Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

Φραντς Κάφκα, ο δάσκαλος του Φίλιπ Ροθ

 



 

Σαν σήμερα, στις 19 Μαρτίου του 1933, είχε γεννηθεί ο Αμερικανός συγγραφέας Φίλιπ Ροθ, που έφυγε από τη ζωή τον Μάιο του 2018, σε ηλικία 85 χρονών. Στη μνήμη του αναδημοσιεύω μια μικρή μελέτη μου για την επίδραση του Φραντς Κάφκα στο συνολικό του έργο. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην book press στις 7 Φεβρουαρίου 2025.

 

 

֎

 

 

 

ΦΡΑΝΤΣ ΚΑΦΚΑ,

Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΙΠ ΡΟΘ

(μικρή μελέτη)

 

 

 

Ο Φραντς Κάφκα, κατά πρώτο λόγο, και ακολούθως ο Σαίξπηρ, ο Τζόις και οι αρχαίοι Έλληνες τραγικοί, αποτελούν τους θεμελιώδεις άξονες (ή έστω τους σημαντικότερους) όχι μόνο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας αλλά και ολόκληρου του, κατά Χάρολντ Μπλουμ, Δυτικού Κανόνα. Πάνω σ’ αυτούς βασίστηκε κι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας. Ο Φίλιπ Ροθ, παρότι κάνει πολλές αναφορές σε σαιξπηρικά έργα και ήρωες σε αρκετά μυθιστορήματά του (κυρίως στην Ταπείνωση), έχει πρωτίστως μελετήσει κι αφομοιώσει τον Κάφκα, την αγάπη για το έργο του οποίου την έχει εκφράσει ποικιλοτρόπως. Τον θεωρεί δάσκαλό του, κάτι που, κατά δήλωσή τους, συμβαίνει και με άλλους μεγάλους Αμερικανούς συγγραφείς (Όστερ, Τσίβερ, Χέμινγουεϊ κ. α). Και αν, συνοπτικά και απλοϊκά, προσδιορίσουμε το έργο του γερμανόφωνου Τσέχου συγγραφέα με το τετράπτυχο: παραδοξότητα, ειρωνεία, ενοχικότητα και τραγικότητα (δραματικότητα), ο Ροθ «πάτησε» στα παραπάνω συστατικά γραφής του Κάφκα στο ακέραιο, μετεξελίσσοντάς τα κατά το δοκούν.

 

 

Από τον Πόρτνοϊ μέχρι τον Μπάκυ Κάντορ

 

Το στοιχείο της παραδοξότητας στο έργο του Κάφκα είναι ιδιαιτέρως εμφανές στο πέμπτο κατά σειρά βιβλίο του Ροθ (πάντως όχι από τα καλύτερά του), που τιτλοφορείται Το βυζί. Εδώ, ο καθηγητής Συγκριτικής Λογοτεχνίας Νταίηβιντ Κέπες ξυπνά κάποιο πρωί με αφύσικα συμπτώματα. Διαπιστώνει, χαμηλά, στην περιοχή των γεννητικών του οργάνων, κάποια αλλαγή χρώματος και μια περίεργη αναγέννηση του δέρματός του. Είναι η απαρχή μιας ορμονικής μετάλλαξης, που, σύντομα, θα τον μεταμορφώσει σ’ ένα τεράστιο βυζί. Τελικώς, η ηρεμία και η αποκατάσταση αυτής της αφύσικης κατάστασης θα επέλθει όχι με την απεγνωσμένη ερμηνεία του παράλογου διά της λογικής, αλλά με την ανάλυση, την ερμηνεία της νέας κατάστασης και τελικώς με την αποδοχή και την ενσυναίσθηση. Ο Ροθ, εδώ, μας αποκαλύπτει την υπαρκτή συγγραφική επίδραση που δέχτηκε από έργα όπως Η μεταμόρφωση του Κάφκα αλλά και από το Η μύτη του Γκόγκολ. Εντούτοις αυτή του η επίδραση φαντάζει προσχηματική. Το βιβλίο στερείται της υπαρξιακής έντασης και του βάθους του Γκρέγκορ Σάμσα, που μεταμφιέζεται διά χειρός Κάφκα σε κατσαρίδα, ωστόσο είναι μια προσέγγιση παιγνιώδης και χιουμοριστική από μεριάς του Ροθ πάνω στο στοιχείο της παραδοξότητας. Η σκοτεινή και ανερμήνευτη παραδοξότητα του Κάφκα μεταλλάσσεται στο συγκεκριμένο βιβλίο του Ροθ σ’ ένα φωτεινό αστείο. Ένα αστείο με λυτρωτικές, ωστόσο, συνέπειες για τον ήρωά του αλλά και για τον περίγυρό του.

Άλλο σημείο επίδρασης του έργου του Κάφκα στον Ροθ είναι το στίγμα του ενοχικού. Εύστοχα ο μελετητής (και μεταφραστής) του Ροθ, Ηλίας Μαγκλίνης, επισημαίνει στο επίμετρο του Ανθρώπινου στίγματος (Πόλις, 2003, μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου) πως το στίγμα του ενοχικού που κουβαλούν αρκετοί ήρωες του Ροθ, ανάγεται απευθείας (και πρωτίστως) στον Κάφκα. Ως παραδείγματα, μάλιστα, ακραίων ενοχικών ηρώων του Ροθ αναφέρει τον Μίκι Σάμπαθ (Το θέατρο του Σάμπαθ, Πόλις, 2013, μτφρ. Ανδρέας Βαχλιώτης), που όταν κάνει έρωτα, δέχεται επισκέψεις απ’ το φάντασμα της νεκρής μάνας του, αλλά και τον Εβραίο Πόρτνοϊ (Το σύνδρομο Πόρτνοϊ, Πόλις, 2008, μτφρ. Αλέξανδρος Κυριακίδης), που νιώθει ενοχικά απέναντι στη μητέρα του, μετά το σεξ με χριστιανές, «σίκσα» κατά την εβραϊκή ορολογία. Ανάλογα ενοχικά συναισθήματα παιδιών προς τους γονείς τους θα συναντήσουμε και στην Μπρέντα Πάτιμκιν (Αντίο Κολόμπους) αλλά και στον Ζούκερμαν-Τάρνοπολ, που η κακή συναισθηματική κατάσταση των γονιών του για τον ολέθριο γάμο του επιστρέφει ακέραια και στον ίδιον (Η ζωή μου ως άντρα). Σκέφτομαι πως και πολλοί ακόμη τραγικοί ήρωες του Ροθ, που ήρθαν στη ζωή τους αντιμέτωποι με την «αυτοκρατορία του απρόοπτου», ανάγονται απευθείας στο τραγικό στοιχείο της γραφής (και γραμμής) Κάφκα. Ο Σιμούρ Λιβόβ (Αμερικανικό ειδύλλιο), ο Μάρκους Μέσνερ (Αγανάκτηση), ο Άιρα Ρίνγκολντ (Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή) και ο Μπάκυ Κάντορ (Νέμεσις) είναι δομημένοι και σφυρηλατημένοι με καφκικού τύπου σκοτεινή ύλη. Στην περίπτωση, μάλιστα, των τεσσάρων παραπάνω προσώπων δεν υπάρχει φίλτρο (και περιθώρια) διακωμώδησης, ειρωνείας ή βιτριολικού χιούμορ (περίπτωση Σάμπαθ και Πόρτνοϊ) για να μιλήσουμε για συνειδητή μετεξέλιξη από το τραγικό προς το ιλαροτραγικό ή προς το κωμικό. Ο Λιβόβ, ο Μέσνερ, ο Ρίνγκολντ και ο Κάνταρ είναι ατόφια τραγικοί, καφκικού τύπου ήρωες, που δεν σηκώνουν εκ μέρους του Ροθ διακωμώδηση ή χιούμορ, ούτε στο ελάχιστο.

Τέλος, για να αναλύσουμε περαιτέρω την καφκική επίδραση στο λογοτεχνικό έργο του Ροθ, χρειάζεται νομίζω μια αναφορά και στο πατρικό πρότυπο, που ο Ροθ ξεδιπλώνει κι αναπτύσσει σε πολλά του βιβλία. Κατά κύριο λόγο στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο Πατρική κληρονομιά (Πόλις, 2012, μτφρ. Τάκης Κιρκής) και δευτερευόντως σε πολλά άλλα βιβλία του (Ζούκερμαν Δεσμώτης, Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής, Αγανάκτηση κ. ά.). Εδώ, το πατρικό πρότυπο παρουσιάζεται αρχέγονο, αυστηρό, ιδιότροπο, απόλυτο, εμμονικό, οριακά χειριστικό μέσα στην οικογένεια, κι απέναντί του έχει, σχεδόν πάντα, έναν γιο επιφυλακτικό, υπομονετικό, ανεκτικό, αναποφάσιστο, συχνά φοβικό κι ενοχικό, στοιχεία που παραπέμπουν ευθέως στην πεζογραφία του Κάφκα. Ακόμα κι αν οι πατεράδες των βιβλίων του Ροθ δεν τιμωρούν και δεν οδηγούν στη παράνοια ή στην αυτοκτονία τα παιδιά τους, όπως συμβαίνει στο έργο του Κάφκα.

 

 

Αναφορές στον Κάφκα μέσα από βιβλία του Φίλιπ Ροθ

 

Εκτενείς αναφορές στον Κάφκα εντόπισα σε 5 λογοτεχνικά βιβλία του Ροθ. Τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνουν οι περίπου 33 συνολικά σελίδες τού Ο καθηγητής του πόθου (Πόλις, 2006, μτφρ. Νίκος Παναγιωτόπουλος), που αφορούν αποκλειστικά τον Κάφκα. Ο καθηγητής Κέπες (που πρωταγωνιστεί και στο Βυζί), που μελετά και διδάσκει τον Κάφκα στους φοιτητές του (όρα Ροθ), επισκέπτεται την Πράγα όταν έχει καταπνιγεί η «Άνοιξη της Πράγας» κι όταν έχει, ήδη, ολοκληρωθεί η σοβιετική εισβολή. Ταξιδεύει για να αποτίσει φόρο τιμής στον αγαπημένο του Κάφκα κι όχι τόσο για να κριτικάρει ή να σχολιάσει το πολιτικό καθεστώς της, τότε, Τσεχοσλοβακίας. Γράφει ο Ροθ (σ. 209): «Από τότε που οι Ρώσοι κατέλαβαν την Τσεχοσλοβακία, ο Κάφκα είναι ένας παράνομος συγγραφέας, ο παράνομος συγγραφέας». Ο Κέπες ηρεμεί από τον ολοκληρωτικό εφιάλτη της Πράγας μόνο όταν επισκέπτεται τον τάφο του Κάφκα. Λυτρώνεται μ’ αυτήν του την επίσκεψη, όπως λυτρώνεται κάποιος από μια παλιά ερωτική σχέση. Αυτή η επίσκεψη στον τάφο του αγαπημένου του συγγραφέα, παρότι υπονοείται από τον συγγραφέα πως το όνομα του Κάφκα εμπορευματοποιήθηκε ακόμη και από τους υποστηρικτές της κομμουνιστικής ιδεολογίας, του δίνει το κίνητρο και την ώθηση να συνειδητοποιήσει, στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος, το οδυνηρό τέλος της ερωτικής του σχέσης με την Κλερ. Ο Κάφκα, δηλαδή, γίνεται καταλύτης για την αυτογνωσία του ήρωα-αφηγητή. Επιπροσθέτως, η μορφή και η ψυχή του Εβραίου Κάφκα (η καρδιά της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, θα τολμούσα να πω) συνηγόρησε τα μέγιστα στην εκ θεμελίων μεταμόρφωση του Ροθ απέναντι στους ομοθρήσκους του, σε σχέση με το Το σύνδρομο Πόρτνοϊ, όπου ο είρωνας και καυστικός Πόρτνοϊ βρίσκεται στον αντίποδα τού ευσεβή, παραδοσιακού Εβραίου Ροθ-Κέπες τού Καθηγητή του πόθου. Εν κατακλείδι, ο Κάφκα και το ταξίδι τού Ροθ-Κέπες στην Πράγα είναι το αλατοπίπερο που νοστιμίζει και αναδεικνύει σε σημαντικό το εν λόγω μυθιστόρημα.

Στις σσ. 211-212 του μυθιστορήματος Ο καθηγητής του πόθου γράφει ο Ροθ:

«Τάφοι αμέτρητοι, αλλά μονάχα εκείνος του Κάφκα μοιάζει φροντισμένος. Οι άλλοι νεκροί μοιάζει να μην έχουν επιζώντες εδώ γύρω να ξεχορταριάσουν τους τάφους τους και να κόψουν τον κισσό που αγκαλιάζει τα κλαριά των δέντρων, σχηματίζοντας μια πυκνή κρεβατίνα που συνδέει το μνήμα τού ενός αφανισμένου εβραίου με το διπλανό του. Μονάχα ο άκληρος εργένης φαίνεται να ’χει ζωντανούς απογόνους. Πού θα ’βρισκε πιο πρόσφορο έδαφος η ειρωνεία, αν όχι στον τάφο του Franze Kafky;».

Στο βιβλίο Το ζώο που ξεψυχά (Πόλις, 2002, μτφρ. Γιώργος Τσακνιάς) ο καθηγητής Κέπες προσεγγίζει ερωτικά την Κονσουέλα, την εικοσιτετράχρονη φοιτήτριά του που θα φέρει τα πάνω κάτω στην ερωτική του ζωή, αφήνοντάς την να πιάσει στα χέρια της ένα χειρόγραφο του Κάφκα. Λίγο μετά τη γνωριμία τους, η Κονσουέλα στέλνει σημείωμα στον καθηγητή και του γράφει, μεταξύ άλλων (σ.25):

«Ήταν πολύ ωραία που με καλέσατε στο πάρτι, που είδα το υπέροχο διαμέρισμά σας, την εκπληκτική βιβλιοθήκη σας, που κράτησα στα χέρια μου το χειρόγραφο του ίδιου του Φραντς Κάφκα…»

Στο βιβλίο Ο συγγραφέας φάντασμα (σσ.167-168) ο Νέιθαν Ζούκερμαν (άλλο προσωπείο του Ροθ) σκέφτεται για την Έιμυ Μπέλετ, που σχετίζεται με τον συγγραφέα Λόνοφ, στο σπίτι του οποίου ο ίδιος διαμένει:

«…Είναι σαν μια παθιασμένη μικρότερη αδελφή του Κάφκα, σαν τη χαμένη του κορούλα – υπάρχει συγγένεια ακόμη και στο πρόσωπο. Νομίζω. Τα πατάρια και οι ντουλάπες του Κάφκα, οι κρυμμένες σοφίτες όπου αποδίδονται τα κατηγορητήρια, οι συγκαλυμμένες πόρτες – καθετί που εκείνος είχε ονειρευτεί στην Πράγα ήταν για εκείνη πραγματικότητα, αληθινή ζωή στο Άμστερνταμ. Αυτά που εκείνος επινόησε, εκείνη τα υπέστη. Θυμάστε την πρώτη πρόταση από τη Δίκη; Μιλούσαμε γι’ αυτήν χθες βράδυ, ο κ. Λόνοφ κι εγώ. Θα μπορούσε να είναι το επίγραμμα του βιβλίου της. “Κάποιος πρέπει να είχε διαβάλει την Άννα Φ., διότι ένα πρωί, χωρίς να έχει κάνει τίποτα το επιλήψιμο, βρέθηκε υπό κράτηση”».

Στο Μάθημα ανατομίας (σ. 543) γράφει ο Ροθ:

«Η Νταϊάνα είναι εξυπνότερη, η Τζένη είναι καλλιτέχνις, η Γιάγκα στ’ αλήθεια υποφέρει. Και με την Γκλόρια αισθάνομαι στην κυριολεξία σαν τον Γκρέγκορ Σάμσα να περιμένει όρθιος κάτω απ’ το ντουλάπι της κουζίνας να του δώσει η αδελφή του το μπολ με την άνοστη σούπα».

Τέλος, πολλές αναφορές στο όνομα του Κάφκα και της Πράγας έχουμε και στο Το όργιο της Πράγας, κυρίως διά στόματος της Όλγκας, μιας παρακμιακής   Τσέχας καλλιτέχνιδας, από την οποία ο Νέιθαν Ζούκερμαν φιλοδοξεί να πάρει πίσω το βιβλίο του πρώην άντρα της, που ήταν γραμμένο στα γίντις, στη γλώσσα, δηλαδή, των Εβραίων της Κεντρικής Ευρώπης. Αντιγράφω ενδεικτικά από τη σ. 696. Μιλά ο Ζντένεκ Σισόφσκι:

«Η αίσθηση που είχε ο Κάφκα, αν μου επιτρέπεται, ότι δεν είχε πατρίδα ήταν ένα τίποτα μπροστά σε ό,τι ένιωθε ο πατέρας μου. Ο Κάφκα είχε τουλάχιστον τον δέκατο ένατο αιώνα μες στο αίμα του – όλοι οι Εβραίοι της Πράγας τον είχαν. Ο Κάφκα ανήκε στη λογοτεχνία, αν μη τι άλλο. Ο πατέρας μου δεν ανήκε πουθενά».

Τα τρία παραπάνω βιβλία του Ροθ (Ο συγγραφέας-φάντασμα, Μάθημα ανατομίας και Το όργιο της Πράγας) μαζί με το Ζούκερμαν λυόμενος, συναποτελούν τον Ζούκερμαν δεσμώτη (τριλογία και επίλογος) [Πόλις, 2004, μτφρ. Σπύρος Βρετός]. Το Όργιο της Πράγας, σ’ αυτό το βιβλίο, ενέχει θέση επιλόγου.

Φαίνεται πάντως πως η εμμονή του Ροθ με τον Κάφκα γιγαντώθηκε την περίοδο που χρησιμοποιούσε ο ίδιος το προσωπείο του καθηγητή Κέπες (Το βυζί, Ο καθηγητής του πόθου και Το ζώο που ξεψυχά). Ίσως γιατί αυτό του το προσωπείο ταυτίστηκε περισσότερο με την ακαδημαϊκή καριέρα του στο πανεπιστήμιο, όπου ο ίδιος δίδασκε τον Κάφκα στους φοιτητές του, αλλά και με την εποχή που έγραφε τα δοκίμιά του για τον Κάφκα.

 

 

Αναφορές στον Κάφκα μέσα από δοκίμια του Ροθ

 

Ο Ροθ σε συνέντευξή του του 1969 στον Τζωρτζ Πλίμπτον αναφορικά με το Σύνδρομο Πόρτνοϊ (Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους, δοκίμια, Πόλις, 2014, μτφρ. Κατερίνα Σχινά) μας πληροφορεί πως το χρονικό διάστημα που εκκολαπτόταν το παραπάνω βιβλίο στο μυαλό του, δίδασκε Κάφκα κάθε εβδομάδα στο πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας. Αναφέρει πως «μόνο όταν συνέλαβα την ενοχή ως κωμική ιδέα, άρχισα να αισθάνομαι ότι είχα απελευθερωθεί για τα καλά από το τελευταίο μου βιβλίο και από τις παλιές μέριμνες» (σ. 37)

Σε άλλη, πάλι, συνέντευξή του αναφορικά με το Βυζί, αντιπαραβάλει τον τρόπο γραφής της νουβέλας του μ’ εκείνον της Μεταμόρφωσης, λέγοντας πως ενώ ο Κάφκα μάς λέει από την πρώτη σελίδα του βιβλίου του πως «δεν είναι όνειρο», ο ίδιος προχωρεί μέσα από το Βυζί «μέσα από την προσπάθεια ν’ αντιμετωπίσει τις αντιρρήσεις και τις επιφυλάξεις που ενδέχεται να προβάλει ένας σκεπτικιστής αναγνώστης στο κλίμα του φανταστικού, το οποίο έχω δημιουργήσει» (σ. 87). Άλλωστε, κατά Ροθ: «Η διαύγεια της Μεταμόρφωσης είναι το στοιχείο εκείνο που της προσδίνει τη δύναμή της. Η στρατηγική (και η ευφυΐα) του Κάφκα είναι ότι αντιστέκεται στην ερμηνεία, ακόμη και της υψηλότερης τάξης, την ίδια ακριβώς στιγμή που την προκαλεί. Οποιοδήποτε διανοητικό εργαλείο και αν χρησιμοποιήσεις για να προσεγγίσεις την ιστορία του Κάφκα, ποτέ δεν επαρκεί για να εξηγήσει τη γοητεία της» (σ. 88). Σκέψεις και απόψεις του Ροθ, που ωστόσο δεν τον απέτρεψαν από το να γίνει διδακτικός και κάπως ηθικολόγος στις τελευταίες σελίδες του Βυζιού.

Τέλος, δύο δοκίμια του Ροθ, που περιέχονται στο ίδιο βιβλίο (Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους) περιστρέφονται, το πρώτο εμμέσως, το δεύτερο σχεδόν αποκλειστικά, γύρω από το πρόσωπο και το έργο του Κάφκα.

Το πρώτο, που τιτλοφορείται «Ο δικός μας Πύργος», υπαγορεύτηκε από την ανακοίνωση του προέδρου Φορντ (8/9/1974) ότι παρέχει ανεπιφύλακτα συγγνώμη στον προκάτοχό του (Νίξον) για οποιοδήποτε αδίκημα ενδεχομένως είχε διαπράξει όταν ήταν πρόεδρος των Η.Π.Α. Ο Ροθ θεώρησε αυτήν την απόφαση του προέδρου Φορντ εξωφρενική κι ακατανόητη. Γράφει: «Βρισκόμαστε μέσα σε κάτι που θυμίζει τον κόσμο του καφκικού Πύργου» (σ. 301). Ενώ παρακάτω αναφωνεί σαρκαστικά: «Κάφκα! Διατί να μη ζείτε σήμερον! Ο Λευκός Οίκος έχει άμεσον χρείαν νέου Γενικού Γραμματέως Τύπου και Πληροφοριών» (σ. 303). Γενικά το δοκίμιο αυτό του Ροθ παίζει με την, τότε, ιλαρή πολιτική πραγματικότητα των Η.Π.Α., παραλληλίζοντας την με τη Δίκη και τον Πύργο του Κάφκα, αναδεικνύοντας, έτσι, τον γελοίο αλλά και σκοτεινό χαρακτήρα της πολιτικής εξουσίας. Ποιος να γνωρίζει τι θα σκεφτόταν και τι θα έγραφε σήμερα ο Ροθ για τη δεύτερη θητεία του προέδρου Τραμπ και για τη φιέστα της ορκωμοσίας του, που, λόγω θανάτου, δεν είχε την «τύχη» να τα απολαύσει;

Το δεύτερο δοκίμιο έχει έκταση περίπου 30 σελίδων, τιτλοφορείται «Ήθελα πάντα να θαυμάζετε τη νηστεία μου ή Μια ματιά στον Κάφκα», γράφτηκε το 1973 για τους φοιτητές Αγγλικής Λογοτεχνίας, τάξη 275, στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνιας και μπορεί να σταθεί και ως εκτενές διήγημα, κομματιασμένο σε δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος αυτού του δοκιμίου έχουμε μια γλαφυρή, διά στόματος Ροθ, αναπαράσταση της ζωής, των ερώτων και του έργου του Κάφκα. Ξεχωρίζει η εκπληκτική περιγραφή των χαρακτηριστικών του προσώπου του Κάφκα, όπως είναι διατυπωμένη στην πρώτη παράγραφο της σ. 367. Στο δεύτερο μέρος ο Ροθ φαντάζεται τον Κάφκα, εν έτει 1942, να μην έχει πεθάνει, να είναι πενήντα εννέα ετών και να τον έχει δάσκαλο στο Νιούαρκ. Οι συμμαθητές του θα του είχαν βγάλει κάποιο αστείο παρατσούκλι, όπως για παράδειγμα δρ. Κίσκα, που, στα εβραϊκά, σημαίνει «εντόσθια». Ο πρόσφυγας καθηγητής θα συγχρωτιζόταν με τα παιδιά του σχολείου και θα γνώριζε την οικογένεια Ροθ. Μυθοπλαστικό εύρημα, συναφές με την παραδοξότητα της ζωής και με το έργο του Κάφκα, γραμμένο με την τεχνική του «what if….», που ο Ροθ χρησιμοποίησε σε κάποια του κείμενα αλλά και σε ολόκληρα βιβλία του (Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής).

 

 

Συμπερασματικά

 

Ο μεγάλος Αμερικανός κριτικός λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ (1930-2019), στο σύγγραμμά του Πώς και γιατί διαβάζουμε (Τυπωθήτω, 2004, μτφρ. Κατερίνα Ταβαρτζόγλου) συγκαταλέγει τον Ροθ (μαζί με τον Κόρμαν Μακάρθυ) στους σαιξπηρικούς μυθιστοριογράφους που πλάθουν χαρακτήρες που αλλάζουν (σ. 207). Ο χαρακτηρισμός «σαιξπηρικός μυθιστοριογράφος» θεωρείται τίτλος τιμής για κάθε συγγραφέα, αν συνυπολογίσουμε πως ο Μπλουμ θεωρεί τον Σαίξπηρ μεταξύ των βασικών θεμελιωτών αυτού που ο ίδιος είχε ορίσει ως Δυτικό Κανόνα – ίσως τον σημαντικότερο. Θα τολμούσα να προσθέσω για την περίπτωση του Ροθ και τον χαρακτηρισμό «καφκικός μυθιστοριογράφος», δίχως αυτό να αναιρεί ή να αποδυναμώνει την αναφορά και την εκτίμηση του Μπλουμ, ακόμα κι αν ο ίδιος ο Ροθ θεωρούσε όλα τα φραστικά δίπολα με τη λέξη «καφκικός» ως φιλολογικά κλισέ. Ίσως, πάντως, αυτό το «κλισέ», λειτουργώντας συμπληρωματικά, να προσδιορίζει ακριβέστερα και να εμπλουτίζει τα συστατικά γραφής του Αμερικανού συγγραφέα, αλλά και τις εμμονές που ο τελευταίος είχε αναφορικά με τη ζωή και τα «αλλόκοτα» γεγονότα των βιβλίων του Τσέχου συγγραφέα.

 

Παναγιώτης Γούτας

 

 

Βιβλιογραφία

 

 

Φίλιπ Ροθ, Ζούκερμαν Δεσμώτης (τριλογία και επίλογος), μυθιστόρημα, μτφρ. Σπύρος Βρετός, Πόλις, 2004

Φίλιπ Ροθ, Το βυζί, γράμματα, μτφρ. Αλεξάνδρα Κοντού, 1984

Φίλιπ Ροθ, Ο καθηγητής του πόθου, μυθιστόρημα, μτφρ. Νίκος Παναγιωτόπουλος, Πόλις, 2006

Φίλιπ Ροθ, Πατρική κληρονομιά (μια αληθινή ιστορία), μτφρ. Τάκης Κιρκής, Πόλις, 2012

Φίλιπ Ροθ, Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους, δοκίμια, μτφρ.-σημειώσεις Κατερίνα Σχινά, Πόλις, 2014

Ηλίας Μαγκλίνης, «Ο Φίλιπ Ροθ και το στίγμα του περιπλανώμενου Ιουδαίου», επίμετρο στο Το ανθρώπινο στίγμα, σσ. 457-491 του βιβλίου

Harold Bloom, Πώς και γιατί διαβάζουμε, μτφρ. Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, Τυπωθήτω, 2004

Παναγιώτης Γούτας, Κήπος βιβλίων-Διαβάζοντας Θεσσαλονικείς και Αμερικανούς πεζογράφους, δοκίμια, Νησίδες, 2023

 

(δημοσιεύτηκε στην book press στις 7 Φεβρουαρίου 2025· μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο και στον ηλεκτρονικό σύνδεσμο https://bookpress.gr/stiles/eponimos/22140-frants-kafka-o-daskalos-tou-filip-roth )


Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης








«ΚΑΙ ΤΙ ΔΕΝ ΚΑΝΑΤΕ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΘΑΨΕΤΕ…

ΟΜΩΣ ΞΕΧΑΣΑΤΕ ΠΩΣ ΗΜΟΥΝ ΣΠΟΡΟΣ»

 

֎

 

 

(Το ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ3 για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, στο 27ο Φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης)

 







Εχτές, 11 Μαρτίου, στο πλαίσιο του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ3 για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο «Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε… όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος», σε σενάριο και σκηνοθεσία της Βούλας Κωστάκη. Η ταινία προβλήθηκε στο πλαίσιο της ενότητας «Ανοιχτοί Ορίζοντες», στην Αποθήκη Δ΄ στο Λιμάνι, στην αίθουσα «Φρίντα Λιάππα».

Το ντοκιμαντέρ παρουσίασε την περιπλάνηση του ποιητή στη Θεσσαλονίκη, φωτίζοντας τη σχέση του με την πόλη και τον διαρκή απόηχο του έργου του στη νέα γενιά. Αν μη τι άλλο, η ταινία πέτυχε στα παρακάτω: Μίλησε για τον εμβληματικό ποιητή της πόλης δίχως να δείξει το πρόσωπό του ούτε σε ένα πλάνο, ούτε καν με μία φωτογραφία του. Ανέδειξε τη διείσδυση που έχει ο ποιητής στα νέα παιδιά, σε εφήβους και φοιτητές, αλλά και σε μερίδα εικαστικών καλλιτεχνών, που εμπνεόμενοι από στίχους ή ποιήματά του, δημιούργησαν ζωγραφικούς πίνακες ή εικαστικά θέματα. Παράλληλα έκανε γνωστό μέρος του έργου του, μέσω μελοποιημένων ποιημάτων του από δημιουργούς όπως ο Δημήτρης Νικολούδης και ο Αντρέας Καρακότας. Για την επιθετικότητα και εριστικότητα του ποιητή (κάποιοι έκαναν λόγο για συγκαλυμμένη άμυνα) αλλά και για την τρυφερή πτυχή του χαρακτήρα του μίλησαν οι δύο παραπάνω τραγουδοποιοί, αλλά και ο Γάλλος ελληνιστής Μισέλ Βολκοβίτς (μεταφραστής του Χριστιανόπουλου), όπως και άλλα πρόσωπα που συμμετείχαν στο ντοκιμαντέρ. Το ντοκιμαντέρ ξεκίνησε από μια ιδέα του εκδότη και λογοτέχνη της πόλης Γιώργου Κορδομενίδη, που έδωσε το ερέθισμα στην σκηνοθέτιδα να εξετάσει το γκελ που έχει ο ποιητής στους εφήβους και στη νέα γενιά. Πρωταγωνιστικό ρόλο στο ντοκιμαντέρ είχε ο ηθοποιός του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας Κώστας Σάντας, που ενσάρκωσε τον ποιητή, κυρίως τον βηματισμό του στην πόλη, δίχως να δούμε σε κάποιο πλάνο το πρόσωπό του. Ο Χριστιανόπουλος, κάποτε, έλεγε πως το να σε θυμούνται δύο γενιές μετά τον θάνατό σου είναι επιτυχία, τρεις γενιές είναι θρίαμβος. Η απήχηση που έχει το έργο του στα νέα παιδιά, φαίνεται, πως αν όχι τον θρίαμβο, θα γευτεί οπωσδήποτε στο μέλλον αυτήν την επιτυχία.

Για την ιστορία, ας αναφερθούν οι συντελεστές αυτού του ντοκιμαντέρ: Τη διεύθυνση παραγωγής ανέλαβε ο Δημήτρης Φράστανλης, ενώ την εικονοληψία επιμελήθηκαν οι Κώστας Σιδηρόπουλος και Ανδρέας Κοτσίρης. Η ηχοληψία πραγματοποιήθηκε από τον Ιωάννη Τσιτιρίδη, το μοντάζ έγινε από τη Σοφία Μπαμπάμη και τα γραφικά σχεδιάστηκαν από την Έλενα Κανακίδου. Μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ, ακολούθησε μουσική εκδήλωση στην Αποθήκη Γ΄ στο Λιμάνι. Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, ο μουσικός παραγωγός του 95,8fm της ΕΡΤ3, Γιάννης Σημαντήρας, παρουσίασε μια επιλογή από μουσικά θέματα, τα οποία εναλλάσσονταν με απαγγελίες ποιημάτων του Ντίνου Χριστιανόπουλου από ηθοποιούς του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Παράλληλα, ερμηνεύτηκαν γνωστά τραγούδια, όπως η «Εγνατία», το «Ενός λεπτού σιγή», ο «Βαρδάρης», το «Καραμπουρνάκι» και άλλα, από τους Δημήτρη Νικολούδη, Ανδρέα Καρακότα και Παναγιώτη Καραδημήτρη, με τη συνοδεία του Σάκη Λάιου στο πιάνο. Στην εκδήλωση συμμετείχαν και ηθοποιοί του Κ.Θ.Β.Ε.

 

                                                                            Π. Γ.





 



Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Δωδέκατος παίκτης-Ο Grealish και η τριχόπτωση

 



 

ΔΩΔΕΚΑΤΟΣ ΠΑΙΚΤΗΣ

 

֎ 

 




 




Ο GREALISH ΚΑΙ Η ΤΡΙΧΟΠΤΩΣΗ

 

 

 

 

Κατηφόριζε την 25η Μαρτίου με απώτερο στόχο ένα κούρεμα. Του είχε καρφωθεί η ιδέα πως, επειδή το τελευταίο διάστημα εμφάνισε έντονη τριχόπτωση, θα έπρεπε απαραιτήτως να κόψει κοντά τα μαλλιά του για να δυναμώσουν οι τρίχες. Εκατό μέτρα από το παλιό κουρείο του κυρ Νίκου –εκεί που κουρευόταν παιδάκι– είδε πως άνοιξε μοντέρνο κουρείο για άντρες. Μέσα κούρευε ένα σχετικά νέο, συμπαθητικό παιδί. Σκέφτηκε να δοκίμαζε το χέρι του νεαρού, την τέχνη του νεοφερμένου στη γειτονιά κομμωτή, και να ξέφευγε προσωρινά από τα κομμωτήρια με τις απρόσεκτες και βιαστικές κομμώτριες, που, χρόνια τώρα, αυτοσχεδίαζαν επί της κεφαλής του με μέτρια έως απελπιστικά αποτελέσματα.

Κάθισε στην καρέκλα του κομμωτή –στα παιδικά του χρόνια αυτή η καρέκλα ισοδυναμούσε με ηλεκτρική καρέκλα καταδίκων στο Γκουαντάναμο– και επόπτευσε μέσα από το διπλό τζάμι τα νώτα του. Στον πίσω τοίχο του κουρείου φωτογραφίες συγκροτημάτων της ροκ μουσικής του ’80, οι Beatles στο πασίγνωστο εξώφυλλο του δίσκου τους να περνούν μία διάβαση πεζών, λάβαρα και κασκόλ ομάδων του αγγλικού πρωταθλήματος, αλλά και μπρελόκ και κούπες καφέ με αθλητικά σύμβολα και μικροαντικείμενα σχετικά με το ποδόσφαιρο. Είχες την αίσθηση πως βρισκόσουν σε βρετανικό αθλητικό μουσείο, μία αίσθηση που την επέτεινε ένας κατακόκκινος, βρετανικού τύπου τηλεφωνικός θάλαμος, που ο κομμωτής τον είχε διαμορφώσει ως χώρο αποθήκευσης σιντί, δίσκων βινυλίου, αθλητικών περιοδικών και εφημερίδων. Κεντράροντας το βλέμμα του σ’ ένα μαξιλαράκι γηπέδου στα χρώματα της Μάντσεστερ Σίτυ –ομάδα που προφανώς υποστήριζε ο κομμωτής– του ήρθε αστραπιαία στον νου το ένδοξο παρελθόν του. Τότε που, έφηβος, κλωτσούσε επιδέξια την μπάλα σε χωμάτινα συνοικιακά γήπεδα ως αμυντικός χαφ ερασιτεχνικής ομάδας του Χαριλάου. Ήταν αριστεροπόδαρος, τεχνίτης, με μακρινή μεταβίβαση ακριβείας, όμως δεν άντεχε στα σκληρά μαρκαρίσματα κι οι αντοχές του εξαντλούνταν στις αρχές του δευτέρου ημιχρόνου. Τότε ο προπονητής του τον αντικαθιστούσε με κάποιον πιο σκληροτράχηλο και τσαμπουκαλεμένο παίκτη. Του είχαν βγάλει και παρατσούκλι οι φίλαθλοι του Χαριλάου: Ο πιτσιρίκος. Τώρα τα χρόνια περάσανε, τα άγχη της ζωής τον έχουν καταβάλει, τα μαλλιά του έχουν αρχίσει να πέφτουν και τα δύο του πόδια, αριστερό και δεξί, τα έχει μόνο για να διανύει τα, υποχρεωτικά κατά σύσταση του καρδιολόγου του, καθημερινά πέντε χιλιόμετρα, για να διατηρείται σε ανεκτά επίπεδα η αρτηριακή του πίεση και η κατάσταση των αγγείων του.

—Πώς θέλετε να τα πάρουμε; ρώτησε ο κομμωτής, ένα ευγενικό παιδί, που ήταν διατεθειμένο να εξαντλήσει όλο το ταλέντο του πάνω στις ήδη αραιωμένες τρίχες του, προκειμένου να τον κερδίσει ως πελάτη.

—Αφήστε περισσότερα μαλλιά επάνω και μπροστά, και αραιώστε σβέρκο και κροτάφους, έδωσε κάπως ανόρεχτα την εντολή.

—Ωραία, θα τα φτιάξουμε έτσι, όπως σας αρέσει…

Αντικρίζοντας, στο βάθος, μέσ’ απ’ τον καθρέφτη, τον άσο της Σίτυ Jack Grealish, να χορογραφεί στο γήπεδο με την μπάλα στα πόδια, σ’ ένα ντέρμπι με τη Λίβερπουλ, επικεντρώθηκε στην κόμμωση του ποδοσφαιριστή. Μαλλιά μακριά μπροστά και πάνω, που έχασκαν απότομα δεξιά κι αριστερά, με τη βοήθεια μιας στέκας, σε ξυρισμένους κροτάφους και αυχένα. Αν τυχόν έβγαζε τη στέκα –αυτό το είχε δει να το κάνει, συχνά, ο ποδοσφαιριστής στην τηλεόραση– τα μαλλιά του χύνονταν καταρράχτης προς κάθε κατεύθυνση, ωστόσο γρήγορα επανέφερε τη στέκα στη θέση της για να μην μπαίνουν οι τρίχες στα μάτια του και τον ενοχλούν τη στιγμή του παιχνιδιού.

—Μπορείτε να με κουρέψετε σαν τον Grealish; τόλμησε να ρωτήσει τον κομμωτή, πάντα έχοντας τον ενδόμυχο φόβο μήπως ο τελευταίος τον περάσει για ψώνιο.

—Α, τον Grealish…, γιατί όχι; Βέβαια εσείς δεν έχετε τόσο μακρύ μαλλί, έχετε και λεπτή τρίχα, όμως θα το παλαίψουμε. Θα το ονομάσουμε κούρεμα τύπου Grealish – σύμφωνοι; 

Του έλεγε διάφορα ο κομμωτής κατά τη διάρκεια του κουρέματος. Για τις δύο πιο γελοίες αντρικές κομμώσεις όλων των εποχών, τη «χαίτη» και το «καπελάκι»  – και οι δύο «στέριωσαν» τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 αντίστοιχα. Για το αστείο «κοκοράκι» στα άλλοτε γυναικεία χτενίσματα. Για την πορεία της Σίτυ στο αγγλικό πρωτάθλημα και τη συνεισφορά του Γκουαρδιόλα. Για το πόσο απαραίτητο είναι το κρύο στην υγεία των ανθρώπων. Για τις ιώσεις και τον κορονοϊό. Ότι όταν ο άνθρωπος προγραμματίζει, ο Θεός γελάει… Κι άλλα, κι άλλα πολλά… Εκείνος τον άκουγε, τον άκουγε με προσήλωση, και, ψαλιδιά στην ψαλιδιά, έβλεπε στον καθρέφτη το πρόσωπό του να μεταμορφώνεται.

Βαδίζοντας, μετά το κούρεμα, προς την οδό Δελφών, ένιωσε τη διάθεσή του ανεβασμένη. Η ψυχολογία του στα ύψη. Σταμάτησε σ’ έναν καθρέφτη ενός εμπορικού καταστήματος να δει ξανά το πρόσωπό του. Ναι, ήταν κάτι διαφορετικό αυτό που τόλμησε στα μαλλιά του, κάτι το ξεχωριστό, μια καινοτομία. Η φήμη και ο οίστρος του Άγγλου ποδοσφαιρικού αστέρα ένιωσε να τον πλημμυρίζουν. Κάποια βλέμματα στον δρόμο, ανδρών και γυναικών, τα ένιωσε να πέφτουν πάνω του με θαυμασμό. Το βάδισμά του το αισθάνθηκε να γίνεται πιο γοργό, πιο ανάλαφρο, πιο σβέλτο, σχεδόν αθλητικό. Τώρα και πάσες να του μοίραζαν τα πιτσιρίκια της αυλής, στα διαλείμματα, θα μπορούσε να ανταποκριθεί με ευκολία. Μέχρι και σαραντάρες μπαλιές ακριβείας θα μπορούσε να επιχειρήσει στην αλάνα, στον πάρκινγκ των αυτοκινήτων γονιών και συναδέλφων, έξω από το εργασιακό του χώρο, σε φανταστικούς συμπαίκτες.

Όταν το ίδιο βράδυ λούστηκε, διέκρινε στον καθρέφτη του μπάνιου, τις ατέλειες του πρωινού κουρέματος. Οι φαβορίτες του είχαν κοπεί άνισα και εμφανώς ανομοιόμορφα. Ένας θάμνος από τρίχες είχε ξεχαστεί πίσω από το αριστερό του αυτί. Το πλαϊνό «σβήσιμο» των μαλλιών δεν ήταν και τόσο πετυχημένο. Συν τοις άλλοις είχε αποκαλυφθεί το πάλλευκο των κροτάφων του. Με τα αραιωμένα λόγω της τριχόπτωσης μαλλιά του, η υπερυψωμένη και ατίθαση κορυφή του τον έκανε να θυμίζει όχι τον ταλαντούχο μεσοεπιθετικό Jack Grealish, αλλά αξιοθρήνητο τσαλαπετεινό.

Απελπισμένος στέγνωσε με το πιστολάκι τα εναπομείναντα μαλλιά του. Έβαλε λοσιόν για την τριχόπτωση και έκανε γερό μασάζ στις ρίζες. Ύστερα πάτησε το κουμπί της τηλεόρασης για να παρακολουθήσει στο συνδρομητικό κανάλι το ντέρμπι της Σίτυ με την Άρσεναλ, στο Etihad Stadium. Τη στιγμή εκείνη ο Grealish, βάζοντας και βγάζοντας τη στέκα στο κεφάλι του κι ανεμίζοντας με ναρκισσισμό τα μακριά, στιλπνά, κατάμαυρα μαλλιά του, ετοιμαζόταν να εκτελέσει ένα φάουλ σε επικίνδυνο σημείο, που είχε κερδίσει η ομάδα του. Πήρε φόρα, σούταρε δυνατά, το χτύπημά του όμως ήταν απελπιστικά άστοχο, προξενώντας έντονη δυσφορία σε συμπαίκτες και φιλάθλους.

—Τους γεμίζουν με χρυσάφι τις τσέπες κι αυτοί, οι άχρηστοι, σημαδεύουν στα περιστέρια! ξεστόμισε δικαιωμένος, ενώ η γυναίκα του, που, παραδίπλα, διάβαζε ένα βιβλίο, διακρίνοντας στα λόγια του έναν ανεξήγητο για την περίσταση εκνευρισμό, του έριξε δυο ήρεμες, προστατευτικές ματιές, προτού συνεχίσει την ανάγνωσή της.

 

 (2023)

 

 

(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΘΕΥΘ, τεύχ. 19, τον Ιούνιο του 2024)


Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Ιφιγένεια εν Αυλίδι

 



 

                   [ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΑΥΛΙΔΙ]

 

֎

 

 



Η τραγική είδηση του δυστυχήματος με βρήκε στο ξενοδοχείο της Σόφιας ν’ αποστηθίζω τον καινούριο μου ρόλο. Είχα συνέλθει για τα καλά από την περιπέτεια της υγείας μου, η Βασιλική ήταν για μένα παρελθόν παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειές της για επανασύνδεση, και είχα πέσει με τα μούτρα στις τελευταίες λεπτομέρειες του νέου θεατρικού. Στο Ιφιγένεια –σκέτο, δίχως τοπωνύμια και τοπικούς προσδιορισμούς– που θα ανεβάζαμε στο θεατράκι μας σε λίγες μέρες, εγώ θα υποδυόμουν τον Αγαμέμνονα σε μία μεταμοντέρνα (και κάπως παράδοξη, για να είμαι ειλικρινής) εκδοχή της γνωστής τραγωδίας του Ευριπίδη. Επί σκηνής, εκτός από την παρουσία μου, θα υπήρχε μία αλλόφρων, ξεμαλλιασμένη Κλυταιμνήστρα, η Ιφιγένεια φυσικά, ο αδελφός μου Μενέλαος ντυμένος στα τζιν, ο Αχιλλέας κοντοκουρεμένος με φωσφορούχες περικνημίδες και ο μάντης Κάλχας – όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα, θεοί, θνητοί, αγγελιοφόροι και χορός θα έδιναν το παρών μόνο ηχητικά, κάποιοι εξ αυτών και οπτικά, μέσω γιγαντοοθόνης, αφού οι χορηγοί μας δεν αντέχουν να αποζημιώνουν οικονομικά πολυμελείς θιάσους.

Όταν το πρωί εκείνης της μέρας άκουσα την είδηση σε κανάλι του CNN για τη σύγκρουση των δύο τρένων έξω από τα Τέμπη, κοκάλωσα. Το δυστύχημα είχε γίνει γύρω στα μεσάνυχτα της προηγούμενης ημέρας. Δύο τρένα πάνω στις ίδιες ράγες, σε δύο παράλογες τυφλές διαδρομές, δίχως σωστό σχέδιο πορείας και μετακινήσεων, δίχως επιτήρηση, δίχως τίποτα, συγκρούστηκαν μετωπικά στέλνοντας στον θάνατο δεκάδες ανυποψίαστους επιβάτες – νέους στην πλειονότητά τους, παιδιά μεταξύ είκοσι και είκοσι πέντε ετών, που επέστρεφαν από την αργία της Καθαράς Δευτέρας στο πανεπιστήμιο και στις σπουδές τους. Ήταν αδύνατο να παρατείνω τη διαμονή μου στη Σόφια, ενώ στην πατρίδα μου είχε συμβεί αυτή η τραγωδία. Μάζεψα, άρον άρον, τα ρούχα μου, πλήρωσα το ξενοδοχείο και κατευθύνθηκα στον σταθμό των λεωφορείων. Έπρεπε να επιστρέψω οπωσδήποτε στην πόλη μου. Το αίμα των αθώων νέων με κατεύθυνε, με πρόσταζε να επιστρέψω.

 

 

Κι όταν, απελπισμένοι, καταφύγαμε στον Κάλχα, εκείνος είπε πως πρέπει ν’ αφανίσουμε τα σπλάχνα μου: την κόρη μου, την Ιφιγένεια, να προσφέρουμε θυσία στην Άρτεμη, πολιούχο της Αυλίδας, αν θέλουμε να φύγουμε από δω και να ερειπώσουμε τα μέρη της Φρυγίας. Και μόλις το άκουσα αυτό, είπα στον Ταλθύβιο να κραυγάσει πως διαλύω το στράτευμα, γιατί δεν πρόκειται ποτέ να σκοτώσω το παιδί μου. Αλλά ο αδελφός μου με άρπαξε στα λόγια και μ’ έπεισε, μ’ ανάγκασε να κάνω το κακό.

 

 

Το κακό έγινε εν ριπή οφθαλμού, ακαριαία. Έχω αφήσει κατά μέρος τον ρόλο μου και έχω καθηλωθεί στο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Στη δημοσιογραφική κάλυψη του αποτρόπαιου συμβάντος. Οι εικόνες καθηλωτικές. Κομμένα μέλη δεξιά αριστερά, μέσα ή έξω από την αμαξοστοιχία, επιτείνουν τη φρίκη αυτού του συμβάντος που πάγωσε όλη τη χώρα. Η λίστα των νεκρών συνεχώς μεγαλώνει. Είκοσι, είκοσι πέντε, είκοσι οχτώ, τριάντα πέντε, ο βωμός των θυμάτων ψηλώνει. Ένας ανεύθυνος σταθμάρχης φαίνεται πως θα επωμιστεί το βάρος ενός ανεύθυνου κι ανύπαρκτου κράτους. Είχαν, λέει, συστήματα ηλεκτρονικής παρακολούθησης της πορείας των τρένων εδώ και είκοσι τόσα χρόνια σε αχρησία. Οικονομικά συμφέροντα, μεγαλοκαρχαρίες που λυμαίνονται κέρδη, συνδικαλιστικές μικρότητες και ευκολίες, θανάσιμες κωλυσιεργίες. Το εθνικό μας χόμπι: η αιώνια βραδύτητα των πραγμάτων. Αν, έστω, λειτουργούσε το απαρχαιωμένο σύστημα με τη σηματοδότηση και τους σταθμάρχες που σήκωναν πάνω απ’ τους ώμους τους πινακίδες και καρτελάκια, η τραγωδία θα είχε αποφευχθεί. Όμως δεν λειτούργησαν ούτε αυτά…

 

 

Ξέρουν τι κάνουν οι θεοί· μπορούν να διακρίνουν τον όρκο απ’ τον εκβιασμό. Δεν θα σκοτώσω εγώ τα παιδιά μου για να πάρεις εσύ πρόστυχη εκδίκηση από μια πρόστυχη γυναίκα. Δεν σκοπεύω να στοιχειώσω τη ζωή μου με το ίδιο μου το αίμα. Αυτό κι αν είναι προστυχιά. Ορθά κοφτά σου λέω: σύνελθε – αλλιώς, ξέρω εγώ πώς θα σε συνεφέρω.

 

 

Πώς να συνεφέρει κανείς τους τραγικούς γονείς, πώς να τους βοηθήσει, με ποιο τρόπο να τους δώσει κουράγιο. Όλη η χώρα μουδιασμένη αλλά και θυμωμένη παρακολουθεί τις εξελίξεις. Οι δημοσιογράφοι στον βωμό της ενημέρωσης κανιβαλίζουν δείχνοντας προσωπικές στιγμές τραγικών ανθρώπων. Όλα στη φόρα. Προτού κηδέψουν ακόμα τα σπλάχνα τους, συντετριμμένοι άνθρωποι, άντρες ή γυναίκες, απαντούν στις αδιάκριτες ερωτήσεις των ημιμαθών με τα μικρόφωνα, χάριν της τηλεθέασης. Ο σταθμάρχης απολογείται στις αρχές. Κηρύσσεται τριήμερο εθνικό πένθος. Ένας μαραμένος πρωθυπουργός ζητά μπροστά στις κάμερες συγνώμη εν ονόματι όλων των έως τώρα κυβερνήσεων, όλων των μέχρι τώρα πρωθυπουργών. Η ιταλική εταιρεία, που χορηγεί τους συρμούς, νίβει, άμωμη, τας χείρας. Η ταυτοποίηση των νεκρών συνεχίζεται. Κάποιοι γονείς δεν βρίσκουν πτώμα να κηδέψουν. Κάποιοι επιβάτες κάηκαν στα βαγόνια του χαμού, δεν βρέθηκε ούτε η στάχτη τους. Μια μάνα, με δάκρυα στα μάτια, αποκαλύπτει πως από άντρα και γιο δεν της επέστρεψαν ούτε στάχτη. Πού βρίσκονται τα αγαπημένα της πρόσωπα, αναρωτιέται. Προσπαθώ να ασχοληθώ με άλλα πράγματα για να ξεφύγει κάπως η σκέψη μου. Επικοινωνώ τηλεφωνικώς με τον θιασάρχη μήπως μάθω την ημερομηνία έναρξης της παράστασης. Μου εξηγεί πως η ημερομηνία της πρεμιέρας θα πέσει πίσω. «Προέχει η εθνική τραγωδία» μου εξηγεί. «Η δική μας ιλαροτραγωδία μπορεί να περιμένει». Η μπίλια στη ρουλέτα των νεκρών, εν τω μεταξύ, έχει καθίσει στον τραγικό αριθμό 57. Πενήντα εφτά μαύρο. Υπάρχει κι ένα πτώμα που δεν το αναζήτησε κανείς. Κι ένα ακόμη αταυτοποίητο.

 

 

Τώρα πια είναι αργά. Εξάλλου πώς διώχνεις μια μητέρα από τον γάμο του παιδιού της – του παιδιού μου, του δύστυχου παιδιού μου, της μικρής παρθένας μου. Μικρή – ε, όχι δα! Αυτή είναι ολόκληρη γυναίκα πια· σε λίγο θα την παντρέψει με τον Άδη ο πατέρας. Ο πατέρας! Πώς θ’ αντέξω τις ικεσίες της, πώς δεν θ’ ακούσω να μου λέει: «Με σκοτώνεις, πατέρα μου; Αυτός δεν είναι γάμος· είναι η κατάρα. Απάνω σου να πέσει· απάνω σου κι απάνω σ’ αυτούς που αγαπάς». Και θα κλαίει ο μικρούλης μου Ορέστης, δίχως να ξέρει ακόμα αυτό που ξέρουν καλά τα δάκρυά του από την πρώτη στιγμή που είδε το φως του κόσμου. Ανάθεμα τον Πάρι, την κακιά σπορά του Πρίαμου – παράσιτα κι αυτός και η Ελένη· έπνιξαν την οικογένειά μου.

 

 

Ένα παρασιτικό, ανίκανο κράτος έπνιξε, ρήμαξε, εξόντωσε πενήντα επτά οικογένειες, βυθίζοντάς τες στο πένθος. Διαβάζω στις εφημερίδες για ένα παλικάρι, που μαζί με τη φίλη του επιβιβάστηκαν στο μοιραίο τρένο για να κάνουν έκπληξη στους γονείς τους. Κάποιος ονόματι Ν. Κ., πυροσβέστης και σπουδαστής, από την Αθήνα. Στη συνέχεια του άρθρου διαβάζω πληροφορίες για τον τραγικό πατέρα και πέφτω από τα σύννεφα. Το ονοματεπώνυμό του Σ. Κ., δάσκαλος χορού σε χορευτικά συγκροτήματα, παλιότερα στο Λύκειο Ελληνίδων Θεσσαλονίκης. Γύρισα νοερά τριάντα χρόνια πίσω και τον θυμήθηκα. Σχολικό έτος 1992-1993. Διδάσκαμε και οι δύο στο ίδιο ιδιωτικό σχολείο της πόλης. Εκείνος, που ήταν και εκπαιδευτικός, δίδασκε παραδοσιακούς χορούς στα μεταμεσημβρινά κλαμπ της Παρασκευής και της Τετάρτης, εγώ τις αντίστοιχες μέρες δίδασκα θεατρική αγωγή – σε έναν χρόνο από τότε θα διοριζόμουν υπάλληλος σε τράπεζα. Δύο με τέσσερις το μεσημέρι το αντικείμενο διδασκαλίας μας. Ωραίο, ψηλό παιδί, με κατσαρά μαλλιά και λεβέντικο παράστημα. Μου φερόταν ευγενικά, ήταν φιλικός και ομιλητικός μαζί μου. Κάποιοι δάσκαλοι μάς αντιμετώπιζαν υπεροπτικά, ίσως λόγω της πρόσθετης ενασχόλησής μας στον χώρο του σχολείου, που προμήνυε μεγαλύτερο αίσθημα ασφάλειας εκ μέρους μας, εκείνος όμως ήταν διαφορετικός. Κοιτάζω στις εφημερίδες τη φωτογραφία του μοιραίου παλικαριού και διαπιστώνω πόσο πολύ έμοιαζε με τον πατέρα του. Προσπαθώ να έρθω στη θέση του πατέρα – δεν το αντέχω. Δεν αντέχω ούτε με τη σκέψη. Ένα τηλέφωνο να χτυπά κάποια προχωρημένη νυχτερινή ώρα για να του μεταφέρει το τραγικό μαντάτο. Μια ζάλη, μια σκοτοδίνη, ένα κενό, ένας σκοτεινός Καιάδας στο άκουσμα της είδησης. Ένα ηχηρό γαμώτο, ένα σπαραχτικό γιατί. Δεν έζησε ούτε το αγόρι ούτε η κοπέλα. Το σφάλμα τους ότι εμπιστεύτηκαν το ελληνικό σιδηροδρομικό δίκτυο –το τρένο, το πιο ασφαλές μέσο!– για να κάνουν έκπληξη στους γονείς τους. Ο σεναριογράφος της ζωής, ο μέγας αρχιτέκτων του σύμπαντος, ο ζαράκιας με τα χουφτωμένα ζάρια που καιροφυλακτεί πάντα και παντού δεν σηκώνει εκπλήξεις. Τι να σου κάνει, όμως, κι αυτός; Νιώθει τόσο μικρός κι αδύναμος μπροστά στην ελληνική γραφειοκρατία, στον ωχαδερφισμό, στη διάχυτη ημεδαπή ανοησία, στο ανυπέρβλητο μεγαλείο της κρατικής μηχανής, που, πάντα και παντού, δουλεύει ρολόι. Που διορίζει εξηντάχρονους σταθμάρχες –πρώην αχθοφόρους ή πλασιέ βιβλίων– ύστερα από ολιγοήμερη εκπαίδευση, για να στείλουν, ελαφριά τη καρδία, δύο τρένα αντίθετης κατεύθυνσης στη μία και μοναδική γραμμή του εθνικού μας δικτύου. Το κράτος που έβλεπε τα τρένα να συγκρούονται. Κοιτάζω πάλι τη φωτογραφία του αγοριού. Ήταν μόλις 23 ετών.

 

 

Αχ να μην ήξερα κι εγώ όσα δεν ξέρεις, αθώο μου παιδί. Πήγαινε μέσα τώρα· δεν κάνει να σε βλέπουν οι άνδρες τέτοιες ώρες. Στάσου, δώσ’ μου το χέρι σου κι ένα φιλί – πικρό φιλί, του αποχαιρετισμού. Αφήνεις τον πατέρα σου, παιδί μου, κορίτσι μου, αγκαλιά μου, πρόσωπό μου γλυκό, μαλλάκια μου όμορφα... Με τσάκισαν, σε τσάκισαν οι Φρύγες κι η Ελένη. Μπα, τι μ’ έπιασε – τι λόγια είναι αυτά; Όχι, δεν θα κλάψω, εδώ μπροστά σου, τέτοιαν ώρα. Εμπρός, πήγαινε μέσα.

 

 

Εμπρός, πήγαινε στην κηδεία! Τουλάχιστον κάνε αυτό! Άσε τα πολλά λόγια και πήγαινε! Μια επιτακτική φωνή με καλεί να πάω στον Ιερό Ναό του Σωτήρος, στην Καλαμαριά, όπου, στη μιάμιση το μεσημέρι, θα τελεστεί η κηδεία του παλικαριού. Δεν το αντέχω. Παραλύω. Τι να του πω, τι να πω σ’ αυτόν και στη μητέρα των παιδιών που δεν γνωρίζω; Ποια λόγια παρηγοριάς να ξεστομίσω μετά από τόσο χρόνια; Ποιον ρόλο τεθλιμμένου φίλου να υποδυθώ; Ντρέπομαι για όλα αυτά και είμαι οργισμένος. Τον αφήνω στο βαρύ του πένθος, νοερά και εν σιωπή είμαι μαζί του. Προσπαθώ γι’ ακόμη μία φορά να φανταστώ τα γεγονότα. Βλέπω το αναποδογυρισμένο, μισοδιαλυμένο βαγόνι στην οθόνη και μεταφέρομαι νοερά μέσα του. Δύο νέα παιδιά, ερωτευμένα, κάθονται στις πίσω θέσεις του. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, γελάνε, συζητούν, κάνουν όνειρα. Πέρασε το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας και έχουν ετοιμάσει ένα δώρο στους γονείς του αγοριού στη Θεσσαλονίκη. Την απρόσμενη παρουσία τους. Το κορίτσι ίσως δίψασε ή πείνασε στο τρένο. Μπορεί και το αγόρι. Εκείνος σηκώθηκε να πάει στο μπαρ, στο πρώτο βαγόνι, να πάρει νερά και κανένα σάντουιτς. Και τότε έγινε η τρομερή σύγκρουση. Κρότος, λάμψη, φωτιά και τρόμος. Θερμοκρασίες άνω των χιλίων βαθμών σε ελάχιστο χρόνο. Μια οσμή καμένου πλανάται παντού, μία φρίκη. Το αγόρι ίσως πετάχτηκε, εκσφενδονίστηκε από κάποιο παράθυρο. Και το κορίτσι, παραπίσω, δεν τα κατάφερε. Θα τον αναζήτησε μέσα στην απελπισία της, ίσως έκανε να πάει μπροστά. Τι σκεφτόταν άραγε η κοπέλα εκείνες τις στιγμές, τι ένιωθε; Είχε στα χείλη της το όνομά του; Ο θάνατος τη βρήκε αργά ή ακαριαία; Το σχέδιο της απρόσμενης παρουσίας μετατρέπεται ακαριαία σε ολοκληρωτική απουσία. Όμως σαν να διακρίνω μέσα στο έρημο βαγόνι ακόμη την παρουσία τους. Ο τρόμος, η έκπληξή τους, τα όνειρά τους, το μέλλον τους, η ζωή τους έχουν αποτυπωθεί στο αναποδογυρισμένο βαγόνι, στα λιωμένα σίδερα. Δεν έχω το κουράγιο να πάω στην κηδεία τους. Δεν το μπορώ, δεν δύναμαι…

 

 

Η Αφροδίτη κυβερνάει και τον στρατό και τα καράβια μας. Αυτή ή κάποιος δαίμονας ολόιδιος μ’ αυτή τους μέθυσε, τους τρέλανε και βιάζονται να πάνε στα μέρη των βαρβάρων να τους μάθουν με το δόρυ να μην εισβάλλουν στα κρεβάτια των Ελλήνων. Αν αγνοήσω τη θεά και τη θεά τους, θα ρημάξουν το Άργος, θα σκοτώσουν τα κορίτσια μου και μένα κι εσάς μαζί. Δεν είμαι δούλος του Μενέλαου, παιδί μου. Ούτε κάνω ό,τι κάνω επειδή το θέλει αυτός. Η Ελλάδα με προστάζει να θυσιαστείς γι’ αυτήν – θέλω δεν θέλω. Η πατρίδα είναι μεγάλη κι εμείς μικροί, παιδί μου· πολύ μικροί μπροστά της. Και όταν κινδυνεύει η ελευθερία της, εσύ κι εγώ πρέπει να κάνουμε το χρέος μας, να δώσουμε και τη ζωή μας για να μην λεηλατούν οι βάρβαροι τα νυφικά κρεβάτια Ελλήνων.

 

 

Στο κρεβάτι του δωματίου μου ξαπλωμένος αποφασίζω να αποκοπώ οριστικά από το συμβάν. Κλείνω την τηλεόραση κι ανοίγω τις σημειώσεις του έργου. Σαν ψυχολογικό διέξοδο ξαναρχίζω ν’ απαγγέλλω τον ρόλο μου. Οι μέρες περνούν, ο χρόνος –λένε– στέκεται σύντροφος σε παρόμοιες καταστάσεις, όμως κάπου νιώθω το ίδιο παγωμένος κι άβουλος, όπως την πρώτη μέρα, στη Σόφια, όταν πληροφορήθηκα το γεγονός. Είμαι βέβαιος πως οι τραγικοί γονείς δεν θα ξεπεράσουν ποτέ αυτό το συμβάν. Σαν ουλή ανεξίτηλη στις ψυχές τους θα τους ακολουθεί για πάντα. Οι μέρες περνούν, οι πρόβες στο θεατράκι ξαναρχίζουν. Ορίστηκε το χρονοδιάγραμμα των παραστάσεων. Φέρνω ξανά στον νου τον παλιό συνάδελφό μου. Τον φαντάζομαι, χρόνια μετά, να έρχεται στο θέατρο «Ουτοπία», να κάθεται στα μπροστινά καθίσματα, με το πένθος αποτυπωμένο ακόμη στα μάτια και στις ρυτίδες του προσώπου του, για να παρακολουθήσει την «Ιφιγένεια», που, ποιος ξέρει γιατί, ο θιασάρχης μας σκέφτηκε να επαναφέρει στη μνήμη των Θεσσαλονικέων μέσα από σειρά νέων παραστάσεων. Κι εγώ, χρόνια μετά από εκείνη τη μοιραία σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη, να υποδύομαι πάλι τον Αγαμέμνονα, σ’ αυτή τη μεταμοντέρνα, προχώ θεατρική παράσταση, την «πειραγμένη» από ανοιχτόμυαλο, δημιουργικό σκηνοθέτη τραγωδία του Ευριπίδη, όπου μόνο εγώ, ως Αγαμέμνων, θα αποδίδω πιστά το αρχικό κείμενο, όπως δηλαδή το συνέλαβε και το έγραψε πριν από αιώνες ο αρχαίος δραματουργός. Να έχει καθηλωθεί το βλέμμα του, όπως κι εκείνο της γυναίκας του, πάνω μου, στην απεγνωσμένη τους προσπάθεια να κρατηθούν από τη δική μου τραγική κατάσταση για να απαλυνθεί κάπως το βάρος της ψυχής τους, που ακόμη δεν λέει να ελαφρύνει. Κι εγώ, πάντα άβουλος κι αδύναμος ως χαρακτήρας, με μάλλον μέτριες υποκριτικές ικανότητες, να γνωρίζω καλά πως, όσο πειστικά κι αν αποδώσω τον ρόλο μου, όση τέχνη και μαστοριά κι αν εναποθέσω σε κινήσεις, λόγια και εκφράσεις προσώπου, όσο άμεσα και δραστικά κι αν μεταφέρω στο κοινό τα πανάρχαια και πανανθρώπινα διδάγματα του Ευριπίδη στους σύγχρονους θεατές, όση συνολική προσπάθεια εντέλει κι αν καταβάλω, θα είμαι τελικώς κάτι υποδεέστερο μπροστά τους, μια φιγούρα αμφιλεγόμενη και βολεμένη, προφυλαγμένη και ασφαλής από τον σκληρό ρεαλισμό της ζωής. Ένας ηθοποιός που υποκρίνεται πως θυσίασε ένα ανύπαρκτο παιδί, μπροστά σ’ εκείνους που έθαψαν στ’ αλήθεια το δικό τους.

 

(το απόσπασμα αποτελεί μέρος της αδημοσίευτης νουβέλας μου «Ο ΗΘΟΠΟΙΟΣ», και γράφτηκε μία εβδομάδα μετά το δυστύχημα των Τεμπών, τον Μάρτιο του 2023· τα κείμενα με τα πλάγια γράμματα πάρθηκαν από μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα)

 

Π. Γ.


Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Γιώργος Ιωάννου-40 χρόνια από τον θάνατό του

 




 

40 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

 

 

Σαν σήμερα, πριν από 40 χρόνια (16 Φεβρουαρίου του 1985), έφυγε από τη ζωή ο σημαντικός Θεσσαλονικιός πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου. Στη μνήμη του αναδημοσιεύω ένα κείμενο, που έγραψα το 2014, και αφορά την επιστροφή του αρχείου του στη γενέτειρα πόλη. Το κείμενο υπάρχει και στη σελίδα «Γιώργος Ιωάννου» αυτού του blog, αναρτημένη τον Οκτώβριο του 2024

 

 

֎

 

 

 

ΑΡΧΕΙΟ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ.

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

  

 

 

Η επιστροφή του αρχείου του κορυφαίου πεζογράφου μας Γιώργου Ιωάννου στη γενέτειρα πόλη του ύστερα από 29 ολόκληρα χρόνια είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός και για την πόλη μας και για εκείνους που αγάπησαν και αγαπούν το έργο του.

Είναι και μια δικαίωση, κατά κάποιο τρόπο, έστω μετά θάνατον, της φήμης του λογοτέχνη που αυτοεξορίστηκε από τη μοχθηρία και την κακία κάποιων εκπροσώπων της περίκλειστης Θεσσαλονίκης, ενώ κάποιες άλλες πικρόχολες φωνές περί επαρχιώτικης πεζογραφίας στην περίπτωσή του προσπάθησαν να μειώσουν και να μικρύνουν το έργο του. Το αρχείο, τα προσωπικά του αντικείμενα, τα βιβλία του, οι πίνακές του, τα έπιπλα του, όλα βρίσκονται σε χώρο του Βαφοπούλειου πνευματικού κέντρου, ύστερα από πρωτοβουλία της αδελφής του, του γαμπρού του, της φίλης του Αρλέτας, που έπαιξε κι αυτή κάποιο ρόλο, αλλά και κάποιων Θεσσαλονικέων που πρωτοστάτησαν σ’ αυτήν την επαναφορά της μνήμης ενός σπουδαίου ανθρώπου. «Το δικό μας αίμα» επιστρέφει πλέον στο σώμα της πόλης.

Ωστόσο αυτό το γεγονός της επιστροφής του αρχείου του Ιωάννου γεννά σκέψεις, αναρωτήσεις και προβληματισμούς ποικίλου τύπου. Πρώτον: Γιατί έπρεπε να μεσολαβήσουν τόσα πολλά χρόνια για να συμβεί αυτή η επάνοδος; Γιατί δεν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις να γίνει νωρίτερα; Τι συμβαίνει με τα αρχεία άλλων κορυφαίων λογοτεχνών μας και πώς αυτά αξιοποιήθηκαν ή αξιοποιούνται; Υπάρχει κάποιος ενδεδειγμένος δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει ένας καταξιωμένος λογοτέχνης, που νιώθει πως βρίσκεται στη δύση της ζωής του, για το πού και με ποιον τρόπο θα καταλήξει το όποιο αρχείο του; Ο Ιωάννου ο ίδιος θα επιθυμούσε αυτήν την επιστροφή στη γενέθλια πόλη ή θα ήταν αρνητικός σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; (οπωσδήποτε ο αιφνίδιος και αδόκητος χαμός του μας αφήνει να υποθέσουμε πως δεν πρόλαβε να σκεφτεί κάτι τέτοιο, αφού έφυγε τελείως απροσδόκητα σε ηλικία μόλις 58 χρονών, από επιπλοκές μιας απλής εγχείρισης). Επίσης αρκεί η στέγαση ενός αρχείου σε κάποιον χώρο για να διαφυλαχτεί έτσι η πολύτιμη μνήμη του λογοτέχνη;

Μήπως πρέπει να επανεξετάσουμε τη σημαντικότητα του έργου του Ιωάννου απαλείφοντας κάποιες μικρές γκρίζες ζώνες που επεσήμανε στο παρελθόν ένα μέρος της λογοτεχνικής κριτικής, άλλες δικαίως, άλλες αδίκως (ξενοφοβικά σύνδρομα, υπέρμετρη προσκόλληση στην παράδοση κτλ.); Ο Ιωάννου είναι επίκαιρος ή ανεπίκαιρος; Είναι επιδραστικός συγγραφέας ή είναι απλώς ένας μεγάλος συγγραφέας του παρελθόντος; Είναι τοπικός συγγραφέας ή πανελλήνιας εμβέλειας; Διαβάζονται σήμερα ευχάριστα τα βιβλία του ή θεωρείται πια ξεπερασμένος πεζογράφος; Επίσης, μας αρκεί η επιστροφή του αρχείου του να απασχολήσει μονάχα λογοτέχνες, φιλολόγους και πανεπιστημιακούς, ως είθισται; Πρέπει, ως είθισται, να μείνουν εκεί τα πράγματα; Οι φιλόλογοι να φιλολογήσουν, οι ερευνητές να ερευνήσουν και οι λογοτέχνες να λογοτεχνίσουν, και όλο το εγχείρημα να λάβει μια μουσειακής αντίληψης σπουδή, διανθισμένη από κάποιες τυπικές επισκέψεις Σχολείων στον χώρο των προσωπικών του αντικειμένων; Τέλος, γιατί η Θεσσαλονίκη δεν κρατά τα παιδιά της και τα σκορπίζει από παλιά στους πέντε ανέμους; Γιατί προσωπικότητες όπως ο Ασλάνογλου, ο Ιωάννου, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Σαββόπουλος δεν άντεξαν τα πράγματα και σηκώθηκαν και έφυγαν απ’ αυτήν την πόλη; Μήπως άλλαξαν τα πράγματα τελευταία στην πόλη, ή η Θεσσαλονίκη εξακολουθεί να παραμένει μια περίκλειστη, μοχθηρή, εκδικητική, μικρόψυχη, κι εντέλει μια αχάριστη πόλη απέναντι σε σημαντικούς ανθρώπους και δη λογοτέχνες;

Ο Γιώργος Ιωάννου, κατά τη γνώμη μου, είναι κορυφαίος πεζογράφος και σημείο αναφοράς της λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε ένας ιδανικός μεσολαβητής, ένας ιδανικός δημιουργός που αφουγκράστηκε τον λόγο και την ιστορία της πόλης, μεταποιώντας τα σε λόγο κειμένων. Με όχημα την ιστορία και τα βιώματά του σύνθεσε τον μύθο της πόλης και, μέσω αυτού, τον δικό του μύθο. Υπήρξε καθαρά βιωματικός λογοτέχνης, που, όπως και ο ίδιος δήλωνε, δεν πίστευε στη λογοτεχνία που γράφεται έξω από τόπο και χρόνο. Πολύ εύστοχα και σοφά χαρακτήρισε τα κείμενά του πεζογραφήματα, γιατί ήταν κάτι ανάμεσα σε αφηγήματα, δοκίμια, χρονικά και μαρτυρίες. Ήταν ο πρώτος που υιοθέτησε αυτό το μικτό είδος πεζογραφίας, πατώντας στον ρεαλισμό, αλλά χρησιμοποιώντας ταυτοχρόνως στοιχεία συνειρμικής γραφής, αυτού που γνωρίσαμε ως εσωτερικό μονόλογο. Υπήρξε σύμφωνα με τον κριτικό Γιώργο Αράγη προσωπικός και πρωτότυπος – νομίζω πως αυτά τα δύο επίθετα περικλείουν θαυμάσια όλη την αξία και σημαντικότητα του έργου του Ιωάννου. Πέρασε σταδιακά, στο έργο του, από το ατομικό βίωμα στο συλλογικό, και ξεκινώντας από τη μοναξιά, τη νύχτα, το σκοτάδι, την αμαρτία και τις ενοχές (Για ένα φιλότιμο) οδηγήθηκε σταδιακά σε αποενοχοποιημένα κείμενα, παντρεύοντας θαυμάσια ατομικό και συλλογικό βίωμα. Η πόλη της Θεσσαλονίκης δεν είναι απλώς σωματική προέκταση στο έργο του Ιωάννου, αλλά είναι το ίδιο του το σώμα. Οι χώροι των πεζογραφημάτων του είναι φορτισμένοι από συλλογική μνήμη και μοίρα. Η οδός Ευριπίδη, η πλατεία Αγίου Βαρδαρίου, το Σέιχ Σου, οι βυζαντινές εκκλησίες της πόλης, οι λαϊκοί σινεμάδες, οι λαϊκές σταμπαρισμένες συνοικίες, τα καλντερίμια της παλιάς πόλης, η Άνω Πόλη, η Αχειροποίητος, τα εβραϊκά μνήματα, το Πανεπιστήμιο και χίλια δυο άλλα σημεία που αναφέρονται στο έργο του, αποτελούν ένα πρώτης τάξης υλικό για να ενταχθεί ο Ιωάννου σε εκπαιδευτικά προγράμματα Τοπικής Ιστορίας, με ελκυστικό, άμεσο και βιωματικό τρόπο, ώστε τα νέα παιδιά, η νέα γενιά, οι μαθητές του γυμνασίου και του λυκείου (γιατί όχι και των μεγάλων τάξεων του δημοτικού) να γνωρίσουν την ιστορία της πόλης τους μέσα από τα κείμενα ενός μεγάλου λογοτέχνη που πια δεν υπάρχει.

 

 

(Το κείμενο εκφωνήθηκε σε εκδήλωση για τον Γιώργο Ιωάννου, στην 11η Διεθνή Έκθεση βιβλίου Θεσσαλονίκης, την Κυριακή 11 Μαΐου, 2014. Στο πάνελ: Θωμάς Κοροβίνης, Τόλης Νικηφόρου, Λέων Ναρ, Δημήτρης Κόκορης, Παναγιώτης Γούτας και Διονύσης Στεργιούλας. Συντονιστής ο δημοσιογράφος-ποιητής Στέλιος Λουκάς. Επίσης δημοσιεύτηκε στην book press τον Μάιο του 2014)