τόπο στην οργή και ανεχόταν στωικά την απολυτότητα της κρίσης της. Θα ερχόταν, άλλωστε, η στιγμή που θα τα έβρισκαν οι δυο τους. Πρώτα με το «Δέκα χρόνια κομμάτια» του Σαββόπουλου, ύστερα με τον Μαρκές και τέλος… στο κρεβάτι της φοιτητικής εστίας, όπου στέγαζαν τον έρωτά τους.

Κάποιο βράδυ, μέσα στην κάπνα του μαγαζιού και στις στραγγισμένες Δεμέστιχες και Μαλαματίνες, η Μαρία σκέφτηκε να σηκωθεί επί σκηνής και να τραγουδήσει. Στο εν λόγω μαγαζί, σχεδόν για ένα μισάωρο κάθε βράδυ, είχε τη δυνατότητα ο καθένας να παίρνει το μικρόφωνο και να παρουσιάζει το ταλέντο του στο κοινό, ερμηνεύοντας κάποιο τραγούδι της αρεσκείας του – ένα είδος διαγωνισμού ταλέντων της εποχής. Η Μαρία ερμήνευσε το «Κάνε λιγάκι υπομονή» του Τσιτσάνη. Το είπε μοναδικά, με λαγγεμένα τσακίσματα και σωστή τονικότητα στη φωνή της. Χάλασε ο κόσμος. Όρθιοι οι θαμώνες επευφημούσαν, οι παρέες ενθουσιασμένες τη χειροκροτούσαν, απαιτώντας επίμονα να πει κι άλλο τραγούδι. Εκείνη πετούσε στους επτά ουρανούς. Δεν τόλμησε να συνεχίσει. Παράτησε το μικρόφωνο και κούρνιασε δίπλα του σαν γατί.

—Λες να γίνω ποτέ τραγουδίστρια; τον ρώτησε γλυκά, με μάτια που έλαμπαν από ευτυχία.

—Γιατί όχι; Τι παραπάνω, δηλαδή, έχουν οι άλλες; την ενθάρρυνε, θαυμάζοντας κρυφά το πάθος της με το τραγούδι.

Κόλλησε αυθόρμητα τα χείλη της στα δικά του σε ένα βαθύ φιλί, δίχως τελειωμό.

Δύο μήνες από εκείνο το βράδυ, από εκείνο το ανέλπιστο φιλί, χώρισαν. Εκείνη, ενθαρρυμένη από έναν κάπως γνωστό συνθέτη της πόλης που την είχε πλησιάσει, το ίδιο κιόλας βράδυ, στο τραπέζι τους, τάζοντάς της λαγούς με πετραχήλια, παράτησε και τη Φιλοσοφική και τη Θεσσαλονίκη και τον ίδιο. Έγινε τραγουδίστρια, αλλά ποτέ πρώτο όνομα. Βγάζει, απ’ ό,τι μαθαίνει από κοινούς φίλους, τα προς το ζην φυτοζωώντας, τριάντα πέντε χρόνια τώρα, σε συνοικιακά μαγαζιά της Αθήνας. Η νυχτερινή ζωή τσάκισε και τη φωνή της και την όψη της.

Περνάει συχνά από τον αριθμό 16 της οδού Φλέμινγκ. Από το 2014, στον ίδιο ακριβώς χώρο, στην ίδια ακριβώς διεύθυνση, στεγάζεται το θέατρο Τ. Ένα μικρό θεατράκι, ογδόντα περίπου θέσεων, που λειτουργεί ως κατάλυμα σε άστεγες θεατρικές ομάδες της πόλης και σε φιλοξενούμενες παραστάσεις. Θυμάται τα περασμένα. Το Δέκα μικροί νέγροι από τις εκδόσεις Λυχνάρι και τα «Δέκα χρόνια κομμάτια» του αγαπημένου του Νιόνιου. Το Έρωτας στα χρόνια της χολέρας του Μαρκές. Την Αριστερά, που «είδε τον κόσμο σαν έργο τέχνης»5 και τη Μαρία Ν., που ήθελε απεγνωσμένα, από τότε, να γίνει τραγουδίστρια. Και το δέκα το καλό, τον Γιώργο Κούδα, που αλώνιζε εκείνα τα χρόνια τα γήπεδα, αναγκάζοντας τους αντιπάλους του να επιστρατεύουν ακόμη και αθέμιτα μέσα για να ανακόψουν τις μεγαλειώδεις επελάσεις του, με την μπάλα στα πόδια. «Πώς να περνά τα βράδια της;» αναρωτιέται συχνά. «Τι να περνά αυτή τη στιγμή από τη σκέψη της; Όπου κι αν βρίσκεται, ό,τι κι αν κάνει, θα θυμάται καμιά φορά τις βραδιές μας στο “Δέκα βήματα στην άμμο” ή τα έχει διαγράψει όλα από τις κυψέλες της μνήμης της;»

Πρόσφατα, είδε το παλιό του αίσθημα αποτυπωμένο σε μια ρεπροντιξιόν ενός ζωγραφικού πίνακα του Πάνου Παπανάκου. Έργο με τέμπερα, μικρών διαστάσεων –μόλις 17x20 cm–, με τον τίτλο: «Οι αλησμόνητοι πανηγυρισμοί της νεότητος». Ζωγραφισμένος τρία ολόκληρα χρόνια πριν από τη γνωριμία του με τη Μαρία, τον είχε καθηλώσει με τη θέρμη των χρωμάτων του αλλά και με τον συμβολισμό του. Έμεινε να τον κοιτά σαν μαγεμένος στο σπίτι ενός φίλου του, όπου ήταν αναρτημένος.

—Τόσο πολύ σ’ αρέσει αυτός ο πίνακας; τον ρώτησε με νόημα ο φίλος του. Αν θέλεις, μπορώ και να σ’ τον χαρίσω.

Ακαριαία, σκέφτηκε πόσο επώδυνη θα του ήταν μια ισοβίως καθημερινή ενατένιση του πίνακα, αν αυτός γινόταν κτήμα του. Η μόνιμη αίσθηση εκείνου του πικρού αποχωρισμού.

—Προσέχω τον συνδυασμό των χρωμάτων και την τεχνική του καλλιτέχνη, δικαιολογήθηκε στον φίλο του, κρύβοντας, όπως όπως, την ταραχή του.

 

2019

 

Στην παρακάτω διεύθυνση μπορείτε να παρακολουθήσετε βίντεο ελάχιστων λεπτών από την εκδήλωση:

 

https://photos.app.goo.gl/5yR6h4hMJa5DP9AZ9

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

Ταχυδρομικό κυτίο (3)-(Γ)ράμματα

 




ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΚΥΤΙΟ (3)

 

 

(στη στήλη αυτή θα αναρτάται σύντομο σχόλιο για κάποιο από τα βιβλία που, κατά καιρούς, δέχομαι με το ταχυδρομείο)

 

 

Χριστίνα Γεωργιάδου, (Γ)ράμματα, ποίηση, εκδ. Έναστρον, 2025

 

Από τον τίτλο ήδη της τρίτης κατά σειρά ποιητικής συλλογής της Χριστίνας Γεωργιάδου, ο αρχικός υπαινιγμός μάς προϊδεάζει για το τι θα επακολουθήσει στις σελίδες του βιβλίου. Ποιήματα-γράμματα, δηλαδή ποιήματα σαν επιστολές της ποιήτριας στον εαυτό της, στον πλησίον, στον κόσμο γενικότερα, σε ένα μπουκάλι με σκοπό να αποσταλεί το μήνυμα σε έναν άγνωστο, μακρινό δέκτη−παραλήπτη, μέχρι και γράμματα στην ίδια την ποίηση. Παράλληλα, όμως, και ποιήματα-ράμματα, επουλωτικά του τραύματος που όλοι μας βιώνουμε, είτε σε προσωπικό είτε σε συλλογικό επίπεδο. Γιατί η ποίηση είναι ίαμα, φάρμακο και βάλσαμο που επουλώνει πληγές και απαλύνει τις εκδορές του σώματος και της ψυχής.

Η Χριστίνα Γεωργιάδου γράφει με ευαισθησία και συναίσθηση του κενού και της ακινησίας της ζωής και της ύπαρξης, νιώθοντας ως χρέος της το να καλύψει αυτό το κενό και να μας κινητοποιήσει διά της γραφής. Παράλληλα, κάποιες φορές, επιδεικνύει μια τόλμη κι έναν αξιοπρόσεκτο δυναμισμό στους στίχους της, εξεγειρόμενη απέναντι στη γενική παρακμή, που τείνει να καλύψει τα πάντα, προτάσσοντας ως αντίδοτο την τέχνη και την ενσυναίσθηση.

Η εικόνα του εξώφυλλου από τον εικαστικό Γιάννη Πρώιο, άκρως ενδιαφέρουσα και συμβατή με το περιεχόμενο του βιβλίου

 

Δείγμα γραφής (σελ. 48 του βιβλίου)

 

    Homo sapiens (?)

 

Το κλάμα ενός βρέφους

μας θυμίζει το δάσος

−η καταγωγή μας

Μας βάζει στη θέση μας

−του κτήνους

Αγγίζει τα όριά μας

 

Το κλάμα ενός βρέφους

Το κλάμα ενός βρέφους

Το κλάμα ενός βρέφους

είναι ό,τι αγριότερο

 

Είναι εμείς

−ζώο που πάλλεται απεγνωσμένα

για ένα χάδι.

 

 

Παναγιώτης Γούτας

 

 

 

 

 


Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Ο Γούντι Άλεν έκλεισε τα 90

 


 

           
  


Ο ΓΟΥΝΤΙ ΑΛΕΝ ΕΓΙΝΕ 90 ΧΡΟΝΩΝ

 

 

Σαν χθες, 30 Νοεμβρίου 1935, γεννήθηκε ο κορυφαίος σκηνοθέτης Γούντι Αλεν. Σήμερα δηλαδή έχει ήδη κλείσει τα 90 χρόνια του. Με αφορμή το γεγονός των γενεθλίων του, αναδημοσιεύω δύο μικρά κείμενά μου, που αναφέρονται στην περίεργη έως προβληματική σχέση του Γούντι Άλεν με τον κορυφαίο Αμερικανό συγγραφέα Φίλιπ Ροθ.

 

 

֎

 

 

Φίλιπ Ροθ - Γούντι Άλεν: Δρόμοι παράλληλοι

 

 

Ο Φίλιπ Ροθ έχει γίνει πια σημείο αναφοράς στη Αμερική και τα βιβλία του είναι σχεδόν πάντα υποψήφια για μεταφορά στον κινηματογράφο. Η έβδομη απόπειρα μεταφοράς βιβλίου του στη μεγάλη οθόνη, το Αμερικανικό ειδύλλιο, κρίνω πως ήταν σχετικά πετυχημένη, αρτιότερη παλιότερων μεταφορών άλλων μυθιστορημάτων του. Παραλληλίζω την καλλιτεχνική του πορεία με εκείνη του Γούντι Άλεν, αφού πέρα από την κοινή εβραϊκή καταγωγή τους, έχουν συχνά κοινή θεματολογία, σε βιβλία και σε ταινίες αντίστοιχα. Η ασυνεννοησία του σύγχρονου ανθρώπου, τα οικογενειακά και ερωτικά αδιέξοδα, οι διανοούμενοι και οι κουλτουριάρηδες που, κατά βάθος, είναι κενά, ναρκισσευόμενα και προβληματικά άτομα, οι ακραίες εκδοχές της εβραϊκότητας (ραβίνοι, θρησκευόμενοι, υστερική τήρηση εθίμων κτλ.), είναι μόνο κάποια από τα κοινά θέματα των δύο σπουδαίων δημιουργών, που είναι απόλυτα αποδεκτοί από το κοινό της Αμερικής αλλά και παγκοσμίως. Ίσως η μεγαλύτερη τους διαφορά να έγκειται στο ότι ο Ροθ παραμένει στον πυρήνα του τραγικός και ρεαλιστής ενώ ο Γούντι Άλεν, με το στοιχείο του χιούμορ, τα κωμικά του ευρήματα και, ενίοτε, με κάποια διάθεση νοσταλγίας και ρομαντισμού, απαλύνει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, αφήνοντάς μας με τις ταινίες του μια γλυκόπικρη γεύση.

 

(book press, Μάρτιος, 2017)

 

 

Και μια ταινία για τον Ροθ;

 

Για την καλλιτεχνική ώσμωση του Φίλιπ Ροθ με τον Γούντι Άλεν έχω γράψει σε παλιότερο κείμενό μου. Υπάρχει πάντως μία ταινία του Γούντι Άλεν που οι κριτικοί ισχυρίζονται πως ο βασικός της ήρωας στηρίζεται στον χαρακτήρα του Φίλιπ Ροθ. Μιλάμε για την ταινία «Αποδομώντας τον Χάρη», που παίχτηκε στις αίθουσες το 1997, ενώ ένας εκ των πρωταγωνιστών της, ο Ρίτσαρντ Μπέντζαμιν, είχε παίξει παλιότερα και σε δύο μεταφορές βιβλίων του Ροθ στη μεγάλη οθόνη (μιλάμε για το Αντίο, Κολόμπους και το Σύνδρομο Πόρτνοϊ).

Τα στοιχεία που μαρτυρούν ότι ο βασικός ήρωας της ταινίας, ο συγγραφέας Χάρι Μπλοκ που υποδύεται ο ίδιος ο Άλεν, αναφέρεται στον Φίλιπ Ροθ είναι συντριπτικά: Ο Χάρι Μπλοκ αγαπά το μπέιζμπολ, παρωδεί και διακωμωδεί συνεχώς τους Εβραίους όντας κι ο ίδιος Εβραίος, έχει αποτυχημένους γάμους όπως ο Ροθ στην προσωπική του ζωή, έχει εμμονή με το σεξ, συνομιλεί με τους ήρωές του και τα προσωπεία του. Αλλά δεν είναι μόνο αυτά: Ένας άλλος ηθοποιός-ήρωας της ταινίας βρίσκεται σε κατάσταση θολούρας (είναι «φλου») και κάνει ψυχανάλυση για να μπορεί να συνεχίζει να υποδύεται ρόλους (περίπτωση Κέπες που μεταλλάχτηκε σε βυζί και ψυχαναλυόταν γι’ αυτό, βιβλίο Το βυζί), οι συγγενείς του τον κατηγορούν για αντισημιτισμό, συγγενικά του πρόσωπα (γυναίκα και θεία) αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους στα βιβλία του Μπλοκ (όπως συνέβη με τον αδελφό του Ροθ, στην πραγματική ζωή) και δυσαρεστούνται, και επιπλέον είναι άθεος. Και η λίστα με τις ομοιότητες ανάμεσα σε Χάρι Μπλοκ και Φίλιπ Ροθ τελειωμό δεν έχουν: Στην ταινία υπάρχει αναφορά στον Κάφκα ως πρότυπο λογοτεχνικό του ήρωα (έναν συγγραφέα που θαύμαζε και υποληπτόταν απεριόριστα ο Ροθ), η μεταφορά προσωπικών βιωμάτων στους ήρωες της ταινίας θυμίζει την αντίστοιχη στα βιβλία του Ροθ, η αναφορά στις πανεπιστημιακές βραβεύσεις, η σχέση του ήρωα με τον πατέρα του (αυστηρός πατέρας, που συνεχώς τον επέκρινε), αιτίες που δεν τον βραβεύει το πανεπιστήμιο, όλα παραπέμπουν στον Αμερικανό συγγραφέα – εντέλει στην ταινία ο Χάρι Μπλοκ βραβεύεται από τους ήρωές του σε ένα μάλλον σουρεάλ σκηνικό, ενώ ο Ροθ ουδέποτε εισέπραξε το Νόμπελ λογοτεχνίας που τόσο προσδοκούσε και επιθυμούσε να πάρει.

Όλο αυτό υπήρξε ένα είδος στηλίτευσης και αποδόμησης του Ροθ από τον Γούντι Άλεν; Δεν το νομίζω και δεν θα υποστήριζα μια τέτοια άποψη. Πάντως οι σχέσεις των δύο αντρών ήταν το λιγότερο περίεργες, διφορούμενες έως προβληματικές. Πέρα από κάποιον αμοιβαίο σεβασμό και αποδοχή του έργου του ενός από τον άλλον, που πιστεύω πως σίγουρα θα υπήρχε, ας μην ξεχνούμε πως η πρώτη γυναίκα του Ροθ, η ηθοποιός Κλαίρη Μπλουμ, εμφανίζεται αμέσως μετά τον χωρισμό της από τον Ροθ σε ταινία του Άλεν (1995), ενώ, όταν η ηθοποιός Μία Φάροου χώρισε από τον Άλεν, έβγαινε για κάποιο διάστημα με τον Ροθ. Επιπροσθέτως, η Φάροου είχε παίξει παλιότερα σε ταινία του Άλεν (1992) μία συγγραφέα που λεγόταν Ροθ. Λέτε να είναι συμπτώσεις όλα τα παραπάνω; Και λέτε συμπτωματικά ο Χάρι Μπλοκ στην ταινία του Άλεν, να έχει τόσα κοινά σημεία με τον μεγάλο Αμερικανό συγγραφέα; Ωστόσο ας κρατάμε πάντα μικρό καλάθι. Στα μυθοπλαστικά βιβλία και στις μυθοπλαστικού τύπου ταινίες πολλές περίεργες συμπτώσεις μπορούν να συμβούν.

 

(τα δύο παραπάνω κείμενα περιλαμβάνονται ως αποσπάσματα μελέτης για τον Φίλιπ Ροθ στο βιβλίο μου ΚΗΠΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ-Διαβάζοντας Θεσσαλονικείς και Αμερικανούς πεζογράφους, εκδ. Νησίδες, 2023)

 

                                                                                   

                                                   Π. Γ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Ταχυδρομικό κυτίο (2)-Με το βλέμμα σ' έναν στίχο

 



 

ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ ΚΥΤΙΟ (2)

 

(στη στήλη αυτή θα αναρτάται σύντομο σχόλιο για κάποιο από τα βιβλία που, κατά καιρούς, δέχομαι με το ταχυδρομείο)

 

Αυτόν τον μήνα, μεταξύ άλλων, ο ταχυδρόμος μού έφερε και τον τόμο «Με το βλέμμα σ’ έναν στίχο», 50+2 βραβευμένα διηγήματα, ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΙΑΝΟΥ, 2025. Κριτική επιτροπή, αποτελούμενη από τους κριτικούς λογοτεχνίας και συγγραφείς Ευτυχία Γιαννάκη, Τέσυ Μπάιλα και Κωνσταντίνο Μπούρα, επέλεξαν 52 διηγήματα από ένα σύνολο 1003 διηγημάτων που έλαβαν. Ο διαγωνισμός αυτός γίνεται για όγδοη συνεχή χρονιά και, κατά την κριτική επιτροπή, φέτος "τα κείμενα ανέδειξαν τη ζωντάνια, τη φαντασία και το βαθύ συναίσθημα που μπορεί να γεννηθεί όταν η πεζογραφία συναντά την ποίηση". Αντί γενικού σχολίου, αναδημοσιεύω ένα από αυτά τα διηγήματα του ενδιαφέροντος αυτού τόμου.

 


 

Αναπαράσταση ΙΙΙ

Της ΓΟΥΤΑ ΧΡΥΣΟΥΛΑΣ

 

 

Μα εγώ θα κάνω την αναπαράστασή του·

ο πιο μικρός του φίλος, μια σκιά

 

από το ποίημα του Γιώργου Ιωάννου «Αναπαράσταση»,

Συλλογή Τα Χίλια Δέντρα, 1963

 

με αναφορά στον Γιάννη Χρήστου

 

Ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο περίμενε ακίνητος πίσω από την κουρτίνα. Έπειτα έκανε δύο τρία μικρά βήματα προτού ξεκινήσει να περπατά σαν υπνωτισμένος, κατευθυνόμενος προς το πιάνο στην άλλη άκρη της σκηνής. Βημάτισε για λίγο αργά, επιβράδυνε απότομα και συνέχισε να περπατά με ταχύτερο ρυθμό αυτήν τη φορά. Σε απόσταση ενός μέτρου από το πιάνο σταμάτησε απροσδόκητα. Παρέμεινε εκεί ακίνητος και ωχρός για μερικές στιγμές, που διήρκησαν παραπάνω απ’ όσο μπορούσε και λιγότερο απ’ όσο θα ήθελε, και, έπειτα από περισυλλογή, αποφάσισε πως θα το προσέγγιζε επιφυλακτικά.

Την επόμενη στιγμή, χωρίς να το καταλάβει, βρισκόταν μόλις μια ανάσα μακριά του. Έτσι ορθός ακόμα, άπλωσε το τρεμάμενο χέρι, τεντώθηκε στοιχειωδώς και, με τα ακροδάχτυλα δειλά και το κορμί λοξό, άγγιξε το άσπρο διερευνητικά. Ο πιανίστας Γρηγόρης Σεμιτέκολο δεν είχε άλλη επιλογή από το να καθίσει. Με τα χέρια να κρέμονται άχαρα πλάι στα πλευρά του και τον νου του σε επιφυλακή, κοίταξε ευθεία μπροστά του αμήχανα. Όποιος είχε κλειστά τα μάτια θα έλεγε πως δεν ακουγόταν κανένας ήχος ως τότε, αλλά ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο γράπωσε εκείνη τη στιγμή το καπάκι του πιάνου και ξεκίνησε να πνίγει έναν βουβό θρήνο μέσα σε βραχύφωνες συλλαβές, κουνώντας το κεφάλι του ανεπαίσθητα μπρος και πίσω και φτιάχνοντας ολοένα και μεγαλύτερες κυφώσεις.

Σήκωσε το δεξί του χέρι, σκληρό σαν σε τετανία, και το προσγείωσε ευγενικά, όσο αυτό ήταν εφικτό, πάνω στο τελευταίο δεξί πλήκτρο, ενώ ο καημός του μεγάλωνε. Το έκρουσε με ορμή, δεν γινόταν αλλιώς. Το πελέκισε με την κόψη της παλάμης δυνατά και, στιγμιαία, ένιωσε μια απέραντη ανακούφιση. Σχημάτισε ένα τόξο και κατευθύνθηκε αντιδιαμετρικά προς τα μπάσα. Και πάλι πέτυχε την κρούση, με τις δύο παλάμες αυτή τη φορά, βίαια, καλωσορίζοντας στην ψυχή του μια νέα αναζωογόνηση. Ίσιωσε την πλάτη του και ξεκούρασε τα χέρια μπροστά, πάνω στα πλήκτρα, έπειτα από μία εκπλήρωση, με μία ψευδαίσθηση υποταγής.

Τα δέκα βογκητά του Γρηγόρη Σεμιτέκολο δεν μπορούσαν να σιγήσουν πλέον. Όταν ένιωσε έτοιμος, προετοίμασε το στόμα και το κορμί του για τη διαπεραστική κραυγή του αβάστακτου πόνου, που διακόπηκε θαρρείς στη μέση αφήνοντάς τον παγωμένο. Το χέρι σαν τσεκούρι άρχισε να πέφτει άδικο και αδιάκριτο πάνω στα πλήκτρα. Το πιάνο αντέδρασε γκρεμίζοντας το καπάκι, και ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο έπεσε στα γόνατα μπροστά του μετανοώντας, εκλιπαρώντας, άλλες φορές εξαπολύοντας απειλές και ύβρεις. Όταν σηκώθηκε ηττημένος, έγνεψε έντρομος προς κάθε κατεύθυνση με προτροπή για διαφυγή. Χρόνια μετά, ο Γρηγόρης Σεμιτέκολο ακόμα γνέφει χωρίς να προκαλεί την παραμικρή ρωγμή στο κέλυφος.

 

(σς. 32-34 του τόμου)

 

 


Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025

Voyage, voyage-Βαλέτα

 


 

 

Η στήλη «Voyage, voyage» είναι ένα είδος ταξιδιωτικών εντυπώσεων, με ποιητικό βλέμμα, από τόπους του εξωτερικού ή της Ελλάδας, που επισκέφτηκα στο παρελθόν και που με ενέπνευσαν.

 

 

֎

 

 



ΒΑΛΕΤΑ

 

 

 

ΚΑΡΑΒΑΤΖΙΟ

 

 

Όταν μού το πρότειναν οι ιππότες της Μάλτας, ούτε στιγμή δεν πέρασε από τον νου μου ν’ αρνηθώ. Να ζωγραφίσω, μού είπαν, στο Ιερό της εκκλησίας τον αποκεφαλισμό του Αγίου Ιωάννη, του Βαπτιστή. Έβαλα τα δυνατά μου, ξεδίπλωσα όλη την τέχνη μου, τα έδωσα όλα. Όχι από υπέρμετρη θρησκευτικότητα, από ευλάβεια ή από υποταγή στον Πάπα. Όχι, όχι γι’ αυτά! Έβαλα τα δυνατά μου όχι για τα χρήματα, ούτε για να ενισχύσω την πίστη κανενός προσκυνητή του ιερού χώρου. Ό, τι έκανα, το έκανα για να εξαγνιστώ εγώ ο ίδιος, για να διώξω μακριά τις τύψεις που λυσσαλέα με καταδιώκουν. Δεν μπορούσα να το καταστήσω πιο ευκρινές, πιο αποκαλυπτικό. Εκείνο το f μπροστά στην υπογραφή μου, κάτω από την κηλίδα αίματος, υποδήλωνε την αδελφότητα που ανήκα. Όχι, δεν θα ζωγράφιζα τον αποκεφαλισμό του Βαπτιστή για χατίρι κανενός τάγματος ιπποτών – ποτέ κάτι τόσο ρηχά θρησκευτικό δεν πέρασε από τη σκέψη μου. Το έγκλημα τού 1606 θέλησα ν’ αναπαραστήσω, τον φόνο του Ρανούτσιο, που εγώ προκάλεσα για ένα στοίχημα σ’ έναν αγώνα τένις.

 

 

Σ΄ ένα στενάκι στους δρόμους της Βαλέτας, σώζεται μέχρι και σήμερα ένα από τα αρχαιότερα πορνεία της Μάλτας. Η επιγραφή στην πόρτα αναφέρει το εξής: «Το παλειό Ελληνικό Μπουρδέλλο.» Και από κάτω, μεταφρασμένο στα αγγλικά: «The old Greek Bordello». Η πόρτα είναι σχεδόν ετοιμόρροπη, ένα κουδούνι φανερώνει το πώς καλούσαν οι πελάτες την ιερόδουλο ν’ ανοίξει, ενώ διάφοροι τουρίστες έχουν χαράξει πάνω στην πόρτα σχόλια, στιχάκια ή πικάντικες φράσεις.

Είναι, ίσως, το συγκινητικότερο σημείο της παλιάς πόλης, σκέφτηκα. Μπορεί ζωγράφοι, αρχιτέκτονες, ιπποτικά τάγματα και παπική εκκλησία να φρόντισαν πλουσιοπάροχα για την καλλιτεχνική, πνευματική και ψυχική ανύψωση των περιοίκων, όμως τη σωματική τους ανάταση την είχε αναλάβει –σχεδόν εξ ολοκλήρου, για κάποιο χρονικό διάστημα, όπως αναφέρεται στην Ιστορία– μια απλή, ξεριζωμένη από το νησί της, Ροδίτισσα.

 

 

Ο κορμός του υπέργηρου φίκου του Βασιλικού κήπου –σπόρος ριγμένος από βρετανικό χέρι, από την εποχή της αποικιοκρατίας– κατευθύνεται ψηλά, ύστερα παίρνει απότομα κλίση προς τη γη, διεισδύει στο χώμα ως ρίζα και ξαναφύεται στην επιφάνεια με κατεύθυνση, ξανά, στον ουρανό. Ένα θέαμα αρκετά εντυπωσιακό και πρωτότυπο, που καθηλώνει το βλέμμα.

Η πτώση και η ψυχική ανάταση του ανθρώπου, σκέφτομαι, αναπαριστάμενες σ’ έναν πρώην αποικιοκρατικό κήπο, από τον κορμό και τα κλαδιά ενός ταπεινού φίκου. Ίσως, όμως, κι ένα ανεπανάληπτο σύμπλεγμα υποταγής κι ελευθερίας.

 

 

Η γάτα του Βασιλικού κήπου –μία από τις ελάχιστες που συνολικά υπάρχουν στο νησί– μόνο από τα χέρια της Μαλτέζας ξεναγού δέχεται χάδια. Σε όλους εμάς που την πλησιάζουμε για να τη χαϊδέψουμε, μάς δείχνει τα νύχια της.

 

 

Πάνω στο πάτωμα του Καθεδρικού ναού του Αγίου Ιωάννη, στη Βαλέτα, το καλυμμένο με εντυπωσιακές μαρμάρινες ταφόπλακες (πάνω από τετρακόσιοι ιππότες είναι θαμμένοι από κάτω), βαδίζει ανάλαφρα, σχεδόν αέρινα, ευειδής νεαρή τουρίστρια. Ανυποψίαστη για τις ιστορικές λεπτομέρειες του χώρου, έχει στραμμένο το βλέμμα ψηλά και ασταμάτητα φωτογραφίζει με το κινητό της την οροφή της εκκλησίας. Για το δάπεδο δεν δίνει δεκάρα. Το λεπτό φουστάνι της λικνίζεται στο πέρασμά της, τραβώντας ουκ ολίγα βλέμματα τουριστών.

Κάτω από τα πόδια της οι θαμμένοι ιππότες αρχίζουν να σαλεύουν. Ξυπνούν από ύπνο αιώνων, φορούν ξανά τις σκουριασμένες πανοπλίες τους και κονταροχτυπιούνται μεταξύ τους για το ποιος θα την πολιορκήσει.

 

 

Ο νεαρός Ινδός εργαζόμενος του ξενοδοχείου στη Sliema, την ώρα του πρωινού, ήταν υπέρμετρα ευγενικός. Αποκαλώντας με «sir», μου ετοίμασε στη στιγμή την κρέπα που του ζήτησα. Όταν την έβαλα με τη λαβίδα στο πιάτο μου, θαρρώ πως μου έκανε και μια μικρή υπόκλιση. Προτού, όμως, προλάβω ν’ απομακρυνθώ, άκουσα τον κρότο της λαβίδας και παραξενεύτηκα. Είχε πάρει τη λαβίδα και την τοποθέτησε στο σωστό σημείο: επάνω σ’ ένα άδειο πιάτο. Ένιωσα μέσα μου την ένταση και τον θυμό του γι’ αυτήν την μικρή ατασθαλία που είχα προκαλέσει με το να εναποθέσω το σκεύος όχι στο ενδεδειγμένο σημείο. Γύρισα και τον κοίταξα έκπληκτος. Πάντα χαμογελαστός, είχε στραφεί τώρα στον επόμενο πελάτη του, που του είχε ζητήσει διπλή κρέπα με σοκολάτα, αποκαλώντας τον κι εκείνον «sir».

 

Τα καρπούζια εδώ είναι ακριβά. Δεκατέσσερα, περίπου, ευρώ χρεώνουν το ένα, όσο και μία καλή μπλούζα σε καιρό εκπτώσεων! Πληρώνετε και το νερό που χρειάζεται για να ποτιστεί, που είναι δυσεύρετο!, μας αποκάλυψε ο αρχηγός της εκδρομής, δείχνοντάς μας τον μικροπωλητή, στην άκρη του δρόμου, καθ’ οδόν προς το ξενοδοχείο.

Η μοναχική, καλοδιατηρημένη κυρία του γκρουπ, «πο, πο, τρομερό!» αναφώνησε και, μη ανεχόμενη τη ζέστη και την υγρασία της ημέρας, βγάζει από το σακίδιό της μια βεντάλια, σχεδιασμένη στις διαστάσεις και στα χρώματα φέτας καρπουζιού, κι αρχίζει απεγνωσμένα να δροσίζεται.

 

(Αύγουστος 2024)