Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2024

Περικλής Σφυρίδης

 



 


 

ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ

ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ

(1933)

֎

 

 

 

 

ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ

ΚΑΙ ΤΑ ΕΝΕΝΗΝΤΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ

 

 

Με πολλή χαρά συμμετέχω στην παρουσίαση του αφιερωματικού  τόμου προς τιμήν ενός σημαντικού ανθρώπου των γραμμάτων κι ενός σημαντικού ανθρώπου εν γένει, του Περικλή Σφυρίδη, και με τη δημοσίευση κειμένου μου για τα Ερωτικά του διηγήματα και μ’ αυτό εδώ το κείμενο που σας διαβάζω αυτήν τη στιγμή.

Ο Σφυρίδης (1933), που αισίως κλείνει σήμερα τα ενενήντα του χρόνια, άφησε ανεξίτηλο το λογοτεχνικό αλλά και το δοκιμιακό του στίγμα με τα είκοσι περίπου πεζογραφικά του βιβλία και τα άλλα τόσα δοκιμιακά (μελέτες, τεχνοκριτικά κείμενα, κριτικά δοκίμια, συμμετοχή σε ανθολογίες κτλ.).

Ως λογοτέχνης ασχολήθηκε με όλα τα είδη του γραπτού λόγου: ποίηση, μικροκείμενα (μπονσάι), αφηγήματα μιας παλάμης (Μισθός ανθυπιάτρου), σύντομα ή εκτενή διηγήματα, μυθιστόρημα, μυθιστορία, δοκίμιο, συγγραφή σεναρίων, ακόμη και κάτι σαν μυθιστόρημα και κριτική ταυτόχρονα έχει γράψει. Σε όλα τα παραπάνω, λόγω της ποιότητας της γραφής του, η καλλιτεχνική αναγνώριση υπήρξε αδιαμφισβήτητη, στην ψυχή και στη συνείδησή μου όμως υπερτερεί η ιδιότητα του διηγηματογράφου, αφού από τα νεανικά μου ακόμη χρόνια, τα διηγήματά του αγάπησα περισσότερο και εξακολουθώ ν’ αγαπώ για τη σαφήνεια και ακρίβεια της γλωσσικής διατύπωσης, τους ζωντανούς χαρακτήρες του, τους ζουμερούς και πειστικούς διαλόγους, την αληθοφάνεια της εκάστοτε ιστορίας, κυρίως όμως για το θάρρος του να λέει τα πράγματα με τ’ όνομά τους δίχως να κρύβεται και δίχως να ωραιοποιεί καταστάσεις, μη διστάζοντας ακόμη και να συγκρουστεί με πρόσωπα του επαγγελματικού, οικογενειακού ή λογοτεχνικού του περιβάλλοντος.

Η πεζογραφική θεματολογία του Σφυρίδη πλούσια κι ανεξάντλητη: Οι ανθρώπινες παθήσεις και η ιατρική επιστήμη, η μη τήρηση συχνά της ιατρικής δεοντολογίας και η ανάδειξη της σαπίλας του ιατρικού συστήματος, η πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων, οι κοινωνικές αδικίες και παθογένειες, η αναξιοκρατία, τα ερωτικά και προσωπικά αδιέξοδα, οι παγίδες της καθημερινότητας, η λογοτεχνική διαδρομή και η ιστορία της συνοικίας του Χαριλάου, οι ζωντανοί ανθρώπινοι χαρακτήρες της νήσου Σκύρος, το δέσιμό του με τα ζώα και η ζωοφιλία, το λογοτεχνικό σινάφι και οι πολύπλοκες και συχνά τοξικές σχέσεις που το διέπουν, οι παρενέργειες της πανδημίας σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, η συνύπαρξη και συνύφανση του λόγου με την τέχνη της ζωγραφικής, είναι τα σπουδαιότερα, κατά τη γνώμη μου, θέματα από την πλούσια θεματολογική γκάμα του πεζογράφου, σε χρονικό εύρος άνω του μισού αιώνα.

Το μυθιστόρημά του Ψυχή μπλε και κόκκινη (ο ίδιος το χαρακτήρισε μυθιστορία) αποτελεί ένα μωσαϊκό της σύγχρονης ιστορίας της πατρίδας μας μέσα από την πορεία στον χρόνο μιας οικογένειας (με τους προγόνους κι απογόνους της), απλωμένο από την περίοδο της Γερμανικής κατοχής και φτάνοντας μέχρι περίπου το τέλος του προηγούμενου αιώνα. Το βιβλίο αυτό πιστεύω πως είναι η κορωνίδα της λογοτεχνικής προσφοράς του Σφυρίδη –κάτι αντίστοιχο είδα και στην αφηγηματική αυτοβιογραφία τής πρόσφατα βραβευμένης με Νόμπελ Γαλλίδας συγγραφέως Ανί  Ερνώ, Τα χρόνια, όπου με τη ίδια τεχνική του Σφυρίδη αλλά λιγότερο θερμά και περισσότερο αποστασιοποιημένα («απρόσωπη αυτοβιογραφία» χαρακτηρίζει η ίδια το βιβλίο της) παραθέτει μέσα από τα οικογενειακά της βιώματα όλη την ιστορία της σύγχρονης Γαλλίας, από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και τον στρατηγό Σαρλ ντε Γκωλ, μέχρι την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Ένα κοινωνικοïστορικό, πολιτιστικό και παράλληλα προσωπικό και, φυσικά, λογοτεχνικό χρονικό (αν μπορώ να το χαρακτηρίσω έτσι) της Ελλάδας και της Γαλλίας αντίστοιχα, σε βάθος πολλών δεκαετιών, όπου η ιστορία αποτυπώνεται μέσα από προσωπικές στιγμές, που οι συγγραφείς κρατούν διά της μνήμης και διά της γραφής ως λάφυρα στη μάχη με τον χρόνο. Συμπίπτουν σε πολλά Σφυρίδης και Ερνώ. Και οι δύο έζησαν και ζουν όχι στις πρωτεύουσες των κρατών τους αλλά στην περιφέρεια, και οι δύο αναπλάθουν βιωματικά τον οικογενειακό τους περίγυρο σε βάθος χρόνου, αναδεικνύουν τη μικροϊστορία ως αναπόσπαστο και εξίσου σημαντικό τμήμα (ίσως και σημαντικότερο κάποιες φορές) από τη Μεγάλη Ιστορία, και οι δύο αυτοβιογραφούνται και ελάχιστα επινοούν. Μέχρι και για το τραυματικό γεγονός μιας άμβλωσης έγραψαν και οι δύο –  η Ερνώ το έζησε στο σώμα της, ο Σφυρίδης, ως καρδιολόγος γιατρός, το έζησε νοιαζόμενος για την υγεία μιας νεαρής κοπέλας που την ερωτεύτηκε, κι εντέλει εκείνη τον άφησε στα κρύα του λουτρού. Η μόνη ίσως εμφανής διαφορά στους δύο λογοτέχνες, που ηλικιακά τούς χωρίζουν επτά χρόνια, είναι… το βραβείο. Άλλοι λαοί, άλλες κουλτούρες, άλλες συνήθειες. «Στην πατρίδα μου χειροκροτούν τους λογοτέχνες αφού πρώτα πεθάνουν ή αυτοκτονήσουν» είχε πει κάποτε ο Ηλίας Πετρόπουλος. Όμως τον Σφυρίδη λίγο τον ενδιαφέρει αυτό, λίγο πασχίζει για βραβεύσεις και διακρίσεις, αφού έμαθε καλά κι από τον παλιό του μέντορα, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, πως τα βραβεία μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, αφού «βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτερού μου». Ο ίδιος άλλωστε στηλίτευσε τη λύσσα και τη μανία κάποιων επωνύμων για βραβεύσεις και τιμητικά αξιώματα, μέσα από το ωραίο διήγημά του «Τα βραβεία», που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων Το πάρτι και άλλα διηγήματα (Εστία, 2011)

Ο Σφυρίδης ως ανθολόγος, κριτικός, επιμελητής λογοτεχνικών περιοδικών («Τραμ», «Παραφυάδα») αλλά και ως διοργανωτής (ή επιμελητής πρακτικών) λογοτεχνικών συνεδρίων, χάραξε επίσης δραστικά και δημιουργικά την πόλη (αλλά και τη χώρα) με τον ανιδιοτελή του μόχθο, την υπομονή του, το οργανωτικό του πνεύμα, την εργατικότητά του, το οξύ κριτικό του βλέμμα, το ήθος του, τη νοικοκυροσύνη του. Δεκάδες νέων λογοτεχνικών ταλέντων ξεπήδησαν από το «Τραμ» και την «Παραφυάδα», στα οποία είχε την επιμέλεια έκδοσής τους, δεκάδες κριτικών δοκιμίων του ωφέλησαν τους δημιουργούς, πολλοί στα πρώτα τους λογοτεχνικά βήματα είχαν συνοδοιπόρο και οδηγό (παρά τις αιχμηρές και απόλυτες, κάποιες φορές, υποδείξεις του) τον Περικλή, που με θέρμη και ειλικρινές ενδιαφέρον προσπαθούσε, βάζοντας ψηλά πάντα τον πήχη , να κρατηθεί ένα επίπεδο, ένα συγγραφικό ήθος, στις νέες και στις πρώτες εκδόσεις των νεότερων συγγραφέων. Ήταν και παραμένει ο ιδανικός αναγνώστης για αρκετούς από εμάς, που πρώτα σ’ αυτόν στέλναμε (και στέλνουμε) τα αδημοσίευτα ακόμη κείμενά μας για ν’ ακούσουμε όλο αγωνία τη γνώμη του. Προσωπικά ωφελήθηκα σημαντικά από τη γνώμη και τις παρατηρήσεις του Σφυρίδη, και πάντα θα του χρωστώ χάριτες για τις πρώτες δημοσιεύσεις μου σε «Τραμ» και «Παραφυάδα», που χάρη σ’ εκείνον είχαν επιτευχθεί και σηματοδοτούσαν μια λογοτεχνική μου εκκίνηση. Το να απαιτεί (ή, καλύτερα, να συστήνει) ο Σφυρίδης από τους συγγραφείς να γράφουν απλά, κατανοητά, πειστικά, πρωτοπρόσωπα και εξομολογητικά –όπως έγραφε άλλωστε κι ο ίδιος– ήταν ήδη ένα μεγάλο λογοτεχνικό στοίχημα της εποχής, αφού η γραφή σ’ αυτήν εδώ τη χώρα, παρανοημένη και διαστρεβλωμένη όπως άλλωστε πολλά πράγματα, θεσμοί κι αξίες, είχε ταυτιστεί ως ένα βαθμό με το υπερβολικό, το άκρως υπαινικτικό, το ακατανόητο, το σκοτεινό και το επιτηδευμένο. Ο Σφυρίδης ήταν πάντα της άποψης πως το απλό και το κατανοητό είναι και το πιο δύσκολο, κι ο χρόνος που πέρασε τον δικαίωσε απόλυτα αναφορικά μ’ αυτή του τη θέση.

Θα κλείσω το κείμενο αυτό κάνοντας μία αναφορά και στον άνθρωπο Περικλή Σφυρίδη. Τον Σφυρίδη τον γνωρίζω λίγο περισσότερο από μισόν αιώνα – ήταν ο οικογενειακός μας γιατρός στην περιοχή Χαριλάου και κούραρε κατ’ οίκον πρώτα  τη γιαγιά μου την Αγγελική και μετά τον παππού μου τον Γιώργο, στον οποίο είχα μεγάλη αδυναμία και τον αναφέρω σε αρκετά από τα πρώτα μου, κυρίως, διηγήματα. Επίσης, από την εποχή της «Παραφυάδας» και του «Τραμ», δηλαδή εδώ και τριάντα πέντε περίπου χρόνια, εκτός από γείτονες είμαστε και φίλοι. Η εντύπωση που έχω αποκομίσει ύστερα από την πολύχρονη σχέση μαζί του, είναι πως πρόκειται για έναν ευαίσθητο και δοτικό άνθρωπο, που δίχως να υπολογίσει το κόστος, προσφέρει εαυτόν για να βοηθήσει, να στέρξει, να συμπαρασταθεί, να προσφέρει τις γνώσεις και την εμπειρία του είτε για προσωπικό ζήτημα, είτε για ιατρικό είτε για λογοτεχνικό. Μακριά από συναισθηματισμούς και μεγαλοστομίες, θα κρατήσω για τον Περικλή, ως σκιαγράφηση του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του, τα ίδια επίθετα (ή μετοχές) που χρησιμοποίησα, παρουσιάζοντας στον «Ιανό» της Αθήνας, το 2011, το βιβλίο του Το πάρτι και άλλα διηγήματα. Θερμός, χρήσιμος και προσγειωμένος. Ή, ως συνισταμένη των παραπάνω τριών λέξεων, ένα επίρρημα κι ένα επίθετο μονάχα: Βαθιά ανθρώπινος. Περικλή, σ’ ευχαριστώ για τη φιλία με την οποία με τιμάς τόσα χρόνια και για την όλη προσφορά σου στο πρόσωπό μου. Σου εύχομαι υγεία, μακροημέρευση και κάθε καλό.

 

(αναγνώσθηκε στα εγκαίνια του αρχείου του Π. Σφυρίδη και στην παρουσίαση τιμητικού τόμου στα ενενηκοστά του γενέθλια, στη βιβλιοθήκη Bissell, στο Κολέγιο Ανατόλια, στις 5 Οκτωβρίου 2023)

 

 

 

 

ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ

 

 

Υπάρχει η άποψη ότι, σε μια συλλογή διηγημάτων, προτιμότερη είναι η θεματική ποικιλία κι ότι οι ομαδοποιήσεις των διηγημάτων ή των λογοτεχνικών κειμένων γενικότερα δεν ανταποκρίνονται απόλυτα στην πραγματικότητα, διότι ποτέ ένα λογοτεχνικό κείμενο δεν μπορεί να είναι αμιγώς ερωτικό, κοινωνικό ή ζωοφιλικό, για να αναφερθούμε στην περίπτωση του Σφυρίδη. Το ίδιο ισχύει και για τους συγγραφείς. Εν μέρει συμφωνώ μ’ αυτήν την άποψη. Υπάρχει όμως και ο αντίλογος, που βασίζεται στο ότι οι ομαδοποιήσεις αυτές γίνονται λαμβάνοντας υπόψη τη θεματική επιλογή που κυριαρχεί ποσοτικά και ποιοτικά στο έργο του εκάστοτε συγγραφέα. Όταν πρόκειται για κάποια μεμονωμένη συλλογή διηγημάτων να το δεχτούμε. Τι γίνεται όμως όταν το έργο είναι μεγάλο σε έκταση; Πού θα κατατάξουμε έναν συγγραφέα όταν το κέντρο βάρος του έργου του βρίσκεται σε έναν σταθερό θεματικό άξονα; Κι αν στο χρονικό άνυσμα της λογοτεχνικής του δημιουργίας μας δίνει σαφείς θεματικές ενότητες, οι αναγνώστες γενικά και οι μελετητές της λογοτεχνίας ειδικότερα ωφελούνται ή όχι από τις ομαδοποιήσεις αυτές;

Τα επισημαίνω αυτά γιατί πρόσφατα κάποιοι λογοτέχνες και κριτικοί, εφαρμόζοντας κατά γράμμα αυτές τις θεωρίες που διακηρύσσουν την πολυθεματική διάσταση του κάθε λογοτεχνικού έργου, δημοσίευσαν κείμενα όπου έναν έντονα πολιτικοποιημένο κοινωνικό συγγραφέα, όπως π.χ. είναι ο Μανόλης Αναγνωστάκης τον παρουσίασαν ως ερωτικό ποιητή και έναν ερωτικό, όπως είναι ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ως κοινωνικό, για να περιοριστούμε σε δύο σημαντικότατες μορφές της λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης. Πρόθεσή τους, βέβαια, μάλλον ήταν να φωτίσουν κι άλλες διαστάσεις του έργου των γνωστών λογοτεχνών, κι αυτό, ως έναν βαθμό, είναι θεμιτό κι αποδεκτό. Ωστόσο, μάλλον με βρίσκει σύμφωνο η κατάταξη των διηγημάτων του Σφυρίδη από τον Αλέξη Ζήρα στην επιτομή του πεζογράφου που επιμελήθηκε, διηγήματα 1977-2002 (Καστανιώτης 2005), σε ερωτικά, κοινωνικά (η κριτική τα όρισε ως «ιατρικά») και ζωοφιλικά, και εξίσου συμφωνώ ότι σήμερα παρουσιάζουμε σε έναν τόμο το σύνολο των ερωτικών του διηγημάτων. Κάποιοι μάλιστα, όπως ο Πρόδρομος Μάρκογλου, σε κείμενό του για τα ζωοφιλικά διηγήματα του Σφυρίδη, εξέφρασε την επιθυμία να δημοσιευθούν κι αυτά όλα μαζί σ’ έναν τόμο (εφημ. Αυγή, 13 Μαΐου 2004).

Την επιλογή σε ένα βιβλίο και σε ενότητες την επέλεξε ήδη ο Σφυρίδης στη συλλογή διηγημάτων του Τίμημα χωρίς αντίκρισμα (Διαγώνιος, 1986) και σωστά η Σωτηρία Σταυρακοπούλου, που επιμελήθηκε την έκδοση, τη διατήρησε στις τρεις πρώτες ενότητες του παρόντος τόμου, προσθέτοντας και άλλες δύο που ακολούθησαν. Θα σταθώ σ’ ένα μόνο παράδειγμα για να επισημάνω το πώς η ομαδοποίηση όλων των ερωτικών διηγημάτων του Σφυρίδη σ’ έναν τόμο προσφέρει μια νέα, δεύτερη και ολοκληρωμένη, ανάγνωση του έργου αυτού. Πολλά διηγήματα που απαρτίζουν την ενότητα «Χωρίς αντίκρισμα» έχουν δημοσιευθεί αποσπασματικά στις πρώτες συλλογές διηγημάτων Η αφίσα (Εγνατία, 1977), Χωρίς αντίκρισμα (Διαγώνιος, 1980) και Το τίμημα (Διαγώνιος, 1982). Όλα όμως μαζί, παίρνοντας τη σκυτάλη της αφήγησης το ένα μετά το άλλο, αποτέλεσαν, όπως επισήμανε και η Σταυρακοπούλου, «ένα σπαραγμένο μυθιστόρημα», με αρχή, ενδιάμεσες δραματικές συγκρούσεις και τραυματικό τέλος. Η ερωτική αυτή ιστορία απαρτίζεται από πέντε διηγήματα αρχίζοντας με το «Έξι διαδοχικά επεισόδια» και κλείνοντας με το «Η τηλεόραση». Το ότι είναι βιωματική εμπειρία δεν χρειάζεται να το πω. Την έντονη βιωματικότητα της πεζογραφίας του Σφυρίδη, την έχει επισημάνει κατ’ επανάληψη η κριτική στο σύνολό της. Υπάρχει όμως και ένα έκτο διήγημα: «Η αλατόμπαρα στο Αγγελοχώρι», που θα το χαρακτήριζα ως επίμετρο της ιστορίας. Τι συμβαίνει εδώ; Ο συγγραφέας μ’ έναν φίλο του ζωγράφο, τον γνωστό σε όλους μας Πάνο Πανανάκο, με ανάλογες ερωτικές τραυματικές εμπειρίες πάνε κάποιο απομεσήμερο σε ακρογιαλιά δίπλα από την αλατόμπαρα στο Αγγελοχώρι για μπάνιο. Ο τόπος αυτός ανακαλεί στη μνήμη τους κοινά ερωτικά τους βιώματα που έχουν όμως γίνει μακρινή ανάμνηση. Η συγκίνηση που αναδίδει διά της μνήμης ο τόπος, τους οδηγεί στην απόδοσή της ως τέχνη. Ο Παπανάκος σκιτσάρει πρόχειρα το τοπίο για να μας δώσει αμέσως μετά δύο εξαιρετικής αισθητικής ποιότητας έργα (ένα σχέδιο και μια τέμπερα) και ο Σφυρίδης γράφει το διήγημα, ενσωματώνοντας μέσα σ’ αυτό, ως αναπόσπαστα μέρη τους δύο πίνακες που υπάρχουν και στο βιβλίο (την ενσωμάτωση πινάκων γνωστών ζωγράφων, με τους οποίους ο συγγραφέας είχε στενό φιλικό δεσμό, τη συναντάμε και σε άλλα διηγήματά του Σφυρίδη και πιστεύω ότι αποτελεί προσωπική συγγραφική πρωτοτυπία του). Φυσικό είναι με αυτό το διήγημα να ολοκληρώνεται και η ερωτική αυτή περιπέτεια. Στην τελευταία όμως συλλογή του Σφυρίδη Το πάρτι και άλλα διηγήματα (Εστία, 2011) υπάρχει και το διήγημα «Η απέραντη γαλήνη του Γιώργου Παραλή». Σ’ αυτό επανεμφανίζεται η ηρωίδα της ενότητας «Χωρίς αντίκρισμα» που λέγεται Ελένη, για την οποία ο αφηγητής έχει πληροφορηθεί πως αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας. Η ανάκληση της Ελένης διά της μνήμης συντελείται πάλι με την επίσκεψη σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο, στην παραλία της Αθύτου Χαλκιδικής. Το διήγημα είναι αφιερωμένο στη μνήμη της Μ. Ρ. (μόνο τα αρχικά του ονόματός της).

Δεν χρειάζεται νομίζω να προσθέσω τίποτα περισσότερο παρά να πω ότι το διήγημα αυτό μου έφερε στο νου τα ποιήματα του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου «Ο θάνατος του Μύρωνα» και «Ερείπια της Παλμύρας» (το έργο του οποίου ο Σφυρίδης εκτιμάει πολύ και έχει κυκλοφορήσει και σχετική μελέτη από τις εκδόσεις Μπιλιέτο, του επίσης φίλου του Βασίλη Δημητράκου, το 2009). Θα κλείσω τη μικρή αυτή περιδιάβαση στη συγκεκριμένη ενότητα του βιβλίου με ένα μικρό απόσπασμα από την ερμηνεία που ο ίδιος ο συγγραφέας δίνει για το ποίημα «Ερείπια της Παλμύρας» στη μελέτη του για τον Ασλάνογλου. Γράφει, λοιπόν, ο Σφυρίδης: «Το ερέθισμα για να εμπνευστεί το ποίημα δόθηκε προφανώς στον ποιητή από μια επίσκεψή του ή ξενάγηση στα ερείπια της Παλμύρας, που είναι ό,τι απέμεινε από μια όμορφη κάποτε και ζωντανή αρχαία πόλη στην έρημο της Συρίας. Αν δεν υπήρχαν τα ερείπια αυτά, δεν θα γνωρίζαμε τίποτα για την πόλη αυτή και την ομορφιά της. Μεταφορικά, αν δεν κουβαλάμε μέσα μας τα ερείπια ενός έρωτα, δεν θα  έχουμε κατορθώσει να γνωρίσουμε ποτέ την ομορφιά του».

Ανατρέχοντας πρόχειρα στη μελέτη της Σταυρακοπούλου, Περικλής Σφυρίδης. Ο πεζογράφος και η κριτική για το έργο του (Εστία, 2011) διαπίστωσα ότι από τις 100 μεγάλες ή μικρές κριτικές που παραθέτει στον πίνακα δημοσιευμάτων (εξαιρώ τις μελέτες για το συνολικό του έργο) οι 22 αφορούν αμιγώς τα ερωτικά του διηγήματα. Αν σ’ αυτές τις κριτικές συνυπολογίσουμε και τη μελέτη του Γιώργου Αλεξίου «Οι γυναίκες στα διηγήματα του Περικλή Σφυρίδη» (περ. Διαγώνιος, τχ. 15, Σεπτ.-Δεκ. 1983) τότε αναρωτιέμαι τι το καινούριο θα μπορούσα να προσθέσω εγώ σήμερα, που έχουμε μπροστά μας το corpus των ερωτικών του διηγημάτων. Θα περιοριστώ επομένως σε κάποιες παρατηρήσεις, ελπίζοντας ότι θα επισημανθούν κάποιες ιδιαίτερες πτυχές των διηγημάτων αυτών.

Η πρώτη παρατήρηση έχει να κάνει με το γεγονός ότι στις περισσότερες ερωτικές ιστορίες έχουμε έναν σταθερό ήρωα που ανταποκρίνεται στα χαρακτηριστικά του συγγραφέα. Ο Σφυρίδης ως αφηγητής δεν κρύβεται. Άλλοτε παρουσιάζεται με το πραγματικό του όνομα και την επαγγελματική του ιδιότητα του γιατρού, κι άλλοτε –ιδίως σε διηγήματα τριτοπρόσωπης αφήγησης– με το όνομα Πέτρος (το alter ego του) που στο εκτενές διήγημα «Ταξίδι αναψυχής» είναι δικηγόρος. (Ο Σφυρίδης, ακόμη κι όταν δεν αυτοβιογραφείται, δανείζει ο ίδιος στο alter ego του τα δύο πρώτα γράμματα του μικρού του ονόματος, φοβούμενος, ίσως, μήπως απομακρυνθεί δραματικά από τον ρεαλισμό και την πραγματικότητα). Λίγοι, φαντάζομαι, γνωρίζετε ότι ο Σφυρίδης μετά τη μεταπολίτευση και ενώ ήταν πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, φοίτησε και στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ. και τα παράτησε στο πτυχίο. Απεναντίας οι γυναίκες ηρωίδες των διηγημάτων του παρουσιάζουν μια ετερόκλητη ποικιλία χαρακτήρων. Οι περισσότερες από αυτές τις ιστορίες αφήνουν μια στυφή γεύση στον αναγνώστη γιατί παραμένουν ανολοκλήρωτες, δημιουργώντας συχνά ένα δίδυμο θύτη και θύματος, όπου, σε μια επιπόλαιη ανάγνωση, θύμα είναι συνήθως ο άντρας. Ήδη από πολύ νωρίς ο Νίκος Δαββέτας σε κριτική του για τη συλλογή Το τίμημα, που δημοσίευσε στο περιοδικό Θούριος (τχ. 167, 13 Ιανουαρίου 1983) επισημαίνει ότι κλειδί για να καταλάβουμε τον λόγο της δημιουργίας αυτού του συμπλέγματος θύτη και θύματος είναι η λέξη «χρησιμοποίηση». Η εξιστόρηση  των γεγονότων από τη μεριά πάντα του άντρα αφηγητή, έδωσε την ευκαιρία σε ορισμένους κύκλους, όταν τη δεκαετία του 1980 ο συγγραφέας κυκλοφορούσε τις συλλογές αυτές των ερωτικών του διηγημάτων, να τον κατηγορήσουν για μονομέρεια και μισογυνισμό.1 Ας θυμηθούμε όμως πώς ο συγγραφέας απάντησε στις κατηγορίες αυτές μέσα από το αυτοσχόλιο της πνευματικής του πορείας Σε πρώτο πρόσωπο (Μπιλιέτο, 1999):

«Κατηγορήθηκα από στελέχη του φεμινιστικού κινήματος της Κίνησης Δημοκρατικών Γυναικών ως μισογύνης. Όταν ρώτησα κάποια απ’ αυτές πού στηρίζει τον ισχυρισμό αυτό, απάντησε, “μα αφηγείσαι τα γεγονότα μόνο από την πλευρά του άντρα!” Έμεινα. Αλήθεια, από ποια πλευρά θα μπορούσα να τα εξιστορήσω, της γυναίκας; Θεωρώ την άποψη αυτή, ότι ένα πνεύμα μισογυνισμού υποφώσκει στα διηγήματά μου, ως επιπόλαιη. Το αντίθετο συμβαίνει. Οι ήρωές μου ερωτεύονται και αγαπούν τις γυναίκες, θα έλεγα, υπερβολικά. Στο “Χωρίς αντίκρισμα” μάλιστα, ο μεσήλικας άντρας συμπεριφέρεται ακόμα και ως καψούρης. Και είναι αυτή η πληθωρική αγάπη που δεν μπορούν – δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν οι γυναίκες των διηγημάτων μου. Εξάλλου, στο έργο μου, καταγράφω τη συμπεριφορά αντρών και γυναικών όπως τη γνώρισα εγώ. Διηγήματα γράφω κι όχι δοκίμια για την ισότητα των δύο φύλων» (σ. 37).

Βρίσκω ντόμπρα και αφοπλιστική την απάντηση του Σ. Εξάλλου υπάρχουν κείμενα όπου θύμα είναι η γυναίκα, όπως η ηρωίδα του διηγήματος «Συγκοπή» ή υπάρχει εναλλάξ αναστροφή των ρόλων ανάμεσα στην γυναίκα και τον άντρα, όπως π.χ. συμβαίνει στο «Ταξίδι αναψυχής». Επομένως το να του επισυνάπτουμε στη γραφή των ερωτικών διηγημάτων του έλλειψη ενσυναίσθησης ή βαθύτερης κατανόησης της ιδιαίτερης γυναικείας ψυχοσύνθεσης, είναι μάλλον άστοχη, πρόχειρη και επιπόλαιη εκτίμηση.

Θέλω τώρα να σταθώ σε κάτι που έχει επισημανθεί ελάχιστα από την κριτική. Είναι γνωστό ότι ορισμένοι συγγραφείς της δεύτερης κυρίως μεταπολεμικής γενιάς της Θεσσαλονίκης, που το έργο τους έχει κυρίως ερωτικό προσανατολισμό, τόνισαν την ερωτική πλευρά της πόλης και μέσα από το ερωτικό κλίμα που δημιούργησαν για τη Θεσσαλονίκη, προσπάθησαν να αναδείξουν καλύτερα το έργο τους. Π.χ. γι’ αυτήν την ερωτική ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης, που είναι ανώτερη από εκείνη της Αθήνας, μίλησε ο Γιώργος Ιωάννου σε πολλά πεζογραφήματά του, ενώ ο Ντίνος Χριστιανόπουλος μέσα από τα ποιήματά του ανέδειξε σε χώρους ερωτικούς τις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, το Βαρδάρι και πολλά άλλα στέκια του «λαθρόβιου έρωτα», όπως εκείνος τα αποκαλεί. Αυτός όμως που έδωσε τον ορισμό της Θεσσαλονίκης ως πόλης ερωτικής, μέσα από τα κείμενα και τις ποικίλες συνεντεύξεις του, υπήρξε ο Κωστής Μοσκώφ. Αυτό άρεσε στους Αθηναίους που υιοθέτησαν τον τίτλο και τον διέδωσαν ευρύτερα. Γι’ αυτούς μάλιστα η Θεσσαλονίκη μπορεί πράγματι να είναι μια πόλη ερωτική, αφού όλες οι εκδηλώσεις που γίνονται στη Θεσσαλονίκη, όπως π.χ. το φεστιβάλ κινηματογράφου ή η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου προετοιμάζονται –με το αζημίωτο φυσικά– στην Αθήνα από ειδικούς του κάθε κλάδου, οι οποίοι έρχονται ύστερα στη Θεσσαλονίκη, και  για λόγους ευνόητους την βρίσκουν ερωτική. Τελικά πιστεύω πως ο όρος ερωτική Θεσσαλονίκη τείνει να αποτελέσει, αν ήδη δεν αποτελεί, μια γραφικότητα, ίσως περισσότερο ύπουλη απ’ ότι φανταζόμαστε, αφού εξυπηρετεί και κάποια συμφέροντα. Στα ερωτικά διηγήματα του Σφυρίδη η Θεσσαλονίκη είναι παρούσα ως φόντο χωρίς να προβάλλεται ως ερωτικός ο τόπος όπου εξελίσσονται τα γεγονότα της κάθε ιστορίας. Πρόχειρα αναφέρω ορισμένα γνωστά σε όλους μέρη: Το Σέιχ-Σου (τόπος παλαιόθεν ερωτικός του «υπαίθριου» έρωτα ∙ τη  διπλανή καφετέρια-εστιατόριο του Κέδρινου Λόφου ∙ τις ταβέρνες πίσω από τα κάστρα της Άνω πόλης ∙ υπονοείται και η ταβέρνα της «Δόμνας», στη Άνω Πόλη, στέκι φοιτητικών συναντήσεων και ερωτικών γνωριμιών της δεκαετίας του 1970)∙ το ίδιο και η ταβέρνα του Καφετζίδη, κοντά στη Μονή Βλατάδων αυτή∙  τα μπαρ στην αρχή της οδού Βενιζέλου∙ το «Υποβρύχιο» στέκι-ταβέρνα των φιλάθλων του Π.Α.Ο.Κ και των φοιτητών στην Άνω Τούμπα, όπου τη δεκαετία του 1970 δυο Μικρασιάτες γέροι μουσικοί, ο ένας παίζοντας βιολί κι άλλος λαγούτο τραγουδούσαν ρεμπέτικα τραγούδια και αμανέδες της πατρίδας τους (το θυμάμαι αμυδρά αυτό το στέκι, όταν, έφηβος, ανηφόριζα από τη Μαρτίου στην Τούμπα για να θαυμάσω την ασπρόμαυρη υπερομάδα εκείνης της εποχής)∙ το παραθαλάσσιο χορευτικό κέντρο «Λουξεμβούργο»,  κοντά στη Ανάληψη ∙ το επίσης παραθαλάσσιο κέντρο «Ο βράχος» στην Αρετσού∙ τα Λαδάδικα πριν και μετά την αναπαλαίωσή τους. Και, από τη γύρω περιοχή, ο Χορτιάτης με τις ταβέρνες του και το Καλοχώρι με την αλατόμπαρά του. Τα περισσότερα από αυτά τα μέρη δεν υπάρχουν πλέον. Παραμένουν, όμως, φαίνεται ως ερείπια αναμνήσεων στην ψυχή του συγγραφέα και αναβιώνουν όταν τα βρίσκουμε και τα διαβάζουμε στα διηγήματά του. Θα έλεγα πως πρόκειται για μια «ανακομιδή»  (δανείζομαι τη λέξη από τον τίτλο του διηγήματος Η ανακομιδή του Χαριλάου, που κυκλοφόρησε ως αυτοτελή έκδοση πριν από λίγες μέρες ο Σφυρίδης από τις εκδόσεις Μπιλιέτο του Δημητράκου, στον οποίον και το αφιερώνει, όπου εκεί αναβιώνει ως «ανακομιδή» ολόκληρη η συνοικία στην οποία μεγάλωσε ο Σφυρίδης κι εγώ – κάτι ανάλογο αποτελεί και η δική μου συλλογή διηγημάτων Το ίδιο έργο της ζωής μου, Αλεξάνδρεια, 2002). Πρόκειται για μια «ανακομιδή» τόπων, αισθημάτων και ανθρώπων.

Τελειώνω με μια τελευταία επισήμανση: Ο Σφυρίδης σε ολόκληρη την πεζογραφική του θητεία δεν χρησιμοποίησε τον έρωτα ως ένα βολικό σκαλοπάτι για να μεταπηδήσει σε νέες θεματολογίες, ούτε έγραψε ερωτικά διηγήματα για να προκαλέσει ή να μιλήσει τολμηρά και χυδαία (κατά τα πρότυπα μοντέρνων ερωτικών δημιουργών, που αντιλαμβάνονται τον έρωτα στην τέχνη ως πρόκληση, χρησιμοποιώντας αναλυτικές περιγραφές της σεξουαλικής πράξης). Απεναντίας, η ερωτική περιπέτεια, ο έρωτας για τον Σφυρίδη υπήρξε κάτι που βαθιά τον απασχόλησε επιχειρώντας να προσδιορίσει το μάταιο, το ανέφικτο, το ανικανοποίητο και το παράλογο πολλές φορές των ερωτικών σχέσεων, έτσι που κάθε έρωτας να μοιάζει ή και να είναι ακόμα ένας μικρός θάνατος, όπως μας λέει στο διήγημά του «Οι έρωτες κι ο θάνατος του Πάνου Παπανάκου», με το οποίο κλείνει και το βιβλίο του.

 

 

(το κείμενο εκφωνήθηκε σε μια πρώτη μορφή στην παρουσίαση του βιβλίου του Περικλή Σφυρίδη στον ΙΑΝΟ Θεσσαλονίκης, στις  23/5/2013 και στον ΙΑΝΟ στην Αθήνα, στις 23/9/2013. Συμπεριλαμβάνεται στον Τιμητικό τόμο προς τιμήν του συγγραφέα Μέτρον πάντων άνθρωπος, που τυπώθηκε από τις εκδόσεις Ιανός, στις 10 Οκτωβρίου 2023)

 

_______________________________________________

 

1 Ο Χριστιανόπουλος διατύπωσε μια ασαφή και διφορούμενη άποψη επί του θέματος, στην εκ βαθέων δεκαετή συνομιλία του με τη Σωτηρία Σταυρακοπούλου (Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, Ιανός,  2019). Σε σχετική ερώτηση, απάντησε: «Ο Περικλής είναι μια κλασική περίπτωση, όπως κι εγώ, που θέτουμε θέματα ηθικής τάξεως, επί της ουσίας όμως, όχι στον βρόντο. Εγώ, βέβαια, ακολουθώ μιαν άλλη τακτική, ότι εγώ φταίω. Το λέω με λίγα λόγια, γιατί δεν είναι λίγα λόγια, είναι μια ολόκληρη στάση ζωής. Ο Περικλής, το αντίθετο: αυτές οι κακούργες φταίνε. Δηλαδή, όποιοι τον κατηγόρησαν για μισογυνισμό, ίσως είχαν δίκιο. Τουλάχιστον, νόμιζαν ότι είχαν δίκιο. Δεν μπορώ να ξέρω μέχρι πού φτάνει αυτό το πράγμα. Εγώ δεν πιστεύω ότι ο Περικλής είναι μισογύνης» (σ. 828)

 

 

 

 

ΚΥΟΦΟΡΟΥΣΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ-

ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΙ ΕΡΝΟ

ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ

 

 

(Μια εκ παραλλήλου ανάγνωση της αφήγησης της Annie Ernaux Το γεγονός με το διήγημα του Περικλή Σφυρίδη «Η έκτρωση»)

 

 

Το γεγονός της Ernaux

 

Πρόκειται για μια πυκνή, ολιγοσέλιδη αφήγηση, που, όπως διαβάζουμε στην τελευταία σελίδα, γράφτηκε ανάμεσα στον Φεβρουάριο και τον Οκτώβριο του 1999. Η αφήγηση στο σύνολό της αποτυπώνεται σε τρία χρονικά επίπεδα, που είναι ευδιάκριτα στο βιβλίο. Πρώτον, οι τηλεγραφικού τύπου σημειώσεις-φράσεις-προτάσεις που φύλαξε η συγγραφέας στο συρτάρι της από το 1963 σε ημερολόγιο και ατζέντα αντίστοιχα. Δεύτερο χρονικό επίπεδο η αναπαράσταση του τραυματικού γεγονότος της έκτρωσης αλλά και η καταγραφή μια ολόκληρης εποχής (και μια ολόκληρης νοοτροπίας), εκ των υστέρων. Υπάρχει όμως κι ένα τρίτο χρονικό επίπεδο γραφής, που είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, λειτουργώντας ως μεταλογοτεχνική παρέμβαση: Οι μετά τη γραφή των συμβάντων σκέψεις της Ernaux, που φανερώνουν την απόσταση ανάμεσα στις δύο χρονικές περιόδους (1963 και 1999), ιδωμένη και επεξεργασμένη στην ώριμη, πλέον, συνείδηση της συγγραφέως. Τα σημεία αυτής της τρίτης χρονικής περιόδου είναι ενταγμένα μέσα σε παρενθέσεις, και, κατά τη γνώμη μου, είναι το πιο ουσιώδες και κατασταλαγμένο μέρος της συνολικής αφήγησης, αφού λειτουργούν και ως γέφυρα που συνδέει το παρελθόν με το παρόν.

Το βιβλίο της Ernaux (κυκλοφόρησε από το Μεταίχμιο το 2022) το διακρίνει ακρίβεια λόγου και έκφρασης, στοιχεία που συναντάμε σε σπουδαία βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Είναι ένα βαθιά ειλικρινές και εξομολογητικό βιβλίο. Η συνείδηση της συγγραφέως έχει διευρυνθεί και, βοηθούντων των παλιών σημειώσεών της, ανατρέχει με λεπτομέρειες σε ημερομηνίες, δρόμους, μπαρ, καφέ, ταινίες, οικεία πρόσωπα της εποχής και γεγονότα του παρελθόντος, ζώντας τις στιγμές μια δεύτερη φορά, με την παλιά ένταση. Έτσι, η σαγηνευτική και ειλικρινής αυτή αφήγηση, θαρρείς τραβώντας μπροστά στα μάτια μας το σκοτεινό πέπλο των καιρών, μας τα αποκαλύπτει όλα: Τις σχέσεις της 23χρονης φοιτήτριας της φιλολογίας με τους γονείς της, την «αναπόφευκτη μοίρα της εργατικής τάξης» που ένιωθε να την καθηλώνει, την ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη της από κάποιον αδιάφορο συμφοιτητή της, τον πανικό της για το συμβάν, τις επισκέψεις της σε γιατρούς της εποχής για να βρει λύση, τις επιφυλάξεις των περισσοτέρων από αυτούς στο να τη βοηθήσουν, τα φριχτά στερεότυπα της εποχής για τις εκτρώσεις (σύμφωνα με τη νομοθεσία του 1948 «οι διαπράττοντες εκτρωτικές πράξεις και οι προβαίνουσες σε έκτρωση ή οι συναινούσες σε αυτή γυναίκες υπόκειντο σε ποινή φυλάκισης και επιβολής προστίμου»), το βασανιστικό δίμηνο της αμφιταλάντευσής της για το πώς θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα που βίωνε, τη σχεδόν νατουραλιστικού τύπου περιγραφή της έκτρωσής της από μια γριά «αγγελοποιό» σε κάποιον αδιέξοδο (πετυχημένος ο συμβολισμός του επιθέτου, που παρέπεμπε στην ψυχική κατάσταση της ηρωίδας) δρόμο της πόλης όπου ζούσε, μετά η εισαγωγή της σε νοσοκομείο έχοντας ως καρτέλα ασθενούς τη φράση «κυοφορούσα μήτρα» για να σώσει τη ζωή της, όλα τα παραπάνω οδηγούν στο ίδιο σημείο-στόχο: Στην αναβίωση της τραυματικής περιπέτειας του παρελθόντος διά της γραφής και στο οριστικό ξερίζωμά της από τη συνείδηση της ηρωίδας-συγγραφέως.

Στη σελίδα 105 η Ernaux συνοψίζει θαυμάσια την απόφασή της να μετουσιώσει την εμπειρία της σε βιβλίο ως εξής:

«Απάλλαξα τον εαυτό μου απ’ το μοναδικό αίσθημα ενοχής που ένιωσα για το “γεγονός”: το ότι συνέβη σε μένα κι εγώ δεν έκανα τίποτε γι’ αυτό. Σαν ένα δώρο που παίρνεις και το χαραμίζεις. Απ’ όλους τους κοινωνικούς και ψυχολογικούς λόγους με τους οποίους μπορώ να εξηγήσω το παρελθόν, για έναν είμαι απόλυτα σίγουρη: όλα αυτά συνέβησαν σε μένα έτσι ώστε να μπορώ να τα εξιστορήσω. Πιθανόν ο αληθινός σκοπός της ζωής μου να είναι μόνον αυτός: το σώμα μου, οι αισθήσεις μου, οι σκέψεις μου να γίνουν γραφή, με άλλα λόγια, κάτι το κατανοητό και το οικουμενικό, κι έτσι η ύπαρξή μου να διαλυθεί μες στη ζωή και στο πνεύμα των άλλων.»

 

 

«Η έκτρωση» του Περικλή Σφυρίδη

 

Ο Περικλής Σφυρίδης (1933) είναι βιωματικός πεζογράφος. Ηλικιακά δεν απέχει και πολύ από την Ernaux. Το διήγημά του «Η έκτρωση» συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή του Το τίμημα (Διαγώνιος, 1982), οπότε, χρονολογικά, η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας απέχει σχεδόν 20 χρόνια από την περιπέτεια της Ernaux. Η συγγραφέας και πανεπιστημιακός Σωτηρία Σταυρακοπούλου, που ασχολείται εδώ και χρόνια με το έργο του Σφυρίδη, κατέταξε το εν λόγω διήγημα στον τόμο ΤΑ ΕΡΩΤΙΚΑ διηγήματα του Περικλή Σφυρίδη (Ιανός, 2013), αφού η ιστορία στον πυρήνα της εμπεριέχει μια ερωτική ματαίωση του συγγραφέα-αφηγητή. Εν ολίγοις η ιστορία: Η Μαίρη, μια κοπέλα γύρω στα δεκαοχτώ που τραγουδά στο «Λουξεμβούργο» –παλιό κοσμικό στέκι της Θεσσαλονίκης– πλησιάζει, μέσω ενός φίλου της, τον παθολόγο Πέτρο (σύνηθες προσωπείο του Σφυρίδη στα διηγήματά του) παραπονούμενη για πόνους στην κοιλιά της. Ο Πέτρος κολακευμένος και γοητευμένος από την προκλητική και ναζιάρα κοπέλα τής παρέχει ιατρική φροντίδα, κοιμάται και μαζί της σε δωμάτιο ξενοδοχείου, όμως η Μαίρη τού γίνεται φορτική. Τελικώς αποκαλύπτεται πως είναι έγκυος – όχι φυσικά από τον Πέτρο. Ο φιλότιμος, αισθηματίας Πέτρος την βοηθά επισκεπτόμενος μαζί της φίλο του γιατρό στην Αθήνα, για να κάνει έκτρωση, αναλαμβάνοντας όλα τα έξοδα της παράνομης διαδικασίας. Η περιγραφή της έκτρωσης κι εδώ άκρως ρεαλιστική. Εδώ, επειδή βρισκόμαστε στην αρχή της δεκαετίας του ’80, τα μέσα του γυναικολόγου που ανέλαβε την πράξη είναι πιο σύγχρονα της γριάς «αγγελοποιού» της Ernaux. Η ιατρική πράξη γίνεται με νάρκωση, με κηρία για τη διαστολή της μήτρας, μαιευτική λαβίδα που τραβά το έμβρυο και ξέστρο για την απόξεση. Στην περίπτωση της Ernaux του 1963 οι μέθοδοι ήταν πιο πρωτόγονοι και επίφοβοι: σαπουνόνερο, ιατρικές βελόνες και επέμβαση δίχως νάρκωση, ενώ η απόξεση της μήτρας γινόταν σε νοσοκομείο και μόνο αν υπήρχαν επιπλοκές στην επέμβαση – όπως και συνέβη στην περίπτωση της αφηγήτριας-συγγραφέως. Η εξέλιξη του διηγήματος του Σφ. ήταν τραυματική για τον αφηγητή όχι όμως και για την κοπέλα. Η κοπέλα, που ο Πέτρος την είχε ερωτευτεί, κατά τον συγγραφέα «τον είχε χρησιμοποιήσει κι ύστερα τον πέταξε σαν μεταχειρισμένη καπότα, κι από πάνω τον άφησε και πανί με πανί». Ο Πέτρος, στο τέλος, κρατά για λογαριασμό του μια δερμάτινη τσάντα που σκόπευσε να κάνει δώρο στη Μαίρη, «μέχρι που τη χάρισε σε κάποια νοσοκόμα που του κράτησε ένα βράδυ συντροφιά».

Το διήγημα είναι καλογραμμένο, ζωντανό, με ζουμερούς διαλόγους, ενώ το μοτίβο του θυμίζει κι άλλα ερωτικά διηγήματα του ίδιου συγγραφέα, όπου στο τέλος συνήθως κάποια επιτήδεια και φιλόδοξη γυναίκα παραπλανά και φέρεται με ανειλικρίνεια στον αισθηματία, αλτρουιστή και φιλότιμο γιατρό-αφηγητή, που νιώθει αδικημένος. Μοτίβο σύνηθες για τον Θεσσαλονικιό πεζογράφο σε κάποια κείμενά του. Το διήγημα είναι γραμμένο από την αντρική οπτική (πώς θα γινόταν άλλωστε), δηλαδή του ίδιου του συγγραφέα που αφενός βιώνει την έκτρωση της Μαίρης ως σφαγή –ο ήρωας, αν και γιατρός, είναι άμαθος στην παρακολούθηση τέτοιων ιατρικών πράξεων–, αφετέρου βιώνει τη σχέση του με τη Μαίρη ως ναυάγιο και αποτυχία. Ενδιαφέρον έχει η περιγραφή της βοηθού του μαιευτήρα γιατρού, αλλά και του ίδιου του γιατρού, που παραπέμπουν στην αντίστοιχη περιγραφή της Ernaux με τη γριά «αγγελοποιό» της Γαλλίας. Γράφει ο Σφ. για τη μαμή: «Ήταν μια γριά –προφανώς μαμή– με μια άσπρη λερωμένη ποδιά. Η εμφάνισή της θύμισε στον Πέτρο καθαρίστρια οίκου ανοχής». Και παρακάτω σκιτσάρει τον μαιευτήρα γιατρό ως εξής: «Πίσω από ένα σκαλιστό καρυδένιο γραφείο, φορτωμένο με λογής λογής αντικείμενα, κάθονταν ο μαιευτήρας. Ήταν ξερακιανός, καμπούρης και άσχημος. Δυο χοντρά γυαλιά στηρίζονταν πάνω σε μια πλατσουκωτή μύτη με φαρδιά ρουθούνια. Ο Πέτρος τον υπολόγισε γύρω στα εξήντα πέντε». Άλλο ενδιαφέρον σημείο της αφήγησης το ότι ο Πέτρος παρουσιάζει παντού τη Μαίρη ως ανιψιά του, ίσως για να μην προκαλέσει τον κοινωνικό περίγυρο, αν και όλοι καταλαβαίνουν περίπου τι έχει συμβεί. Ωστόσο ο Σφ. αυτοσαρκάζεται επ’ αυτού λέγοντας, σε τρίτο πάντα πρόσωπο, για τον Πέτρο: «Κοινωνική υποκρισία ή φοβόταν μήπως ο φίλος του νομίσει ότι αυτός ήταν ο δράστης;» Τέλος, άκρως αποκαλυπτική αλλά και αφόρητα κυνική η άποψη του γέρου μαιευτήρα, που μέσα από τη σκληρή αλήθεια των λεγομένων του θίγεται το εν Ελλάδι ζήτημα των εκτρώσεων, τη δεκαετία του ’80, άποψη που προσδίδει και κοινωνική διάσταση στο ωραίο αυτό ερωτικό διήγημα (μιλά ο μαιευτήρας στον Πέτρο):

«Μόλις κλείσει ο τρίτος μήνας, οι αξιότιμοι συνάδελφοι θυμούνται αμέσως την υψηλή αποστολή του μαιευτήρα να φέρνει στον κόσμο παιδιά. Μέχρι τον δεύτερο μήνα, κανείς δεν λέει όχι, θαρρείς και τότε δεν σκοτώνονται έμβρυα. Αλλά το παραδάκι είναι γλυκό και μάλιστα αφορολόγητο. Μετά τον τρίτο μήνα όμως δεν έχουν ιδέα πώς γίνεται ακίνδυνα μια έκτρωση και επικαλούνται τα ανθρωπιστικά τους ιδεώδη. Τις στέλνουν λοιπόν σε κάτι πεπειραμένους σαν και μένα, φροντίζοντας ταυτόχρονα να μας συκοφαντούν για να μην τους πάρουμε την πελατεία. Καταλαβαίνεις;»

 

 

Συνοψίζοντας

 

Στα δύο αυτά, διαφορετικά μεταξύ τους ως προς την οπτική, το ύφος και τη στόχευση του μηνύματος, κείμενα, η πράξη της άμβλωσης διαφέρει. Στην περίπτωση της Ernaux η αποτύπωση της άμβλωσης έχει «ηρωικό» χαρακτήρα, αφού η συγγραφέας απαλλάσσεται εν μέρει από το τραύμα, εξιστορώντας μας τα γεγονότα, ακόμα και από τη χρονική απόσταση των 26 χρόνων. Στην περίπτωση του Σφ. η έκτρωση ισοδυναμεί με σφαγή και ταυτίζεται με τη συναισθηματική κατάσταση μόνο του ήρωα, αφού για τη νεαρή γυναίκα ήταν μια πράξη ρουτίνας, κάτι που έπρεπε να γίνει για να συνεχίσει την καριέρα της. Η Ernaux μιλά από πρώτο χέρι για κάτι που βίωσε στο σώμα της, ενώ ο Σφ., ως τριτοπρόσωπος αφηγητής, εξιστορεί μια περιπέτεια που την άμβλωση την υφίσταται –και μάλιστα κάτω από τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις και συνθήκες, που τις εξασφάλισε ο γιατρός-αφηγητής– ένα «άμυαλο» και «πονηρό» κορίτσι της εποχής του. Η λογοτεχνία όμως –ας μην το ξεχνάμε αυτό– λέει πάντα τη μισή αλήθεια, ή, καλύτερα, την αλήθεια του εκάστοτε συγγραφέα που την επικαλείται. Αυτή τη συχνά υποκειμενική αλήθεια του συγγραφέα –κάποτε κάποτε και ιδεολογικά αυτοεπιβαλλόμενη– θα πρέπει να σταθμίσουν οι θεσμοί, οι κρατικές δομές και ο παγκόσμιος οργανισμός της υγείας, δίνοντας αφενός το αναφαίρετο δικαίωμα στη γυναίκα για αυτοδιαχείριση του σώματός της, που είναι προφανές, πάντα όμως ενημερώνοντας για τα μέτρα προφύλαξης και αντισύλληψης τους νέους, κυρίως, ανθρώπους, για να μην κινδυνεύουν συχνά ανθρώπινες ζωές ή για να μη φωλιάζουν τα «γεγονότα» επί μακρόν στο σώμα και στην ψυχή των ανθρώπων.

(book press, Οκτώβριος 2022)

 

 

 

ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ

 

 

Περικλής Σφυρίδης, Καρκίνος, μυθιστόρημα, Εστία, 2018, σελ. 169

 

 

Στο τελευταίο μυθιστόρημα του Π. Σφυρίδη με τον τίτλο Καρκίνος (Εστία, 2018) ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος ακολουθεί μια πρωτότυπη αφηγηματική τεχνική. Με το εύρημα κάποιου (κάποιας) φανταστικού δημοσιογράφου που του παίρνει συνέντευξη αφηγείται περιστατικά καρκίνου που αντιμετώπισε στη ζωή του ως γιατρός παθολόγος-καρδιολόγος, και το πώς πέρασε η συγκεκριμένη ασθένεια στην πεζογραφία του αλλά και στη ζωή του. Η αφήγηση είναι μεστή και χειμαρρώδης. Ο Σφ., πατώντας πάντα γερά στο προσωπικό βίωμα, ξεδιπλώνει στη μνήμη του περιστατικά καρκίνων που τον χάραξαν – φίλοι, συγγενείς, ομότεχνοι, αγαπημένα πρόσωπα που χτυπήθηκαν από την ασθένεια – ενώ ο συγγραφέας, με την ιδιότητα του γιατρού, τους παραστεκόταν στον αγώνα τους, που κάποιες στιγμές καταντούσε μαρτύριο. Συγκλονιστική η λογοτεχνική αποτύπωση του πρώτου περιστατικού καρκίνου που αντιμετώπισε το 1961 ως ειδικευόμενος γιατρός στο, άλλοτε, Λαϊκό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης – μια πρωτοετής φοιτήτρια της Φιλοσοφικής, «με γαλανά μάτια και ξανθά πλούσια μαλλιά που χύνονταν ανέμελα στους σμιλεμένους ώμους της», που θύμισε στον συγγραφέα Καρυάτιδα. Οι τύψεις για τη συμπεριφορά του μετά τον θάνατό της που αλλοίωσαν τρόπον τινά την αισθητική αρτιότητα της μορφής της, έκαναν αυτό το παραχωμένο στη συνείδηση του συγγραφέα περιστατικό να βγει στην επιφάνεια για να ανακουφιστεί κάπως ο ίδιος, αφηγούμενός το, χρόνια μετά. Και το γαϊτανάκι των περιστατικών καρκίνου στο βιβλίο συνεχίζεται: Η καρκινοπαθής ηρωίδα του διηγήματος «Το πάρτι» που αντιδρά αλλοπρόσαλλα μα κατά βάση σοφά, η περιπέτεια της υγείας του πανεπιστημιακού φίλου του συγγραφέα Πάνου Μουλλά που κούραρε και στήριξε ο Σφ. μέχρι τα υστερνά του (περιστατικό καρκίνου του παγκρέατος), ο κουμπάρος του συγγραφέα που πεθαίνει από την ίδια πάθηση το 2003, ο πατέρας του συγγραφέα, η γυναίκα του και εικαστικός-ζωγράφος Φρίντα Σφυρίδη που πεθαίνει από καρκίνο στις ωοθήκες τον Φεβρουάριο του 2016, αλλά κι άλλες εμβόλιμες περιπτώσεις γνωστών ή φίλων, μαζί με εγκιβωτισμένα παλιότερα αφηγήματα του συγγραφέα, συνιστούν άτυπα μέρη μιας ενιαίας και αδιαίρετης αφήγησης, που κορυφώνεται – όπως συμβαίνει και στο μυθιστόρημά του Μεταμόσχευση νεφρού – με τις επιπτώσεις που είχαν τα παραπάνω περιστατικά – εν προκειμένω, ως απόληξη, αυτό της γυναίκας του – στον οικογενειακό του περίγυρο και στον ίδιον προσωπικά. Όπως τα ήσυχα νερά μιας λίμνης ταράσσονται από το χτύπημα μιας πέτρας δημιουργώντας ομόκεντρους κύκλους που όλο και απλώνονται στην επιφάνεια, έτσι και ο καρκίνος κλονίζει περιοδικά την οικογενειακή και προσωπική γαλήνη του συγγραφέα, ιδιαίτερα με κλυδωνισμούς στη σχέση του με τον έναν γιο του, ο οποίος, αρκετά καθυστερημένα στη ζωή του, αποφασίζει να κάνει τη δική του «πατροκτονία» καταθλίβοντας τον αφηγητή. Ο Σφ. έχοντας στην πλάτη του την εμπειρία πολλών καρκίνων πελατών του ως γιατρός, έχοντας ως σκευή την ανθρωπιά του και τα ιατρικά του διηγήματα (και μυθιστορήματα), αλλά έχοντας δοκιμαστεί κι απ’ τον χαμό της ίδιας της γυναίκας του από την ειδεχθή ασθένεια, σαρκάζει στο τέλος τον θεσμό και τη σύμβαση της οικογένειας, κλείνοντας το μυθιστόρημά του με την καυστική, σχεδόν βιτριολική, φράση που του είπε κάποτε ο γραφίστας, τυπογράφος και ποιητής Κάρολος Τσίζεκ, φίλος του κι αυτός, που ήταν η παρακάτω: «Κάνεις λάθος» απάντησε (υπονοείται ο Τσίζεκ). «Η οικογένεια είναι καλή και χρήσιμη. Ξέρεις γιατί; Διότι μας απαλλάσσει από το άγχος του θανάτου. Τον θεωρούμε λύτρωση».

 

(book press, Μάρτιος 2019)

 

 

 

 

ΔΡΟΜΟΙ ΚΑΙ ΑΛΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ

 

 

Περικλής Σφυρίδης, ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ, διηγήματα, εισαγωγή-επιμέλεια Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2016, σελ. 500

 

Μετά τη σύνοψη των ερωτικών (Ιανός, 2013) και των ζωοφιλικών διηγημάτων του (Εστία, 2014) σε ξεχωριστούς τόμους, ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος Περικλής Σφυρίδης (1933) συγκεντρώνει σε ξεχωριστό βιβλίο και τα κοινωνικά του διηγήματα (Εστία, 2016), δηλαδή εκείνα που πραγματεύονται κοινωνικά ζητήματα είτε από τον χώρο της ιατρικής, που, από πρώτο χέρι, γνώρισε ως ιατρός καρδιολόγος, είτε από την «περιπέτεια» της ζωή του. Τα διηγήματα αυτά καλύπτουν ένα χρονικό άνυσμα σαράντα χρόνων, από το 1977 έως το 2016, ενώ δύο διηγήματα, το «Θανατηφόρος γραφειοκρατία» (έχει έκταση νουβέλας) και το «Ημερολόγιο», δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά.

Η επιμέλεια του όλου εγχειρήματος έγινε από την καθηγήτρια πανεπιστημίου και συγγραφέα Σωτηρία Σταυρακοπούλου, η οποία επιμελήθηκε και τους προηγούμενους δύο τόμους, γράφοντας και αναλυτικές εισαγωγές σε κάθε βιβλίο. Ειδικότερα, στα Ζωοφιλικά προηγείται των δώδεκα διηγημάτων μια εκτενέστατη μαρτυρία του Σφυρίδη, με τίτλο «Πώς μέσα από τα ζώα γνώρισα τους ανθρώπους», η οποία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά. Η εισαγωγή της Σταυρακοπούλου στα Κοινωνικά διηγήματα, εκτενής πάλι, τριάντα περίπου σελίδων, αναφέρεται διεξοδικά, σχεδόν στο σύνολο των διηγημάτων του τόμου, αλλά και στην άκρως θετική απήχηση που είχαν αυτά από την κριτική. Τον παρόντα τόμο ο συγγραφέας τον αφιερώνει στη μνήμη της πρόσφατα εκλιπούσης συζύγου του, της ζωγράφου Φρίντας Σφυρίδη, έργο της οποίας κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου.

Για τις ανάγκες της τιθάσευσης αυτού του μεγάλου υλικού η Σταυρακοπούλου μοιράζει τα 57 διηγήματα του τόμου σε δύο ευδιάκριτες κατηγορίες. Στο πρώτο μέρος «Από τη “θητεία” στην Ιατρική» περιλαμβάνονται τα «Ιατρικά» διηγήματα του συγγραφέα και περιέχονται στις ενότητες-συλλογές του «Μισθός ανθυπιάτρου» και «Από πρώτο χέρι». Ακολουθούν ακόμα δύο εκτενή διηγήματα που δημοσιεύτηκαν σε μεταγενέστερα βιβλία του συγγραφέα. Γι’ αυτά τα διηγήματα η Σταυρακοπούλου σχολιάζει στη σελ. 15 της εισαγωγής της: «Θέλει “κότσια” να περνάς στη λογοτεχνία τα “άπλυτα” του επαγγέλματος που ασκείς». Ο Σφυρίδης με τόλμη και μαστοριά θίγει σοβαρά θέματα που άπτονται του επαγγέλματός του, με απήχηση στον κοινωνικό ιστό, όπως το ζήτημα της ευθανασίας στους ασθενείς με ανίατες παθήσεις, το «φακελάκι» των γιατρών και εν γένει τη διαφθορά του ιατρικού συστήματος της χώρας μας, το AIDS ως κοινωνικό αλλά και διαπροσωπικό στίγμα στις οικογενειακές σχέσεις, τις μεταμοσχεύσεις νεφρού και όλο το σκηνικό εκμετάλλευσης των ασθενών από κρατικές παραλείψεις ή ιδιοτελείς επικερδείς σκοπιμότητες. Κάποια από αυτά τα θέματα ίσως φαντάζουν σήμερα κοινά και κάπως «πολυφορεμένα», ιδίως λόγω του Τύπου και της διεξοδικής δημοσιογραφικής τους κάλυψης, όμως, την εποχή που τα έγραφε ο Σφυρίδης ήταν πρωτόγνωρα για τα ελληνικά δεδομένα και ο πεζογράφος ήταν πρωτοπόρος και ιδιαίτερα τολμηρός στη λογοτεχνική αποτύπωσή τους και στην αποκάλυψή τους στο ευρύ αναγνωστικό κοινό.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που ο συγγραφέας το ονόμασε «Από την “περιπέτεια” της ζωής», περιέχονται και κείμενα σε έκταση νουβέλας («Η ψυχή του μπαρμπα-Ανδρέα αναβλύζει», «Στη μνήμη του Αλμπέρτου Ναρ και του άλλου Αλμπέρτου», «Θανατηφόρος γραφειοκρατία»). Κάποια από τα θέματα που θίγονται σ’ αυτό το δεύτερο μέρος: Η προσαρμογή της ελληνικής κοινωνίας στις αλλαγές που επέφερε ένας άκριτος καταναλωτισμός («Το σούπερ μάρκετ»), η ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου τη δεκαετία του 1970 – φαινόμενο αστυφιλίας («Χριστούγεννα στο Πήλιο»), το σοβαρό πρόβλημα των ναρκωτικών και η υποκρισία που κρύβεται πίσω από την υποτιθέμενη λύση του («Η διάλεξη» και «Πώρωση»), η παράκρουση και ο παραλογισμός του στρατού («Ακαταμάχητος εκβιασμός»), η ενηλικίωση και η μελαγχολική σύγκριση της εποχής της νεότητας με το σήμερα («Πώς έγινα άντρας», «Δρόμοι και άλματα»), τον θεσμό της αντιπαροχής οικοπέδων με διαμερίσματα, που χρησιμοποιήθηκε έντονα στην Ελλάδα κατά τη μεταπολεμική περίοδο, ιδωμένο από πολλές πλευρές με πολλαπλή και πολυδιάστατη προσέγγιση (η Σταυρακοπούλου επισημαίνει πως οι επιπτώσεις του εν λόγω φαινομένου είναι εμφανείς στο σύνολο σχεδόν του πεζογραφικού έργου του Σφυρίδη, ακόμη και στα ερωτικά του διηγήματα), η νοερή επικοινωνία ζώντων και τεθνεώτων («Ανακομιδή του Χαριλάου», «Η ψυχή του μπαρμπα Ανδρέα αναβλύζει» – μια τάση, γνώριμη στους Θεσσαλονικιούς λογοτέχνες, που φαίνεται πως διαμορφώθηκε και στον Σφυρίδη με τον θάνατο του φίλου του, ποιητή, Γιώργου Βαφόπουλου, τον οποίον ο ίδιος δυσκολεύτηκε να αποδεχθεί· για «το ρίγος του υπερβατικού» μίλησε εύστοχα η εξαίρετη κριτικός Μάρη Θεοδοσοπούλου, η οποία έφυγε από την ζωή πρόσφατα και πρόωρα), η γραφειοκρατία που μολύνει, ταλαιπωρεί κι εντέλει καταστρέφει τη ζωή μας («Θανατηφόρος γραφειοκρατία»), η ματαιοδοξία και η μωροφιλοδοξία ανθρώπων του πνεύματος που διολισθαίνουν πνευματικά στην επαιτεία της απονομής κρατικών βραβείων («Τα βραβεία», ένα διήγημα που δυσαρέστησε – αδίκως κατά τη γνώμη μου – κάποιους κριτικούς και συγγραφείς που αναγνώρισαν ως ήρωα του εν λόγω διηγήματος γνωστό πεζογράφο της Θεσσαλονίκης), η έλευση οικονομικών μεταναστών στη χώρα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης («Ο κουμπάρος μου Βασίλη(ς) Λέκα(ς)», η ναζιστική θηριωδία του Ολοκαυτώματος και η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης («Στη μνήμη του Αλμπέρτου Ναρ και του άλλου Αλμπέρτου») και η φιλοσοφική ενατένιση του θανάτου («Ο Ζεμπέκος», «Το πάρτι», «Το ταξίδι») αλλά και το συγκλονιστικό ακροτελεύτιο διήγημα του τόμου («Ημερολόγιο», όπου εξομολογείται άκρως αποκαλυπτικές σκηνές του οικογενειακού του βίου και τελειώνει με την αρρώστια και το θάνατο της συζύγου του) – πιστεύω οι πιο δυνατές διηγηματογραφικές στιγμές του Σφυρίδη, διηγήματα πολυεπίπεδα και μεστά, ισάξια σε γραφή και ποιότητα με τις νουβέλες του Φίλιπ Ροθ περί θνητότητας, γηρατειών και θανάτου.

Ο Σφυρίδης, καθαρόαιμος διηγηματογράφος (παρότι ξεκίνησε το 1974 με ποιήματα και έχει επίσης γράψει δύο εκτενή μυθιστορήματα, τα Ψυχή μπλε και κόκκινη και Μεταμόσχευση νεφρού), ως γνήσιος εκφραστής αυτού που λέμε στη λογοτεχνία μικρή φόρμα (με τη διευρυμένη έννοια του όρου) αποτυπώνει με εξαιρετική αμεσότητα, πυκνότητα και καθαρότητα τα βιώματά του, τόσο σε κείμενα μιας ανάσας (ενσταντανέ ή μικρά πεζά) όσο και σε μεγάλης έκτασης διηγήματα, που προσεγγίζουν τη νουβέλα (ή είναι νουβέλες). Είναι βιωματικός συγγραφέας, στα όρια της αυτοβιογραφίας. Παρότι η κριτική οφείλει να κρατά πάντα αποστάσεις ανάμεσα στον αφηγητή και στον συγγραφέα ενός κειμένου, ο Σφυρίδης ανατρέπει αυτή τη σύμβαση, αφού στη συντριπτική πλειοψηφία των διηγημάτων του αφηγητής και συγγραφέας ταυτίζονται. Η γραφή του πάντα διακρίνεται από καθαρότητα λόγου, εξομολογητική διάθεση, ζουμερούς διαλόγους, εκφραστική λιτότητα, ειλικρίνεια και ευθύτητα. Μακριά από νεωτερικού τύπου ελαφρότητες, ακρότητες και ευκολίες, γοητεύει και συγκινεί τον αναγνώστη που αποζητά την αληθινή λογοτεχνία, δίχως ιδεολογικού ή θεωρητικού τύπου εμμονές, προσκολλήσεις και ιδεοληψίες. Αλλά ας κλείσει αυτό το κείμενο η άκρως ενδιαφέρουσα άποψη της Μάρης Θεοδοσοπούλου για τον διηγηματογράφο Περικλή Σφυρίδη, διατυπωμένη στις 17 Φεβρουαρίου του 2002, στην εφημερίδα Η Εποχή, στην οποία αρθρογραφούσε, και την οποία επικροτώ απολύτως: «Ο Σφυρίδης δεν νεωτερίζει και, καθώς προχωρούν τα χρόνια, μας δίνει όλο και πιο ενδιαφέροντα διηγήματα, που προβάλλουν ακόμη σημαντικότερα σε εποχή πεζογραφικής πληθώρας μεν, ωστόσο ξηρασίας. Ο Π. Σφυρίδης είναι από τους ελάχιστους που ανθίσταται στην εκπόρνευση του διηγήματος».

 

(book press, Ιανουάριος 2017)

 

 

 

 

ΦΡΙΝΤΑ ΣΦΥΡΙΔΗ, Η ΖΩΓΡΑΦΟΣ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ

 

Περικλής Σφυρίδης, ΦΡΙΝΤΑ ΣΦΥΡΙΔΗ η ζωγράφος της Σκύρου, λεύκωμα, ιδίοις αναλώμασιν, Θεσσαλονίκη, 2017, σελ. 104

 

Η Φρίντα Σφυρίδη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1937. Εργάστηκε ως δασκάλα ζωγραφικής στα ιδιωτικά σχολεία της Θεσσαλονίκης «Μακεδονικά Εκπαιδευτήρια» και «Πρότυπα Εκπαιδευτήρια», παρουσιάζοντας κάθε χρόνο εκθέσεις ζωγραφικής των μαθητών της. Ζωγράφιζε η ίδια από μικρή και ευτύχησε, στη διάρκεια της καλλιτεχνικής της πορείας, να γνωρίσει τρεις σημαντικούς ζωγράφους της Θεσσαλονίκης, από τους οποίους επηρεάστηκε καλλιτεχνικά. Τον κατ’ εξοχήν δάσκαλό της, τον Στέλιο Μαυρομάτη, στο ατελιέ του οποίου διδάχτηκε την τεχνική της ακουαρέλας και την τεχνοτροπία της «μεικτής τεχνικής». Τον Πάνο Παπανάκο, από τον οποίο διδάχτηκε τον τρόπο με τον οποίον εκείνος δούλευε τις τέμπερες στα έργα του. Και τον ζωγράφο και γραφίστα Κάρολο Τσίζεκ, που, με τα έργα του της απλής ή της πολλαπλής μονοτυπίας, έδωσε ώθηση στις καλλιτεχνικές της αναζητήσεις. Η επίδραση του έργου των τριών προαναφερθέντων προσώπων ξεχωριστά υπήρξε γόνιμη και δημιουργική στο έργο της Φρίντας Σφυρίδη, κάνοντάς την να κατακτήσει η ίδια ένα απόλυτα προσωπικό ύφος.

Ένα χρόνο μετά τον θάνατο της Φ. Σ. από καρκίνο (2016), δηλαδή το 2017, ο σύντροφός της στη ζωή και σημαντικός πεζογράφος και κριτικός Περικλής Σφυρίδης, ετοίμασε, ιδίοις αναλώμασιν, ένα λεύκωμα με πίνακες της Φρίντας, ταξινομημένες ανά θεματική ενότητα, με βιογραφικά στοιχεία της ζωγράφου, εκτενές τεχνοκριτικό κείμενο (με στοιχεία μαρτυρίας) του ίδιου για τη ζωγραφική της και, τέλος, με δύο αυτοσχόλια της ίδιας της ζωγράφου για το συνολικό της έργο.

Από το εκτενές, μεστό και κατατοπιστικό κείμενο του Π. Σ. – ο ίδιος, εκτός από πεζογράφος και κριτικός λογοτεχνίας, έχει τυπώσει και βιβλία τεχνοκριτικής, κυρίως για ζωγράφους της Θεσσαλονίκης – σημειώνω και επικεντρώνομαι στις παρακάτω διαπιστώσεις (ή και πληροφορίες) αναφορικά με το έργο της Φ. Σ.

* Υπήρξε αυτοδίδακτη ζωγράφος, και εμφανίστηκε καλλιτεχνικά στη δεκαετία του 1970, με ακουαρέλες.

* Η πρώτη ζωγραφική της περίοδος χαρακτηρίζεται από μια ιμπρεσιονιστική διάθεση, αφού προσπαθούσε να αποδώσει εικαστικά τη φευγαλέα συγκίνηση που της προκαλούσαν τα λουλούδια σε γλάστρες ή ανθοδοχεία ή ανθισμένα κλωνάρια οπωροφόρων δέντρων ή αγριολούλουδα (σ. 9)

* Άρχισε να παρουσιάζει τα έργα της από το 1976 σε ομαδικές εκθέσεις στη Μικρή Πινακοθήκη «Διαγώνιος» του Ντίνου Χριστιανόπουλου – όλοι, πλέον, αντιλαμβάνονται πως ο αυστηρός και τελειομανής ποιητής της Θεσσαλονίκης δεν θα επέτρεπε την έκθεση έργων στην πινακοθήκη του κάποιων δημιουργών, που, τουλάχιστον, δεν είχαν να παρουσίαζαν (αν όχι κάτι το εξαιρετικό) τουλάχιστον κάτι το ξεχωριστό και το ενδιαφέρον. Εκεί πραγματοποίησε και την πρώτη ατομική της έκθεση  το 1983 με λουλούδια (ακουαρέλες). 

* Από τη δεκαετία του ’80, η Φ. Σ. νιώθει την ανάγκη ν’ απαθανατίσει ζωγραφικά όλα τα ξωκλήσια της Σκύρου – τόπος καταγωγής του πατέρα του Π. Σ., που τον αγάπησε και τον αισθάνθηκε και η ίδια ως δικό της τόπο, αφού εκεί η οικογένεια Σφυρίδη έχει το εξοχικό της κατάλυμα, κι  η ζωγράφος στο νησί έμενε, για χρόνια, από την άνοιξη έως το φθινόπωρο – κάτι για το οποίο «συνέβαλε καθοριστικά η γνωριμία της με τον Παπανάκο, που και αυτός, στη ζωγραφική του πορεία, είχε ακολουθήσει αυτόν τον τρόπο∙  αγαπούσε επίσης τη θρησκευτική μας παράδοση κι έχει δημιουργήσει μια παρόμοια ενότητα από εκκλησίες, ξωκλήσια και προσκυνητάρια» (σ. 11). Το ότι η Φ. Σ. κατόρθωσε μια πετυχημένη σύζευξη του εικαστικού της στόχου με τα προσωπικά συναισθήματα που της προσέφερε το κάθε ξωκλήσι που ζωγράφιζε, κατά τον Σφυρίδη, ίσως οφείλεται πως, πέρα από προσωπική ευαισθησία, γνώριζε την ιστορία που κουβαλούσε το κάθε ξωκλήσι, έχοντας, επιπλέον, συμμετάσχει πολλές φορές σε λειτουργίες που γίνονταν στα ξωκλήσια αυτά (σ. 12). (Εδώ, ο Σφυρίδης ως καθαρά βιωματικός πεζογράφος, επιχειρεί, και με την ιδιότητα του τεχνοκριτικού, ν’ αναδείξει την καταλυτική σημασία του βιώματος και σ’ ένα έργο ζωγραφικής)

Μια άλλη θεματική ενότητα του έργου της Φ. Σ. είναι το Σκυριανό καρναβάλι και οι Γέροι, οι Κορέλες και οι Φράγκοι. Ο Π. Σ. κάνει μια διεξοδική αναφορά στα σκυριανά αυτά έθιμα για να μπορέσει ο μελετητής της ζωγραφικής της Φ. Σ. (ή και ο απλός φιλότεχνος) να αντιληφθεί και να νιώσει περισσότερο τόσο τη θεματική επιλογή της ζωγράφου όσο και τον ψυχισμό της, που αντανακλάται στα συγκεκριμένα έργα της. Το ίδιο κάνει, παρακάτω, και για τα Σκυριανά αλογάκια – μια ακόμη θεματική ενότητα των έργων της ζωγράφου. Τα έργα των δύο αυτών ενοτήτων η Φ. Σ. τα παρουσίασε το 1998 και 2001 αντίστοιχα στην αίθουσα εκθέσεων του Πνευματικού Κέντρου της Σκύρου.

Η σημαντικότερη, κατά τη γνώμη μου, καλλιτεχνική στιγμή του συνολικού έργου της Φ. Σ. είναι η ενότητά της «Καΐκια και βάρκες» (Ιανός Θεσσαλονίκης, 2004). Στους πίνακες αυτούς, που απουσιάζει παντελώς το ανθρώπινο στοιχείο, αναδεικνύεται εντυπωσιακά η εγκατάλειψη, ο παροπλισμός, η αποσάθρωση των υλικών πραγμάτων (και, κατ’ επέκταση, των ανθρώπων που απουσιάζουν), αλλά και η περιπλάνηση, η μοναξιά, η ανθρώπινη μοίρα εν γένει, και αυτή η αιώνια περιδιάβαση του ανθρώπινου βλέμματος πάνω στο δίπολο ζωή-θάνατος. Γράφει, στη σελ. 19, ο Π. Σ.: «Βάρκες, λοιπόν, σε ήσυχα νερά και ήρεμα λιμανάκια ή ακρογιάλια που αναδίδουν μια εσωτερική γαλήνη, βάρκες σε φουρτουνιασμένο πέλαγος που προκαλούν αισθήματα κινδύνου ή φόβου, σκαριά καλοφτιαγμένα που δεν κρύβουν την περηφάνια τους, και, τέλος, βάρκες τραβηγμένες έξω, στη στεριά, τον χειμώνα, που εκφράζουν μια θυμόσοφη καρτερία…» (σ. 19).

Ακολουθεί η σειρά «Λάφυρα από στεριά και θάλασσα» (Ιανός Θεσσαλονίκης, 2008) ∙ έργα συνήθως μεγάλων διαστάσεων δουλεμένα με ακρυλικά χρώματα και λάδια,  όπου, εκτός από βάρκες και καΐκια, η θεματική ματιά της επεκτείνεται στο Χωριό (έτσι λένε οι Σκυριανοί τη χώρα) που με τα άσπρα του κυβόσχημα  σπιτάκια να σκαρφαλώνουν από τον παραθαλάσσιο οικισμό Μαγαζιά μέχρι το Κάστρο στην κορυφή του λόφου, αλλά και τοπία από εξοχές της Σκύρου με χωράφια και αιωνόβια δέντρα, ελιές και πεύκα.              

Η τελευταία σειρά πινάκων της ζωγραφικής δημιουργίας, της Φ. Σ. με τον τίτλο «Κατάνυξη», παρουσιάστηκε στη Θεσσαλονίκη (αίθουσα εκθέσεων του «Πολιτιστικού Συλλόγου Σαράντα Εκκλησιών» (2008) και στο Βερολίνο (2010). Εσωτερικά εκκλησιών, μισοκαταστραμμένες τοιχογραφίες, φορητές εικόνες των αγίων, μανουάλια με αναμμένα κεριά, καντήλια, ιερά σκεύη και ξυλόγλυπτα τέμπλα κυριαρχούν στους πίνακες αυτής της ενότητας. Ο Π. Σ. επισημαίνει επ’ αυτών: «Η χρωματική της γλώσσα χαμηλώνει. Όλο το στήσιμο του πίνακα αποπνέει μια μορφή ορθόδοξης χριστιανικής κατάνυξης, κάτι που εμένα προσωπικά με ξάφνιασε, αφού η Φρίντα στη ζωή της δεν υπήρξε βαθιά θρησκευόμενο άτομο» (σ. 20)

Ας κλείσει, όμως, αυτό το κείμενο όχι η διεισδυτική και εύστοχη ματιά του Σφυρίδη πάνω στη ζωγραφική της Φ. Σ., αλλά η ίδια η ζωγράφος της Σκύρου, στον επίλογο του δεύτερου αυτοσχόλιού της:

«…Δεν ξέρω αν αυτή την αγάπη για το νησί, τη Σκύρο, την παράδοση και την κατάνυξη που νιώθω στις εκκλησίες και τα ξωκλήσια της, κατόρθωσα να τα μετουσιώσω σε εικαστική δημιουργία. Εγώ γνωρίζω μόνο ότι προσπάθησα» (17 Οκτωβρίου 2008)

 

(book press, Οκτώβριος 2017)

 

 

 

 

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΧΑΡΙΛΑΟΥ

 

 

Περικλής Σφυρίδης, Η ανακομιδή του Χαριλάου, διήγημα, εκδόσεις Μπιλιέτο, Παιανία, 2013

 

Το Η ανακομιδή του Χαριλάου (εκδ. Μπιλιέτο, 2013) είναι ένα ζουμερό διήγημα του γνωστού πεζογράφου και κριτικού Περικλή Σφυρίδη, που μέσα από τις σελίδες του αναβιώνεται το παλιό Χαριλάου, από την περίοδο της γερμανικής κατοχής και εντεύθεν. Ο Σφυρίδης, πηγαίνοντας σε ένα «παραδοσιακό» γιαουρτάδικο του συνοικισμού Χαριλάου, τον «Λέανδρο», πιάνει στο όρθιο κουβέντα με τον γιο του παλιού γιαουρτσή, τον Γιώργο, εβδομήντα χρονών τη χρονιά που γραφόταν το βιβλίο, και ανατρέχοντας στα παλιά θυμούνται απίθανες λεπτομέρειες για πρόσωπα που πια δεν υπάρχουν, έχοντας αφήσει όμως πρώτα το ίχνος τους στον συνοικισμό της πόλης. Ρώσοι και Τουρκάλες, Ελληνορώσοι και Πόντιοι, Σέρβοι και Αρμένισσες, συνυπήρχαν αρμονικά, σε χρόνια δύσκολα και σκληρά λόγω της φτώχιας και του πολέμου, χρόνια όμως που η αναπόλησή τους γαληνεύει τα πρόσωπα της αφήγησης που συνδιαλέγονται, αφού, τότε, η ανθρωπιά περίσσευε και η αξιοπρέπεια κυριαρχούσε. Ο Σφυρίδης, μάστορας του διηγήματος, δένει θαυμάσια την όρθια κουβέντα στο γιαουρτάδικο με την ανακομιδή των οστών, και κλείνει το διήγημα του με την αναφορά ενός ποιήματος του φίλου του, εκδότη, Βασίλη Δημητράκου (στον οποίον είναι αφιερωμένο το διήγημα), που τιτλοφορείται «Τα οστά». Το διήγημα του Σφυρίδη δεν μένει σε επίπεδο απλής νοσταλγίας, είναι ειλικρινές και πολυεπίπεδο – ένα προσκλητήριο νεκρών, τρόπον τινά, του παλιού Χαριλάου.

 

(book press, Ιούνιος 2016) 

 

 

 

 

 

ΣΥΜΒΙΩΝΟΝΤΑΣ ΑΡΜΟΝΙΚΑ ΜΕ ΖΩΑ

 

 

Περικλής Σφυρίδης, Ο Αδαμάκος, διήγημα, 2012, Μπιλιέτο, σελ. 16

 

Ο πεζογράφος Περικλής Σφυρίδης (1933) ποτέ δεν έκρυψε τα ζωοφιλικά του αισθήματα. Έχει γράψει στο παρελθόν μια πλειάδα ζωοφιλικών διηγημάτων, κυρίως για σκύλους αλλά και για γάτες, ακόμα και για ένα τραγάκι. Ο Αδαμάκος είναι ένα εκτενές διήγημα που τυπώθηκε, τη χρονιά που μας πέρασε, από τη σειρά «Οκτασέλιδο» του Μπιλιέτου, του ομώνυμου εκδοτικού οίκου που εδρεύει στην Παιανία. Στον πυρήνα της ιστορίας κυριαρχεί το δέσιμο ενός ηλικιωμένου Σκυριανού, του Καπετάνιου, με ένα αρσενικό κουτάβι, τον Αδαμάκο, το οποίο δέχτηκε να το υιοθετήσει από κάποιον ψαρά, που σκόπευε να το πνίξει στη θάλασσα, όπως συμβαίνει συχνά σ’ αυτό το νησί. Ο Καπετάν Θόδωρος δέθηκε με το κουτάβι και το μεγάλωσε σαν πραγματικό εγγόνι. Ο συγγραφέας εμπλέκεται στην ιστορία με τριπλή ιδιότητα: ως κατεξοχήν ζωόφιλος, ως γιατρός αλλά και ως επιστήθιος φίλος του Καπετάνιου. Η υπόθεση εν συντομία: Κάποιος ασυνείδητος οδηγός χτυπά, ένα βράδυ, με φορτηγάκι τον Αδαμάκο και τον τραυματίζει θανάσιμα. Ο Καπετάνιος φέρνει αεροπορικώς τον Αδαμάκο στη Θεσσαλονίκη και οι γιατροί συστήνουν την «ευθανασία» ως την πιο εφικτή και ρεαλιστική λύση. Όμως ο Καπετάνιος είναι αμετάπειστος. Αδιαφορώντας για το οικονομικό κόστος, μπαίνει στην περιπέτεια του χειρουργείου του Αδαμάκου, που όμως δεν φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Επί ένα χρόνο φροντίζει τον σκύλο του ως νοσοκόμος. Του συμπαρίστανται όλες οι γάτες της αυλής του γλείφοντας με στοργή τα τραύματα του χειρουργημένου σκύλου. Κάποτε ο Καπετάνιος, κι επειδή η κατάσταση του Αδαμάκου χειροτερεύει, επιθυμεί να του προσφέρει έναν ωραίο θάνατο με ευθανασία και παρακαλεί τον γιατρό ο οποίος αρνείται. Η ευκαιρία δίνεται όταν ένα ζεύγος νεαρών κτηνιάτρων επισκέπτεται το καλοκαίρι το νησί και δέχεται να λυτρώσει τον Αδαμάκο από το μαρτύριό του. «Κοίμισέ τον, σε παρακαλώ, κορίτσι μου, να ’ναι ο προπομπός και στο τελευταίο ταξίδι μας» λέει κάποια στιγμή ο συγγραφέας, δια στόματος Καπετάνιου. Το θέμα της ευθανασίας έχει αρκετές φορές απασχολήσει τον Σφυρίδη και σε παλιότερα διηγήματά του, είτε αυτά αφορούν ανθρώπους είτε ζώα.

   Στην πεζογραφία του Σφυρίδη άνθρωποι και ζώα συμβιώνουν αρμονικά, μέχρι και οι τελετές θανάτου των ζώων είναι περίπου όμοιες με εκείνες των ανθρώπων. Στη σχέση ανθρώπων-ζώων υπάρχει αλληλοπεριχώρηση ζωής και θανάτου, σε σημείο που οι ψυχές των ζώων να γαληνεύουν τους εναπομείναντες ανθρώπους που τους φρόντισαν και τους συμπεριφέρθηκαν όπως και όφειλαν. Κι αυτή η αρμονική συμβίωση ζώων και ανθρώπων που διέπει την ιστορία, είναι τόσο έντονη κι αληθινή, ώστε τον χαμό του σκύλου – στο επιμύθιο του διηγήματος – θρήνησαν τόσο ο Καπετάνιος που μαράζωσε, όσο και οι γάτες του. Ο Σφυρίδης νιώθει τα ζώα, τα δικά του και των στενών του φίλων, ως μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του, και κάθε απώλειά τους ισοδυναμεί με τον χαμό αγαπημένου προσώπου. Και όπως φάνηκε κι από την τελευταία συλλογή διηγημάτων του Το πάρτι, είναι ικανός να φτάσει μέχρι την αυτοδικία για να υπερασπιστεί τα δικαιώματά τους.

 

(book press, Αύγουστος 2013)

 

 

 

ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ

ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΤΙ

 

Ο Περικλής Σφυρίδης είναι από τους λίγους εναπομείναντες παλιούς μάστορες της πεζογραφίας μας. Καθαρόαιμος διηγηματογράφος (παρότι τύπωσε και μυθιστορήματα ή μυθιστορίες) εντάχθηκε στον πυρήνα μιας τάσης πεζογράφων, που πλαισίωσαν το περιοδικό Διαγώνιος του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Η τάση αυτή έφερε ξανά στο λογοτεχνικό προσκήνιο τον ρεαλισμό, ενώ στη Θεσσαλονίκη μεσουρανούσε και κυριαρχούσε ο μοντερνισμός (εσωτερικός μονόλογος). Αυτό από μόνο του ήταν ριζοσπαστικό για την εποχή του. Ο Σ. επίσης συμπεριλαμβάνεται σε μία πλειάδα πεζογράφων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, που έφεραν ως καινούρια στοιχεία της γραφής τους τη στροφή στο ατομικό και στην καθημερινότητα, μέσα από βιωματικά έως αυτοβιογραφικά κείμενα.

Ύστερα από ένα συναινετικό, όπως ο ίδιος δηλώνει, εκδοτικό διαζύγιο με τον Καστανιώτη, όπου τύπωσε το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου –εξαιρούνται μόνο τα βιβλία Η Αφίσα και Μισθός ανθυπιάτρου–, ο Περικλής Σφυρίδης επανήλθε στο λογοτεχνικό προσκήνιο με νέα διηγήματα σε καινούριο εκδότη αυτήν τη φορά, τις ιστορικές και πάντα ποιοτικές εκδόσεις της Εστίας. Το βιβλίο τιτλοφορείται Το Πάρτι και άλλα διηγήματα, και περιέχει δώδεκα συνολικά διηγήματα, όλα τους γραμμένα την τελευταία οκταετία και δημοσιευμένα σε έγκριτα περιοδικά της χώρας. Είμαι από εκείνους που πιστεύουν πως πάντα το τελευταίο βιβλίο ενός συγγραφέα είναι σημαντικό γιατί κουβαλά την εμπειρία και την περιπέτεια των προηγούμενων. Πιστεύω όμως πως στην περίπτωση του Πάρτι και του Σ. συμβαίνει και κάτι άλλο που δεν αφορά μόνο τη γραφή και την τεχνική του, αλλά και τη θεματολογία του. Στο εν λόγω βιβλίο είναι συγκεντρωμένες όλες οι θεματικές ενότητες που απασχόλησαν τον Σφυρίδη στο παρελθόν, αλλά παράλληλα μια συμπυκνωμένη σοφία χρόνων, μια φιλοσοφική ενατένιση της ζωής που δεν την είχαμε συναντήσει σε τέτοια έκταση στο παρελθόν, ενώ και νέα στοιχεία προστίθενται στο ήδη δοκιμασμένο και πετυχημένο στιλ της διηγηματογραφίας του. Τι θα συναντήσουμε λοιπόν στις δώδεκα καινούριες, χυμώδεις ιστορίες του Σφυρίδη: Έναν αναστοχασμό της ζωής και των δυσκολιών της μέσα από το βιβλίο της ίδιας της ζωής και των βιωμάτων του συγγραφέα, που διανύει πλέον, επιτυχώς κατά τη σκαμπαρδώνεια ρήση, την όγδοη δεκαετία του. Ένα πάντρεμα, μια αλληλοπεριχώρηση να πω καλύτερα, της τέχνης στη ζωή αλλά και της ζωής στην τέχνη, που συμπυκνώνεται και καταδεικνύεται στα διηγήματα που αφορούν έργα φίλων του ζωγράφων όπως ο Πάνος Παπανάκος, ο Γιώργος Αναστασιάδης και ο Γιώργος Παραλής (στα διηγήματα αυτά, που πιστεύω ότι είναι τα κορυφαία της συλλογής, η τεχνοκριτική ματιά του Σφυρίδη εμφιλοχωρεί στην πεζογραφία του με έναν αβίαστο, απόλυτα φυσικό και μοναδικό τρόπο, κάνοντας τα κείμενα εξαιρετικά ευθύβολα, πρωτότυπα και δυνατά, ενώ παράλληλα τα δίπολα ζωή-θάνατος και έρωτας-θάνατος, με καταλύτη τη διάψευση, λειτουργούν δραστικά και αποτελεσματικά επικυρώνοντας την όλη συγγραφική του προσπάθεια). Θα συναντήσουμε, φυσικά, πάλι φιλοζωικά διηγήματα (ο ήρωας-αφηγητής είναι ικανός να φτάσει αυτήν τη φορά μέχρι την αυτοδικία για να υπερασπιστεί τα ζώα του), μια φιλοζωία γνήσια και αυθεντική, καθόλου δήθεν και ξιπασμένη, θα ξαναβρούμε τη Σκύρο ως τόπο αφήγησης πολλών ιστοριών (Το πάρτι είναι ένα βιβλίο όπου η πατρίδα του Σφυρίδη και το κατάλυμα των καλοκαιρινών διακοπών του, έχει την τιμητική του σε αριθμό διηγημάτων –η Σταυρακοπούλου χαρακτήρισε Το πάρτι ως το πλέον σκυριανό βιβλίο του–, κάτι που σε συνδυασμό με τους απλούς και συχνά γεμάτους πάθη και ιδιορρυθμίες ανθρώπους της και λόγω της κοντινής απόστασης του εν λόγω νησιού από τη Σκιάθο, τον καθιστά, κατά κάποιο τρόπο, ως επίγονο και συνεχιστή του έργου του Παπαδιαμάντη), αλλά και η κοινωνική μάστιγα των ναρκωτικών (διήγημα Πώρωση), το λογοτεχνικό σινάφι με τις βραβεύσεις και τις συναλλαγές του που απέχει εκκωφαντικά από την αληθινή δημιουργία και την πνευματική ανάταση που, υποτίθεται, πως καλλιεργεί (διήγημα Τα βραβεία), η μετανάστευση και η ξενοφοβία, η συνομιλία των πεθαμένων με τους ζωντανούς (κάτι που αποτελεί παράδοση και ίδιον της λογοτεχνίας της πόλης, και το ακολουθεί πιστά και ο Σφυρίδης στη διηγηματογραφία του, περίπου από την εποχή του θανάτου του ποιητή και φίλου του Γιώργου Βαφόπουλου, που τον συγκλόνισε σε σημείο ώστε να μην τον αποδεχτεί) – μιλώ για το συγκλονιστικό του διήγημα «Στη μνήμη του Αλμπέρτου Ναρ και του άλλου Αλμπέρτου», ένα συγκινητικό πάνω απ’ όλα κείμενο όπου καταγράφεται η θερμή φιλία και αγάπη που συνέδεε τον συγγραφέα με τον πρόωρα χαμένο λογοτέχνη της Θεσσαλονίκης, αλλά και η μνήμη αγάπης προς τον άλλον Αλμπέρτο, έναν γερμανό στρατιώτη, που επί Κατοχής έμενε σε επιταγμένο δωμάτιο του πατρικού σπιτιού του πεζογράφου –, και, εν κατακλείδι, μια εσωτερική, προσωπική προετοιμασία για το μεγάλο ταξίδι «αναψυχής» των ηλικιωμένων ανθρώπων, ζώντες στα περίχωρα του θανάτου, όλα τα παραπάνω αποτελούν τον πλούσιο και εμπλουτισμένο θεματικό καμβά του Σφυρίδη στην καινούρια συλλογή διηγημάτων του. Πάντα ρεαλιστική γραφή στα όρια της αυτοβιογραφίας (εδώ μια αναγκαία διευκρίνιση για την ακρίβεια του όρου: νεορεαλιστική πρόζα να πούμε καλύτερα, όπως εύστοχα την αποκαλεί ο ίδιος ο Σ. ως κριτικός, αφού ο ρεαλισμός, στη συνολική του διάσταση, περικλείει και τις φαντασιώσεις, τα όνειρα ή τα διαβάσματά μας), ενάργεια, σαφήνεια, αφήγηση που ρέει και σε παρασύρει καθιστώντας σε συμμέτοχο (και συνένοχο πολλές φορές) των ιστοριών, ανθρωπιά και καθημερινότητα, ειλικρίνεια, ευθύτητα και γνήσια λαϊκότητα, αλλά και τα μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας στα πόδια του ή σωστότερα στα χέρια του συγγραφέα: ο έρωτας, ο θάνατος, οι διαψεύσεις της ζωής, ο παρηγορητικός ρόλος της Τέχνης, η Τέχνη ως αποκούμπι και ως εφαλτήριο ζωής, η ενατένιση του θανάτου, η φύση, οι σχέσεις των ανθρώπων με τα ζώα και την ύπαιθρο, οι αχάλαστοι αλλά και οι χαλασμένοι άνθρωποι του νησιού του, η γραφή η ίδια ως βάλσαμο ψυχής και ως ελιξίριο ζωής.

Στο νέο βιβλίο του Σ. το σκηνικό της αφήγησης ελαφρώς έχει μετατοπιστεί από την πόλη στην ύπαιθρο και στη Σκύρο, τα κείμενα γίνονται πλέον πιο μεστά και πυκνά, οι κορυφώσεις συνεχείς και αναπάντεχες, έχουμε για πρώτη φορά εμφάνιση αρκετά μικρών σε έκταση όμως πυκνών σε νοήματα κειμένων  (ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΑΝΟΥ ΠΑΠΑΝΑΚΟΥ), ενώ για πρώτη φορά ο Σφυρίδης φλερτάρει με την αφηγηματική τεχνική της εξομολόγησης τρίτων προσώπων στον ίδιο (κείμενο Ο ΚΟΥΜΠΑΡΟΣ ΜΟΥ ΒΑΣΙΛΗ[Σ] ΛΕΚΑ[Σ]), αφού όλα τα μέχρι τώρα διηγήματα ή αφηγήματά του ήταν είτε πρωτοπρόσωπα είτε τριτοπρόσωπα. Εντούτοις το συγκεκριμένο κείμενο δεν αφορά συγγραφικό προσωπείο ούτε φανταστική, νεωτερικού τύπου εξομολόγηση κάποιου μετανάστη, απ’ αυτά που κατά κόρον διαβάζουμε ιδίως στα βιβλία της νέας αθηναϊκής πεζογραφικής σκηνής (αυτές τις τεχνικές γραψίματος ο Σφυρίδης τις απεχθάνεται όπως ο διάβολος το λιβάνι, και δεν θα ήταν δυνατόν, αναιρώντας τις πεποιθήσεις του να τις ασπαστεί στο ζενίθ της λογοτεχνικής του ωριμότητας), είναι μια πραγματική συνέντευξη-εξομολόγηση του υπαρκτού κουμπάρου του, που μαζί με τη γυναίκα του Φρίντα και την αδελφή της Άννα, βάφτισαν τα δύο δίδυμα παιδιά του, σε ηλικία οχτώ χρονών, σε εκκλησία της Καλαμαριάς. Ο Βασίλης Λέκας, λοιπόν, εξομολογήθηκε στον συγγραφέα τις περιπέτειες που αντιμετώπισε μέχρι να στεριώσει στην Ελλάδα, κι ο τελευταίος τις έκανε διήγημα.

Ο Σφυρίδης κρίνει σκόπιμο για την αληθοφάνεια κάποιων ιστοριών να προσθέσει εμβόλιμες πληροφορίες για την εξέλιξη των συμβάντων που αφηγείται, όχι για εντυπωσιασμό ούτε γιατί είναι σε τέτοιο βαθμό εξαρτημένος από τον ρεαλισμό της αφήγησής του, αλλά γιατί θέλει να επισημάνει πως, συχνά, η ίδια η ζωή είναι η συνέχιση της Τέχνης (εν προκειμένω της λογοτεχνίας) και πως συχνά ζωή και τέχνη εμπλέκονται και αλληλοσυμπληρώνονται, αντιγράφοντας η μία την άλλη. Άλλωστε, παλιότερα, σε κάποια διηγήματά του (συλλογή Εσωτερική υπόθεση) ξέφευγε από τον καθαρό ρεαλισμό αγγίζοντας, ιδίως στα κλεισίματα των ιστοριών του, τον μαγικό ρεαλισμό, με παράδοξες, ελαφρώς μεταφυσικές ή, ανεξήγητες με τη λογική, απολήξεις και ερμηνείες. Φυσικά, αυτές οι εμβόλιμες πληροφορίες, κάλλιστα θα μπορούσαν να παραλειφτούν δίχως να αλλοιωθεί στο ελάχιστο η δύναμη και η αξία των κειμένων στις οποίες αναφέρονται.

Εν κατακλείδι πιστεύω πως Το Πάρτι είναι από τα πιο ώριμα, μεστά και ολοκληρωμένα βιβλία του Σφυρίδη, ένας μικρός συγκεντρωτικός τόμος θα τολμούσα να πω όλων των τεχνικών αφήγησης και της πλούσιας θεματολογίας τού παρουσιαζόμενου πεζογράφου.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να καταθέσω κάποιες σκέψεις μου αναφορικά με τον Περικλή Σφυρίδη, όπως τον γνώρισα μέσα από τα βιβλία του, που τα διαβάζω πάντα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ενθουσιασμό, αλλά και μέσα από την πολύχρονη φιλία που μας ενώνει – υπήρξε οικογενειακός μας γιατρός στο Χαριλάου και τον γνωρίζω από παιδάκι. Πιστεύω πως ο Σφυρίδης, εκτός από σημαντικός πεζογράφος και κριτικός, είναι μια ευρύτερη προσωπικότητα στον χώρο της λογοτεχνίας, και όχι μόνο. Ανεξάρτητα σε ποια λογοτεχνική τάση και σε ποιο λογοτεχνικό ρεύμα τον εντάσσει κανείς, πέρα από το έργο του που αντικατοπτρίζεται στα δεκάδες βιβλία που έχει τυπώσει, έχει καθιερωθεί στη συνείδηση πολλών ανθρώπων που γράφουν, σχολιάζουν ή διαβάζουν λογοτεχνία, ως δάσκαλος, με την ευρεία έννοια του όρου. Η έννοια του χρέους και του καθήκοντος που τον διακρίνουν είναι έντονη στα βιβλία του, στη λογοτεχνία του, στις κριτικές του, ακόμη και στην ίδια τη ζωή του. Οι ζεστοί, πηγαίοι και αυθεντικοί χαρακτήρες των διηγημάτων του, τα οξυδερκή κριτικά του κείμενα, οι ημερίδες που διοργανώνει και τα συνέδρια, τα νέα ταλέντα που ανίχνευσε και ανιχνεύει, η έκδοση λογοτεχνικών περιοδικών τα οποία, με μεράκι, επιμελήθηκε ή κυκλοφόρησε στο παρελθόν, όλα κατευθύνονται και πηγάζουν από αυτήν τη βαθιά αίσθηση του χρέους που νιώθει για τη λογοτεχνία και τους συνανθρώπους του. Πρόκειται για έναν ουμανιστή συγγραφέα, αλλά παράλληλα και για έναν τρυφερό, ευαίσθητο, συνεπή και σταθερό στις ιδέες και στις αρχές του άνθρωπο, που αντιλαμβάνεται τη δημιουργία ως καθήκον. Αυτό το χρέος έχει ηθική υπόσταση, και δεν είναι τυχαίο που ο κριτικός Αλέξης Ζήρας τον τοποθετεί, λογοτεχνικά, στους συνεχιστές του «ηθικού βιώματος» που καλλιέργησε και εμπέδωσε η Διαγώνιος.

Ολοκληρώνοντας, θέλω να κάνω μια μικρή αναφορά και στο βιβλίο ΑΠΟΚΟΥΜΠΙ, ένα βιβλίο που συγγράψαμε, αν μου επιτρέπεται ο όρος, μαζί με τον Περικλή. Είναι μια συνέντευξη που μου παραχώρησε στο σπίτι του, όπου πηγαίνω και τα λέμε αρκετά συχνά, μια συνομιλία μας, να το πω καλύτερα, επάνω σε ζητήματα που αφορούν τη λογοτεχνική του πορεία και τη σφυρηλάτηση της προσωπικότητάς του, αλλά και σε άλλα, που άπτονται της λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης και της παράδοσης της πόλης. Τυπώθηκε από τις εκδόσεις «Μπιλιέτο» που εδρεύουν στην Παιανία, και οι οποίες, φαίνεται, πως, ως προς την αισθητική και το περιεχόμενο των βιβλίων που εκδίδουν, συνεχίζουν την παράδοση της «Διαγωνίου» του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Στο βιβλίο αυτό ο Σφυρίδης αναδεικνύεται άριστος, γοητευτικός, χειμαρρώδης αφηγητής που με ζωντανό, καθάριο και ντόμπρο λόγο παίρνει θέση σε πολλά τρέχοντα θέματα της πόλης, της ιστορίας της, του λογοτεχνικού της παρελθόντος και παρόντος. Αναφέρεται στον κύκλο της «Διαγωνίου», στο δικό του προσωπικό έργο, στην ταύτισή του με την πόλη, στα παιδικά και εφηβικά του βιώματα, στις λογοτεχνικές και κοινωνικές παθογένειες, στο πανεπιστήμιο, στο μέλλον της λογοτεχνίας. Η συζήτηση μαζί του ήταν απλή και φιλική, όπως πάντα. Και πιστεύω πως δικαιολόγησε, εκτός από το έργο του, και φανέρωσε στα μάτια του αναγνώστη τον χαρακτηρισμό «ουμανιστής συγγραφέας». Στον παραπάνω χαρακτηρισμό θα πρόσθετα δύο ακόμη επίθετα: προσγειωμένος και χρήσιμος (δυο προσδιορισμοί που φαντάζουν κάπως αυτονόητοι και όχι ιδιαίτερα φανταχτεροί, όμως που, δυστυχώς, δεν αρμόζουν σε όλους τους ανθρώπους του χώρου μας). Ένας άνθρωπος που σκέφτεται φωναχτά, τα λέει έξω από τα δόντια, ακόμα κι αν, όσα λέει, κάποιες φορές, πονάνε κι ενοχλούν, και πάντα κάτι χρήσιμο και ουσιαστικό έχει να πει και να υποδείξει. Νομίζω πως, χρέος μας, σ’ αυτήν την πόλη, με αφορμή και τη συμπλήρωση των εκατό χρόνων από την απελευθέρωσή της, είναι όχι μόνο να διοργανώνουμε λογοτεχνικές φιέστες-προσκλητήρια των φίλων μας συγγραφέων, των γνωστών τους και των οπαδών του κύκλου στον οποίον ανήκουμε, για προσωπικές μικροφιλοδοξίες, αλλά, κυρίως, να μάθουμε να διακρίνουμε, να εκτιμούμε, να σεβόμαστε και να εμβαθύνουμε πάνω στο εκόμισα εις την Τέχνην του μεγάλου Αλεξανδρινού. Να διαβάζουμε τα βιβλία και να αφουγκραζόμαστε τις σκέψεις και τις απόψεις αληθινά σημαντικών ανθρώπων της πόλης. Κάποιες φορές να τους λέμε κι ένα ευχαριστώ για την ανιδιοτέλειά τους, το ξόδεμα ψυχής και ζωής, τις θυσίες και το μεράκι τους. Ελάχιστο φόρο τιμής γι’ αυτά που τόσο γενναιόδωρα μάς πρόσφεραν, και εξακολουθούν να μας προσφέρουν.  

 

(το κείμενο εκφωνήθηκε σε τιμητική εκδήλωση για τον Περικλή Σφυρίδη που διοργανώθηκε στην αίθουσα της Κεντρικής Δημοτικής Βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του κύκλου εκδηλώσεων «οι συγγραφείς της πόλης μας», την Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012 ∙ η άλλη ομιλήτρια ήταν η συγγραφέας Σωτηρία Σταυρακοπούλου)   

 

 

 

Η ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (2000-2010)

 

 

Πέντε πεζογραφικά βιβλία η κατάθεση του πεζογράφου και κριτικού Περικλή Σφυρίδη  (1933) στη δεκαετία που μας αφορά, ο οποίος, κατά τη ρήση του Μανόλη Ξεξάκη, γράφοντας «κάνει τη ζωή του τέχνη». Το 2000 τυπώνει το μυθιστόρημά του Μεταμόσχευση νεφρού (Καστανιώτης) όπου περιγράφει την περιπέτεια με τη μεταμόσχευση νεφρού της αδελφής του στην Ινδία και θίγει τα κακώς κείμενα στο ελληνικό σύστημα υγείας. Υπ’ αυτήν την έννοια το βιβλίο θα μπορούσε να εκληφθεί ως συνέχεια των παλιότερων βιβλίων του, που αφορούν τις ιατρικές του εμπειρίες ως γιατρού καρδιολόγου. Το 2001 σε οκτασέλιδο του Μπιλιέτου τυπώνεται το διήγημά του Η ψυχή του μπαρμπα Ανδρέα αναβλύζει, όπου ο Σ. συνομιλεί με τον νεκρό πεθερό του. Συγκλονιστικό διήγημα όπου ο νεκρός ζητάει δικαίωση και εξηγήσεις από τον ζωντανό. Η τάση του Σ. να επικοινωνεί νοερά με νεκρούς σαν να πρόκειται για ζωντανούς, σαν να βρίσκονται δίπλα του –ίδιο αρκετών Θεσσαλονικιών πεζογράφων–  πρωτοδιακρίνεται στο κείμενό του σχετικά με τον θάνατο του Βαφόπουλου (Τραμ, τέταρτη περίοδος, 1996). Το 2002 τυπώνει από τον Καστανιώτη τη συλλογή διηγημάτων Εσωτερική υπόθεση. Το καινούριο στοιχείο αυτής της συλλογής που προστίθεται στη βιωματική έως αυτοβιογραφική γραφή του Σφυρίδη, είναι η εμφάνιση κεκοιμημένων, φίλων και συγγενών, που αναρωτιούνται συχνά για το νόημα της ζωής τους σε μία εποχή που σάρωσε τις θυσίες, τα οράματα και τις αξίες τους, και η υποχώρηση του καθαρού ρεαλισμού που, κάποιες φορές, παραχωρεί τη θέση του σε ένα είδος μαγικού ρεαλισμού (διήγημα «Εσωτερική υπόθεση»). Το 2005, σε μία ιδιαίτερα καλαίσθητη έκδοση του Καστανιώτη, τυπώνεται μια ανθολόγηση διηγημάτων του (τριάντα δύο τον αριθμό) που αφορούν την εικοσιπενταετία 1977-2002. Η εισαγωγή και η επιλογή των διηγημάτων ανήκουν στον κριτικό Αλέξη Ζήρα, και αναφορικά με την ταξινόμησή τους έχουμε τις εξής θεματικές ενότητες: Ερωτικά, Από τη θητεία στην ιατρική, Ιστορίες με ζώα και Παλίνδρομος μνήμη. Τέλος, το 2006, ο Σφυρίδης τυπώνει στο Μπιλιέτο το διήγημά του Στη μνήμη του Αλμπέρτου Ναρ και του άλλου Αλμπέρτου, ένα συγκινητικό κείμενο στο οποίο καταγράφεται η θερμή φιλία και αγάπη που συνέδεε τον συγγραφέα με τον πρόωρα χαμένο λογοτέχνη της Θεσσαλονίκης, αλλά και η μνήμη αγάπης προς τον άλλον Αλμπέρτο, έναν γερμανό στρατιώτη, που επί Κατοχής έμενε σε επιταγμένο δωμάτιο του πατρικού σπιτιού του πεζογράφου.

 

(απόσπασμα από τη μελέτη μου «Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης, 2000-2010, που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο μου Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων, τυπωμένο το 2011 από τις εκδόσεις Νησίδες)

 

 

 

ΤΟ ΑΡΤΙΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ

ΕΝΟΣ ΟΥΜΑΝΙΣΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

 

 

Σωτηρία Σταυρακοπούλου, ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΣΦΥΡΙΔΗΣ-ο πεζογράφος και η κριτική για το έργο του, βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, 2011, σελ. 371

 

Ο Περικλής Σφυρίδης είναι από τους λίγους εναπομείναντες παλιούς μάστορες της πεζογραφίας μας. Καθαρόαιμος διηγηματογράφος (παρότι τύπωσε και μυθιστορήματα ή μυθιστορίες) εντάχθηκε στον πυρήνα μιας τάσης πεζογράφων, που πλαισίωσαν το περιοδικό Διαγώνιος του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Η τάση αυτή έφερε ξανά στο λογοτεχνικό προσκήνιο τον ρεαλισμό, ενώ στη Θεσσαλονίκη μεσουρανούσε και κυριαρχούσε ο μοντερνισμός (εσωτερικός μονόλογος). Αυτό από μόνο του ήταν ριζοσπαστικό για την εποχή του. Ο Σ. επίσης συμπεριλαμβάνεται σε μία πλειάδα πεζογράφων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, που έφεραν ως καινούρια στοιχεία της γραφής τους τη στροφή στο ατομικό και στην καθημερινότητα, μέσα από βιωματικά έως αυτοβιογραφικά κείμενα. Ωστόσο το έργο του δεν είχε ούτε έχει πανελληνίως την απήχηση (μιλώ για την εμπορική πλευρά του, που ωστόσο σχετίζεται με την αναγνωρισιμότητα του κοινού) που θα του άξιζε. Στάθηκε, όμως, τυχερός, γιατί ευτύχησε να πέσει σε… καλά χέρια μελετητή. Η Σωτηρία Σταυρακοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του Α. Π. Θ., πεζογράφος και η ίδια, με μεθοδικότητα, σχολαστικότητα και διεισδυτικότητα που αρμόζει σε ικανή ερευνήτρια, έκανε ένα άρτιο πεζογραφικό πορτρέτο του Σ., αφού ο τελευταίος, από το 2006, της παραχώρησε το αρχείο του.

Το βιβλίο είναι διαρθρωμένο σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος, στην Εισαγωγή, γίνεται αναφορά στην πεντάδα των πεζογράφων που συσπειρώθηκαν γύρω από τη «Διαγώνιο» του Ντίνου Χριστιανόπουλου: Γιώργος Ιωάννου, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Τόλης Καζαντζής, Σάκης Παπαδημητρίου και Περικλής Σφυρίδης. Όλοι τους είχαν κοινά, μεταξύ τους, στοιχεία αλλά και διαφορές. Αν σταθούμε περισσότερο στο τι τους ένωνε από το τι τους χώριζε, μπορούμε να κάνουμε λόγο για έναν εξομολογητικό τόνο στα γραπτά τους, ο οποίος τους βοήθησε να αξιοποιήσουν λογοτεχνικά είτε ατομικά τους βιώματα από αδιέξοδες ερωτικές σχέσεις είτε συλλογικές τραυματικές εμπειρίες από την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τα χρόνια μετά, κάτι που συνεπάγεται και την περιγραφή θανάτων συγγενικών προσώπων κι άλλων του περιβάλλοντός τους. Άλλο κοινό τους στοιχείο είναι η μικρή αφηγηματική φόρμα που προσφέρεται στην αξιοποίηση της προσωπικής εμπειρίας. Κατά τον ίδιο τον Σφυρίδη που ως κριτικός κάνει μια αποτίμηση του όλου του έργου, ο έρωτας κι ο θάνατος είναι τα θέματα που κυριαρχούν στα βιβλία του. Η Σταυρακοπούλου αναφέρεται και στο ρεύμα της νεορεαλιστικής πρόζας που καθιερώθηκε τρόπον τινά από τους πέντε προαναφερθέντες πεζογράφους και το ακολούθησαν νεώτεροι πεζογράφοι, ένα ρεύμα που συνδύασε, με αρμονικό τρόπο, παραδοσιακά με μοντερνιστικά στοιχεία και εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1980. Επίσης, τονίζει πως, κατά μία έννοια, οι μεταπολεμικοί αυτοί πεζογράφοι, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και ο Σφυρίδης, είναι μακρινοί επίγονοι του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη, αφού δίνουν κείμενα υψηλής ποιοτικής στάθμης με τη μορφή του διηγήματος.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου τιτλοφορείται «Ο Περικλής Σφυρίδης και η κριτική για το έργο του» Χωρίζεται σε τρεις υποενότητες. Στο Θέματα-χαρακτήρες, στο Χώρος-χρόνος-τοπογραφία και στο Αφηγηματικές τεχνικές.

Στην πρώτη υποενότητα η Σταυρακοπούλου παρακολουθεί την πεζογραφική πορεία του Σ. βήμα προς βήμα, εστιάζοντας στη θεματολογία (πολιτικά, κοινωνικά, ιατρικά, ερωτικά, ζωοφιλικά διηγήματα) και στους χαρακτήρες του. Παράλληλα, παρεμβάλλονται ως σφήνες απόψεις κριτικών για επιμέρους θέματα της πεζογραφίας του. Θα εστιάσω σε μερικές πολύ ενδιαφέρουσες –κατά τη γνώμη μου– επισημάνσεις-διαπιστώσεις τόσο της Σταυρακοπούλου όσο και άλλων προσώπων (κριτικών, πεζογράφων, ζωγράφων κ ά.) για την πεζογραφία του Σ.

Η πρώτη επισήμανση της συγγραφέως: Στη συλλογή «Το τίμημα» τα ερωτικά διηγήματα υπερτερούν ποιοτικά των κοινωνικών. Αυτό όμως θα ανατραπεί μελλοντικά (στη δεκαετία του ’80) όπου σε επόμενα βιβλία του (Ψυχή μπλε και κόκκινη) θα διαπιστώσουμε τον κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα των βιβλίων του Π. Σ. Ενδιαφέρουσες οι απόψεις του Πεντζίκη για τα Κούφια λόγια (Δεν βγάζετε εσείς κανένα φταίχτη, κι αυτό μ’ ενδιαφέρει πολύ στο βιβλίο σας) και του Πάνου Παπανάκου για τις γυναίκες στα διηγήματα του Σφυρίδη (Σ’ όλα τα πεζογραφήματα του βιβλίου, κάτω απ’ τον ρεαλισμό, την αργκό, το κοφτό ύφος με τη φανταρίστικη σκληράδα, κρύβονται τα αναφιλητά ενός γνήσιου ρομαντικού ανθρώπου. Ο Πέτρος είναι το ηρωικό ποντίκι που κάθε φορά τρώει το φιστίκι και δέχεται την ηλεκτρική εκκένωση, εκεί που τα συντρόφια του έχουν αποσυρθεί από την πρώτη κιόλας φορά.) Η Σταυρακοπούλου επισημαίνει πως στα ερωτικά διηγήματα του Σ. υπάρχει ερωτική ματαίωση, διάψευση και ατελέσφορος έρωτας. Παρακάτω διαπιστώνει πως «παρά το βιωματικό της πλαίσιο, η πεζογραφία του Σφυρίδη αποποιείται τα δεσμά του εγώ, στοχεύοντας στο πέραν του εαυτού, σε ένα πιο ουσιαστικό τρόπο της ύπαρξης του ανθρώπου μέσα στον κόσμο» Ενώ, στη σελ. 36 συμπυκνώνει το πεζογραφικό του στίγμα μέσα σε μόλις δύο λεκτικά δίπολα: αφηγηματικός μινιμαλισμός και ρεαλιστική καθαρότητα. Εύστοχη και η διαπίστωσή της πως, παρά τον σκεπτικισμό και την όποια μελαγχολία εκπέμπουν, οι ιστορίες του Σ. δεν διακρίνονται για άμετρη απαισιοδοξία ή θολό αίσθημα παγίδευσης ή ασφυξίας.

Προχωρώ στις άλλες επισημάνσεις: Στα ιατρικά διηγήματα του Σ. (για τα οποία παλιότερα είχα παρατηρήσει ότι υπάρχει μετάθεση με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου από το ερωτικό-προσωπικό τομέα στον εργασιακό/επαγγελματικό χώρο του συγγραφέα) ο έρωτας υπάρχει απλώς ως φόντο και υπερισχύει το πλησίασμα του ανθρώπινου πόνου και του θανάτου (απόρροια των πολύχρονων εμπειριών του ως γιατρού καρδιολόγου). Στο «Μισθός ανθυπιάτρου» συνυπάρχουν το τραγικό με το κωμικό στοιχείο σε πολλά αφηγήματα. Κατά τη Σταυρακοπούλου, τα ιατρικά διηγήματα του Σ. φωτίζουν για πρώτη φορά το παρασκήνιο της ιατρικής, όπως το ζει ένας γιατρός, και δεν μπορεί να τα φανταστεί ο ασθενής του ή ο αναγνώστης του. Εδώ θίγονται κοινωνικά προβλήματα τη στιγμή που βρίσκονταν στο φόρτε τους, αλλά λίγοι, τότε, τολμούσαν να τα θίξουν (το ζήτημα της ευθανασίας, η διαφθορά στον χώρο της υγείας με το φακελάκι των γιατρών, τα συνδικαλιστικά αδιέξοδα, το aids). Ο Πέτρος στα ιατρικά διηγήματα του Σ. αποτελεί σταθερή περσόνα του συγγραφέα.

Σφυρίδης και Σταυρακοπούλου φαίνεται να συμφωνούν πως η κορυφαία πεζογραφική κατάθεση του πρώτου είναι η μυθιστορία του «Ψυχή μπλε και κόκκινη». Θα συμφωνούσα, παρότι θεωρώ ισάξιο το μυθιστόρημά του «Μεταμόσχευση νεφρού», για το οποίο επισήμανα παλιότερα πως η κριτική θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει ως έργο παγκόσμιου ενδιαφέροντος και απήχησης, που σπάει τα στενά ελληνικά πλαίσια και αφορά όλον τον κόσμο. Για το Ψυχή μπλε και κόκκινη, το θέμα που προέκυψε για το αν σωστά χαρακτηρίστηκε από τον συγγραφέα ως μυθιστορία ή εσφαλμένα, μήπως είναι απλώς μυθιστόρημα ή τριμερές αυτοβιογραφικό κείμενο (Αράγης), πιστεύω πως πρόκειται για σχολαστικό φιλολογικό ζήτημα άνευ ουσιαστικής σημασίας και το προσπερνώ. Το βιβλίο μπορεί να παραλληλιστεί με την αξιόλογη κινηματογραφική ταινία του Παντελή Βούλγαρη Ψυχή βαθιά – δεν είναι τυχαίο που ο τίτλος της ταινίας περιέχει τη λέξη «ψυχή», προφανώς ο σκηνοθέτης είχε διαβάσει το έργο του Σφυρίδη και, μάλλον ασυναίσθητα, επηρεάστηκε από αυτό. Άλλωστε η περίπτωση αδελφών που αλληλοσκοτώνονται γιατί ανήκουν σε διαφορετικά πολιτικά στρατόπεδα, θίγεται τόσο στη μυθιστορία του Σ. όσο και στο σενάριο της ταινίας του Βούλγαρη, που ωστόσο εισέπραξε αμφιλεγόμενες κριτικές από μερίδα της Αριστεράς, που δεν αντιλαμβάνεται τον Εμφύλιο ως αλληλοσπαραγμό ανθρώπων που ρέει στις φλέβες τους το ίδιο αίμα, αλλά ως ταξικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ίσως και η μυθιστορία του Σ. να ενόχλησε κάποιους φανατικούς του είδους που εκνευρίζονται με την ουδετερότητα, την επί ίσοις όροις προβολή των ανθρωποθυσιών, και την ισορροπημένη και ήπια ματιά του στα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Όπως και να έχει πάντως, η Σταυρακοπούλου σχολιάζει στη σ. 50 του βιβλίου της πως «(με το Ψυχή μπλε και κόκκινη) ο Σ. δίνει ένα πολιτικό ταμπλό εποχής που αφορά τον 20ο αιώνα, αλλά συνάμα κι ένα ταμπλό ολόκληρης της ζωής του». Σε άλλο σημείο αναφέρει πως θεωρεί το βιβλίο αυτό όχι μόνο ως το κορυφαίο του Σ., αλλά και ένα από τα σημαντικότερα της μεταπολεμικής γραμματείας, άποψη την οποία πρώτος διατύπωσε ο Ηλίας Γκρης στο βιβλίο του «Ο Περικλής Σφυρίδης χωρίς περιστροφές» (Ιανός, 2004).

Αναφορικά με τα ζωοφιλικά διηγήματα του Σ., αναφέρει. «Με τα ζωοφιλικά του διηγήματα ο Σ. φαίνεται πως ολοκλήρωσε τη δημιουργία μιας άκρως συνεκτικής στο θεματικό και υφολογικό της πλέγμα πεζογραφίας» Κατά τον Παναγιώτη Μουλλά, πάλι, το θέμα της ζωοφιλίας, έντονο στο βιβλίο «Γάτες του χειμώνα», αποτελεί δείγμα τρυφερότητας και όχι μισανθρωπίας (όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Ροΐδη). Προσυπογράφω ανεπιφύλακτα τη διαπίστωση της Σταυρακοπούλου πως στο διήγημα «Ωραίος θάνατος» (συλλογή Χαράμι) έχουμε ένα ιδανικό συνταίριασμα του έρωτα και του θανάτου, των δύο αξόνων γύρω από τους οποίους περιστρέφεται το έργο του συγγραφέα. Τέλος, εύστοχες και ευρηματικές οι ρήσεις των: Μανόλη Ξεξάκη (ο Σ. κάνει την ζωή του τέχνη), Καρόλου Τσίζεκ (μίλησε για ιμπρεσιονιστικό ρεαλισμό στο έργο του Σ.) και Μάρης Θεοδοσοπούλου (μίλησε για το ρίγος του υπερβατικού στο βιβλίο του Εσωτερική υπόθεση, όπου σε τρία διηγήματα έχουμε για πρώτη φορά μια αυτοϋπονόμευση της ρεαλιστικής γραφής του με υπερβατικά στοιχεία ή στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, ιδίως στο κλείσιμο των ιστοριών).

Αναφορικά με τους χαρακτήρες του, ο Σ., σε όλα του τα βιβλία, βάζει στο στόμα των ηρώων του λόγια που το αισθητήριο της ακοής τσάκωσε από τη ζωή, κι έτσι τα διηγήματά του έχουν κίνηση, δράση και προφορικότητα. Οι ήρωές του γνήσιοι, αυθεντικοί, μιλούν δρώντας. Ο Σ. έχει διεισδύσει στο πετσί τους, στα μύχια της ύπαρξής τους. Υπάρχει βαθύς ανθρωπισμός και συμπάθεια στους ήρωές του, επισημαίνει η Σταυρακοπούλου.

Στην υποενότητα Χώρος-χρόνος-τοπογραφία, η μελετήτρια μάς πληροφορεί πως οι χώροι όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες του Σ. είναι το Τόπαλτι (το σημερινό Ροδοχώρι), η περιοχή του Χαριλάου στη Θεσσαλονίκη, η Σκύρος, η Αθήνα ως πέρασμα και η Ινδία (Νέο Δελχί). Η παρατήρησή της που ακολουθεί είναι ιδιαίτερα οξυδερκής: Η πόλη και το νησί αναπνέουν ελεύθερα μέσα στο έργο του Σ. χωρίς το βάρος οποιουδήποτε επιβαλλόμενου κοινωνικού ή λογοτεχνικού «θρύλου».

Τέλος, στην υποενότητα Αφηγηματικές τεχνικές (που, κατά τη γνώμη μου, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, τόσο από την πλευρά του συγγραφέα όσο κι απ’ την πλευρά του μελετητή) η Σταυρακοπούλου κάνοντας έναν συγκερασμό δύο κριτικών αποτιμήσεων (Μάνος Κοντολέων και Σπύρος Τσακνιάς) αναφέρει: «Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κοντολέων χαρακτήρισε ολόκληρη τη διηγηματογραφία του Σ. ως «σύνθεση ενός πολυσέλιδου αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος». Έτσι το έργο του μπορεί να διαβαστεί όχι ως μια σειρά χωριστά διηγήματα, αλλά ως ένα και μόνο διήγημα εν προόδω που το τερματίζει «το αναπότρεπτο της ματαίωσης, συνοδευμένης από μια μεταφυσική σχεδόν χροιά ματαιότητας». Παρακάτω η μελετήτρια επισημαίνει τη συχνή παρουσία νεωτερικών στοιχείων στην αφήγηση του θεσσαλονικιού πεζογράφου, που αφορούν κυρίως αναλυτικές περιγραφές αντικειμένων, π. χ μιας λύρας. Κάτι παρόμοιο είχα επισημάνει κι εγώ, παλιότερα, σε μια βιβλιοκρισία μου για τα διηγήματά του, μιλώντας, τότε, για πληροφοριακό ή εγκυκλοπαιδικού τύπου υλικό, το οποίο, παραδόξως, στον Σφυρίδη δεν αποβαίνει εις βάρος της λογοτεχνικότητας του κειμένου, όπως θα περίμενε κάποιος, αλλά απεναντίας την ενισχύει. Άλλες αφηγηματικές τεχνικές του Σ. για τις οποίες κάνει λόγο η Σταυρακοπούλου: τα ασχολίαστα αφηγηματικά επεισόδια και οι χαρακτήρες του, η τεχνική του φλας μπακ, άλλοτε αυτούσια κι άλλοτε σε συνδυασμό με την αρχικώς γραμμική ροή της αφήγησης, και οι πολλές αφηγηματικές ανατροπές. Η αφήγηση του Σφυρίδη είναι τριτοπρόσωπη, αλλά πιο συχνά πρωτοπρόσωπη, και διακρίνεται από λιτότητα, διαύγεια, ενάργεια, χιούμορ και, ενίοτε, από μια λεπτή, υποδόρια ειρωνεία. Χιούμορ και ειρωνεία δρουν υπονομευτικά, αποφορτίζοντας αισθητά τη δραματικότητα των ιστοριών του. Τελικά, καταλήγει η Σταυρακοπούλου, ο Σ., παρά τα μοντερνιστικά στοιχεία της γραφής του, δεν είναι συγγραφέας του «πνευματικού εργαστηρίου» και η χρήση των αφηγηματικών τεχνικών δεν γίνεται απ’ αυτόν σκόπιμα ή προμελετημένα, αλλά, κυρίως, από ένστικτο.

Έπονται εξήντα έξι κριτικές για βιβλία ή για το συνολικό έργο του θεσσαλονικιού πεζογράφου, επιλεγμένες από ένα σύνολο άνω των εκατό κριτικών που γράφτηκαν έως τώρα (είναι αυτές από τις οποίες χρησιμοποίησε αποσπάσματα στο κείμενό της η Σταυρακοπούλου). Κριτικές, κατά έργο και με χρονολογική σειρά. Εξαιρέθηκαν φυσικά οι απλές παρουσιάσεις δημοσιογραφικού τύπου, ενώ στο επιλεγμένο σύνολο των κριτικών προστίθενται: μια απομαγνητοφωνημένη κριτική του Πεντζίκη για τα Κούφια λόγια και μια προφορική παρουσίαση του συνολικού έργου του Σ. από τον κριτικό Γιώργο Αράγη. Με το έργο του Π. Σ. ασχολήθηκαν οι σημαντικότεροι κριτικοί λογοτεχνίας της χώρας, μεταξύ των οποίων οι Αλέξης Ζήρας, Σπύρος Τσακνιάς, Μιχάλης Μερακλής, Ελισάβετ Κοτζιά, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Γιώργος Αράγης, Γιώργος Παγανός, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Μάρη Θεοδοσοπούλου, Θανάσης Μαρκόπουλος, Παναγιώτης Μουλλάς, Χ. Δ. Γουνελάς, Νίκος Δαβέττας και Ντίνος Χριστιανόπουλος. Το πεζογραφικό πορτρέτο του Σ. κλείνει με στοιχεία ταυτότητας του συγγραφέα (βιογραφικό σημείωμα και εκτενές, σχεδόν εξαντλητικό, χρονολόγιο και εργογραφία). Ωστόσο χρήσιμο και ενημερωτικό είναι και το επόμενο μέρος που αφορά τη συμμετοχή του Σ. σε λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, αφού αποκαλύπτει το πολιτιστικό προφίλ της πόλης, τις εκδηλώσεις βιβλίου, τις ημερίδες λόγου και όποιο άλλο γεγονός διοργάνωσε ή στο οποίο συμμετείχε ο σημαντικός αυτός πεζογράφος).

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο παρών τόμος αποτελεί ένα άρτιο πεζογραφικό πορτρέτο του Περικλή Σφυρίδη, σχεδιασμένο με μεθοδικότητα και συνέπεια από μία ικανότατη μελετήτρια, που δίχως να ακολουθήσει το στεγνό και στείρο μονοπάτι της αποστασιοποίησης, έσκυψε με μεγάλη αγάπη και αφοσίωση σε ένα έργο ζωής, ίσως βέβαια με λίγο περισσότερο δέος απ’ όσο χρειαζόταν για ένα τέτοιο εγχείρημα. Σαφέστατα πρόκειται για άρτια φιλολογική μελέτη και όχι για προσωπική κριτική αποτίμηση, ωστόσο έχει το προτέρημα πως σχολιάζει και η ίδια σημεία κριτικής άλλων προσώπων, παραθέτοντας τη δική της (συνήθως θετική) άποψη για επιμέρους σημεία της πεζογραφίας του Σ. Παρότι είμαι γενικά κάπως επιφυλακτικός με τις φιλολογικές μελέτες, πιστεύοντας πως η υπερβολική φιλολογία βλάπτει σοβαρά τη λογοτεχνία, ομολογώ πως η όλη δουλειά της Σταυρακοπούλου και ισορροπημένη είναι και άκρως κατατοπιστική. Ο τόμος σίγουρα θα αποτελέσει στο μέλλον ολοκληρωμένο, χρηστικό εργαλείο για όποιον θελήσει να μελετήσει ή απλώς να ασχοληθεί με το έργο του θεσσαλονικιού πεζογράφου.

Κλείνοντας θα ήθελα να καταθέσω κάποιες σκέψεις και απόψεις μου αναφορικά με τον Περικλή Σφυρίδη, προσθέτοντας – αν αυτό μού είναι επιτρεπτό – δυο αδέξιες πινελιές στο πεζογραφικό πορτρέτο του, που τόσο ωραία και πειστικά φιλοτέχνησε η Σωτηρία. Πιστεύω πως ο Σφυρίδης εκτός από σημαντικός πεζογράφος και κριτικός, είναι μια ευρύτερη προσωπικότητα στον χώρο της λογοτεχνίας, και όχι μόνο. Ανεξάρτητα σε ποια λογοτεχνική τάση και σε ποιο λογοτεχνικό ρεύμα τον εντάσσει κανείς, πέρα από το έργο του που αντικατοπτρίζεται στα δεκάδες βιβλία που έχει τυπώσει, έχει καθιερωθεί στη συνείδηση πολλών ανθρώπων που γράφουν, σχολιάζουν ή διαβάζουν λογοτεχνία, ως δάσκαλος, με την ευρεία έννοια του όρου. Η έννοια του χρέους και του καθήκοντος που τον διακρίνουν είναι έντονη στα βιβλία του, στη λογοτεχνία του, στις κριτικές του, ακόμη και στην ίδια τη ζωή του. Οι ζεστοί, πηγαίοι και αυθεντικοί χαρακτήρες των διηγημάτων του, τα οξυδερκή κριτικά του κείμενα, οι ημερίδες που διοργανώνει και τα συνέδρια, τα νέα ταλέντα που ανίχνευσε και ανιχνεύει, η έκδοση λογοτεχνικών περιοδικών τα οποία, με μεράκι, επιμελήθηκε ή κυκλοφόρησε στο παρελθόν, όλα κατευθύνονται και πηγάζουν από αυτήν τη βαθιά αίσθηση του χρέους που νιώθει για τη λογοτεχνία και τους συνανθρώπους του. Πρόκειται για έναν ουμανιστή συγγραφέα, αλλά παράλληλα και για έναν τρυφερό, ευαίσθητο, συνεπή και σταθερό στις ιδέες του άνθρωπο, που αντιλαμβάνεται τη δημιουργία ως καθήκον. Αυτό το χρέος έχει ηθική υπόσταση, και δεν είναι τυχαίο που ο Αλέξης Ζήρας τον τοποθετεί λογοτεχνικά στους συνεχιστές του «ηθικού βιώματος» που καλλιέργησε και εμπέδωσε η Διαγώνιος.

Ως κατακλείδα αυτής της παρουσίασης του βιβλίου της Σταυρακοπούλου, κρατώ μια φράση ενός σημαντικού σύγχρονου λογοτέχνη, του Κουβανού Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες. Περιέχεται στο βιβλίο του Η βρώμικη τριλογίας της Αβάνας, και την αναφέρω πιστεύοντας πως εκφράζει απόλυτα τις λογοτεχνικές πεποιθήσεις του Σφυρίδη, δίνοντας, τρόπον τινά, το στίγμα τού έως τώρα πεζογραφικού του έργου. «Το καλύτερο είναι η πραγματικότητα. Ωμή. Την παίρνεις όπως την βλέπεις στο δρόμο. Τη βουτάς με τα δυο σου χέρια, κι αν έχεις τη δύναμη, τη σηκώνεις να πέσει πάνω στη λευκή σελίδα. Κι αυτό ήταν. Είναι εύκολο. Χωρίς φτιασίδια»

 

(εκφωνήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2011, σε παρουσίαση του βιβλίου στον ΙΑΝΟ της Αθήνας∙ στο πάνελ ο Περικλής Σφυρίδης, ο Νίκος Δαβέττας, ο Αλέξης Ζήρας και η Σωτηρία Σταυρακοπούλου. Επίσης δημοσιεύτηκε στο τχ. 161-162, χειμ.-Άνοιξη 2012 του περιοδικού η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ)      

 

 

 

ΤΟ ΚΡΙΤΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ

                                              

 

Περικλής Σφυρίδης, ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ ΙΙ Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 1999-2008, εισαγωγή-ανθολόγηση-επιμέλεια Σωτηρία Σταυρακοπούλου, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 576

 

Ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος και κριτικός Περικλής Σφυρίδης ολοκληρώνοντας μια γόνιμη πορεία τριάντα χρόνων στα γράμματα, εκδίδει το βιβλίο ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ  ΙΙ, που περιλαμβάνει κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκριτικής αναφορικά με το χρονικό διάστημα από το 1999 έως το 2008. Ο παρών τόμος είναι συνέχεια του βιβλίου του ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ (ο ίδιος θεωρεί και τους δύο τόμους ως ένα βιβλίο) και αποτελεί ένα μέρος μόνο του συνολικού κριτικού του έργου, αφού προηγήθηκαν άλλα τέσσερα βιβλία λογοτεχνικής κριτικής: Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης 1980-1990 (1992), Χριστιανόπουλος-Καβάφης. Αποκλίσεις σε βίους παράλληλους (1993), Εν Θεσσαλονίκη, 13 σύγχρονοι πεζογράφοι (2001) και Σε πρώτο πρόσωπο. Αυτοσχόλιο πνευματικής πορείας (1999).

Ο τίτλος ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ από τον πρώτο ήδη τόμο οφείλεται στην άποψη του Σφυρίδη για το κριτικό του έργο, που το θεωρεί να φύτρωσε ως παραφυάδα στον κορμό τού κατεξοχήν έργου του, που είναι το πεζογραφικό. Παραπέμπει όμως και στον τίτλο του λογοτεχνικού περιοδικού Παραφυάδα, το οποίο παλιότερα επιμελούνταν, και αφορούσε ανέκδοτα διηγήματα Θεσσαλονικιών πεζογράφων.

Ο Σφυρίδης θητεύοντας ως συνεργάτης στη «Διαγώνιο» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, αφομοίωσε σε σημαντικό βαθμό τις αρχές, τα αισθητικά κριτήρια και τον προσανατολισμό του περιοδικού, που άφησε εποχή στα θεσσαλονικιώτικα (και όχι μόνο) γράμματα. Παράλληλα η φιλία του και η συνεργασία του με τον Χριστιανόπουλο άφησε ανεξίτηλα σημάδια στο πεζογραφικό και κριτικό του έργο. Ξεκινώντας την ενασχόλησή του με τα γράμματα στην ώριμη ηλικία των 46 ετών, είχε κατασταλαγμένες περί λογοτεχνίας απόψεις. Οι απόψεις του αυτές μετουσιώθηκαν σε έργο με τα λογοτεχνικά και τα τεχνοκριτικά του κείμενα, αλλά και τις βιβλιοκρισίες του. Η πρώτη του κριτική αφορούσε το βιβλίο του Αλέκου Δαμιανίδη Τα μάτια του σμηνία και δημοσιεύτηκε στο τρίτο τεύχος της «Διαγωνίου» του 1979.

Όπως επισημαίνει στην εισαγωγή του βιβλίου η Σωτηρία Σταυρακοπούλου που επιφορτίστηκε με την επιμέλεια και την ανθολόγηση κειμένων, βιβλιοκρισιών και γραμμάτων αντίστοιχα: «(τον Σφυρίδη) τον ενδιαφέρει περισσότερο η συναισθηματική ένταση την οποία εισπράττει από το βιβλίο που διαβάζει και λιγότερο η πνευματική εργασία της λεγόμενης “δημιουργικής φαντασίας”. Γι’ αυτό και η κριτική του είναι κυρίως διαισθητικά εμπειρική και λιγότερο “εγκεφαλική” εργασία, που βασίζει την κατάστασή της σε ξένα κυρίως αναγνώσματα». Ο ίδιος ο Σφυρίδης αυτοπροσδιορίζεται περισσότερο ως επαρκής αναγνώστης που νιώθει την εσωτερική ανάγκη να μιλήσει για βιβλία που πιστεύει πως αξίζει τον κόπο να γίνουν ευρύτερα γνωστά, παρά ως κριτικός. Σε άλλο, πάλι, σημείο της εισαγωγής της, η Σταυρακοπούλου μάς αποκαλύπτει τα τρία κριτήρια που, κατά τον Σφυρίδη, πρέπει να ισχύουν για να είναι άξιο λόγου ένα λογοτεχνικό βιβλίο:1) Η αισθητική αξία του και η συγγραφική του αρτιότητα 2) η αναγνωσιμότητά του και 3) η αναπαράσταση της πραγματικότητας, εφόσον πρόκειται για ρεαλιστική αφήγηση. Και τι τον ενοχλεί ιδιαιτέρως στα βιβλία; Η διανοητική σύλληψη, οι φιλοσοφικές εμμονές, ο διδακτισμός, το «κουλτουριάρικο» λεξιλόγιο, η επεξήγηση της συμπεριφοράς των ηρώων ενός βιβλίου από τον ίδιο τον συγγραφέα, οι ψεύτικοι και όχι πειστικοί διάλογοι, η έλλειψη (όχι πάντα) βιωματικού έρματος.

Το βιβλίο ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ ΙΙ έχει την παρακάτω διάρθρωση. Αρχικά η εκτενής (76 ολόκληρες πυκνογραμμένες σελίδες) εισαγωγή-παρουσίαση του συνολικού κριτικού έργου του Περικλή Σφυρίδη, από την επίκουρο καθηγήτρια της Νεοελληνικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ. και πεζογράφο Σωτηρία Σταυρακοπούλου, η οποία επιμελήθηκε όλον τον τόμο. Ακολουθούν δεκατρία κείμενα λογοτεχνίας του Σφυρίδη, στα οποία φωτίζονται σημαντικές μορφές της λογοτεχνίας μας όπως ο Γιώργος Θ. Βαφόπουλος, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, ο Γιώργος Ιωάννου και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, αλλά το συνολικό βάρος πέφτει πάντα στη συμβολή του περιοδικού Διαγώνιος στην πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης. Έπονται είκοσι έξι βιβλιοκρισίες. Εδώ το ενδιαφέρον του Σφυρίδη επικεντρώνεται σε βιβλία σύγχρονων ποιητών και πεζογράφων, κυρίως Θεσσαλονικιών ή Βορειοελλαδιτών, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στους νέους λογοτέχνες. Αναφέρω ενδεικτικά μερικά ονόματα, με τα οποία ασχολήθηκε ο Σφυρίδης: Βασίλης Τσιαμπούσης, Δημήτρης Μίγγας, Νίκος Δαβέττας, Δήμητρα Μήττα, Ηλίας Λ. Παπαμόσχος, Σωτήρης Δημητρίου, Παναγιώτης Μουλλάς και αρκετοί ακόμα. Τέλος, δέκα επιστολές του Σφυρίδη προς καταξιωμένους και νεότερους πεζογράφους, στις οποίες κυρίως αναφέρει τις ενστάσεις του για τα περισσότερα από αυτά τα βιβλία (η ιδέα και η ανθολόγηση οφείλεται στη Σταυρακοπούλου, που πολύ εύστοχα διείδε πως μέσα από αυτές τις επιστολές διακρίνει κανείς όλο το απόσταγμα της σκέψης και των αντιλήψεων του κριτικού Σφυρίδη· εξίσου εύστοχα χαρακτήρισε η ίδια αυτές τις επιστολές ως μικρής έκτασης κριτικά δοκίμια) ολοκληρώνουν το πόνημα του Θεσσαλονικιού κριτικού και πεζογράφου.

Ανώτερο, λοιπόν, το κριτικό έργο του Σφυρίδη από το πεζογραφικό του ή το αντίστροφο; Αν και το ερώτημα παραμένει ερεθιστικό, δυσκολεύομαι να πάρω θέση, αφού εκτιμώ εξίσου τόσο την πεζογραφική του πένα όσο και την κριτική του ματιά. Υποψιάζομαι πάντως πως το κριτικό έργο του είναι περισσότερο σημαντικό από ό,τι ο ίδιος διατείνεται. Θα εκφράσω όμως κάποιες σκέψεις μου που έχουν να κάνουν με τη συνολική προσφορά του πεζογράφου και κριτικού στην πολυετή του ενασχόληση με τα γράμματα. Ο Σφυρίδης υπήρξε και εξακολουθεί να είναι, αν μη τι άλλο, υπόδειγμα μεθοδικότητας και εργατικότητας με ό,τι κι αν ασχολήθηκε. Βοήθησε και στήριξε πολλούς νέους λογοτέχνες, στους οποίους διέκρινε ταλέντο, να βγουν πατώντας γερά στο λογοτεχνικό σανίδι. Αρκετοί του το αναγνωρίζουν, άλλοι το αποσιωπούν. Κάποιοι ίσως και να νιώθουν άβολα με τις περί λογοτεχνίας απόψεις του και τη μαχητικότητά του στο να τις διαφυλάττει ακέραιες. Μερικοί νέοι δημιουργοί που λοξοκοιτάζουν στις εκδόσεις τους την εμπορική επιτυχία παραμελώντας τη λογοτεχνικότητα των κειμένων τους, ίσως σκοντάψουν στο αιχμηρό του βλέμμα. Πιθανόν να ακούσουν σκληρά λόγια από το στόμα του. Αυστηρός ο Σφυρίδης, απόλυτος και παρορμητικός, τσινάει συχνά στα νέα λογοτεχνικά ρεύματα επειδή δεν τον πείθουν. Κανείς όμως δεν μπορεί να τον κατηγορήσει για εμπάθεια και ανειλικρίνεια. Έντιμα, ντόμπρα και ξεκάθαρα λέει τα πράγματα με το όνομά τους, τουλάχιστον όπως ο ίδιος τα αντιλαμβάνεται. Δεν χαϊδεύει αυτιά, δεν χαρίζεται σε κανέναν, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται. Λέει με τα κριτικά του κείμενα (αλλά και με το συνολικό του έργο): «Κύριοι, αυτός είμαι, αυτά τα στάνταρ θέτω, εκεί ψηλά βάζω τον πήχη, όποιος έχει τα κότσια κι όποιος συμφωνεί μαζί μου, ας ακολουθήσει». Όσο για το προσωπικό του μότο αναφορικά με τη λογοτεχνία, πιστεύω πως δύσκολο να βρεθεί, έστω και ένας, που θα διαφωνήσει μαζί του: «Ο γνήσιος λογοτέχνης δεν στοχεύει στη νόηση αλλά στην καρδιά μας».

 

(«Ελευθεροτυπία» / «Βιβλιοθήκη», τχ. 593, 5.3.2010)

 

 

 

ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ

 

                                 

Περικλής Σφυρίδης, Διηγήματα 1977-2002 (εισαγωγή-επιλογή: Αλέξης Ζήρας), Καστανιώτης, Αθήνα, 2005, σελ. 393

 

Ο Περικλής Σφυρίδης, ένας από τους τελευταίους εναπομείναντες μάστορες του διηγήματος, με την έκδοση του προτελευταίου βιβλίου του Εσωτερική υπόθεση (Καστανιώτης, 2002), έκλεισε αισίως είκοσι πέντε χρόνια προσφοράς στα ελληνικά γράμματα. Καλλιεργώντας πρωτίστως αυτό το δύσκολο, απαιτητικό αλλά και γοητευτικό λογοτεχνικό είδος, συνέχισε και συνεχίζει επιτυχώς μία παράδοση που θέλει τη Θεσσαλονίκη να γεννά μείζονες διηγηματογράφους. Παράλληλα, με τη γραφή και την τέχνη του, επηρέασε και νεότερους δημιουργούς που, ακολουθώντας το παράδειγμά του, επιμένουν στη μικρή φόρμα.

Στο τελευταίο του βιβλίο, Διηγήματα 1977-2002 (Καστανιώτης, Αθήνα, 2005, σελ.393), ο κριτικός Αλέξης Ζήρας –ασχολήθηκε και στο παρελθόν με το πεζογραφικό έργο του Σφυρίδη– επέλεξε τα αντιπροσωπευτικότερα και πιο δυνατά κείμενα της συγγραφικής του πορείας. Έτσι προέκυψε ένας συγκεντρωτικός τόμος διηγημάτων που κλείνει με αυτοσχόλιο του ίδιου του συγγραφέα αναφορικά με το έργο του.

Το «μοίρασμα» των διηγημάτων έγινε σε τέσσερις κατηγορίες, που –πιστεύω– και εύστοχες είναι και ευδιάκριτες. Στα ερωτικά διηγήματα (11), στα διηγήματα από τη θητεία του Π.Σ. στην ιατρική (6), στις ιστορίες με ζώα (7) και στην παλίνδρομο μνήμη (8). Κάποια, βέβαια, διηγήματα θα μπορούσαν να ενταχθούν σε δύο ταυτοχρόνως κατηγορίες, να είναι, φέρ’ ειπείν, και στα ερωτικά και στα ιατρικά, αλλά αυτό δεν μειώνει ούτε ακυρώνει το εγχείρημα του Ζήρα να «ταχτοποιήσει» και να «νοικοκυρέψει» το πλούσιο διηγηματικό υλικό που είχε στα χέρια του. Η «μοιρασιά» αυτή του Ζήρα διατηρεί –άθελά του, ίσως– και μια χρονολογική κατανομή των διηγημάτων, που από μόνη της όμως και δίχως την ύπαρξη θεματικών ενοτήτων, θα ήταν στεγνή και λειψή.

Το «ζόρι» του Σφυρίδη που μεταλλάσσεται σε γόνιμο και δημιουργικό συγγραφικό έργο, ξεκινά από παλιά, από τις ερωτικές του ιστορίες. Ο ερωτικά πληγωμένος αφηγητής-πρωταγωνιστής, ζώντας καταστάσεις που αφήνουν τόσο στον ίδιο όσο και στον αναγνώστη μία πικρή γεύση απραγματοποίητου στα χείλη, «παίζει» σε μια πλειάδα διηγημάτων. Αυτό που καθιζάνει από τις ερωτικές ιστορίες του δεν είναι η ερωτική ορμή και η απόλαυση, όσο η διαδικασία προς κάποια προσδοκώμενη και επιθυμητή κατάσταση, αλλά και η αίσθηση του ανικανοποίητου των ηρώων του και η ματαίωση, πολλές φορές, της ερωτικής ολοκλήρωσης. Ο Σφυρίδης στα ερωτικά του διηγήματα –που είναι νευρώδη, με κοφτούς πετυχημένους διαλόγους, και διακρίνονται από ιδιαίτερα διεισδυτική ψυχογραφική ματιά– μας καθιστά συμμέτοχους (και συνένοχους) του ψυχικού κενού και αδιεξόδου που ζει ο αφηγητής καθώς εξιστορεί, κάθε φορά, τραυματικές ερωτικές περιπέτειες.

Όμως το «ζόρι» του συγγραφέα δεν εξαντλείται –ευτυχώς– ούτε απορροφάται σ’ αυτές τις ιστορίες. Η «μετάθεση» –για να χρησιμοποιήσω έναν όρο της ψυχολογίας– γίνεται από το ερωτικό πεδίο στον εργασιακό του χώρο, αρχικά, και κατόπιν στη σχέση του με τα ζώα. Στα ιατρικά του διηγήματα έχουμε εξαιρετικά ακριβείς, καθηλωτικές σε πολλά σημεία και πάντα «από πρώτο χέρι» διατυπωμένες –λόγω της ιδιότητάς του ως ιατρού καρδιολόγου– ιστορίες που θίγουν ζητήματα κοινωνικής παθογένειας, καταγράφοντας τη σήψη του ιατρικού συστήματος στον τόπο μας. Σε κάποια του διηγήματα, μάλιστα, εμπεριέχονται σπέρματα της μετέπειτα γραφής τού εξαιρετικού του μυθιστορήματος Μεταμόσχευση νεφρού, που αφορά το πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε η νεφροπαθής αδελφή του και την ανάγκη ενός ταξιδιού της στην Ινδία προς αναζήτηση δότη. Αν έμπαινα στην άχαρη θέση να επιλέξω ένα, και μόνο ένα, διήγημα από κάθε μία από τις δύο κατηγορίες στις οποίες έως τώρα αναφέρθηκα, θα κατέληγα –με πολύ κόπο λόγω της υψηλής ποιότητας όλων των κειμένων– στο «Ρέκβιεμ για την αιώνια ποίηση» από την ενότητα των ερωτικών, και στο «Μυστικό» από την ενότητα των ιατρικών του διηγημάτων.

Στα διηγήματα για ζώα, ο Σφυρίδης δεν μένει στο επίπεδο μιας απλής φιλοζωίας – ζωοφιλίας, καλύτερα, κατά τον καθηγητή Μουλλά. Οι ιστορίες του αγγίζουν τα όρια ενός ιδιότυπου ανιμαλισμού ή αλλιώς μιας ζωολατρίας, υπό την έννοια της λατρείας ανθρωπομορφικών στοιχείων στο πρόσωπό τους. Άνθρωποι και ζώα συνυπάρχουν αρμονικά στις ιστορίες αυτής της ενότητας, όπως ζώντες και τεθνεώτες συνομιλούν σε κάποιες ιστορίες της ενότητας «Παλίνδρομος μνήμη». Τα ζώα εξανθρωπίζουν και γαληνεύουν τους ανθρώπους, οδηγώντας τους σταδιακά σε, κάποιου βαθμού, αυτογνωσία. Εδώ, λάμπει εκτυφλωτικά και ξεχωρίζει το «Εις μνήμην», όπου ο θάνατος της γελοιογράφου και φίλης του Σφυρίδη, της Μπίλλης Γουσίου, συσχετίζεται με απαράμιλλη δεξιοτεχνία με τον θάνατο της Κνουλπ, της σκυλίτσας του συγγραφέα, σε μια μοναδική αλληλοπεριχώριση ανθρώπινης μοίρας και μοίρας των ζώων, που αγγίζει τα όρια του ανιμισμού. Θαρρεί κανείς, δηλαδή, πως η ψυχή των πεθαμένων ζώων επηρεάζει και επεμβαίνει στη ζωή των ανθρώπων καταλυτικά, διαμορφώνοντας τη δική τους μοίρα.

Τέλος, στο «Παλίνδρομος μνήμη», που περιέχει ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου του Εσωτερική υπόθεση, ο αναγνώστης μπορεί να συναντήσει κάποια από τα ωριμότερα διηγήματα του Σφυρίδη. Στην ενότητα αυτή υπάρχει μια διάθεση επιστροφής σε πρόσωπα και γεγονότα του παρελθόντος. Ο «καθαρός» ρεαλισμός υποχωρεί δίνοντας έδαφος στη φαντασία και μεταλλάσσεται σε μαγικό ρεαλισμό (διήγημα «Εσωτερική υπόθεση»), ενώ συναισθηματικά νιώθουμε τον αφηγητή-συγγραφέα λιγότερο άκαμπτο στις απόψεις του, λιγότερο μαχητικό, πιο τρυφερό και ανθρώπινο. Η τάση του να επικοινωνεί νοερά με νεκρούς σαν να πρόκειται για ζωντανούς, σαν να βρίσκονται δίπλα του –ίδιο αρκετών Θεσσαλονικιών πεζογράφων–, μια τάση που την πρωτοδιέκρινα στη γραφή του από το κείμενό του σχετικά με τον θάνατο του Βαφόπουλου (Τραμ, τέταρτη περίοδος, 1996), παίρνει σάρκα και οστά στο υπέροχο διήγημα «Η ψυχή του μπαρμπ’ Ανδρέα αναβλύζει» που μαζί με το «Μπόρα» και το «Εσωτερική υπόθεση» ξεχωρίζουν στην τελευταία ενότητα του βιβλίου.

Ο λόγος του Σφυρίδη σε όλα του τα διηγήματα είναι σαφής, λιτός και περιεκτικός, δίχως περιττά ψιμύθια και εκκωφαντικά στολίδια. Τον χαρακτηρίζει η ενάργεια και η ακριβής διατύπωση. Μια εξομολογητική διάθεση διαπνέει το σύνολο των ιστοριών, ενώ κάποιες φορές ο συγγραφέας δανείζεται στοιχεία μοντερνιστικά – τα φλας μπακ κάποιων πεζών του είναι αυτούσια παρμένα από την τέχνη του κινηματογράφου. Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γραφής του που εντυπωσιάζει και που το συναντούμε στα πρώτα του διηγήματα –ενότητα «ερωτικά»– είναι η ενσωμάτωση στην πλοκή, στοιχείων από άλλα είδη λόγου (δοκίμιο, ιατρικά εγχειρίδια κτλ.). Το εγχείρημα φαντάζει, εκ πρώτης όψεως, παράτολμο. Αρκετοί συγγραφείς που, στο παρελθόν, επιχείρησαν κάτι παρόμοιο, εισέπραξαν ως συνέπεια την αποδυνάμωση της πλοκής των κειμένων τους. Το πληροφοριακό ή εγκυκλοπαιδικού τύπου υλικό σε ένα λογοτεχνικό βιβλίο συχνά αποβαίνει εις βάρος της λογοτεχνικότητας του εκάστοτε βιβλίου. Με τον Σφυρίδη όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.            

Η λεπτομερής περιγραφή της πραγματοποίησης μιας έκτρωσης (διήγημα «Η έκτρωση»), η, βήμα προς βήμα, περιγραφή της κατασκευής μιας λύρας από ξύλο καρυδιάς (διήγημα «Η λύρα») και οι πληροφορίες αναφορικά με όρους, υλικά και τεχνικές ζωγραφικής στο πορτρέτο μιας νέας γυναίκας από κάποιον ταλαντούχο ζωγράφο (διήγημα «Το μοντέλο»), όχι μόνο δεν αποδυναμώνουν την υπόθεση των τριών αυτών διηγημάτων, απεναντίας επιτείνουν την προσήλωση και εκμαιεύουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη να ολοκληρώσει την ανάγνωση φτάνοντας στο επιμύθιο της εκάστοτε ιστορίας. Η εξήγηση που, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, δίνω γιατί οι λεπτομερείς αναφορές και πληροφορίες που δίνει ο Σφυρίδης σ’ αυτά του τα διηγήματα όχι μόνο δεν κουράζουν αλλά συγκινούν περισσότερο και γοητεύουν λειτουργώντας καταλυτικά στην εξέλιξη της υπόθεσης, έχει να κάνει με το ότι αφορούν τρεις ιδιαίτερες προσωπικότητες ανθρώπων που συγκίνησαν ή γοήτευσαν τον συγγραφέα με τον τρόπο που φερόταν και λειτουργούσε ο καθένας χωριστά (ο ηλικιωμένος γιατρός που ήταν μάστορας στις «παράνομες», άνω των τριών μηνών, εκτρώσεις και τα έλεγε «έξω από τα δόντια», ο γιατρός, οργανοπαίχτης και κατασκευαστής μουσικών οργάνων και ο χαρισματικός ζωγράφος με τα ψυχολογικά προβλήματα με τον οποίον είχε φιλία ο συγγραφέας στο παρελθόν), οπότε με μεράκι «σκύβει» στην τέχνη του καθενός, μεταφέροντάς την μέσα από εξονυχιστικές λεπτομέρειες στα διηγήματα. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο ανάλυσης όμως, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως και οι τρεις ιστορίες είναι ερωτικές, και πάντα από πίσω βρίσκεται μια γυναίκα. Όταν αγαπά κανείς, θέλει να μαθαίνει τα πάντα, με  λεπτομέρειες, για το πρόσωπο που αγαπά. Ακόμα κι όταν, αυτά που μαθαίνει, έχουν να κάνουν με μία έκτρωση, ένα μουσικό όργανο ή με ένα πορτρέτο. Και οι συγκεκριμένες λεπτομέρειες θα απογειώσουν το στόρι επιτείνοντας το στοιχείο της ματαίωσης που διακρίνουμε στα κλεισίματα των εν λόγω διηγημάτων, αφού οι ηρωίδες θα αποδειχθούν εντέλει ανεπαρκείς κι ανάξιες της αγάπης και του ενδιαφέροντος του αφηγητή.

Ο συγγραφέας, ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιωάννου και του Χριστιανόπουλου (με τα Εις εαυτόν και Επ’ εμοί αντίστοιχα), κλείνει το βιβλίο του με κάποιο αυτοσχόλιο. Θα μπορούσε να  χαρακτηριστεί περιττό, αφού, καλύτερα κι απ’ τον συγγραφέα, μιλάει το ίδιο του το έργο. Ας ακούσουμε όμως και τον ίδιο το Σφυρίδη, ως κριτικό πλέον, να αυτοσχολιάζεται: «…Αν ήθελε κάποιος να επισημάνει τα θέματα που χαρακτηρίζουν την πεζογραφία μου, θα έλεγα ότι είναι δύο εκείνα που κυριαρχούν σ’ όλα τα βιβλία μου, από το πρώτο έως το τελευταίο: ο έρωτας κι ο θάνατος». Ενώ προς στο τέλος του αυτοσχόλιού του, δίνει το συγγραφικό του στίγμα μέσα σε μία μόνο πρόταση: «Στηρίχτηκα στο βίωμα για να έχω τη σιγουριά ότι βαδίζω πάντα σε στέρεο έδαφος».

Ο Περικλής Σφυρίδης, ένας εκ των κορυφαίων πεζογράφων της πατρίδας μας, καταθέτει με το τελευταίο του βιβλίο ένα έργο ζωής. Διαβάζοντας ο αναγνώστης τα επιλεγμένα διηγήματά του, είναι σαν να απολαμβάνει ένα μπουκάλι καλό κρασί. Ποικιλία σπάνια από βορειοελλαδίτικα κλήματα της λογοτεχνίας μας, που, όσο παλιώνει, τόσο περισσότερο εύγευστο και μεθυστικό γίνεται.

 

(περιοδ. Οδός Πανός, τεύχ. 133, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2006)

 

 

 

ΠΡΟΣΚΥΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΔΕΛΦΙΚΗ ΑΓΑΠΗ

 

 

Περικλής Σφυρίδης, Μεταμόσχευση νεφρού, μυθιστόρημα,  Καστανιώτης, 2000, σελ. 223

 

Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές του πεζογραφικού έργου του Περικλή Σφυρίδη, αποτελούν τα ιατρικά του διηγήματα. Καλύπτονται κυρίως μέσα από δύο συλλογές του, όπου η ιατρική ιδιότητα του συγγραφέα-αφηγητή εμφανίζεται στο σύνολο των σελίδων τους και όχι αποσπασματικά, όπως σε άλλα πεζογραφικά πονήματα του Θεσσαλονικιού πεζογράφου. Πρόκειται για το Μισθός ανθυπιάτρου που περιέχει σύντομα αφηγήματα και πρωτοκυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Υάκινθος, το 1987, και το Από πρώτο χέρι, με μεγαλύτερης έκτασης κείμενα, διηγήματα αυτήν τη φορά, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, με χρονολογία πρώτης έκδοσής του το 1989. Στα δύο αυτά βιβλία ο Σφυρίδης αξιοποιεί θαυμάσια τα βιώματά του ως γιατρού καρδιολόγου και θίγει, μεταξύ άλλων, ζητήματα όπως η εκμετάλλευση των αρρώστων στο περιβάλλον της υγείας, το ηθικό δίλλημα της ευθανασίας, τη μάστιγα του AIDS, το απαράδεκτο και υποτιμητικό φακελάκι, την κομματικοποίηση και την αναξιοκρατία που υπάρχει στα νοσοκομεία. Ένδεκα χρόνια μετά, κι ενώ ενδιάμεσα κυκλοφόρησαν άλλα τρία λογοτεχνικά βιβλία του συγγραφέα, ο κύκλος της περί τα ιατρικά θεματολογίας συνεχίζεται, και μάλλον δείχνει να ολοκληρώνεται, με ένα μυθιστόρημα, το Μεταμόσχευση νεφρού.

Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δύο μέρη. Στο πρώτο, στη «Μετάβαση», ο συγγραφέας, αρχικά, μας ενημερώνει για το ισχύον καθεστώς στην Ελλάδα αναφορικά με τους νεφροπαθείς και τις διεξόδους που υπάρχουν στις δύσκολες περιπτώσεις –όπως της αδελφής του– στο εξωτερικό για μεταμόσχευση. Κατόπιν, κι αφού ζούμε βήμα προς βήμα όλες τις προετοιμασίες και τα προκαταρκτικά του ταξιδιού του συγγραφέα στην Ινδία, γινόμαστε μάρτυρες μιας συγκλονιστικής σειράς γεγονότων που αφορούν την προεγχειρητική κατάσταση, τη μεταμόσχευση και τις μετεγχειρητικές επιπλοκές –ευτυχώς ανώδυνες– της αδελφής του Σφυρίδη, σ’ ένα ημιπαράνομο καθεστώς, αναφορικά με αυτού του είδους τις επεμβάσεις. Ο Σφυρίδης, φτάνοντας στο ύψιστο βαθμό απόγνωσης με την υγεία της αδελφής του ρισκάρει τα πάντα, και νομικά συστήματα και χρήματα και ταλαιπωρία. Βάζει το κεφάλι του στον ντορβά –το δικό του και της αδελφής του– προκειμένου να βρεθεί το κατάλληλο μόσχευμα που θα δώσει ζωή στην εξαντλημένη και ταλαιπωρημένη γυναίκα.

Ο λόγος του Σφυρίδη ρέει αβίαστος, σταράτος, δουλεμένος, πάντα βιωματικός, με διακριτικό χιούμορ, που αποφορτίζει σε κάποια σημεία την ένταση των γεγονότων. Απογειώνει τον αναγνώστη που αγωνιά για την εξέλιξη της συγκλονιστικής –και μόνο από την επιλογή του θέματος, πόσο μάλλον κι απ’ τη μαστοριά της γραφής της– αυτής ιστορίας. Ο αναγνώστης από τις πρώτες σελίδες συμμετέχει στην περιπέτεια, ακολουθεί το συγγραφέα βήμα προς βήμα σ’ αυτό το απελπισμένο όσο και λυτρωτικό ταξίδι του. Ο Σφυρίδης έχει τον τρόπο να μας παίρνει από το χέρι, μάρτυρες, συνοδοιπόρους και συμπαραστάτες –ακόμα και τον πιο δύσπιστο ή πιο ράθυμο από εμάς– στις αποσκευές του για την Ινδία, στο αεροπλάνο, στο ξενοδοχείο όπου καταλύει.

Οι κορυφώσεις της αφήγησης (ίδιον της γραφής του Σφυρίδη) είναι συνεχείς και αλλεπάλληλες. Τα εμπόδια που πρέπει να υποσκελιστούν, πολλά και απρόβλεπτα. Δεν αρκεί μόνο η επέμβαση με συμβατό μόσχευμα. Ενδιαφέρει και η μετεγχειρητική κατάσταση της αδελφής του. Κι όλα τα εμπόδια εμφανίζονται σε στιγμές που ο αναγνώστης ελπίζει για το καλύτερο, για αίσιο τέλος της περιπέτειας και, χαλαρωμένος πρόσκαιρα, αναπολεί τον σκόπελο που μόλις έχει υπερπηδηθεί. Φαίνεται πως ο ήρωας-γιατρός διακατέχεται από σύνδρομο κακοδαιμονίας –όλα του πάνε στραβά, φοβάται μήπως πάθει έμφραγμα ή εγκεφαλικό, συσχετίζει τις κακοτοπιές με την ιατρική του ιδιότητα κτλ.– που μέχρι ενός βαθμού επαληθεύεται και στην πραγματικότητα από την απροσδόκητη εξέλιξη των συμβάντων. Ευτυχώς, στο τέλος, όσον αφορά την υγεία της αδελφής του, έχουμε αίσια λύση.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, στην «Επιστροφή», που είναι κατά πολύ μικρότερο σε έκταση από το πρώτο μέρος (44 σελίδες έναντι 176 σελίδων), έχουμε την επιστροφή της ασθενούς με τον αδελφό της στη Θεσσαλονίκη και την προσωρινή απόρριψη του μεταμοσχευτικού νεφρού που βάζει σε νέους μπελάδες τα δύο αδέλφια. Επίσης έχουμε τον θάνατο του συνταξιδιώτη τους Γιάννη, που είχε ταξιδέψει κι αυτός για λόγους υγείας στην Ινδία. Παράξενο και αναπάντεχο το τέλος. Μία υπόθεση κληρονομιάς βασανίζει τον ήρωα-αφηγητή, προσγειώνοντάς τον απότομα στις μικρότητες της καθημερινότητας. Ο αναγνώστης θα ανέμενε ίσως χάπι έντ στην απόληξη της ιστορίας, που θα αντιστάθμιζε την ένταση του ήρωα-αφηγητή, ανακουφίζοντας τον στην προσωπική ζωή του. Αντί αυτών, κληρονομιές, δικαστήρια, πλαστές διαθήκες, μικροαπάτες, μικροκακίες. Ο συγγραφέας δεν ωραιοποιεί τις καταστάσεις της πατρίδας του. Είναι αληθινός μέχρι την τελευταία τελεία. Και αναλογίζεται με πίκρα στο ωραίο επιμύθιο του βιβλίου του: «Φαίνεται ότι η δοκιμασία της Ινδίας δε στάθηκε ικανή να βρω το νόημα της αληθινής αγάπης».

Το Μεταμόσχευση νεφρού είναι, πιστεύω, μεστό, κατασταλαγμένο, ώριμο και τεχνικό βιβλίο. Στο πρόσωπο του αφηγητή-γιατρού διακρίνω τη μετενσάρκωση του μυθικού Οδυσσέα, τη δαιμόνια ελληνική ψυχή που παλεύει με χίλιες δυο αντιξοότητες μακριά από την πατρίδα του, μηχανευόμενος χίλιους δυο τρόπους για να επιβιώσει. Το μυθιστόρημα λόγω της θεματολογίας του αλλά και του τόπου (ή καλύτερα των τόπων) όπου διαδραματίζεται, ξεπερνά τα στενά ελληνικά πλαίσια και αφορά όλους τους ανθρώπους του κόσμου. Θίγεται ένα πρόβλημα που κάλλιστα θα μπορούσε να τύχει σε οποιοδήποτε πολίτη του παγκόσμιου χωριού, όπου ζούμε. Υπό αυτήν την έννοια έχουμε να κάνουμε με ένα παγκόσμιο μυθιστόρημα. Παράλληλα, μέσα από το βίωμα του συγγραφέα αναδύεται κι ένα ψηφιδωτό της σύγχρονης Ινδίας, με τις κάστες, τη φτώχεια, τον ιστορικό πλούτο, την ταπεινότητα, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά και την εντιμότητα που χαρακτηρίζει τους απλούς πολίτες της.

Τελειώνοντας, θέλω να κάνω έναν συσχετισμό του ωραίου μικρού πεζού του Χριστιανόπουλου «Στη Σκύρο» (Η κάτω βόλτα, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη, 1991) με την τελική αίσθηση που μου άφησε η ανάγνωση της Μεταμόσχευσης νεφρού του Σφυρίδη. Ο Χριστιανόπουλος, στο τέλος εκείνου του κειμένου, λέει χαρακτηριστικά: «Είχαμε χάσει το προσκύνημα της ποίησης, μα προσκυνήσαμε την ίδια την αγάπη». Εγώ, διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Σφυρίδη, όχι μόνο δεν έχασα απολύτως τίποτα, αλλά κέρδισα κάτι πολύ σημαντικό. Προσκύνησα την ίδια την αδελφική αγάπη

 

(περιοδ. Οδός Πανός, τχ. 120, Απρίλιος-Ιούνιος 2003)