Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2024

Βιβλιοκρισίες (ελληνική πεζογραφία)

 



 

 

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ

ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

(βιβλιοκρισίες 2003-2023)

Επιλογή

 

֎

 

 

 

 

 

 

Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΟΠΑΣΕ

 

 

Γιάννης Γρηγοράκης, Ο άνεμος κόπασε, μυθιστόρημα, Κέδρος, 2022, σελ. 434

 

 

Η περιπλάνηση ενός σύγχρονου Οδυσσέα

 

Ο μυθιστοριογράφος Γιάννης Γρηγοράκης (1950) στο δέκατο κατά σειρά μυθιστόρημά του που τιτλοφορείται Ο άνεμος κόπασε (Κέδρος, 2022), φιλοτεχνεί το πορτρέτο ενός μπεκετικού τύπου ήρωα, μιας σύνθετης και παράλληλα σκοτεινής προσωπικότητας, του Οδυσσέα Μπλαντ, που γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1935. Ο Μπλαντ, ζώντας στο πετσί του το μετεμφυλιακό παρακράτος και τη δίωξη των Εβραίων από την πόλη του, συχνά με την ανοχή και την υποστήριξη Ελλήνων αντισημιτών πολιτών, κουβαλά τις νεανικές του εμπειρίες και τα τραυματικά του βιώματα στην Ευρώπη, όπου ζει μεγάλο μέρος της ζωής του. Στο Λονδίνο υιοθετείται από μια οικογένεια που έχασε τον γιο της στην απόβαση της Νορμανδίας, κι εκεί, δεκαπεντάχρονος, με μια κάμερα Bolex στα χέρια, γνωρίζει τη φρίκη που αφήνει πίσω του ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, περιπλανιέται ανάμεσα στα χαλάσματα και στα ερείπια βομβαρδισμένων περιοχών, γυρίζοντας τις πρώτες ολιγόλεπτες ταινίες-ντοκιμαντέρ. Στο Παρίσι θα ζήσει τη δεκαετία του ’60, θαυμαστής της Νουβέλ Βαγκ και των κινηματογραφιστών της εποχής, και η ώσμωσή του με καλλιτέχνες και διανοούμενους που απογείωσαν την τέχνη οδηγώντας τα πράγματα στα γεγονότα του Μάη του ’68, τον δυναμώνουν ως σκηνοθέτη αλλά και ως άνθρωπο. Θα ρουφήξει ως το μεδούλι όλη την ποιητική και καλλιτεχνική ατμόσφαιρα του Παρισιού εκείνης της εποχής με τα καφέ, τα τζαζ κλαμπ, τις μπάντες του δρόμου, την πολύτιμη ελευθεριότητα της πόλης, αλλά και τις γόνιμες πολιτικές αντιπαραθέσεις, τις ζυμώσεις στα αμφιθέατρα της Σορβόννης, τις ταινίες που σκηνοθετεί. Θα επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη, στο μέσον της διαμονής του στο Παρίσι, τη δεκαετία του ’70, για να πληροφορηθεί από τον δικηγόρο της οικογένειας για τον θάνατο του πατέρα του, έναν σκοτεινό άνθρωπο της εποχής του, που καταχράστηκε το σπίτι μιας εβραϊκής οικογένειας που ξεριζώθηκε από την πόλη. Αυτό το γεγονός, που σαν ακίδα λογχίζει την ψυχή του χρόνια τώρα, και που τον μειώνει ως ανθρώπινη οντότητα, κάπως θα απαλυνθεί στη συνείδησή του όταν παραχωρήσει το πατρικό του σπίτι στη μοναδική επιζήσασα της εβραϊκής οικογένειας που χάθηκε στα ναζιστικά στρατόπεδα, την οποία εντοπίζει και που ζει, πλέον, στο Ισραήλ.  Άνοιξη του ’82 αφήνει το Παρίσι και επιστρέφει οριστικά στη Θεσσαλονίκη, συνεχίζει τη σκηνοθετική του δράση, σχετίζεται με μια όμορφη ηθοποιό, την Εκάβη, και δημιουργεί με φίλους του καλλιτέχνες μια μικρή θεατρική ομάδα, ανεβάζοντας στην πόλη έργα του κλασικού θεατρικού ρεπερτορίου. Όμως, την τελευταία νύχτα του εικοστού αιώνα, κι ενώ ο κόσμος γιορτάζει το Μιλένιουμ, με φαντασμαγορικές εκδηλώσεις και πυροτεχνήματα, ο Οδυσσέας Μπλαντ βρίσκεται νεκρός στο σπίτι του, επί της οδού Παστέρ, με μια σφαίρα στο κεφάλι. Πάνω στο γραφείο του είναι σημειωμένη η φράση «Ο άνεμος κόπασε». Η σύντροφος του Μπαλντ, η Εκάβη, δεν αναγνωρίζει στο σημείωμα τον γραφικό του χαρακτήρα του σκηνοθέτη, αλλά μόνο το πνεύμα του. Τελικά πρόκειται για έγκλημα ή για αυτοκτονία;

 

 

Ζωντανή ομιλούσα κάμερα

 

Ο Γρηγοράκης, στο συγγραφικό του εργαστήριο, χρησιμοποιώντας μοντερνιστικά και μεταμοντερνιστικά αφηγηματικά στοιχεία –αλληλογραφία των ηρώων, πληροφορίες μέσα από τη διαδικασία της ψυχανάλυσης, μη γραμμική αφήγηση, κινηματογραφικά φλας μπακ κ.τλ.– επινοεί έναν πειστικό βασικό πρωταγωνιστή και μια προσωπική ιστορία-περιπέτεια, ενταγμένη όμως αριστοτεχνικά στη μεγάλη εικόνα-πλαίσιο της ζωής, που είναι η σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία αλλά και η σύγχρονη ευρωπαϊκή τέχνη, με βάση την εξέλιξη της τέχνης του κινηματογράφου. Στο μυθιστόρημα, που ξετυλίγεται με κινηματογραφικό τρόπο, πρωτοστατεί το μεγάλο πλάνο επικών ταινιών. Εικόνες, κατά βάση δυσάρεστες, των καταστραμμένων και αποδεκατισμένων πόλεων της Ευρώπης, μετά από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και εκείθεν. Η κατοχική και μετακατοχική Θεσσαλονίκη, ο δωσιλογισμός και ο εκτοπισμός των Εβραίων της πόλης, η στερεοτυπικά κυνική και στενά νομικίστικη αντίληψη των επαϊόντων της εποχής για το μέλλον των ρημαγμένων εβραϊκών περιουσιών, το Τείχος του Βερολίνου που χωρίζει δύο κόσμους, ο ανασφαλής, αναδυόμενος καινούριος κόσμος μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους, οι πρωτοποριακοί κινηματογραφιστές του ’60 και του ’70 στην Ευρώπη, αλλά και ο σύγχρονος κόσμος που γεμάτος ελπίδα υποδέχεται τη νέα χιλιετία, καταγράφονται και αναδεικνύονται από τον συγγραφέα διά μέσου της εκάστοτε κάμερας του σκηνοθέτη-πρωταγωνιστή του. Ο Οδυσσέας Μπλαντ δεν είναι απλώς ένας χαρισματικός και φιλόδοξος σκηνοθέτης, ένας εσωστρεφής και μελαγχολικός άντρας που αλλάζει ερωμένες ή ένας πειστικός μυθιστορηματικός ήρωας, που κάποιο σκοτεινό κατάλοιπο του παρελθόντος του θα του στερήσει, εντέλει, τη ζωή. Είναι πρωτίστως ένας αυτόπτης μάρτυρας γεγονότων της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας του προηγούμενου αιώνα, μια ζωντανή ομιλούσα κάμερα που απαθανάτισε όλη την οδύνη, την ανέχεια, την αδικία, αλλά και την ελπίδα της Ευρώπης στο να κλείσει τις χαίνουσες πληγές δύο πολέμων που την αποδεκάτισαν, και ν’ αντικρίσει με χαμόγελο τη νέα χιλιετία που έχει ήδη ανατείλει. Παράλληλα, όμως, είναι και ένας υπαρξιακά κουρασμένος άνθρωπος του καιρού του, που ως σύγχρονος Σίσυφος, κουβαλά στην πλάτη του όλες τις ματαιώσεις και τις οδύνες του σύγχρονου ανθρώπου.

 

 

Σαν ήρωας ταινιών του Γκοντάρ

 

Το βιβλίο του Γρηγοράκη, που είναι προϊόν επίπονου συγγραφικού μόχθου και μελέτης ιστορικών γεγονότων και πηγών, παρότι χρονολογικά σταματά λίγους μήνες μετά το Μιλένιουμ –από τότε μεσολάβησαν μια οικονομική κρίση, για την πατρίδα μας, και μια πανδημία και ένας πόλεμος για όλο τον πλανήτη–, είναι επίκαιρο για δύο λόγους, που δεν θα μπορούσε να τους φανταστεί ο συγγραφέας όσο το έγραφε.

Πρώτον: Διαβάζεται ως φόρος τιμής στον μεγάλο κινηματογραφιστή Ζαν Λικ Γκοντάρ (1930-2022), που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, τον ανανεωτή, μαζί με τους Τριφό, Σαμπρόλ και Ερίκ Ρομέρ, του γαλλικού και ευρωπαϊκού σινεμά, δημιουργώντας το καλλιτεχνικό ρεύμα της Νουβέλ Βαγκ, μια τάση που επηρέασε σημαντικά και τον μυθιστορηματικό πρωταγωνιστή του Γρηγοράκη στις δικές του σκηνοθετικές απόπειρες ταινιών μικρού ή μεγάλου μήκους. Στον μεγάλο Γάλλο σκηνοθέτη γίνεται αναφορά (σε κάποια σημεία και εκτενής) στις σσ. 117,118,141 και 154 του βιβλίου. Ο Οδυσσέας Μπλαντ θα μπορούσε να είχε υπάρξει ήρωας ταινιών του Γκοντάρ, αφού στον ψυχισμό του συνυπήρχαν αξεδιάλυτα η ποίηση με τη σκληρότητα, το φως με το σκοτάδι. Σε πολλά σημεία, μάλιστα, του βιβλίου ο πρωταγωνιστής-σκηνοθέτης παραπέμπει στον ίδιο τον Γκοντάρ με τον τρόπο που γύριζε τις ταινίες του, τη θεματολογία τους, το εκρηκτικό τού χαρακτήρα του ή την απόφασή του να ζει κατά διαστήματα σ’ ένα ξυλόσπιτο στις όχθες της λίμνης Βόλβης, που παραπέμπει στην επιλογή του Γκοντάρ να ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε ελβετικό χωριό δίπλα στη λίμνη Λεμάν, προτού συνειδητά οδηγηθεί στην ευθανασία για λόγους υγείας.

Δεύτερον: Το βιβλίο Ο άνεμος κόπασε, εκτός από ιστορικό-αστυνομικό-ψυχολογικό μυθιστόρημα είναι και μια γροθιά απέναντι σε ολοκληρωτικά καθεστώτα και συμπεριφορές, στον φασισμό και στον αντισημιτισμό. Μπορεί, όμως, να αποτελέσει και εγχειρίδιο συνειδητοποίησης και κατανόησης της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας και της σύγχρονης ευρωπαϊκής τέχνης, ως αντίβαρα και ως πνευματικά εφόδια απέναντι σε σύγχρονους κυνικούς εισβολείς και ολοκληρωτικά καθεστώτα που οραματίζονται αλλαγές συνόρων των κρατών στον παγκόσμιο χάρτη και έχουν βλέψεις για αναβίωση παλαιού τύπου αυτοκρατοριών, σ’ έναν ρευστό και ακαταστάλακτο ακόμη σύγχρονο κόσμο.

 

 

Δείγμα γραφής (σσ. 357-358)

 

«Πηγαίνει συχνά και γράφει. Το βιβλίο του με τίτλο Αόρατο Τρένο το κάνει σενάριο σ’ αυτό εδώ το ξυλόσπιτο. Δυστυχώς ο Ίταλο Καλβίνο δεν είχε προλάβει να το διαβάσει. Είχε προβλήματα υγείας. Σκέφτεται τώρα να το στείλει στον Μπερτολούτσι, που γνωρίζει τη γυναίκα του Ίταλο. Αν αρέσει το σενάριο στον Μπερνάντο και πει το ναι η γυναίκα του Καλβίνο, τότε… Τότε τι; Ποτέ δεν ξέρεις. Αυτό σκέφτεται όποτε αράζει έξω από το ξυλόσπιτο και χαζεύει τη λίμνη, καθώς δεν υπάρχει τίποτα στ’ αυτιά του πέρα από τα κρωξίματα των πουλιών και το φυσικό βουητό της σιωπής. Είναι παράξενο: σ’ αυτό το τοπίο τα δράματα της παιδικής ηλικίας είναι πολύ μακρινά. Επιστρέφει στην πόλη έχοντας πάντα ένα κύμα δροσιάς στο στήθος, στα μάτια. Βλέπει καλύτερα όταν επιστρέφει από τη λίμνη, δίνεται καλύτερα σ’ αυτό που θέλει να κάνει, το αίμα του κυλάει ζεστό και το νιώθει.»

 

(book press, Ιανουάριος 2023)

 

 


 

 

 

ΔΥΟ ΑΔΕΛΦΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ

ΣΤΗΝ ΚΑΜΕΡΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

 

 

Γιάννης Καρκανέβατος, Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά, μυθιστόρημα, Εστία, σελ. 151

 

 

Ο αείμνηστος καθηγητής του Α.Π.Θ. Πάνος Μουλλάς, είχε κάποτε αποκαλύψει σε άτομα του στενού του κύκλου πως «η Ιστορία είναι πολύ σπουδαίο πράγμα για να την εμπιστευτεί κάποιος στους ιστορικούς». Φράση που φανερώνει περίτρανα αφενός τη μεγάλη του αγάπη για την Ιστορία, αφετέρου την πεποίθησή του πως, αυτή, καθίσταται πιο ενδιαφέρουσα, αντικειμενική και, κατά κάποιο τρόπο, γοητευτική, όταν είναι ενταγμένη –είτε ως αφήγηση ιστορικών γεγονότων είτε ως μικροϊστορία ομάδων ή ατόμων– στη λογοτεχνία. Αυτήν τη στάση και πεποίθηση του Μουλλά φαίνεται πως, μεταξύ άλλων (Δαββέτας, Κοροβίνης, Χατζηαντωνίου, Χατζημωυσιάδης, Σφυρίδης, Τσιαμπούσης κ. ά.), ενστερνίζεται και ο συγγραφέας Γιάννης Καρκανέβατος στο ολιγοσέλιδο μυθιστόρημά του Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά (Εστία, 2022). Το βιβλίο, όχι μόνο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρωτόλειο, μια και πρόκειται για την πρώτη του εκδοτική απόπειρα, αλλά έχει τέτοιο αναγνωστικό ενδιαφέρον και τόσες αφηγηματικές αρετές, που, κάλλιστα, μπορούν να το κατατάξουν στα σημαντικά πεζογραφικά βιβλία που κυκλοφόρησαν το τελευταίο διάστημα στη χώρα.

Το βιβλίο είναι γραμμένο σε δύο επίπεδα και αναφέρεται σε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους. Αποτελείται από 21 σύντομα κείμενα (τα περισσότερα θα μπορούσαν να σταθούν ως αυτόνομα αφηγήματα ή μικροδιηγήματα), ενώ μετά από κάθε ενότητα-κείμενο ακολουθεί απομαγνητοφωνημένος, από καταγραφή με κάμερα του αφηγητή, διάλογος του πατέρα του, Σωκράτη, με τον θείο του Ανδρέα, οι οποίοι ανακαλούν στη μνήμη τους εικόνες, στιγμές και περιστατικά από τα ζοφερά χρόνια του εμφυλίου. Οι ενότητες-κείμενα άλλοτε έχουν χαλαρή σύνδεση με τους συνομιλητές των εκάστοτε διαλογικών μερών, άλλοτε πηγάζουν ως μνήμη ή ως αναπόληση και στοχασμός, από την παιδική, νεανική αλλά και ενήλικη ζωή του συγγραφέα. Όλα μαζί, αφηγήσεις και διαλογικό μέρος, τείνουν αφενός στην καταγραφή του οικογενειακού μικροκλίματος του συγγραφέα, που έχει ως ρίζα και καταγωγή την ευρύτερη περιοχή των Σερρών, αφετέρου στη γνώση και στην εξιχνίαση σκοτεινών στιγμών του παρελθόντος, που έχουν υπεισέλθει στο κύτταρο του συγγραφέα-αφηγητή, ο οποίος όχι μόνο θέλει να ερμηνεύσει το παρελθόν, αλλά θέλει και ο ίδιος, σε ώριμη πλέον ηλικία, να οδηγηθεί σε κάποιου είδους αυτογνωσία.

Στο βιβλίο πρωταγωνιστούν τρία συνολικά πρόσωπα, όλα αντρικά. Ο συγγραφέας-αφηγητής που ψάχνει, ρωτάει, συγκρίνει, αναπολεί, μαθαίνει και καταγράφει τους συγγενείς του, ο πατέρας του, Σωκράτης, δάσκαλος στο επάγγελμα, ίσως το πιο δυνατό και συγκινητικό πρόσωπο της ιστορίας, που θυσιάστηκε μια ζωή στηρίζοντας τις επιλογές, τον «μύθο», θα λέγαμε, του αντάρτη αδελφού του, είτε οργανώνοντας το ταξίδι των γονιών τους στη Ρουμανία, όπου βρέθηκε μετά το πέρας του Εμφυλίου, είτε κινώντας τα νήματα για τον επαναπατρισμό του στην Ελλάδα και την επανένταξή του στη εδώ πραγματικότητα, και τρίτο πρόσωπο, ο Ανδρέας, ο θείος του αφηγητή, ο οποίος καταθέτει με τις δικές του κουβέντες τη δική του αλήθεια. Μέσα από τους άμεσους και αυθεντικούς διαλόγους των δύο αδελφών ξετυλίγονται στα μάτια του αναγνώστη τα πέτρινα χρόνια του εμφυλίου και της μετεμφυλιακής περιόδου: Όνειρα, μνήμες, διώξεις, μάχες και περιστατικά στα βουνά της Μακεδονίας, ύστερα το Παραπέτασμα, το φευγιό των ανταρτών σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, ο χαφιεδισμός και η σκληρότητα των νικητών, ο χωρισμός των Ελλήνων σε μιάσματα και εθνικόφρονες, ενωματάρχες και χωροφύλακες που κόβουν και ράβουν (όχι πάντως, απαραίτητα, όλοι τους σκληροί και άσπλαχνοι), η άγρια όψη μιας σκοτεινής εποχής που χαράκωσε τις ζωές ανθρώπων –εν προκειμένω μιας οικογένειας–, το τραύμα της οποίας προσπαθεί να ψηλαφήσει, να κατανοήσει και να συναισθανθεί ο ευαίσθητος, ανήσυχος και επίμονος γιος και ανιψιός, σε μεταγενέστερους χρόνους. Επομένως οι τρεις χρονικές περίοδοι που εμπλέκονται στο μυθιστόρημα είναι ο χρόνος του εμφυλίου (από το 1946 και μετά), ο χρόνος της βιντεοσκόπησης των συγγενών (γύρω στο 2004, αν υπολόγισα σωστά) και το σήμερα, δηλαδή το 2022, όταν ο συγγραφέας ολοκληρώνει την ψυχογραφική έρευνά του, οδηγούμενος στις τελικές σκέψεις και αποτιμήσεις του για το ποιοι τελικά υπήρξαν ο θείος και ο πατέρας του, με όλα αυτά που συνέβησαν (ή μ’ αυτά που οι ίδιοι λένε ότι συνέβησαν) στο πέρασμα του χρόνου.

Οι πιο δυνατές σελίδες του βιβλίου, όπου, θα έλεγα, κρύβεται όλη η ουσία της συνολικής αφήγησης, είναι οι σσ. 139-141. Εδώ, μέσα από έναν διάλογο του συγγραφέα με τον πατέρα του απομυθοποιείται η ηρωική ζωή του θείου Ανδρέα και αποϊδεολογικοποιείται σε κάποιο βαθμό η όλη ιστορία. Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο, μια αναγκαία ανατροπή και συνθήκη, ώστε να μη μείνει στο τέλος ο αναγνώστης με την αίσθηση ότι διάβασε ακόμη ένα βιβλίο για το τραύμα του εμφυλίου. Πολλά βιβλία που γράφονται σήμερα για τον εμφύλιο αποκτούν ενδιαφέρον και εισάγουν νέα οπτική των γεγονότων, χάρη σε παρεμφερείς ιδεολογικού τύπου ανατροπές ή απομυθοποιήσεις (για παράδειγμα το βιβλίο Το χιόνι των Αγράφων του Χατζημωυσιάδη, τυπωμένο πρόσφατα από τις εκδόσεις Κίχλη), που, σχεδόν όλα τους, παραπέμπουν, δευτερογενώς, στο αλησμόνητο Το κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, που πρωτοκυκλοφόρησε το 1975. Με την ανατρεπτική αποκάλυψη του Καρκανέβατου, που μας τη φυλά ως έκπληξη προς το τέλος του βιβλίου, όχι μόνο απομυθοποιείται ο αγώνας του θείου Ανδρέα, αλλά, δίχως να μειώνονται οι αγώνες και να κηλιδώνονται οι έντιμες ζωές των αγωνιστών που οραματίστηκαν μια καλύτερη και δικαιότερη Ελλάδα, και δίχως από την άλλη να αποσιωπώνται οι κτηνωδίες του μετεμφυλιακού παρακράτους, όλα μπαίνουν σε μια πιο σωστή βάση, πιο ρεαλιστική, οι ήρωες κατεβαίνουν από το βάθρο τους και αναδεικνύεται η ευάλωτη και αντιηρωική πτυχή του εαυτού τους. Τελικώς ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται το προφανές: Ο εμφύλιος ήταν ένας αδελφοκτόνος πόλεμος, όπου αδελφός στεκόταν απέναντι από την κάννη αδελφού. Αυτήν την έντιμη και ώριμη στάση του συγγραφέα (διά στόματος των συγγενών του) θα τη βρούμε καταγεγραμμένη στις σσ. 137-138 του βιβλίου, στον διάλογο που καταλήγει ως εξής:

Α. Ξέρεις τι καλή φιλία που έχουμε (υπονοείται ο Κρητικός, ένας ανθυπολοχαγός που πολέμησε στο Γράμμο-Βίτσι, εναντίον των ανταρτών). Με όλους εκεί μέσα. Όλοι με ξέρουν, γι’ αυτό και δεν μιλάνε. Σου λένε ο Αντρέας είναι ΚΚΕ. Τελείωσε!

Σ. Αλίμονο… Πέρασε μισός αιώνας… Ακόμα θα διαιωνίζεται; Ήταν άσχημη εποχή.

Α. Πολύ άσχημη… Να μην ξανάρθουν τέτοιες μέρες ούτε στα εγγόνια μας. (σ. 138)

    Ακριβώς πριν από την τελευταία σελίδα του βιβλίου, υπάρχει ένα κείμενο σπάνιας ευαισθησίας που ο συγγραφέας το τιτλοφορεί «Το τυφλό ελάφι». Το κείμενο εκπλήττει ευχάριστα και ξεχωρίζει από τα άλλα κείμενα του βιβλίου αφού εδώ αφηγητής δεν είναι ο συγγραφέας, ο θείος του ή ο πατέρας του αλλά ένα ελάφι. Κείμενο υπαινικτικό και αλληγορικό που επιδέχεται πολλών ερμηνειών. Ποιον να υποκαθιστά άραγε το τυφλό και έντρομο ελάφι που φεύγει από την πορεία του και τσακίζει με τα κέρατά του το παρμπρίζ ενός διερχόμενου αυτοκινήτου; Μήπως εκείνον που αποφασίζει να βυθιστεί στο σκοτεινό παρελθόν για να ερμηνεύσει πρόσωπα και γεγονότα, τις προθέσεις και τα αίτια των οποίων αγνοεί; Ή μήπως, σε επίπεδο γραφής και συγγραφής, τον συγγραφέα που προσπαθεί απελπισμένα με κάθε του βιβλίο να διεισδύσει πρώτα από όλα στο σκοτεινό και ανεξερεύνητο πεδίο του ίδιου του εαυτού του, μένοντας συχνά στο τέλος εκστατικός από το συγγραφικό αποτέλεσμα που προέκυψε, άλλοτε πετώντας στους επτά ουρανούς κι άλλοτε βυθισμένος στον Καιάδα της θλίψης και της απαισιοδοξίας του; Ωραίος και ο παραλληλισμός, στο τέλος, του μετατραυματικού συνδρόμου του πολέμου του Βιετνάμ με τη σιωπή των βασανισμένων αγωνιστών του Εμφυλίου. Απλώς, εδώ, να θυμίσω πως ο Σάλιντζερ βίωσε ο ίδιος το μετατραυματικό σοκ του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου στη απόβαση στη Νορμανδία, που καθόρισε και διαμόρφωσε τον κλειστοφοβικό χαρακτήρα του και τη μετέπειτα συγγραφική σιωπή του, ενώ ο Φίλιπ Ροθ στο βιβλίο του Το ανθρώπινο στίγμα έδωσε εξαιρετικές σελίδες με το ψυχογράφημα ενός απόμαχου του Βιετνάμ πως οδηγήθηκε λόγω της κατάστασής του σε ακραίες πράξεις και συμπεριφορές.

Ολοκληρώνοντας: Το βιβλίο του Καρκανέβατου είναι ένα πυκνό, ώριμο, ελλειπτικό, έξυπνα γραμμένο μυθιστόρημα (μυθιστορία, ίσως, ταίριαζε καλύτερα να χαρακτηριστεί), ένα γοητευτικό κολλάζ ανάμικτο από προσωπικές μνήμες, στοχασμό και φέτες Ιστορίας. Ο συγγραφέας σ’ αυτήν την αφήγηση δεν πλατειάζει, δεν φλυαρεί, και με κοφτή και πυκνή γραφή εστιάζει στα απολύτως αναγκαία της αφήγησης. Γυμνός και ευθύβολος λόγος δίχως άσκοπες περιγραφές και με αναφορές σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, το Ο πατέρας δεν μιλούσε γι’ αυτά είναι πάνω απ’ όλα ένα ειλικρινές βιβλίο, που με τόλμη και δίχως μυθοπλαστικές υπερβολές ή ιδεολογικές αγκυλώσεις, αναδεικνύει την αξία της μικροϊστορίας και της προσωπικής εξομολόγησης «για όσα λέμε και για όσα δεν μιλάμε· γι’ αυτά που ανατρέπουν τις βεβαιότητες και, κάποτε, τη ζωή μας όλη».

 

(το κείμενο εκφωνήθηκε σε παρουσίαση του βιβλίου στο καφέ Ζώγια της Θεσσαλονίκης, τον Νοέμβριο του 2022)

 

 

 

 

 

ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΛΙΕΣ ΑΓΑΠΕΣ ΝΑ ΜΙΛΑΣ

 

 

Γιώργος Γκόζης, Θραύση κρυστάλλων, εκδ. Ποταμός, 2020, σελ. 302

 

Ο Γιώργος Γκόζης (1970) ακολουθώντας την «πεπατημένη» λογοτεχνική πορεία, οδηγήθηκε από το διήγημα (Ο νυχτερινός στο βάθος, Αφήστε με να ολοκληρώσω) στη νουβέλα (Γκουανό) για να καταφύγει εντέλει στη μεγάλη σύνθεση με το τελευταίο του βιβλίο που το τιτλοφορεί Θραύση κρυστάλλων (Ποταμός, 2020). Φαίνεται πως αυτή η μετάβαση έγινε δίχως σοβαρές αβαρίες, αφού ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος διατήρησε στο έπακρο την ποιότητα της γραφής του, τον εξομολογητικό του τόνο και την αφηγηματική θέρμη και αμεσότητα που χαρακτηρίζουν τα έως τώρα βιβλία του.

 


Οφειλόμενα γραμμάτια από το παρελθόν

 

Η Θραύση κρυστάλλων αφορά μια ψηφιακή επιστολή του αφηγητή-ήρωα Άρη στη Μαρία, είκοσι πέντε χρόνια μετά τη σχέση και τη συνύπαρξη των δύο ηρώων στη γόνιμη, καλλιτεχνική και δημιουργική από κάθε άποψη δεκαετία του ’80, όταν οι πρωταγωνιστές του βιβλίου ήταν ακόμη μαθητές λυκείου. Παράλληλα με την επιστολή, και μ’ έναν περίτεχνο τρόπο διείσδυσης στην ερωτική περιπέτεια των δύο νέων, παρακολουθούμε και την τραγική περιπέτεια ζωής του πατέρα του Άρη, που αναφέρεται στις σελίδες του βιβλίου ως Πατέρας (με Π κεφαλαίο), ένα πρόσωπο που υπερβαίνει σε σημαντικότητα τον αφηγητή, αφού νιώθει την ανάγκη να «χώσει» την ιστορία του μέσα στην επιστολική αφήγηση. Ο Πατέρας του Άρη, που μεγάλωσε έχοντας στο εικονοστάσι του δωματίου του τον Άρη Βελουχιώτη και την Παναγία, προσχώρησε από την Αριστερά στο Κόμμα (υπονοείται το ΠΑ.ΣΟ.Κ, αλλά πουθενά δεν κατονομάζεται), γνώρισε την απαξίωση και τον διασυρμό από τους συντρόφους του σε θέμα αναφορικά με την επαγγελματική του σταδιοδρομία, ζώντας στο πετσί του μια οικονομική αλλά και προσωπική χρεοκοπία, που τον οδήγησε σε κλονισμό της υγείας του κι εντέλει στον θάνατο. Ο γιος Άρης, ως αφηγητής-συγγραφέας (προφανές άλτερ έγκο του Γκόζη), είκοσι πέντε χρόνια μετά, έχει να ξοφλήσει δύο οφειλόμενα γραμμάτια της ζωής: Πρώτον ν’ αποκαταστήσει το όνομα και την υστεροφημία του δοτικού και αγνού ιδεολόγου Πατέρα, που το Κόμμα δεν τον κάλυψε ούτε του συμπαραστάθηκε στα δύσκολα. Δεύτερον, να εξηγήσει στην παλιά του αγαπημένη τις συνθήκες και την παλιά ψυχολογική του κατάσταση, εξ αιτίας των οποίων δεν ευοδώθηκε τότε η σχέση τους, κάτι όμως πως ως ακίδα τόσα χρόνια τρυπά την καρδιά και τη συνείδησή του. Ο επίλογος του βιβλίου (η σπαρακτική κι εξομολογητική απόληξη να πω καλύτερα) συμβατός τόσο με τον γενναίο και ειλικρινή αφηγητή όσο και με τις πεποιθήσεις του ίδιου του συγγραφέα, που, φανερά επηρεασμένος από τα θεολογικού τύπου διαβάσματά του, καταλήγει στο ουμανιστικού τύπου συμπέρασμα πως μόνο η ανιδιοτελής αγάπη σώζει τους ανθρώπους και τις σχέσεις που αυτοί δημιουργούν, κατά το «μείζων δε τούτων η αγάπη» του Απόστολου Παύλου στην Α΄ επιστολή του προς Κορινθίους.

 

 

Ελκυστική κι ενδιαφέρουσα αφήγηση       

 

Η Θραύση κρυστάλλων αποτελεί, συν τοις άλλοις, γοητευτική κι ενδιαφέρουσα αφήγηση και για δύο ακόμη λόγους:

Ο πρώτος είναι πως δεν είναι κατατάξιμη ειδολογικά – ο τυπικός χαρακτηρισμός «μυθιστόρημα» θα φάνταζε πολύ ουδέτερος και γενικός, παραπλανώντας εν μέρει τον αναγνώστη, και, ευτυχώς, δεν προτιμήθηκε ούτε από τον συγγραφέα ούτε από τον επιμελητή των εκδόσεων Ποταμός. Το βιβλίο είναι και επιστολογραφία και βιβλίο ενηλικίωσης και προσωπικής ωρίμανσης ταυτόχρονα, διαθέτοντας στοιχεία ιστορικού, πολιτικού και κοινωνικού μυθιστορήματος. Εδώ, πάντως, θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας την άποψη πως για να μιλάμε για «ιστορικό μυθιστόρημα» θα πρέπει οι ήρωές του να μη βρίσκονται πλέον εν ζωή, ώστε να υπάρχει η απαραίτητη απόσταση από πρόσωπα και καταστάσεις, που εντάσσονται ήδη σ’ ένα μακρινό, «ιστορικό» πλαίσιο, τα γεγονότα τα ίδια δηλαδή να αποτελούν «Ιστορία». Αυτό δεν συμβαίνει, όμως, με το βιβλίο του Γκόζη, που σκαλίζει δημιουργικά μια σχετικά πρόσφατη (και αναξιοποίητη λογοτεχνικά, απ’ όσο γνωρίζω) περίοδο της πρόσφατης νεοελληνικής περιπέτειας που κορυφώνεται κατά τη δεκαετία του ’80, με όλα τα συμπαρομαρτούντα αυτής της περιόδου. Τελικώς το βιβλίο του Γκόζη αποτελεί ένα υβριδικό είδος γραφής, που καταγράφει και διαφωτίζει την περίοδο του «Βρόμικου ’89» όπως χαρακτηρίστηκε από τους μεν ή «την εποχή της αστακομακαρονάδας» όπως, με καυστικό τρόπο, χαρακτηρίστηκε από τους δε. Θα είχε πάντως ενδιαφέρον το χρονικό άνυσμα του στόρι να μεγάλωνε κάπως και η όλη βεντάλια της αφήγησης να άνοιγε για να βλέπαμε, όλοι εκείνοι οι τρεχάμενοι και παρατρεχάμενοι της σοσιαλιστικής ευμάρειας, υπουργοί, νομάρχες, βουλευτές, γραφειοκράτες παντός είδους και λογής αεριτζήδες, πώς αφομοιώθηκαν, σε ποιους πολιτικούς χώρους πλέον κατοικοεδρεύουν, πώς συναλλάσσονται (αν συναλλάσσονται) και ποιος είναι εν γένει ο σημερινός τους βίος.

Ο δεύτερος λόγος που καθιστά γοητευτική την αφήγηση του Γκόζη είναι όλες αυτές οι αναφορές στην πολιτιστική και καλλιτεχνική κίνηση της γόνιμης κι ευφάνταστης δεκαετίας του ’80, με την οποία ο συγγραφέας συνομιλεί. Τίτλοι δίσκων και τραγουδιών, βιβλίων και κινηματογραφικών ταινιών («Πέρα από την Αφρική», «Νοκ άουτ» –ταινία και δίσκος–, Καλή πατρίδα, σύντροφε, Χρόνης Μίσσιος, Μαρωνίτης, Iggy Pop, Siouxsie and the Banshees κ. ά) αλλά και μια ευρύτατη αναφορά σε βιβλία ή τίτλους βιβλίων σύγχρονων ή παλιότερων λογοτεχνών (Σκαρίμπας, Κοσματόπουλος, Κέρτες, Κάφκα, Σκαμπαρδώνης, Όργουελ, Μολνταμπάν, Πεντζίκης κ.ά) συνθέτουν ένα εύοσμο, νοσταλγικό χαρμάνι ακουσμάτων, διαβασμάτων, αισθήσεων, γεύσεων και μνήμης, που, αν μη τι άλλο, συγκινεί ιδίως τους έχοντες την ηλικία του συγγραφέα (ή και τους λίγο πιο μεγάλους), αφού τους (μας) θυμίζει τις ανησυχίες και τις ακρότητες της νιότης μας. Εδώ, βέβαια, να επισημάνω μια υπερβολή του συγγραφέα αναφορικά με τις υποσημειώσεις και τις πληροφορίες που μας θέτει. Το μάτι, κάποιες στιγμές, βαραίνει και κουράζεται με τις περιττές σημειωματικές υπενθυμίσεις, ενώ το βιβλίο σε κάποια του σημεία θυμίζει πανεπιστημιακό σύγγραμμα όπου στις σελίδες του οι παραπομπές έχουν μεγαλύτερη έκταση από το ίδιο το κείμενο. Δίχως να αλλοιώνεται στο ελάχιστο η ποιότητα του κειμένου, νομίζω πως είναι κάτι που ο συγγραφέας θα μπορούσε να αποφύγει.

 

 

Η γενιά των «αφανών» πενηντάρηδων

 

Ο Γκόζης συμπεριλαμβάνεται σε μια πλειάδα «αφανών» εργατών της σύγχρονης πεζογραφικής παραγωγής της χώρας (Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Φώτης Θαλασσινός, Ιγνάτης Χουβαρδάς, Πάνος Τσίρος, Αλέξανδρος Βαναργιώτης κ. ά.), ηλικιακά πάνω κάτω στα πενήντα, που με εσωτερικότητα στα κείμενά τους, χαμηλόφωνη και βιωματική γραφή, μακριά από την υπερέκθεση στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, την εκκωφαντική προβολή, τους «κράχτες» εκδότες και τον κούφιο εντυπωσιασμό, καταθέτουν με συνέπεια και ειλικρίνεια την αλήθεια τους, δίχως απαραίτητα να νοούνται συνεχιστές κάποιας λογοτεχνικής παράδοσης ή συγγραφικής τάσης. Άλλοι από τους παραπάνω πεζογράφους επενδύουν στην αποτύπωση της ατομικής τους περίπτωσης, άλλοι στην έκφραση μιας μορφής συλλογικού τραύματος κι άλλοι στη δημιουργική σύγκριση του αχάλαστου και γνήσιου παρελθόντος με ένα ρευστό παρόν με ανακατανεμημένες αξίες, απ’ όπου εκλείπει το ηθικό έρμα. Πιστεύω πως αξίζει τον κόπο να σκύψουμε και να αφουγκραστούμε τη Θραύση κρυστάλλων, το λιγότερο για την ειλικρίνεια και την τέχνη, με τα οποία έχει γραφεί. Ο χρόνος, φυσικά, θα είναι εκείνος που έγκυρα θα αποτιμήσει την αξία αυτού του κειμένου και κανείς άλλος.

 

 

Δείγμα γραφής της Θραύσης κρυστάλλων (σσ. 296-297)

 

Και να ’μαι τώρα εδώ. Τώρα γράφω. Γράφω για μένα. Γράφω για σένα. Γράφω για εμάς, Μαρία.

Θέλω να δολοφονήσω εκούσια και να θάψω στα έγκατα της γης εκείνον τον λύκο, ο οποίος υπήρξα γενετικά έτσι κι αλλιώς. Μαζί του να θάψω κι όλα τα τσεκούρια με όσους πίστευα πως έχω μάχες και πόλεμο. Θέλω να ξανακερδίσω τον εαυτό μου κι όλους όσους αγαπώ και του έχω στερήσει ως τώρα. Να του δωρίσω τους ανθρώπους της ζωής μου. Να ξαναβρώ όλους όσους οικειοθελώς απώλεσα στο παρελθόν πριν τους χάσω οριστικά και αμετάκλητα όπως τον Πατέρα. Να τους ζητήσω συγγνώμη που τόσο επιπόλαια και εγωιστικά συμπεριφέρθηκα. Να τους εξηγήσω για ποιον λόγο υπήρξα φυγάς και με ένα μόνιμο αίσθημα καταδίωξης. Να τους εξομολογηθώ πως τους αγαπώ. Κυρίως σε εσένα. Γιατί εσύ είσαι κάτι πολύ περισσότερο. Είσαι ένα μεγάλο, σπουδαίο, τρυφερό κομμάτι της ζωής μου, όμορφο, ζωντανό, ζεστό, κοινωνικό, δημιουργικό, κοριτσίστικο, αλλά και γυναικείο, το πρώτο στην ιεραρχία όσων θέλω να ξανακερδίσω, να μην το ξαναχάσω έτσι ειρηνικά καθώς το διεκδικώ. Αυτό είναι από μόνο του ένα ανάργυρα ανεκτίμητο δώρο προς τον εαυτό μου.

 

(φρέαρ στο διαδίκτυο, 3-2-2021)

 

 

 

 

 

 

ΑΦΕΝΤΗΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΣ,

ΣΕ ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ

 

 

Δημήτρης Σωτάκης, Ο μεγάλος υπηρέτης, μυθιστόρημα, Κέδρος, 2019, σελ. 352

 

Ο αφηγηματικός κόσμος του Δημήτρη Σωτάκη στο τελευταίο του βιβλίο Ο μεγάλος υπηρέτης (εκδ. Κέδρος), όπως συμβαίνει και με τα προηγούμενα βιβλία του, είναι απροσδιόριστος, συγκεχυμένος και ηθελημένα ασαφής. Δεν παραπέμπει σε πραγματικούς τόπους ή συγκεκριμένους ανθρώπους. Παρότι όμως δεν κατονομάζονται στα βιβλία του ονόματα πόλεων, εποχών, συχνά ηρώων, γενεαλογικά δέντρα ή ημερομηνίες συμβάντων, ο αναγνώστης αναγνωρίζει στη δραματικότητα των συμβάντων ή στις αγωνιώδεις αναρωτήσεις και στην τραγικότητα ζωής του πρωταγωνιστή του κάτι –αν όχι αρκετά– από την αγωνιώδη καθημερινότητά του και τις υπαρξιακές του αναζητήσεις και αδιέξοδα.

Στο Ο μεγάλος υπηρέτης που, κατά τη γνώμη μου, μαζί με Το θαύμα της αναπνοής (εκδ. Κέδρος, 2009) και το Ο άνθρωπος καλαμπόκι (εκδ. Κέδρος, 2007) συγκαταλέγεται στις καλύτερες συγγραφικές στιγμές του, ο βασικός ήρωας που έχει ως εργασία του τη μίσθωση χώρων σε διάφορους πελάτες, μετά τον θάνατο του θείου του, προσλαμβάνει τον υπηρέτη εκείνου, τον Μάριο, για να τον βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού. Μια διαδικτυακή γνωριμία με την Άννα στην ιστοσελίδα «Κόσμος» θα τον γεμίσει άγχος και ανασφάλεια. Από ’κει και πέρα ο Μάριος, όπως ήδη έχει αναλάβει το μαγείρεμα, την περιποίηση του κήπου, την καθαριότητα του σπιτιού και τα ψώνια, θα επωμιστεί αδιαμαρτύρητα –ως συνεπής υπηρέτης που είναι– και το ερωτικό ζήτημα του αφέντη του αλλά και τα εργασιακά του καθήκοντα. Όλη αυτή η μετάθεση ευθυνών εκ μέρους του αφεντικού προς τον υπηρέτη, παρότι προσωρινά θα φέρει γαλήνη και ηρεμία στον βασικό πρωταγωνιστή, θα οδηγήσει τους δύο άνδρες σε απρόβλεπτες και αδιέξοδες καταστάσεις, με τελική κατάληξη ο εύπορος και πετυχημένος εκμισθωτής χώρων να μην δικαιούται τον ελάχιστο ζωτικό χώρο για τον εαυτό του, και να καταντήσει ρακένδυτος επαίτης, περιφερόμενος σε πάρκα και αλάνες, με μόνη συντροφιά του ένα σκυλί του δρόμου.

Εντύπωση προκαλεί στον αναγνώστη η ψυχοπαθολογική εμμονή του ήρωα να πιστεύει ως το τέλος πως η ανώτερη ιδέα που τον κατευθύνει και του επιβάλει να παίρνει αποφάσεις, αναθέτοντας τα πάντα στον υπηρέτη του, τον οδηγεί στη γαλήνη και στην ευδαιμονία. Από μια ανάλογη «ανώτερη» ιδέα κατευθυνόταν μάλλον και ο ήρωας του Κνουτ Χάμσουν στο αριστούργημά του Η πείνα, που αρνιόταν να βάλει έστω μια βούκα ψωμιού στο στόμα του για να μην κηλιδωθεί η υπόστασή του.

Ο ήρωας του Σωτάκη, συχνά στους διαλόγους του με τον Μάριο, δείχνει σαν να συνομιλεί με τη συνείδησή του ή με μια άλλη πτυχή του εαυτού του. Γενικά, ο Μάριος και η Άννα (η οποία λειτουργεί περισσότερο σαν σκιά μέσα από τα λόγια υπηρέτη και αφέντη) εμφανίζονται στο βιβλίο ως διαφορετικές φωνές της ίδιας κεντρικής συνείδησης. Τραγική η απόληξη του στόρι, με τον εκμισθωτή χώρων να έχει αναιρεθεί ως ανθρώπινη, αυτεξούσια οντότητα, ζώντας διαρκώς την ψευδαίσθηση της επιτυχίας του τόσο στα ερωτικά του όσο και στα επαγγελματικά του, μέσω του Μάριου, έως την τελευταία αράδα του βιβλίου. Ωστόσο το τέλος, η κάθαρση να λέγαμε, κρύβει μια γλυκύτητα και μια δικαίωση για τον πλανημένο πρωταγωνιστή αλλά και για τον συγγραφέα, που κατόρθωσε μέχρι το τέλος ο ήρωάς του να διατηρήσει ατόφια την ψευδαίσθηση της επιτυχίας του. Το μήνυμα που εκπέμπει το βιβλίο (αν δεχόμαστε την άποψη πως τα βιβλία, έστω και παρά τη θέληση των συγγραφέων, εκπέμπουν κάποια μηνύματα) πιστεύω πως είναι διττό. Σε ένα πρώτο επίπεδο: Ο σημερινός άνθρωπος με τον σύγχρονο τρόπο ζωής αλλά και λόγω της διάρθρωσης της σύγχρονης κοινωνίας και των ανθρώπινων σχέσεων, μη βρίσκοντας χρόνο και διάθεση να ερωτευτεί και να ζήσει  –ούτε καν να δουλέψει ή να καλλιεργήσει έναν κήπο– κατάντησε δούλος του εαυτού του, πιστεύοντας πάντα, αφελώς, πως εξελίσσεται, ευημερεί και διαπρέπει. Σε ένα δεύτερο, όμως, επίπεδο προσέγγισης του βιβλίου νομίζω πως η πίστη σε μια ανώτερη ιδέα και η συνέπεια της ανθρώπινης συνείδησης δικαιώνουν κάποια στιγμή τον άνθρωπο, ακόμα κι αν αυτός οδηγηθεί στον θάνατο και στην εξαθλίωση. Δύο, ίσως αντίρροπες και αλληλοσυγκρουόμενες, νοητικές εκπομπές, που πιστεύω πως συνυπάρχουν αρμονικά στο βιβλίο, δίχως η μία να αναιρεί ή να ακυρώνει την άλλη.

Ο Σωτάκης επενδύοντας περισσότερο στο λογοτεχνικό εύρημα και σε συμβολισμούς αναφορικά με τις σύγχρονες παθογένειες της κοινωνίας και του ατόμου, με αντιλυρική και επιμελώς «ατημέλητη» γραφή, δίχως λογοτεχνικές φιοριτούρες, ωστόσο με σφιχτή δομή στο στήσιμο του στόρι, θίγει καίρια υπαρξιακά ζητήματα του σύγχρονου ανθρώπου, περισσότερο με παιγνιώδη ή σατιρική διάθεση. Δεν ηθικολογεί ούτε προτείνει λύσεις. Το λογοτεχνικό του σύμπαν δεν μπορεί να θεωρηθεί «καφκικό», γιατί δεν διαθέτει (και δεν οφείλει να διαθέτει) την τραγική ένταση του Κάφκα, που ήταν μοναδικός στο είδος του. Ωστόσο, καγχάζει χαμηλόφωνα και απολύτως εύστοχα με τα αδιέξοδα της πραγματικής ζωής, παραποιώντας και μεταλλάσσοντας αυτήν την κατ’ επίφαση πραγματικότητα. Έχει εν ολίγοις την ικανότητα –όπως ακριβώς πράττει και ο Γιώργος Λάνθιμος με τις κινηματογραφικές του ταινίες– να χτίζει και να υφαίνει μιαν άλλη πραγματικότητα, πιο αληθινή, πιο ενδιαφέρουσα, ενίοτε πιο πικρή ή ανοίκεια, από εκείνη που αντικρίζουν τα μάτια των περισσότερων ανθρώπων.

 

(book press, Μάρτιος, 2020)

 

 

 

 

 

ΠΥΚΝΩΣΗ ΛΟΓΟΥ ΜΑΖΙ ΜΕ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ

 

 

 

Το βιβλίο του Αλέξανδρου Βαναργιώτη (1966, Τρίκαλα) Κατά μήκος της Εθνικής οδού (Εύμαρος, 2019) δεν είναι το πρώτο συγγραφικό του πόνημα. Όπως διαβάζουμε στο αυτί του βιβλίου κυκλοφορούν ήδη δύο ακόμη συλλογές διηγημάτων του, από διαφορετικούς εκδοτικούς οίκους η κάθε μία. Η πρόσφατη συλλογή του αφορά 46 μικροδιηγήματα, έκτασης κατά μέσο όρο μίας ή δύο σελίδων –κείμενα μίας ανάσας, όπως θα λέγαμε– όπου το παρελθόν, η αναπόληση γνήσιων αλλοτινών καταστάσεων, η ζωή στην ύπαιθρο και στις μικροκοινωνίες του νομού Τρικάλων, αλλά και σύγχρονες καταστάσεις όπου το σήμερα φαντάζει άγονο κι αποκομμένο από τις αξίες περασμένων χρόνων, δεσπόζουν ως θεματολογία. Πρόκειται για ένα βιβλίο που πολύ δύσκολα, λόγω του χαμηλόφωνου της γραφής του, θα το βλέπαμε ενταγμένο σε εγχώριες λογοτεχνικές πεζογραφικές επισκοπήσεις πενταετίας ή δεκαετίας (όπως και αρκετά ακόμη από την παραπάνω λίστα μου), ωστόσο ο Βαναργιώτης έχει δουλεμένο και άρτιο λόγο, η πύκνωση είναι αξιοπρόσεκτη, ενώ από τα κείμενά του δεν λείπει η συγκίνηση και η έξυπνη ανατροπή. Εντούτοις, σε κάποιες ιστορίες του –ευτυχώς λίγες στον αριθμό– ο συγγραφέας πέφτει στην παγίδα μιας υπέρμετρης νοσταλγίας, χάνοντας εν μέρει τον στόχο του. Ως δείγμα γραφής αντιγράφω από τη σ. 109 το πιο σύντομο κείμενο του βιβλίου:

 

ΤΟ ΚΛΑΜΑ

 

Ήξερα ότι με απατούσε. Όχι με μία. Με διάφορες. Στα μπαρ τα βράδια έτρωγε όλα τα λεφτά που έβγαζε. Ερχόταν χαράματα στο σπίτι μεθυσμένος και με χτυπούσε. Τα καλά του πατέρα μου. Εγώ δούλευα φασόν. Δώδεκα ώρες την ημέρα σκυμμένη πάνω από τη μηχανή. Τι να κάνω…, να ζήσω τα παιδιά. Απελπίστηκα. Ένα απόγευμα, σκέψη στη σκέψη, τρελάθηκα. Έχασα το μυαλό μου. Ανέβηκα στον δεύτερο όροφο, άνοιξα το παράθυρο και κρεμάστηκα απ’ έξω. Ήθελα να σκοτωθώ. Δεν άντεχα άλλο. Λίγο ήθελα να πέσω. Και τότε άκουσα το κλάμα του μωρού. Είχε ξυπνήσει. Για δευτερόλεπτα, σου λέω. Θα είχα πέσει. Και θα ’ταν κι αυτά χωρίς μάνα. Όπως μείναμε κι εμείς…

 

(Απόσπασμα από κριτική, δημοσιευμένη στη book press τον Μάιο του 2020)

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΑ ΚΑΙ ΗΡΩΕΣ

ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ

 

 

Περικλής Σφυρίδης, Καρκίνος, μυθιστόρημα, Εστία, 2018

Σοφία Νικολαΐδου, Καλά και σήμερα, χρονικό, Μεταίχμιο, 2015

 

 

Σε αρκετά βιβλία της παγκόσμιας λογοτεχνίας κάποιος ή κάποιοι ήρωες των ιστοριών νοσούν ή αφανίζονται από καρκίνο – μια πάθηση που οι παλιότεροι ή όσοι δεν αντέχουν ακόμη τον καταστροφικό της χαρακτήρα και το σημασιολογικό φορτίο της λέξης, την αποκαλούν «η επάρατος νόσος» ή «η κακιά αρρώστια». Τελείως πρόχειρα ανασύρω στη μνήμη μου τρεις μυθιστορηματικούς χαρακτήρες του Φίλιπ Ροθ – δυο γυναικείους ήρωες κι έναν ανδρικό:

† Την εικοσιτετράχρονη Κουβανή Κονσουέλα από Το ζώο που ξεψυχά (μτφρ. Γιώργος Τσακνιάς, Πόλις, 2002), που νοσεί από καρκίνο του στήθους κι εντέλει πεθαίνει, αναδεικνυόμενη σε ερωτικό πρότυπο που αποσυντονίζει τον ήρωα που είναι ερωτευμένος μαζί της. Εδώ, ο καθηγητής Ντέιβιντ Κέπες (alter ego του Ροθ), ερωτεύεται απόλυτα τη γυναίκα στην ολότητά της. Από το σφριγηλό υγιές σώμα, μέχρι το ταλαιπωρημένο από τον καρκίνο ίδιο σώμα, και τα δυο παραμένουν για κείνον αντικείμενα ηδονής. Ο Ροθ, σ’ αυτό του το βιβλίο, σκιαγραφεί ένα αρχετυπικό γυναικείο πορτρέτο που συνδυάζει τον ερωτισμό με έναν ήρεμο παιδιάστικο συναισθηματισμό – ένα μίγμα σεξουαλικότητας και παραδοσιακής κουβανέζικης απλότητας.

† Την Κροάτισσα Ντρέγκα, που πεθαίνει από καρκίνο στις ωοθήκες (Το θέατρο του Σάμπαθ, μτφρ. Ανδρέας Β. Βαχλιώτης, Πόλις, 2013) και ο παράνομος εραστής της, ο εξηνταπεντάχρονος αρθροπαθής μαριονετίστας Μίκυ Σάμπαθ, μη αποδεχόμενος τον χαμό της, αυνανίζεται πάνω στο μνήμα της – κορυφαία ερωτική σκηνή του βιβλίου, αφού η πρώην ερωμένη του τον διεγείρει ακόμη και πεθαμένη.

† Τέλος, τον Χέρμαν Ροθ, υπαρκτό πρόσωπο και όχι επινοημένο, πατέρα του Φίλιπ Ροθ, που πεθαίνει από όγκο στον εγκέφαλο, στο συγκλονιστικό, αμιγώς αυτοβιογραφικό βιβλίο Πατρική κληρονομιά (μτφρ. Τάκης Κιρκής, Πόλις, 2012) – μια ανατομή του αρχετυπικού πατρικού συμβόλου, ένα περίτεχνο, λεπτομερέστατο σκιτσάρισμα του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του πατέρα του Ροθ, που θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει πολλούς πατεράδες ανθρώπων μέσης ηλικίας.1

Οι τρεις παραπάνω περιπτώσεις καρκίνου των ηρώων του Ροθ δεν είναι διόλου τυχαίοι και οι συμβολισμοί τους εύστοχοι και διακριτοί: Σε Κονσουέλα και Ντρέγκα –δύο άκρως ερωτικές ηρωίδες– ο καρκίνος αφανίζει τις ερωτογόνες περιοχές του σώματός τους (στήθος και μήτρα, αντίστοιχα), ενώ ακόμη και ο όγκος στον εγκέφαλο, παρότι αληθινό γεγονός σε αυτοβιογραφικό βιβλίο, δένει γάντι με την απολυτότητα, την ξεροκεφαλιά και τις παγιωμένες αντιλήψεις του γερο Χέρμαν Ροθ, του δύστροπου ογδονταεξάχρονου Αμερικανοεβραίου, που φεύγοντας από τη ζωή αφήνει ως κληρονομιά στον γιο του, που τον φρόντισε και τον περιέθαλψε, τα περιττώματά του. Ο καρκίνος λοιπόν αφανίζει τον έρωτα; Ή μήπως ο έρωτας λειτουργεί ως αντίδοτο στον θάνατο; Και η «θεία δίκη», τι μερίδιο έχει αναφορικά με τους δύστροπους και σκληρούς ανθρώπινους χαρακτήρες, αν, φυσικά, υπάρχει και δεν είναι προϊόν μιας μαζικής μεταφυσικής υστερίας, στην προσπάθεια του ανθρώπου να ερμηνεύσει τα ανεξήγητα της ζωής και της φύσης;

Από την ελληνική λογοτεχνία –την όχι πρόσφατη παραγωγή–, πάλι, τελείως αυθαίρετα, θα θυμηθώ ένα διήγημα του Περικλή Σφυρίδη, το «Εις μνήμην» (Π. Σφυρίδης, Διηγήματα 1977-2002, Καστανιώτης, 2005), όπου έχουμε σε αφήγηση εκ παραλλήλου το τέλος της γελοιογράφου και φίλης του συγγραφέα, Μπίλλης Γουσίου, από καρκίνο των πνευμόνων, με μετάσταση στα οστά, και της σκυλίτσας του Σφ. Κνουλπ από καρκίνο του μαστού, μια συγκινητική ποιητική συλλογή, το Όροφος μείον ένα (Καστανιώτης, 2008), της Θεσσαλονικιάς ποιήτριας Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου, που αναφέρεται στον θάνατο του καρκινοπαθούς πατέρα της2, το ωραίο μικρό πεζό του Ντίνου Χριστιανόπουλου «Η Μαρία και η Πόπη» –δυο πόρνες, που, όταν η μία εκ των δύο παθαίνει καρκίνο, η άλλη τής συμπαραστέκεται με αυταπάρνηση μέχρι τέλους (Οι ρεμπέτες του ντουνιά, μικρά πεζά, Ιανός, 2004, τρίτη έκδοση)–, αλλά και έναν παραλίγο καρκίνο που τελικώς αποδείχτηκε μια ανώδυνη κύστη, που ταρακούνησε όμως συθέμελα την ηρωίδα ενός διηγήματος του Σωτήρη Δημητρίου, που ψηλάφησε ογκίδιο στη βάση του στήθους της (διήγημα «Η κύστη», από το βιβλίο Η βραδυπορία του καλού, Πατάκης, 2001). Και φυσικά το αφήγημα-δοκίμιο του Σταύρου Ζουμπουλάκη Η αδελφή μου (Πόλις, 2012), στο οποίο ο συγγραφέας εκθέτει την περιπέτεια υγείας της αδελφής του, Γιούλας Ζουμπουλάκη, που έχασε τη μάχη με τον καρκίνο στα εξήντα της χρόνια3.

 

 

Ο Καρκίνος του Περικλή Σφυρίδη

 

Στο τελευταίο μυθιστόρημα του Περικλή Σφυρίδη με τον τίτλο Καρκίνος (Εστία, 2018) ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος ακολουθεί μια πρωτότυπη αφηγηματική τεχνική. Με το εύρημα κάποιου φανταστικού δημοσιογράφου που του παίρνει συνέντευξη αφηγείται περιστατικά καρκίνου που αντιμετώπισε στη ζωή του ως γιατρός παθολόγος-καρδιολόγος, και το πώς πέρασε η συγκεκριμένη ασθένεια στην πεζογραφία του αλλά και στη ζωή του. Η αφήγηση είναι μεστή και χειμαρρώδης. Ο Σφυρίδης, πατώντας πάντα γερά στο προσωπικό βίωμα, ξεδιπλώνει στη μνήμη του περιστατικά καρκίνων που τον χάραξαν –φίλοι, συγγενείς, ομότεχνοι, αγαπημένα πρόσωπα που χτυπήθηκαν από την ασθένεια–, ενώ ο συγγραφέας, με την ιδιότητα του γιατρού, τους παραστεκόταν στον αγώνα τους, που κάποιες στιγμές καταντούσε μαρτύριο. Συγκλονιστική η λογοτεχνική αποτύπωση του πρώτου περιστατικού καρκίνου που αντιμετώπισε το 1961 ως ειδικευόμενος γιατρός στο, άλλοτε, Λαϊκό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης – μια πρωτοετής φοιτήτρια της Φιλοσοφικής, «με γαλανά μάτια και ξανθά πλούσια μαλλιά που χύνονταν ανέμελα στους σμιλεμένους ώμους της», που θύμισε στον συγγραφέα Καρυάτιδα. Οι τύψεις για τη συμπεριφορά του μετά τον θάνατό της που αλλοίωσαν τρόπον τινά την αισθητική αρτιότητα της μορφής της, έκαναν αυτό το παραχωμένο στη συνείδηση του συγγραφέα περιστατικό να βγει στην επιφάνεια για να ανακουφιστεί κάπως ο ίδιος, αφηγούμενός το, χρόνια μετά.

Και το γαϊτανάκι των περιστατικών καρκίνου στο βιβλίο συνεχίζεται: Η καρκινοπαθής ηρωίδα του διηγήματος «Το πάρτι» που αντιδρά αλλοπρόσαλλα μα κατά βάση σοφά, η περιπέτεια της υγείας του πανεπιστημιακού, φίλου του συγγραφέα, Πάνου Μουλλά, που κούραρε και στήριξε ο Σφυρίδης μέχρι τα υστερνά του (περιστατικό καρκίνου του παγκρέατος), ο κουμπάρος του συγγραφέα που πεθαίνει από την ίδια πάθηση το 2003, ο πατέρας του συγγραφέα, η γυναίκα του και εικαστικός-ζωγράφος Φρίντα Σφυρίδη που πεθαίνει από καρκίνο στις ωοθήκες τον Φεβρουάριο του 2016, αλλά κι άλλες εμβόλιμες περιπτώσεις γνωστών ή φίλων, μαζί με εγκιβωτισμένα παλιότερα αφηγήματα του συγγραφέα, συνιστούν άτυπα μέρη μιας ενιαίας και αδιαίρετης αφήγησης, που κορυφώνεται –όπως συμβαίνει και στο μυθιστόρημά του Μεταμόσχευση νεφρού– με τις επιπτώσεις που είχαν τα παραπάνω περιστατικά –εν προκειμένω, ως απόληξη, αυτό της γυναίκας του– στον οικογενειακό του περίγυρο και στον ίδιον προσωπικά. Όπως τα ήσυχα νερά μιας λίμνης ταράσσονται από το χτύπημα μιας πέτρας δημιουργώντας ομόκεντρους κύκλους που όλο και απλώνονται στην επιφάνεια, έτσι και ο καρκίνος κλονίζει περιοδικά την οικογενειακή και προσωπική γαλήνη του συγγραφέα, ιδιαίτερα με κλυδωνισμούς στη σχέση του με τον έναν γιο του, ο οποίος, αρκετά καθυστερημένα στη ζωή του, αποφασίζει να κάνει τη δική του «πατροκτονία» καταθλίβοντας τον αφηγητή. Ο Σφυρίδης έχοντας στην πλάτη του την εμπειρία πολλών καρκίνων πελατών του ως γιατρός, έχοντας ως σκευή την ανθρωπιά του και τα ιατρικά του διηγήματα (και μυθιστορήματα), αλλά έχοντας δοκιμαστεί κι απ’ τον χαμό της ίδιας της γυναίκας του από την ειδεχθή ασθένεια, σαρκάζει στο τέλος τον θεσμό και τη σύμβαση της οικογένειας, κλείνοντας το μυθιστόρημά του με την καυστική, σχεδόν βιτριολική, φράση που του είπε κάποτε ο γραφίστας, τυπογράφος και ποιητής Κάρολος Τσίζεκ, φίλος του κι αυτός, που ήταν η παρακάτω: «Κάνεις λάθος» απάντησε (υπονοείται ο Τσίζεκ). «Η οικογένεια είναι καλή και χρήσιμη. Ξέρεις γιατί; Διότι μας απαλλάσσει από το άγχος του θανάτου. Τον θεωρούμε λύτρωση».

 

 

Το χρονικό ενός καρκίνου, γραμμένο εν θερμώ

 

Η πεζογράφος Σοφία Νικολαΐδου συνήθως γράφει επινοημένα βιβλία (διηγήματα ή μυθιστορήματα), όπου η δημιουργική φαντασία αλλά και η ιστορικού ή δημοσιογραφικού τύπου έρευνα δεσπόζουν στις σελίδες τους. Ωστόσο, όταν αποφάσισε να καταγράψει την περιπέτεια της υγείας της –διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού τον Σεπτέμβρη του 2014 και ακολούθησε μαστεκτομή και χημειοθεραπεία– ακολούθησε το πιο άμεσο, ευθύ και αποκαλυπτικό αφηγηματικό στιλ γραφής, εκείνο της πρωτοπρόσωπης, ειλικρινούς εξομολόγησης, εν είδη ημερολογίου. Όπως και η ίδια επισημαίνει σε σημείωση της στο τέλος του βιβλίου της Καλά και σήμερα (Μεταίχμιο, 2015): «Ήταν ο τρόπος μου να τα βγάλω πέρα: Να γράφω και να φωτογραφίζω την πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει πως τα πάντα καταγράφηκαν ωμά, χωρίς επεξεργασία. Για μένα αυτός ήταν ο μόνος τρόπος».

Η αποτύπωση της περιπέτειας της υγείας της Νικολαΐδου είναι καθηλωτική. Το χρονικό της διάγνωσης, η πορεία της θεραπείας, οι γιατροί και οι επεμβάσεις, οι στενοί φίλοι που της συμπαραστάθηκαν ποικιλοτρόπως, τα δικά της συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα, ο τρόμος αρκετών γνωστών και η επίπλαστη, δήθεν καλοσύνη τους, ο πιστός της σύντροφος Σάκης, το παιδί τους, ο Γιάννης, που κι αυτός κλονίζεται από το συμβάν, η αγάπη των μαθητών της και οι εκδηλώσεις αγάπης προς το πρόσωπο της καθηγήτριάς τους, όλα περικλείονται περίτεχνα στις 340 σελίδες του βιβλίου. Το κέρδος αυτής της αφήγησης: Η συγγραφέας βγαίνει από τη δοκιμασία της πιο δυνατή και πιο σοφή (πιο ανεκτική, καλύτερα, απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις), ενώ η ίδια αποτελεί, πλέον, σημείο αναφοράς και για άλλες περιπτώσεις καρκινοπαθών γυναικών που περνούν τα ίδια που πέρασε και η συγγραφέας.

Κι εδώ –όπως και στην περίπτωση της αφήγησης του Σφυρίδη– ιδιαίτερο ενδιαφέρον αποτελεί ο περίγυρος και οι αντιδράσεις του, οι επιπτώσεις της ασθένειας σε τρίτους, αλλά, κυρίως, η αντιμετώπιση και η άμυνα της συγγραφέως απέναντι στην ασθένεια δια της γραφής. Γράφοντας ξόρκισε το κακό και βγήκε νικήτρια στη μάχη της με τον καρκίνο. Αντιγράφω από τη σ. 58 του βιβλίου: «Η αρρώστια πετάει στα σκουπίδια τα βαρίδια, τους καθωσπρεπισμούς και τα ψέματα. Είσαι εσύ, χωρίς την πανοπλία: σάρκα, κόκαλα, μυαλό κι αισθήσεις καθαρές. Αυτό βλέπουν και εμπιστεύονται οι άλλοι άνθρωποι. Πονάς, άρα ξέρεις. Μπορείς να ακούσεις και να το βουλώσεις, αν πρέπει. Μπορείς να καταλάβεις, γιατί τις έφαγες τις μπάτσες σου. Είσαι παθών. Οι πληγές σου είναι ορατές. Τις φέρεις σαν κόσμημα. Αυτές σε κάνουν πιο ανθρώπινο και, ίσως, τελικά αυτό να είναι το ζητούμενο».

 

 

 

Ξεχώρισα τα παραπάνω βιβλία για την ευθύτητα και την αμεσότητα με τα οποία οι συγγραφείς τους αντιμετωπίζουν το θέμα «καρκίνος». Η ανάγνωση των παραπάνω αφηγήσεων μάς εξανθρωπίζει και μας χαλυβδώνει. Μας προτρέπει να επικεντρωθούμε στα σοβαρά και στα ουσιώδη της ζωής, απομακρύνοντάς μας από τα φτηνά, τα τετριμμένα και τα επουσιώδη. Μας οξύνει την ενσυναίσθηση και την ανοχή. Και, κυρίως, μας μαθαίνει τον τρόπο να κοιτάμε το θηρίο κατάματα, λέγοντας ευθαρσώς τον καρκίνο με το όνομά του.

 

___________________________________________

 

1. Παναγιώτης Γούτας, Φίλιπ Ροθ: Έργα και ημέρες, πρόσωπα και προσωπεία, book press, Ιούνιος 2018

2. Παναγιώτης Γούτας, Δύο ποιήτριες της Θεσσαλονίκης, Περιοδικό «Οδός Πανός», τχ. 149, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010

3. Παναγιώτης Γούτας, Η αδελφή μου / Πατρική κληρονομιά, book press, Ιανουάριος 2013

 

(απόσπασμα από κείμενο, δημοσιευμένο στη book press στις 14/3/2019)

 


 

 

 

ΟΙ ΑΜΠΕΛΩΝΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΚΑΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

 

 

Γιάννης Γρηγοράκης, Αληθινοί και ονειροπόλοι, μυθιστόρημα, Αθήνα, Κέδρος, 2018, σελ.476

 

Το λογοτεχνικό είδος της οικογενειακής σάγκα έχει βαθιές ρίζες στη Σκανδιναβία, και ειδικότερα στην Ισλανδία. Αφορά εξιστορήσεις γεγονότων σε βάθος χρόνου (οικογενειακές διαμάχες, αποικισμός Ισλανδίας, εξάπλωση των Βίκιγκς κτλ.) με ήρωες που αφήνουν επιγόνους, ενώ δεσπόζουν συχνά πόλεμοι ή ηρωικά κατορθώματα των πρωταγωνιστών, προσδίδοντας επικό χαρακτήρα στην όλη αφήγηση, που συχνά είναι πολυσέλιδη και δαιδαλώδης. Παραλλαγές της σκανδιναβικής σάγκα υπάρχουν πολλές, ενώ στη νεώτερη ελληνική λογοτεχνία θα συναντήσουμε εκτενείς αφηγήσεις, όπου στην πορεία μιας οικογένειας στον χρόνο, και σε βάθος χρόνου, η Ιστορία διεισδύει στην καθημερινότητα επηρεάζοντάς την ή και το αντίστροφο: Η μικροϊστορία των οικογενειών ή των μικροκοινωνιών διαμορφώνει μια άλλη Ιστορία, ίσως αυθεντικότερη, κατά πολλούς, από την επίσημη και καταγεγραμμένη, που συχνά εκφράζεται και αποτυπώνεται μέσα από διαφορετικές οπτικές, αναλόγως της ιδεολογίας και του βαθμού μεροληψίας του εκάστοτε ιστορικού. Σ’ αυτήν την κατηγορία των βιβλίων, ανατρέχοντας πρόχειρα στην ελληνική βιβλιοπαραγωγή των τελευταίων χρόνων, θα επικαλεστώ τη μυθιστορία του Περικλή Σφυρίδη Ψυχή μπλε και κόκκινη και το πρόσφατο, άκρως ενδιαφέρον ιστορικό μυθιστόρημα του Κώστα Χατζηαντωνίου Ο κύκλος του αίματος, και τα δύο τυπωμένα στην πρώτη τους έκδοση από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

 

 

Μυθιστόρημα-ποταμός με μοντερνιστικά στοιχεία

 

Ο μυθιστοριογράφος Γιάννης Γρηγοράκης, κινούμενος σ’ αυτήν τη λογοτεχνική ατραπό, στήνει ένα μυθιστόρημα-ποταμό σχεδόν 470 σελίδων, ανατρέχοντας και επινοώντας τη ζωή τριών γενεών οινοπαραγωγών, που είχαν είτε ως κύρια εργασία είτε ως δευτερεύουσα ενασχόληση της ζωής τους την παραγωγή κρασιού, μέσα από αμπελώνες της περιοχής της Αρκαδίας, που, κατά κανόνα, είναι από τους ποιοτικότερους και αποδοτικότερους της ελληνικής γης. Η περιπέτεια της οικογένειας των Αληθινών ξεκινά από το 1871, οπότε γεννιέται ο Λέων Αληθινός, και καταλήγει μέχρι τις μέρες μας, την εποχή της οικονομικής κρίσης που βιώνει η χώρα μας, με τους τρίτους επιγόνους του, τα τρία εναπομείναντα παιδιά του Διόνυσου και της Ζακλίν, τον Ίκαρο, τη Θέλξη και την Ξένη. Διανύουμε συνολικά ένα χρονικό εύρος 150 χρόνων, από τότε που τους πρωτοπαρακολουθεί (δηλαδή τους επινοεί και τους καταγράφει) το βλέμμα και η πένα του συγγραφέα. Η χάραξη του γενεαλογικού δέντρου αυτών των –κατ’ ουσία– τεσσάρων γενεών των Αληθινών στις πρώτες σελίδες του βιβλίου ήταν επιβεβλημένη και σωστά τηρήθηκε από τον συγγραφέα ως συνοπτικός οδηγός-χρονολόγιο, για να μη χαθεί ο αναγνώστης στον λαβύρινθο γεννητόρων, προγόνων και απογόνων της οικογένειας, που μαζί με τους δευτερεύοντες ήρωες συναποτελούν ένα σύνολο άνω των 25 ατόμων, που όλοι τους ωστόσο διαδραματίζουν κάποιον ρόλο (σημαντικό ή λιγότερο σημαντικό) στην εξέλιξη της αφήγησης.

Η αφήγηση του Γρηγοράκη έχει μοντερνιστικά και μεταμοντερνιστικά στοιχεία. Δεν είναι γραμμική και επίπεδη, αλλά συστήνοντάς μας αρχικά τους τελευταίους επιγόνους των Αληθινών, επιστρέφει σταδιακά στο παρελθόν. Έτσι, από το σήμερα μπορεί να γυρίσουμε στην περίοδο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και του μεσοπολέμου, για να ξαναγυρίσουμε στο σήμερα, να επιστρέψουμε στην περίοδο της γερμανικής Κατοχής και της Εθνικής αντίστασης και ούτω κάθε εξής. Αυτό το πήγαινε-έλα στον χρόνο είναι σχεδιασμένο με μαστοριά από τον συγγραφέα και απαιτεί αναγνωστική εγρήγορση αλλά και μια προσπάθεια εκ μέρους του αναγνώστη να υποψιαστεί ή να υποθέσει τον συνδετικό κρίκο προγόνων και απογόνων, που δεν είναι απλώς ο τρύγος, τα αμπέλια και το κρασί (ως ένα στερεοτυπικό και απλουστευτικό σύμβολο της ίδιας της ζωής και των χυμών της) αλλά κάτι βαθύτερο. Κάτι που έχει να κάνει με τα γονίδια των ηρώων, τη σχέση τους και το δέσιμό τους με τη φύση, το χώμα και την πατρική γη (άλογα, σκυλιά, αμπελώνες, χωριά της ελληνικής υπαίθρου, αντίσταση στον κατακτητή, αντίσταση στις δυσκολίες της ζωής), μια ζόρικη, ανυπότακτη ράτσα ανθρώπων εν ολίγοις που υπομένουν και επιμένουν, που δεν καταβάλλονται και συνεχίζουν έντιμα (όσο δηλαδή τους επιτρέπουν οι συνθήκες) και δυναμικά να ορίζουν τη ζωή τους και να αντέχουν στον χρόνο και στις δυσκολίες που, κατά καιρούς, τους παρουσιάζονται. Η όλη αφήγηση γίνεται άλλοτε πρωτοπρόσωπα, άλλοτε τριτοπρόσωπα κι άλλοτε άκρως σκηνοθετικά, με το έξυπνο εύρημα του αθέατου σκηνοθέτη (έτσι τιτλοφορούνται κάποιες υποενότητες του βιβλίου), μιας αόρατης κάμερας δηλαδή που εποπτεύει τον χώρο και που εστιάζει σε δύο άλλα πρόσωπα του σήμερα, στον Κάρλο και στην Έλη, που θα συνδέσουν το χθες με το σήμερα ή, καλύτερα, θα σταθούν ως κινητήριος μοχλός για την αναδρομή και την αναπόληση περασμένων γεγονότων. Ο Ιταλός ιστορικός Κάρλο, δηλαδή, που αναζητά τις ρίζες του σε Ιταλούς προγόνους επί γερμανικής κατοχής εστιάζοντας κυρίως στη δράση τους, θα σταθεί η αφορμή, μαζί με τη φίλη του Έλη, να ξεδιπλωθεί, με μια παράλληλη αφήγηση, το στόρι στα μάτια του αναγνώστη, καθιστώντας το επίκαιρο.

 

 

Ήρωες σωστά δομημένοι

 

Όλοι οι ήρωες του Γρηγοράκη είναι πειστικοί και σωστά χτισμένοι. Ο τρόπος που μιλούν, δρουν και συμπεριφέρονται είναι εναρμονισμένος με τη γλώσσα της εποχής τους, τις συνήθειές τους, το μορφωτικό τους επίπεδο, το ιστορικό και πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο είναι ενταγμένοι. Από γενιά σε γενιά οι επίγονοι γίνονται πιο υποψιασμένοι σχετικά με τις δυσκολίες στην ενασχόλησή τους με το κρασί, ενώ μέχρι τέλος τούς ενδιαφέρει η ποιότητα του κρασιού που παράγουν και όχι το κέρδος. Το ότι δεν αλλάζουν το όνομα στα σκυλιά τους οι Αληθινοί (Άργος 1, 2, 3 κτλ.) φανερώνει μια σχεδόν εμμονική προσκόλληση σε κάποια ακαθόριστη παράδοση, που αισθάνονται ότι τους ενώνει. Ένα ημερολόγιο που φτάνει, χέρι με χέρι, από τον Άγγελο στον γιο του Διόνυσο σαν παρακαταθήκη, λειτουργεί ως συνδετικός αρμός σ’ έναν μηχανισμό που ενώνει και συντηρεί τις γενιές των Αληθινών στον χρόνο. Μ’ αυτό το μεταμοντερνιστικό στοιχείο γραφής ο συγγραφέας μάς δίνει πληροφορίες για τον παλιό τρύγο και την παλιά εικόνα του αμπελουργού, για γνώσεις γεωπονίας εκείνης της εποχής, για τους Ιταλούς αντιφασίστες που εκτελούσαν ανενδοίαστα οι Γερμανοί φασίστες, για την εμμονή κάποιων Ελλήνων, επί Κατοχής, να πιστεύουν πως πατριώτες ήταν μόνο οι κομμουνιστές, αλλά και για τη διφορούμενη στάση εκκλησίας και δασκάλων αναφορικά με τους κατακτητές και τους ταγματασφαλίτες. Το κρασί και ο τρύγος συχνά δεσπόζουν στις σελίδες αυτού του αποκαλυπτικού ημερολογίου, ως απόσταγμα ζωής.

Στην αφήγηση του Γρηγοράκη υπάρχουν και άλλα άκρως ενδιαφέροντα πληροφοριακά στοιχεία που δείχνουν πως, της συγγραφής, προηγήθηκε ενδελεχής έρευνα εκ μέρους του. Επισημαίνω κάποια από αυτά: Οι λεπτομέρειες αναφορικά με την παραγωγή του κρασιού, τις ποικιλίες, τους αμπελώνες και τα οινοποιεία, τόσο τα ελληνικά όσο και τα γαλλικά. Το οξύτατο, επί Κατοχής, πρόβλημα των έκθετων, των παραμελημένων βρεφών, που κάποιες μητέρες τα παρατούσαν στο κατώφλι κάποιων σπιτιών, όχι συχνά από ασπλαχνία όσο από ανάγκη και εξ αιτίας της φτώχειας. Τα στοιχεία για τη νοθεία των αλεύρων και το σταφιδοπαραγωγικό ζήτημα. Η δράση των Ιταλών επί κατοχής, που εν μέρει δικαιώνει την αντιφασιστική τους δράση. Το ζήτημα των φθισικών της εποχής. Οι πτωχεύσεις καταστημάτων και βιοτεχνιών της εποχής που συντέλεσαν και στην κατάρρευση της αστικής τάξης στην Αθήνα. Αναφορικά με τα έκθετα βρέφη, μια άκρως ενδιαφέρουσα δευτεραγωνίστρια του Γρηγοράκη, η μαία κυρα Ζωή, διαδραματίζει σωτήριο ρόλο στο να μην πεθαίνουν τα έκθετα νεογέννητα από σύφιλη ή εντερίτιδα. Όλα τα παραπάνω στοιχεία, σε συνδυασμό με τη λεπτομερέστατη καταγραφή του ιστορικού πλαισίου διαφόρων εποχών, φανερώνουν πως ο Γρηγοράκης εργάστηκε όχι μόνο ως εμπνευσμένος συγγραφέας αλλά και ως δεινός μελετητής για την υλοποίηση του συγγραφικού του στόχου. Παρότι το βιβλίο βρίθει πληροφοριών και ιστορικών στοιχείων, ως παραγεμίσματα και απλωμένο αφηγηματικό υλικό, εντούτοις η γραφή του συγγραφέα τιθασεύει το υλικό αυτό δίχως να μας κουράζει ή να εκτρέπεται από τον αφηγηματικό του στόχο. Οι περιγραφές χώρων, δρόμων και κτηρίων της εποχής του μεσοπολέμου ή της Κατοχής είναι τόσο ζωντανές και πειστικές, που νομίζει κάποιος πως διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια του η παράθεση κινηματογραφικών πλάνων από έναν σκηνοθέτη-αφηγητή που έζησε εκείνα τα χρόνια και παραδίδει το πολύτιμο υλικό του στις επερχόμενες γενιές.

 

 

Κρεσέντο σήψης, φθοράς και ματαιώσεων που καθηλώνει

 

Εκεί όπου ο Γρηγοράκης επιστράτευσε και εναπόθεσε όλο το συγγραφικό του ταλέντο είναι το καταληκτικό (έβδομο) κεφάλαιο του βιβλίου, που τιτλοφορείται «Ταξίδια εσωτερικού χώρου». Εδώ υπάρχει ένα κρεσέντο σήψης, φθοράς, ματαιώσεων και θανάτων, ένας ύμνος στη θνητότητα που παραπέμπει σε κορυφαίους μυθιστοριογράφους παγκόσμιας εμβέλειας. Εδώ όλα φθίνουν με τραγικό τρόπο: Ο Διόνυσος Αληθινός σε ένα παρατεταμένο ψυχορράγημα (με οράματα, παραισθήσεις, μνήμες και αναμνήσεις ζωής, όλα βουτηγμένα στην αχλή του θανάτου), ο σκύλος Άργος ο 3ος που κι αυτός πεθαίνει, η πιθανή ματαίωση της σχέσης της Ξένης με τη Λιλή, ένα άτυχο περιστατικό μιας γυναίκας που κούραρε ο γυναικολόγος Ιαν, ο σύντροφος της Θέλξης. Ο Ίκαρος δεν θα μιλήσει τελικώς για τη Μύρτιδα στο Μουσείο της Ακρόπολης, όπως ήταν προγραμματισμένο, οι τράπεζες δεν εγκρίνουν άλλα δάνεια για το οινοποιείο της οικογένειας κι ένα υποθηκευμένο σπίτι αδειάζει και ερημώνει. Η πορεία των Αληθινών είναι προδιαγεγραμμένη. Σ’ αυτό το κεφάλαιο κυριαρχεί και το ψυχολογικό πορτρέτο της νοσοκόμας κυρίας Δώρας, με σκέψεις και αναρωτήσεις για τον θάνατο και τους ετοιμοθάνατους που καθηλώνουν. Το τέλος αυτής της πορείας της οικογένειας των Αληθινών δεν χρειάζεται να το αποκαλύψουμε. Ο συγγραφέας, παρακάμπτοντας τις τελευταίες εκκρεμότητες ζωής των τελευταίων επιγόνων (των τριών προαναφερθέντων αδελφών δηλαδή) γειώνει την ιστορία του στο σήμερα, στο απόγειο της οικονομικής κρίσης, με σαρκαστικό, εύγλωττο και ειρωνικό τρόπο. Ελπίζω να μην βγει προφητικός για όλες τις επιχειρήσεις, όλες τις βιοτεχνίες, όλο το μόχθο ζωής χιλιάδων ανθρώπων αυτού του τόπου, και νιώσουν οι κάτοικοι αυτής της ταλαιπωρημένης χώρας δουλοπάροικοι στο ίδιο τους το βιος, στην ίδια τους τη γη.

Ο Γρηγοράκης, κάποιες ελάχιστες φορές, αναλύει κι ερμηνεύει τους ήρωές του λίγο περισσότερο του επιτρεπτού, θέλοντας να είναι περισσότερο ακριβής και πειστικός στη δόμηση του χαρακτήρα τους. Ωστόσο, με τα έως τώρα βιβλία του (εννέα τον αριθμό) αποδεικνύει πως είναι ένας σημαντικός σύγχρονος μυθοπλάστης, ένας τεχνίτης της γραφής, που έχει κατακτήσει εδώ και καιρό το προσωπικό του ύφος. Από βιβλίο σε βιβλίο μάς εκπλήσσει ευχάριστα με την ευρηματικότητα και την ποικιλία των θεμάτων του, την καλογραμμένη του αφήγηση, τους ζουμερούς του διαλόγους αλλά και τις φιλοσοφικές ενατενίσεις των ηρώων του. Το μυθιστόρημα Αληθινοί κι ονειροπόλοι είναι, κατά τη γνώμη μου, ένα σημαντικό βιβλίο, που, παρά τον όγκο του, διαβάζεται απνευστί. Η οικογένεια των Αληθινών θα μπορούσε να αντιπροσωπεύσει πάμπολλες οικογένειες αυτού του τόπου που πάσχισαν να μάθουν τον κόσμο και τα μυστικά του, που ψηλάφησαν τις αλήθειες της ζωής, τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξής τους, οδηγούμενοι, κάποτε, σε κάποιου είδους αυτογνωσία.

 

(το κείμενο εκφωνήθηκε την Κυριακή, 6 Μαΐου 2018, σε παρουσίαση βιβλίου της ΔΕΒΘ· δημοσιεύτηκε στην book press τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους)

 

 

 

 

 

ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΑΛΛΑΖΟΥΝ,

ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

 

 

Λίλα Κονομάρα, Ο χάρτης του κόσμου στο μυαλό σου, μυθιστόρημα, Αθήνα, Κέδρος, 2018, 312σελ.

 

«Η Ιστορία είναι προϊόν μιας στιγμής, και γράφεται ακαριαία» μας είχε αποκαλύψει παλαιότερα ο Φίλιπ Ροθ, στο μυθιστόρημά του Αμερικανικό ειδύλλιο. Αυτή η ιδέα-σπίθα αναζωπυρώνεται πειστικά στο τελευταίο μυθιστόρημα της Λίλας Κονομάρα Ο χάρτης του κόσμου στο μυαλό σου, το οποίο, παρότι δεν ανήκει στην κατηγορία των ιστορικών μυθιστορημάτων, εστιάζει στη μικροϊστορία των μελών μιας οικογένειας της Αθήνας αλλά και στον άμεσο περίγυρό τους, κατά το χρονικό διάστημα 2013-2014, δηλαδή μεσούσης της οικονομικής κρίσης στη χώρα μας. Εδώ έχουμε να κάνουμε δηλαδή με ένα βιβλίο διαφορετικού τύπου και στόχευσης από το αμέσως προηγούμενό της, το Οι ανησυχίες του γεωμέτρη, ένα βιβλίο που ήταν πλημμυρισμένο από όνειρο, φαντασία και μύθο, μια θραυσματική αποτύπωση της ανθρώπινης περιπέτειας μέσα από 12 διηγήματα, διαποτισμένα όμως πάντα από Ιστορία – το κοινό σημείο αναφοράς με το υπό παρουσίαση βιβλίο.

 

 

Πολυφωνικό μυθιστόρημα με τρεις ευδιάκριτες φωνές

 

Η Κονομάρα στη γραφή της έχει μοντερνιστικά και μεταμοντερνιστικά στοιχεία. Οι τρεις εναλλασσόμενες φωνές είναι ευδιάκριτες και πειστικές, το πρώτο πρόσωπο δίνει αμεσότητα στην αφήγηση, η οποία, κάθε φορά, είναι συναφής και ταιριαστή με την ηλικία, τα ενδιαφέροντα και την όλη προσωπικότητα του εκάστοτε αφηγούμενου.

Σε όλο το βιβλίο, που μοιράζεται σε 29 ενότητες, με λατινική αρίθμηση και ως υπότιτλους τα ονόματα των βασικών πρωταγωνιστών, κυριαρχούν οι φωνές των τριών βασικών ηρώων-μελών της οικογένειας. Ο εξηνταδυάχρονος φαρμακοποιός Βασίλης, χωρισμένος, με δύο παιδιά, και τα δύο αυτά παιδιά του, η εικοσιοχτάχρονη Εύα, ιατρική ερευνήτρια σε φαρμακευτική εταιρεία και ο δεκαεπτάχρονος Άρης που τελειώνει το λύκειο και ετοιμάζεται να δώσει πανελλαδικές εξετάσεις. Το βιβλίο ξεκινά με μια πρώτη γνωριμία με τους βασικούς πρωταγωνιστές, αλλά, παράλληλα, και με μια ηθογραφικού τύπου περιδιάβαση σε τύπους μιας γειτονιάς, με επίκεντρο το φαρμακείο του Βασίλη, που κλείνει αισίως πενήντα χρόνια λειτουργίας. Ένα απροσδόκητο περιστατικό, σε μια σχολική εκδρομή, κινητοποιεί τις παγιωμένες και κάπως ασάλευτες ζωές των ηρώων (παρά το ταραχώδες παρελθόν τους), ενώ η εξαφάνιση κάποιων φιαλιδίων μορφίνης από το εργαστήριο της Εύας ενοχοποιεί τους βασικούς πρωταγωνιστές. Κι ενώ το μυθιστόρημα αποκτά προσωρινά και αστυνομικού τύπου ενδιαφέρον, η συγγραφέας μάς εκπλήσσει ευχάριστα, απαλύνοντας προς το τέλος την ένταση, με κάποιες αποκαλύψεις, και, λειαίνοντας τις αιχμηρές γωνίες και την όποια διαφαινόμενη ενοχή των «υπόπτων», θα μας οδηγήσει σε κάποιου είδους κάθαρση που θα προκύψει μέσω της εσωτερικής αναζήτησης όλων των ηρώων.

Η Κονομάρα στη γραφή της έχει μοντερνιστικά και μεταμοντερνιστικά στοιχεία. Οι τρεις εναλλασσόμενες φωνές (είτε με μικροπερίοδο είτε με μακροπερίοδο, κατά περίσταση, λόγο) είναι ευδιάκριτες και πειστικές, το πρώτο πρόσωπο δίνει αμεσότητα στην αφήγηση, η οποία, κάθε φορά, είναι συναφής και ταιριαστή με την ηλικία, τα ενδιαφέροντα και την όλη προσωπικότητα του εκάστοτε αφηγούμενου. Η ίδια η πόλη, συχνά, μιλάει μέσα από τα στόματα των ηρώων, αποκαλύπτοντάς μας τον πολύχρωμο, πολυσυλλεκτικό, ζωηρό και έντονο χαρακτήρα της. Στην αφήγηση του Άρη η γλώσσα είναι κοφτή, νεανική, παλλόμενη, σχεδόν ασθματική, με στοιχεία σύγχρονης αργκό ή της γλώσσας των σημερινών νέων. Η αφήγηση του Άρη συχνά ντύνεται με ποικίλες μουσικές, από παλιά συγκροτήματα της ροκ μουσικής και της new age, μέχρι σημερινά συγκροτήματα. Επίσης η σχέση του Άρη με τον εξάδελφό του Μιχάλη αντικατοπτρίζει πειστικά τη σχέση δυο σχεδόν συνομήλικων εφήβων με αρκετά κοινά ενδιαφέροντα, διαφορετικής όμως ιδιοσυγκρασίας. Η γλώσσα του Βασίλη είναι πιο λόγια και φιλοσοφημένη. Ο Βασίλης προσπαθεί να συνταιριάσει (και να ερμηνεύσει) το παρελθόν με το σήμερα που ζει και που, συχνά, τον ξενίζει. Η αφήγηση της Κονομάρα πολύ σωστά και εύστοχα αφήνει προς στιγμή τον νευρώδη, κοφτό και άμεσο χαρακτήρα της και εναρμονίζεται με την ηλικία και τους προβληματισμούς του Βασίλη. Πιο βραδείς αφηγηματικοί ρυθμοί, ωριμότητα, συσχετισμοί ζωής, σκοτεινές σκέψεις, η κάμψη και η κρίση της μέσης ηλικίας. Ο ερχομός, κατά διαστήματα, στη σκέψη του Βασίλη ενός φίλου από τα παλιά, του Σάββα –η επιτομή του αριβίστα, πρώην αριστερού, που καταχράστηκε χρήματα και την έκανε για το εξωτερικό–, τον οποίον ο Βασίλης είχε εξιδανικεύσει στα νεανικά του χρόνια, επιτείνει την αβεβαιότητά του για πρόσωπα και καταστάσεις του παρελθόντος. Ενδιαφέρον το στοιχείο πως ακόμη και τώρα ο Σάββας στη σκέψη του Βασίλη (αλλά και του κοινού τους φίλου, του Περικλή) είναι σημαντικός, η απουσία του και η σιωπή του του στοιχίζει και ακόμη διατηρεί αμφιβολίες για την ακεραιότητα ή όχι του χαρακτήρα του, κάτι που φανερώνει πως υπάρχει ακόμη στο μυαλό του κάποια ιδεολογική σύγχυση. Τέλος, η φωνή και η μορφή της Εύας. Βαδίζοντας κι αυτή στο κατώφλι των σαράντα, αναλώνεται ανάμεσα στην άκρως ενδιαφέρουσα επιστημονική εργασία της –όχι πάντως χωρίς προβλήματα από άτομα του εργασιακού της χώρου–, στην απελευθερωμένη ερωτική ζωή της (η νεανική ερωτική της προϊστορία ήταν άκρως δραστήρια και ταραχώδης) και στις σχέσεις της με τον οικογενειακό της περίγυρο. Ένας δεσμός με τον Φώτη άλλοτε την απογειώνει και την κάνει να νιώθει πληρότητα κι άλλοτε τη γεμίζει με σκέψεις και αμφιβολίες.

 

 

Πληθώρα δευτεραγωνιστών και πρόσθετες αρετές

 

Στο μυθιστόρημα, πέρα από τις σκιαγραφήσεις των τριών αφηγητών-πρωταγωνιστών, υπάρχει μια πληθώρα δευτεραγωνιστών, προσώπων της μιας ή των ελάχιστων σελίδων, που ωστόσο δίνουν ορμή, νεύρο και ώθηση στην αφήγηση. Η γιαγιά –η μάνα του Βασίλη– στην επαρχία που πεθαίνει, ο θείος του Άρη, ο εξάδελφός του Μιχάλης, η μητέρα του Άρη και της Εύας που ζει χλιδάτα στο Παρίσι έχοντας κάνει «φοβερές σπουδές μουσικής στη Γαλλία και στη Γερμανία», η Άννα που θα κάνει άντρα τον Άρη στη Μασσαλία, ο Αντώνης, η ροζ, η Κάλλια, η αυτιστική ξαδέλφη της Εύας, η μορφή της Δάφνης που με την απουσία της σκορπά μια παγωμάρα στην ατμόσφαιρα της οικογένειας, ο Ίαν (η επιτομή του ώριμου ψαγμένου του «χώρου», που γεννημένος τη δεκαετία του ’50 πρόλαβε να ζήσει από τα προτάγματα του Μάη του ’68 μέχρι σύγχρονες καταστάσεις που σχετίζονται με την εναλλακτική τέχνη και το μεταναστευτικό ζήτημα), είναι μερικά μόνο δείγματα και αποδείξεις της συγγραφέως, όχι μόνο στο να σχεδιάζει και να στήνει ανθρώπινους χαρακτήρες, αλλά, κυρίως, στο να εντοπίζει τις λεπτομέρειες και τις ιδιαίτερες λεπτές αποχρώσεις που αφορούν τις μεταξύ τους σχέσεις.

 

 

Το μυθιστόρημα της Λίλας Κονομάρα έχει αρκετές ακόμη αρετές, που συνοψίζονται ως εξής:

 

Μεταφέρει πειστικά, δίχως φορτωμένες περιγραφές και αφηγηματικά στερεότυπα, τους ήχους, τις κουβέντες, τη βοή, τον παλμό αλλά και τη βία της σύγχρονης Αθήνας. Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση πως η πόλη τού αποκαλύπτεται, ενώ όλο το βιβλίο μπορεί να εκληφθεί ως ένα οδοιπορικό, μια περιπλάνηση στους δρόμους της πρωτεύουσας, θυμίζοντάς μας την ταινία «Paterson» του Τζιμ Τζάρμους.

Το κείμενο έχει μελετημένη και αξιοπρόσεχτη αρχιτεκτονική δομή και σελίδες όπου η συγγραφέας μεταφέρει άφθονο βιωματικό ή πληροφοριακό υλικό. Σελίδες γραμμένες με παρατηρητικότητα, λεπτομέρεια και ακρίβεια (π.χ. τα σχετικά με τις μελέτες της Βιοϊατρικής Μηχανικής, το θέμα της καλλιτεχνικής φωτογραφίας, περιγραφές της Ιταλίας ή φεστιβάλ πόλεων της Γαλλίας κλπ).

Υπάρχει μια φρεσκάδα και μια ζωντάνια στη γραφή της που κάνει το ανάγνωσμα ευανάγνωστο και ελκυστικό, ακόμη κι αν δεν υπάρχει η μεγάλη κορύφωση στο τέλος, γιατί εδώ δεν μετράει ένα εντυπωσιακό και απρόσμενο τέλος, όσο οι εσωτερικές διεργασίες που συντελούνται στον ψυχισμό των ηρώων, και η πορεία τους προς κάποιας μορφής αυτογνωσία και αυτοσυνείδηση.

Στο βιβλίο υπάρχουν διάσπαρτες πολλές αναρωτήσεις ιδεολογικού, φιλοσοφικού, ηθικού ή καλλιτεχνικού τύπου, που κάνουν συχνά οι ήρωές του, δίνοντας ένα κάποιο βάθος στην αφήγηση – όταν, βέβαια, δεν κουράζουν ή δεν παραπέμπουν σε αντίστοιχες αναζητήσεις άλλων εποχών (π.χ. οι αναζητήσεις για τον ρόλο της τέχνης και τη σχέση της με τους θεσμούς, μια συζήτηση που, προσωπικά, τη θυμάμαι να γίνεται από τη δεκαετία του ’70 και του ’80, συντελούμενη σε πανεπιστημιακά αμφιθέατρα, από ψαγμένους αριστερούς νεολαίους εκείνης της εποχής, και που ήλπιζα πως, ύστερα από τόσα χρόνια, θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί).

Η μετατόπιση στους αφηγηματικούς τόπους (Αθήνα, επαρχία, Ιταλία, Γαλλία, Νίκαια, Αρλ, Μασσαλία) συντηρεί το αίσθημα περιπλάνησης των ηρώων, προσδίδοντας στο κείμενο και ταξιδιωτικό ενδιαφέρον.

Οι σκηνές στη ζωή του χωριού είναι φυσικές και ζωντανές, δείγμα του ότι η συγγραφέας περιγράφει εξίσου καλά τόσο τη ζωή στη μεγαλούπολη όσο και στην επαρχία.

Υπάρχουν ενδιαφέρουσες αναφορές στην αλλαγή χαρακτήρα προσώπων που αλλοτριώθηκαν κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης και εντεύθεν. Διαβάζω ενδεικτικά από τη σ. 80 (σκέψεις του Βασίλη): «Όπως τόσοι άλλοι, ο Σάββας βυθίστηκε στην κοινωνική σύγχυση που προέκυψε μετά τη Μεταπολίτευση. Το life style διαδέχτηκε την ταξική πάλη, η Τζια τον Ωρωπό, οι γιάπηδες τους παλιούς συντρόφους. Ο τραχανάς έγινε delicatessen, το παρελθόν άρχισε να λειτουργεί σαν άλλοθι. Όμως οι νεανικοί μας φίλοι μένουν για χρόνια στο απυρόβλητο, σωστά;», ενώ στις τελευταίες σελίδες θίγεται και το μεταναστευτικό ζήτημα του καιρού μας.

 

 

Η πορεία προς την αυτογνωσία

 

Τελικώς τι μένει ως επίγευση στο στόμα μετά την ανάγνωση του βιβλίου της Κονομάρα; Σίγουρα η πικρή διαπίστωση πως σε οικογένειες όλων των χωρών, ο μικροαστισμός, σαν μικρόβιο, έχει προσβάλει τους ανθρώπους κάποιας ηλικίας. Ο δρόμος είναι αργός, κατηφορικός, γηρασμένος. Το μέλλον φαντάζει δυσοίωνο. Όμως οι νέοι άνθρωποι –πολλοί νέοι άνθρωποι– αντιστέκονται σθεναρά σ’ αυτήν την κατρακύλα, κοιτάζοντας κατάφατσα το παρόν και την πραγματικότητα. Την αληθινή πραγματικότητα και όχι την εικονική, την τηλεοπτική ή την πραγματικότητα των ψευδαισθήσεών τους. Το ταξίδι, η Ιθάκη, ο σκοπός της ζωής είναι η αυτογνωσία, η αυτοσυνείδηση, το ένδον σκάπτε, όσο οδυνηρό και δυσβάστακτο κι αν είναι αυτό. Και τα εφόδιά τους, τα όπλα τους σ’ αυτή τη δύσκολη πάλη με τις ψευδαισθήσεις τους: Η επικοινωνία των λαών, η αλληλεγγύη και η αλληλοκατανόηση.

 

Τρυφερή, λοιπόν, η συγγραφέας με τους ήρωές της, κατανοεί τα αδιέξοδά τους, συμπάσχει μαζί τους, τους αποδέχεται, τους κλείνει φιλικά το μάτι σαν να τους υπενθυμίζει πως «είμαι κι εγώ μία από εσάς». Δεν γνωρίζω πόσο αντικειμενικά σημαντικός είναι ο κόσμος που υποθάλπει και αποδέχεται η Κονομάρα, πόσο αντιπροσωπευτικά είναι τα πρόσωπα της ιστορίας αναφορικά με την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και τα αδιέξοδά τους. Σημασία έχει πως αυτός ο κόσμος αποτυπώθηκε έντεχνα από την πένα της σ’ αυτό το βιβλίο, και πως ο λόγος και η γραφή θα τον διαφυλάξουν εσαεί στη μνήμη (ατομική ή συλλογική).

 

 

Απόσπασμα από το βιβλίο

 

«Έχει αλλάξει τελευταία η γειτονιά, σκέφτομαι. Σαν να ξαναζωντάνεψε μετά το μαράζωμα των προηγούμενων ετών. Καινούργια στέκια ξεφυτρώνουν κάθε τόσο, υπάρχει μια κινητικότητα. Μήπως και η πόλη ολόκληρη δεν άλλαξε; Ανακατανομές πληθυσμού, αλλαγές στη χρήση του χώρου. Πλατείες που γίνονται στρατόπεδα, νοικοκυριά ολόκληρα που στήνονται σε δυο τετραγωνικά. Καινούργιες μυρωδιές, καινούργια φαγητά σε κάθε γωνία του δρόμου. Καινούργιες ιδέες και δυναμικές από μια νέα γενιά χωρίς ψευδαισθήσεις που συνεχίζει όμως να ονειρεύεται».

 

(το κείμενο εκφωνήθηκε σε παρουσίαση του βιβλίου, στη ΔΕΒΘ, στις 4 Μαΐου, 2018, και δημοσιεύτηκε στην book press τον ίδιο μήνα)

 

 

 

 

 

 

ΑΝΑΣΚΑΠΤΟΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΑΙΩΝΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

 

 

Κώστας Χατζηαντωνίου, Ο κύκλος του χώματος, μυθιστόρημα, Καστανιώτης, 2017, σελ. 291

 

 

Το να διεισδύει η Ιστορία στη λογοτεχνία είναι φαινόμενο που έχει βαθιές ρίζες στην εθνική μας λογοτεχνία. Σε μυθιστορήματα του Βικέλα, του Ροΐδη, του Παπαδιαμάντη, της Πηνελόπης Δέλτα και της Διδώς Σωτηρίου, βιβλία εκπροσώπων της πεζογραφικής Γενιάς του Τριάντα αλλά και αρκετών σύγχρονων λογοτεχνών, η Ιστορία είναι πάντα παρούσα, άλλοτε έντονα, άμεσα και δραστικά κι άλλοτε απλώς ως φόντο. Πολυάριθμοι τίτλοι εξάντλησαν το συλλογικό τραύμα της Μικρασιατικής καταστροφής, της Κατοχής και του Εμφυλίου, ενώ ουκ ολίγα βιβλία κάλυψαν το τρίπτυχο των χαμένων πατρίδων (Σμύρνη, Πόντος, Κωνσταντινούπολη), άλλοτε με ακατάσχετη αισθηματολογία και ποικίλου τύπου εθνικοπατριωτικά ιδεολογήματα και στερεότυπα κι άλλοτε με ισορροπημένη νοσταλγία και ειλικρινή, λελογισμένη θλίψη γι’ αυτό που ήταν κάποτε δικό μας (ήταν άραγε ποτέ;) και τώρα δεν υπάρχει.

Οι αιτίες των ιστορικών γεγονότων, οι λεπτεπίλεπτες αποχρώσεις τους και η ερμηνεία τού σήμερα μέσα από την αναψηλάφηση του παρελθόντος είναι στοιχεία που ο αναγνώστης θα βρει σε αναγνωρισμένους, παλιότερους ή νεότερους πεζογράφους: Τσίρκας, Ιωάννου –ιδανική περίπτωση για διδασκαλία τοπικής Ιστορίας σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες–, Φραγκιάς, Κοτζιάς, Πλασκοβίτης, Γαλανάκη, Βαλτινός, Αλ. Πανσέληνος, Θέμελης, Μέσκος, Θ. Γρηγοριάδης, Σ. Τριανταφύλλου, Φακίνου, Κακούρη και πολλούς άλλους. Στους πρόσφατους τίτλους βιβλίων όπου η Ιστορία εμπλέκεται περίτεχνα και εμφιλοχωρεί στη λογοτεχνία, θα πρέπει νομίζω να σταθούμε και σε ορισμένα βιβλία του Νίκου Δαββέτα, της Σοφίας Νικολαΐδου, του Βασίλη Τσιαμπούση, του Θωμά Κοροβίνη, του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, της Έλενας Χουζούρη, του Σάκη Σερέφα και κάποιων ακόμη πεζογράφων, ενώ μια άλλη παρατήρηση γι’ αυτό το είδος λογοτεχνίας που ανθεί (και έχει αποκτήσει και το δικό του κοινό) είναι πως, απομακρυνόμενοι οι συγγραφείς από τις ιστορικές εποχές που τους απασχολούν και όντας σχετικώς νέοι ηλικιακά, κάνουν, πλέον, μια στροφή από το αυθεντικό, προσωπικό βίωμα στη μυθοπλασία, στην επινοημένη συνέντευξη και στην εξονυχιστική ιστορική έρευνα. Σπανίζουν πια συγγραφείς που, λόγω ηλικίας, πρόλαβαν να ζήσουν από πρώτο χέρι γεγονότα της μικρασιατικής προσφυγιάς, της Κατοχής ή του Εμφυλίου, κι αυτά τα κατέθεσαν ως άμεσο βίωμα (δίχως μελέτες, έρευνες ή μυθοπλαστικού τύπου εμπνεύσεις) στα βιβλία τους, ακόμη κι αν στις σελίδες τους επιμένουν περισσότερο στη μικροϊστορία ατόμων ή ολόκληρων οικογενειών, δίχως να ερμηνεύουν ή να αναλύουν διεξοδικά τις αιτίες και τις συνέπειες των ιστορικών γεγονότων (περίπτωση Σφυρίδη, που με την έξοχη οικογενειακή του σάγκα Ψυχή μπλε και κόκκινη –«μυθιστορία» τη χαρακτηρίζει ο ίδιος– διατρέχει την πορεία μιας οικογένειας στη διάρκεια σχεδόν ενός αιώνα, με εκτενή αναφορά στα ιστορικά γεγονότα του καιρού τους).

 

 

Ο κύκλος του χώματος

 

Οικογενειακή σάγκα είναι και το πρόσφατο (δεύτερο, μετά το βραβευμένο Αγκριτζέντο) μυθιστόρημα του πεζογράφου και ιστορικού Κώστα Χατζηαντωνίου, που φαίνεται πως συνεχίζει την τάση αρκετών ομοτέχνων του αναφορικά με το πάντρεμα της Ιστορίας με τη λογοτεχνία, σε μυθοπλαστική, φυσικά, βάση. Ο Χατζηαντωνίου αναφέρεται στην πορεία μέσα στον χρόνο μιας νησιώτικης οικογένειας, των Γαβαλάδων, μακρινοί πρόγονοι των οποίων πολέμησαν με τους Ιερολοχίτες (σ. 143 «από τον Ιερολοχίτη που πολιτογραφήθηκε στο Άργος»), συμμετείχαν στον μικρασιατικό ξεριζωμό ή πολέμησαν στο αλβανικό μέτωπο, στο έπος του Σαράντα. Ο γιος του γιατρού Βασίλη Γαβαλά, ο Αλέξανδρος, πολεμά ως ανθυπολοχαγός στα γεγονότα της Κύπρου, κατά την περίοδο της τουρκικής εισβολής, τον Ιούλιο του 1974, που είχε ως συνέπεια τη διχοτόμηση του νησιού και τη δημιουργία του «κυπριακού ζητήματος», που, παρά τις κατ’ επίφαση προσπάθειες και διπλωματικές ενέργειες των ευρωπαϊκών δυνάμεων, ακόμη χρονίζει. Ο Αλέξανδρος, στις τελευταίες πολεμικές επιχειρήσεις στο βόρειο τμήμα του νησιού, κοντά στην Κερύνεια, κηρύσσεται αγνοούμενος σκορπώντας θλίψη στους συγγενείς και στους αγαπημένους του, που ζουν, πλέον, μια γκρίζα κατάσταση, στο ενδιάμεσο του έγχρωμου της ζωής και του μαύρου τού θανάτου. Μια παρατεταμένη και εξουθενωτική θλίψη που κάνει τον γιατρό πατέρα του, όταν ψυχορραγεί, να φέρνει το όνομά του στα χείλη του, την αδελφή του Βέρα να δυσκολεύεται να ορθοποδήσει στην προσωπική της ζωή, και τα ξαδέλφια του Παύλο και Μιχαήλ να τραβούν διαφορετικούς δρόμους, έχοντας όμως τη μορφή και την πράξη του αγνοούμενου εξάδελφού τους σημείο αναφοράς – ο πρώτος, αριστερών πεποιθήσεων, ενεπλάκη με βομβιστές του ΙRΑ λόγω της Ιρλανδής αγαπημένης του, δίδαξε τελικώς οικονομικά, ενώ ο δεύτερος, σοβαρός, λιγομίλητος, θρησκευόμενος, διετέλεσε ακόλουθος στο υπουργείο Εξωτερικών και τον αναζήτησε απεγνωσμένα στα Μικρασιατικά παράλια και στην Κωνσταντινούπολη, προσπαθώντας να γεφυρώσει το προβληματικό παρελθόν του με το άγονο παρόν. Μια έρευνα DNA, ένας γάμος του Μιχαήλ με μια κοπέλα από τα παλιά, την Εύα, κι ένα μωρό που θα έρθει στη ζωή, δίνουν κάποια λύση στο όλο οικογενειακό δράμα, αφήνοντάς μας γλυκόπικρη γεύση στο στόμα, αφού η νέα ζωή είναι μια όαση, μια επίφαση ελπίδας στον αέναο κύκλο του χώματος που μας εξουσιάζει και μας καθορίζει.

 

 

Ενδιαφέρον και καλογραμμένο μυθιστόρημα

 

Ο Κώστας Χατζηαντωνίου με αξιοθαύμαστη πειθαρχία στη γραφή του (το μυθιστόρημα είναι μοιρασμένο σε τρία ισομεγέθη μέρη, με δώδεκα ολιγοσέλιδες-ισομεγέθεις ενότητες το καθένα), με αφηγηματικό νεύρο, ένταση κι ανατροπές, με πολύ προσεγμένη, ποιητική σε πολλά σημεία γλώσσα (όλη η ενότητα «Εσένα ενθυμούνται ακόμη», στην οποία περιπλέκονται αριστοτεχνικά η θλίψη του αγνοουμένου, οι ιστορικές μνήμες, το ταξίδι, οι περιγραφές του τοπίου με σκόρπιους στίχους τραγουδιών για τη Σμύρνη και τη Μικρά Ασία, είναι άκρως ποιητική) και με διεξοδική έρευνα σε ιστορικές πηγές και ιστορικά γεγονότα της πρόσφατης αλλά και της παλαιότερης ιστορίας, στήνει ένα ενδιαφέρον και ευανάγνωστο μυθιστόρημα, που καθηλώνει τον αναγνώστη μέχρι το τέλος. Ωραία αποδίδεται στο Α΄ Μέρος η μοίρα των πολεμιστών στην Κύπρο, ο αγνός και άδολος αγώνας τους ενάντια στον εισβολέα, η μεγαλοσύνη της ψυχής τους, τα ιδανικά και η αθωότητά τους. Απέναντι σε όλα αυτά κανείς δεν βοηθά, κανείς δεν συντονίζει τον αγώνα τους, όλα είναι εναντίον τους, ακόμη και η φύση (σολωμικού τύπου εύρημα), ενώ πάντα πλανάται στην ατμόσφαιρα η ύπουλη συμφωνία κάποιας συνθηκολόγησης με τους Τούρκους, σε πολιτικό ή διπλωματικό επίπεδο, κάτι που οι πεθαμένοι δεν θα το μάθουν ποτέ, καθιστώντας τους ακόμα πιο τραγικές φιγούρες της Ιστορίας. Στο Β΄ Μέρος ενδιαφέρον παρουσιάζει η αποτύπωση της, σταδιακά, επερχόμενης οξείδωσης και φθοράς της Ελλάδας, η κοινωνική και ηθική σήψη της Μεταπολίτευσης. Η χρεοκοπία του θείου του Αλέξανδρου, του Ιάκωβου, κάθε άλλο παρά τυχαία δεν είναι, συμβολίζοντας τη χρεοκοπία ενός ολόκληρου έθνους. Τέλος, στο Γ΄ Μέρος υπάρχει δράση, κίνηση των ηρώων, αλλεπάλληλοι θάνατοι, αναζήτηση των ιχνών του αγνοούμενου ανθυπολοχαγού, ανατροπές, ένας αναπάντεχος γάμος, κι ο κύκλος του χώματος ολοκληρώνεται με την έλευση μιας νέας ζωής, στην οποία ο αναγνώστης εναποθέτει τις ελπίδες του για κάτι το καλύτερο μελλοντικά. «Γιατί ο Καιρός –πώς αλλιώς να τον πούμε τάχα;– πάντα θα καθαρίζει τον καθρέφτη της ζωής από κάθε χωματιά και πάντα ένας νέος κύκλος χώματος θ’ ανοίγει» καταλήγει ο συγγραφέας.

Το Ο κύκλος του χώματος είναι ένα καλοδουλεμένο μυθιστόρημα, όπου το πάντρεμα Ιστορίας και λογοτεχνίας γίνεται γόνιμα, αβίαστα, ισορροπημένα και δημιουργικά, δίχως η μία να πνίγει την άλλη. Ο συγγραφέας δεν προβάλει πολιτικές ή ιδεολογικού τύπου πεποιθήσεις, κρατώντας, όπως αρμόζει, ο ίδιος αποστάσεις από τα ιστορικά γεγονότα, πάντα αντιλαμβανόμενος τον συμβολισμό και τη βαρύτητά τους στον απλό άνθρωπο του καιρού του. Το βιβλίο λειτουργεί, εν μέρει, και ως μυθιστόρημα ενηλικίωσης των εναπομεινάντων στη ζωή ηρώων, απόγονων των παλιών Γαβαλάδων, ενώ παράλληλα φωτίζει κι ένα κομμάτι της πρόσφατης ιστορίας μας, με τα γεγονότα της Κύπρου, που, απ’ όσο γνωρίζω, δεν έχει αποτυπωθεί επαρκώς στη Νεοελληνική γραμματεία. Θα μπορούσα να το χαρακτήριζα και έργο μεγάλης πνοής, αν δεν σκόνταφτα σε κάποιους υπερβολικά διατυπωμένους, σχεδόν μεγαλόστομους, διαλόγους ανάμεσα στον Μιχαήλ και στον παλαιοπώλη, στον Μιχαήλ και στον Παύλο, στον Παύλο και στους βομβιστές του ΙRΑ στην ιρλανδέζικη παμπ και, ιδίως, στην ακατάσχετη φιλοσοφικοϊστορική ρητορεία του (!) ψυχορραγούντα γιατρού Βασίλη Γαβαλά, οι οποίοι δεν προσθέτουν τίποτα στο κείμενο, απεναντίας στερούν από τους ήρωες τη φυσική τους έκφραση. Αλλά αυτές είναι, κάποιες φορές, οι παρενέργειες της χρήσης του «πνευματικού εργαστηρίου» στη λογοτεχνία. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση, το να υπονοούνται κάποιες σκέψεις ή ιδέες ή, τελικώς, η αποσιώπησή τους, ίσως και να ήταν μια κάποια λύσις σ’ αυτή τη συνολικά ολιγοσέλιδη αφηγηματική δυσκαμψία, που ωστόσο ούτε αναιρεί ούτε ακυρώνει τη συνολική προσπάθεια του συγγραφέα.

 

(book press, Ιούνιος 2017)

 

 

 

 

 

 

ΕΝΑΣ ΩΡΙΜΟΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ

 

 

Ο Στάθης Κοψαχείλης με το δεύτερο κιόλας βιβλίο του, τη συλλογή διηγημάτων Η δρακοντιά (Μελάνι, 2015) δείχνει μια αξιοπρόσεκτη ικανότητα να αφηγείται σύντομες ιστορίες, που στα μάτια του αναγνώστη αποκτούν συχνά μια ελαφρώς μεταφυσική διάσταση, στις παρυφές του μαγικού ρεαλισμού. Με όπλο τη μνήμη, τα προσωπικά του βιώματα, την παιδική ηλικία και με αφηγηματικό φόντο τον τόπο καταγωγής του (Λιτόχωρο Πιερίας), αλλά και άλλα σημεία πέριξ αυτού, καταθέτει δώδεκα ολιγοσέλιδα ζουμερά αφηγήματα, στα περισσότερα των οποίων θα συναντήσουμε, είτε ως θεματική είτε ως τίτλο, στοιχεία από την πλούσια χλωρίδα αλλά και πανίδα της περιοχής πέριξ του Ολύμπου. Πλούσια αναφορά σε φυτά, ζώα και αγροτικά έθιμα, περιπλέκονται αρμονικά με ιδιόρρυθμους ανθρώπινους χαρακτήρες και με περιστατικά της Κατοχής και του Εμφυλίου, που στοιχειώνουν τον τόπο και τους ανθρώπους του μέχρι σήμερα. Χαμηλόφωνη, εξομολογητική λογοτεχνία που ανάγεται απευθείας στον Βιζυηνό και στον Παπαδιαμάντη αλλά και σε άλλους κορυφαίους διηγηματογράφους μας, διαβάζεται μονορούφι, συγκινεί και γοητεύει – μια συγκίνηση και μια γοητεία ισοδύναμη με το απόσταγμα της ανάγνωσης μιας αξιόλογης ποιητικής συλλογής. Ωστόσο, αυτού του είδους η λογοτεχνία που κυρίως βασίζεται στη μνήμη, το παρελθόν, στη γοητεία της αφήγησης και στην ανάδειξη της μικροϊστορίας μιας συγκεκριμένης περιοχής της πατρίδας μας (είτε αναπλάθοντάς την είτε, κάποιες φορές, και επινοώντας τη) φτάνει μέχρι έναν βαθμό στόχευσης και επίδρασης σε μεγάλες αναγνωστικές μάζες, ίσως επειδή δεν αναμετράται με σύγχρονα παγκόσμια θέματα (και προβλήματα που ζητούν λύση) κι επειδή κουβαλά πάνω της (δικαίως; αδίκως; ας το κρίνουν οι πιο ειδικοί) τη στάμπα της έκκεντρης και συχνά τοπικού ενδιαφέροντος λογοτεχνίας. Ξεχωρίζουν αρκετές ιστορίες του βιβλίου («Κόρακας κοράκου…», «Τα χελωνάκια ανάποδα», «Η δρακοντιά», «Σφαχτό», «Ο τσουτσουλιάνος»), κορυφαία όλων, όμως, νομίζω πως είναι «Το αβγό», στον επίλογο της οποίας μετουσιώνεται εξαιρετικά η ψυχική κατάσταση του ήρωα, που, πέρα από την κατοχική πείνα που βιώνει, αντιμετωπίζει και μια άλλου τύπου εναγώνια αμφιβολία για το αν ένα αβγό που γέννησε η κότα του δηλητηριάστηκε ή όχι από μία οχιά – ένα μικρής έκτασης διήγημα που, μέσα στο αδιέξοδο που εύγλωττα εκφράζει και καταγράφει, προτείνει μια αναπάντεχη αλλά δραστική λύση.

 

(απόσπασμα από κριτική δημοσιευμένη στην book press τον Απρίλιο του 2017)

 

 

 

 

ΠΕΝΘΗ ΚΑΙ ΕΡΩΤΕΣ ΜΕ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ

 

 

Νίκος Δαββέτας, Ωστικό κύμα, μυθιστόρημα, Πατάκης, 2016, σελ. 157

Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Η μεθυσμένη γυναίκα, μυθιστόρημα, Εστία, 2005, σελ. 159

 

Ο Νίκος Δαββέτας είναι ιδιαίτερη περίπτωση στα ελληνικά γράμματα. Ξεκίνησε ως ποιητής, και επί μια δεκαπενταετία τύπωσε έξι ποιητικές συλλογές με σημαντική αναγνωστική απήχηση. Έγινε γνωστός στο κλίμα ενός ύστερου υπερρεαλισμού που «λανσάρισαν» οι νεότερες μεταπολιτευτικές γενιές ποιητών, κάτι που προφανώς εγκατέλειψε, αφού τα ποιήματα της τελευταίας του συλλογής 1960 (τίτλος που παραπέμπει στη χρονολογία της γέννησής του) κινούνται στο λιτό και εξομολογητικό κλίμα των ποιητών του κύκλου της «Διαγωνίου», γεγονός που δεν παραλείπει να τονίζει, δηλαδή ότι πρωτοδημοσίευσε ποιήματα στη Διαγώνιο, στα βιογραφικά σημειώματα των πεζογραφικών του βιβλίων. Καταξιωμένος ήδη ποιητής, κάνει στροφή το 2002 στην πεζογραφία, περίπτωση σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα, αφού οι πεζογράφοι, στα πρώτα τους βήματα, το πολύ να έχουν τυπώσει μία ή δύο ποιητικές συλλογές (συνήθως ιδίοις αναλώμασι) και, κατόπιν, βλέποντας το «θηρίο» κατάματα, το βάζουν στα πόδια.  Το πρώτο του διήγημα, «Άγριες μέρες», το δημοσίευσε στο περιοδικό Το Τραμ τον Ιούλιο του 1987, όταν ο Περικλής. Σφυρίδης είχε την απόλυτη ευθύνη για την ύλη του περιοδικού. Ακολουθούν πέντε πεζογραφικά βιβλία (μία συλλογή αφηγημάτων και τέσσερα μυθιστορήματα), για να φτάσουμε στο πρόσφατο βιβλίο, το μυθιστόρημα (μήπως νουβέλα;) Ωστικό κύμα. Από αυτή την πεζογραφική του συγκομιδή ξεχωρίζουν για τη συγγραφική τους αρτιότητα πρωτίστως τα: Ιστορίες μιας ανάσας (Κέδρος, 2002), Το θήραμα (Κέδρος, 2004) και Λευκή πετσέτα στο ρινγκ (Κέδρος, 2006), δευτερευόντως η Εβραία νύφη (Κέδρος, 2009), ενώ λιγότερο επιτυχημένο κρίνω το προτελευταίο μυθιστόρημά του Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη (Μεταίχμιο, 2013).

Κάτι που χαρακτηρίζει τον Δαββέτα σε όλα τα μυθιστορήματά του είναι το στοιχείο της έρευνας, της αναζήτησης, της ανακάλυψης και του ρεπορτάζ, απότοκα, προφανώς, της δημοσιογραφικής του ιδιότητας. Στο βιβλίο Το θήραμα ένας γιος προσπαθεί ν’ ανακαλύψει το πραγματικό πρόσωπο της μάνας-γυναίκας που είχε βιώσει μια έντονη οικογενειακή περιπέτεια, υπερασπιζόμενη με πάθος το αριστερό παρελθόν της. Στο Λευκή πετσέτα στο ρινγκ ένας παροπλισμένος ρεπόρτερ αναλαμβάνει να εξερευνήσει μια πολιτική δολοφονία του 1944. Στο Εβραία νύφη μια νέα γυναίκα αναζητά στοιχεία για την εμπλοκή του πατέρα της στον αφανισμό των Ελλήνων Εβραίων. Τέλος στο Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη ένας Γάλλος αστυνόμος αλλά και ένας σχολαστικός ερευνητής από την Αθήνα κινητοποιούνται για να λύσουν έναν γρίφο, που έχει βαθιές ρίζες στο παρελθόν.

Αυτό το στοιχείο έρευνας, μυστηρίου, αναζήτησης και ανακάλυψης, φαίνεται κάπως να ατονεί στο Ωστικό κύμα, δίχως όμως να έχει απαλειφθεί, αφού τα γεγονότα της ιστορίας είναι πιο ξεκάθαρα και απτά. Η ροή των συμβάντων καλύπτεται από τον τριτοπρόσωπο αφηγητή ή τα δελτία ειδήσεων, αναφορικά με τον θάνατο ενός νεαρού που σπούδαζε στην Αγγλία, ύστερα από βομβιστική επίθεση φανατικών ισλαμιστών στο μετρό του Λονδίνου. Η κορύφωση βέβαια θα έρθει μετά τα 2/3 της συνολικής αφήγησης, όταν αποκαλυφθεί στον αναγνώστη κάτι που σαφώς δεν το περιμένει, και μπορεί κάλλιστα να εκληφθεί ως ανατροπή. Κάπου εκεί, στην αποκάλυψη της αλήθειας, νομίζω πως τελειώνει αυτό το μικρής έκτασης και μεγάλης πύκνωσης μυθιστόρημα του Δ., αφού οι τελευταίες σελίδες και αποδυναμώνουν την ένταση του υπόλοιπου μέρους και αδικούν τη συνολική προσπάθεια του σημαντικού λογοτέχνη.

 

 

η ουτοπική απόληξη του Ωστικού κύματος

 

Οι αρετές του Ωστικού κύματος είναι αδιαμφισβήτητες και η τέχνη του Δ. αναδεικνύεται μέσα από τη στρωτή και χυμώδη γλώσσα του, τα περίτεχνα αφηγηματικά φλας μπακ, τη ακριβή περιγραφή συμβάντων και συναισθημάτων που αυτά προκαλούν, τη συγγραφική πειθαρχία του να οργανωθεί το αφηγηματικό υλικό σε 15 σύντομες ενότητες με 3 ή 4 ισομεγέθεις υποενότητες κάθε φορά, και, ιδίως, με την άψογη διαχείριση του πένθους της ηρωίδας, της Δέσποινας, που νομίζω πως αποτελεί και το δυνατό χαρτί του συγγραφέα. Μετά την κορύφωση του στόρι με την αποκάλυψη του ρόλου του γιου στη βομβιστική επίθεση, ο Δ. πέφτει στην παγίδα να σηκώσει πολλά (κι όχι μόνο δύο) καρπούζια στην ίδια μασχάλη αδικώντας το πόνημά του. Προσπερνώντας τις ελάχιστες σελίδες του αριστερού πατέρα της Δέσποινας με τον Γοργοπόταμο και τις επετείους μνήμης όπου το «παρών» δίνει και ο μετέπειτα σκοτωμένος γιος –δεν νομίζω πως προσθέτουν τίποτα στην αφήγηση– στέκομαι περισσότερο στην απόληξη του στόρι. Νομίζω πως με τη βιαστική σκιαγράφηση της αλλοπρόσαλλης προσωπικότητας του Αλβανού Αλία και το ακόμη πιο βιαστικό ερωτικό του σμίξιμο με τη Δέσποινα, η νουβέλα παίρνει ηθικοδιδακτικό χαρακτήρα πολυπολιτισμικού τύπου και χάνει τη στόχευσή της. Τι εννοώ: Ενώ το πένθος, ως κινητήριος αφηγηματικός μοχλός και ως ουσία του στόρι λειτουργεί θαυμάσια, ο τρόπος υπέρβασής του και απάλειψής του, είναι πρόχειρος, υπερβολικός, σχεδόν ουτοπικός. Η θλιμμένη σαρανταπεντάχρονη Δέσποινα καταφέρνει να μαγνητίσει τον κτηνώδη, αμίλητο και αψύ Αλία, που τη βοηθά σε εργασίες του σπιτιού του Πηλίου, να τον μεταμορφώσει ως διά μαγείας σε τρυφερό άνθρωπο, να συνάψει σχέση μαζί του και να περιμένει το παιδί του, ξεπερνώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το πένθος της. Ποια είναι τα πολλά καρπούζια στη μασχάλη του Δαββέτα; Οι εμβόλιμες σελίδες περί Εμφυλίου, η τόνωση της ανάδειξης της διαφορετικότητας μέσα από την ειρηνική (και ερωτική) συνύπαρξη Ελλήνων και Αλβανών, οι ιδιαίτερες όψεις της παγκοσμιοποίησης, το χάσμα των γενεών, το μεταναστευτικό, το αριστερό παρελθόν της Δέσποινας, η επικαιρότητα με τις τρομοκρατικές ενέργειες των ισλαμιστών ανά την Ευρώπη, η σπαραξικάρδια αποκοπή της ζωντανής μάνας από τον πεθαμένο γιο της. Πώς να λειτουργήσουν όλα αυτά, ισόποσα, δραστικά και ομαλά στο κείμενο, όταν το πένθος, μια πανανθρώπινη, βαθιά και ουσιαστική ανθρώπινη κατάσταση (που δεν γνωρίζει φυσικά από ιδεολογίες, φυλές, θρησκείες κτλ.) φορτώνεται, ιδεοληπτικά κάποιες φορές, με τόσες παραμέτρους που ούτε το εξελίσσουν ούτε το απαλύνουν με πειστικό τρόπο; Επιπλέον, πιστεύω πως θα χρειάζονταν κάποιες σελίδες ακόμη για να δουλευτεί και να εξηγηθεί από τον συγγραφέα η αλλαγή συναισθημάτων του αλβανικής καταγωγής δευτεραγωνιστή και η μεταστροφή των σεξουαλικών του προτιμήσεων από παρά φύσιν σε φυσιολογικές, στη σχέση του με την πενθούσα και απελπισμένη Δέσποινα, και να μη δοθεί ένα τόσο διεκπεραιωτικό τέλος στην όλη αφήγηση. Και μια τελευταία παρατήρηση: Το Ωστικό κύμα έχει δομικά και θεματικά στοιχεία από το αριστουργηματικό βιβλίο του Ροθ Αμερικανικό ειδύλλιο, σε άλλο επίπεδο βέβαια και με άλλο ψυχολογικό βάθος των ηρώων του. Κι εκεί ο Σουηδός βλέπει την κόρη του να εξελίσσεται σε τρομοκράτισσα, αναπολεί στιγμές τρυφερές από την παιδική της ηλικία, κάνει γάμο στο τέλος και αποκτά τρία παιδιά μήπως και ξεπεράσει την κατάθλιψη και τη συντριβή του, ενώ η πρώην γυναίκα του, στην προσπάθειά της να ξεπεράσει κι αυτή το σοκ της «βόμβας στο βενζινάδικο» απατά τον Σουηδό, που ανάγεται σε τραγική φιγούρα μεγατόνων. Μόνο που ο Σουηδός κουβαλούσε τον σπαραγμό του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ενώ η ηρωίδα του Δαββέτα αρκετά εύκολα διέκρινε στο τέλος το διαφορετικό φύσημα του ανέμου στη ζωή της.

 

 

ο ρεαλισμός της Μεθυσμένης γυναίκας

 

Το Ωστικό κύμα, εκτός των άλλων, θα μπορούσε να γίνει σημείο αναφοράς για κάποιον μελετητή της λογοτεχνίας που αναζητά τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται οι Έλληνες ήρωες διηγημάτων, νουβελών και μυθιστορημάτων τους μετανάστες εραστές τους. Διαβάζοντας το βιβλίο του Δ. αβίαστα ήρθε στον νου μου ένα άλλο ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα (ακριβώς ίσης έκτασης με το Ωστικό κύμα) της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου, το Η μεθυσμένη γυναίκα (Εστία, 2005). Το μυθιστόρημα αυτό λειτουργεί ως αντεστραμμένη εικόνα της ερωτικής ζωής της Δέσποινας με τον Αλία, στο βιβλίο του Δ. Πρόκειται για μια άκρως ενδιαφέρουσα, χαμηλόφωνη αφήγηση ενός άντρα που περιγράφει το αδιέξοδο της σχέσης του με μια Αλβανίδα γυναίκα. Μέσα από τα λόγια του ήρωα σκιαγραφείται μια αντιφατική, αλλοπρόσαλλη, μια «μεθυσμένη» γυναίκα, που καμιά προοπτική και καμία λύτρωση δεν προσφέρει με την ύπαρξή της στη ζωή του. Η Λέλα είναι μια ιλαροτραγική φιγούρα που συγχύζει και βάζει σε ατέλειωτους μπελάδες τον ήρωα-αφηγητή, που ζει μαζί της μία σχέση δίχως ίχνος αισιοδοξίας για το μέλλον τους. Η αφήγηση της Σταυρακοπούλου πείθει και γοητεύει, ενώ τα γεγονότα, έτσι όπως τα πληροφορούμαστε, είναι γήινα, καθημερινά, αυθεντικά, πιστευτά. Τελικώς γιατί κάθε βιβλίο θα πρέπει απαραιτήτως να έχει αίσιο τέλος; Και γιατί, ντε και καλά, κάθε πένθος και κάθε σπαραγμός θα πρέπει να ξεπερνιέται με κάποιο «ακραίο» ερωτικό σμίξιμο, και, πάντα, στο τέλος, η ελπίδα να θριαμβεύει; Ερωτήματα που, μάλλον, θα μείνουν αναπάντητα. Ή, όπως θα έλεγε και ο εσχάτως βραβευμένος με νομπέλ λογοτεχνίας (!) Αμερικανός τραγουδοποιός: «Την απάντηση, φίλε μου, την παίρνει ο άνεμος!»

 

(book press, Φεβρουάριος 2017)

 

 

 

 

 

 

ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

 

 

Περικλής Σφυρίδης, Η ανακομιδή του Χαριλάου, διήγημα, εκδόσεις Μπιλιέτο, Παιανία, 2013

Μάρτυ Λάμπρου, Ενοικιάζεται το παρόν, διηγήματα, Κέδρος, 2016

Αρχοντούλα Διαβάτη, Σκουλαρίκι στη μύτη, διηγήματα, Νησίδες, 2015

Ηλίας Λ. Παπαμόσχος, Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες, Κίχλη,  2015

 

 

Ο τόπος πάντα επηρεάζει τον εκάστοτε συγγραφέα στη γραφή του, ανεξάρτητα αν πρόκειται για γενέθλιο τόπο ή όχι. Άλλοτε ως φόντο κι άλλοτε ως δραστικό στοιχείο της αφήγησης, ο τόπος ενσταλάζει πάντα το χρώμα του, την ουσία του, τις μυρωδιές του, τις μνήμες του στο ύφος του συγγραφέα, κι εκείνος, με τη σειρά του, τον αποτυπώνει στο χαρτί μέσα από ιστορίες. Ο κανόνας, βέβαια, λέει πως ο τόπος γέννησης ή και διαβίωσης του συγγραφέα θα επηρεάσει και θα αποτυπωθεί στα κείμενα, σε βαθμό που να γίνεται ευδιάκριτος με την πρώτη ματιά από τον αναγνώστη. Οι συγγραφείς που μίλησαν και εξέφρασαν τόπους διαφορετικούς από εκείνους όπου πέρασαν τα παιδικά ή και τα εφηβικά τους χρόνια, είναι οι λαμπρές εξαιρέσεις. Δύο τέτοιες λαμπρές εξαιρέσεις που μου έρχονται πρόχειρα στον νου, ο Γιώργος Ιωάννου που, αν και Θεσσαλονικιός, περιέγραψε με μεγάλη παρατηρητικότητα και αποτύπωσε με μεγάλη ευαισθησία περιοχές της πρωτεύουσας, π. χ. την πλατεία Ομονοίας, αλλά και ο Δημήτρης Μίγγας, που, παρότι μη Θεσσαλονικιός στην καταγωγή, έγραψε θαυμάσια διηγήματα με φόντο τη Θεσσαλονίκη, στη σημαντική συλλογή διηγημάτων του Της Σαλονίκης μοναχά… (Μεταίχμιο, 2003), υπενθυμίζοντάς μας κάτι που πολλοί Θεσσαλονικείς το αγνοούμε ή και το λησμονούμε: Να βλέπουμε την πόλη μας από τη μεριά της θάλασσας…

 Το Η ανακομιδή του Χαριλάου (εκδ. Μπιλιέτο, 2013) είναι ένα ζουμερό διήγημα του γνωστού πεζογράφου και κριτικού Περικλή Σφυρίδη, που μέσα από τις σελίδες του αναβιώνεται το παλιό Χαριλάου, από την περίοδο της γερμανικής κατοχής και εντεύθεν. Ο Σφυρίδης, πηγαίνοντας σε ένα «παραδοσιακό» γιαουρτάδικο του συνοικισμού Χαριλάου, τον «Λέανδρο», πιάνει στο όρθιο κουβέντα με τον γιο του παλιού γιαουρτσή, τον Γιώργο, εβδομήντα χρονών τη χρονιά που γραφόταν το βιβλίο, και ανατρέχοντας στα παλιά θυμούνται απίθανες λεπτομέρειες για πρόσωπα που πια δεν υπάρχουν, έχοντας αφήσει όμως πρώτα το ίχνος τους στον συνοικισμό της πόλης. Ρώσοι και Τουρκάλες, Ελληνορώσοι και Πόντιοι, Σέρβοι και Αρμένισσες, συνυπήρχαν αρμονικά, σε χρόνια δύσκολα και σκληρά λόγω της φτώχιας και του πολέμου, χρόνια όμως που η αναπόλησή τους γαληνεύει τα πρόσωπα της αφήγησης που συνδιαλέγονται, αφού, τότε, η ανθρωπιά περίσσευε και η αξιοπρέπεια κυριαρχούσε. Ο Σφυρίδης, μάστορας του διηγήματος, δένει θαυμάσια την όρθια κουβέντα στο γιαουρτάδικο με την ανακομιδή των οστών, και κλείνει το διήγημα του με την αναφορά ενός ποιήματος του φίλου του, εκδότη, Βασίλη Δημητράκου (στον οποίον είναι αφιερωμένο το διήγημα), που τιτλοφορείται «Τα οστά». Το διήγημα του Σφυρίδη δεν μένει σε επίπεδο απλής νοσταλγίας, είναι ειλικρινές και πολυεπίπεδο – ένα προσκλητήριο νεκρών, τρόπον τινά, του παλιού Χαριλάου.

Από την περιοχή Χαριλάου κατηφορίζουμε στην Αθήνα και στη πρόσφατη συλλογή διηγημάτων της Μάρτυς Λάμπρου Ενοικιάζεται το παρόν (εκδ. Κέδρος, 2016). Δέκα διηγήματα συνθέτουν ένα ψηφιδωτό της σύγχρονης Αθήνας. Οι ήρωες της Λάμπρου, άνθρωποι αθέατοι, ζουν πίσω από κλειστές πόρτες, κατοικούν σε ισόγεια ή σε υπόγεια διαμερίσματα. Ο οπτικός τους ορίζοντας είναι στο ύψος των παπουτσιών των περαστικών ή, το πολύ, στο ύψος του βλέμματος. Θέματα που, μεταξύ άλλων, θίγονται: Η τραγική μοίρα των μεταναστών, η απομυθοποίηση του ερωτισμού των ροζ γραμμών του διαδικτύου, ο παραλογισμός της ζωής μέσα από εξομολογήσεις-αφηγήσεις γυναικών μέσα σε αστικά λεωφορεία, ο φόβος του θανάτου, τα προβλήματα των ηλικιωμένων. Διάσπαρτοι οι δρόμοι και τα σημεία της πρωτεύουσας στις ιστορίες της Λάμπρου: Κυψέλη, Πατησίων και Χέυδεν, 3ης Σεπτεμβρίου, Γκύζη, Βάρη, σταθμός Λαρίσης, Σύνταγμα, Πανεπιστημίου, Ιπποκράτους, Ομόνοια, πλατεία Βικτωρίας, λόφος του Στρέφη, Αλεξάνδρας, Περιστέρι. Εξέλαβα το Ενοικιάζεται το παρόν ως ένα οδοιπορικό στην Αθήνα του σήμερα, όπου ο αναγνώστης ακούει τη φωνή των ανθρώπων, των πινακίδων, των συνθημάτων, των δρόμων, των κάδων απορριμμάτων, της ίδιας της πόλης μέσα από τη φωνή της συγγραφέως. Διάχυτη παντού η βοή της πόλης. Η Λάμπρου γράφει με νεύρο και αφηγηματική ένταση, ενώ οι ιστορίες της, που έχουν κινηματογραφική ματιά, θα μπορούσαν να μεταποιηθούν σε ταινίες μικρού μήκους.

Και από την Αθήνα του σήμερα, ξανά στη Θεσσαλονίκη. Αρχοντούλα Διαβάτη και Σκουλαρίκι στη μύτη (εκδ. Νησίδες, 2015). Μικρά κείμενα ποικίλου τύπου (ενσταντανέ, αφηγήματα, μικρά πεζά, διηγήματα). Η Διαβάτη με το καινούριο της βιβλίο δείχνει συγγραφική ωριμότητα γιατί απομακρύνθηκε από το χρονογράφημα και το κατεξοχήν ενσταντανέ, δηλαδή την πρόχειρη και ουδέτερη αποτύπωση στιγμιότυπων της ζωής, προχωρώντας σε πιο ουσιαστικά κείμενα. Στην πλειοψηφία των κειμένων την απασχολούν οι ανθρώπινες σχέσεις και η αντοχή τους στον χρόνο. Τα μικρά πεζά χαρακτηρίζονται από έντονη εσωτερικότητα και, σε αντίθεση με τη Λάμπρου, έχουν πάντα έναν ήσυχο αφηγηματικό ρυθμό. Οι καταστάσεις και τα γεγονότα είναι γειωμένα στη συνείδηση της συγγραφέως και η πόλη της Θεσσαλονίκης είναι παρούσα σε αρκετά κείμενα: Οδός Ευμένους, Μαρασλή, οδός Αγαπηνού, πλατεία Αγίας Σοφίας, Αρετσού, Μίκρα, πλατεία Αριστοτέλους, Αλεξάνδρου Παπαναστασίου, Περαιβού, Παπάφη, Διβολή, Αγία Μαρίνα, κάποια από τα σημεία, τους δρόμους και τις εκκλησίες του βιβλίου. Στις ιστορίες της Δ. συχνά θα συναντήσουμε ένα χρονικό κοντράστ ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, όπου, με την αφήγηση φωτίζεται και διευρύνεται το παρελθόν και συνειδητοποιείται και ερμηνεύεται (όσο αυτό είναι εφικτό) το παρόν. Το χρώμα και το άρωμα της πόλης αναδεικνύονται εντονότερα σε κείμενα όπου η Δ. αναφέρεται σε πολιτιστικά δρώμενα, πρόσωπα και συγγραφείς της συμπρωτεύουσας, συνομιλώντας (κατά την προσφιλή της συνήθεια) μαζί τους και σεβόμενη τη μνήμη και την αξία τους. Υπάρχουν κείμενα όπου γίνεται αναφορά και σε άλλες πόλεις πλην της Θεσσαλονίκης, που κυρίως βρίσκονται στην κεντρική ή στην ανατολική Μακεδονία (Πολύκαστρο, Δράμα, Καβάλα).

Για το τέλος θα μεταφερθώ από την κεντρική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη, στη δυτική Μακεδονία, στη φύση, στα χρώματα και στο αδρό τοπίο πέριξ της πόλης της Καστοριάς. Ο Ηλίας Παπαμόσχος (Καστοριά, 1967) καταθέτει το πέμπτο του βιβλίο μικρών πεζών, που τιτλοφορείται Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες (εκδ. Κίχλη, 2015). Ο Π., καθαρόαιμος διηγηματογράφος, με ακρίβεια στη έκφραση και στις περιγραφές του, πυκνότητα λόγου και έντονη ποιητικότητα, ειδικά στα κλεισίματα των κειμένων, στέκεται πάλι σε κείμενα μιας παλάμης και μιας ανάσας (πιο σύντομα αυτήν τη φορά από τα διηγήματα των προηγούμενων συλλογών του), στα οποία κυριαρχούν σκηνές-εικόνες κυνηγιού στη δυτική Μακεδονία («Η ομίχλη τα φυλάει», «Το τελευταίο κυνήγι», «Η αλεπού της σκάλας», «Κλιμάκιο στωικών»), προσωπογραφίες ιδιαίτερων ανθρώπινων χαρακτήρων («Η εγχείρηση», «Ο γερο-Λέμας», «Η θεία», «Πολωνός ελαιοχρωματιστής»), κείμενα για φύση, ζώα και έντομα («Πετεινοί λαλίστατοι», «Η σπηλιά», «Οι λιβελούλες», «Κοτσύφι»). Ιδιαίτερο πάντως ενδιαφέρον παρουσιάζουν κείμενα όπου η γεύση του θανάτου και η τραγικότητα της ζωής προβάλλονται και ενσταλάζονται σε άψυχα αντικείμενα, μέσα από κείμενα υψηλής ποιητικότητας («Το πλατάνι», «Η καρέκλα του Γκλέν Γκούλντ», «Το λαούτο»). Φόντο και χρώμα των κειμένων το τοπίο της δυτικής Μακεδονίας και εν γένει του βορρά. Ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει χαρακτηριστικά στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του: «Αν κάτι δένει τις ιστορίες αυτές του βιβλίου, σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, αυτό είναι ο τόπος· η πυξίδα τους σημαδεύει τον βορρά. Αναρωτιέμαι τελικά μήπως ο τόπος είναι και ο τρόπος, μήπως η γλώσσα είναι το άλλο χώμα, το πνευματικό, από το οποίο αναφύεται το ύφος, που για κάποιους ταυτίζεται με τον άνθρωπο».

      

 

(book press, Ιούνιος 2016)

 

 

 

 

 

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΟΥΤΟΠΙΑ

ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ

 

 

Γιάννης Γρηγοράκης, Κόκκινο και γυμνό, μυθιστόρημα, Κέδρος, 2015, σελ. 380

 

 

Η δεκαετία του ’80, ιδίως το κομμάτι της μετά τη Μεταπολίτευση, υπήρξε στην πατρίδα μας ιδιαίτερα γόνιμη και ελπιδοφόρα χρονική περίοδος από πολλές πλευρές. Πέρα από τις ιδεολογικές και πολιτικές ζυμώσεις που ήταν στο φόρτε τους, οι νέοι –και όχι μόνο– της εποχής είχαν ανοίξει τις κεραίες τους συλλαμβάνοντας ποικίλα μηνύματα, που σχετίζονταν με τη φιλοσοφία, τη λογοτεχνία, τη μουσική, τον κινηματογράφο και, ιδίως, με έναν επαναστατημένο και αντικομφορμιστικό τρόπο ζωής –απότοκο της γενιάς του Γούντστοκ και του Μάη του ’68, που προϋπήρξαν σε Αμερική και Ευρώπη αντίστοιχα– που συνειδητά και ακολούθησαν. Στην καρδιά αυτής της δεκαετίας τοποθετούνται και οι ζωές των βασικών ηρώων του τελευταίου μυθιστορήματος του Γιάννη Γρηγοράκη Κόκκινο και γυμνό, που κυκλοφόρησε το 2015 από τις εκδόσεις Κέδρος.

Όλο το βιβλίο είναι ένα συνεχόμενο φλας μπακ, μια αναδρομή στη ζωή του βασικού ήρωα, του Αλκιβιάδη, που, όπως πληροφορούμαστε από τη σ. 41 του βιβλίου, εξ αιτίας κάποιου ναυαγίου που οδήγησε σε θάνατο τέσσερα προσφιλή του πρόσωπα, βρίσκεται σε κώμα, σε μια ιδιότυπη δηλαδή κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μεταξύ ζωής και θανάτου – έναν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και υπό διερεύνηση και συνεχή μελέτη τομέα της λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος αλλά και του ανθρώπινου πνεύματος, από την επιστήμη της νευροφυσιολογίας. Αυτήν την ιδιότυπη κατάσταση, που φαίνεται πως ο Γρ. έχει μελετήσει διεξοδικά, ο Αλκιβιάδης την αποκαλεί Κόκκινη εποχή. Συχνά, στις ενότητες φυσά ένας Κόκκινος άνεμος, σκορπίζει μια κόκκινη σκόνη και ο ήρωας επιστρέφει στην Κόκκινη εποχή, αναπολώντας και ενθυμούμενος ό,τι σχετίζεται με το παρελθόν του – μια φαντασμαγορική εικόνα που τον εκστασιάζει. Ευρισκόμενος δηλαδή σε κώμα, ζει (ή, καλύτερα, ξαναζεί) για κάποιες στιγμές ένα παραλήρημα ευτυχισμένων αναμνήσεων, σαν να αναδύεται από έναν βαθύ σκοτεινό γκρεμό, στον οποίον είναι παγιδευμένος, επάνω, στην επιφάνεια.

Η παράθεση των γεγονότων (και των αναμνήσεων του ήρωα) γίνεται γραμμικά και αντίστροφα, με κατεύθυνση από το βαθύτερο παρελθόν στο εγγύτερο παρόν. Ο Αλκιβιάδης, που το 1969 πήγαινε στην έκτη Γυμνασίου, αναπολεί την εποχή της αγνότητας και των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων (με τη Χιονάτη), την εποχή του έρωτα ως εσωτερική αναστάτωση (με τη Θάλεια, ανάμεσα στα 14 με 18 του χρόνια) αλλά και τον έρωτα ως ερώτημα συμπαντικής διάστασης  (με τη Νόρα και τον Ιάσονα). Οι δύο τελευταίοι ήρωες, μαζί με τον Άλκη, απαρτίζουν ένα ιδιότυπο ερωτικό τρίγωνο, όχι κατά το ιψενικό πρότυπο όπως μας το διευκρινίζει και ο συγγραφέας, αλλά με γνώμονα την άδολη φιλία, την αγάπη, την ειλικρίνεια, τη μη κτητικότητα, την εμπιστοσύνη, το γκρέμισμα των αστικών συμβάσεων, την άρνηση μιας προσχηματικής συμβίωσης, πάντα με μότο ζωής το carpe diem (άδραξε τη μέρα) του Λατίνου ποιητή Οράτιου. Καρπός αυτής της ιδιότυπης σχέσης των τριών νέων ανθρώπων που συνεχώς ταξιδεύουν, διασκεδάζουν, μεθούν με κρασί ή ουίσκι, συζητούν φιλοσοφώντας, διαβάζουν λογοτεχνία, ασχολούνται με την τέχνη της φωτογραφίας κι ακούν μουσική, συνήθως κλασικούς τζαζίστες, είναι ο Αριστοφάνης, που αγνοούμε για αρκετές σελίδες ποιανού από τους δύο άντρες υπήρξε σπόρος, του Αλκιβιάδη ή του Ιάσονα – κάτι που, όπως φαίνεται, δεν απασχολεί ιδιαίτερα τα μέλη αυτής της τριγονεϊκής οικογένειας.

Δευτερεύοντες ήρωες, το ζεύγος Έλεν και Στέφανου, που έχουν έναν γιο, τον Τζακ, ένα ζευγάρι που σχετιζόταν από παλιά με τους τρεις φίλους-εραστές, αλλά και που, προς το τέλος του βιβλίου, θα παίξει αποφασιστικό και καταλυτικό ρόλο αναφορικά με τη λύση ή την απόληξη της ιστορίας. Σ’ όλο το βιβλίο υπάρχουν διάσπαρτες αναφορές σε φιλοσοφικές ρήσεις, μουσικές της δεκαετίας του ’80 αλλά και παλιότερες, αναφορά σε στίχους ποιητών ή τίτλους βιβλίων, ενώ ιδιαίτερα πετυχημένη και ευρηματική είναι η διακειμενική αναφορά στους συγγραφείς Καμύ και Κέρουακ, με τους οποίους ο Αλκιβιάδης έχει φανταστικές συνομιλίες. Η αναφορά σ’ αυτούς του δύο σπουδαίους λογοτέχνες είναι ιδιαίτερα επιτυχημένη, αφού ο Γρ. επικοινωνεί και συσχετίζει θαυμάσια τη μυθοπλασία του με τον Επαναστατημένο άνθρωπο του Καμύ αλλά και με το τροχαίο που αυτός υπέστη, ενώ και η ζωή του Κέρουακ, με μια κόρη του που μέχρι μεγάλη ηλικία δεν είχε αναγνωρίσει, δένει θαυμάσια με την πλοκή του βιβλίου Κόκκινο και γυμνό. Γενικά το βιβλίο είναι κομματιασμένο σε πολλές, μικρής έκτασης ή λίγο μεγαλύτερες, ενότητες, στις οποίες κάθε φορά ο εκάστοτε τίτλος τους είναι εμπνευσμένος από κάποιο τραγούδι τής ροκ ή της τζαζ μουσικής.

Το Κόκκινο και γυμνό, το όγδοο μυθιστόρημα του Γρ. (και το πέμπτο κατά σειρά, αυτών που εκδόθηκαν από τον «Κέδρο») είναι ένα συναρπαστικό, πολυεπίπεδο μυθιστόρημα 380 σελίδων, που διαβάζεται απνευστί. Ο Γρ. κατέχει καλά τα μυστικά της μυθοπλασίας, και ενώ, κατά κανόνα, χρησιμοποιεί μικροπερίοδο λόγο, απλώνει έντεχνα τον μύθο, τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων του, έτσι ώστε, δίχως να γίνεται σε κανένα σημείο κουραστικός στην αφήγηση, φλύαρος ή επαναλαμβανόμενος, δίνει και βάθος στην ιστορία, και όγκο παραστάσεων, γεγονότων και περιγραφών, κυρίως όμως αισθήσεων και αισθημάτων, καλύπτοντας τη ζωή τριών ανθρώπων σε χρονικό άνυσμα περίπου τριάντα πέντε χρόνων. Το στιλ της γραφής του (έχει πάντα ωραίες περιγραφές και είναι ιδιαίτερα δυνατός στις ερωτικές σκηνές, δίχως να γίνεται προκλητικός ή χυδαίος) θυμίζει πέτρα που πέφτει στα νερά μιας ατάραχης, γαλήνιας λίμνης, κι αυτή σχηματίζει πολλούς ομόκεντρους κύκλους που συνεχώς απλώνονται και πολλαπλασιάζονται, έως ότου εξαφανιστούν από το οπτικό πεδίο του αναγνώστη-παρατηρητή. Το ότι η ιστορία είναι επινοημένη και θυμίζει περισσότερο κατασκεύασμα πνευματικού εργαστηρίου παρά καταγραφή μιας άμεσα βιωμένης κατάστασης, δεν αναιρεί ούτε ακυρώνει την αξία και τη λογοτεχνικότητα του κειμένου. Ο Γρ. δείχνει με τη γραφή του πως δεν εντάσσεται στην λογοτεχνική παράδοση της πόλης μας, αλλά συμβαδίζει περισσότερο με το roman fleuve (μυθιστόρημα-ποταμός), επικεντρωμένο κατεξοχήν γύρω από έναν βασικό ήρωα, του οποίου εξιστορείται  ζωή με τρόπο που πλησιάζει το μυθιστόρημα εφηβείας ή μαθητείας (Bildungsroman). Γενικά το μυθιστόρημα ως λογοτεχνικό είδος, ρίζωσε περισσότερο στη λογοτεχνική Αθήνα λόγω της ύπαρξης αστικής τάξης, την εποχή που στη Θεσσαλονίκη γραφόταν εσωτερικός μονόλογος ή μικρής έκτασης κείμενα, κατά κανόνα διηγήματα. Η ιστορία, παρότι εκφράζει και αποτυπώνει ακραίες για τις καθημερινές μας συμβάσεις καταστάσεις, έχει αληθοφάνεια, πείθει, κρατά αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη ώς το τέλος, έχει συνεχείς ανατροπές και κορυφώσεις, έχει ιδεολογικό βάθος με τα μηνύματα που δίνει, ενώ, σαφώς ο συγγραφέας θα έχει χωρέσει και δικά του προσωπικά βιώματα στον όλο μύθο, στις σωστές τους, πάντα, δόσεις και αναλογίες, ώστε να πετύχει η μυθιστορηματική συνταγή.

Το Κόκκινο και γυμνό μού άρεσε και ως συνολικό μυθοπλαστικό εύρημα και ως γραφή, και διαβάζοντάς το, μου ήρθε στον νου η εξαίρετη ταινία του ανερχόμενου και βραβευμένου σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου «Κυνόδοντας», με την εξής διαφορά: Σ’ εκείνη την ταινία τονίζονταν οι παθογένειες μιας συμβατικής, περίκλειστης κι αρρωστημένης οικογενειακής ζωής, ενώ στο βιβλίο του Γρ. συμβαίνει, με τον ίδιο τελικό στόχο και το ίδιο πνεύμα, το ακριβώς αντίθετο: Τονίζεται η ευτυχία, η ευδαιμονία, η ηδονή και η ηρεμία μιας αντισυμβατικής ζωής τριών επαναστατημένων ανθρώπων που τσακίζουν με τις επιλογές τους τα στεγανά, τις προλήψεις και τα ταμπού μιας ψευτοηθικής, συμβατικής, υποταγμένης, ανελεύθερης, αστικής πραγματικότητας, που καθηλώνει τις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων στα χαμηλά, τα μικρά, τα μίζερα και τα ασήμαντα.

Κλείνοντας, το πρόσφατο μυθιστόρημα του Γρ. μάς κερδίζει και για τους παρακάτω λόγους: Ο συγγραφέας επιχειρεί ν’ αναδείξει ένα είδος ερωτικής αγνότητας που εκλείπει από τη σημερινή χαλασμένη και συμβατική εποχή μας. Αναπλάθει δια της μνήμης τη γόνιμη από κάθε πλευρά δεκαετία του ’80. Αγγίζει σπουδαία δίπολα της τέχνης της γραφής, όπως «μνήμη-λήθη», «ζωή-θάνατος (και το μεταίχμιό τους)», «επαναστατημένος-συμβατικός και υποταγμένος άνθρωπος». Κρατά τις σχετικές αποστάσεις από τους ήρωές του, αφήνοντάς τους στο τέλος να οδηγηθούν εκεί όπου η ζωή και οι επιλογές τους τους οδηγούν, δίχως να εξωραΐζει ή να εξιδανικεύει τις ζωές τους, αφού το τέλος είναι μάλλον τραγικό για όλους, ωστόσο με την άκρως αισιόδοξη αποκάλυψη πως «υπάρχει τελικά ευτυχία και χωρίς σώμα». Τονίζει μέχρι και το χάσμα των γενεών αντισυμβατικών γεννητόρων με τους απογόνους τους, αφού τα παιδιά των ηρώων δεν τους προέκυψαν τελικώς όπως αυτοί θα τα επιθυμούσαν. Φταίνε άραγε οι γονείς και ο τρόπος που οι ίδιοι αποφάσισαν να ζήσουν, μήπως τα παιδιά που αντιλαμβάνονται διαφορετικά κάποια θέματα ή μήπως η ίδια η ζωή που τρέχει και σαρώνει στο διάβα της κάθε είδους παρελθόν; Ποιος ξέρει; Ο ίδιος ο αναγνώστης, εμβαθύνοντας, μπορεί να δώσει τις δικές του ερμηνείες και απαντήσεις στα παραπάνω αναφυόμενα ερωτήματα.

Αφήνω για το τέλος τον σχολιασμό του τίτλου και του εξώφυλλου του βιβλίου. Στον τίτλο Κόκκινο και γυμνό δύο επίθετα περιγράφουν έναν ολόκληρο μύθο. Το κόκκινο υποδηλώνει μεταξύ άλλων κι αυτήν τη μεταξύ ζωής και θανάτου κατάσταση του ανθρώπου, που ακόμη παραμένει, στην ολότητά της, άλυτο επιστημονικό μυστήριο. Το γυμνό υποδηλώνει, όχι κατ’ ανάγκην μόνο τον έρωτα, αλλά πρωτίστως τις γυμνές, τις όχι φτιασιδωμένες και κεκαλυμμένες, τις άμεσες κι ευθύβολες μνήμες, εικόνες και αισθήματα που ξεπηδούν από το μυαλό του ήρωα. Λένε πως, σε έναν τίτλο μυθιστορήματος, δραστικότερη και πιο επιτυχημένη επιλογή αποτελεί η χρήση του ρήματος. Εδώ όμως φαίνεται πως μόνα τους δύο εύστοχα επίθετα έκαναν θαυμάσια τη δουλειά τους.

Και κλείνω με το εξώφυλλο – ασπρόμαυρο όπως οι μνήμες, το παρελθόν αλλά και η μοίρα του ήρωα. Η φωτογραφία είναι του Γάλλου φωτογράφου Henri Cartier-Bresson (1908-2004), ενός από τους σημαντικότερους φωτογράφους του 20ου  αιώνα και, ειδικότερα, ενός από τους «πατέρες» της φωτοδημοσιογραφίας. Το αυστηρό, λοξό και επίμονο βλέμμα τής καθώς πρέπει κυρίας με το ταγέρ και το καπέλο, που διαβάζει τη «Le Figaro» απέναντι στη νεαρή κοπελίτσα με το λευκό κοντό φόρεμα, που αφήνει να φαίνονται τα λεπτά της πόδια, και που, στο διπλανό τραπέζι του «καφέ», διαβάζει κι εκείνη την εφημερίδα της, έχει κάτι από την κακεντρέχεια και τη ζηλοφθονία μιας συντηρητικής και υποκριτικής κοινωνίας, απέναντι σε καθετί το τολμηρό, νεανικό ή διαφορετικό, που, επειδή δεν μπορεί να το χωνέψει, να το ερμηνεύσει και να το αποδεχτεί, επιχειρεί να το ξορκίσει, να το χλευάσει και να το αφανίσει.

 

(book press, Ιανουάριος 2016. Το κείμενο αναγνώστηκε και σε παρουσίαση του βιβλίου στον Ιανό Θεσσαλονίκης, στις 26-2-2016)

 

 

 

 

 

Η ΓΡΑΦΗ ΩΣ ΑΝΤΙΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΟ ΣΚΕΥΑΣΜΑ

 

 

Φώτης Θαλασσινός, Τα ημερολόγιά μου,  Οδός Πανός, 2015, σελ. 80

 


Έρχεται, συχνά, στη λογοτεχνική πορεία τού κάθε συγγραφέα η στιγμή, που θα γράψει κι ένα βιβλίο διαφορετικό από αυτά που είχε ως τώρα γράψει, εξαιτίας κάποιου απροσδόκητου συμβάντος που του έχει συμβεί, κάποιου σοβαρού προβλήματος υγείας που πέρασε ή εξακολουθεί να περνά ή από κάποια υπαρξιακή ή συγγραφική κρίση που τον δοκιμάζει, εμβαθύνοντας στον εαυτό του και πειραματιζόμενος με νέες εκφραστικές μορφές και ύφη. Στην τρίτη περίπτωση επισημαίνω την περίπτωση του Χατζημωυσιάδη (Ζώνη πυρός) – έγινε αναλυτική αναφορά στον εν λόγω βιβλίο, σε προηγούμενη κριτική δημοσίευση στη book press. Ο Φώτης Θαλασσινός, τύπωσε τον Αύγουστο του 2015 ένα βιβλίο με σύντομα προσωπικά ημερολόγια, χρονικής διάρκειας σχεδόν ενός οχταμήνου, από τις 6 Νοεμβρίου 2014 μέχρι τις 26 Ιουνίου του 2015, κυρίως θέλοντας να αναμετρηθεί με την κατάθλιψή του, κοιτώντας το τέρας κατάματα. Το κάπως περίεργο με αυτούς τους παραπάνω συγγραφείς, που προανέφερα ενδεικτικά μόνο ως παραδείγματα στην τελευταία λογοτεχνική σοδειά τους, είναι η (συνειδητή ή ασυνείδητη) στροφή τους σε αυτό που θα λέγαμε βιωματική λογοτεχνία (ή ακόμη και αυτοβιογραφία), όσο κι αν στο παρελθόν, έγραφαν εντελώς άλλου τύπου βιβλία, απαξιώνοντας ή ευρισκόμενοι στην αντίθετη όχθη από αυτό που λέμε προσωπικό βίωμα, αυτοαναφορικότητα, εξομολόγηση ή αυτοβιογραφικού τύπου λογοτεχνία.

 

 

Μεταξύ πραγματικότητας, ονείρου και φαντασίας

 

Στα έξι προηγούμενα βιβλία του Φώτη Θαλασσινού (όλα τους τυπώθηκαν ή ανατυπώθηκαν, αρχής γενομένης το 2012, από τις εκδόσεις Οδός Πανός) η γραφή του και ο λογοτεχνικός του κόσμος βρίσκονταν σε μία ενδιάμεση κατάσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα, το όνειρο, τη φαντασία, τη φύση και τη μεταφυσική. Ποικίλες αναφορές στον θάνατο (ένα είδος ασκητικής του θανάτου, με τις λέξεις), σε υπερβατικές της ψυχής και του μυαλού καταστάσεις, ακραίες φαντασιώσεις σεξουαλικού περιεχομένου, δεισιδαιμονίες, παθήσεις, φουτουριστικά σκηνικά, ένα σύμπαν που γειτνίαζε (σε σμίκρυνση πάντα, με τη μεταφορική και την κυριολεκτική σημασία της λέξης, και λόγω αριθμών σελίδων) σε αρκετά σημεία με κείνο της Ζυράννας Ζατέλη ή των πινάκων του Ιερώνυμου Μπος. Ο Θαλασσινός στο έβδομο κατά σειρά βιβλίο του, που τιτλοφορείται Τα ημερολόγιά μου, αποφασίζει να γράψει ένα ενιαίο αφήγημα, με τη μορφή σχετικά σύντομων σε έκταση ημερολογιακών σημειώσεων. Ενδεικτικό και χαρακτηριστικό το ξεκίνημα του βιβλίου του: «6/11/2014. ΚΩΣ… Ξύπνησα με κατάθλιψη…».

 Η γραφή του Θαλασσινού είναι αρκετά πυκνή, βαθιά και στοχαστική. Κάποιες φορές, βέβαια, νομίζω πως παρασύρεται σε μια ναρκισσευόμενη και αυτάρεσκη εκφραστική πολυπλοκότητα, που θα μπορούσε να την αποφύγει. Μέχρι τη σ. 67 του βιβλίου ο τόπος είναι το νησί του, η Κως. Ακολουθούν για έξι μόλις σελίδες η Αθήνα (όπου ο συγγραφέας νιώθει πιο χαλαρός και άνετος), ενώ στο τελευταίο ημερολογιακό σημείωμα ο ήρωάς μας βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, που από τα γραφόμενά του φαίνεται να τη θεωρεί ως τη δεύτερη σημαντικότερη, λογοτεχνικά, πόλη της χώρας, μετά την Αθήνα.  Ο Θαλασσινός με τα καλογραμμένα ημερολόγιά του ψηλαφεί τον πυρήνα της κατάθλιψής του, ερμηνεύοντας και αναλύοντάς την, και ξορκίζει το φάντασμα τής, σχεδόν καθημερινής του, μελαγχολίας. Παράλληλα κάνει νύξεις για αγαπημένα πρόσωπα της ζωής του, τους ελάχιστους φίλους του στο νησί, την αγαπημένη μορφή του πατέρα του, από τον οποίον, όπως μας λέει, κληρονόμησε την ταπεινοφροσύνη του, καταδεικνύει τον επαρχιωτισμό και τον συντηρητισμό των ανθρώπων του νησιού του, ενώ, παράλληλα, κάνει σκέψεις (στοχάζεται καλύτερα) για τη λογοτεχνία, την πολιτική, τους ανθρώπους, την ομοφυλοφιλία, τον θάνατο, τη νοσοφοβία του, τις νευρώσεις και τις ψυχώσεις του. Οι σκέψεις του συγγραφέα συχνά πηγάζουν από ειδήσεις ή συμβάντα της καθημερινότητας, όπως το μεταναστευτικό ρεύμα στο νησί του, τις πρόσφατες εθνικές εκλογές, τη βαρβαρότητα των τζιχαντιστών, την τραγική ιστορία με τον Βαγγέλη Γιακουμάκη, και άλλα συμβάντα. Επίσης, στις σελίδες του, γίνεται συχνά αναφορά σε λογοτεχνικά πρόσωπα, ψυχαναλυτές, καλλιτέχνες, φιλοσόφους κ.ά. (Ρεμπώ, Λακάν, Κλωντ Λέβι Στρως, Θόδωρος Αγγελόπουλος, Μπαχτίν, Φρόυντ, Κωστής Παπαγιώργης, Γιώργος Χρονάς, Άρης Δαβαράκης κ.ά.). Όλο αυτό τελικά λειτουργεί ως μια δεύτερη ψυχανάλυση, εκτός απ’ αυτήν που κάνει με τον γιατρό του, για τον οποίον έχει, συχνά, θετικές αναφορές, και λειτουργεί, τρόπον τινά, ως συμπληρωματική διαδικασία ψυχοθεραπείας.

Το κείμενο, παρά τη ζοφερή και εν γένει καταθλιπτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί στις 75 σελίδες του, κλείνει αισιόδοξα. Ο Θαλασσινός ταυτίζεται με στοχασμούς του ψυχολόγου Νικήτα Καυκιού για την αγάπη. Αντιγράφω κάποιες μεμονωμένες προτάσεις: «Η αγάπη είναι το θεραπευτικό πλαίσιο… Η αγάπη είναι δύναμη. Η αγάπη που πυροδοτεί τα εσωτερικά αποθέματα θεραπευτικής ενέργειας. Η αγάπη καταλαβαίνει, η αγάπη γνωρίζει, η αγάπη αποκαλύπτει, η αγάπη θεραπεύει». Ωστόσο ο υποψιασμένος αναγνώστης αναρωτιέται εύλογα πώς, από μια καταβύθιση του συγγραφέα στον εσώτερο εαυτό του και αντικρίζοντας τις εμμονές και τις φοβίες του, καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα; Προφανώς γίνονται μέσα του και κάποιες επιπλέον ιδιαίτερες διεργασίες, που κατά τη γνώμη μου σχετίζονται και με τη θρησκευτική πίστη ή με άλλου τύπου ψυχικές «αναταράξεις», που όμως δεν αναφέρονται και δεν αναλύονται επαρκώς, ώστε η απoδοχή της έννοιας της αγάπης να έρχεται ως φυσιολογικό επακόλουθο της θεραπείας (ή της απάλυνσης, καλύτερα) της κατάθλιψής του. Στο υστερόγραφο του βιβλίου, ο συγγραφέας ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο, νιώθει λουσμένος στο φως. Και αισθάνεται ευγνωμοσύνη για τους στενούς του συγγενείς, που εξακολουθούν να τον νιώθουν ως ξεχωριστό άνθρωπο και να τον στηρίζουν.

Ο Θαλασσινός, ξεπερνώντας επιτυχώς κάποιους σκοπέλους τού ημερολογιακού τρόπου γραφής ενός βιβλίου (το να περιπέσεις σε ανούσιες καταγραφές καθημερινών συμβάντων, το να μένεις στην επιφάνεια γεγονότων και καταστάσεων ή στη απλή παρατήρηση, ή το να μην έχει συνοχή ή εσωτερική δράση το κείμενό σου), δείχνει πως με αυτό του το κείμενο κάνει μια στάση στο συγγραφικό του έργο για έναν απολογισμό ζωής και πεπραγμένων, τσεκάρει δια της γραφής το ποιος έγινε, πόσο άλλαξε και πού βαδίζει ως άνθρωπος αλλά και ως συγγραφέας. Περνάει γόνιμη συγγραφική φάση. Με το βιβλίο του αυτό καταβυθίζεται στην ύπαρξή του, συμφιλιώνεται με πάθη και εμμονές, και συνεχίζει απτόητος την περιπέτεια της γραφής.

Μια τελική επισήμανση-παρατήρηση. Ο συγγραφέας, σε δικό του ενημερωτικό-εισαγωγικό σχόλιο στο αυτί του βιβλίου, προσπαθεί να απεκδυθεί του μανδύα της βιωματικότητας των κειμένων του, του λογοτεχνικού όρου της αυτοβιογραφίας και της καταγραφής της ατομικής του περίπτωσης, ως σκοπού και πρόθεσης γραφής αυτού του κειμένου, τονίζοντας πως, ό,τι έγραψε, αφορά εξ αρχής πολλούς ανθρώπους. «Αυτό το ημερολόγιο είναι το ημερολόγιο της σχέσης του ανθρώπου με τους συνανθρώπους του. Δεν είναι το ημερολόγιό μου», τονίζει χαρακτηριστικά. Εδώ, νομίζω πως προτρέχει. Αρχικά, το αν το βιβλίο του αφορά και άλλους ανθρώπους, είναι κάτι που θα το κρίνουν και θα το επιβεβαιώσουν οι ίδιοι οι αναγνώστες του, και όχι ο ίδιος. Παράλληλα, όμως, θα πρέπει να γνωρίζει (κι εδώ ας μου συγχωρεθεί ο κάπως δασκαλίστικος τόνος μου) πως απαραίτητη προϋπόθεση, αφετηρία και εκκίνηση κάθε συλλογικής έκφρασης (ή κάθε συλλογικότητας, για τους πιο προχωρημένος) ή αντιπροσώπευσης ενός σημαντικού αριθμού ανθρώπων δια της γραφής, είτε μας αρέσει είτε όχι (κι αυτό δεν είναι καθόλου κακό ούτε κατακριτέο, απεναντίας μάλιστα), αποτελεί πάντα το δικό μας προσωπικό βίωμα, η δική μας ατομική περίπτωση, εν κατακλείδι η καταβύθιση στα άδυτα της δικής μας ψυχής και της δικής μας συνείδησης – το δικό μας ημερολόγιο ζωής.

 

(book press, Νοέμβριος 2015)

 

 

 

 

 

 

Ο ΚΑΡΥΟΤΥΠΟΣ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ

 

 

Η διαδικτυακή πύλη book press, εδώ και χρόνια, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ευαισθησία αναφορικά με τις νέες φωνές στον χώρο της λογοτεχνίας, μέσα από αφιερώματα, βιβλιοκρισίες αλλά και διαγωνισμούς διηγημάτων, που αφορούν νέους ανθρώπους που θέλουν να εκφραστούν δια του λόγου, πεζού ή ποιητικού. Για την εκδήλωση της ΔΕΒΘ* «Νέοι άνθρωποι-Νέες φωνές: σκιαγραφώντας το λογοτεχνικό τοπίο του μέλλοντος» (Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών) επέλεξε από τους πρωτοεμφανιζόμενους πεζογράφους τον Άκη Παπαντώνη για τη νουβέλα του Καρυότυπος, που τυπώθηκε το 2014 από τις φροντισμένες εκδόσεις Κίχλη, και απέσπασε ενθαρρυντικές κριτικές για την ποιότητα της γραφής του.

Στην εν λόγω νουβέλα ένας τριαντάχρονος μοριακός βιολόγος, alter ego του συγγραφέα, ο Ν. Οικονομόπουλος, εργάζεται στην Οξφόρδη σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα στο Τμήμα Βιοχημείας που έχει ως θέμα: Μελέτη συμπεριφοράς: Η βιοχημεία της μνήμης της στοργικότητας. Η οπτική του αφηγητή βρίσκεται στο ύψος των ποδιών των περαστικών, αφού ζει σε ημιυπόγειο διαμέρισμα του Λονδίνου – εκεί διαδραματίζονται αρκετά κεφάλαια της αφήγησης. Στη νουβέλα, που είναι χωρισμένη σε μικρές ενότητες, δεν υπάρχει σημαντική δράση (σχεδόν αμελητέα) υπάρχει πάντως υπόγεια εσωτερική δράση στον ψυχισμό του ήρωα. Ο ήρωάς μας είναι ένας απόκοσμος τριαντάρης, λιτός στον τρόπο ζωής του, ολιγαρκής, αφοσιωμένος στην επιστήμη και στις παρατηρήσεις του, η ματιά του κοφτερή, ακριβής και επιστημονική, καταγράφει τα πάντα γύρω του, μελετά τα φαινόμενα της ζωής, δίχως ο ίδιος να ζει. Περπατά ατέλειωτες ώρες στους δρόμους του Λονδίνου, ακούει μουσική ή καταγράφει σε κασετοφωνάκι τις σκέψεις του. Έχει στον χαρακτήρα του κάποια ψευδοαυτιστικά στοιχεία, και, από τις σκέψεις του ή τα λόγια που μαγνητοφωνεί, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα και στη νέα γλώσσα.

Ο λόγος του Παπαντώνη είναι μικροπερίoδος, πυκνός, γυμνός και νευρώδης. Υπάρχει ένα είδος σύζευξης της ζωής του ήρωα, που ζει αποκομμένος από τον ομφάλιο λώρο της εφηβείας του, του παρελθόντος του και της οικογένειάς του στην Αθήνα, με τις μελέτες που κάνει στα ποντίκια, τα οποία έχουν απομακρυνθεί από τη βιολογική τους μητέρα. Γενικά υπάρχει μια σύζευξη της επιστήμης με τη ζωή, κάτι που προφανώς ηθελημένα κάνει ο συγγραφέας, και που, κατά τη γνώμη μου, είναι και το δυνατό χαρτί αυτού του βιβλίου. Στην ανάγνωση του κειμένου δίνεται συχνά η εντύπωση πως το κείμενο είναι αποστειρωμένο και απομακρυσμένο από κάθε είδους συναίσθημα και πως υπάρχει κάτι το ψυχρό και ανατομικό στην αφήγηση. Ο αναγνώστης ίσως θεωρήσει πως όλη η νουβέλα είναι αποτέλεσμα πνευματικού εργαστηρίου, αλλά πιστεύω πως μεγάλο μέρος του κειμένου είναι βιωματικό – το μαρτυρούν αυτό και το βιογραφικό του συγγραφέα, το επάγγελμά του και η ερευνητική του εργασία στην Οξφόρδη. Τα e-mail που στέλνει ο Ν. Ε. σε κάποιον φίλο του και οι απαντήσεις που παίρνει, μαζί με τα ιντερμέδια, όπου θα βρούμε ενσωματωμένο και το ποιητικό στοιχείο στη γραφή του Π., προσδίδουν μεταμοντέρνο χαρακτήρα στην αφήγηση. Η τριτοπρόσωπη γραφή εναλλάσσεται συχνά με πρωτοπρόσωπη, αυτό γίνεται αρκετά πετυχημένα, δίχως να αλλοιώνει ή να αναιρεί τον τελικό αφηγηματικό στόχο.

Ωραίο το σημείο με την ερμηνεία του νευρολογικού όρου (θα βρούμε συχνά τέτοιες αναφορές στο κείμενο) της «εξοικείωσης του αποδοχέα», και ο τρόπος που ο ήρωας το εξηγεί τηλεφωνικώς στη μητέρα του όταν πεθαίνει ο πατέρας του, και εκείνη θρηνεί ασταμάτητα. Αντιγράφω από τη σ. 36 το σημείο, για να γίνει αντιληπτός και ο τρόπος γραφής του Παπαντώνη:

Σ’ ένα από τα τηλεφωνήματά τους προσπάθησε να της εξηγήσει. Της μίλησε για το φαινόμενο της εξοικείωσης του υποδοχέα.

«Δεν καταλαβαίνω», του έλεγε εκείνη. Της ήταν αδύνατο να καταλάβει πώς μπορεί κανείς να πάψει να αισθάνεται.

Της ζήτησε να κάνουν ένα πείραμα (το μόνο πράγμα που γνώριζε να κάνει). Να πιέσει με δύναμη το μπράτσο της σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Τη ρώτησε αν το νιώθει. Εκείνη απάντησε καταφατικά. Μερικά λεπτά αργότερα, κι ενώ δεν έλεγαν τίποτα, την ξαναρώτησε.

«Όχι πια», του είπε.

«Αυτό λέγεται εξοικείωση του υποδοχέα. Δεν θα σου πάρει καιρό να συνηθίσεις την απουσία του, ξέρω τι σου λέω».

«Αυτός είναι ο μεγαλύτερος φόβος μου», απάντησε εκείνη.

Δεν ξαναμίλησαν γι’ αυτό.

 

Ωραία είναι επίσης τα σημεία όπου ο ήρωας παρακολουθεί και φωτογραφίζει στις όχθες του Τάμεση μια άγνωστη ποδηλάτισσα, που κάποια στιγμή χάνει τα ίχνη της, και το σημείο που το βράδυ των Χριστουγέννων φωτογραφίζει τη σκιά του, ενώ λίγα μέτρα μακριά του μια άστεγη, χωμένη στο χαρτονένιο της κουτί, διαβάζει με προσήλωση, σαν προσευχή, τη Μεταμόρφωση του Κάφκα. Ενδιαφέρον επίσης αποτελούν σε όλο το βιβλίο η αναφορά-νύξη περί υιοθεσίας παιδιών επί εποχής Τσαουσέσκου στη Ρουμανία (κάπου, στη μνήμη του ήρωα, ένα παιδί παίζει τρομπέτα και οι γείτονες του δίνουν χαρτονομίσματα των 20 λέι – γενικά πλανάται κάτι σκοτεινό στην ατμόσφαιρα αναφορικά με το παρελθόν του βασικού ήρωα της αφήγησης) αλλά και η καταγραφή ενός σύγχρονου Λονδίνου, με την υγρασία του, τους αστέγους (ιδιαίτερα τρυφερή η ματιά του συγγραφέα απέναντί τους), τη ακρίβεια των κινήσεων των ανθρώπων του, τα χαρακτηριστικά σημεία εξόδου των κατοίκων του, την πανεπιστημιακή κοινότητα, τα ερευνητικά εργαστήρια, τις παμπ και τα «καφέ» του. Γενικά ένα ιδιαιτέρως ενθαρρυντικό, ποιοτικό και ασυνήθιστο θα έλεγα βιβλίο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου που, τόσο εμένα όσο και άλλους συνεργάτες της book press, μας εξέπληξε ευχάριστα.

 

* (Μεγάλο μέρος του κειμένου εκφωνήθηκε σε εκδήλωση για τον Άκη Παπαντώνη, στο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών, στη ΔΕΒΘ, το Σάββατο 9-5-2015. Δημοσιεύτηκε στην book press λίγες μέρες μετά, τον Μάιο του 2015.)

 

 

 

 

ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΑ ΕΔΩ

 

 

Αρχοντούλα Διαβάτη, Φεύγω αλλά θα ξανάρθω, χρονογραφήματα, Νησίδες, 2014, σελ. 110

 

 

Δυο λέξεις της ελληνικής γλώσσας που έχουν κακοπέσει –για να μην πω κατακρεουργηθεί– στα στόματα των Νεοελλήνων, είναι οι λέξεις συλλογικότητα και αφήγηση. Την πρώτη την τάραξαν κυρίως οι πολιτικάντηδες της μεταπολιτευτικής περιόδου, κυρίως του «προοδευτικού» χώρου, και σε ελεύθερη μετάφραση τη μεταποίησαν νοηματικά ως εξής: «Να κλέψουμε και να φάμε γρήγορα όλοι μαζί, πριν έρθουν οι άλλοι και μας κόψουν τα χέρια». Σήμερα σημασιολογικά εξελίχτηκε ως λέξη ιδίως, στις εξαγγελίες των διάφορων συνδικαλιστών, που υπερασπιζόμενοι τα δικαιώματα και τις πλούσιες αποδοχές των απίθανων συντεχνιών τους, και αρνούμενοι την οποιαδήποτε αναπτυξιακή ή εκσυγχρονιστική λογική, την μετάλλαξαν δίνοντάς της τον ακόλουθο ορισμό: «Εμείς να παίρνουμε τις αυξήσεις που πάντα θα πρέπει να δικαιούμαστε, και η χώρα ας πάει στα τσακίδια…» Τη λέξη αφήγηση, πάλι, την περίλαβαν κυρίως διανοούμενοι και δημοσιογράφοι. Έτσι, σε διάφορα έντυπα θα διαβάσουμε για την αφήγηση της αριστεράς, την αφήγηση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, την αφήγηση των μνημονίων και της κρίσης, και δεν συμμαζεύεται. Κυκλοφορεί και ένα ανέκδοτο επί του θέματος: Πάει, λέει, ένας κουλτουριάρης της συμφοράς σ’ ένα κεμπαμπτζίδικο στο Μοναστηράκι και ζητάει από τον σερβιτόρο: «Φέρε μου, σε παρακαλώ, μία συλλογικότητα, μία αφήγηση, μία πατάτες και μία κόκα κόλα». Κι ο σερβιτόρος, βιαστικός μεν, αλλά σαν έτοιμος από καιρό, τον ρωτάει: «Την αφήγηση, κύριος, τη θέλετε γραμμική;»

Θα αναρωτηθείτε τώρα πού κολλάει η Αρχοντούλα Διαβάτη και το τελευταίο της βιβλίο Φεύγω αλλά θα ξανάρθω (Νησίδες, 2014) με όλα τα παραπάνω. Μα η Διαβάτη, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε  νομικά και νεοελληνική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και εργάστηκε ως καθηγήτρια νομικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στο τρίτο κατά σειρά πεζογραφικό βιβλίο που εκδίδει, και αφηγείται θαυμάσια και εκφράζει μια συλλογικότητα γνήσια, αχάλαστη, ίσως κάπως ρομαντική, σκάβοντας μέσα της και εξορύσσοντας ιστορίες που έχουν την πηγή και την κοίτη τους στη γόνιμη και ιδιαίτερη, από κάθε πλευρά, δεκαετία του ογδόντα. Τότε που τα όνειρα, οι ελπίδες, τα οράματα των ανθρώπων ήταν ακόμη νωπά, και οι ανθρώπινες σχέσεις είχαν ζεστασιά, ζωντάνια και ειλικρίνεια. Κάπως παραπλανητικά, σχεδόν προβοκατόρικα –όπως επισημάνθηκε άλλωστε και από την κριτική– χαρακτήρισε τις συγκεντρωμένες σύντομες ιστορίες της ως χρονογραφήματα. Μας ξεκαθαρίζει πάντως την πρόθεσή της από το μότο κιόλας του βιβλίου, και δανειζόμενη στίχους του Τ. Σ. Έλιοτ (από Τα τέσσερα κουαρτέτα) λέει: «Χρόνος παρών και περασμένος χρόνος / Είναι ίσως κι οι δυο παρόντες στον μελλοντικό χρόνο / Και το μέλλον περιέχεται στο παρελθόν». Αυτό κάνει, λοιπόν, η Διαβάτη στις, γραμμένες κυρίως σε πρώτο (και μερικές σε τρίτο) πρόσωπο, ιστορίες της. Τσακώνει μνήμες, σκέψεις, ημερολογιακές σημειώσεις, τις εμπλουτίζει με γεγονότα του σήμερα που της προκαλούν εντύπωση, και με πυκνή αφήγηση, που σχεδόν πάντα απογειώνεται στο τέλος με ποιητικότητα, μας υπενθυμίζει με τα γοητευτικά της κείμενα αυτήν τη συχνά ξεχασμένη αλήθεια της ζωής: Το μέλλον περιέχεται στο παρελθόν.

Κι αυτό το βιβλίο της Διαβάτη (όπως και τα προηγούμενά της άλλωστε) περικλείει πολλή Θεσσαλονίκη, αναδίδει εκείνο το ιδιαίτερο άρωμα της πόλης, και των περασμένων δεκαετιών και το –ίσως κάπως ξεθυμασμένο– σημερινό, που την κάνει ως πόλη ξεχωριστή και τους δημιουργούς της να νιώθουν τυχερούς που εδώ ζουν και δημιουργούν. Πάνω από 100 βιβλία λογοτεχνίας παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου της, όχι μόνο ως τίτλοι αλλά και σχολιασμένα, με υψηλό αισθητήριο σχολιαστή που αγγίζει πολλές φορές τη λογοτεχνική κριτική, δεκάδες κινηματογραφικές ταινίες και κάποιες θεατρικές παραστάσεις. Σταμπαρισμένα πολιτιστικά στέκια και εμβληματικά κτήρια της πόλης, το κινηματοθέατρο Ολύμπιον, η Λέσχη ανάγνωσης της «Πυξίδας» επί της Πατριάρχου Ιωακείμ, το βιβλιοπωλείο Το Κεντρί, ο Ραγιάς, ο Ιανός, ο αείμνηστος καθηγητής Παναγιώτης Μουλλάς και οι πάντα ενδιαφέρουσες διαλέξεις του, το Κέντρο Ιστορίας, το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, οι εκδηλώσεις στο Γαλλικό Ινστιτούτο, αλλά και η παλιά και νέα γειτονιά της, οι εκκλησίες των Τριών Ιεραρχών και της Οσίας Ξένης στου Χαριλάου, η προοδευτική (δίχως εισαγωγικά) και φλογερή εκπαιδευτικός Άρτεμις Β. που υπήρξε γειτόνισσά της και μητέρα μιας παιδικής της φίλης (όλως τυχαίως κι εγώ την είχα δασκάλα την κυρία Άρτεμι, σε δημοτικό σχολείο του Χαριλάου, και ευγνωμονώ τον Θεό που τέτοιοι άνθρωποι μού έμαθαν τα πρώτα γράμματα), οι πνευματικοί άνθρωποι της πόλης, τα λογοτεχνικά περιοδικά, μνήμες από την παλιά πόλη –όσες τουλάχιστον θυμάται η συγγραφέας– αλλά και τραγικά περιστατικά της σύγχρονης ζωής, θάνατοι προσφιλών ή συγγενικών προσώπων, η μοναξιά της μέσης ηλικίας, η οδυνηρή αναπόλησης της νιότης, όλα μπλέκονται αριστοτεχνικά, γίνονται εύγευστο αφηγηματικό χαρμάνι, γίνονται μνήμη, βίωμα, σάρκα και σώμα της πόλης και του εαυτού μας. Και φυσικά, σε ξεχωριστά κείμενα, δύο από τις ιδιαίτερες πνευματικές αγάπες της συγγραφέως, που, δικαίως, τους θεωρεί δασκάλους της. Οι κορυφαίοι πεζογράφοι μας, ο Δημήτρης Χατζής, που του αφιερώνει ένα ολόκληρο κείμενό της, και ο κορυφαίος διηγηματογράφος Γιώργος Ιωάννου, που πρόσφατα αξιωθήκαμε ως πόλη και ως άνθρωποι να υποδεχτούμε το αρχείο του, που εκτίθεται πλέον σε όροφο του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου. Αρκετά από τα κείμενα της συλλογής είχαν δημοσιευτεί στην ηλεκτρονική εφημερίδα book press, στην οποία η Διαβάτη είναι ταχτική συνεργάτης, ενώ εξαιρετική και αντιπροσωπευτική του ύφους και του περιεχομένου των κειμένων η φωτογραφία του εξωφύλλου, που τραβήχτηκε από τον Σίμο Σαλτιέλ.

Η Αρχοντούλα Διαβάτη, με αυτά τα πυκνογραμμένα, ειλικρινή και καλογραμμένα της κείμενα, κομίζει τη δική της αλήθεια στα ελληνικά γράμματα. Στέκεται στο εμείς και στο μαζί και μας κάνει συνταξιδιώτες και συνοδοιπόρους στα δικά της ταξίδια: του νου, της καρδιάς, της μνήμης, των ανθρώπων, των βιβλίων και των ταινιών που αγάπησε. Μας φανερώνει πως όλα ξεπερνιούνται και αντιμετωπίζονται χάρη στην ιαματική επίδραση της τέχνης σε όλες τις μορφές της. Κάνει δικιά της τη στιγμή που χάνεται, ακινητοποιεί τον χρόνο και μας βάζει να αναλογιστούμε τι είχαμε, τι χάσαμε και τι είναι πραγματικά σημαντικό, τραβώντας μας από τον επικίνδυνα ολισθηρό βάλτο της μίζερης και ασήμαντης καθημερινότητας μας. Ταυτόχρονα μας υπενθυμίζει πως όλα είναι ακόμα εδώ, μέσα μας, τίποτε δε χάθηκε στ’ αλήθεια, αφού όλα είναι χαραγμένα, ανεξίτηλα, στη συνείδησή μας. Όχι μόνο δίνει ουσία και αξία στις διαστρεβλωμένες πλέον έννοιες αφήγηση και συλλογικότητα, αλλά, κοινωνώντας μας παρελθόν, μας κάνει να πατάμε σταθερότερα στο παρόν, οραματιζόμενοι ένα καλύτερο μέλλον. Και μας εξανθρωπίζει.

 

(δημοσιεύτηκε στην book press τον Ιανουάριο του 2015· επίσης αναγνώσθηκε, με κάποιες περικοπές, στη ΔΕΒΘ, την Κυριακή 10 Μαΐου 2015)

 

 

 

 

ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΧΟΠΕΡ

 

 

Άννυ Κουτροκόη, Ποιος δάγκωσε το μήλο τελικά, διηγήματα, Οδός Πανός, Αθήνα, 2009, 127 σελ.

 

 

Παρότι είναι αδόκιμο και ίσως όχι πολύ ευγενικό, στην αρχή της παρουσίασης του έργου κάποιου λογοτέχνη να γίνεται αναφορά στο όνομα άλλου ομότεχνού του, δεν μπορώ να μην συσχετίσω την περίπτωση της Άννυς Κουτροκόη, ως διηγηματογράφου, με την περίπτωση του Βασίλη Δημητράκου, το πεζογραφικό έργο του οποίου παρουσίασα πριν από δυόμισι μήνες σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα. Η συνάφεια αυτή δεν αφορά το ύφος, τη θεματολογία ή τον τρόπο γραφής τους – ο Δημητράκος είναι παιδί της «Διαγωνίου» και γράφει κείμενα βιωματικά και εξομολογητικά, που αφορούν κυρίως την ερωτική του κλίση, ενώ η Κουτροκόη αναδείχτηκε μέσα από το περιοδικό «Νέα Πορεία» του Τηλέμαχου Αλαβέρα, και κινείται λογοτεχνικά στη σφαίρα του μετεξελιγμένου εσωτερικού μονολόγου, με ποιητικά στοιχεία στη γραφή της. Αφορά όμως στο ότι και οι δύο είναι κατά βάση ποιητές και, ενώ η ενασχόλησή τους με την ποίηση είχε ήδη ξεκινήσει, έδωσαν ένα μόνο βιβλίο ο καθένας με διηγήματα, με το οποίο, φυσικά, δεν κατακτούν αυτομάτως την ιδιότητα του πεζογράφου, είναι όμως βιβλία ενδιαφέροντα, άξια συζήτησης και σχολιασμού και αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο στο μέλλον, με προσεχτικές και επιλεγμένες κινήσεις, να συνεχίσουν και να διαγράψουν, ο καθένας από το δικό του λογοτεχνικό μετερίζι, μια πεζογραφική πορεία.

Το βιβλίο της Κ. Ποιος δάγκωσε τελικά το μήλο (δίχως ερωτηματικό στο τέλος, κι αυτή η κατάφαση του τίτλου κρύβει ειρωνική χροιά και κάπως ανατρεπτική, αν όχι προβοκατόρικη, διάθεση εκ μέρους της αφηγήτριας για την πατροπαράδοτη θεολογική πεποίθηση πως για τον ξεπεσμό του ανθρώπινου είδους φταίει πρωτίστως η «κατακριτέα» πράξη της Εύας), που τυπώθηκε από τις εκδόσεις Οδός Πανός το 2009, περιλαμβάνει 14 διηγήματα δημοσιευμένα σχεδόν όλα στο χρονικό διάστημα 1996-2005 στο περιοδικό «Νέα Πορεία» (δύο και στην «Πάροδο»). Μια τηλεγραφική σχεδόν περιδιάβαση στις 14 ιστορίες του βιβλίου: Στο πρώτο διήγημα που έδωσε και τον τίτλο του βιβλίου, μια ιστορία βγαλμένη από έναν ζωγραφικό πίνακα εμφιλοχωρεί στην πληκτική ζωή μιας γυναίκας που νιώθει τη σκληρότητα και την απόρριψη του συζύγου της. Στο «Ο Άρης και το Τέρας», ένα παράξενο ζευγάρι με αλλόκοτες συμπεριφορές διαφωνεί έντονα σε ένα καθώς πρέπει εστιατόριο, αναγκάζοντας το μικρό παιδί τους από την ταραχή του να βγει από τον μέσα χώρο, έξω, στην άσφαλτο, με απρόβλεπτες συνέπειες. Στο διήγημα «Ομφάλιος λώρος» ένας άνδρας με άνοια, μια χιονισμένη μέρα, θυμάται το τέλος της μάνας του που σκοτώθηκε στις ράγες ενός τρένου, κι έτσι, ανακαλύπτει εκ νέου τον χαμένο ομφάλιο λώρο που συνέδεε το γκρίζο του παρόν με το τραυματικό παρελθόν του. Το διήγημα διακρίνεται για τις ωραίες περιγραφές του φυσικού τοπίου, τη λεπταίσθητη παρατηρητικότητα και την έντονη ποιητικότητα. Στο διήγημα «Από τον 2ο στον 5ο», μια ευάλωτη κι αδύναμη γυναίκα υποπτεύεται πως ο άνδρας της, με τον οποίον έχουν αποκτήσει δυο παιδιά, την απατά. Επιστρατεύει τα κουράγια της κι επισκέπτεται έναν ντέντεκτιβ, αλλά την κρίσιμη στιγμή της συμφωνίας παραλύει και το βάζει στα πόδια. Αντιγράφω τον επίλογο της ιστορίας: (σ. 37) «Δεν περίσσεψε χρόνος να συνειδητοποιήσει ποιος αέρας της φούσκωνε το στήθος. Της αξιοπρέπειας ή του φόβου; Τι της πάγωσε τα χέρια. Ίδρωσε, μούδιασε και ψέλλισε: με συγχωρείτε. Σηκώθηκε, βγήκε από το γραφείο και τρέχοντας κατέβηκε τους πέντε ορόφους, κυνηγημένη από την εικόνα του Γιώργου που όλο και μεγεθυνόταν και τη δική της που όλο και μίκραινε. Μίκραινε». Στο «Μετά το τέλος», ένα γράμμα αγάπης και αποκάλυψης ερωτικών σκιρτημάτων από έναν παιδικό συμμαθητή και αργότερα καλό φίλο, κάνει μια γυναίκα να το στείλει, μέσα στον χώρο των κοιμητηρίων, σ’ έναν ανέλπιστο παραλήπτη. Έκτο κατά σειρά διήγημα το «Σε ύποπτη κατεύθυνση». Εδώ, ο Βύρωνας και η Μαρία έχουν φτάσει ως ζευγάρι σε οριακό σημείο. Εκείνος στη μέση ηλικία με πρόβλημα στην καρδιά, παροπλισμένος ερωτικά, ζηλεύει την ζωηρή, κοκέτα και υπερδραστήρια 35άχρονη γυναίκα του, υποψιασμένος πως τον απατά. Σε κάποια έξοδό της, αποφασίζει να την παρακολουθήσει, όταν όμως γίνεται αντιληπτός από εκείνη, αρχίζει να της ζητά συγνώμη. Το διήγημα θα ήταν δραστικότερο, αν η συγγραφέας δεν μας αποκάλυπτε τις προθέσεις της ηρωίδας και άφηνε να αιωρείται ως το τέλος στην ατμόσφαιρα η ύπαρξη ή όχι της εξωσυζυγικής σχέσης. Το «Σε ύπνο βαθύ», ένα καλογραμμένο διήγημα, μου θύμισε έντονα κάποιες σκηνές από την αριστουργηματική ταινία του Κισλόφσκι Bleu. Μια γυναίκα χάνει τον άνδρα της σε αυτοκινητιστικό ατύχημα. Στο αυτοκίνητο βρίσκεται και μια δεκαοχτάχρονη κοπέλα, η Λία, που λέει στη σύζυγο πως ο άνδρας της την είχε πάρει κάνοντας η ίδια ωτοστόπ. Όμως από συγκυρία της τύχης, η χήρα γυναίκα εξακριβώνει την πικρή αλήθεια. Στο «Τσαντάκι», έχουμε την περιπέτεια ενός παντρεμένου μεσήλικα που τα μπλέκει με μια μικρούλα. Με σκηνοθετικό τρόπο γραφής αποκαλύπτονται τα στάδια που διάνυσε η σχέση τους μέχρι τον χωρισμό. Τα μότο στις 5 υποενότητες είναι ενδεικτικά της κλιμάκωσης του πάθους: σας αγαπώ, με αδικείς, σε βαριέμαι, σε σιχαίνομαι, σε μισώ. Ο παντρεμένος θα ξεφορτωθεί τελικά την εύκολη μικρή, κι εκείνη, δαρμένη και περιφρονημένη, θα ριχτεί σε κάποιον άλλον άνδρα, σ’ ένα τρένο. Το τσαντάκι της, που άλλοτε μάζευε τα χρήματα των εραστών της, θαρρεί ο αναγνώστης πως λειτουργεί ως μέσο όπου προβάλλεται το εκάστοτε πάθος, ένα υλικό αντικείμενο που γειώνει πάθη, εντάσεις και αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα. Το διήγημα έχει μορφή συμπυκνωμένης νουβέλας. Το «Εν-Εν-Εν», είναι ένα εξαιρετικό διήγημα αναδρομής στο παρελθόν και σκόρπιων φευγαλέων στιγμών της προηγούμενης ζωής, όπου το τρέξιμο, ο χορός, τα παιχνίδια, οι αγώνες, οι αγάπες, η μάνα του ήρωα επιστρέφουν βασανιστικά στον νου, με την τεχνική του φλας μπακ, λίγο προτού εκείνος συνειδητοποιήσει τον ακρωτηριασμό του ποδιού του σε κάποιο νοσοκομείο. Δέκατο κατά σειρά διήγημα το «Τοις μετρητοίς». Σκηνοθετική ματιά και μοντερνιστικά στοιχεία γραφής σε μια ιστορία όπου παρουσιάζεται ο ψυχολογικός και οικονομικός ξεπεσμός ενός άνδρα, μέσα από 6 μικρά επεισόδια. Σαν ταινία μικρού μήκους. Η καταληκτική φράση του διηγήματος ενδεικτική και αποκαλυπτική για το βάλτωμα του ήρωα της Κ. «Καταντημένος ούτε στη κατάντια να χωράει». Στο «Η κλειδαρότρυπα», μια δεκαπεντάχρονη κοπέλα ερωτεύεται κοιτώντας από την κλειδαρότρυπα του σπιτιού της τον φίλο εκείνου που της προόριζαν οι δικοί της για γαμπρό. Καλογραμμένο διήγημα με γλυκόπικρο και απρόσμενο τέλος. Στο «60 χρόνια άλλοθι», έχουμε το ακαταμάχητο άλλοθι μιας γυναίκας που έπνιξε την κυρία της, που επί 60 χρόνια την καταπίεζε και την έκανε να δεινοπαθεί. Στο «Η μάρτυρας» έχουμε ανθρώπινες συγκρούσεις και αδιέξοδα, με το ποιητικό στοιχείο να διεισδύει στην αφήγηση και, ιδίως, στο επιμύθιο του διηγήματος. Τέλος το «Τα τελευταία νέα». Εδώ έχουμε τον απρόσμενο διακτινισμό του Παύλου με διαστημόπλοιο στον πλανήτη Άρη, μέσα από ένα όνειρο, ενώ είναι άρρωστος και παίρνει αντιβίωση.

Κάποιες γενικές παρατηρήσεις και επισημάνσεις, τώρα, για τα διηγήματα της Αν. Κ.

1) Όλες οι ιστορίες έχουν θεματική ομοιογένεια αλλά και υφολογική (όχι πάντα) συνάφεια, σε βαθμό που να αποτελούν αρμονικά μια συλλογή, αφού κοινός τόπος τους είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, η αποξένωση και τα ανθρώπινα αδιέξοδα.

2) Σε αρκετά διηγήματα υπάρχει θεατρικότητα και αλλού κινηματογραφική οπτική, με την κάμερα να εστιάζει σε συγκεκριμένα σημεία, επιλεγμένα από την αφηγήτρια, για να στηθεί το στόρι. Τα διηγήματα δηλαδή στο σύνολό τους είναι στιγμές μέσα στον χρόνο, φωτιζόμενα από την πένα της συγγραφέως και δεν ξετυλίγονται σε βάθος χρόνου.

3) Η δράση των ιστοριών, παρότι σε αρκετές, φαινομενικά, υπάρχει, έστω σε υποτυπώδη μορφή, είναι περισσότερο εσωτερική. Οι μετακινήσεις των ηρώων, οι διαδρομές τους, ακόμα και οι τόποι όπου βρίσκονται, είναι αντανακλάσεις της ψυχοσύνθεσής τους και του εσωτερικού τους κόσμου. Ακόμα και τα λόγια τους είναι ενταγμένα στην αφήγηση και δεν λέγονται χωριστά, με διαλόγους και παύλες, σε ξεχωριστές παραγράφους. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τον τρόπο αφήγησης, δείχνουν πως η Κ. ακολουθεί με συνέπεια μια μετεξέλιξη του εσωτερικού μονολόγου, που καλλιέργησε και υποστήριξε με συνεργασίες το περιοδικό «Νέα Πορεία», στο οποίο υπήρξε και η ίδια ταχτική συνεργάτης, ένα στιλ γραφής που και σήμερα ακολουθούν αρκετοί λογοτέχνες της πόλης, παλιότεροι και νεότεροι. Επίσης υπάρχουν και κάποιες υφολογικές συνάφειες στη γραφή της Κ. με την Μ. Κ. Αγαθοπούλου, σε ένα άλλο όμως επίπεδο.

4) Οι ήρωες της Κ. είναι ευάλωτοι και αδύναμοι. Δεν είναι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, υπό την έννοια ότι γνωρίζουμε μόνο κάποιες αντιδράσεις και συμπεριφορές τους σε δεδομένη παροντική στιγμή, και κάτω από αυτό το αφηγηματικό πρίσμα, δεν γνωρίζουμε πώς θα εξελιχθούν στο μέλλον ή πώς αντιδρούσαν σε παρόμοια περιστατικά στο παρελθόν. Πάντα αγγίζουν κάποια όρια, όμως συχνά υποχωρούν, το βάζουν στα πόδια, δεν τολμούν το απαραίτητο επιπλέον βήμα για να γλιτώσουν από τη στερημένη ζωή και τη μοναξιά τους. Μένουν μετέωροι, άπραγοι, αναποφάσιστοι, μη δίνοντας λύση στα προβλήματά τους. Είναι ένας χαμηλών εντάσεων, βουβός, σιωπηλός κόσμος που αρκείται στα ελάχιστα, μ’ έναν υποτυπώδη ερωτισμό και μια κάπως παλιοκαιρίσια ευαισθησία να τον χαρακτηρίζει. Ο αφανής αυτός κόσμος όμως επιβιώνει και η συγγραφέας τον καταγράφει, τον φωτογραφίζει, τον αναπαριστά, με ποιητικότητα και ευαισθησία. Φαίνεται πως αυτοί οι ήρωες εκφράζουν και εμπνέουν την Κ., τους αγαπά και τους διασώζει διά της γραφής.

5) Το ποιητικό στοιχείο διαποτίζει το σύνολο των ιστοριών, ιδίως τις απολήξεις και τα επιμύθιά τους. Αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό και εξηγήσιμο, αφού η Κ. είναι πρωτίστως ποιήτρια και δευτερευόντως πεζογράφος.

Εν κατακλείδι:

Η Άννυ Κουτροκόη, που ξέχωρα από το ποιητικό της έργο δημοσίευσε και δοκίμια (ποιητικά ή κριτικά) για το έργο της Κέντρου Αγαθοπούλου, του Τηλέμαχου Αλαβέρα και του Γκυ ντε Μωπασάν, φαίνεται πως ακολουθεί την πορεία αρκετών λογοτεχνών της πόλης, που, έχοντας ως αφετηρία και σημείο εκκίνησης την ποίηση, και παράλληλα μ’ αυτήν, γράφουν και πεζογραφία. Τα 14 δημοσιευμένα διηγήματά της παραπέμπουν στους πίνακες του Αμερικανού ζωγράφου Έντουαρντ Χόπερ, όπου κυριαρχεί το αίσθημα της μοναξιάς, της αποξένωσης των ανθρώπων αλλά και μιας απόλυτα ελεγχόμενης απόγνωσης. Ο χρόνος θα δείξει αν το Ποιος δάγκωσε τελικά το μήλο, ήταν μια μεμονωμένη και ξεκομμένη από το ποιητικό της έργο πεζογραφική κατάθεση ή ο προάγγελος μιας πεζογραφικής πορείας που θα συνεχιστεί και στο μέλλον.

 

(το κείμενο αναγνώστηκε σε τιμητική εκδήλωση για το συνολικό έργο της Άννυς Κουτροκόη, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, την Πέμπτη, 29 Ιανουαρίου 2015. Επίσης δημοσιεύτηκε στην book press την Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2015)

 

 

 

 

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ «ΕΝΔΟΝ ΣΚΑΠΤΕ»

 

 

Παναγιώτης Σ. Χατζημωυσιάδης, Ζώνη πυρός, διηγήματα, Αθήνα, Μεταίχμιο, 2014, 112σελ.

 

 

Από τότε που ο Χατζημωυσιάδης συνδιαλεγόταν στο πρώτο του βιβλίο (Τρεις μνήμες και δυο ζωές, εκδ. Μεταίχμιο) με πέντε γενιές της πατρίδας, συνοψίζοντας στα πρώτα του διηγήματα την σύγχρονη ιστορία της χώρας αλλά και τη μάλλον οδυνηρή προσγείωσή της στο, τότε, παρόν (γενιά της προσφυγιάς, της αντίστασης στον Γερμανό κατακτητή, των αγωνιστών για κοινωνική δικαιοσύνη, τη γενιά της ευμάρειας και της κατανάλωσης και, τέλος, τη γενιά της αποξένωσης) πέρασαν ήδη δέκα χρόνια. Μια γόνιμη, συγγραφικά, δεκαετία για τον Χατζημωυσιάδη που συνοψίζεται σε δύο μυθιστορήματα, μια νουβέλα και δυο συλλογές διηγημάτων. Στην πρόσφατα τυπωμένη Ζώνη πυρός οι μικρές ιστορίες του δεν είναι ακριβώς διηγήματα, λόγω της ελάχιστης έως ανύπαρκτης πλοκής τους αλλά και της μικρής τους έκτασης –αφηγήματα, νομίζω, θα ήταν ο ενδεδειγμένος όρος για τα περισσότερα εξ αυτών–, όμως με αυτά τα δεκαοχτώ σύντομα κείμενα ο συγγραφέας αφενός επιστρέφει, τρόπον τινά, στο λογοτεχνικό είδος με το οποίο πρωτοξεκίνησε, ολοκληρώνοντας έναν συγγραφικό κύκλο, αφετέρου μας συστήνει και μια άλλη γενιά αυτήν τη φορά. Τη γενιά της οικονομικής κρίσης, κυρίως μέσα από την προς τα έσω στροφή του βλέμματος του αφηγητή, που βρίσκεται κι ο ίδιος σε και υπό κρίσιν (υπαρξιακή, συγγραφική, ιδεολογική).

Το Ζώνη πυρός είναι το πιο πυκνό και ενδοσκοπικό βιβλίο του Χατζημωυσιάδη και αυτό γίνεται αντιληπτό ακόμα και από τους τίτλους των κειμένων, που όλα – πλην ενός – είναι μονοσύλλαβες λέξεις, στη συντριπτική τους πλειοψηφία ουσιαστικά. Διαβάζω, στην τύχη, μερικούς εξ αυτών: Κήτος, Ημερολόγιο, Καύσωνας, Προσκλητήριο, Σκιά, Πρόσωπο, Απολογισμός, Αναμέτρηση, Εκκαθάριση. Τέτοιους μονοσύλλαβους περιεκτικούς τίτλους χρησιμοποιεί κατά καιρούς στα βιβλία του και ο μεγάλος Αμερικανός πεζογράφος Φίλιπ Ροθ (Αγανάκτηση, Καθένας, Ταπείνωση, Νέμεσις), στον οποίο παραπέμπει ένα δυνατό κείμενο του Χατζημωυσιάδη, το Mantis religiosa, που μου θύμισε τον ιδανικό αυνανιζόμενο Εβραίο Πόρτνοϊ του Ροθ (βιβλίο Σύνδρομο Πόρτνοϊ, για το οποίο ο Ροθ άκουσε τα μύρια όσα από δεκάδες, ίσως και εκατοντάδες τυπολάτρες και σχολαστικούς ραβίνους της Αμερικής, ευτυχώς όχι όμως και από τη λογοτεχνική κριτική που το επαίνεσε εμφατικά). Στο επιμύθιο του εν λόγω αφηγήματος του Χατζημωυσιάδη η θηλυκή φιγούρα ξεπροβάλει από τον υπολογιστή του πρωταγωνιστή, με καλοσχηματισμένα στήθη και λεπτούς γλουτούς, μια γυναικεία φιγούρα που δεν έχει καμία σχέση με τα κρεμασμένα βυζιά και τα λιπώδη μπούτια της μάνας του, κι ενώ ο ήρωάς μας έχει ήδη ανακουφιστεί, ετοιμάζεται για έναν ακόμη επαναληπτικό γύρο, με την κρυφή ελπίδα ότι «δε θα σκέφτεται τίποτα· ούτε θα θέλει ούτε θα νιώθει ούτε θα περιμένει» (σ. 46). Δυνατός και ο επίλογος του αφηγήματος «Σκιά», όπου ένας διοικητικός υπάλληλος γραφείου, ένας μονότονος και μίζερος, σχεδόν ισοπεδωμένος ανθρώπινος χαρακτήρας, στριφογυρίζοντας πάνω στον άξονα της εργονομικής του πολυθρόνας, έχει ένα απρόσμενο και τραγικό τέλος. (σσ. 50-51).

Στο αφήγημα «Κήτος», αλλά και σε άλλα κείμενα, περιγράφεται το άγχος του γραφιά, ο παιδεμός και ο ίλιγγος του συγγραφέα, που βυθισμένος στον υπολογιστή του, νιώθει όπως ο Ιωνάς στην κοιλιά του κήτους. Στο «Προσκλητήριο», ο Χατζημωυσιάδης τεντώνει στα άκρα τη γλώσσα, σπάει τις γραμματικές και συντακτικές συμβάσεις, και με κοφτό, ασθματικό, σχεδόν πυρετώδη αφηγηματικό ρυθμό που εξασφαλίζουν οι πολλές ελλειπτικές του προτάσεις, επιχειρεί να διεισδύσει στο πετσί και στο μεδούλι των ηρώων του, αναζητώντας, ως βολικό άλλοθι, το νέο του συγγραφικό θέμα. Στο διήγημα «Σαρανταπόδαρος» διέκρινα εκλεκτικές συγγένειες, σε θέμα αλλά και σε στιλ γραφής, με τον Σωτήρη Δημητρίου αλλά και τα πρώτα διηγήματα της Σοφίας Νικολαΐδου. Ενώ στο «Πρόσωπο», που νομίζω πως είναι το κορυφαίο της συλλογής, μια μεστωμένη κυρία, με τα χρόνια να βαραίνουν στο κορμί και στο πρόσωπό της, κοιτάζεται στον καθρέπτη της προσπαθώντας να σβήσει τις ρυτίδες της και να ξανανιώσει, με μάσκες ενυδάτωσης, κρέμες, μέικ απ, ρουζ, πούδρες και άλλα αντιγηραντικά σκευάσματα. Κι ενώ σκέφτεται τη ζωή της και αναπολεί τα περασμένα, διακρίνει μια λευκή ίνα από το βουρτσάκι του ρουζ να εξέχει κάτω απ’ το σαγόνι της, σαν ξεχειλωμένη ραφή από φθαρμένο ύφασμα. Όταν την τραβά με οργή, νιώθει πως αρχίζει να ξηλώνει μια υφασμάτινη μάσκα «με παραμορφωμένα από την απόγνωση χαρακτηριστικά, όμοια με αυτή που κραυγάζει στον πίνακα του Μουνκ» (σ. 61). Τέλος, με τα τρία καταληκτικά αφηγήματά του («Εκκαθάριση», «Λεξοτανίλ», «Ήπειρος») ο Χατζημωυσιάδης επιστρατεύει τον σαρκασμό, την παρωδία και τη λεπτή ειρωνεία για να χλευάσει τον ρατσισμό, την Ενωμένη Ευρώπη των πλουσίων και την αποχαύνωση-ύπνωση που «προσφέρουν» οι εκάστοτε κυβερνώντες και οι εξουσίες στους άβουλους υπηκόους τους.

Με το Ζώνη πυρός ο Χατζημωυσιάδης κερδίζει στα εξής:

Επιστρέφει σε ένα είδος λόγου που το γνωρίζει καλά και που του πάει, στη μικρή φόρμα. Αγγίζει μάλιστα και τον εσωτερικό μονόλογο, με τις εσωτερικές ψυχικές διεργασίες και την εσωτερική δράση των ηρώων του, κάτι που εμένα προσωπικά με ικανοποιεί. Υπό προϋποθέσεις, και μόνο από αυτό του το βιβλίο, ο Χατζημωυσιάδης θα μπορεί να ενταχθεί και στην παράδοση της λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης.

Αφήνει κάπως –όχι βέβαια ολοκληρωτικά– την κοινωνική κριτική και περιορίζει (αποδυναμώνει, καλύτερα) το έντονα ιδεολογικό κέλυφος που κάλυπτε τα μυθιστορήματά του και ιδίως τη νουβέλα του, καταφεύγοντας στο ένδον σκάπτε και στην εξομολογητική γραφή (όχι αυτοβιογραφία), κάτι που είναι εμφανές, ιδίως στην πρώτη συστάδα των κειμένων του.

Χρησιμοποιεί πετυχημένα τα μοντερνιστικά φλας μπακ στην αφήγησή του, βάζοντας εμβόλιμες μνήμες από τους γονείς του, τα παιδικά του χρόνια ή κάποια παιδικά του τραύματα, που αφήνουν να φανεί (έστω υποτυπωδώς, έστω αμυδρά) κάποια άγνωστη πτυχή του εαυτού του.

Εκφράζει για πρώτη φορά τόσο έντονα την αγωνία, την οδύνη, το άγχος του γραφιά, και τον ίλιγγο που αυτός αισθάνεται μπροστά στη λευκή σελίδα.

Δεν καταγγέλλει ούτε νουθετεί ούτε ηθικολογεί, αλλά σαρκάζει και καυτηριάζει τις κοινωνικοπολιτικές παθογένειες, που, με τις ευαίσθητες κεραίες του, εντοπίζει. Ο θυμός του κρύβεται περίτεχνα στη γραφή και στη διακριτική ειρωνεία της αφήγησής του.

 Πειραματίζεται γλωσσικά με νέες μορφές έκφρασης, δοκιμάζοντας τα όρια και τις αντοχές της γλώσσας, που, ως καθηγητής φιλόλογος, πολύ καλά γνωρίζει. Στα κείμενά του ο αναγνώστης θα διακρίνει και παραδοσιακό τρόπο γραφής (εσωτερικός μονόλογος) και μοντερνιστικά αλλά και νεωτερικά στοιχεία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ανανεώνεται υφολογικά αλλά και θεματικά από βιβλίο σε βιβλίο, και αυτό το βρίσκω γενικά θετικό.

Έντεχνα περνάει εξειδικευμένα ιστορικά στοιχεία και πληροφορίες στη γραφή του, εκφράζοντας τις ανησυχίες και τις αμφιβολίες του πάνω σ’ αυτά (αφήγημα «Παύσαι»).

Αν μπορεί να επισημανθεί κάποια μικρή επιφύλαξη, μέσα σε όλα αυτά τα θετικά, είναι ότι, στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός σύντομου κειμένου θα πρέπει το εξομολογούμενο εγώ να τσαλακώνεται και να εκμηδενίζεται σε μεγάλο βαθμό (για κονιορτοποίηση του εγώ μίλησε, κάποτε, ο Πεντζίκης) και να μην ναρκισσεύεται από λεκτικά παιχνίδια, ώστε το κείμενο να λειτουργεί ακαριαία και δραστικά, ως ηλεκτρική εκκένωση στον αναγνώστη, δίχως τη φιλολογική διαμεσολάβηση (ύφος, λογοτεχνικές θεωρίες, συγγραφικά ρεύματα) και το ανάχωμα της γλώσσας σε όλο αυτό το παιχνίδι. Εν ολίγοις, η απλότητα στη γραφή, όταν δεν καταντά, βέβαια, απλοϊκότητα, είναι ένα ισχυρό όπλο για καλύτερα συγγραφικά αποτελέσματα, κάτι που είμαι βέβαιος πως το γνωρίζει και το εφαρμόζει ο Χατζημωυδιάδης όσο, φυσικά, του το επιτρέπουν η άρτια φιλολογική σκευή του και η συγγραφική του δεξιοτεχνία.

Συνοψίζοντας, νομίζω πως στο πρόσφατο βιβλίο τού Χατζημωυσιάδη ισχύει η παλιά ρήση του Αλμπέρ Καμύ, μεταφερμένη στον συγγραφικό στίβο και στους συγγραφείς: «Υπάρχουν στους ανθρώπους περισσότερα πράγματα για να θαυμάσεις παρά για να κατακρίνεις». Ο Χατζημωυσιάδης έχει εξελιχτεί σημαντικά ως συγγραφέας και το Ζώνη πυρός πιστεύω πως είναι ένα ώριμο, ευθύβολο και πετυχημένο βιβλίο του, ενώ θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε αν αυτή η εξέλιξη και η συγγραφική του ωρίμανση θα συνεχιστεί και στα επόμενα βιβλία του.

 

(αναγνώσθηκε σε παρουσίαση του βιβλίου στο καφέ ΕΝΤΕΧΝΟΝ της Θεσσαλονίκης, την Τετάρτη 18 Μαρτίου, 2015· δημοσιεύτηκε στην book press στις 13.10.2015)

 

 

 

 

 

Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΕ 14 ΙΣΤΟΡΙΕΣ

 

 

Βίκυ Κλεφτογιάννη, 14 ζωές στη Σαλονίκη, διηγήματα, Κέδρος, 2015, σελ. 98

 

 

Πολύς λόγος έγινε και εξακολουθεί να γίνεται για την ανάδειξη των διάφορων πόλεων στη λογοτεχνία. Επώνυμος εκδοτικός οίκος της χώρας αφιέρωσε ολόκληρη εκδοτική θεματική με επιλογές κειμένων διαφόρων λογοτεχνών, που αναφέρονται σε πόλεις της Ελλάδος. Πώς όμως μια πόλη εκφράζεται και αναδεικνύεται στο έργο των δημιουργών; Και ποιες προϋποθέσεις υπάρχουν για να συμβεί κάτι τέτοιο;

 

 

Η πόλη στη λογοτεχνία

 

Οι άνθρωποι, γενικά, χωρίζονται στις εξής κατηγορίες, αναφορικά με την πόλη τους. Σε εκείνους που γνωρίζουν την πόλη σαν την τσέπη τους, γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, αλήτεψαν, περιπλανήθηκαν στους δρόμους και στα σοκάκια της, γνώρισαν τα ερωτικά της σημεία, την αγάπησαν και συνεχίζουν να την αγαπούν, μιλούν με το χαρακτηριστικό ιδίωμά της, συχνάζουν στα στέκια της, με λίγα λόγια κουβαλούν την πόλη τους στο πετσί τους. Όμως τυχαίνει να μην είναι λογοτέχνες. Αυτοί, μοιραία, ποτέ τους δεν θα αποτυπώσουν την αγαπημένη τους πόλη σε κάποιο αφήγημα, διήγημα, ποίημα ή μυθιστόρημα, ακόμα κι αν οι ίδιοι πολύ θα το ήθελαν. Η πόλη θα αποτυπώνεται καθημερινά στις κουβέντες τους, στις εκφράσεις τους, στις συνήθειές τους, στον τρόπο που μιλάνε ή που σιωπούν, στη μοναξιά που κουβαλούν, στον τρόπο που ερωτεύονται, στην όλη τους στάση απέναντι στη ζωή.

Μια άλλη κατηγορία ανθρώπων αφορά λογοτέχνες, δηλαδή ανθρώπους με αναγνωρισμένο και επικυρωμένο από την κριτική και τους ομοτέχνους τους το τάλαντό τους και την ικανότητα του γράφειν, που τυχαίνει όμως να μην γνωρίζουν (σχεδόν καθόλου ή και καθόλου) την ιστορία της πόλης όπου συγκυριακά ζούνε. Κι αυτοί, όσο κι αν προσπαθήσουν, είναι αδύνατον να την εκφράσουν στα γραπτά τους.

Μια τρίτη κατηγορία, πάλι, αφορά λογοτέχνες που ζουν και γνωρίζουν καλά την πόλη και την ιστορία τους, αλλά γράφουν σαν πολίτες του κόσμου, δηλαδή απαξιώνουν (δικαίωμά τους άλλωστε) να καταγράψουν την πόλη τους στα κείμενά τους είτε γιατί την απεχθάνονται (το λιγότερο είναι αμφίθυμοι απέναντί της) είτε γιατί δεν τους ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Κι αυτοί δεν θα εκφράσουν ποτέ μία πόλη, αφού τα κείμενά τους (στα οποία συχνά δεν προσδιορίζεται ο τόπος ή ακόμα και ο χρόνος) θα μπορούσαν κάλλιστα να γραφτούν στην Αθήνα, στο Βερολίνο, στη Νέα Υόρκη ή στα Νησιά Φίτζι.

Μια τέταρτη κατηγορία αφορά ανθρώπους (λογοτέχνες εν προκειμένω) που ενώ δεν το έχουν, δεν τους φτουράει το όλο θέμα, προσπαθούν απεγνωσμένα και απελπισμένα να εκφράσουν μία πόλη, που δεν την πολυπερπάτησαν και δεν την πολυγνώρισαν, χρησιμοποιώντας δεκάδες ονομασίες τόπων, διαδρομών, ονόματα πλατειών, τοπωνυμίων, κεντρικών δρόμων, χαρακτηριστικών κτηρίων κτλ., δίχως, φυσικά, επιτυχία. Η πόλη δεν αναδεικνύεται με τέτοιους τρόπους. Συνήθως αυτό συμβαίνει σε νέους δημιουργούς, πεζογράφους ή ποιητές, που, μπουκώνοντας ένα ποίημα ή ένα κείμενο με τοπωνύμια, ή χρησιμοποιώντας αφόρητα κλισέ του τύπου «ερωτική πόλη», «ομιχλώδες τοπίο», «υγρασία της παραλίας», «διαυγής αττικός ουρανός» κτλ., πιστεύουν ότι εκφράζουν και αναδεικνύουν την πόλη τους. Δυστυχώς η πόλη είναι, συχνά, απούσα στα γραπτά τους, ενίοτε με εκκωφαντικό τρόπο, και οι ίδιοι δε θα γίνουν ποτέ Ιωάννου, Χριστιανόπουλοι, Καζαντζήδες ή Βαφόπουλοι, όπως ήλπιζαν, για να περιοριστούμε στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης. Σ' αυτούς, που συχνά μου στέλνουν τα βιβλία τους για να τους πω μια γνώμη, τους συστήνω φανερά να μην γράφουν καθόλου για την πόλη, να γράφουν οτιδήποτε άλλο παρά γι' αυτό που πολύ θα ήθελαν, γιατί είναι πιο υγιές να αποστασιοποιούνται από τη γενέτειρά τους, παρά να την στραγγαλίζουν με αφόρητες κοινοτοπίες.

Τέλος υπάρχουν και οι λογοτέχνες, οι λίγοι φυσικά, όπου ο εαυτός τους, το έργο τους και η πόλη βρίσκονται σε κοινό άξονα, σε τέλεια συμμετρία και ζηλευτή αρμονία. Υπάρχει δηλαδή ένα αδιάρρηκτο οργανικό δέσιμο ανάμεσα σε αυτούς, στο έργο τους και στην πόλη που ζουν και που αγάπησαν ή που έζησαν και αγάπησαν στο παρελθόν. Αυτοί, οι λίγοι, είναι οι μόνοι γνήσιοι εκφραστές της πόλης τους, και συχνά στα έργα τους λείπει παντελώς η πάσης φύσης υπέρμετρη αναφορά σε τοπωνύμια ή σημεία της πόλης (εκτός από τα πολύ αναγκαία). Στα κείμενά τους, στα ποιήματά τους, στα βιβλία τους, η πόλη αναβλύζει με πηγαίο τρόπο κυρίως μέσα από τη γραφή τους και τα βιώματά τους. Αυτοί είναι οι γνήσιοι εκφραστές μιας πόλης, μόνο που ολοένα και λιγοστεύουν στις μέρες μας, αφού η μεγάλη πλειονότητά τους, πέρασε, εδώ και καιρό, στην απέναντι όχθη. Όσο για κείνους που θα επιχειρήσουν να γράψουν για την πόλη τους ζώντας μακριά της, η ματιά τους θα είναι πιο αποστασιοποιημένη και αντικειμενική. Η νοσταλγία ή ο θυμός τους, όμως, δεν θα είναι απόλυτα εναρμονισμένος με το σήμερα της πόλης τους, που, λόγω απόστασης, αγνοούν, και θα είναι προσκολλημένοι σε παλιές εικόνες, εμπειρίες και βιώματα.

 

 

Δεκατέσσερα ενσταντανέ της Θεσσαλονίκης

 

Η Βίκυ Κλεφτογιάννη γεννημένη και μεγαλωμένη στην Άσκρη Βοιωτίας, στην πρώτη συλλογή διηγημάτων της που τύπωσε από τις εκδόσεις Κέδρος και τιτλοφορείται 14 ζωές στη Σαλονίκη φαίνεται πως επιβεβαιώνει τη διαπίστωση του αείμνηστου καθηγητή της Νεοελληνικής λογοτεχνίας Ξενοφώντα Κοκκόλη, που σε αφιέρωμα του «Παρατηρητή» με θέμα «Η Θεσσαλονίκη στην πεζογραφία» (χειμώνας 1992, εικοστό τεύχος), σχολίασε: «Καμιά φορά η ματιά ενός μη Σαλονικιού είναι πιο ενδιαφέρουσα από τη ματιά του ντόπιου. Έχουν πιο παρθένο μάτι...».

Τα δεκατέσσερα διηγήματα της Κλεφτογιάννη είναι σύντομα ενσταντανέ που ξετυλίγονται στην πόλη, άλλα τρυφερά και νοσταλγικά κι άλλα κάπως πιο σκληρά, γειωμένα σε καταστάσεις που πονούν και ματώνουν. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε ένα πολύ πετυχημένο και εύστοχο ρεζουμέ της συλλογής: «Δεκατέσσερις ζωές, όσα και τα χρόνια που έζησε στη Θεσσαλονίκη η συγγραφέας, η οποία συμπυκνώνει, εδώ, την αγάπη της για την πόλη, ψυχογραφώντας μερικά από τα διαφορετικά της πρόσωπα».

Η Θεσσαλονίκη είναι παρούσα σε όλα τα διηγήματα όχι μόνο ως φόντο, αλλά καταλυτικά στην πλοκή, αφού πρόσωπα και καταστάσεις μόνο στις συγκεκριμένες σταμπαρισμένες γωνίες της πόλης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν με τον τρόπο που λειτουργούν, και να λάβουν σώμα και υπόσταση. Ένα χαμένο εισιτήριο μιας κοπέλας που πήγε να παρακολουθήσει μια συναυλία στο Θέατρο Δάσους και μπλέχτηκε αναπάντεχα με μια οικογένεια τσιγγάνων, πέριξ του χώρου του θεάτρου. Η ιστορία μιας παλιάς ρεμπέτισσας και τα γιασεμιά της φωνής της, μια γάτα που κλέβει ένα κομμάτι παστουρμά από την πολύβουη αγορά στο Καπάνι, ένα χαμένο κόκκινο γυναικείο πορτοφόλι που το βρίσκει κάποιος στη Λεωφόρο Νίκης, και με μια, μόλις, ενέργειά του αλλάζει τη μοίρα και τη χαλασμένη διάθεση της γυναίκας που το έχασε, ένας άστεγος που δειπνεί στον Λευκό Πύργο, η μοίρα ενός φυτεμένου δένδρου στο Σέιχ Σου, που μόλις φτάνει στο κατάλληλο ύψος ώστε να βλέπει τη θάλασσα, το αφανίζει η φωτιά, μερικά μόνο από τα θέματα των διηγημάτων της συλλογής.

Όλες οι ιστορίες της Κλεφτογιάννη είναι καλογραμμένες, η αφήγηση ρέει αβίαστα, η γλώσσα είναι κατανοητή και γοητεύει τον αναγνώστη με τις λεπτεπίλεπτες και ευαίσθητες περιγραφές τοπίων, διαδρομών, περιοχών, ανθρώπων, ενώ στο τέλος κάθε ιστορίας, συχνά, μας περιμένει μια μικρή έκπληξη ή μια μικρή, αλλά λειτουργική, ανατροπή. Σαν ταινίες μικρού μήκους, με επίκεντρο την πόλη και τους ανθρώπους της, συνθέτουν όλες μαζί ένα ενιαίο σύνολο, ένα ψηφιδωτό της σύγχρονης Θεσσαλονίκης, της πόλης όπου η συγγραφέας σπούδασε, έζησε και την αγάπησε για το διαφορετικό, το ποιητικό και το φευγαλέα παράξενο που έφτασε στα μάτια της ως αντανάκλασή της.

Αντιγράφω τον επίλογο του κορυφαίου, κατά τη γνώμη μου, διηγήματος της συλλογής «Για καφέ», όπου ο μικροπερίοδος λόγος, η στρωτή αφήγηση και η ανατροπή στην τελευταία ενότητα, συμπυκνώνουν τις αφηγηματικές αρετές της Κλεφτογιάννη:

«Ο σκύλος επέστρεψε και ξάπλωσε κάτω από την καρέκλα του. Μάλλον αυτή ήταν η θέση του. Η σερβιτόρα ζήτησε ευγενικά να πληρωθεί, γιατί άλλαζε βάρδια. Της έδωσε το χαρτονόμισμα, εκείνη πελάγωσε βλέποντάς το, τον παρακάλεσε για ψιλά και γύρισε να πληρωθεί από το διπλανό τραπέζι. Κοίταξε τριγύρω. Άνοιξε το κόκκινο πορτοφόλι και τη θήκη για τα ψιλά και διάλεξε ανάμεσα στα κέρματα που μπερδεύονταν με την ασημένια αλυσίδα. Πλήρωσε και ζήτησε από τη σερβιτόρα χαρτί και στυλό. Του έφερε ένα μολύβι και ένα κίτρινο τετράγωνο χαρτί. Άνοιξε το εσωτερικό φερμουάρ του πορτοφολιού κι έβγαλε το χιλιοδιαβασμένο σημείωμα. Στη θέση του έβαλε το κίτρινο χαρτί, με έναν αριθμό τηλεφώνου και «Σ' ευχαριστώ για τον καφέ». Σηκώθηκε. Πέταξε το γράμμα και περπάτησε προς την Άνω Πόλη. Στο αστυνομικό τμήμα της Σοφοκλέους παρέδωσε το πορτοφόλι.».

 Μπορεί από τα διηγήματα της Κλεφτογιάννη να απουσιάζουν οι έντονες κορυφώσεις και οι μεγάλες συγκινήσεις, μπορεί η σκληρή και συντηρητική Θεσσαλονίκη να παρουσιάζεται στις ιστορίες της αρκετά εξωραϊσμένη, η λεπτεπίλεπτη όμως αφήγησή της, η στρωτή γραφή και η ευαίσθητη ματιά της μάς προδιαθέτουν για μια ωριμότερη συνέχειά της στη λογοτεχνία.

 

(Το κείμενο αναγνώσθηκε σε παρουσίαση του βιβλίου στο μπαράκι «Έντεχνον» της Θεσσαλονίκης, στις 30 Νοεμβρίου 2015. Είχε δημοσιευτεί προηγουμένως στην book press τον Ιούνιο του 2015)

 

 

 

 

Η ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΜΥΘΟΥ

ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

 

 

Κώστας Κατσουλάρης, Μικρός δαχτύλιος, Νέες αθηναϊκές ιστορίες, φωτογραφίες Καμίλο Νόλλας, Ελληνικά Γράμματα, 2007, σελ. 179

 

 

Ο τόπος (όπως άλλωστε και ο χρόνος ή η αφηγηματική οπτική) αποτελεί μια σημαντική παράμετρο στη λογοτεχνική αφήγηση. Υπάρχουν συγγραφείς που ο τόπος των ιστοριών τους είναι απροσδιόριστος, σε κάποιους είναι φανταστικός ή εκλείπει τελείως, ενώ σε άλλους είναι εμφανής και αναγνωρίσιμος. Σε κάποια βιβλία ο τόπος, οι δρόμοι, τα τοπωνύμια λειτουργούν απλώς ως αφηγηματικό φόντο, ενώ, σε άλλα, είναι εμφανές το οργανικό δέσιμό τους με τη ζωή (και τη γραφή) του συγγραφέα, δημιουργώντας ένα ενιαίο κι αναπόσπαστο σύνολο. Σ’ αυτήν την τελευταία περίπτωση συγκαταλέγεται και ο πεζογράφος, μεταφραστής και κριτικός Κώστας Κατσουλάρης, που με τη συλλογή των πεζών κειμένων Μικρός δαχτύλιος (Νέες αθηναϊκές ιστορίες, τις χαρακτηρίζει ο ίδιος) αναδεικνύεται σε έναν από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους αθηναιογράφους – και όχι μόνο.

Η Αθήνα, ως λογοτεχνικός τόπος, υπάρχει έντονα από την εποχή ακόμα που ο Παπαδιαμάντης έγραφε τα αθηναϊκά του διηγήματα, ο Μιχαήλ Μητσάκης τις «Αθηναϊκές σελίδες» του και ο «ευλογημένος αθηναιογράφος» Δημήτρης Καμπούρογλου τα κείμενά του, μέχρι σήμερα, ενταγμένος στα βιβλία πολλών σύγχρονων λογοτεχνών – κυρίως πεζογράφων. Μια άλλη περίπτωση σύγχρονου αθηναιογράφου –με την πλατεία Βικτωρίας να δεσπόζει σε πολλές του ιστορίες– είναι και ο Μένης Κουμανταρέας, Αθηναίος ευπατρίδης που τίμησε, αγάπησε και εξακολουθεί να αγαπά τον τόπο του και τους ανθρώπους του, ίσως όσο κανείς άλλος λογοτέχνης (κάτι αντίστοιχο με την περίπτωση του Χριστιανόπουλου και τη Θεσσαλονίκη). Επίσης και ο κορυφαίος διηγηματογράφος Γιώργος Ιωάννου, παρότι Θεσσαλονικιός, ασχολήθηκε με την πλατεία Ομονοίας και τους κινηματογράφους της, αξιοποιώντας τις εμπειρίες και τα βιώματά του στην πρωτεύουσα. Το πρόβλημα, βέβαια, με την Αθήνα, ούσα απλωμένη, απέραντη και χαοτική, είναι πως είναι δύσκολο, πλέον, να αναδειχθεί ως λογοτεχνικός τόπος στην ολότητά του, όπως συμβαίνει με άλλες πόλεις της χώρας. Αυτό το γνώριζε και το γνωρίζει καλά ο Κ., και περιοριζόμενος στον Μικρό δαχτύλιο της πρωτεύουσας, μια ακανόνιστη περιφέρεια πέριξ του Λυκαβηττού, που περιλαμβάνει τα Εξάρχεια, τη Σόλωνος, τη Σκουφά, το Κολωνάκι και φτάνει μέχρι το Μέγαρο Μουσικής και το παλιό (και νέο, πάλι) γήπεδο του Παναθηναϊκού, τοποθέτησε εκεί τους ήρωές του και έστησε τις ιστορίες του. Αν και έχω την πεποίθηση πως ο Κ. δεν επέλεξε αυτήν την περιοχή (και τους ανθρώπους της), αλλά η περιοχή και οι άνθρωποί της τον επέλεξαν ως συγγραφέα των ιστοριών που διαδραματίζονται σ’ αυτήν.

Οι δώδεκα ιστορίες του βιβλίου, έχουν πολυχρωμία και γοητευτική θεματική ποικιλία. Μια παρέα νεαρών, που, την εποχή της ανατολής της καριέρας του καλλιτέχνη της ροκ Νικ Κέιβ, έχουν τον βράχο του Λυκαβηττού ως απάγκιο και διέξοδο στα άγχη και τις ανησυχίες της ηλικίας. Ένας παρατηρητικός αλλά αγοραφοβικός θεατής θεατρικής παράστασης, που δεν αντέχει την ωμότητα των σκηνών του έργου του συγγραφέα Γιώργου Διαλεγμένου, και που, πάντως, δεν είναι ο ιδανικός –κατ’ εκείνον– θεατής που θα μπορούσε να περιμένει εκείνο το βράδυ, έξω από το θέατρο, κοιτώντας τα πρόσωπα όσων αποχωρούσαν από την αίθουσα. Ο σωσίας του Κωνσταντίνου Τζούμα –του εμβληματικού εστέτ της Αθήνας– που τριγυρνά ανενόχλητος στο Κολωνάκι, γεμίζοντας αγωνία τον συγγραφέα, μήπως, έχοντας κακές προθέσεις, εκμεταλλευτεί την ομοιότητά του με τον άλλο, τον αυθεντικό. Η απόπειρα (και το αναπάντεχο μπλέξιμο) ενός συγγραφέα που δεν τον αναγνωρίζουν οι πλατιές μάζες αναγνωστών, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον του και τις βόλτες του, από τους γύρω από τον Λυκαβηττό δρόμους προς τα πεδινά, πέριξ της Ομόνοιας, μήπως, έτσι, συναισθανθεί καλύτερα τον άλλο, τον διαφορετικό, τον μετανάστη, και εξελιχθεί συγγραφικά (διήγημα «Αυτός ο Άλλος», μάλλον το καλύτερο της συλλογής). Μια λοξή, προσωπική ματιά στο ιστορικό στέκι Φίλιον, όπου πίνει τον καφέ της η μισή διάσημη Αθήνα – δημοσιογράφοι, πολιτικοί, σκηνοθέτες, ηθοποιοί, συγγραφείς, εκδότες, κριτικοί. Δυο φίλοι που ανταμώνουν ύστερα από καιρό, ψωνίζουν πουκάμισα και παντελόνι, όμως σε ένα μαγαζί της αλυσίδας Everest όπου κάθισαν για να τα πούνε, γνωρίζοντας μια σαραντάρα οδοντίατρο που υπόσχεται πολλά αλλά μάλλον δεν ενδίδει, τους συνέβησαν απρόσμενα συμβάντα. Μια γιαγιά, που δεν ακούει, δεν βλέπει και δεν θυμάται καλά τα παλιά, η οποία, κάθε χρόνο, την Πρωτοχρονιά, κερδίζει το φλουρί υπό τους ήχους των κανονιοβολισμών του Λυκαβηττού, που, φυσικά, δεν ακούει, είναι μόνο κάποιες από τις ιστορίες της συλλογής. Όλες οι ιστορίες του βιβλίου συνοδεύονται με οπτικό υλικό, εξαιρετικές φωτογραφίες του σπουδαίου φωτογράφου Καμίλο Νόλλα, που δένουν αρμονικά με το περιεχόμενο των κειμένων, και που, όπως πληροφορούμαστε από τον ίδιο τον συγγραφέα, τραβήχτηκαν μόνο με ένα απλό κινητό τηλέφωνο.

Ο Κ., με τη συγγραφή αυτού του βιβλίου, πέτυχε στα παρακάτω. Δεν υπέκυψε στην παγίδα της φτηνής ηθογραφίας, στα πρόσωπα του τόπου που ενέταξε στις ιστορίες του. Επικεντρώθηκε στην πέριξ του Λυκαβηττού περιοχή (την καρδιά της Αθήνας για πολλούς Αθηναίους, αλλά και για τους επισκέπτες της πόλης) και έξοχα την ανέδειξε, και μάλιστα σε βάθος χρόνου. Αξιοποίησε βιωματικό υλικό, αναφορικά με αυτήν την περιοχή, δανείζοντάς το στους ήρωες των ιστοριών που επινόησε. Έπαιξε με πολλές αφηγηματικές φωνές, δείχνοντάς μας διαφορετικούς τρόπους αφήγησης, που όλες τους συγκλίνουν στον τόπο αναφοράς των ιστοριών, στον Μικρό δαχτύλιο της πρωτεύουσας. Υπάρχει οργανικό δέσιμο ανάμεσα στον τόπο, τον αφηγητή και το ύφος (ή τα ύφη) γραφής, και έτσι, στο βιβλίο του Κ., η περιοχή γύρω από τον βράχο του Λυκαβηττού, δεν αποτελεί απλώς γεωγραφικό σκηνικό ή σημείο αναφοράς τυχαίων προσώπων και συγκυριακών περιστάσεων, αλλά εμπεριέχει τον συγγραφέα και τα βιώματά του.

Το πιο σημαντικό , όμως, από όλα είναι πως ο Κ. μ’ αυτό του το βιβλίο διατήρησε ζωντανή την αστική μυθολογία της πόλης όπου ζει, κάτι που το έχει ανάγκη τόσο η πόλη της Αθήνας και οι άνθρωποί της, όσο και η λογοτεχνία της χώρας, παρότι, από τη χρονιά που γράφτηκε το βιβλίο μέχρι σήμερα, υπάρχουν σημαντικές ανθρωπογεωγραφικές αλλαγές στη εν λόγω περιοχή της πρωτεύουσας – ιδίως «προς τα πεδινά», στο παλιό κέντρο της πόλης, σ’ αυτό της Ομόνοιας.

 

(το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, τχ. 162, Απρίλιος-Ιούνιος 2014)

 

 

 

 

ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

 

 

Κώστας Ακρίβος, Αλλάζει πουκάμισο το φίδι, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2013, σελ. 434

Γιάννης Γρηγοράκης, Τέταρτος κόσμος, μυθιστόρημα, Κέδρος, 2013, σελ. 391

 

 

(Δύο λογοτεχνικά έργα επιχειρούν, με διαφορετικούς τρόπους, να μιλήσουν για το σήμερα και το αύριο της Ελλάδας)

 

Πολλή συζήτηση γίνεται τελευταία για το αν πρέπει να γράφονται βιβλία μεσούσης της κρίσης ή μήπως είναι κάπως νωρίς, τα αποτελέσματα της κρίσης δεν έχουν ακόμη διαμορφωθεί, οπότε κάθε συγγραφική απόπειρα με θέμα την εν Ελλάδι οικονομική (και όχι μόνο) σχεδόν χρεωκοπία, είναι πρόωρη, βιαστική και ελλιπής. Κάποιοι μάλιστα διανοούμενοι αμφιβάλλουν ακόμη και αν υπάρχει κρίση, τουλάχιστον όχι περισσότερη απ’ ό,τι τις περασμένες δεκαετίες, όπως ισχυρίζονται, οπότε συχνά μένουμε να αναλογιζόμαστε μήπως όλοι μας ζούμε μια συλλογική αυταπάτη, μια μαζική φαντασίωση, μήπως όλα βαίνουν καλώς (πάντα εναντίον μας, κατά τη σκαμπαρδώνεια ρήση), οπότε τζάμπα ο κόπος να σχολιάζουμε και να γράφουμε οτιδήποτε σχετικό.

 

 

Οδοιπορικό στην κρυφή Ελλάδα

 

Ο Κώστας Ακρίβος, με το τελευταίο του μυθιστόρημα Αλλάζει πουκάμισο το φίδι, τάσσεται φανερά υπέρ του γραψίματος βιβλίων παράλληλα και μέσα στη κρίση. Και όχι μόνο αυτό. Θεωρεί καθήκον και χρέος της λογοτεχνίας να καταγράφει τις πολιτικοκοινωνικές αλλαγές και παθογένειες της χώρας άμεσα, δραστικά και με κάποιο αντίκρισμα, δίχως να αναζητά με στείρο και καταγγελτικό τρόπο μόνο τις αιτίες της, πνευματικής κυρίως, υποχώρησής μας, αφορίζοντας και κατακεραυνώνοντας τους υπευθύνους. Αποφεύγει δηλαδή τις κραυγές και τις καταγγελίες, μένοντας στην ουσία των πραγμάτων. Αυτά τα τελευταία, δηλαδή τον αφορισμό και την εύκολη και ανέξοδη κριτική κατά πάντων, τα αφήνει σε δύο άλλα πρόσωπα της αφήγησής του, έναν τούρκο χαμαμτζή και έναν κολλητό φίλο του, τον Τσιρίλο (παρατσούκλι, επειδή είναι οπαδός της AEK) – ο πρώτος οικτίρει τους Έλληνες για την κατάντια τους κι ο δεύτερος ψάχνει συνεχώς ενόχους, αποκαρδιώνοντας και αδικώντας το γένος αλλά και τον συγγραφέα.

Ο Ακρίβος, για να διαψεύσει και τους δύο, αλλά παράλληλα για να βρει και την έμπνευση να ξαναγράψει κάποια ιστορία (το άλτερ έγκο του στην αφήγηση πάσχει από το σύνδρομο της λευκής κόλλας, αν και δεν μας πολυπείθει σ’ αυτό το σημείο γιατί ο ίδιος είναι πολυγραφότατος), αποφασίζει να αφήσει τη βολή του και τον ζεστό καναπέ του και να περιπλανηθεί. Θα πετύχει, έτσι, τον στόχο του με αλλεπάλληλα ταξίδια στην ενδοχώρα (και ένα ολιγοσέλιδο στο μακρινό Πεκίνο) με τα οποία θα συναντηθεί και θα τονωθεί ψυχικά και διανοητικά από μια άλλη Ελλάδα, που αντέχει στον χρόνο, μια Ελλάδα γνήσιων δημιουργών, απλών αλλά και σημαντικών προσωπικοτήτων, όμορφων τοπίων, αρχαιολογικών χώρων αλλά και της ελληνικής λαλιάς και γλώσσας, που αιώνες τώρα μιλιέται απαράλλαχτη ή με μικρές διαφορές σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της πατρίδας. Όλα αυτά τα ταξίδια, εφτά τον αριθμό, συνθέτουν ένα βιβλίο που δεν είναι εύκολα κατατάξιμο από λογοτεχνικής σκοπιάς, αφού ακροβατεί ανάμεσα στο χρονικό, την αυτοβιογραφία, το οδοιπορικό, τα απομνημονεύματα, τη μαρτυρία και τις ημερολογιακές σημειώσεις, και αυτή η ασάφεια ταξινόμησής του σε συνδυασμό με τον ταξιδιωτικό του χαρακτήρα, το καθιστούν ξεχωριστό και άκρως ενδιαφέρον.

Στα ταξίδια-οδοιπορικά του Ακρίβου θα συναντήσει κανείς, μεταξύ άλλων, τον Στρατή Δούκα, τον Στέφανο Γρανίτσα, τον Παναγιώτη Ποταγό, γιατρό από τη Βυτίνα (η περίπτωσή του έγινε ποίημα από τον Θοδωρή Γκόνη και μελοποιήθηκε από τον Νίκο Ξυδάκη) αλλά και ιατρό, φιλόσοφο και εξερευνητή, τον οργανοπαίχτη Γιώργο Σφυρίδη, έναν νεαρό Κασιώτη καμαρότο τον Κωνσταντή που βοήθησε τον συγγραφέα σε μια μετακίνησή του με πλοίο, σε θαλασσοταραχή, τον καθηγητή γλωσσολογίας και δάσκαλο Χρίστο Τσολάκη, τον Αλφόνς Χοχάουζερ από παλιότερο βιβλίο του, μια διακεκριμένη επιμελήτρια εκδοτικού οίκου της Αθήνας και αρκετούς άλλους. Όλες αυτές οι συναντήσεις μπλέκονται αριστοτεχνικά με ρήσεις ή αποσπάσματα έργων των Κάρβερ, Παπαδημητρακόπουλου, Δημήτρη Χατζή, Μπεράτη, Μέλβιλ, Σατωμπριάν, Βαμβακάρη, Παπαδιαμάντη και άλλων επώνυμων ή λιγότερο γνωστών συγγραφέων, ποιητών, μουσικών, περιηγητών, αρχαιολόγων και ιστορικών, δημιουργώντας ένα γνήσιο και αυθεντικό αμάλγαμα πολιτισμού, ελληνικότητας (όχι με την ιδεοληπτική και εθνοκεντρική της έννοια), ιστορικής μνήμης και πίστης σε αξίες που υπάρχουν διάσπαρτες (σε τόπους, θυμητάρια, μνημεία ή μέσα σε βιβλία) σε όλη την Ελλάδα. Η γλώσσα είναι ρέουσα και ιδιαίτερα προσεγμένη και το βιβλίο (παρότι 434 σελίδων) πουθενά δεν φλυαρεί ούτε κάνει κοιλιά. Ο αναγνώστης ρουφάει με ενδιαφέρον τα ταξίδια του Α. δίχως να πάθει αναγνωστικό τζετ λαγκ. Απεναντίας στοχάζεται με τον συγγραφέα, αναπολεί, συγκινείται, γελάει και στο τέλος αισιοδοξεί. Ο Α., με κάποια αδιευκρίνιστα ηλεκτρονικά μηνύματα που δέχεται στον υπολογιστή του ή στο κινητό του, υφαίνει και μια νότα μυστηρίου στο κείμενο, κάτι που το κάνει κι ο Μουρσελάς (με τηλεφωνήματα αγνώστου) στο τελευταίο του μυθιστόρημα Στην άκρη της νύχτας (Πατάκης, 2011), ένα έξυπνο εύρημα που βρίσκει τη λύση του προς τις τελευταίες σελίδες της αφήγησης.

Ωστόσο για να γραφτεί ένα τέτοιο βιβλίο θέλει, πέρα από δεξιοτεχνία και ικανότητα στη μεγάλη σύνθεση (προτερήματα που ο Ακρίβος διαθέτει δίχως καμία αμφιβολία), ευαισθησία, θετική ματιά και θετική διάθεση απέναντι στις κακοτοπιές και στα προβλήματα των καιρών, άφθονα διαβάσματα, αλλά και ιδιαίτερη κριτική ικανότητα για να ξεχωρίσεις τη σημαντική Ελλάδα, που επιμένει και αντιστέκεται κατά τη ρήση του Σαββόπουλου, από την άλλη Ελλάδα, της ρεμούλας, του εύκολου πλουτισμού, της αφασίας και της υπανάπτυξης. Θέλει καθαρό βλέμμα απέναντι στα πράγματα και τη ζωή, αισιοδοξία, όραμα και ελπίδα. Ο συγγραφέας κερδίζει το στοίχημα κυρίως με τον εαυτό του, παρουσιάζοντάς μας μια Ελλάδα που πρέπει να την ψάξουμε αρκετά και εις βάθος για να την ανακαλύψουμε, κάτω από τις ταφόπλακες της ευτέλειας, της κατάπτωσης (ηθικής, πνευματικής και οικονομικής), της γκρίνιας και της μιζέριας. Και το σημαντικότερο; Προτείνει λύσεις στο τέλος για τη φυγή μας από το βάλτωμα και την κακοδαιμονία μας – απόλυτα υλοποιήσιμες ή κάπως ουτοπικές και μυθιστορηματικές, αυτό ας το κρίνει ο ίδιος ο αναγνώστης.

 

 

Ελληνική δυστοπία

 

Ένα εκ διαμέτρου αντίθετο βιβλίο για την κρίση σε σχέση με το κείμενο του Ακρίβου, αποτελεί το μυθιστόρημα του Γιάννη Γρηγοράκη Τέταρτος κόσμος. Ο Γρηγοράκης συμπίπτει με τον Ακρίβο στη θεματολογία και στην ευαισθησία στο να καταγράψει τα επακόλουθα της κρίσης (άρα κρίση μάλλον υπάρχει…), ίσως και στο ογκώδες των κειμένων τους, όμως το δικό του κείμενο δεν έχει ούτε παρηγορητικό-ιαματικό χαρακτήρα, ούτε στο να αναδείξει κάποια άλλη Ελλάδα της γνησιότητας και των αξιών αποσκοπεί, ούτε αυτοβιογραφείται μέσω της γραφής, ευρισκόμενος ο ίδιος στην καρδιά των γεγονότων και της ιστορίας. Ο Γρηγοράκης στήνει ένα ενδιαφέρον μυθιστόρημα αποσκοπώντας στο να αναδείξει τον μελλοντικό ζόφο, την απόλυτη παρακμή και την ακραία ανθρώπινη εξαθλίωση στην οποία, με μαθηματική ακρίβεια, θα μας οδηγούσε ενδεχόμενη γενίκευση της κρίσης. Πρόκειται δηλαδή για ένα μελλοντολογικό, δυστοπικό και ταυτόχρονα έντονα πολιτικό βιβλίο, που πλησιάζει στη γραφή και στη θεματολογία (σχεδόν αγγίζει) το τελευταίο μυθιστόρημα της Μαρίας Κουγιουμτζή Μήπως δεν ξημερώσει; (Καστανιώτης, 2013).

Ο συγγραφέας, προσπαθώντας να δει μια δεκαετία περίπου μπροστά, φαντάζεται μια χώρα, που δεν την κατονομάζει, όπου τα παραδοσιακού τύπου κόμματα έχουν καταρρεύσει, η Μεγάλη Ύφεση έχει διαπεράσει ολοκληρωτικά το σύστημα και η Χώρα κυβερνιέται από έναν στυγνό εκπρόσωπο των τραπεζών. Οι άνεργοι και οι ημιαπασχολούμενοι, που είναι αρκετά εκατομμύρια, έχουν σχεδόν εξοριστεί σε καταυλισμούς, μακριά από τις πόλεις, φορώντας ένα κόκκινο αστέρι στο στήθος για να διακρίνονται, κατά τα πρότυπα του κίτρινου αστεριού των Εβραίων, στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η τηλεόραση, που ελέγχουν απόλυτα οι κυβερνώντες τραπεζίτες, κάνει κυριολεκτικά πλύση εγκεφάλου στον κόσμο, η ψυχαγωγία των ανθρώπων εξαντλείται σε παιχνίδια στην αρένα του Κολοσσαίου όπου μοιράζονται οιονεί χρήματα, ενώ οι κάπως πλούσιες οικογένειες υποχρεωτικά υποδέχονται και φιλοξενούν ανέργους και μετανάστες, παρουσία δικαστικών επιμελητών. Πολλοί άνεργοι και εξαθλιωμένοι δουλεύουν ήδη ως μισθοφόροι στον Τρίτο Κόσμο. Ο τέταρτος κόσμος είναι προ των πυλών, φαντάζει πλέον όχι ως ένας δυστοπικός εφιάλτης, αλλά ως πιθανή μελλοντική πραγματικότητα. Ο χρόνος, οι αποφάσεις των πολιτικών και η πορεία της χώρας θα μας δείξει αν θα μείνει μόνο ως λογοτεχνικό σενάριο ή αν θα λάβει, κάποια στιγμή, σάρκα και οστά.

 

 (book press, Ιανουάριος 2014)

 

 

 

 

 

Η ΜΕΘΕΞΗ ΤΟΥ ΑΚΟΥΣΜΑΤΟΣ

ΤΩΝ ΩΚΕΑΝΙΩΝ ΘΗΛΑΣΤΙΚΩΝ

ΚΑΙ Η ΜΕΘΕΞΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

  

  

Φώτης Θαλασσινός, Το άσμα της φάλαινας, νουβέλα, 2012, Εκδόσεις Οδός Πανός, σελ. 79

  

Ο Φώτης Θαλασσινός (γεννημένος στην Κω το 1977) προκάλεσε αίσθηση στα γράμματα με τα βιβλία του Ο θάνατος του κόμη Λοτρεαμόν και Λούπα, τυπωμένα, τότε, από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Τώρα, το σύνολο του έργου του, πέντε δηλαδή πεζογραφικά βιβλία, επανεκδίδεται από τις χαμηλόφωνες και ποιοτικές εκδόσεις Οδός Πανός, που διευθύνει ο ποιητής-εκδότης  Γιώργος Χρονάς. Το τελευταίο βιβλίο του, που τιτλοφορείται Το άσμα της φάλαινας, είναι μια σύντομη αλλά πυκνογραμμένη νουβέλα, μόλις εβδομήντα εννιά σελίδων, που αναδεικνύει την ποιότητα της γραφής του συγγραφέα και παράλληλα εκπλήσσει ευχάριστα.

Σε μια φανταστική, πιθανότατα μελλοντική (ο συγγραφέας δεν διευκρινίζει τόπο και χρόνο της αφήγησής του) χώρα, την Μπελούγκα, οι σχέσεις των ανθρώπων είναι κανιβαλικές. Η ωμότητα και η κακία διατρέχουν κάθε σκέψη και πράξη τους. Ο Χασάν δολοφονεί τον Αμπντάλ, που έχει μεγαλύτερο μήκος πέους από τον ίδιο, ενώ ο Μάικ δολοφονεί τον ηλικιωμένο Σιράχη που αγαλλιά ακούγοντας μυστικούς ήχους από μια συσκευή, την οποία και του κλέβει. Ο χριστιανός Έντγκαρ (φανερό άλτερ έγκο του συγγραφέα, αφού τόσο η μοναχικότητα όσο και η ηλικία αλλά και η παθολογική του αγάπη και προτίμηση στο έργο της Ζατέλη, μαρτυρούν τη μεταμφίεσή του για τις ανάγκες της αφήγησης) εκστασιάζεται παρατηρώντας τα έντομα να πεθαίνουν στο φως της λάμπας του δρόμου. Οι μυστικοί ήχοι που γαληνεύουν κάποιους μυημένους της Μπελούγκα (εν προκειμένω τον Έντγκαρ), θα αποκαλυφθεί μόλις στη σ. 51 της αφήγησης πως πρόκειται για ήχους φαλαινών, που ασκούν πάνω του μια παράξενη, κατευναστική επίδραση. Όμως η φράση τραγούδι των φαλαινών είναι παράλληλα και αφιέρωση, στην πρώτη σελίδα, του τελευταίου βιβλίου της Ζατέλη, που τιτλοφορείται Ηδονή στον κρόταφο. Στη νουβέλα η Ζατέλη εμφανίζεται μεταμφιεσμένη ως Καλένα, ενώ και μία μίμος που κι αυτή ευνοείται από το άσμα των φαλαινών ολοκληρώνει το παζλ των αλλόκοτων και ασυνήθιστων ηρώων του Θαλασσινού. Στο τέλος η γαλήνη, η ηρεμία και το καλό θα κυριαρχήσουν, μέχρι να ανατείλει ξανά στα μάτια του Έντγκαρ η άβυσσος.

Συμβολικό αφήγημα-νουβέλα, με αξιοσημείωτη πύκνωση στη γραφή του, πλούσια γλώσσα και έμπλεο ιδεών και σκοτεινών δυνάμεων που αντιπαλεύουν συνεχώς για το ποια θα επικρατήσει. Το προαιώνιο παιχνίδι της μάχης του καλού με το κακό. Στο βιβλίο υπάρχει δυνατή εικονοποιία που καθηλώνει. Κείμενο σκοτεινό, εφιαλτικό, δαιμονικό αλλά ταυτόχρονα γραμμένο με την –φαινομενικά– αθώα πεποίθηση πως το καλό θα κυριαρχήσει σε μελλοντικές κοινωνίες, η γαλήνη θα καταπραΰνει τις ψυχές, δίνοντας φως κι αλήθεια στις ανθρώπινες πράξεις. Κι όλα αυτά αν αφουγκραστούμε βαθιά τους μυστικούς ήχους της φύσης και των πλασμάτων της. Όμως η άβυσσος θα καραδοκεί πάντα σε μεμονωμένους ανθρώπους, σε ατομικές περιπτώσεις, που θα νιώθουν μέχρι τέλος τον δαίμονα να αναδεύει τα σπλάχνα τους.

 

 

Ζατελικές επιρροές

 

Στον πλούσιο και σκοτεινό κόσμο του Θαλασσινού μόνο οι λοξοί και οι σκοτεινοί αντέχουν τη φωνή των πεταλούδων, όταν αυτές καίγονται στο φως μιας λάμπας ή γαληνεύουν στο άκουσμα του άσματος της φάλαινας, ενός ζώου με σπάνια νοημοσύνη που συγκρίνεται με εκείνη του ανθρώπου. Το άσμα της φάλαινας ίσως να είναι ένας συμπαντικός ήχος που δονεί και κατευθύνει κάποιους μυημένους που, θεληματικά ή άθελα, κινούν τα νήματα τούτου του κόσμου. Το λογοτεχνικό σύμπαν του Φώτη Θαλασσινού έχει επηρεαστεί βαθιά από το αντίστοιχο ερεβώδες ζατελικό σύμπαν, μόνο που νομίζω πως ο συγγραφέας (παρότι οι επιλογές του είναι, ή τουλάχιστον φαίνονται, συνειδητές) θα πρέπει κάποτε να αποβάλει, σταδιακά, αυτόν τον θαυμασμό-λατρεία-εξάρτηση από τη σημαντική πεζογράφο, για να αυτονομηθεί ως συγγραφική οντότητα και να λάβει το έργο του ουσιαστική υπόσταση.

Οι ήρωες του Θαλασσινού δεν κινούνται από σκοπιμότητα, είναι άκοντες καλοί ή κακοί και θυμίζουν πρωταγωνιστές ενός αόρατου θιάσου που παίζουν προκαθορισμένους ρόλους. Η κακία και η καλοσύνη είναι δυο έννοιες που απέχουν ελάχιστα μεταξύ τους, δίχως το βαρύ σημασιολογικό φορτίο να τις περιβάλλει. Ακόμα και οι κανιβαλικές πράξεις των προσώπων, η αμφιθυμία τους, οι εμμονές τους, οι σκέψεις και οι λογισμοί τους φαντάζουν απλές και αναμενόμενες. Είναι ένα πλαστό, σκηνοθετημένο λογοτεχνικό σύμπαν, που ωστόσο, ώρες ώρες, παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τις γήινες συμβάσεις και όλο αυτό που (με απεριόριστη ευκολία) αποκαλούμε ανθρώπινο πολιτισμό. Οι πρωταγωνιστές έχουν μια εσωτερική δυναμική, περισσότερο παθαίνουν παρά δρούνε. Είναι υπάρξεις στο περιθώριο της ζωής, αλλά στο προσκήνιο ενός άλλου αθέατου κόσμου, που αποκαλύπτεται στους λίγους, τους ασκημένους, τους βασανισμένους, τους ταπεινούς.

Ως προς τη γραφή, μια παρατήρηση. Ο Θαλασσινός είναι γνήσιο αφηγηματικό ταλέντο και κατέκτησε μια αξιοσημείωτη πύκνωση στη γραφή του. Πύκνωση λεκτική όσο και νοηματική. Δεν είμαι σίγουρος όμως ότι αντιλαμβάνεται πάντα το συναισθηματικό φορτίο που κουβαλούν οι λέξεις που χρησιμοποιεί. Κάπου γίνεται μια κατάχρηση ασυνήθιστων και βαθυστόχαστων φράσεων, με αυτοσκοπό τη δημιουργία υποβλητικού ύφους, κλίματος και ατμοσφαιρικότητας, γεγονός που αλλοιώνει κάπως το εξαιρετικό λογοτεχνικό του δημιούργημα.

Συμπερασματικά: To Το άσμα όπως φάλαινας είναι ένα πυκνό, γοητευτικό αφήγημα, που καθηλώνει. Ίσως δεν φτάνει όπως κορυφώσεις του Λούπα, που το θεωρώ κορυφαίο έως τώρα βιβλίο του Θαλασσινού, όπως οι ιδέες, η γραφή και η δυνατή εικονοποιία φανερώνουν πως ο συγγραφέας κατορθώνει να διατηρήσει με άνεση μια σταθερή ποιότητα στην πεζογραφία του. Όπως ο Ένγτκαρ νιώθει μέθεξη με το ηχογραφημένο τραγούδι των φαλαινών, έτσι και ο απαιτητικός αναγνώστης νιώθει την ίδια μέθεξη με τη γραφή του Θαλασσινού.

 

    (book press, Νοέμβριος 2012)

 

 

 

 

 

ΠΛΩΤΑ ΝΗΣΙΑ

 

 

 

Δημήτρης Μίγγας, Πλωτά νησιά, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2012, σελ. 241

  

 

«Στη θάλασσα είσαι λιγάκι πιο κοντά στο όνειρο. Δεν είναι εύκολο να ξεφύγεις απ’ τη νύχτα μεσοπέλαγα».

Μέσα στις δυο παραπάνω προτάσεις γίνεται η συμπύκνωση του έβδομου κατά σειρά βιβλίου του Δημήτρη Μίγγα, που τιτλοφορείται Πλωτά νησιά.

Πρόκειται για το νησιωτικό σύμπλεγμα των Στροφάδων, δυτικά της Πελοποννήσου, όπου ταξιδεύουν με ιστιοφόρο τρεις παιδικοί φίλοι: ο συγγραφέας Τάσος, ο φιλόλογος Νίκος κι ο ιδιοκτήτης του σκάφους, ο Θεμιστοκλής. Η βραδινή τους διαδρομή γίνεται με παρότρυνση του Τάσου, φόρος τιμής στον εξαφανισμένο προ ετών παιδικό τους φίλο Στράτο, με τον οποίον αποτελούσαν, κάποτε, αχώριστη τετράδα και απάρτιζαν ερασιτεχνικό μουσικό συγκρότημα. Ο Στράτος εξαφανίστηκε μυστηριωδώς μια νύχτα που οι τέσσερις φίλοι ψάρευαν με γρι-γρι και έκτοτε δεν έχουν νέα του. Ο Τάσος, που ο φίλος του έχει στοιχειώσει στη μνήμη του, έχει γράψει ένα βιβλίο για κείνον, το οποίο, οι δυο άλλοι φίλοι, διαβάζουν εν πλω και υποβάλλονται –όπως και ο αναγνώστης, άλλωστε– με την εξέλιξη του στόρι. Παράλληλα, ο καθένας τους νιώθει τύψεις για εκείνη τη βραδιά και τον χαμό του φίλου τους. Στην τελευταία ενότητα, όπου η ιστορία απογειώνεται με τα συμβάντα του φάρου, δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε πόσο η πραγματικότητα εμφιλοχωρεί στον μύθο και το αντίστροφο – μια μόνιμη και συνεχής κατάσταση που χαρακτηρίζει τη γραφή του Μίγγα από τα πρώτα του ακόμα βιβλία.

 

  

Αφήγηση με αναδρομές

  

 

Η αφήγηση των Πλωτών νησιών δεν είναι ευθύγραμμη. Υπάρχουν πολλές εμβόλιμες αναδρομές σε γεγονότα του παρελθόντος, ενώ η γέφυρα από το παρόν στο παρελθόν γίνεται πάντα ομαλά και αβίαστα, είτε με μία κουβέντα ή με μια περιγραφή στην αρχή της επόμενης ή στο τέλος της προηγούμενης ενότητας. Υπάρχει επίσης ένας νεωτερικού τύπου εγκιβωτισμός ενός αφηγηματικού κομματιού (το βιβλίο, αποσπάσματα του οποίου διαβάζονται στο σκάφος και στο νησί), ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής Πύλου-Στροφάδων εμφανίζονται ως μνήμες τουλάχιστον τρία γυναικεία πρόσωπα – κυρίως οι ματαιωμένες αγάπες των ηρώων.

Το θαλασσινό στοιχείο, που είναι ευδιάκριτο στα βιβλία του Μίγγα απ’ την πρώτη του ποιητική συλλογή, οι νεκροί που ζητούν δικαίωση και τους ζωντανεύουμε όταν τους σκεφτόμαστε (ίδιο αρκετών Θεσσαλονικιών λογοτεχνών), κι αυτό το συνεχές πήγαινε-έλα από την ονειρική κατάσταση στην πραγματικότητα, είναι ευδιάκριτα και σ’ αυτό το βιβλίο. Διάσπαρτα, σαν νάρκες, υπάρχουν σ’ ολόκληρο το κείμενο σημεία με έντονη συναισθηματική φόρτιση. Το βιβλίο έχει έντονη δραματικότητα, υπάρχει σασπένς στην πλοκή και μπορεί να χαρακτηριστεί ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα. Σ’ όλη τη θαλάσσια διαδρομή γίνεται ένα παιχνίδι βλεμμάτων, σιωπών, κρυφών σκέψεων και φανερών εξομολογήσεων. Η γλώσσα απλή, πυκνή, με θαλασσινή ορολογία, που παρουσιάζει τον συγγραφέα γνώστη της θάλασσας, των σκαφών και των θαλάσσιων διαδρομών. Σε κάποια σημεία, ιδίως στις πάμπολλες περιγραφές, ο Μίγγας κάπου παλαντζάρει ανάμεσα στην απλοϊκή λογιοσύνη και τη ρετουσαρισμένη κοινοτυπία, δίχως όμως η γλώσσα του να γίνεται εξεζητημένη.

Τέλος, δυο μικρά αφηγηματικά φάλτσα που έπιασαν οι κεραίες μου και μια εξίσου μικρή ένσταση, που θα διατυπώσω παρακάτω. Η στιγμή που ο Θεμιστοκλής –ο πιο γήινος, μπερμπάντης και μη λόγιος της παρέας– απαγγέλει στα κύματα στίχους του Καββαδία (πρώτο φάλτσο), ενώ, λίγες σελίδες νωρίτερα, όταν ο ίδιος άνθρωπος έχει άποψη για τις εκδηλώσεις λόγου και τη μιζέρια που αυτές εκπέμπουν, εκφράζοντας προχωρημένες σκέψεις, που μόνο κάποιος που έφαγε τις βιβλιοπαρουσιάσεις με το κουτάλι θα μπορούσε να εκφράσει (δεύτερο φάλτσο). Η μικρή μου ένσταση έχει να κάνει με το πορτρέτο του συγγραφέα του βιβλίου (η εξωτερική περιγραφή ταιριάζει γάντι στον Μίγγα, κοιτώντας και τη φωτογραφία του στο αυτί του βιβλίου) με το οποίο ο Μ, προσπαθεί απεγνωσμένα να δώσει αληθοφάνεια στην ιδιότητα του ήρωά του. Τον προσδιορίζει μάλιστα με την τριπλή ιδιότητα: γραφιάς που βγάζει το χαρτζιλίκι του, επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής ταυτόχρονα, ίσως για του προσδώσει επιπλέον κύρος. Είναι φορεμένο αυτό το τρίπτυχο, κάπως μπανάλ και αδικεί τις προθέσεις του Μ.

Συνοψίζω: Τα Πλωτά νησιά είναι ένα σημαντικό βιβλίο, που πρέπει να κάνει τον συγγραφέα του να νιώθει δικαιωμένος. Ξεχωρίζει ανεπιφύλακτα από τα ανόμοια (υφολογικά και θεματικά) και άνισα βιβλία του Μεταιχμίου της τελευταίας συγγραφικής σοδειάς που αφορούν βορειοελλαδίτες πεζογράφους (εξαιρώ το Απόψε δεν έχουμε φίλους, της Σοφίας Νικολαΐδου, που προκάλεσε αίσθηση και ήταν ιδιαίτερα καλογραμμένο).

Ο Μίγγας με την ευαισθησία και την ποιότητα της γραφής του δίνει βάθος στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, ενώ παράλληλα εξακολουθεί να αποτελεί το δυνατό χαρτί του οίκου που τον στεγάζει.

    

 (book press, Σεπτέμβριος 2012)

 

 

 

 

 

 

ΤΟ ΑΛΟΓΑΚΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

 

 

 

 

Αρχοντούλα Διαβάτη, Το αλογάκι της Παναγίας, μυθιστορίες, Νησίδες, 2012

 

 

Η Αρχοντούλα Διαβάτη, που, όπως διαβάζουμε στο αυτί του βιβλίου της, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Νομικά και Νεοελληνική Φιλολογία στο Α. Π. Θ., τύπωσε, ύστερα από οκτώ χρόνια, το δεύτερο βιβλίο της, που το χαρακτηρίζει μυθιστορίες (το πρώτο της βιβλίο ήταν το χρονικό Στη μάνα του νερού, τυπωμένο από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό», το 2004)

Πρόκειται για ένα κολάζ μικρών, πολύ μικρών ή κάπως μεγαλύτερων κειμένων που (τα περισσότερα) διακρίνονται από υφολογική ποικιλία, ελλειπτικότητα και, σε μερικές περιπτώσεις, από ένα αχνό, ποιητικό απόηχο στη γραφή τους. Ένα κομμάτι τού βιβλίου αφορά γράμματα (αλληλογραφία) που δέχεται η Ναυσικά (το άλτερ έγκο της συγγραφέως) από τον Άγγελο, στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης – η συγγραφέας δεν μας αποκαλύπτει την ακριβή χρονολογία της αποστολής αυτών των γραμμάτων. Η αλληλογραφία παρουσιάζει σκέψεις, συναισθήματα, γεγονότα και αποτυπώνει ανάγλυφα όλο το κλίμα της εποχής, με τα χαοτικά αδιέξοδα, τη φλόγα, την αγωνία και την ιδεολογική διαπάλη των νέων που αμφισβητούσαν έντονα τη γνώση και το κοινωνικό σύστημα.

Σε άλλου τύπου κείμενα, η Δ. μας συστήνει (έτσι, όπως είχε την τύχη να γνωρίσει) μεγάλες προσωπικότητες των επιστημών, της λογοτεχνίας και της καλλιτεχνικής εν γένει ζωής. Αριστόβουλος Μάνεσης, Βασίλης Βασιλικός, Ιάνης Ξενάκης, Δημήτρης Χατζής. Μορφές που την χάραξαν και άφησαν στην ψυχή και στο έργο της ευδιάκριτο το ίχνος τους.

Ακολουθούν άλλα κείμενα με επίκεντρο την πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου η μνήμη κάνει άλματα, αναπηδώντας από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα. Εδώ γίνεται αναφορά στη Διαγώνιο, στο Δεύτερο Γυμνάσιο Θηλέων, την Ουρανούπολη, την πλατεία Αριστοτέλους, τη Φιλοσοφική Σχολή με τους φημισμένους καθηγητές της, μετά πίσω, πάλι στα χρόνια του Δημοτικού, κι ύστερα ξανά Φιλοσοφική, Γαλλικό λύκειο, σαλονικιώτικα όνειρα εν μέσω καύσωνα, βιβλία κλασικά και ταινίες ορόσημα μιας ολόκληρης εποχής, αλλά και σκόρπιες μνήμες, ημερολογιακές σημειώσεις και σημειώσεις στο περιθώριο βιβλίων, φίλοι και φίλες που χάθηκαν, πολιτικές αντιπαλότητες και ιδεολογικές μάχες σώμα με σώμα, ένας ολόκληρος κόσμος, μια εποχή τελούσα σε λήθαργο και ακινησία, που ξυπνά και ζωντανεύει μέσα από την πένα της αφηγήτριας.

Φυσικά, όλα τα κείμενα δεν παράγουν το ίδιο καίριο και δραστικό αποτέλεσμα, ούτε αντέχουν σε μεμονωμένη αυστηρή λογοτεχνική κριτική – άλλωστε το βιβλίο αποτιμάται στο σύνολό του, και όχι ως μεμονωμένα κείμενα. Ωστόσο, νομίζω πως η Διαβάτη, με αυτό της το πόνημα, κερδίζει στα εξής σημεία:

α) Αποτυπώνει με θραυσματικό τρόπο γραφής το χαοτικό και φευγαλέο χαρακτήρα μιας εποχής που την σημάδεψε.

β) Μας αποκαλύπτει τη σημασία και την αξία των «σημειώσεων στο περιθώριο» και της ημερολογιακού τύπου λογοτεχνίας.

γ) Κατορθώνει να οργανώσει σε ενιαίο λογοτεχνικό σώμα όλα τα επιμέρους κείμενα, σχόλια, σκέψεις, μνήμες, λειτουργώντας ως κατασκευάστρια ψηφιδωτού που κολλά ψηφίδα ψηφίδα τα επιμέρους κομμάτια τού δημιουργήματός της.

Εντύπωση προξενεί η γνωριμία της και οι φιλικές σχέσεις που ανέπτυξε με καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες παγκόσμιας εμβέλειας, της οποίες αναπολεί με σεβασμό και συγκίνηση, ενώ κάποια μικρά κείμενά της –ιδίως της το τέλος του βιβλίου– μου θύμισαν τη στήλη «Δευτέρα» του Γιώργου Χρονά, που, φαίνεται, πως η συγγραφέας είχε υπόψη της (αναφέρεται σε κάποιο σημείο του βιβλίου για τεύχη του περιοδικού Οδός Πανός, όπου και η εν λόγω στήλη) και, προφανώς, επηρεάστηκε απ’ την ελλειπτικότητα και πυκνότητα τού λόγου του ποιητή-εκδότη. Αυτά τα κείμενα της Δ. για τα οποία μιλώ, πιστεύω πως συγκαταλέγονται στις καλύτερες στιγμές της, αφού εμπεριέχουν λογοτεχνικότητα, δράση και πύκνωση λόγου, και όχι ξερή, ημερολογιακού τύπου καταγραφή γεγονότων.

Συμπερασματικά: Ένα βιβλίο προσωπικό, με μεγάλη συναισθηματική αξία πρωτίστως για την ίδια τη συγγραφέα, βιωματικό, χαμηλόφωνο, που αναπλάθει μια εποχή γεφυρώνοντας τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης (λίγο πριν, λίγο μετά) με το αλλοπρόσαλλο σήμερα. Ένα βιβλίο που, σε αρκετούς αναγνώστες, έχει να πει και να θυμίσει πολλά.

 

(book press, Ιούλιος 2012)

 

 

 

 

 

 

ΚΛΕΙΣΤΗ ΠΟΡΤΑ

 

 

 

Ευγενία Μπογιάνου, Κλειστή πόρτα, διηγήματα, εκδ. ΠΟΛΙΣ, 2012, σελ. 167

  

  

Κάποιοι γνωστοί (ή και άγνωστοι) εκδοτικοί οίκοι της πρωτεύουσας λειτουργούν ως πηγές απ’ τις οποίες ρέουν αθόρυβα κάποια συγγραφικά ποταμάκια, που με τη σειρά τους χύνονται στη μεγάλη θάλασσα της λογοτεχνίας. Ένας απ’ αυτούς οι εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, ποιοτικές και πάντα αξιόπιστες, που εδώ και κάποια χρόνια διαμορφώνουν και στηρίζουν αυτό που λέμε νέα αθηναϊκή πεζογραφική σκηνή. Πρόκειται για μια σειρά λογοτεχνικών κειμένων με ευδιάκριτα τα χαρακτηριστικά που την διέπουν. Χαμηλόφωνα κείμενα –διηγήματα ως επί το πλείστον, αλλά και σύντομες, ελλειπτικές νουβέλες– όχι ιδιαίτερης λογοτεχνικότητας (με το σκεπτικό του κεντήματος της γλώσσας, της πλούσιας έκφρασης, του φορτωμένου με λογοτεχνικά ψιμύθια κειμένου κτλ.) –καλύτερα να το πω: κείμενα λιτά, για να μην παρεξηγηθώ–, καθόλου αυτοαναφορικά (δεν υπάρχει πουθενά προβολή της ατομικής περίπτωσης του εκάστοτε δημιουργού), ένα πλησίασμα στους ανθρώπους της διπλανής πόρτας (η πορεία δείχνει από τους μετανάστες στους Έλληνες «δεύτερης» ή «τρίτης» διαλογής, κατόπιν σε αφομοιωμένους μετανάστες και τελικά πάλι σε Έλληνες της κρίσης και της ανέχειας), δρόμοι, περιστατικά, διαμερίσματα, πολυκατοικίες της πρωτεύουσας (καμιά φορά και της επαρχίας), και καταγραφή του μικροκλίματος της ζωής σ’ αυτούς τους χώρους, σε συνδυασμό πάντα με την υπάρχουσα οικονομική κρίση που ενισχύει κοινωνικές παθογένειες ή με παλιότερα κοινωνικοπολιτικά συμβάντα, που χάραξαν ολόκληρες γενιές Ελλήνων.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εντάσσονται βιβλία όπως το Προδοσία κι εγκατάλειψη της Σκαλίδη, το Ο ήχος του ακάλυπτου της Παπαδάκη, το Βασιλική της Νικολοπούλου, το βραβευμένο (δικαίως) Κάτι θα γίνει, θα δεις του Χ. Οικονόμου, το Θυμάμαι της Βασιλικής Πέτσα και το, πιο πρόσφατα τυπωμένο, Κλειστή πόρτα της Θεσσαλονικιάς ως προς την καταγωγή Ευγενίας Μπογιάνου.

Για την Ευγενία Μπογιάνου μαθαίνουμε ελάχιστα από το αυτί του δικού της βιβλίου. Κρατάμε πως πρόκειται για το δεύτερο βιβλίο της, αφού προηγήθηκε άλλη συλλογή διηγημάτων από άλλον εκδοτικό οίκο. Το Κλειστή πόρτα μού άφησε, γενικά, αρκετά καλές εντυπώσεις. Το πήρα στα χέρια με κάποια προκατάληψη είναι η αλήθεια, αλλά, σταδιακά, με κέρδισε ως αναγνώστη. Έντεκα χαμηλόφωνα, καλογραμμένα διηγήματα που είναι ενωμένα ως κρίκοι μιας ενιαίας αλυσίδας (κάποτε αυτό το είδος χαρακτηριζόταν με τον πιο εύστοχο και διευκρινιστικό όρο αλληλένδετες ιστορίες, σήμερα αρκεί ένα διηγήματα και ξεμπερδέψαμε). Τα πρόσωπα περιπλέκονται περίτεχνα στις ιστορίες, οι ζωές τους διασταυρώνονται, η άγνοια του αναγνώστη για έναν ήρωα ενός διηγήματος γίνεται γνώση στην αμέσως επόμενη ιστορία, κι εντέλει μέσα από το βιβλίο υφαίνεται ένα ψηφιδωτό προσώπων και καταστάσεων με ήρωες καθημερινούς και οικείους, καθόλου εκκωφαντικούς, εκκεντρικούς ή εξεζητημένους, που, όσο τους γνωρίζουμε περισσότερο και εις βάθος, μας γίνονται πιο οικείοι, θελκτικοί και προσιτοί. Οι απολήξεις των ιστοριών άλλοτε είναι καίριες, αιχμηρές και πετυχημένες, άλλοτε χαλαρές και αναμενόμενες. Ωστόσο το παιχνίδι δεν παίζεται, στο εν λόγω βιβλίο, στην αυτονομία της κάθε ιστορίας αλλά στο αλληλένδετο προσώπων και καταστάσεων, για το οποίο μίλησα προηγουμένως.

Ξεχώρισα από τις ένδεκα ιστορίες είτε λόγω της δύναμης του θέματος είτε λόγω του τρόπου με τον οποίον έχει αποδοθεί από τη συγγραφέα, τα παρακάτω διηγήματα: «Η κληρονομιά», «Μάγια», «Νεράκι», «Χειραψία λαβή» και ιδίως το καταληκτικό «Τα γηρατειά μυρίζουν λιβάνι» όπου η δευτεραγωνίστρια του αμέσως προηγούμενου διηγήματος –μια υπερήλικας συνταξιούχος δασκάλα, στριφνή και απότομη σε τρόπους και συμπεριφορά– γίνεται εδώ βασική πρωταγωνίστρια, αποκαλύπτοντάς μας με σπαρακτικό και αληθοφανή τρόπο το προσωπικό της δράμα.

Η Μπογιάνου διαθέτει καλειδοσκοπική όραση στη γραφή της, που, παρά το (σχετικά) νεαρό της ηλικίας της (γεννημένη το 1968) την καθιστά (με το δεύτερο κιόλας βιβλίο) ώριμη πεζογράφο. Υποδύεται με ευκολία ρόλους, μπαίνει στο πετσί των ηρώων της, βλέπει σφαιρικά και ολιστικά τις ζωές τους, αφήνοντας στον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Στο βάθος των κειμένων της υποβόσκει ένας σαμαρακικός (άκρως ανθρώπινος) απόηχος που εκφράζεται συχνά μέσα από κοφτές, ασθματικές φράσεις ή λεπτομερειακές περιγραφές σκέψεων και συναισθημάτων των ηρώων. Ωστόσο, αν πάσχει κάπου το βιβλίο, είναι η ομοιομορφία της φωνής και του ύφους των «ομιλούντων προσώπων», σε αρκετά διηγήματα, παρότι πρόσωπα και καταστάσεις διαφέρουν μεταξύ τους παρασάγγας. Αλλά αυτό είναι μια κακοτοπιά που αντιμετωπίζουν συχνά οι συγγραφείς που υποδύονται ρόλους με τη γραφή τους και γράφουν, εξ ονόματος άλλων, σε πρώτο πρόσωπο αφήγησης. Η τριτοπρόσωπη, πάλι, αφήγηση θα γλίτωνε μεν τη συγγραφέα από αυτόν το σκόπελο, αλλά θα καθιστούσε τα κείμενα λιγότερο άμεσα, πειστικά και εξομολογητικά.

Η Μπογιάνου και βιβλία σαν το δικό της συνεχίζουν μια τάση που θέλει στο επίκεντρο των ιστοριών τους ήρωες και όχι τον συγγραφέα. Πρόκειται αναμφίβολα για καλή λογοτεχνία, αξιοπρεπή και ποιοτική, που φτάνει όμως μέχρι ένα σημείο. Πουθενά, σε τέτοιου είδους στυλιζαρισμένα κείμενα, δεν υπάρχει η μαγεία μιας προσωπικής εξομολόγησης. Ο αναγνώστης αναγνωρίζει συχνά συγγραφικά προσωπεία και όχι πρόσωπο. Ο συγγραφέας εκτίθεται (εκ του ασφαλούς;) μέσω τρίτων. Και, φαίνεται, πως πίσω από όλα αυτά δεν υπάρχει στέρεο έδαφος, μια παράδοση που να στηρίζει αυτού του είδους τη λογοτεχνία και να την αναδεικνύει. Βιβλία σαν αυτό της Μπογιάνου (ή του Οικονόμου ή της Πέτσα) μου φαίνονται σαν δημιουργήματα των καιρών μας, καρποί μιας γενικευμένης παθογένειας (κοινωνικής, πολιτικής κτλ.) που ακόμα δεν έχει εξαλειφθεί. Αλλά μήπως αυτό ακριβώς είναι και το δυνατό τους σημείο; Μήπως σ’ αυτό το ακόμα αδιαμόρφωτο έγκειται η αξία τους; Μήπως, τελικά, εκφράζουν γνήσια και πετυχημένα τους νέους καιρούς, τη σύγχρονη αβεβαιότητα με όλα τα παρεπόμενά της;

  

(book press, Ιούλιος 2012)

  

 

 

 

 

 

ΣΑΛΤΟ ΜΟΡΤΑΛΕ

 

 

Βασίλης Τσιαμπούσης, Σάλτο μορτάλε, διηγήματα, Μεταίχμιο, 2011, σελ. 279

  

  

 

 

Η θέση του Τσιαμπούση στα νεοελληνικά γράμματα προσδιορίζεται ως εκείνη του συνεχιστή μιας πλειάδας πεζογράφων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς που εισήγαγαν στους χαρακτήρες τους και στη θεματολογία τους την παράμετρο του ατομικού και της καθημερινότητας. Με εξαίρεση το μυθιστόρημά του Εκτός έδρας (Κέδρος, 1993), τα υπόλοιπα βιβλία του είναι συλλογές διηγημάτων (πέντε τον αριθμό), αρχής γενομένης από τη συλλογή Η βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα (η πρώτη έκδοση ήταν ιδιωτική το 1988, σε επανέκδοση το 1990 από τη Νεφέλη). Αυτό σημαίνει πως μιλάμε για έναν καθαρόαιμο διηγηματογράφο. Στο έργο του, τον απασχολεί τόσο το συλλογικό όσο και το ατομικό στοιχείο, ενώ οι ήρωές του, μέλη ενός αόρατου θιάσου που με τα κομμάτια τους συναρμολογούν την ιστορία της καθημερινότητας, απέχουν εκκωφαντικά από την άλλη Ιστορία, εκείνη των σχολικών εγχειριδίων, που την γράφουν πάντα οι δυνατοί και οι νικητές του πλανήτη.

Στο καινούριο βιβλίο του Δραμινού πεζογράφου υπάρχει μια μετατόπιση στη γραφή του από το εσωστρεφές, βιωματικό διήγημα στο ουδέτερο, αποστασιοποιημένο, σκηνοθετημένο κείμενο – ιδανικό για τηλεταινίες μικρού μήκους. Η συγγραφική του αυτή μετατόπιση, που αφορά μερικά μόνο διηγήματά του, δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητική ούτε μειώνει το ταλέντο ή αλλοιώνει την ποιότητα της γραφής του. Απλώς στερεί το βιβλίο από ομοιογενές ύφος, διαρρηγνύει τον αφηγηματικό ιστό που πάει να δημιουργηθεί τουλάχιστον στις μισές σελίδες του, ενώ οι κάπως αδύνατες ιστορίες του (τα τέσσερα-πέντε κείμενα που στερούνται πνοής, νεύρου και σπιρτάδας, στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον Τσιαμπούση στις πολλές και καλές στιγμές του) το καθιστούν μια άνιση, ωστόσο ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων.

Τα διηγήματα που, κατά τη γνώμη μου πάντα, ξεχωρίζουν, είναι τα παρακάτω: Το «Σάλτο μορτάλε», που έδωσε και τον τίτλο σε όλη τη συλλογή. Εδώ μια Αγγλίδα τουρίστρια, επηρεασμένη από την επίσκεψή της σε ένα ορθόδοξο μοναστήρι, δοκιμάζει την πίστη της πηδώντας από ένα πανύψηλο πλατάνι, στα νερά διερχόμενου ρεύματος. Δυνατή ιστορία με μια αχλή μυστηρίου και μεταφυσική διάσταση στον πυρήνα της. Στο «Συναξάρι» έχουμε την ιστορία ενός πατρικού σπιτιού που φιλοξένησε όλο το γενεαλογικό δέντρο του αφηγητή, και που γλιτώνει την αντιπαροχή, χάρη στις ενέργειες του τελευταίου να το νοικιάσει σε έναν μετανάστη. Το επιμύθιο της ιστορίας συμπυκνώνει τη συγκίνηση του ήρωα να περισώσει το παρελθόν του. Το διήγημα «Φωτογραφία» αποπνέει συγκίνηση για παρελθόντα χρόνια και είναι καλογραμμένο και πειστικό. Στο «Οι άντρες δεν πηγαίνουν στα εννιάμερα» ένα νεανικό μυστήριο, μια αδιευκρίνιστη συμπεριφορά ενός φίλου του αφηγητή από τα παλιά δεν λύνεται ποτέ, αφού ο φίλος του αφηγητή θα πεθάνει από καρκίνο. Στο «Σκηνές για ταινία» η αυτοκτονία μιας κοπέλας στον ακάλυπτο χώρο μιας οικοδομής στέκεται η αφορμή για να καταδείξει ο Τσιαμπούσης ανθρώπινους χαρακτήρες και διαφορετικές αντιδράσεις, αναλόγως της ιδιοσυγκρασίας και της ψυχοσύνθεσης του καθενός. Τρυφερό και νοσταλγικό το «Lido», αναφέρεται στην επιστροφή ενός ρομαντικού Αλβανού ζωγράφου στο Παρίσι, ύστερα από χρόνια, μήπως και μάθαινε κάτι για την τύχη μιας ιδιοκτήτριας ενός καφέ, με την οποία ήταν κάποτε ερωτευμένος. Δυνατό και με εύστοχη ψυχογραφία χαρακτήρων και «Το ρίσκο», όπου στη διάρκεια ενός ταξιδιού στη θάλασσα, πάνω στο πλοίο, ένας τύπος τα ρίχνει σε μια συντηρητική δασκάλα που πάει να συναντήσει στο νησί την κόρη της. Ενώ το καμάκι δείχνει να έχει αίσιο τέλος, απρόβλεπτα περιστατικά το ματαιώνουν οδηγώντας τα πράγματα σε στασιμότητα και μιζέρια.

Ο Τσιαμπούσης, παρότι πειραματίζεται, φανερά πλέον, με νέες μορφές και στυλ γραφής στα διηγήματά του (διάλογοι, σκηνοθετικό τρόπος γραφής, κείμενα που προσεγγίζουν τη νουβέλα κτλ) εξακολουθεί πάντα να έχει ζεστή, ανθρώπινη ματιά στις ιστορίες του. Διεισδύει στην ψυχοσύνθεση των ηρώων του άλλοτε αναπολώντας το παρελθόν ή μνημονεύοντας κεκοιμημένους κι άλλοτε καταγράφοντας σύγχρονα προσωπικά ή κοινωνικά αδιέξοδα.      

  

   (book press, 19/4/2012)

 

 

 

 

 

 

Ο ΜΥΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ

 

 

Ηλίας Λ. Παπαμόσχος, Ο μυς της καρδιάς, διηγήματα, Μεταίχμιο, 2011, σελ. 107

  

 

Από το πρώτο κιόλας βιβλίο του εκ Καστοριάς ορμώμενου Ηλία Παπαμόσχου (1967) η κριτική χαιρέτισε με ενθουσιασμό ένα μεγάλο ταλέντο. Οι τρεις πρώτες συλλογές διηγημάτων του τυπώθηκαν μέσα στην περασμένη δεκαετία. Μιλάμε για τα βιβλία Καλό ταξίδι κούκλα μου… και άλλες ιστορίες (Κέδρος, 2004), Του χρόνου κυνήγια (Κέδρος, 2005) και Λειψή αριθμητική (Κέδρος, 2009).  

Στο πρώτο βιβλίο του ο Π. προσπαθεί να ζωντανέψει μέσα από τα λιτά και συγκινησιακά φορτισμένα κείμενά του αγαπημένους νεκρούς (ίδιο πολλών Θεσσαλονικιών λογοτεχνών: Βαφόπουλος, Κάτος, Μίγγας, Σφυρίδης, Αγαθοπούλου, Ανέστης Ευαγγέλου κ. α). Στο Του χρόνου κυνήγια ως φόντο δεσπόζει η πόλη της Καστοριάς με τη λίμνη της. Πάλι κείμενα μιας παλάμης και κάτι περισσότερο, συγγενικά πρόσωπα, ο θάνατος του πατέρα και της μητέρας του αφηγητή, αλλά και άλλες ιστορίες δοσμένες με ποιητική διάσταση, ιδίως στο επιμύθιό τους. Στο Λειψή αριθμητική, παρότι οι αρετές του Π. παρέμεναν στο ακέραιο, ήταν ορατή μια τάση επανάληψης των λογοτεχνικών κεκτημένων και διακριτός κάποιος συγγραφικός εφησυχασμός.

Με νέο, πλέον, εκδότη, ο Π. συνεχίζει τη λογοτεχνική παραγωγή του, πάντα στον χώρο του μικρού διηγήματος, και στο λυκαυγές της νέας δεκαετίας. Στα καινούρια του κείμενα διατηρούνται οι κατακτημένες λογοτεχνικές αρετές του συγγραφέα, δηλαδή η διεισδυτικότητα σε έννοιες όπως ο χρόνος, η φθορά, η παιδική ηλικία, οι άνθρωποι γενικότερα και η πορεία τους στη ζωή, ο θάνατος. Υπάρχουν πάντα λεπτομερείς και λεπτεπίλεπτες περιγραφές της πόλης (σε πολλά κείμενα γίνεται αναφορά στη γενέτειρα Καστοριά) αλλά και αντικειμένων, προσώπων, αποχρώσεων και ήχων.

Από μια σύντομη περιδιάβαση κάποιων εκ των διηγημάτων του Π. προκύπτουν τα παρακάτω:

Στο «Το μέταλλο κελαηδάει» έχουμε να κάνουμε με έναν ιδιόρρυθμο, αθυρόστομο ανθρώπινο τύπο, κουρέα στο επάγγελμα, και την πορεία του στον χρόνο. Ο συγγραφέας κάνει σκέψεις και απογειώνει το διήγημα φανταζόμενος τον ήχο των μετάλλων του κουρέα, τα ταχτοποιημένα μεταλλικά σύνεργά του που πια είναι «νεκρά πράγματα» και τα περιβάλει «αέρας πλαστής αιωνιότητας».

Στο «Η παγωμένη πόλη» έχουμε μια δυνατή περιγραφή της λίμνης της Καστοριάς και των κοιμητηρίων της πόλης, μια παγωμένη και χιονισμένη μέρα. Η εικόνα των κοιμητηρίων προκαλεί ρίγος στον αναγνώστη, υπερκεράζει την περιγραφή της λίμνης και της πόλης, αναδεικνύοντας την Καστοριά σε νεκρόπολη. Η παγωμάρα των κοιμητηρίων ταιριαστή με την παγωμένη ατμόσφαιρα και το χιονισμένο τοπίο.

Στο «Η γούρνα», τρία υλικά αντικείμενα, μια γούρνα, μια παλιά φωτογραφία και κάτι εργαλεία μαραγκουδικής, παρά τη φαινομενική ακινησία της ύλης που εκπέμπουν, φωτίζονται από το βλέμμα του συγγραφέα που τα φωτογραφίζει, διαστέλλοντας ασυναίσθητα την ευαισθησία του εγγονού που καπνίζει στον χώρο.

Στο «Το ξεχωμάτιασμα», δυνατό το θέμα της αποκομιδής των οστών του πατέρα του αφηγητή, συνταιριασμένο με τη στιγμή της νεκρώσιμης ακολουθίας στην εκκλησία.

Στο «Οι ποιμένες άλλοτε και τώρα» έχουμε να κάνουμε με στοιχεία δοκιμίου, σε ένα ύφος που προσιδιάζει με εκείνο του Σωτήρη Δημητρίου, από τότε που η λογιοσύνη αναμεμιγμένη με έναν διδακτικό τόνο κυριάρχησαν στη γραφή του – κείμενο που ωστόσο δεν ανήκει στις καλές στιγμές του Παπαμόσχου.

Το «Χριστουγεννιάτικο ξόδι», παρά το συγκλονιστικό θέμα του θανάτου οικείου προσώπου του συγγραφέα που πραγματεύεται, δείχνει κάπως μπουκωμένο από φιλοσοφικές κοινοτοπίες περί ζωής και θανάτου.

Τέλος το «Οι κήποι», ένα κείμενο σε δύο μέρη, αποτελεί μια λυρική καταβύθιση στο σύμπαν της παιδικής ηλικίας (γνώριμο θεματικό μοτίβο στα βιβλία του), όπου η απόληξή του είναι η πικρή συνειδητοποίηση της ύπαρξης μέσα από τη σκληρή αντίθεση του χθες με το σήμερα: «έναν κήπο που ’ταν γεμάτος δέντρα της ζωής και τώρα γέμισε δέντρα της σκληρής ομορφιάς και της πικρής γνώσης».

Ο Παπαμόσχος και σ’ αυτό του το βιβλίο δίνει βαρύτητα στις σκιές, τους φωτισμούς και τις φωτοσκιάσεις των ιστοριών του. Ο κόσμος του φαντάζει παλλαϊκός, αδρανής, αμετακίνητος, ξεχασμένος, φωτίζεται όμως απρόβλεπτα με τη γραφή και παίρνει άλλη διάσταση σε χώρο και χρόνο. Κάπως ψυχαναγκαστικά γίνεται μια επίδειξη λογοτεχνικών ικανοτήτων στα τέλη των ιστοριών, που δεν έρχονται πάντα φυσικά και αβίαστα, ενώ το περίτεχνο, ποιητικό, απογειωτικό κλείσιμο κάποιες φορές εκβιάζεται. Θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε κι άλλες ενστάσεις για τη νέα συλλογή του Παπαμόσχου, όμως παρότι ο ίδιος απομακρύνθηκε κάπως από τη συναισθηματική γνησιότητα και την άρτια ποιότητα των δύο πρώτων του βιβλίων (που, κατά την προσωπική μου πάντα γνώμη, είναι και τα καλύτερα), δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε πως παραμένει μια σταθερή αξία στον χώρο της μικρής λογοτεχνικής φόρμας.

  

   (book press, 7/3/2012)

 

 

 

 

 

Η ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΜΟΤΣΑΡΤ

 

 

Μιχάλη Πιτένη, Η προφητεία του Μότσαρτ, μυθιστόρημα, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2010, σελ. 508

 

 

Η γυναίκα μέσα στους αιώνες. Η θηλυκή ομορφιά που ζει σε όλες τις εποχές, που ταξιδεύει από δεκαετία σε δεκαετία αλώβητη κι ατσάκωτη από τα βλέμματα των ανδρών. Η Θερμουχαρίν, η Χαρίν, η Σαφί, η Σοφί, η Γκαμπριέλ των πινάκων του Ρενουάρ είναι η γυναικεία προβολή ανά τους αιώνες, η αινιγματική, μυστηριώδης, σαγηνευτική και ανεξήγητη γυναίκα. Η εκλεκτή της ζωής που ταξιδεύει στα χρόνια, ευωδιάζοντας ρόδο και φορώντας μακρύ κόκκινο φόρεμα.

Ο Μιχάλης Πιτένης, που γεννήθηκε στην Κοζάνη και είναι δημοσιογράφος, τύπωσε ώς τώρα έξι βιβλία. Τα δύο προηγούμενά του μυθιστορήματα είχαν άλλο στιλ γραφής και σημείο αναφοράς. Στο Τα υγρά ίχνη της μνήμης (Μεταίχμιο, 2002)  έχουμε ίντριγκες, αποκαλύψεις, πάθη, έρωτες, ένα μωσαϊκό της ελληνικής κοινωνίας της δεκαετίας του ’80 μέσα από ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, ενώ στο Οι κόρες της Αφροδίτης (Μεταίχμιο, 2006) ένας νεαρός στη δεκαετία του ’60 βρίσκει διαφυγή, από την αστυνομοκρατούμενη, κλειστοφοβική κοινωνία όπου ζει, στο Σπίτι του Έρωτα, όπου θα γνωρίσει μιαν ανεπανάληπτη γυναίκα που θα τον στοιχειώσει. Στο Η προφητεία του Μότσαρτ (τυπωμένο το 2010 από τους Σύγχρονους Ορίζοντες, σε ωραία, κομψή έκδοση), έχουμε κάτι εντελώς διαφορετικό. Εδώ μιλάμε για ένα μεταφυσικό θρίλερ με κινηματογραφική–σκηνοθετική πλοκή, άφθονο σασπένς, απρόοπτες εξελίξεις, συνεχείς κορυφώσεις, ανατροπές, εναλλαγές σε τόπους και χρόνους, με ένα τέλος μαγικό, μυστηριώδες, ονειρικό, όπως θα άρμοζε σε ένα μυθιστόρημα αυτού του είδους. Μια φράση του βιβλίου μάς γεμίζει υποψίες και μας δίνει το στίγμα της ιστορίας, προετοιμάζοντάς μας τρόπον τινά για το τι πρόκειται να επακολουθήσει. «Μια νεκρή που παριστάνεται σ’ ένα πορτρέτο και που δεν είναι τόσο νεκρή…».

Στο βιβλίο θα συναντήσουμε όλα εκείνα τα στοιχεία που απαιτούνται για τη συγγραφή ενός ευπώλητου βιβλίου τύπου Πεφωτισμένων του Νταν Μπράουν ή ενός σεναρίου τύπου Άλαν Σκοτ στο «Μετά τα μεσάνυχτα» (θα θυμάστε, φαντάζομαι, την εξαιρετική, ατμοσφαιρική ταινία τρόμου με πρωταγωνιστές τον Ντόναλντ Σάντερλαντ και την Τζούλι Κρίστι, που στο ταξίδι τους στη φθινοπωρινή Βενετία, άρχισαν να βλέπουν στους δρόμους και στα στενά της πόλης το νεκρό κοριτσάκι τους). Οι θεοσοφιστές, ο Εμίλ Απέλ και η πολύχρονη παρουσία του στην Αίγυπτο, ένα χαμένο νεκρικό πορτρέτο (φαγιούμ), μια σαρκοφάγος, η Χαρίν που ταξιδεύει στους αιώνες, τα επτά χαρτιά της τράπουλας Ταρώ και ο τέλειος –κατά τους Πυθαγόρειους– αριθμός επτά, ένα παλιό γραμμόφωνο που αγοράζεται σε δημοπρασία, ο Μαγικός αυλός του Μότσαρτ και η προφητεία που αυτός κρύβει, το βιβλίο των νεκρών που τυπώθηκε το 1909 στη Βιέννη, αλλά και δύο φόνοι συνθέτουν το παζλ αυτής της ασυνήθιστης ιστορίας. Βασικοί πρωταγωνιστές ο Τίο Ρενάρ, ομοφυλόφιλος συλλέκτης και εκτιμητής έργων τέχνης, ο Μαρσέλ Αμπιάτι, παλιός φίλος του Ρενάρ, μουσικολόγος στο επάγγελμα, ο βαθύπλουτος εκδότης και συλλέκτης Ματ Φένλοου, ο Ζακόμπ Καταλίν, ο σκληρός και ρεαλιστής αντιπρόεδρος της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πασχίζει να βάλει σε τάξη το μεταναστευτικό πρόβλημα της Ευρώπης, και η Σαφί Μπελφίχ, που κυνηγημένη από το Μαρόκο βρέθηκε στη Γαλλία και με πλαστά χαρτιά, εκμεταλλευόμενη ένα τροχαίο δυστύχημα μιας κοπέλας περίπου συνομήλικης της που της έμοιαζε εξωτερικά, έζησε την υπόλοιπη ζωή της ως Σοφί Κοτίλ. Υπάρχει κάπου στην αρχή και ένα εγκιβωτισμένο διήγημα, νουβέλα καλύτερα να λέγαμε, περίπου εκατόν είκοσι σελίδων που τιτλοφορείται «Το χειρόγραφο», το πλέον λογοτεχνικό κομμάτι του βιβλίου. Μια ιστορία του παρελθόντος που νομίζει ο αναγνώστης πως ζωντανεύει στο παρόν, εν έτει 2008, μέσα από άλλα πρόσωπα που φαντάζουν ως μετενσαρκώσεις εκείνων των παλιών πρωταγωνιστών. Σ’ αυτήν την εγκιβωτισμένη νουβέλα που προσδίδει μεταμοντέρνο χαρακτήρα στο μυθιστόρημα, έχουμε ωραίες περιγραφές της εξωτικής Αιγύπτιας Χαρίν –η κατατομή της απλής ανατολίτικης ομορφιάς– που την ερωτεύεται ο συνταγματάρχης του διηγήματος, ο Ζακόμπ Φορτιέ. Οι ήρωες βρίσκονται σε ένα συνεχές πήγαινε–έλα που περιλαμβάνει πολλές ευρωπαϊκές πόλεις και πρωτεύουσες κρατών (Βιέννη, Βρυξέλες, Μασσαλία, Στρασβούργο, Αθήνα) –τα ταξίδια έχουν τέτοιο πυρετικό ρυθμό που ο αναγνώστης κάποιες στιγμές μένει με την εντύπωση πως οι ήρωες εξακτινώνονται–, ενώ το μυστήριο συνεχώς γιγαντώνεται. Οι απόγονοι του Εμίλ Απέλ κάτι μαγειρεύουν που ωστόσο παραμένει ανεξιχνίαστο ενώ, σχεδόν μέχρι το τέλος, δεν είναι ξεκάθαρο τι ρόλο παίζουν ο Ρενάρ με τον Φένλοου, ποιος υπονομεύει ποιον, ποιος παρακολουθεί ποιον, και ποιος από τους δύο κρατά στο μανίκι του τα δυνατότερα χαρτιά για τη λύση του μυστηρίου. Και ο μουσικολόγος Μαρσέλ που αγνοεί πρόσωπα και καταστάσεις είναι το πρόσχημα για να μαθαίνουμε χίλια δυο, για μύθους της αρχαίας Αιγύπτου, για δοξασίες αναφορικά με την θεά Ίσιδα, για την ύπαρξη των θεοσοφιστών, για την μετενσάρκωση που πρεσβεύουν. Ο Τίο Ρενάρ είναι ένα είδος σύγχρονου Ηρακλή Πουαρό, που πίνοντας πάντα ακριβά κονιάκ ή ουίσκι πολλών ετών ζύμωσης, και τρώγοντας σε ακριβά εστιατόρια εξιχνιάζει βήμα προς βήμα την υπόθεση, με μαεστρία και υπομονή, λαμβάνοντας κάθε φορά υπόψη του τα νέα δεδομένα. Για την ακρίβεια επιχειρεί να συναρμολογήσει το παρόν μέσα από τα ευρήματα του παρελθόντος ή και το αντίστροφο. Να ζωντανέψει το παρελθόν, τους μύθους και τις δοξασίες του, μέσα από τα θραύσματα και τις ελλείψεις του παρόντος. Τελικά όλα οφείλονται στη μετενσάρκωση ή είναι μια απλή αναπαράσταση καταστάσεων του παρελθόντος; Διαβολικές συμπτώσεις ή ένα καλά προμελετημένο σχέδιο;

Εντύπωση προξενεί που οι πεντακόσιες οχτώ σελίδες του βιβλίου αναφέρονται ουσιαστικά σε ένα χρονικό εύρος λίγων μόλις ημερών (3-27 Δεκεμβρίου 2008) –αυτός είναι ο πραγματικός χρόνος της ιστορίας– παρότι το μυθιστόρημα διατρέχει τους αιώνες. Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε 53 υποενότητες που συνήθως κλείνουν με ένα σχόλιο, μια ερώτηση που δεν επιδέχεται απάντησης ή μία καίρια παρατήρηση κάποιου εκ των ηρώων, συνήθως του Τίο Ρενάρ, που επιτείνουν το σασπένς, την αγωνία και το μυστήριο της υπόθεσης. Το μεταναστευτικό ζήτημα της Ευρώπης, η δολοφονία του Γρηγορόπουλου στην Αθήνα και η ταραγμένη λόγω εντάσεων Ελλάδα θίγονται μόνο προσχηματικά, αφού πρωτεύων σκοπός του αφηγητή είναι το πλέξιμο της ιστορίας ή καλύτερα το λύσιμό της, βήμα προς βήμα και ο δρόμος προς την προφητεία ή τέλος πάντων σε κάποια αρχετυπική κατάσταση ή ρήση που θα δίνει πειστικές εξηγήσεις και θα ανοίγει κάποιες κλειστές πόρτες σε ερμηνεία και κατανόηση των όσων συμβαίνουν. Το κλείσιμο του στόρι, που ακροβατεί μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, γίνεται στην Ελλάδα, στον αρχαίο ναό της Ίσιδας, έξω από την Αθήνα κι αφού προηγουμένως οι ήρωες της υπόθεσης οδηγήθηκαν μέχρι την Κοβεντάρειο Δημοτική Βιβλιοθήκη της Κοζάνης (της γενέτειρας του Πιτένη) αναζητώντας ένα πολύτιμο χειρόγραφο, την Βίβλο των νεκρών. Τα λόγια του Τίο Ρενάρ ως επιμύθιο του στόρι κρύβουν όλο το ζουμί, όλο το απόσταγμα του μύθου. «Οι μεγαλύτερες αλήθειες κρύβονται μέσα στους μύθους, γιατί μόνον έτσι μπορεί να τις αντέξει ο ανθρώπινος νους».

Το Η προφητεία του Μότσαρτ του Μιχάλη Πιτένη μού άφησε θετικές εντυπώσεις. Παρότι το βιβλίο απευθύνεται σε ένα κοινό μαζικής κουλτούρας (ωστόσο εξασκημένο και υπομονετικό, για να μην χαθεί στην δαιδαλώδη πλοκή και στα δεκάδες πρόσωπα που παίζουν στο στόρι), το βρήκα έξυπνο, ευρηματικό, καλοστημένο, μυστηριώδες, σαγηνευτικό. Μέσα από τις σελίδες του ταξίδεψα μέσα στους αιώνες σε άλλους πολιτισμούς, σε άλλες εποχές, σε δοξασίες και μύθους αλλά και θρησκείες άλλων λαών. Η προφητεία του Μότσαρτ είναι ένα γοητευτικό ταξίδι στο χρόνο και στην ιστορία, απαιτεί συγκέντρωση και προσοχή από τον αναγνώστη και του ανταποδίδει αυτήν του την προσήλωση με έναν καταιγισμό ανατροπών και αποκαλύψεων. Κομίζει μια αύρα κοσμοπολιτισμού και μυστηρίου, ενώ η σκόνη των μύθων και της ιστορίας θαρρεί κανείς πως, από την έρημο της αρχαίας Αιγύπτου, επικάθεται στο δέρμα μας, διευρύνοντας τις γνώσεις μας, τη συνείδηση, την εσωτερική μας όραση. Το βιβλίο έχει δομή αστυνομικής περιπέτειας ή ταινίας θρίλερ. Τα φλας μπακ που κάνει ο συγγραφέας λειτουργούν σωστά και επεξηγούν τα γεγονότα. Όλο το κουβάρι του στόρι ξετυλίγεται μέχρι τις τελευταίες σελίδες του. Το στοίχημα του Πιτένη με το αναγνωστικό κοινό πιστεύω πως δεν έχει να κάνει τόσο με την λογοτεχνικότητα του κειμένου και την αφηγηματική πρωτοτυπία του (που και σ’ αυτά δεν υστερεί) αλλά με το αν κρατά αμείωτο και αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελευταία σελίδα. Κι αυτό το στοίχημα, πιστεύω, πως έχει κερδηθεί από τον συγγραφέα, και με το παραπάνω

 

 

(το κείμενο εκφωνήθηκε σε παρουσίαση του βιβλίου του Μ. Πιτένη στον Ιανό, την Τρίτη 12 Απριλίου του 2011· στο πάνελ και ο Θανάσης Γεωργιάδης. Επίσης δημοσιεύτηκε στο ΕΝΕΚΕΝ, τχ. 20, Απρίλιος-Ιούνιος 2011)

 

 

 

 

 

Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΩΝ ΤΡΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ

 

 

Δώρα Κασκάλη, Στο τρένο, Διηγήματα, Γαβριηλίδης, 2010, σελ. 168

 

Ένα ταξίδι με τρένο συνήθως είναι μια συναρπαστική, γοητευτική εμπειρία. Κάποιες φορές, βέβαια, μπορεί να φανεί μονότονο ή πληκτικό. Το ίδιο συμβαίνει και με την τέχνη, όταν πραγματεύεται τρένα ή διαδρομές ανθρώπων μέσα σ’ αυτά. Τρένα, αποβάθρες, ράγες, κουπέ και σταθμοί αξιοποιήθηκαν έως τώρα από τους κινηματογραφιστές, τους ζωγράφους ή τους λογοτέχνες κατά κόρον, άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε όχι. Η Δώρα Κασκάλη, στην πρώτη της λογοτεχνική απόπειρα, που τιτλοφορείται Στο τρένο, καταπιάνεται με ιστορίες ανθρώπων που ταξιδεύουν με τρένα, σκάβοντας βαθιά με την πένα της στους χαρακτήρες και στην ψυχοσύνθεσή τους.

Οι ήρωες της συγγραφέως είναι καθημερινοί, γήινοι και κουβαλούν μέσα τους τα μικρά ή τα μεγάλα τους προβλήματα. Ένα υψηλόμισθο στέλεχος επιχείρησης, παντρεμένος, που αναπολεί μια παράνομη σχέση του με μια υπάλληλο της επιχείρησης, την εποχή που ήθελε να γλιτώσει από τα «χλιαρά σεντόνια της γυναίκας του». Μια φοιτήτρια που το παίζει, ερωτικά, σε πολλά ταμπλό. Έχει δεσμό με κάποιον πλούσιο πενηντάρη, κτητικό απέναντί της, αλλά φλερτάρει και με τον φοιτητή με τον οποίον συνταξιδεύει, αφήνοντάς του περιθώρια ερωτικού σμιξίματος, σε μια μελλοντική συνάντησή τους στο Λονδίνο, όπου εκείνος θα σπουδάσει. Ένας χήρος ηλικιωμένος (πρώην αγρότης, σιδεράς και μπετατζής, και τώρα απόμαχος χωριάτης), με κόρη που πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας, που επισκέπτεται τον παντρεμένο γιο του, για να καλυτερέψει τις σχέσεις του μαζί του. Μια πρώην ιερόδουλος που επισκέπτεται από τη Λάρισα στην Αθήνα την κουμπάρα της, και που σε όλη την διαδρομή αναπολεί τα νιάτα της και τις παλιές της αμαρτίες – εκπορνευόταν κάποτε σε τρένα, την ώρα της διαδρομής. Ένας ευαίσθητος φαντάρος, πτυχιούχος φιλοσοφικής, που ταξιδεύει από τον Έβρο στην Αθήνα, και για τον οποίον, προς το τέλος της ιστορίας, πληροφορούμαστε για κάποια αποκλίνουσα ερωτική συμπεριφορά του, που όμως δεν επιθυμεί να επαναλάβει στο μέλλον. Ένα ζευγάρι ηλικιωμένων με την διαζευγμένη κόρη τους, τον εγγονό και τον γιο τους που ταξιδεύουν στην Κατερίνη, για να συναντήσει ο χωρισμένος πατέρας του παιδιού τον γιο του. Η συνάντηση ενός άνεργου, σπουδαγμένου, λιγομίλητου νέου με έναν πρόσχαρο και ομιλητικό επαρχιώτη, απόμαχο της ζωής, που οπλίζει τον πρώτο με δύναμη και υπομονή για να αντεπεξέλθει τις δυσκολίες της ζωής του. Και –εν είδει επιμυθίου– ο μονόλογος ενός παλιού, πολυχρησιμοποιημένου, παροπλισμένου συρμού, τη στιγμή που οδηγείται στο νεκροταφείο των τρένων, ένα κείμενο που παρά την πρωτοτυπία του αναιρεί και υπονομεύει τον ρεαλιστικό χαρακτήρα όλου του βιβλίου.

Οι ιστορίες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, είναι  καλογραμμένες, ισορροπημένες, άμεσες και πειστικές. Μέσα από αυτές, φαίνεται πως η συγγραφέας γνωρίζει καλά το ερωτικό παιχνίδι, με τις απιστίες, τις ζηλοτυπίες, τη θεατρικότητα, τα όρια του πάθους και τις αλλοπρόσαλλες αντιδράσεις των πρωταγωνιστών της. Τα διηγήματα θυμίζουν μικρού μήκους ταινίες του ασπρόμαυρου γαλλικού σινεμά, όπου σε ένα αμετάβλητο, βουβό σκηνικό, όπως το βαγόνι ενός τρένου, λίγα λέγονται, πολλά υπονοούνται και υποδηλώνονται, ενώ οργιάζει η φαντασία, η νοσταλγία, το πάθος και η αναπόληση. Στο τέλος των ιστοριών δίνεται πάντα μια μικρή, ορατή διέξοδος στο πρόβλημα των ηρώων, και πάντα ο αναγνώστης διακρίνει κάτι το ενθαρρυντικό και αναστρέψιμο. Ωστόσο, αυτή η διέξοδος φαντάζει προσωρινή και παροδική, σε σημείο που να μην μπορούμε να μιλάμε για αίσια έκβαση κάθε μεμονωμένης ιστορίας.

Στα αρνητικά του βιβλίου, κάποιες υπερβολικά διατυπωμένες φράσεις (όλη η περιγραφή της λεπτότητας της μορφής του φαντάρου, σ. 86 και σ. 89), κάποιες στομφώδεις και υπερβολικές αναφορές εν γένει, και μια μικρή προτίμηση στην ιδιότροπη λέξη, που δεν λειτουργεί πάντα πετυχημένα. Δεν είναι τυχαίο που σχεδόν όλα τα αδύνατα σημεία της Κασκάλη είναι συγκεντρωμένα στην ιστορία της με τον φαντάρο, που ταξιδεύει από τον Έβρο στην Αθήνα. Παρότι το διήγημα έχει αρετές, εν τούτοις αποτυπώνει τη γυναικεία ματιά για τον στρατό (διανθισμένη με άφθονες κοινοτυπίες), που φαντάζει στα μάτια της συγγραφέως άκρως απωθητικός, δίχως όμως να τεκμηριώνεται επαρκώς αυτή της η άποψη.

Νομίζω πως αν η Κασκάλη διακρίνει τις μικρές της αδυναμίες και τις διορθώσει, στο μέλλον θα εξελιχθεί σημαντικά, αφού η πρώτη λογοτεχνική της κατάθεση είναι κάτι περισσότερο από ενθαρρυντική.

 

(περ. η παρέμβαση, τεύχ. 154, Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2010)

 

 

 

 

 

ΜΟΝΤΕΡΝΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

Κώστας Κατσουλάρης, Ο άντρας που αγαπούσε τη γυναίκα μου, νουβέλα, Ελληνικά Γράμματα, 2010, σελ. 111

 

 

Έκτο, κατά σειρά, λογοτεχνικό πόνημα του καλού πεζογράφου, κριτικού και μεταφραστή Κώστα Κατσουλάρη, η σύντομη σε έκταση νουβέλα του με τον ωραίο και ασυνήθιστο τίτλο Ο άντρας που αγαπούσε τη γυναίκα μου. Και ένας ευρηματικός στίχος του Έντουαρντ Έσλιν Κάμινγκς, με βάθος και προεκτάσεις, ως μότο: Χρειάζονται τρεις για να γίνει ένα παιδί. Όπως πληροφορούμαστε στις αρχικές σελίδες, η πρώτη εκδοχή αυτής της ιστορίας γράφτηκε στο «Σπίτι της Λογοτεχνίας», στις Λεύκες της Πάρου, όπου για κάποιο διάστημα φιλοξενήθηκε ο συγγραφέας.

Η νουβέλα του Κ. που είναι πυκνή και καλογραμμένη, είναι επικεντρωμένη σε μια σειρά πιθανών παρανοήσεων (όμως ποτέ κανείς δεν μπορεί να ξέρει…) που αφορούν τη σύζυγο ενός γιατρού ακτινολόγου, τραπεζικό υπάλληλο στο επάγγελμα, αναφορικά με την ερωτική της συμπεριφορά. Μια σειρά τριών-τεσσάρων αλλεπάλληλων γεγονότων, σκοτεινών, ύποπτων και αδιευκρίνιστων, που ωστόσο παραμένουν σκιές και τίποτα άλλο, αναστατώνουν τον σύζυγο, ενσπείροντας στην ψυχή και στη συνείδησή του το μικρόβιο της αμφιβολίας και της αβεβαιότητας – αν ο Κ. δεν είχε βρει τόσο πετυχημένο τίτλο για το βιβλίο του, νομίζω πως Η αμφιβολία θα ήταν μια υποφερτή εναλλακτική λύση. Τα γεγονότα ξετυλίγονται γοργά και ερήμην του βασικού ήρωα, οι παρανοήσεις συνεχίζονται, ο σύζυγος δεν πείθεται, αμφιβάλλει ολοένα και περισσότερο, αντιδρά σπασμωδικά, ξενοκοιμάται με παλιές του ερωμένες από αντίδραση και εκδικητικότητα, εισπράττοντας εν τέλει ένα ξεγυρισμένο διαζύγιο (προσωρινή διάσταση να λέγαμε καλύτερα) με ευνοϊκούς, πάντως, όρους από τη σύζυγο, που πληροφορείται τις ερωτικές του παρασπονδίες από μια ντουζίνα επιστολές της ερωμένης του ανδρός της, η οποία της αποκαλύπτει με το νι και με το σίγμα τα της σχέσης τους. Η απόληξη φαντάζει δυσάρεστη για τον σύζυγο, παραδόξως όμως ο θυμός και ο πανικός που ένιωθε από την αμφιβολία που είχε ριζώσει στα σωθικά του, αντικαθίσταται πλέον από ένα αίσθημα γαλήνης και σιγουριάς. Στο τέλος, ο ήρωάς μας, λυτρωμένος από την αμφιβολία, μόνος, κατάμονος στον προσωπικό του χώρο, τον κάνει λαμπίκο, κυριευμένος από ένα υποχονδριακό σύνδρομο καθαριότητας, και περιμένοντας γυναίκα και κόρη να γυρίσουν και πάλι στο σπίτι.

Παρότι βρίσκω κάπως ελλιπείς τις «αιτίες αμφιβολίας» που χτίζουν το στόρι (άλλωστε μία-δύο απ’ αυτές τις αιτίες αναιρούνται σε παρακάτω σελίδες), σε σημείο που να οδηγήσουν τον ήρωα-γιατρό σ’ αυτήν την κατάσταση της ελεγχόμενης παράνοιας, βρίσκω τη νουβέλα νευρώδη και τους ήρωες ολοκληρωμένους και βαθιά ψυχολογημένους. Το όλο στήσιμο και η εκφορά της ιστορίας (ίσως και η φαινομενικά θεματική κοινοτυπία της) μού θύμισαν το Ο κύριος Επισκοπάκης, το βραβευμένο βιβλίο του Ανδρέα Μήτσου, μια ιστορία ερωτικού πάθους, ενώ η παράνοια και το αίσθημα αρρωστημένης ζήλειας του ακτινολόγου γιατρού θα μπορούσαν να παραλληλιστούν με τη δειλία και τη θρυμματισμένη συνείδηση του Επισκοπάκη. Πιθανόν τα δύο αυτά βιβλία, μαζί με άλλα του ίδιου στιλ, να αποτελούν ένα λογοτεχνικό υποείδος που αγνοώ, και που έχει να κάνει με την λοξώς ειρωνική καταγραφή και διακωμώδηση ανθρώπινων αδυναμιών (δειλία, ζηλοτυπία, φιλαργυρία κ.τλ.), με έναν τρόπο γραφής που ταιριάζει στη μοντέρνα ηθογραφία. Επίσης, μια πρώτη σκέψη μου, ολοκληρώνοντας το κείμενο, ήταν πως ο Κατσουλάρης θα μπορούσε κάλλιστα να υπερβεί την ελεγχόμενη παράνοια του ήρωά του, να βάλει τη γραφίδα του πιο βαθιά στο απόστημα των αδυναμιών του, να τον κάνει να διαβεί όρια και διαχωριστικές γραμμές και να τον εξωθήσει στο έγκλημα για λόγους παθολογικής ζήλειας. Με μια δεύτερη σκέψη όμως, καταλήγω πως έτσι, μ’ αυτήν την ήπια (και με ανοιχτό τέλος) απόληξη που επέλεξε, η νουβέλα του γίνεται πιο πρωτότυπη, πειστική και δραστική, γίνεται μια δικιά μας ιστορία. Όπως και να ’χει, η ιστορία αφορά πολύ κόσμο, αφού ουκ ολίγοι άρρενες ζηλέψαμε κάποτε (έστω και λίγο) ή εξακολουθούμε να ζηλεύουμε το έτερό μας ήμισυ – κι ας μην κάναμε ποτέ λαμπίκο το αιωνίως ασυμμάζευτο σπίτι μας. Ωραία και η φωτογραφία του εξωφύλλου του βιβλίου, συμβατή με το περιεχόμενό του. Ο τίτλος της: «Jealousy».

 

(περ. INDEX,  τεύχ. 41, Ιούλιος-Αύγουστος 2010)

 

 

 

 

 

 

Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΩΝ ΑΗΔΟΝΙΩΝ

 

 

Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Ο θησαυρός των Αηδονιών, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2009, σελ. 105

 

Ο μαιτρ της μικρής φόρμας και καθαρόαιμος διηγηματογράφος Ηλ. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, καταθέτει το νέο βιβλίο του, με τον τίτλο Ο θησαυρός των Αηδονιών, από τις καλαίσθητες εκδόσεις Γαβριηλίδη. Ας κάνουμε μια μικρή περιδιάβαση στις ιστορίες του: Το «Πλασμώδιο falciparum» αποτελεί αμυδρή παιδική και νεανική μνήμη του συγγραφέα για τον γιο της θείας του, τον Άγγελο, για τον οποίον πληροφορείται δέκα χρόνια μετά τα γεγονότα που ξετυλίγονται στο διήγημα από τη μάνα του, ότι πέθανε. Ο τίτλος παραπέμπει σε πάθηση της εποχής που διέγνωσε κάποιος γιατρός εξετάζοντας τον ασθενή-αφηγητή, όταν ήταν μικρός, και στεγάζει τη διαφορετικότητα της εποχής του. Στο «Η δεκαοχτούρα» έχουμε πάλι μια κατοχική μνήμη. Η επίταξη του πατρικού σπιτιού της μάνας τού αφηγητή γίνεται η αιτία να πεθάνει ο πατέρας του από καρδιακό επεισόδιο και να ξενιτευτούν σε άλλο σπίτι. Την καταστροφή τους, όπως την αποκαλούσε η μάνα του αφηγητή, την επιτείνει κι ένας καταστρεπτικός σεισμός. Τα παράξενο –στα όρια του μεταφυσικού– στοιχείο του διηγήματος, η ύπαρξη μιας δεκαοχτούρας στα χαλάσματα της μισογκρεμισμένης αποθήκης. Το «Πρωτοχρονιά!» αποτελεί μια τραυματική εμπειρία-μνήμη του αφηγητή για μία πρωτοχρονιάτικη έξοδό του ως σπουδαστής στρατιωτικής ιατρικής σχολής στη Θεσσαλονίκη. Στάθηκε η αιτία να μισήσει, ή έστω να μην εξιδανικεύσει, τις χριστουγεννιάτικες αργίες, όπως αναφέρεται στην αρχή του διηγήματος. Το διήγημα –αιχμηρό και καυστικό σε κάποια σημεία για τη Θεσσαλονίκη και τους Θεσσαλονικείς– μπορεί να αντιπαραβληθεί με το διήγημα του Χριστιανόπουλου «Διακοπές στην Αθήνα», αναγνωσμένο… από την ανάποδη. Στο «Λιούμπιτελ 2» ο αφηγητής αφιερώνει τρεις ολόκληρες σελίδες για να περιγράψει τα χαρακτηριστικά και τη χρήση μιας παλιάς ρώσικης φωτογραφικής μηχανής. Ανακαλεί στη μνήμη του διάφορες φωτογραφίες που τράβηξε στο Παγγαίο, στην Ορεστιάδα, στον Πύργο, έξω από τα Φιλιατρά, στο Αίγιο και στο Τουρκολίμανο. Σε κάποιες στάσεις ποζάρουν στον φακό ο Καββαδίας, ο Κοτζιάς και ο Τάκης Σινόπουλος. Στο «Άροτρο» έχουμε την ιστορία ενός ξύλινου αρότρου, με το οποίο όργωναν ένας πατέρας με την κόρη του. Χρόνια μετά, κι αφού ο πατέρας έχει πεθάνει από πνιγμό, η κόρη το παραδίδει στον αφηγητή-γιατρό, αφού οργώνει πλέον με σύγχρονο τρακτέρ. Η επιτυχία του διηγήματος έγκειται στην αποκάλυψη του θανάτου του πατέρα μόλις στις τελευταίες σειρές του. Ακολουθεί το διήγημα «Αντιπαροχή». Μέσα σε λίγες γραμμές έχουμε την καταγραφή μιας εποχής, το πέρασμα από τα χαμηλά σπιτάκια στην αντιπαροχή, μέσα από τις συνήθειες ενός ιδιόρρυθμου ανθρώπου, που δεν εξαλείφθηκαν αλλά μεταλλάχθηκαν μέσα στον χρόνο. Ακολουθεί το ομότιτλο διήγημα της συλλογής «Ο θησαυρός των Αηδονιών». Πηγαίνοντας εκδρομή στο Μουσείο της Νεμέας ο αφηγητής για να θαυμάσει τον θησαυρό των Αηδονιών, πληροφορείται από κάποιον άγνωστο οδηγό που σταθμεύει σ’ ένα ξωκλήσι, δίπλα σε ένα πάρκινγκ της Εθνικής, για τον θάνατο ενός νέου ανθρώπου. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τις «Παιδαριώδεις ιστορίες». Είναι πέντε τον αριθμό κι η καθεμία έχει ως τίτλο κάποιο κατοικίδιο ζώο. Οι τρεις από αυτές, που αναφέρονται σε γαϊδούρια, χοίρο και τράγο αντίστοιχα, είναι σκληρές και έχουν ως απόληξη το βίαιο τέλος αυτών των ζώων που σοκάρει τον αναγνώστη. Μία ιστορία αφορά την αλλαγή στη συμπεριφορά ενός σκύλου απέναντι στο αφεντικό του, όταν εκείνος προσπάθησε να τον ξεφορτωθεί, ενώ στην τελευταία θαυμάζουμε τη βαθιά αγάπη ενός ηλικιωμένου για το μουλάρι του, που, σε ώρα ανάγκης, περιέθαλψε ο αφηγητής-γιατρός του βιβλίου.

Ο «Θησαυρός των Αηδονιών» –όπως και τα υπόλοιπα άλλωστε βιβλία του συγγραφέα– κερδίζει τον αναγνώστη με τη λιτή, απέριττη και αφτιασίδωτη αφήγηση. Τα κείμενα, μιας παλάμης τα περισσότερα, είναι γυμνά, ευθύβολα και ειλικρινή, πυκνά και ουσιαστικά, που αντλούν την ύπαρξή τους από πραγματικά γεγονότα-βιώματα του συγγραφέα. Αναδεικνύουν το ασήμαντο, το ελάχιστο, το ευτελές και το καθημερινό, σε μείζoν και σημαντικό. Στα διηγήματα το τέλος συνήθως είναι καθοριστικής σημασίας για τον αναγνώστη, και είτε αποκαλύπτει κάτι σκληρό είτε κάτι αναπάντεχο είτε μας δίνεται μια πολύ καθοριστική πληροφορία. Είναι σύντομες και μεστές ιστορίες που δεν υπολείπονται σε σοφία ή σε αίσθημα, και διαβάζονται με μιαν ανάσα. Γνήσια λογοτεχνία από έναν αυθεντικό δημιουργό.

 

(περ. ΙNDEX, τχ. 37, Φεβρουάριος 2010)

 

 

 

 

 

 

ΜΠΟΕΜ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΚΥΝΙΣΜΟΥ

 

 

Γιάννης Πετρόπουλος, BOHEME, μυθιστόρημα, εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2009, σελ. 301

 

 

Το μποέμ περιβάλλον του Παρισιού των αρχών του εικοστού αιώνα είναι ήδη γνωστό σε όσους ανατρέχουν σε βιβλία εκείνης της εποχής. Πεζοδρόμια και γειτονιές του Παρισιού, Μονμάρτρη και Μονπαρνάς, ζωγράφοι, ποιητές και πάσης φύσης καλλιτέχνες, ο Πικάσο, ο Απολινέρ, ο Ματίς, ο Μπρακ, ο Ζακόμπ. Όλα τα κινήματα της γαλλικής αβάν-γκαρντ των αρχών του εν λόγω αιώνα σχετίζονται με την μποέμ ζωή του Παρισιού. Τέλος, υπάρχει και μια όπερα του Πουτσίνι, η «Μποέμ», που αναφέρεται ακόμα παλιότερα, στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα (1830), όπου μια συντροφιά καλλιτεχνών ζει, διασκεδάζει, δημιουργεί και ερωτεύεται. Μια συντροφιά που ζει διαφορετικά από τον υπόλοιπο κόσμο της εποχής της, εκφράζοντας μια ρομαντική, σχεδόν αντισυμβατική αντίληψη για την καθημερινότητα, αφού αδιαφορούσε παντελώς για οτιδήποτε δεν σχετιζόταν με τη ζωή, τον έρωτα και την τέχνη.

Αυτήν την περιρρέουσα καλλιτεχνική και ρομαντική ατμόσφαιρα του Παρισιού του δέκατου ένατου και εικοστού αιώνα επιχειρεί να μεταφέρει τρόπον τινά στο τελευταίο του μυθιστόρημα ο Γιάννης Πετρόπουλος, σε μια Ελλάδα συμβατική, αντιδημιουργική και υποταγμένη, που τα δίνει όλα εν έτει 2004 για τους επικείμενους ολυμπιακούς αγώνες της, ξοδεύοντας αφειδώς υπέρογκα ποσά για έναν θεσμό ξεπουλημένο στο ντόπινγκ, στις πολυεθνικές εταιρείες, στον κυνισμό και στη διαφήμιση. Συνδετικός κρίκος αυτών των τόσο πολύ διαφορετικών εποχών ο τίτλος του βιβλίου, που τον κρίνω πετυχημένο. BOHEME.

Όπως στο πρώτο μυθιστόρημα του Π. (Η μυρουδιά της μπαρούτης) είχαμε να κάνουμε με τις αναζητήσεις μια εφηβικής παρέας, και στο προηγούμενό του βιβλίο (Ο Ανδρέας, ο Αριστείδης, η Αθηνά και ο Κυριάκος) με μια παρέα τεσσάρων φίλων, έτσι και στο εν λόγω βιβλίο υπερισχύει ξανά το στοιχείο της συντροφικότητας και η έννοια της παρέας στην αγνή, τρυφερή και ρομαντική της εκδοχή. Είναι ένα στοιχείο που όπως φαίνεται ακολουθεί πιστά τον συγγραφέα στα βιβλία του και, κατά τα φαινόμενα, θα συνεχίσει να τον ακολουθεί, αφού πέρα από λογοτεχνικό εύρημα είναι και στάση ζωής, Ο Πετρόπουλος πιστεύει βαθιά στη συλλογικότητα και στη συντροφικότητα όχι μόνο ως αξίες ζωής αλλά και ως μέσο λύσης των πάσης φύσης προβλημάτων που αντιμετωπίζει σήμερα η συντηρητική, ξενοφοβική και εγκυμονούσα παθογόνες καταστάσεις κοινωνία μας. Μια παρέα φίλων, λοιπόν, τα πρόσωπα και ένα μπαράκι της Αθήνας, το Μακόντο, ο τόπος που ξετυλίγεται η μυθιστορηματική περιπέτεια. Βασικός πρωταγωνιστής ο Οδυσσέας (προφανής η σημειολογία του ονόματος), πιθανό άλτερ έγκο του συγγραφέα, ο οποίος γράφει κριτικές βιβλίων επί πληρωμή και είναι και ο ίδιος δόκιμος (όπως αυτοαποκαλείται) συγγραφέας. Στους δευτεραγωνιστές συγκαταλέγεται ο Ανέστης, στον οποίον ανήκει το μπαράκι, ο επίδοξος ποιητής Άλκης που παραμελεί τα ποιήματα χάρη των γυναικών, και τον πατέρα του οποίου ευλόγησε κάποτε ο Σεφέρης, περαστικός από τον τόπο καταγωγής του, τη Σκιάθο, η Ελένη, η Ερμιόνη, η Πολυξένη η σπιτονοικοκυρά του Οδυσσέα και άλλα πρόσωπα που, σε ρόλο κομπάρσων, θα τα συναντήσουμε στις τριακόσιες σελίδες του βιβλίου. Μια παράξενη γυναικεία φιγούρα που εμφανίζεται μια συγκεκριμένη ώρα, κάθε μέρα, στο μπαλκόνι της, και την οποία βλέπει άθελά του ο Οδυσσέας από το δικό του μπαλκόνι, μισή (από τα πόδια και κάτω) λόγω της θέσης του μπαλκονιού της και του ακάλυπτου χώρου  που μεσολαβεί ανάμεσά τους, εξάπτει την περιέργεια του Οδυσσέα, κάνει την αφήγηση άκρως ενδιαφέρουσα, σχεδόν ερωτική αλλά και μυστηριώδη, και ο αναγνώστης συνεχώς περιμένει από στιγμή σε στιγμή να γίνει η αποκάλυψη. Η αποκάλυψη φυσικά αργεί και το τέλος του βιβλίου αποκτά αστυνομικό ενδιαφέρον, αφού η άγνωστη μισή γυναίκα που απασχολεί τον Οδυσσέα, και κατ’ επέκταση όλη την παρέα του, κρύβει ένα σκληρό μυστικό. Η παρέα, πάντα με συλλογικές διαδικασίες και με κινητήριο μοχλό το σύνθημα «όλοι για έναν και ένας για όλους» λύνει το μυστήριο, αλλά εκεί που εφησυχάζουμε και περιμένουμε αίσια έκβαση στην απόληξη του βιβλίου, ένα άλλο τρομερό συμβάν μας καθηλώνει αναπάντεχα.

Η γραφή του Πετρόπουλου είναι ενδιαφέρουσα, το βιβλίο κομματιασμένο σε ενότητες, μας ταξιδεύει από την Αθήνα στη Σκιάθο και πάλι ξανά στην Αθήνα, και η πλοκή, ειδικά προς το τέλος της αφήγησης, μας αποκαλύπτει έναν συγγραφέα που θα μπορούσε κάλλιστα να ασχοληθεί με το είδος της αστυνομικής περιπέτειας, αφού υπάρχει έντονο σασπένς, δυνατές ανατροπές και ένας καταιγισμός εξελίξεων και γεγονότων, αντισταθμίζοντας έτσι την κάποια στατικότητα των εκατό πρώτων σελίδων του βιβλίου. Παντού είναι διάχυτες οι μουσικές και λογοτεχνικές προτιμήσεις του συγγραφέα μέσα από τις προτιμήσεις των ηρώων του (μπαρ Μακόντο από Μαρκές, Σεφέρης, Ελύτης, Καζαντζάκης, Όμηρος, Παπαδιαμάντης, Τζόις, αλλά και Ντίλαν Μπαέζ, Πράισνερ, Καραῒνδρου). Το διακειμενικό στοιχείο είναι έντονο σε όλο το βιβλίο, ιδίως με τις αναφορές σε στίχους των Ελύτη-Σεφέρη, ωστόσο αυτός ο καταιγισμός στίχων των μεγάλων ποιητών μας, που τους λατρεύουν οι ήρωες του Πετρόπουλου, κάποιες φορές κουράζει, στερώντας τους τη δική τους φωνή. Τα πορτρέτα των ηρώων είναι αρκετά πειστικά, πρόκειται πράγματι για μποέμ τύπους που ζουν στην Ελλάδα του σήμερα, η ζωή τους και η όλη τους δράση πείθει για κάτι τέτοιο, ωστόσο έρχονται στιγμές που φαντάζουν κάπως παλιoκαρίσιοι και υπερβολικά ρομαντικοί σε μια εποχή αντιποιητική, κυνική και εξόχως συμβατική. Έχουν όμως ενδιαφέρον, και αυτή η προβολή των ρομαντικών τους στοιχείων στην εποχή μας αφ’ ενός λειτουργεί σαν αντίδοτο στον ωχαδερφισμό και στην πεζότητα που μας κατακλύζει από παντού, αφετέρου μας αποκαλύπτει στοιχεία και εμμονές του χαρακτήρα του ίδιου του συγγραφέα. Το τέλος του βιβλίου είναι αναπάντεχο και απρόσμενο, σχεδόν αιφνιδιάζει τον αναγνώστη. Ίσως ο Π. απεχθάνεται τα χάπι εντ στις ιστορίες, ωστόσο δεν είναι πάντα αυτό το ζητούμενο σε ένα βιβλίο, ούτε στοιχείο καταξίωσής του. Η απρόβλεπτη εξέλιξη μένει κάπως μετέωρη. Θα μπορούσε να δουλευτεί περισσότερο, κυρίως για να φανεί πιο έντονα ο συμβολισμός του θανάτου του ποιητή και ο συσχετισμός του με τον θάνατο της ποίησης, τον θάνατο μιας μποέμ ζωής ή το τέλος μιας εποχής.

Παρά τις σχολαστικές παρατηρήσεις μου πάνω στο έργο του Πετρόπουλου BOHEME, απόλαυσα το βιβλίο, γοητεύτηκα σε πολλά σημεία (αξεπέραστες οι συναντήσεις του Οδυσσέα με την Πολυξένη, ιδιαίτερα ερωτικές και αυθεντικές οι περιγραφές του σμιξίματος του νέου ανθρώπου με τη σιτεμένη σπιτονοικοκυρά του, μια συνάντηση γραμμένη με μεγάλη μαστοριά και αίσθημα), και σκέφτομαι πως εκτός από κάτι σκιές που έχουν να κάνουν με τη διακειμενική κατάχρηση και κυρίως με τον στόμφο και το ύφος των ηρώων του, ο Πετρόπουλος έχει εξελιχτεί σημαντικά ως συγγραφέας. Αφήνοντας στην άκρη την ηθογραφία, τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες του τόπου από όπου κατάγεται, προχώρησε στο αστικό μυθιστόρημα, στις κοινωνικές διαστάσεις, στη μεγάλη σε έκταση σύνθεση, χωρίς να χάσει τον αυθορμητισμό του, τον ερωτισμό του και, κυρίως, την ακλόνητη πίστη του στην έννοια της φιλίας, της μεγάλης παρέας, της συντροφικότητας – αξίες πολύτιμες και δυσεύρετες στην εποχή μας.

 

  (περιοδ. Ένεκεν, τχ. 14, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2009)

 

 

 

 

 

 

 

ΣΠΑΝΙΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ

ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΟ ΚΥΚΛΩΜΑ

 

 

Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Σπάνιες αλήθειες, μυθιστόρημα, Εστία, 2008, σελ. 285

 

 

«Φταίνε τα τραγούδια τους, φταίει ο λυράρης, μα φταίει κι ο ίδιος ο λαός γιατί ’ναι μαραζιάρης» αποκάλυπτε στο παλιό, ωραίο τραγουδάκι του Μαύρη θάλασσα ο βάρδος Διονύσης Σαββόπουλος. Σε αντιδιαστολή με την τριτοβάθμια εκπαίδευση και την όλη παθογένειά της, ο αναγνώστης του τελευταίου βιβλίου της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου θα μπορούσε κάλλιστα να αναφωνήσει: «Φταίνε οι χαμηλές επιδοτήσεις και τα ανύπαρκτα κονδύλια, φταίει η νοοτροπία των φοιτητών, μα φταίνε και οι καθηγητές τους, οι συναλλαγές τους και η ταχτική του αλληλοσπαραγμού, που χρόνια τώρα εφαρμόζουν στα πανεπιστήμια».

Δύο οι βασικές πρωταγωνίστριες του μυθιστορήματος της Σταυρακοπούλου. Η Αγγέλα Ηλιάδου και η Εύα Αδάμ. Γυναίκες γύρω στα εξήντα, καθηγήτριες του Φιλοσοφικού τμήματος του πανεπιστημίου, που έχουν αναπτύξει μια ιδιότυπη μεταξύ τους σχέση, η οποία απλώνεται από την αγάπη, την κατανόηση και τη συμπαράσταση, φτάνοντας μέχρι την αλληλοεξόντωση και τον κανιβαλισμό. Η Αγγέλα –παλιότερα δυσλεξική, που της προσάπτουν ότι δεν είναι καν καλή φιλόλογος, πράγμα που το αποδέχεται κι η ίδια– αγαπά περισσότερο τη δοκιμιογραφία από τη φιλολογία. Είναι παντρεμένη με τον Ηλία και δεν έχουν παιδιά. Είναι ευέλικτη, ρεαλίστρια, μεθοδική και οργανωμένη στη δουλειά της, παρότι έχει εμφανείς ελλείψεις, κυρίως σε θεωρητικό υπόβαθρο. Απέναντί της στέκει η Εύα. Αριστερή δογματική, εξαιρετική φιλόλογος, αλλά χύμα τύπος και χαρακτήρας. Είναι ανύπαντρη, με ζωή ρημαδιό, έχασε πρόσφατα την αδελφή της και είναι εργασιομανής. Ο ψυχικός της κόσμος αλλοπρόσαλλος. Έχει απρόσμενες συναισθηματικές εκρήξεις και έντονα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα. Την παρακολουθεί ψυχίατρος και παίρνει φαρμακευτική αγωγή. Η Αγγέλα θέλει να εκλεγεί τακτική καθηγήτρια και η Εύα πρόκειται να υποστηρίξει την εκλογή της, όπως τουλάχιστο την διαβεβαιώνει. Η Εύα περνάει ένα συναισθηματικό Γολγοθά, γίνεται ράκος στην κυριολεξία, ώσπου να ολοκληρωθεί η διαδικασία εκλογής της Αγγέλας. Αφού πρώτα δηλώσει παραίτηση για λόγους ηθικής τάξης, κατόπιν ανακαλεί την παραίτησή της, μετέχει στην τριμελή επιτροπή εκλογής, αλλά στέκεται αρνητικά στο έργο της φίλης της, κυρίως επειδή κατακεραυνώθηκε από τον καθηγητή Αστροπολίτη, που πλέκει το εγκώμιο της Αγγέλας και πρωτοστατεί στην εκλογή της. Οι δύο φίλες προς στιγμή κακιώνουν, αλλά τα ξαναβρίσκουν. Το τέλος του βιβλίου αιφνιδιάζει ευχάριστα. Οι τρεις τελευταίες ευρηματικές σελίδες δίνουν μια χιουμοριστική νότα στο όλο ζοφερό, μίζερο και παθογόνο (διαπροσωπικό και πανεπιστημιακό) κλίμα, που αποκαλύπτει και καταγράφει επιδέξια και με τόλμη η Σταυρακοπούλου. Δευτερεύοντα πρόσωπα του βιβλίου: η Μάρθα, ο Δαμιανός, ο Αστροπολίτης, ο Κάκος, ο Ξάνθος, ο ελληνιστής καθηγητής Κούκερ, όπως και ο Ηλίας, ο σύζυγος της Αγγέλας, το μόνο πρόσωπο του βιβλίου που δεν εμπλέκεται με το πανεπιστημιακό κύκλωμα, αλλά κινείται σαν σκιά, αδρανές και κάπως στο περιθώριο, σε όλο το ξετύλιγμα του στόρι.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία κεφάλαια, που τιτλοφορούνται Ευαγγελίσματα  Α΄, Β΄ και Γ΄, και τα οποία χωρίζονται σε επιμέρους υποενότητες. Κάθε υποενότητα έχει ως προμετωπίδα στίχους από το βυζαντινό ποίημα Μισμαγιά, και η συγγραφέας φρόντισε να δένει το περιεχόμενο της υποενότητας με το βαθύτερο νόημα των στίχων που χρησιμοποιεί. Το πρώτο κεφάλαιο (Ευαγγελίσματα Α΄) μονοπωλεί η αυτοπαρουσίαση της Αγγέλας, που σκιαγραφεί παράλληλα (αλλά και κατηγορεί) τη φίλη και συνάδελφό της Εύα. Είναι κατά κάποιον τρόπο ένα εισαγωγικό κεφάλαιο, το οποίο, βέβαια, καλύπτει 146 ολόκληρες σελίδες (πάνω από το μισό βιβλίο). Στα Ευαγγελίσματα Β΄ μπαίνουμε στο ψητό της υπόθεσης, με ένα συνεχόμενο πινγκ πονγκ αλληλοκατηγοριών ανάμεσα σε Εύα και Αγγέλα (εναλλάσσονται τα κείμενα της κάθε μίας), ενώ οι διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητάς τους παρατίθενται από τη συγγραφέα με ένα ανελέητο κοντράστ εξομολογήσεων, που περικλείει έντονη θεατρικότητα, και θυμίζει σκηνές από ταινία του Μπέργκμαν. Ο χρόνος που καλύπτει το δεύτερο κεφάλαιο, είναι λίγο πριν τη διαδικασία εκλογής της Αγγέλας στην ανώτερη πανεπιστημιακή βαθμίδα. Τέλος, στα Ευαγγελίσματα Γ΄, έχουμε τα παραλειπόμενα της εκλογής της Αγγέλας και την ευρηματική απόληξη των τελευταίων σελίδων.

Η Σταυρακοπούλου –επίκουρος καθηγήτρια νεοελληνικής φιλολογίας στο Α. Π. Θ.– καταθέτει τις Σπάνιες αλήθειες της, μιλώντας από πρώτο χέρι. Βάζει το νυστέρι βαθιά στο κόκαλο, δίχως ο λόγος της να γίνεται στείρος και καταγγελτικός. Σκύβει στην αιμορραγούσα πληγή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και καυτηριάζει τα κακώς κείμενα. Δεν γράφει ψυχρά ούτε είναι πλήρως αποστασιοποιημένη από τις καταστάσεις που περιγράφει, αλλά διακρίνεται, στο βάθος, η θλίψη της για το πανεπιστημιακό γίγνεσθαι. Με μαστοριά και ευρηματικότητα υποδύεται ρόλους και υφαίνει ακούραστα και πειστικά τα δύο γυναικεία πορτρέτα των ηρωίδων της. Την φαντάζομαι, με δύο γυναικείες μάσκες στο χέρι, που εναλλάσσονται κάθε τόσο στο πρόσωπό της, καθισμένη σε λιτή καρέκλα σε θεατρικό σκηνικό, να δανείζει τη φωνή της (και τη γραφή της) στο στόμα των δύο ηρωίδων της. Το πρώτο μέρος του βιβλίου φαντάζει κάπως στατικό και δυσκίνητο, ίσως λόγω των πολλών λεπτομερειών που θέλει να μας καταθέσει η συγγραφέας, για μια περισσότερο ολοκληρωμένη σκιαγράφηση των χαρακτήρων με τους οποίους καταπιάνεται. Στα Ευαγγελίσματα Β΄ το κείμενο πυκνώνει, γίνεται πιο νευρώδες και το βιβλίο ξαναβρίσκει τον σωστό του ρυθμό. Η ατμόσφαιρα συνεχώς δυναμιτίζεται, τα αλληλοκαρφώματα πέφτουν σύννεφο, το έδαφος προλειαίνεται, αναμένουμε τη κορύφωση. Στα Ευαγγελίσματα Γ΄ έχουμε τον απόηχο της όλης έντασης που προέκυψε, τη λύση της δραματουργίας. Στη σ. 274, στο κομμάτι «Πάντως είναι τρομερό… συνέλθουμε.», διακρίνει κανείς την προσωπική αγωνία και το πολιτικό ζήτημα που θίγεται από τη συγγραφέα, αναφορικά με την κατάντια των πανεπιστημίων μας.

Οι Σπάνιες αλήθειες της Σταυρακοπούλου πιστεύω ότι είναι ισάξιες σε ποιότητα με το μυθιστόρημά της Οι δεξιώσεις. Πέρα από την έξυπνη σύλληψη, τα πρωτότυπα ευρήματα και την αναγνωρίσιμη φωνή της συγγραφέως και στα δύο κείμενα, νομίζω πως έχουν ακόμα ένα κοινό στοιχείο. Το χάρισμα της συγγραφέως να τολμά, να κοινοποιεί και να εκθέτει, δίχως ενοχές και συστολή, γεγονότα και περιστατικά (μια ολόκληρη νοσηρή νοοτροπία, θα έλεγα καλύτερα) που έχουν να κάνουν με τα πολιτιστικά αλλά και τα πανεπιστημιακά δρώμενα της χώρας. Είναι θέματα που άλλους ενοχλούν, άλλοι τα προσπερνούν ελαφρά τη καρδία, κι άλλοι δεν τολμούν ούτε να τα αγγίξουν. Η Σταυρακοπούλου καταπιάνεται με αυτά τα ευαίσθητα θέματα, σαν έμπειρη πυροτεχνουργός που απενεργοποιεί εκρηκτικό μηχανισμό. Κι αυτό σημαίνει –το λιγότερο– ότι το λέει η καρδιά της.

 

(περιοδ. η παρέμβαση, τχ. 150, φθινόπωρο 2009)

 

 

 

 

 

 

ΕΝΑΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ ΜΕ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

 

 

Γιώργος Καρτέρης, Ερωτευμένος τρομοκράτης, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Μελάνι, σελ. 408 

 

 

Πολλοί συγγραφείς εμπνεύστηκαν από την τρομοκρατία ως κοινωνικό φαινόμενο, ως πράξη βίας, ακραίο τρόπο απονομής κάποιας ανεπίδοτης δικαιοσύνης. Ένας από αυτούς και ο εκ Μυτιλήνης ορμώμενος Γιώργος Καρτέρης, μόνιμος κάτοικος της πόλης των Σερρών, που δοκιμάστηκε εδώ και χρόνια με μεγάλη επιτυχία στην πεζογραφία, κυρίως χάρη στα μυθιστορήματά του: Ένας Παντελής και μισός, Κάτσε καλά και Έρωτες στην άκρη.

Στο εν λόγω μυθιστόρημα, το Ερωτευμένος τρομοκράτης, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μελάνι, ο Κ. στήνει την ιστορία του βασισμένος σε ένα αληθινό γεγονός: Τον θάνατο του Χρήστου Τσουτσουβή και των αστυνομικών που συνεπλάκησαν μαζί του, ύστερα από συμπλοκή που έγινε στην περιοχή του Γκύζη, το Μάιο του 1985. Είναι φανερό πως ο συγγραφέας κρατούσε αρχείο από τα γεγονότα εκείνης της εποχής, αφού τόσο η φρασεολογία, οι ανακοινώσεις των εφημερίδων της εποχής και αρκετοί διάλογοι των ηρώων του, είναι αδιάψευστοι μάρτυρες της συστηματικής έρευνας που προηγήθηκε.

Κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας ο Αγαμέμνονας, ο Δημήτρης, ο Σταμάτης, η Ελένη και η φίλη της Ηλέκτρα. Ο Σταμάτης, άθελά του, μπλέκει με τρομοκρατική οργάνωση παρότι διαφωνεί με την όλη φιλοσοφία της ένοπλης πάλης, παγιδεύεται, τον απειλούν με απόλυση, αλλά αδυνατεί να στερήσει ανθρώπινη ζωή και να μπει στο τρομοκρατικό παιχνίδι. Αγοράζει από τον Αγαμέμνονα Τσαλαφούτη μια ήδη κλεμμένη μοτοσικλέτα, ενώ η αρχική εντολή ήταν να την κλέψει ο ίδιος. Από την άλλη έχουμε τον Αγαμέμνονα, καρφί της ασφάλειας, μέλος της φασιστικής οργάνωσης Χρυσή βροχή, να σκηνοθετεί επεισόδια στον χώρο του Πολυτεχνείου παίζοντας το παιχνίδι της αστυνομίας. Ανέραστος, μονομανής και προβληματικός στις σχέσεις του με το άλλο φύλο, έφαγε κάποτε τα μούτρα του από μία Χρύσα που τον παράτησε για έναν φιλόλογο. Ο πατέρας του Αγαμέμνονα, ο Κυριάκος –στον οποίο ο συγγραφέας αφιερώνει μια υποενότητα– υπήρξε ένα είδος σαλού του χωριού κληροδοτώντας στον γιο του την ψυχοσυναισθηματική του διαταραχή. Ο Δημήτρης Κοβάνης, ο συνειδητοποιημένος εκτελεστής-τρομοκράτης της υπόθεσης, άλλοτε κυνικός κι άλλοτε ευαίσθητος, θα βρεθεί στην ιδιάζουσα περίσταση να αντιμετωπίσει εκ παραλλήλου μια κρίση παγκρεατίτιδας, μια κρίση συνείδησης και έναν απρόσμενο, δυνατό έρωτα.  Η Κατερίνα, η όμορφη, έντιμη κι ευαίσθητη νοσοκόμα, άθελά της συνδέεται με τον Δημήτρη, με τον οποίον την ενώνει ένας δυνατός έρωτας. Ένας έρωτας που θα βρει διέξοδο στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου με έναν τρόπο αναπάντεχα καθηλωτικό αλλά και πικρό συνάμα. Τέλος η Ηλέκτρα, η τσαμπουκαλεμένη φίλη της Κατερίνας, μπόρεσε και απομακρύνθηκε από μια προβληματική σχέση, στέλνοντας αδιάβαστο κάποιον Νίκο που την ζήλευε αρρωστημένα. Από τους δευτερεύοντες ήρωες του στόρι ξεχωρίζει ο Ιορδάνης, ο άθεος πότης που πουλάει εκκλησιαστικά είδη στο κέντρο της Αθήνας, πίνει ουίσκι σε φλιτζανάκι του καφέ για να μην προδίδει το πάθος του και βρίζει την εκκλησία και τις θεούσες. Όλα τα παραπάνω πρόσωπα, χάρη στη μαεστρία του συγγραφέα, μπλέκονται σε ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι σχέσεων, γεγονότων και αναπάντεχων περιστατικών, υφαίνοντας έτσι τον μύθο, που θα ξετυλιχτεί και θα κορυφωθεί με το ηρωικό τέλος, που, πιστεύω, είναι ο άσσος στο μανίκι του συγγραφέα. Ο συμβολισμός και η αμφισημία του λήμματος «τέρας» –μεταστατικός καρκίνος στο κρανίο της Κατερίνας και τέρατα που ζουν στους κρατικούς μηχανισμούς εξουσίας– μας καθηλώνει. Ο Κ. στην απόληξη της ιστορίας του σεβάστηκε τον εαυτό του, τους αναγνώστες του, μα πάνω απ’ όλα τους ήρωές του. Οι μάσκες πέφτουν και η αδρεναλίνη χτυπάει κόκκινο. Μια απόληξη που εμπεριέχει δράση, ένταση, πάθος, αποδίδοντας λυτρωτική κάθαρση κατά τα πρότυπα αρχαίας τραγωδίας.

Η γλώσσα του Καρτέρη είναι απλή, λιτή, αλλά όχι απλοϊκή. Μακριά από το life style και τα μοδάτα μυθιστορήματα της εποχής, τον απασχολεί ένα ιδιότυπο λούμπεν περιθώριο, με πρόσωπα που ακροβατούν επικίνδυνα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Από την πρώτη κιόλας σελίδα, με την περιγραφή που κάνει για το κουτούκι της οδού Αμοργού, όπου ζουν κι ανασαίνουν κάποιοι εκ των ηρώων του, μας μπάζει δυναμικά και μαστόρικα στον κόσμο τους. Ο Κ. πλέκει με υπομονή και ατέλειωτες περιγραφές τα πορτρέτα των ηρώων του, που όντες παρακμιακοί κινούνται πάντα στο όριο, στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Χαρακτηριστικό της γραφής του συγγραφέα η χρήση μιας ιδιάζουσας ελλαδικής ντοπιολαλιάς, όπου θα συναντήσει κανείς το βορειοελλαδίτικο ιδίωμα, το μυτιληνιό, αλλά και τούρκικες λέξεις ενσωματωμένες στο ελληνικό λεξιλόγιο. Επίσης το βιβλίο είναι διάσπαρτο από σπαρταριστά ευφυολογήματα στους διαλόγους των ηρώων, που διαβάζονται και ως μεταποιημένα πολιτικά συνθήματα, ενώ η αποκάλυψη των τρόπων και των μεθόδων των ανθρώπων της Ασφάλειας στο να κατασκευάζουν ενόχους και να επινοούν τρομοκράτες, μας εντυπωσιάζει.

Ο Κ. χειρίζεται θαυμάσια στο κείμενό του το στοιχείο της προοικονομίας. Η συζήτηση της Ηλέκτρας με την Κατερίνα, την ώρα που πίνουν καφέ, προοικονομεί τη γνωριμία της τελευταίας με τον τρομοκράτη, παρότι ο διάλογός τους σχετικά με την κοινωνία, τον έρωτα, τις διαστροφές και την τρομοκρατία φαντάζει κάπως επιτηδευμένος. Μέχρι και η παρουσίαση του φονικού οργάνου στον επίλογο προοικονομείται κι αυτή αριστοτεχνικά μερικές σελίδες πριν. Επίσης το τετράδιο με τις σημειώσεις που ξέθαψε προς το τέλος ο Δημήτρης, προσδίδει στο μυθιστόρημα νεωτερικό ύφος, φρεσκάροντας την κλασική αφήγηση του μύθου. Παράλληλα μας φανερώνει σκέψεις, προβληματισμούς ή πολιτικά τσιτάτα ανθρώπων του «χώρου» στη δεκαετία του ογδόντα. Τέλος οι πολιτικές και κοινωνικές απόψεις του συγγραφέα, είναι διάχυτες μέσα στο βιβλίο. Ο Κ. βάζοντας στο στόμα των ηρώων του τις δικές του απόψεις, τους κάνει να φαντάζουν πολιτικοποιημένοι, συνειδητοποιημένοι, μαχητές του δικαίου και της ζωής. Παράλληλα, όμως, διατηρεί αποστάσεις από όλους και από όλα, αναγνωρίζοντας πως και οι τρομοκράτες έχουν διαβρωθεί από το σύστημα. Σοφή, κατά τη γνώμη μου, επιλογή, αφού σε αντίθετη περίπτωση θα κινδύνευε να πέσει στην παγίδα της αγιοποίησης προσώπων και καταστάσεων, και ο αναγνώστης θα του καταλόγιζε ότι μεροληπτεί. Το απόσταγμα του βιβλίου είναι εντέλει τρυφερό. Μόνο η ενσυναίσθηση, η συμπόνια, η καλοσύνη των άλλων, είναι το ξέφωτο στα σκοτάδια που ζούμε.

Και κάτι τελευταίο για τους ήρωες του Καρτέρη, με εξαίρεση ίσως τη διφορούμενη, προβληματική και, εντέλει, επικίνδυνη φιγούρα του Αγαμέμνονα. Λάμπουν από αξιοπρέπεια. Γνήσιοι, αν και παρακμιακοί, χαρακτηρίζονται από ένα ιδιότυπο, προσωπικό ήθος, στο οποίο μένουν συνεπείς και ακλόνητοι μέχρι τέλους. Αναδεικνύονται πολύ πιο γνήσιοι και αυθεντικοί από τους «αληθινούς» τρομοκράτες της προ ολίγων ετών πολιτικής επικαιρότητας, που το αλλοπρόσαλλο της συμπεριφοράς τους μόνο θλίψη και ιλαρότητα προκάλεσε ακόμα και στους «συμπαθούντες» τη δράση τους.

    

(Βιβλιοθήκη, εφημ. Ελευθεροτυπία, αρ. φύλλου 572, της 2/10/2009)

 

 

 

 

 

ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ

 

 

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Το παραμύθι του ύπνου, μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2008, σελ. 224

 

 

Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια.

Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί

Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο

 

Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

 

Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ

Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο,

το σκοτάδι σκοτάδι,

Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω

Ονόματα σαν προσευχές,

του τραγουδώ τους νεκρούς μας.

 

Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.

 

 

Μόλις σας διάβασα το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη «Στο παιδί μου» από τη συλλογή του Ο στόχος. Ήρθε αβίαστα στη σκέψη μου, ολοκληρώνοντας το μυθιστόρημα του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη Το παραμύθι του ύπνου, και πιστεύω πως θα έδενε απόλυτα, ως προμετωπίδα –ιδίως ο τελευταίος στίχος του– στην όλη αφήγηση. Ας δούμε όμως επί τροχάδην το στόρι του βιβλίου. Βασικός ήρωας ο Επαμεινώντας Γρηγορίου, σαρανταπεντάρης συνταξιούχος στρατιωτικός της αεροπορίας. Παντρεμένος και κερατωμένος από τη σύζυγό του, μ’ αυτό το τελευταίο να το κουβαλά στίγμα ανεξίτηλο στο δέρμα του και βραχνά στην καρδιά του, πατέρας ενός μικρού κοριτσιού, δουλεύει ως μετεωρολόγος σε τηλεοπτικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, λέγοντας κάθε μέρα, εδώ και έξι μήνες, δύο με τρία ολιγόλεπτα δελτία καιρού. Φιλόδοξος και εργασιομανής, ευέλικτος και ευπροσάρμοστος, θέλει απεγνωσμένα να διατηρήσει τη θέση του, ει δυνατόν να την αναβαθμίσει, ακολουθώντας τυφλά τις οδηγίες-απαιτήσεις του προϊσταμένου του, ανεβαίνοντας έτσι τα σκαλιά της τηλεοπτικής πυραμίδας. Παράλληλα τον βασανίζουν τύψεις για ένα ατύχημα που συνέβη παλιά στην αεροπορία, όπου δούλευε ως προγνώστης καιρού, και που βάρυνε κυρίως τον ίδιο, αφού από αβλεψία του και κακό επιχειρησιακό χειρισμό, ένα αεροπλάνο με δύο άτομα συνετρίβη, με αποτέλεσμα οι δύο επιβαίνοντες  (εκπαιδευτής και εκπαιδευόμενος) να βρουν τραγικό τέλος. Μια υφισταμένη του στον τηλεοπτικό σταθμό, η Αργυρίου, θα γίνει έρμαιο των σεξουαλικών ορέξεων του Νώντα, ένα γεγονός όμως που θα αποτελέσει την απαρχή του προσωπικού, υπαρξιακού και επαγγελματικού του κατήφορου. Το τέλος μένει ανοιχτό, αφού ο συγγραφέας φλερτάροντας με τη νεωτερικότητα και το δημιουργικό τρόπο γραφής, μας παρουσιάζει τρεις πιθανές απολήξεις της ιστορίας, αναλόγως του τρόπου με τον οποίο θα λειτουργήσει ο ήρωάς του. Οι δύο τελευταίες σελίδες του βιβλίου είναι μαγικές, αποφορτίζουν την ένταση των γεγονότων που προηγήθηκαν, και δίνουν το στίγμα του Χατζημωυσιάδη αναφορικά με τις περίπλοκες καταστάσεις της ζωής που τον απασχολούν. Η περπερούνα, το παιδικό ποιηματάκι που λέει η κόρη του αφηγητή δίνοντας έτσι ένα οριστικό τέλος στο «Παραμύθι του ύπνου», εκτός από έξυπνο αφηγηματικό εύρημα αναδεικνύει την πεποίθηση του συγγραφέα ότι για να σωθεί αυτός ο περιπλεγμένος, ματαιόδοξος  και ανυπόφορα κυνικός κόσμος, μοναδική ελπίδα είναι η αθωότητα, το ανυπόκριτο βλέμμα των μικρών παιδιών.

Ενώ το στόρι είναι φαινομενικά απλό, εντούτοις το βιβλίο είναι πολυεπίπεδο, αφού θίγονται ζητήματα όπως: η ένδον ξηρασία των σημερινών ανθρώπων, το οικολογικό και περιβαλλοντικό πρόβλημα της εποχής μας, το αδιέξοδο των ανθρώπινων σχέσεων, η ερωτική ματαίωση, η σαπίλα ενός συστήματος που εστιάζει σε ανούσιες λεπτομέρειες σκορπώντας αφειδώς ανύπαρκτες ελπίδες και ψευδαισθήσεις, αλλά και η φθορά που προκαλεί στις συνειδήσεις η εξουσία, και η μεταμόρφωση που υφίστανται οι άνθρωποι, όταν η εργασιακή τους καρέκλα ψηλώνει, και από καρέκλα υφισταμένου «προάγεται» σε καρέκλα προϊσταμένου. Επειδή όμως αυτά τα θέματα, λίγο-πολύ, έχουν θιγεί και σε πληθώρα άλλων λογοτεχνικών κειμένων, νομίζω πως το καινούριο ακριβώς που κομίζει ο Χατζημωυσιάδης με αυτό του το πόνημα είναι ο ιδιαίτερος τρόπος γραφής του και το αφηγηματικό εύρημα που χρησιμοποιεί, να έχουμε τον αφηγητή (το άλτερ έγκο του συγγραφέα) να διηγείται το παραμύθι του ύπνου στην κορούλα του, και μέσα από αυτή την αφήγηση, κομμάτι κομμάτι, να ξεδιπλώνεται η ιστορία του Νώντα. Η ιδέα του συγγραφέα μού θύμισε τα Παραμύθια από το τηλέφωνο, τις 67 δηλαδή μικρές ιστορίες που ο Τζιάνι Ροντάρι έβαλε τον ήρωά του, τον κύριο Μπιάνκι από το Βαρέζε, να τις διηγείται τηλεφωνικώς στην κορούλα του, που δεν μπορούσε να την βλέπει λόγω συνεχών μετακινήσεων, για να κοιμηθεί. Στην ουσία έχουμε μιαν αφήγηση μέσα στην ιστορία, ένα είδος εγκιβωτισμού, ενώ κάθε κομμάτι της ιστορίας που αποτελεί μια επί μέρους αφήγηση του πατέρα στην κόρη του, λίγο προτού εκείνη κοιμηθεί, έχει ως προμετωπίδα έναν μικρό διάλογο ανάμεσα σε πατέρα και κόρη, διάλογο που κρύβει αθωότητα, αλήθεια και ποιητικότητα. Είναι έξυπνο το εύρημα του Χατζημωυσιάδη και χάρη σ’ αυτό ο αφηγητής, αποστασιοποιείται από τον Νώντα, τον γελοιοποιεί αρκούντως, αλλά παράλληλα τον αναδεικνύει και σε τραγικό πρόσωπο. Σκέφτομαι πως με διαφορετικό τρόπο αφήγησης, αυτό το εγχείρημα θα ήταν πολύ δύσκολο και παράτολμο, σχεδόν ακατόρθωτο, αφού περνώντας και σχετικά προσωπικά βιώματα ο συγγραφέας θα ήταν αδύνατον να τα συσχετίσει με τα βιώματα του Νώντα, και ο ήρωάς του τότε θα είχε σοβαρές ελλείψεις κι αντιφάσεις. Με το εύρημά του στηρίζεται ένας ολοκληρωμένος μυθιστορηματικός ήρωας τόσο σε συμπεριφορά όσο και σε αντιδράσεις. Η απόσταση από τον βασικό ήρωα εντέλει κερδίζει σε αφηγηματική πιστότητα και επάρκεια στη σκιαγράφηση του χαρακτήρα που τον ενδιαφέρει, κι αυτό είναι κάτι που ο Χατζημωυσιάδης το έλαβε εξ αρχής υπόψη του και σοφά έπραξε.

Εκεί που δεν έπραξε σοφά και κάπως αδυνατίζει η όλη του προσπάθεια, είναι το χτίσιμο των γυναικείων χαρακτήρων. Εστιάζοντας όλη την αφήγηση στον μετεωρόλογο Νώντα, έναν ήρωα που και τον μελέτησε και τον ξέρει πολύ καλά και ψυχανεμίζεται και προβλέπει πολύ εύστοχα το σύνολο των αντιδράσεών του, σε τέτοιο βαθμό που να μιλάμε για απόλυτα ολοκληρωμένο μυθιστορηματικό πρόσωπο (ακόμα και η στροφή του στην πρόγνωση του καιρού στον σταθμό δένει με το παρελθόν του και ερμηνεύεται απολύτως από ψυχαναλυτικής σκοπιάς λόγω του ατυχήματος των δύο αεροπόρων), τα γυναικεία πρόσωπα του στόρι είναι ανολοκλήρωτα. Δεν ερμηνεύονται επαρκώς μερικές πράξεις τους, οι χαρακτήρες τους περάστηκαν ξώφαλτσα και επιδερμικά από την πένα του συγγραφέα και εκπέμπουν κάποιον ανεξήγητο αρνητισμό, κάτι που βολεύει, όμως, στο χτίσιμο του πορτρέτου του Νώντα. Εντούτοις αυτή η συνεχής ισορρόπηση ανάμεσα σε παραμύθι και πραγματικότητα, σώζει την κατάσταση και παραγράφει την αδυναμία σκιαγράφησης πειστικών γυναικείων πορτρέτων, βοηθητικών ηρώων στο βιβλίο, αφού σε ένα παραμύθι γίνονται πολλά ανεξήγητα και μπορούμε να έχουμε ανερμήνευτες αντιδράσεις και συμπεριφορές. Ο Χατζημωυσιάδης φωτίζει και εστιάζει στη φιγούρα του μετεωρολόγου, με τέτοια ένταση, ώστε το φως διαθλάται στις υπόλοιπες μορφές της αφήγησης, αφήνοντας σκοπίμως κάποιες σκιές στον τρόπο που λειτουργούν – έτσι έπραξε και έτσι επιθυμεί να αντιμετωπίσουμε το πόνημά του. Επιπλέον η αφηγηματική πρωτοτυπία του βιβλίου, ο έξυπνος κατακερματισμός του παραμυθιού, το στοιχείο του χιούμορ στις κατάλληλες δόσεις, ο μπαχτινικού τύπου ήρωας της ιστορίας (καρικατούρα και τραγικό πρόσωπο συνάμα) και η μπαχτινικού τύπου δομή της ιστορίας (καρναβαλικό, συγκινησιακό και δραματικό στοιχείο στις σωστές τους αναλογίες), η λειτουργική χρήση της αντίθεσης ξηρασία-υγρασία (σε πραγματικό και μεταφορικό επίπεδο), το δίπολο ένδον ξηρασία-περιβαλλοντικό ζήτημα, το ανοιχτό τέλος με τις πολλές του εκδοχές και –ιδίως– η λυτρωτικά τρυφερή απόληξη των δύο τελευταίων σελίδων με το ποιηματάκι της κόρης του αφηγητή να δίνει λύση σε όλα τα αδιέξοδα, πιστεύω πως μας αποζημιώνουν απόλυτα, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του κειμένου.

Λίγα λόγια, τώρα, για το εξώφυλλο. Η φωτογραφία του, που οφείλεται στο Δημήτρη Λέτσιο, είναι συμβατή με το περιεχόμενο του βιβλίου, αναπαριστώντας μια εφιαλτική σκηνή απόλυτης ξηρασίας. Ρωγμώδες έδαφος από παντελή έλλειψη του υγρού στοιχείου, σε ασπρόμαυρο φόντο, ίχνος ανθρώπινης ζωής πουθενά, και μια εγκαταλελειμμένη βάρκα, σαν απολίθωμα άλλων εποχών, βουβή, άχρηστη κι απορημένη με την καταστροφή που έχει συντελεστεί, να χάσκει στους χαλεπούς καιρούς, ενώ πεταμένο δίπλα της ως φονικό σύνεργο, το ξύλινο κουπί της. Εικόνα μιας ζοφερής πραγματικότητας, μιας εποχής που έρχεται, που πλησιάζει και μας κρούει τη θύρα του κινδύνου, ενώ εμείς μάλλον κωφεύουμε, βολεμένοι ακόμα στις ανέσεις της μικροαστικής θαλπωρής μας.

Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης ξεκίνησε δυναμικά με πυκνά και νευρώδη διηγήματα με το βιβλίο του Τρεις μνήμες και δυο ζωές, απλώθηκε με κάποιες αρετές στη νουβέλα με το Καλά μόνο να βρεις, και συνεχίζει, με περισσότερη, κατά τη γνώμη μου, επιτυχία στο μυθιστόρημα, χάρη στο Παραμύθι του ύπνου, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Κατέθεσε ένα καλογραμμένο, ευρηματικό, σφιχτό, σημερινό κείμενο, που διαβάζεται μονορούφι, προκαλώντας αφηγηματική απόλαυση και προβληματίζοντας συνάμα. Οι ήρωες του Χατζημωυσιάδη είναι καθημερινοί, σημερινοί, αντανακλάσεις της πραγματικότητας και της αλήθειας του. Θα σας πρότεινα να αποφύγετε να διαβάσετε μερικές μόνο σελίδες του βιβλίου λίγο πριν από την βραδινή κατάκλιση, για να σας νανουρίσουν ευχάριστα και να κοιμηθείτε τον ύπνο του δικαίου. Όταν το πιάσετε στα χέρια, θα θελήσετε οπωσδήποτε να το τελειώσετε. Κι αυτό, από μόνο του, αποτελεί σημαντική κατάκτηση για τον συγγραφέα.

 

(το κείμενο αναγνώσθηκε σε βιβλιοπαρουσιάσεις, στο Δημοτικό Μέγαρο Γιαννιτσών στις 7/6/2008 και στον Ιανό της Αριστοτέλους, στις 16/10/2008, ενώ επίσης δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ένεκεν, τχ. 12, χειμώνας 2008)

 

 

 

 

 

Η ΜΗΝΙΣ ΤΩΝ ΠΕΘΑΜΕΝΩΝ

 

 

Γιάννης Πετρόπουλος, Ο Αντρέας, ο Αριστείδης, η Αθηνά και ο Κυριάκος, μυθιστόρημα, Γαβριηλίδης, 2006, σελ. 237

 

 

Αναφορικά με το προηγούμενο βιβλίο του Γιάννη Πετρόπουλου, Το ιδεόγραμμα του έρωτα, σε μία βιβλιοκρισία μου στο περιοδικό «Οδός Πανός», είχα διαβλέψει πως «ο συγγραφέας, αν απεμπλακεί από το βαρύ φορτίο του τόπου του και γενικεύσει τις  μνήμες και τις παραδόσεις που τον “ακολουθούν” κατά τη ρήση του Καβάφη, θα εξελιχτεί σε σημαντικό συγγραφέα εσωτερικής αναζήτησης, στις παρυφές του μαγικού ρεαλισμού». Ο Πετρόπουλος πιστεύω πως με το τρίτο βιβλίο του, που θα μας απασχολήσει σήμερα, όχι μόνο δεν με διέψευσε, αλλά εξελίχτηκε και βελτιώθηκε σημαντικά στο θέμα της σύνθεσης και της απόδοσης μιας ιστορίας, χωρίς κατ’ ανάγκη να αποβάλει τον τόπο και τις δοξασίες που αυτός κουβαλά, αφού εντέλει, είτε το θέλει είτε όχι, εκείνος πάντα θα τον ακολουθεί.

Μιλάμε, ήδη, για το τρίτο μυθιστόρημα του Γιάννη Πετρόπουλου, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη αυτήν τη φορά, που κυκλοφόρησε πρόσφατα και τιτλοφορείται Ο Αντρέας, ο Αριστείδης, η Αθηνά και ο Κυριάκος. Ένα μυθιστόρημα μυστηρίου θα έλεγα, περισσότερο σύνθετο στη γραφή του αναφορικά με τα δύο προηγούμενα του, με πολλά καινούρια στοιχεία ενσωματωμένα στο σύνολό του και σαφώς ωριμότερο και περισσότερο ευθύβολο και δραστικό στα μηνύματα που θέλει να περάσει στον αναγνώστη. Πάλι έχουμε να κάνουμε με μια παρέα τεσσάρων φίλων κάτι που μας θυμίζει τη Μυρουδιά της Μπαρούτης– πάλι το στόρι ξετυλίγεται στην ελληνική περιφέρεια, υποθέτουμε στα μέρη απ’ όπου κατάγεται ο συγγραφέας, όμως αφόρμηση για το ξετύλιγμα της καινούριας ιστορίας δεν είναι κάποιο υπόγειο ή κάποια μυστηριώδης στοά αυτή τη φορά –τόποι που θα μπορούσαν να συσχετιστούν με την διερεύνηση του ανθρώπινου υποσυνείδητου και που θα μπορούσαν να μας βάλλουν σε υποψίες πως ο συγγραφέας ακολουθεί στη γραφή το παράδειγμα ενός Γονατά ή ενός Αριστείδη Αντονά– αλλά ένα τραγικό γεγονός, ο πνιγμός ενός μικρού αγοριού, του ενός από τους τέσσερις φίλους της ιστορίας μας. Ο αναπάντεχος αυτός πνιγμός που συντελέστηκε μπροστά στα μάτια των υπόλοιπων τριών φίλων, τους έχει σημαδέψει σε τέτοιο βαθμό, ώστε όλοι τους να αδυνατούν στο μέλλον να ορθοποδήσουν, να μην καταφέρουν να βρουν τον δρόμο τους για να επιβιώσουν, αφού καταντούν περιθωριοποιημένοι, σαλοί ή δαχτειλοδειχτούμενοι στη μικρή, μίζερη κοινωνία που ζουν. Κι όλα αυτά με φόντο μια άθλια, παράλογη και «ασυνάρτητη επαρχία», που «συσχετίζει κουτά», και που αντί να τους βοηθήσει, να τους στηρίξει και να τους στυλώσει στα πόδια τους, θαρρείς τους δίνει μια σπρωξιά παραπάνω βυθίζοντας τους στην απόγνωση, στην τρέλα, στην ανυποληψία, στον θάνατο. Έτσι, ο Αριστείδης, ένας μονόχνοτος τύπος, ρημαδιό και αλάνι, που καπνίζει χασίς και δουλεύει γκαρσόνι σε ένα υπαίθριο αναψυκτήριο έξω από τον τόπο της ιστορίας μας, φορτώνεται τον φόνο μιας κοπέλας, της Χαρούλας, που όμως, όπως καταλαβαίνουμε, δεν έχει κάνει ποτέ. Όλοι οι συγχωριανοί του του επιρρίπτουν την ευθύνη και η αστυνομία, για να εξιχνιάσει την υπόθεση, ρίχνει στα πόδια του μια δαιμόνια αστυνομικίνα, τη Μόιρα, η οποία πουλώντας του έρωτα θα εξακρίβωνε αν ήταν όντως δολοφόνος ή όχι, με το αν επιχειρούσε να την ξεκάνει κι εκείνη. Ο Αριστείδης ερωτεύεται τη Μόιρα και όλοι όσοι περιμένουν να αποκαλυφθεί ο εγκληματικός χαρακτήρας του μένουν με τη γλύκα. Η Αθηνά, ένα αγέλαστο, μελαγχολικό κορίτσι, επισκέπτεται συχνά τον τάφο του Κυριάκου, νιώθοντας τύψεις για τον πνιγμό του, αφού, κατά τη γνώμη της, δεν λειτούργησε, τότε, έγκαιρα για να τον σώσει. Γίνεται επίσης αιτία να κατηγορηθεί άδικα ο Ανέστης ότι την βίασε κάποτε στο μνήμα του Κυριάκου, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να τιμωρηθεί με τρία χρόνια φυλάκιση. Η Αθηνά παντρεύεται τον Άγγελο, έναν πανέμορφο νέο, που όμως από κάποιο παιχνίδι της μοίρας σακατεύεται στην δουλειά του και χάνει το ένα του χέρι. Τελικώς η Αθηνά παρατά άνδρα και παιδί, παρά τις απεγνωσμένες απόπειρες των γονιών της να την επαναφέρουν στα συγκαλά της και να γυρίσει στην οικογένειά της. Τέλος ο Ανδρέας. «Βίος και πολιτεία. Από το Μόναχο και τις κοινωνικές επιστήμες ξέπεσε στο χωριό σαν πλατανόφυλλο. Άλλα του έταξε η ζωή κι άλλα της έδωσε». Οι συγχωριανοί του κι αυτόν δεν τον άφησαν άθικτο. Διαβάζω στη σ. 158. «Στην αρχή είπαν πως σάλεψε, πως δεν άντεξε τις συνθήκες του στρατού και πως αυτά τα παιδιά που είναι μεγαλωμένα στην Ευρώπη είναι σαν τις πεταλούδες, δεν αντέχουν να τους πειράξουν τις φανταχτερές φτερούγες, μαραίνονται και πέφτουν. Είπαν πολλά. Έφτασαν στο σημείο να πουν πως σάλεψε από το πολύ διάβασμα, πως είναι καλύτερο να πιστεύεις σε κάτι χωρίς να το ερευνάς, να, έλεγαν, όσοι ανακατεύτηκαν με τα βιβλία λωλάθηκαν…». Ο Ανδρέας, που επισκέπτεται κι αυτός σταδιακά το μνήμα του Κυριάκου, έχει μια πολύ άσχημη εμπειρία, αφού οι συγχωριανοί του βιάζουν τη φίλη του Ελίζαμπεθ, μια όμορφη κοπέλα, την στιγμή που ένα βράδυ πήγαινε στο αποχωρητήριο για να ουρήσει. Εντέλει τον βρίσκουν κρεμασμένο σ’ ένα χτήμα, μελανιασμένο, με τη γλώσσα απ’ έξω, να μοιάζει με σκιάχτρο.

Αν όμως ο Πετρόπουλος σκιαγραφεί πετυχημένα και πειστικά τους τρεις κύριους πρωταγωνιστές της ιστορίας του, τον Ανδρέα, την Αθηνά και τον Αριστείδη, εμβαθύνοντας στα στοιχεία του χαρακτήρα τους κι επιδεικνύοντας αξιοπρόσεχτη ψυχογραφική ικανότητα καταγράφοντας με ακρίβεια κινήσεις, αντιδράσεις και ψυχικές μεταπτώσεις, εκεί που νομίζω πως πρέπει να του βγάλουμε το καπέλο είναι οι δευτερεύοντες ήρωές του, οι καρατερίστες, που και πετυχημένοι είναι στο σύνολό τους και λειτουργικοί, αφού βοηθούν, με τον τρόπο του ο καθένας, στο ξετύλιγμα του στόρι. Οι άνθρωποι του αστυνομικού τμήματος που δεν έχουν πιάσει πιστόλι εδώ και χρόνια και περιμένουν από μια γυναίκα αστυνομικίνα να βγάλει το φίδι από την τρύπα στην υπόθεση του Αριστείδη, οι δύο κουτσομπόλες χωριατοπούλες, η Ελπινίκη και η Πολυξένη, που πατώντας σ’ ένα σκαλοπατάκι προσπαθούν πάνω από ένα τοιχίο να δουν τι συμβαίνει στο σπίτι της Αθηνάς και που με τους χαρακτηριστικούς τους διαλόγους μάς δίνουν πληροφοριακό υλικό για όλους τους ήρωες της υπόθεσης, και κυρίως η γραφική μορφή του παπα-Νικάνορα, μια παπαδιαμαντική φιγούρα που, παρά τις ενοχλήσεις που νιώθει από το ευερέθιστο έντερό του, τρέχει από δω κι από κει προσπαθώντας να περιορίσει το κακό που μόνο αυτός απ’ όλο το χωριό διαισθάνεται πως πλησιάζει, λειτουργώντας σαν εξορκιστής από την πρώτη μέχρι την τελευταία, κυριολεκτικά, σελίδα του βιβλίου, νομίζω πως ανήκουν στις καλύτερες στιγμές του συγγραφέα. Και είναι σημαντικό για ένα μυθιστόρημα που θέλει να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη να έχει και ενδιαφέροντες δευτερεύοντες ήρωες – αυτό το ξέρει καλά ο Πετρόπουλος και το εφαρμόζει με επιτυχία.

Στην πέμπτη κατά σειρά και τελευταία ενότητα του βιβλίου έχουμε τη λύση της ιστορίας, την δικαίωση όσων εν ζωή κατηγορήθηκαν άδικα και λεηλατήθηκαν από τους στενόμυαλους χωριανούς και καταρρακώθηκαν, αφού η οργή, η μήνις του νεκρού πέφτει στο χωριό σαν κεραυνός σε νηνεμία. Ένα παράξενο, πανέμορφο λουλούδι φυτρώνει στο μνήμα του Κυριάκου και ο παπα-Νικάνορας δίνει εντολή να περιφραχτεί το μνήμα και να προστατευτεί. Τέσσερις επιτήδειοι μ’ ένα φορτηγό –εκ των οποίων η μία ήταν γυναίκα– ξεγελούν τους χωριανούς ζητώντας τους, παράνομα, βοήθεια για τους βασανισμένους Κυπρίους που υπέφεραν από την τουρκική εισβολή, ξεσηκώνοντας χρήματα, τρόφιμα και ρουχισμό. Σαν να μην έφταναν αυτά, μια φοβερή επιδρομή από ακρίδες ρημάζει τις καλλιέργειες, καταστρέφοντας στο χωριό τα πάντα, εκτός από το λουλούδι στον τάφο του Κυριάκου. Και τελικώς έρχονται οι γονείς του Κυριάκου για να ξεκουραστούν στο χωριό και ο παπα-Νικάνορας τρέχει να τους προφυλάξει από την οργή των χωριανών που, διόλου απίθανο, να θελήσουν να βγάλουν όλη τη μανία και τον θυμό τους γι’ αυτά που συμβαίνουν στο χωριό τους, πάνω στα πρόσωπά τους, αφού θεωρούν υπεύθυνο για όλα τα δεινά τον πνιγμό του παιδιού τους. Ποιοι ήταν άραγε οι τέσσερις άγνωστοι που επισκέφτηκαν το χωριό με το φορτηγό και ξεγέλασαν τους χωριανούς; Θα το μάθουμε ποτέ; Ο συγγραφέας δεν πολυεπιμένει στο γεγονός, ούτε επικεντρώνεται στις μορφές τους. Αφήνει να αιωρείται στον αέρα κάτι το ανεξιχνίαστο. Το εν λόγω περιστατικό μού θύμισε το πολύ πετυχημένο διήγημα του Περικλή Σφυρίδη «Εσωτερική υπόθεση», από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του, στο οποίο δεν γνωρίζουμε ακριβώς αν οι δύο μπροστινοί νεκροπομποί που σηκώνουν, στο τέλος, τον θείο Πλάτωνα –τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, για όσους έχουν διαβάσει το βιβλίο– ήταν ή όχι οι Αμπατζήδες που ζητούσαν μετά θάνατον δικαίωση. Όσο για την επιδρομή των ακρίδων στο χωριό και τη λεηλασία στις καλλιέργειες, η έξοχη περιγραφή της συγκεκριμένης σκηνής μού έφερε στον νου την ταινία «Τα πουλιά» του μετρ του τρόμου Άλφρεντ Χίτσκοκ.

Ένα άλλο στοιχείο στο βιβλίο του Πετρόπουλου που πρέπει κατά τη γνώμη μου να σχολιαστεί ιδιαιτέρως είναι ένας ιδιότυπος ανιμισμός που διαπνέει την ιστορία και γίνεται έκδηλος στις ερμηνείες που δίνουν οι χωριανοί για το λουλούδι που φύτρωσε στο μνήμα του Κυριάκου, και ιδίως στο γεγονός της γέννησης ενός μοσχαριού με δύο κεφάλια που τρόμαξε κι αυτήν την αγελάδα που το γέννησε –πόσο μάλλον τους χωριανούς–λίγους μήνες μετά τον αλληλοσφάξιμο δύο αδελφών στον εμφύλιο, που ανήκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα και δίχασαν, τότε, το χωριό. Τα στοιχεία αυτά, σε συνδυασμό με τις λαϊκές πεποιθήσεις και δεισιδαιμονίες απ’ τις οποίες βρίθει το βιβλίο, κορυφώνουν το ενδιαφέρον του αναγνώστη για την τελική έκβαση της ιστορίας, προσδίδοντάς της σασπένς και αίσθηση μυστηρίου.

Με γλώσσα, λοιπόν, αδρή, αυθεντική, δίχως περιττά στολίδια και επιτήδευση, με στοιχεία από το μακεδονίτικο ιδίωμα στη γραφή του, με πετυχημένους διαλόγους που κρύβουν λαϊκή θυμοσοφία, πάντα πιστός στις λαϊκές δοξασίες της περιοχής του, με περιγραφές ονείρων και σκιαγραφήσεις χαρακτήρων, ακροβατώντας ανάμεσα στον ρεαλισμό και στον μαγικό ρεαλισμό, με δυνατές σκηνές θαρρείς παρμένες από ταινίες γουέστερν ή θρίλερ, ξεφεύγοντας από τα παγιωμένα σύμβολα του ανθρώπινου υποσυνείδητου των προηγούμενων βιβλίων του και περνώντας σε πιο απτές, ρεαλιστικές καταστάσεις, ο Πετρόπουλος μάς καταθέτει το πληρέστερο και ωριμότερο –κατά τη γνώμη μου– βιβλίο του, ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί ως την τελευταία σελίδα. Το στίγμα του συγγραφέα, νομίζω, εστιάζεται στις σσ. 229 και 230, του βιβλίου. Αντιγράφω και σας διαβάζω: «Σαν αστραπή ήρθε στο νου του –ενν. του παπά– ένα άρθρο που είχε διαβάσει σε μια εφημερίδα με τίτλο “θάνατος και αθανασία”. Ένας διακεκριμένος επιστήμονας ανέλυε με δυο λέξεις πως αυτό που λέμε “ψυχή” δεν είναι τίποτε άλλο από συμπυκνωμένη ενέργεια και η ενέργεια στη φύση έγραφε μπορεί να αλλάζει μορφή αλλά δε χάνεται. Ο άνθρωπος πεθαίνει, χάνεται από τον ορατό κόσμο ή μετουσιώνεται σε κάτι άλλο; ρωτούσε ρητορικά τους αναγνώστες. Δε χάνεται έγραφε. Εκτός του ότι μένει στη μνήμη των απογόνων, αλλάζει κατάσταση. Θα ήταν πολύ σκληρό για τον άνθρωπο, ο αφανισμός».

Όλα είναι ενέργεια, λοιπόν, που συνεχώς ανακυκλώνεται και δεν χάνεται ποτέ. Προσοχή στις πράξεις ημών, των ζώντων, απέναντι στους συνανθρώπους μας. Οι πεθαμένοι δεν ξεχνούν. Δεν παραγράφεται καμία ασέβεια απέναντί τους. «Πού πάνε οι νεκροί, όταν δεν τους θυμόμαστε;» αναρωτιέται εύστοχα ο Δημήτρης Μίγγας στο έξοχο βιβλίο του Των κεκοιμημένων. Επηρεασμένος από το βιβλίο του Πετρόπουλου, συμπληρώνω: «Και πώς αντιδρούν, όταν ασεβούμε στη μνήμη τους;»   

                                                                                          

(το κείμενο αναγνώστηκε την άνοιξη του 2006 σε εκδήλωση στο βιβλιοπωλείο ΒΙΒΒΙΟΡΥΘΜΟΣ ΣΑΒΑΛΛΑ)

 

 

 

 

 

«ΜΕ ΤΟΝ ΣΟΥΓΙΑ ΣΤΟ ΚΟΚΑΛΟ»

 

 

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Τρεις μνήμες και δύο ζωές, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005, σελ. 117

 

 

 

Διαβάζοντας το πρώτο διήγημα του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη με τον εύγλωττο τίτλο «Τον απάτριδα» από τη συλλογή διηγημάτων του που σήμερα μας απασχολεί, ήρθε στον νου μου εκείνο το μεγαλειώδες «Χριστός ανέστακας, μωρέ παιδιά!» του Καζαντζάκη από την Αναφορά στον Γκραίκο. Η γνωστή και πολυφορεμένη λέξη «ανέστη» φάνηκε στον ήρωα εκείνου του βιβλίου φτηνή και μίζερη, «σαν μικρό πράγμα» για ένα τέτοιο συνταρακτικό γεγονός όπως αυτό της αναστάσεως του Κυρίου. Δεν μπορούσε να χωρέσει την μεγάλη αγγελία. Έτσι πλάτυνε η λέξη, διαστάλθηκε, τεντώθηκε στα χείλη του παπά και το «ανέστη» έγινε «ανέστακας».

Τι σημασία έχει, λοιπόν, η ορθή εκφορά του λόγου όταν περιορίζεται η έκφραση κι η αποτύπωση των συναισθημάτων μας; Τι νόημα έχουν οι ορθογραφικοί κανόνες και η γραμματική μιας λέξης όταν αυτή αδυνατεί να χωρέσει το μέγεθος μιας απέραντης ευτυχίας ή μιας βαθιάς οδύνης; Οι παραπάνω σκέψεις, φαίνεται, απασχόλησαν τον Χατζημωυσιάδη, αφού βάζει τον ήρωα της πρώτης του ιστορίας, έναν Πόντιο που ήταν πρώτος στη γραμματική και στην ιστορία –ολόκληρη Σχολή Καισάρειας έβγαλε, μιλούσε και κατιτί ξένα– κατά τη διάρκεια του οδυνηρού φευγιού του από τον Πόντο προς την Ελλάδα, εν έτει 1923, να αναλογίζεται πως η αιτιατική του επιθέτου «άπατρις», δηλ. ο τύπος τον άπατριν, δεν αντικατοπτρίζει επαρκώς, το δράμα των ξεριζωμένων προσφύγων του Πόντου. Εδώ, βέβαια, ένας δύσπιστος και σχολαστικός αναγνώστης θα μπορούσε να προβάλει τις ενστάσεις του και να ισχυριστεί πως σ’ έναν ξεριζωμό απ’ την πατρίδα με κατεύθυνση το άγνωστο ή το πουθενά, το συγχυσμένο μυαλό του ανθρώπου που συμμετέχει στην τραγωδία, δεν έχει την πολυτέλεια να κάνει γλωσσολογικές ερμηνείες ή ετυμολογίες λέξεων, όσα καντάρια μόρφωσης κι αν διαθέτει. Οι στιγμές υπερβαίνουν κάθε λεξικολογικής ανάλυσης. Η ποιητική «παράβαση» και η ηθελημένη γλωσσική ανορθοδοξία, φαντάζουν –για τη συγκεκριμένη στιγμή– «ψιλά γράμματα». Από την άλλη όμως, σ’ αυτή τη βασανιστικά αργή αναχώρηση με τα ζώα μέσα σε συνθήκες πρωτόγονες, άθλιες και απάνθρωπες, μ’ αυτούς που φεύγουν από τη μια μεριά και τους συγγενείς τους που μένουν και θυσιάζονται από την άλλη, με το μυαλό να παίζει παράξενα παιχνίδια βουτηγμένο στην έξαψη, στην απόγνωση και στην τρέλα, και τη ζωή, σαν προβολή ταινίας να επανέρχεται μπροστά στα άδεια μάτια του ξεριζωμένου από την πατρική εστία, ε τότε, όλα μπορούν να συμβούν. Έτσι, στο ωραίο και πειστικό κλείσιμο του διηγήματος, για το οποίο σας μιλώ και που θεωρώ κορυφαίο της συλλογής, μας λέει ο Χατζημωυσιάδης:

 

…Βρε άι σιχτίρ! Άι σιχτίρ και η γραμματική σου και όλα σου. Λέγεται ο καημός κρυμμένος πίσω από ένα ν; Όχι, δεν λέγεται. Δεν λέγεται. Τον απάτριδα… Τον απάτριδα… Τον απάτριδα… Να ακούγεται το α, να λευτερώνεται ο λαιμός, να βγαίνει έξω η στενοχώρια. Δεν βαστιέται άλλο κλεισμένη μέσα.

 «Χάιτε» φωνάζει και ξαναπαίρνουν το δρόμο.

 

Στο ίδιο μήκος κύματος και τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής. «Τα μισάδια», από το προ-μύθιο των τελευταίων σελίδων του βιβλίου, φαίνεται πως βασίζονται σε αληθινό περιστατικό. Από μια διήγηση ενός δασκάλου στο περιοδικό «Εθνική Αντίσταση», στο Μεσόβουνο της επαρχίας Εορδαίας στην Κοζάνη, το 1941 οι Γερμανοί βγάλανε από την παράταξη των μελλοθανάτων έναν παράλυτο Μεσοβουνιώτη. Εκείνος όμως, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, αρνήθηκε να του χαρίσουν τη ζωή, γύρισε στη θέση του και εκτελέστηκε μαζί με τους άλλους. Δυνατό το τέλος κι αυτού του διηγήματος. Ο σακάτης, υποβασταζόμενος από τους συγχωριανούς του, φαντάζεται ότι χορεύει για πρώτη –και τελευταία– φορά μαζί τους τον «Κότσαρη». Κι όταν οι σφαίρες του κατακτητή τούς κάνουν κόσκινο, ο παράλυτος χωριανός –νεκρός πλέον– εποπτεύει από ψηλά τα γήινα, βλέποντας το κουβάρι των σκοτωμένων. Νομίζει πως όλα γίνανε: «όπως ήμασταν παιδιά, στην πατρίδα, που πέφταμε όλοι μαζί στο αθέριστο σιτάρι, να νιώσουμε το Μάη».

Στο τρίτο διήγημα, το «Ανάξια πλερωμή», ένας ηλικιωμένος, παλιός αριστερός, βασανίζεται από την επικαιρότητα, τα γεγονότα που τρέχουν και την διάψευση των οραμάτων και της ιδεολογίας του. Γράφει ο Χ. «Και συγκυβέρνηση και περεστρόικα και συμβιβασμός και τείχος, ένας ολόκληρος κόσμος πέφτει και πώς να τον ξεγελάσεις; Γίνεται με κοροϊδέματα το σήκωμα; Πέφτει, λοιπόν. Ούτε προπαγάνδες ούτε ξεγελάσματα. Πέφτει για τα καλά. Χάρτινος πύργος, στην αμμουδιά στημένος». Ο ήρωας του συγγραφέα βλέπει τα βράδια εφιάλτες, πηγαίνει στα έρημα γραφεία του κόμματος περιμένοντας, μάταια, τους παλιούς συναγωνιστές του, κι εντέλει οι εμμονές του σχετικά με το δικό του χρέος αλλά και εκείνο των παλιών του συντρόφων και τον χαμό τους «γυρεύοντας το δίκιο τους για την ανάξια την πλερωμή», τον οδηγούν στην αυτοκτονία. Όπως και τα «Μισάδια» έτσι και η «Ανάξια πλερωμή» έχει σημείο εκκίνησης και αφετηρία γραφής κάποια προφορική αφήγηση.

Στο «Πεταλούδα στο παρμπρίζ» πρωταγωνιστεί ένας καθηγητής που ζει από ιδιαίτερα μαθήματα που παραδίδει (κατ’ οίκον ή φροντιστηρίου). Οικογενειάρχης με δυο παιδιά, γυναίκα μη εργαζόμενη και ελαφρώς απαιτητική, ζει με δόσεις, γραμμάτια και απλήρωτες πιστωτικές κάρτες, τρέχει και δεν προλαβαίνει. Σε μια επιστροφή της καθημερινής διαδρομής του από τη Θεσσαλονίκη στην επαρχιακή πόλη όπου ζει, εξ αιτίας μιας πεταλούδας που σκάλωσε στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου του και του απέσπασε την προσοχή, έχει ένα μικρό αυτοκινητιστικό ατύχημα. Παρά το ατυχές γεγονός όμως, η πεταλούδα στέκεται η αφορμή να συνειδητοποιήσει την κατάστασή του, να δει καθαρά τη ζωή του, να αναθεωρήσει κάποιες παγιωμένες απόψεις του, «καταπίνοντας» σαν κόμπο στο λαιμό του ένα ακόμα ιδιαίτερο μάθημα που του προκύπτει.

Τέλος, στο «Μήνυμα ελήφθη» ο Χ. αγγίζει τη σημερινή γενιά, τους εφήβους του 2005, τα δεκαπεντάρια που με το κινητό στο χέρι δεν ξέρουν με ποιον να επικοινωνήσουν και τι να πουν, παρόλο που η τεχνολογία έχει φροντίσει να φεύγουν βροχή τα μηνύματα με το πάτημα ενός κουμπιού, με πολύ χαμηλή, πλέον, χρέωση. Ο Στέλιος, ο νεαρός ήρωας αυτής της ιστορίας, προβάλει τη μοναξιά που νιώθει και την αβεβαιότητα που τον διακατέχει στα στρατιωτάκια του με το να τα προσωποποιήσει, και στέλνοντας μηνύματα στον ίδιο του τον εαυτό.

Το Τρεις μνήμες και δυο ζωές του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη απετέλεσαν για μένα ένα χαρούμενο ξάφνιασμα, μια ευχάριστη αναγνωστική έκπληξη. Να κι ένας πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας που δεν γράφει σαν τους άλλους, σκέφτηκα τελειώνοντας το βιβλίο του. Να κι ένας γραφιάς που τον απασχολεί σοβαρά η μνήμη και η μοίρα αυτού του τόπου. Επιτέλους ένα βιβλίο όπου η ιδεολογία που σαφώς αποπνέει –ακόμα κι αν δεν συμφωνείς μαζί της– σε παρασύρει. Ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο που δεν πουλάει στείρα αριστεροσύνη. Όπου ακόμα και τα δύο-τρία δυσάρεστα κι απαισιόδοξα κλεισίματα κάποιων ιστοριών, διόλου δεν ενοχλούν – απεναντίας πείθουν.

Ο Π.Χ. γράφει «με τον σουγιά στο κόκαλο». Έχει οικονομία λόγου, διαύγεια στη γραφή του και, πάνω απ’ όλα, ποιότητα. Δεν ομφαλοσκοπεί. Συνταιριάζει με απόλυτη επιτυχία στις ιστορίες του το κοινωνικό με το προσωπικό, δίχως –ευτυχώς– η  πλάστιγγα να γέρνει προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Η προσωπική περιπέτεια γίνεται «εμείς» και το «εμείς» χωνεύεται σε ένα εγώ που παλεύει απεγνωσμένα για δικαίωση και αναγνώριση. Προσπαθεί και καταφέρνει να μας πει σημαντικά πράγματα, αγγίζοντας την ουσία προσώπων και καταστάσεων. Μέσα σε πέντε μόλις διηγήματα, με το λιγότερο δυνατό αριθμό λέξεων «σαν πρόκες», κατά τη ρήση του Αναγνωστάκη, καρφωμένων στο κείμενο, ο Χατζημωυσιάδης μπόρεσε να συνοψίσει αλλά και να συνδιαλεχτεί με πέντε γενιές της πατρίδας; τη γενιά της προσφυγιάς, τη γενιά της αντίστασης στον Γερμανό κατακτητή, τη γενιά των αγωνιστών για κοινωνική δικαιοσύνη, τη γενιά της ευμάρειας και της κατανάλωσης, και τέλος, τη γενιά της αποξένωσης. Χώρεσε σχεδόν έναν αιώνα νεοελληνικής περιπέτειας σε μόλις εκατόν έντεκα αραιογραμμένες σελίδες. Εξέλαβα τις πέντε ιστορίες του σαν μικρές, σκληρές, αληθινές ταινίες μικρού μήκους. Πέντε πράξεις ζωής όπου τα πρόσωπα μόνο αλλάζουν – ο τόπος, το ταξίδι, η συνείδηση (ή η έλλειψη συνείδησης) κάποιων καταστάσεων που φαντάζουν ακλόνητες και αναλλοίωτες, παραμένουν τα ίδια. Πέντε μικρά σενάρια όπου ένας Κούνδουρος ή ένας Αγγελόπουλος θα μπορούσαν να τα απογειώσουν με τη σκηνοθετική τους ματιά και την ευαισθησία  τους.

Πιστεύω ότι από το πρώτο κιόλας βιβλίο του πεζογράφου Χατζημωυσιάδη, κρατούμε ήδη στα χέρια μας ένα εξαιρετικό δείγμα γραφής. Ελπίζω και εύχομαι ολόψυχα η συνέχειά του να είναι ανάλογη της ποιότητας που τον χαρακτηρίζει και των προσδοκιών που έχει δημιουργήσει.

 

 

(το κείμενο αναγνώσθηκε σε βιβλιοπαρουσίαση, στον Ιανό της Αριστοτέλους, στη Θεσσαλονίκη, στις 15/11/2005· στο πάνελ και η Αλεξάνδρα Μπακονίκα)

 

 

 

 

 

ΤΟ ΙΔΕΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

 

 

Γιάννης Πετρόπουλος, Το ιδεόγραμμα του έρωτα, μυθιστόρημα, εκδόσεις Φυτράκη, 2003, σελ. 183

 

 

Ο Γιάννης Πετρόπουλος στο δεύτερο βιβλίο του, Το ιδεόγραμμα του έρωτα, παραθέτει πέντε ιστορίες, όλες τους με τραγική κατάληξη, που ξετυλίγονται σε διάφορες εποχές, σ' ένα προσφυγικό χωριό της Βόρειας Ελλάδας. Κοινός τόπος των ιστοριών μια μυστηριώδης στοά, το Kayniak, που εφοδιάζει με νερό το χωριό, και στην είσοδο της οποίας υπάρχει ένα παράξενο ιδεόγραμμα, που κατά την κρίση των χωριανών συμβολίζει τον θάνατο.

Αλλόκοτα περιστατικά διαδραματίζονται στο Kayniak. Ο Ανδροκλής, που μπήκε στη στοά, βγήκε μισότρελος και πέθανε ύστερα από δύο χρόνια, ανήμπορος και τυφλός. Ένας απατημένος σύζυγος επιχειρεί να κάψει ζωντανούς τη γυναίκα του με τον εραστή της. Ένα παλικάρι, ο Λεωνίδας, τρελαίνεται, επειδή δεν μπορεί να βρει μια νεράιδα που βγήκε από τη στοά. Όταν μπαίνει στα σπλάχνα της γεωτρύπανο για να αρδευτεί ο κάμπος, συμβαίνει καθίζηση και εξαφανίζεται ένα μικρό παιδί. Παράλληλα με τη δολοφονία του Μενεξέ, μιας διπρόσωπης φιγούρας του εμφυλίου που λειτουργούσε ως διπλός κατάσκοπος-σύνδεσμος ανάμεσα σε αντάρτες και στρατιώτες, καταρρέει κι ένα κομμάτι του Kayniak, ενώ δούλευε το γεωτρύπανο, κι έτσι το μυστικό της δολοφονίας –που εμείς το γνωρίζουμε– θάβεται όπως και τα συντρίμμια της στοάς. Τέλος, την επομένη των αρραβώνων ενός ζεύγους, ξεσπά καταιγίδα κι ένας κεραυνός χτυπά το αιωνόβιο πλατάνι στην είσοδο του Kayniak. Η νύφη παγιδεύεται ενώ ο αρραβωνιαστικός της γίνεται κάρβουνο, εν αγνοία των συγχωριανών του.

Ο Πετρόπουλος αξιοποιώντας μνήμες, θρύλους και παραδόσεις της περιοχής των Γιαννιτσών –όπου ζει– σχετικά με τοποθεσίες και στοές, καταθέτει ένα αδρό και στιβαρό μυθιστόρημα, οι ιστορίες–ενότητες του οποίου έχουν μεταξύ τους αλυσιδωτή σύνδεση. Η χρονολογική τους παράθεση θυμίζει τη «ρώσικη κούκλα» (Μπάμπουσκα), αφού γνώριμα πρόσωπα από προηγούμενες ιστορίες τα συναντάμε παρακάτω, σε άλλες ιστορίες, με άλλο ρόλο, ενώ παράλληλα κάποια σκοτεινά σημεία της αρχής του βιβλίου διευκρινίζονται προς το τέλος του. Η γλώσσα του συγγραφέα έχει κάτι απ΄ την τραχύτητα αλλά και ευθύτητα και ειλικρίνεια ανθρώπων που ζουν στην ύπαιθρο της Κεντρικής Μακεδονίας. Ακόμη και οι παρομοιώσεις που αφθονούν στο βιβλίο (σε κάποια σημεία, βέβαια, γίνεται κατάχρησή τους) όλες σχετίζονται με φαινόμενα της φύσης και συμβάντα της ζωής του χωριού.

Η ιστορία που ξεχωρίζει ως προς την τεχνική, το περιεχόμενο και το δυνατό της κλείσιμο είναι η τελευταία, που τιτλοφορείται «Ο κεραυνός». Αν και θυμίζει κάπως το διήγημα του Περικλή Σφυρίδη «Η μπόρα» (Εσωτερική υπόθεση) όπου κι εκεί υπάρχει συσχετισμός καιρικών φαινομένων με τραγικά συμβάντα της ζωής των ανθρώπων, εντούτοις λειτουργεί ιαματικά και λυτρωτικά στην όλη σύλληψη του Πετρόπουλου, φέρνοντας την πολυπόθητη κάθαρση. Ο αναγνώστης διαισθάνεται πως ο κεραυνός που έπεσε κι ο θάνατος των δύο αγαπημένων ξορκίζουν τρόπον τινά τα στοιχειά του Kayniak, δίνοντας ένα τέλος στη σειρά των θανάτων που προηγήθηκαν. Ο έρωτας των δύο νέων ήταν τελικά τα λύτρα που απαιτούσε ο θάνατος για να αποσυρθεί από τη στοά και να λυθούν έτσι τα «μάγια» της περιοχής. Φτάνοντας στην τελευταία σελίδα αποκρυπτογραφούμε και τον τίτλο του βιβλίου σχετικά με το ιδεόγραμμα, που μας φαινόταν έως τότε διφορούμενος. Το ιδεόγραμμα του θανάτου (κατά τους χωριανούς) μεταλλάσσεται σε ιδεόγραμμα του έρωτα, λειτουργώντας ως πρωθύστερο σχήμα αναφορικά με το περιεχόμενο του βιβλίου.

Ένα έξυπνο και καλογραμμένο βιβλίο από τον Γιάννη Πετρόπουλο, για τον οποίο πιστεύω πως αν σταδιακά απεμπλακεί από το βαρύ φορτίο του τόπου του, έτσι όπως αυτός πιεστικά λειτουργεί επάνω του, και γενικεύσει τις μνήμες και τις παραδόσεις που «τον ακολουθούν» κατά τη ρήση του Καβάφη, κάλλιστα μπορεί να εξελιχτεί σ' έναν  σπουδαίο συγγραφέα εσωτερικής αναζήτησης, στις παρυφές του μαγικού ρεαλισμού.

 

(περιοδ. Οδός Πανός, τεύχ. 129, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2005)

 

 

 

 

 

Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΑΠΌ ΤΗ ΜΕΡΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

 

 

Δημήτρης Μίγγας, Της Σαλονίκης μοναχά…, διηγήματα, Μεταίχμιο, 2003, σελ. 177

 

 

Από το εξώφυλλο της συλλογής διηγημάτων του Δ. Μίγγα Της Σαλονίκης μοναχά… ψυχανεμιζόμαστε τα καινούρια στοιχεία αυτής της δουλειάς του συγγραφέα. Υποθέτουμε λοιπόν, από τον τίτλο του βιβλίου, πως οι ιστορίες του έχουν να κάνουν με τη Θεσσαλονίκη, ενώ σημαντικό ρόλο προφανώς παίζει η θάλασσα, αφού η εικόνα του εξώφυλλου αναπαριστά την πόλη ιδωμένη από τη μεριά της. Και αφηνόμαστε στις ιστορίες, μπαίνουμε στην αναγνωστική περιπέτεια, ανακαλύπτοντας τον πολύχρωμο κόσμο του συγγραφέα και το ψηφιδωτό των ηρώων του.

Οι ένδεκα ιστορίες του βιβλίου εν περιλήψει έχουν ως εξής: Ένας προπονητής ποδοσφαίρου που σταδιακά χάνει πρώτα το δέρμα του και κατόπιν τη μνήμη του, φέρνει τελικά το ποθητό αποτέλεσμα για την ομάδα του δίχως ο ίδιος να συναισθάνεται του τι έχει πετύχει («Η μνήμη»). Μια τετράδα φίλων, ύστερα από γερή οινοποσία, ξανασμίγει στο δωμάτιο νοσοκομείου όπου ένας εξ αυτών μόλις έχει συνέλθει, προσωρινά, από κώμα λόγω υπερβολικής δόσης αλκοόλ («Τετράδα ομοούσιος»). Στο «Κασσάνδρα» –κορυφαίο κατά τη γνώμη μου διήγημα– κυριαρχεί μια παρατεταμένη παραίσθηση και η προσμονή της επανεμφάνισης μιας Γιουγκοσλάβας φίλης του αφηγητή που χάθηκε στους βομβαρδισμούς της Σερβίας. Πρόκειται για αριστουργηματικά γραμμένο, πολυεπίπεδο διήγημα με φόντο τη Θεσσαλονίκη, όπου πρωτεύοντα ρόλο παίζουν η μνήμη, η συμβίωση με τους νεκρούς, η πόλη που επιτείνει μια συνεχώς αυξανόμενη αίσθηση προσμονής, αλλά και το όλο στόρι που θυμίζει αρχαία τραγωδία. Στο διήγημα «Χορός με τη σκιά μου» ένας μουσικός της Κρατικής ορχήστρας της πόλης είναι ερωτευμένος με μια κοπέλα που παίζει τσέλο, και γίνεται λιώμα από το ποτό την ημέρα που συναντιούνται για να παίξουν από κοινού σε μία συναυλία, ενώ κατόπιν εξομολογείται τον έρωτά του σε φίλο μουσικό. Ο αφηγητής του διηγήματος «Ο χαρταετός» –ένα διήγημα όλο συναίσθημα και λυρισμό– ξαναγίνεται παιδί, συνομιλεί με τον πεθαμένο παππού του που ήρθε μόνο και μόνο για να του φτιάξει χαρταετό για την Καθαρά Δευτέρα. Ο ήρωάς μας μετεωρίζεται, πετά με τον χαρταετό του βυθισμένος στο όνειρο και στην παιδική ηλικία. Στο «Όνειρο Θεσσαλονίκης» ο αφηγητής περιγράφει ένα όνειρό του, όπου στη διάρκεια νεροποντής συναντά δύο παλιούς του φίλους –πεθαμένους πλέον– και τον παλιό του φιλόλογο. Ο συγγραφέας εδώ ακροβατεί με ικανότητα βιρτουόζου ισορροπιστή ανάμεσα σε όνειρο και πραγματικότητα, με φόντο την πόλη, τους δρόμους και τη θάλασσά της. Στο «Η τελευταία ιστορία» ο αφηγητής πληροφορείται τον θάνατο της γιαγιάς του από τηλεφώνου, ενώ ζει χιλιόμετρα μακριά της. Εντέλει την φέρνει κοντά του νοερά και της λέει το δικό του παραμύθι. Στο «Άρωμα γυναίκας» –ένα αισθαντικό διήγημα– ο Μίγγας μάς αποκαλύπτει πως ερωτευόμαστε το ιδεατό πρότυπο της γυναίκας που πλάθουμε, μέσα από όλες τις γυναίκες με τις οποίες σχετιστήκαμε στη ζωή μας. Στο «Ο άλλος», ο συγγραφέας ακροβατώντας σε αλήθεια και ψευδαίσθηση, και με πρόσχημα τη σταδιακή απώλεια της μνήμης του αφηγητή και την αυτονόμηση των αναμνήσεών του, χτίζει ένα παράξενα γοητευτικό διήγημα με απρόσμενο τέλος, που θα μπορούσε και να ήταν η αρχή της ιστορίας. Το τέλος μπλέκεται με την αρχή όπως ο αφηγητής με τον «άλλον», όπως η μνήμη με τη λήθη. Στο «Ονομασία προέλευσης» έχουμε σε φλας μπακ, σ’ ένα εναλλασσόμενο πήγαινε έλα από το παρελθόν στο παρόν, το θάνατο του μαστρο Κώστα από αναθυμιάσεις σε δεξαμενή παραγωγής κρασιού. Τέλος στην «Τρίπλα των ονείρων», ένας μάλλον αποτυχημένος ποδοσφαιριστής μικρών κατηγοριών που πάσχιζε μια ζωή δίχως επιτυχία μια «ζόρικη» τρίπλα, βλέπει –χρόνια μετά– το όνειρό του να υλοποιείται από άλλον, διεθνή ποδοσφαιριστή, στο παγκόσμιο κύπελλο του ’98.

Λένε πως το τελευταίο βιβλίο κάθε δημιουργού κουβαλά εν σπέρματι όλα τα προηγούμενα. Φαίνεται πως αυτό ισχύει και για τον Μίγγα. Στο Της Σαλονίκης μοναχά… διακρίνει κανείς το στενό του δέσιμο με τη θάλασσα που πρωτοεντοπίζεται στην ποιητική του συλλογή Αγκαλιάζεις τον άνθρωπο αν αγγίξεις τη θάλασσα (Εντευκτήριο, 1995). Ενυπάρχει όμως και η αρμονική συμβίωση ζώντων και τεθνεώτων –βλέπε Των κεκοιμημένων–, ένα στοιχείο που το συνηθίζουν πολλοί πεζογράφοι και ποιητές της Θεσσαλονίκης (Σφυρίδης, Κάτος, Ιωάννου, Πεντζίκης, Κοσματόπουλος, Βαρβιτσιώτης, Ευαγγέλλου, Βαφόπουλος, Αγαθοπούλου κ. α). Τέλος, το πάντρεμα των προσώπων, το χώνεμά τους το ένα μέσα στο άλλο, πρόσωπα που από το παρόν μεταπηδούν στο παρελθόν και το αντίστροφο, διεισδύοντας σε άλλους αφηγηματικούς ήρωες και μεταμορφώνοντάς τους (στοιχεία του μυθιστορήματος Σπάνια χιονίζει στα νησιά), τα συναντούμε και στα τελευταία διηγήματα του Μίγγα. Καινούρια ευρήματα; Οι ματαιωμένες αγάπες, οι αδικαίωτοι έρωτες, οι μοναχικές διαδρομές στην υγρή πόλη –ιδίως τη νύχτα– κι αυτό το συνεχές πήγαινε-έλα από την ονειρική κατάσταση στον ρεαλισμό και στο παρόν, που όσο συχνά κι αν επαναλαμβάνεται στα περισσότερα κείμενα, πείθει εντούτοις πως έτσι έπρεπε να συμβούν τα πράγματα και η κατάληξή τους φαντάζει αναμενόμενη και φυσιολογική. Κι η Θεσσαλονίκη πάντα παρούσα, άλλοτε απλώς ως φόντο κι άλλοτε δραστικά και καταλυτικά, πνίγοντας τους βρικόλακες του παρελθόντος, αφουγκραζόμενη μυστικά και συναισθήματα ηρώων ή φέρνοντας τα φουσκωμένα νερά του Θερμαϊκού μέσα σε διαμερίσματα, με βιβλία «φαφατιασμένα απ’ το νερό», χειρόγραφα κατεστραμμένα και σακατεμένα από την υγρασία ποιήματα.

Ο Μίγγας, με αυτή τη συλλογή διηγημάτων του, δικαιώνει τη διαπίστωση που είχε κάνει πριν από 15 περίπου χρόνια ο Ξενοφώντας Κοκκόλης, σε διήμερο του Παρατηρητή με θέμα «Θεσσαλονίκη στην πεζογραφία»: «Καμιά φορά η ματιά ενός μη Σαλονικιού είναι πιο ενδιαφέρουσα από τη ματιά του ντόπιου. Έχουν πιο παρθένο  μάτι…». Παράλληλα, ο συγγραφέας με όχημα τη γραφή, μας καλεί σ’ ένα ταξίδι ανάμεσα σε παρόν και παρελθόν, στη μνήμη και στη λήθη, στο όνειρο και στην πραγματικότητα. Οι απαίδευτοι και αταξίδευτοι αναγνώστες ίσως αισθανθούν ίλιγγο και σκοτοδίνη στις διαδρομές του. Γιατί το Της Σαλονίκης μοναχά… απαιτεί αναγνώστες μυημένους, προσεχτικούς και πάνω απ’ όλα, θαρραλέους. Αλλά ακόμα κι αν κάποιους κουράσουν τα συνεχή δρομολόγια σε χρόνους και διαστάσεις στις ιστορίες του Μίγγα, αν ξενίσουν οι μετεωρισμοί ζώντων και τεθνεώτων στα ουράνια μ’ έναν χαρταετό στο χέρι ή τα παραμύθια ζωντανών εγγονών σε πεθαμένες  γιαγιάδες, ο συγγραφέας φροντίζει η προσγείωση να γίνεται πάντα ομαλά. Και η μετάβαση από τις σφαίρες του ονείρου στα γήινα με απόλυτη φυσικότητα.

 

(το κείμενο αναγνώσθηκε σε εκδήλωση των εκδόσεων Μεταίχμιο, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στις 29/ 5/2005, στη Θεσσαλονίκη, σε κοινή παρουσίαση των συγγραφέων, Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, Δημήτρη Μίγγα, Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη και Παναγιώτη Γούτα, με συντονιστή τον Σάκη Σερέφα)

 

 

 

 

 

ΕΥΟΙΩΝΗ… ΔΙΑΔΡΟΜΗ

ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ

 

 

Γιώργος Γιαννόπουλος, Το μαύρο βιβλίο, Κοχλίας, Αθήνα, 2003, σελ. 558

 

 

Ο Γιώργος Γιαννόπουλος, μη ακολουθώντας την πεπατημένη οδό που θέλει τους συγγραφείς να καταθέτουν ως πρώτο πόνημά τους ένα σχετικά μικρής έκτασης βιβλίο, ανιχνεύοντας έτσι δειλά τον χώρο στον οποίο μελλοντικά θα κινηθούν, μπαίνει ορμητικά στα λογοτεχνικά δρώμενα με ένα μυθιστόρημα-ποταμό 558 σελίδων, που τιτλοφορείται Το μαύρο βιβλίο. Τι είναι όμως Το μαύρο βιβλίο; Πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, βασισμένο σε πολλούς θεματικούς άξονες, γραμμένο με την τεχνική των ομόκεντρων κύκλων αφήγησης. Τα θέματα που πραγματεύεται έχουν ως επίκεντρο τον έρωτα δύο νέων ανθρώπων, του Φοίβου και της Μάρας, και όπως βότσαλο στην ήρεμη επιφάνεια μιας λίμνης, αλληλοεπηρεάζονται, απλώνονται στον χρόνο και τελικώς διαχέονται. Στην τελευταία σελίδα ο αναγνώστης μένει μετέωρος, με μια αίσθηση θλίψης, την επίγευση του απραγματοποίητου στον ουρανίσκο. Ο έρωτας των δύο ανθρώπων τελικώς δεν μπόρεσε να στεριώσει, δύο κόσμοι συγκρούστηκαν μεταξύ τους ανελέητα κι η αγάπη σκόρπισε και χάθηκε. Οι χρησμοί της ζωής και του θανάτου είναι αμείλικτοι και σαρώνουν τα πάντα. Έτσι, όλοι οι σπασμοί των οργασμών που προηγήθηκαν βυθίστηκαν στην απόλυτη εκμηδένιση των αισθήσεων. Ξεπέρασαν τα όριά τους και μεταλλάχθηκαν σε «μικρούς θανάτους». Όμως οι μορφές των δύο νέων που έζησαν έντονα το πάθος τους, χαμένοι στον λαβύρινθο της ιστορίας, στον κυκεώνα της πολιτικής –πάντα με φόντο τη μεταπολιτευτική Ελλάδα– μεταμορφώνονται χάρη στην πένα του συγγραφέα σε σημαίνοντα ιστορικά πρόσωπα.

Το μαύρο βιβλίο όμως δεν είναι μόνο ερωτικό μυθιστόρημα. Ο Γιαννόπουλος, αξιοποιώντας την εμπειρία του ως δημοσιογράφου στην εφημερίδα Μακεδονία, και ως εκδότη και διευθυντή ένθετου πολιτιστικού περιοδικού σε άλλη εφημερίδα, θίγει επίσης το ζήτημα του τύπου και των αθέμιτων μέσων ανταγωνισμού που χρησιμοποιούν οι μεγαλοεκδότες και οι δημοσιογράφοι με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Οι σελίδες 89-147 του βιβλίου, μαζί με άλλες εμβόλιμες ενότητες που αναπαριστούν ανάγλυφα τα «έργα και τις ημέρες» του μεγαλοεκδότη Αετού και του βοηθού εκδότη Λύκου –δύο εκ των πρωταγωνιστών του βιβλίου– θα μπορούσαν να αποτελέσουν από μόνες τους μια σύντομη νουβέλα. Δεν υπεισέρχομαι περισσότερο στην παράμετρο δημοσιογραφία. Απλώς να αναφέρω πως όλα αυτά τα περίεργα φαινόμενα της έντυπης δημοσιογραφίας που θίγονται στις σελίδες του βιβλίου και που, όπως φαίνεται, ο συγγραφέας τα θεωρεί σαν μια ζοφερή πραγματικότητα που δεν επιδέχεται ριζικών αλλαγών και ανατροπών (χρηματισμοί, διαπλοκή συμφερόντων, δόξα που απορρέει από αίμα ανυποψίαστων πολιτών, δηλώσεις μετανοίας παλιών κομμουνιστών και νυν χαφιέδων δημοσιογράφων και το αντίστροφο, λυσσαλέος αντισιωνισμός, λογοτεχνικού ύφους άρθρα εμπνευσμένα από εκτελέσεις αριστερών) αντανακλώνται και εκφράζονται απόλυτα με τα συμβολικά και ευρηματικά ονόματα πρωταγωνιστών –αλλά και θεσμών και οργανώσεων– του βιβλίου. Έτσι, έχουμε: Λύκος, Αετός, Μάγιστρος, Βοεβόδας, Τσιμεντένια πολιτεία, Νέοι Ζηλωτές, Χρυσή Αγελάδα, Ναός Νέας Αφθονίας, Εφημερίδα Βεβαιότητα (η συντηρητική), Νέα Βεβαιότητα (η προοδευτική), Υπουργείο Εσωτερικής ασφάλειας και τρόμου των άλλων κ. τλ.

Σε πολλά πρόσωπα και καταστάσεις του μυθιστορήματος διακρίνουμε ψυχαναλυτικές ερμηνείες από μέρους του συγγραφέα, που με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να δικαιολογήσει ή να καταστήσει κατανοητά στον αναγνώστη δυσνόητα και δυσερμήνευτα στοιχεία της προσωπικότητας των ηρώων του. Αυτό δεν γίνεται τυχαία – ο Γαννόπουλος ασχολήθηκε στο παρελθόν με την ψυχανάλυση κι ο παραπάνω τρόπος προσέγγισης χαρακτήρων τού είναι οικείος. Έτσι, στο μυθιστόρημα: η γέννηση της Μάρας με ανατομικό πρόβλημα έχει επίπτωση στην εν γένει συμπεριφορά της, είναι προσκολλημένη στο στοματικό (κατά Φρόιντ) ερωτικό στάδιο βυζαίνοντας τα δάχτυλά της, δεν έχει κολπικό αλλά κλειτοριδικό οργασμό, γιατί διακορεύτηκε, μικρή, από τον πατέρα της, η Δήμητρα –σύζυγος Λύκου– προκαλεί με τα δάχτυλά της εμετό  για να μην παχαίνει (ιδεοψυχαναγκαστική νεύρωση), το δίπολο Αφέντη-Λύκου εμφανίζεται στον Αετό και στους υποτακτικούς του, στη γυναίκα του Λύκου και σε ομοφυλόφιλο σκηνοθέτη, ακόμα και η άγνοια του Φοίβου και η γνώση της Μάρας αναφορικά με τον δεσμό τους, όλα τα παραπάνω ανάγονται στη σφαίρα της ψυχανάλυσης.

Ας σκύψουμε τώρα λίγο πάνω στη γραφή του Γιαννόπουλου. Ο συγγραφέας, φαίνεται πως είναι επηρεασμένος από το γαλλικό και γενικά το ευρωπαϊκό μυθιστόρημα. Ξέρει να στήνει τον μύθο του, αποκαλύπτοντάς μας σιγά-σιγά βασικά στοιχεία της ιστορίας, παρατείνοντας έτσι την αναγνωστική απόλαυση. Τραβάει την κουρτίνα, ξεδιαλύνει το πέπλο του μυστηρίου, αφήνοντάς μας να δούμε καθοριστικές λεπτομέρειες, μόνο όταν εκείνος κρίνει πως έφτασε η στιγμή. Αργούμε, λοιπόν, να πληροφορηθούμε για τη συγγενική σχέση της Μάρας με τον Λύκο (το μαθαίνουμε μόλις στη σ. 152), για την τραυματική εμπειρία της Μάρας, αλλά και για το τι είναι τελικά το «Μαύρο βιβλίο» και γιατί με τόση λύσσα ψάχνει να το εντοπίσει ο Λύκος. Επίσης, καθοριστικές πτυχές του χαρακτήρα του Αετού τις πληροφορούμαστε μόλις στις τελευταίες σελίδες. Υπάρχει πάντα μια διάχυτη αίσθηση αναμονής, νοηματική πολυσημία και θεματική εναλλαγή και ποικιλία που γοητεύει τον αναγνώστη, αν και κάποιες φορές το όλο εγχείρημα κινδυνεύει να χαρακτηριστεί χαοτικό και δαιδαλώδες. Ο λόγος του Γιαννόπουλου είναι μπολιασμένος με πολλά ποιητικά στοιχεία –ας μην ξεχνούμε ότι το πρώτο του βιβλίο, το Διαδρομή, ήταν ποιητικό–, άλλοτε χειμαρρώδης και σαρκαστικός κι άλλοτε τρυφερός κι ερωτικός. Υπάρχουν λεπτομερέστατες περιγραφές προσώπων –ακόμη κι εκείνων που δεν διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής π. χ. της Δήμητρας ή του Άρη (η επιτομή του αριστερού νεολαίου της μεταπολίτευσης – πρώτου στα μαθήματα, πρώτου στον αγώνα) ενώ συχνά διακρίνει κανείς στη γραφή του ένα πηγαίο, αναπάντεχο και διαβρωτικό χιούμορ, που συχνά εκφράζεται ως παρωδία της σοβαροφάνειας. Πολλές διακειμενικές αναφορές μαρτυρούν τις επιρροές του Γιαννόπουλου και τα κοιτάσματα του λόγου από τα οποία έχει εξορύξει (Παπαδιαμάντης, Ελύτης, Θεοτοκάς, Καρυωτάκης, Καβάφης, αλλά και Τζέιμς Ελρόι, Ντοστογιέφσκι, Σέξπιρ, Μποντλαίρ, Ζαν Ζενέ, Μπατάιγ, κάποια από τα ονόματα που συναντούμε στο βιβλίο). Πιστεύω πως οι ερωτικές σκηνές του Γιαννόπουλου –παρότι θα μπορούσαν να εκληφθούν από κάποιον ηθικολόγο αναγνώστη ως πορνογραφικές– είναι οι πιο δυνατές στιγμές του βιβλίου, γιατί υπάρχει πάντα τρυφερότητα ακόμα και στα πιο σοκαριστικά σημεία. Οι μορφές των εραστών πάντα εξαγνίζονται λόγω των περιστάσεων και διολισθαίνουν στη θλίψη του «μικρού θανάτου» που βιώνουν στο τέλος της ερωτικής πράξης.

Επίσης, διαπιστώνουμε συχνά μια διάθεση του συγγραφέα να αναπλάσει μιαν ολόκληρη εποχή μέσα από περιγραφές χαρακτηριστικών σημείων συνεύρεσης της νεολαίας στη Θεσσαλονίκη των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης (μπαράκια, ταβέρνες, ντισκοτέκ, φρικιά, τσινάρια, πανεπιστημιακοί χώροι, συναυλίες, σπίτια, πορείες, πολιτικές οργανώσεις, καθοδηγητές, αριστερό εξωκοινοβουλευτικό περιθώριο, αναρχικά αναγνώσματα, δίσκοι ροκ καλλιτεχνών).

Στην εποχή της συναλλαγής, της διαπλοκής, του χρηματισμού, του αθέμιτου ανταγωνισμού, του ξεπουλήματος των πάντων, των ονείρων που ξεθωριάζουν και ακυρώνονται, του έρωτα που μένει μισός, που σβήνει, που διαχέεται, στην εποχή των πολλών μικρών θανάτων, ο Γιώργος Γιαννόπουλος, με το μυθιστόρημά του Το μαύρο βιβλίο δίνει τα εχέγγυα για μια ελπιδοφόρα… διαδρομή και στο χώρο της πεζογραφίας.

 

(το παραπάνω κείμενο αναγνώσθηκε στην παρουσίαση του «Μαύρου βιβλίου» στο Βιβλιορυθμό, την Πέμπτη 12 Ιουνίου 2003. Για το βιβλίο είχαν επίσης μιλήσει ο δημοσιογράφος της Ελευθεροτυπίας Ανδρέας Ρουμελιώτης και ο καθηγητής του Α.Π.Θ. Κυριάκος Κυριαζόπουλος.)