Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2024

Κύκλος της Διαγωνίου

 



 

 

 

 

ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΣΤΗ ΓΡΑΜΜΗ

Ή ΣΤΙΣ ΠΑΡΥΦΕΣ ΤΗΣ ΤΑΣΗΣ

ΤΗΣ «ΔΙΑΓΩΝΙΟΥ»

 

 

֎

 

 

 

[ΙΩΑΝΝΟΥ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ, 

ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ, ΚΑΤΟΣ, ΡΙΤΣΩΝΗΣ, ΝΑΡ,

Β. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Γ. Λ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,

ΚΕΝΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΦΥΡΙΔΗΣ,

Σ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, ΚΑΛΟΥΤΣΑΣ, ΔΙΑΒΑΤΗ, 

ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ, ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ, ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ, ΤΣΙΑΜΠΟΥΣΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ,

ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ, ΓΚΟΖΗΣ]

 

 

 

 

 

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ  ΙΩΑΝΝΟΥ

(1927-1985)

 

 

 

ΔΙΨΑΣΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

(σκέψεις με αφορμή τα 60 χρόνια από τη συγγραφή

του βιβλίου Για ένα φιλότιμο, του Γιώργου Ιωάννου)

 

 

Ακριβώς πριν από εξήντα χρόνια ο λογοτέχνης Γιώργος Ιωάννου άρχισε να γράφει το πρώτο του πεζογραφικό πόνημα, που τον καθιέρωσε ως σπουδαίο πεζογράφο – μιλώ φυσικά για τη συλλογή πεζογραφημάτων Για ένα φιλότιμο, που ολοκληρώθηκε τρία χρόνια αργότερα, το 1964, στο Καστρί Κυνουρίας, όπου είχε πρωτοδιορισθεί ο συγγραφέας, αλλά και στη Βεγγάζη της Λιβύης, όπου στάλθηκε, κατόπιν, για δύο χρόνια. Το βιβλίο αυτό, με το οποίο ο Ιωάννου εγκαινιάζει την βιωματικής γλώσσας πεζογραφία του, υπήρξε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ένα από τα πρώτα αγαπημένα μου αναγνώσματα (μαζί με το Ζητείται ελπίς του Σαμαράκη και Το τελευταίο αντίο του Βασιλικού), που προσδιόρισε και κατηύθυνε σε μεγάλο βαθμό και τη δική μου πεζογραφική πορεία, τουλάχιστον των δύο πρώτων μου βιβλίων. Όπως και ο Ιωάννου, απέφυγα κι εγώ να χαρακτηρίσω τα πρώτα κείμενά μου ως «διηγήματα» (τα είπα «αφηγήματα»), ακολουθώντας το παράδειγμα και την προβληματική του αγαπημένου μου συγγραφέα. Εδώ να διευκρινίσω πως ο χαρακτηρισμός της συλλογής Για ένα φιλότιμο από τον ίδιο τον Ιωάννου ως «πεζογραφήματα» υπήρξε εύστοχος και σοφός. Έγινε αντικείμενο συζητήσεων από φιλολόγους και μελετητές ως προς το τι αντιπροσωπεύει αυτός ο όρος. Εν ολίγοις, ο ουδέτερος χαρακτηρισμός «πεζογραφήματα» αποδίδει και αποτυπώνει θαυμάσια αυτό το μικτό, τελείως προσωπικό στιλ και ιδιαίτερο ύφος των κειμένων – κάτι ανάμεσα σε δοκίμιο, αφήγημα, εξομολόγηση, χρονικό και μαρτυρία, τίποτα απ’ όλα αυτά αλλά και όλα μαζί τα παραπάνω, κάτι τελείως πρωτοποριακό για την εποχή του.

 

 

«Διψώ για εξομολόγηση…»

 

Το στίγμα του βιβλίου, που με πολλή συγκίνηση ξαναδιάβασα πρόσφατα για πολλοστή φορά, νομίζω πως συμπυκνώνεται στην τελευταία παράγραφο του πεζογραφήματος «Ώρα για το κουκούλι». Σας το μεταφέρω αυτούσιο:

«Δεν ξέρω αν αυτά που σκέφτομαι προάγουν ή όχι την ανθρώπινη υπόθεση. Κι όχι βέβαια πως δε μ’ ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Το πρώτο όμως που προσπαθώ, είναι να μιλώ με ειλικρίνεια, με ευλάβεια μάλλον. Διψώ για εξομολόγηση, που πάντοτε ανακουφίζει κάπως.»

Τα είκοσι δύο κείμενα του βιβλίου αποτελούν ένα μικρό βιωματικό ορυχείο. Κείμενα απλά (όχι απλοϊκά) αλλά απαιτητικά στην προσέγγισή τους, αρσίζικα θα τα χαρακτήριζα δανειζόμενος τη λέξη από ποίημα του Χριστιανόπουλου, γραμμένα από έναν άνθρωπο μοναχικό αλλά όχι αποκομμένο από τη ζωή, που λατρεύει να καταγράφει τους λαϊκούς κι αχάλαστους ανθρώπους του καιρού του, καυτηριάζει και στηλιτεύει τους «χαλασμένους», κατά τη γνώμη του, αστούς, τους πλαδαρούς μορφωμένους και τους άνοστους συγγραφείς, με τους οποίους αναγκαστικά συγχρωτίστηκε για μεγάλο μέρος της ζωής του, ενώ παράλληλα αξιοποιεί θαυμάσια μνήμες από την Κατοχή, την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκείνων των χρόνων, τη φτώχεια, τη στέρηση, τις εκτελέσεις νέων παιδιών από τους Γερμανούς, αλλά και τις συνήθειες και τις συμπεριφορές των κατακτημένων. Παράλληλα, όμως, το εν λόγω βιβλίο αποτελεί ένα ψηφιδωτό της Θεσσαλονίκης του ’50 και του ’60, της πόλης δηλαδή που μεγάλωσε και ανδρώθηκε συγγραφικά ο Ιωάννου, γνωρίζοντας κάθε της γωνιά, κάθε της εκκλησία, κάθε της πλατεία σπιθαμή προς σπιθαμή.

Κείμενα για τα κελιά της δημιουργικής απομόνωσης, για την απέχθειά του στις κότες, τα λαϊκά σινεμά, τα εβραίικα μνήματα, τον φόβο του ύψους που συνοδευόταν από πανικό και αϋπνίες, τους σφάχτες ζώων που εύκολα τους διακρίνει ο φίλος του και οι οποίοι είναι πολύ προσεκτικοί με τα εκτεθειμένα μαχαίρια, τη βυζαντινή και τη σύγχρονη ιστορία της πλατείας Δικαστηρίων, την ικανότητά του να διακρίνει την καταγωγή των ανθρώπων στους προσφυγικούς συνοικισμούς από τις κουβέντες ή τις κινήσεις τους, τον φίλο του τον Μπάτη, που οι Γερμανοί είχαν εκτελέσει μπροστά στο σπίτι του προς παραδειγματισμό της γειτονιάς, τους ψύλλους της Βεγγάζης, που προτιμούν για αφαιμάξεις τρυφερά δέρματα λευκών παρά έγχρωμων ανθρώπων, μια σκληρή κατοχική μνήμη φόβου και στέρησης στον σταθμό του Άδενδρου, έξω από τη Θεσσαλονίκη, μια ανακομιδή οστών ενός άτυχου νέου που σκοτώθηκε από τους Γερμανούς και η οποία γίνεται παρουσία τουριστών, που αγνοούν τα γεγονότα και καγχάζουν, αλλά και αρκετά ακόμη θέματα περιλαμβάνονται σ’ αυτή τη συλλογή.

 

 

Ένας μοναχικός και πολύ ιδιαίτερος συγγραφέας

 

Ο Ιωάννου, ευρισκόμενος ακόμη στην πρώτη του συγγραφική φάση, εκεί όπου κυριαρχούν οι τύψεις, οι ενοχές και η εσωστρέφεια και όπου η ερωτική του κλίση είναι ακόμη έντεχνα καμουφλαρισμένη, επενδύει γόνιμα στη δύναμη της εξομολόγησης για να αξιοποιήσει το πλούσιο βιωματικό του νταμάρι και να καταγράψει τις τραυματικές μνήμες μιας σκληρής εποχής, όπου κυριαρχούν η στέρηση, ο φόβος και η απώλεια. Περιπλανιέται από τόπο σε τόπο κι από το παρελθόν στο παρόν ή και το αντίστροφο, πηδάει από τη μία παρατήρηση στην άλλη, από τη μία σκέψη και μνήμη στην άλλη, αποδεικνύοντάς μας πως ένας συγγραφέας γράφει καλύτερα για τον γενέθλιο τόπο του αν αντικρίζει πρόσωπα και καταστάσεις από απόσταση – τόσο τοπική όσο και χρονική. Η διεισδυτική του ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις, στους ανθρώπους της λαϊκής αλλά και της αστικής τάξης, αλλά και στα μύχια της ανθρώπινης ύπαρξης στην ολότητά της είναι μοναδική. Γοητευτικός αφηγητής, βαθύς ψυχογράφος και, παράλληλα, καταγραφέας της ανθρώπινης ιστορίας διά της μνήμης, τρεις ιδιότητες συμπυκνωμένες σ’ εκείνην του συγγραφέα. Ενός συγγραφέα που, αν και μπαγιάτης1 (αφού γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, από γονείς Θρακιώτες πρόσφυγες), έχει το διαχρονικό προνόμιο να μην μπαγιατεύουν ποτέ τα κείμενά του με τον χρόνο, αλλά να παραμένουν εύγεστα, φρέσκα και χυμώδη, προκαλώντας αναγνωστική απόλαυση. Και φυσικά ας μην ξεχνούμε ποτέ, μια που μιλάμε για τον Γιώργο Ιωάννου (το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, με τον οποίο οι δυο τους συνεργάστηκαν αρμονικά στα πρώτα τεύχη της «Διαγωνίου»), πως πέρα από τον υποκειμενισμό και τη μονομανία που τον χαρακτήριζαν ως άνθρωπο, ανέδειξε σε μεγάλο βαθμό με τα κείμενά του τον απλό, στερημένο και μοναχικό άνθρωπο της εποχής του, αντιδιαστέλλοντας εμφατικά τα προτερήματα και τα προσόντα της λαϊκής τάξης (όταν ακόμη αυτή υπήρχε) έναντι της αστικής, που, όντας ο ίδιος μορφωμένος αστός, την καυτηρίασε και την ειρωνεύτηκε σε απίστευτο βαθμό για τα καμώματα και την ημιμάθειά της. Τέλος, η συχνή αναφορά του στα πεζογραφήματά του σε πρόσφυγες και προσφυγικούς συνοικισμούς αλλά και η τρυφερή ματιά του απέναντι στους Εβραίους της πόλης, στη θυσία τους και στον «προγραμματισμένο» για τον χαμό βίο τους, μας αφήνουν να αντιληφτούμε πως ο Ιωάννου υπήρξε ένας ευαίσθητος, μοναχικός και πολύ ιδιαίτερος συγγραφέας και άνθρωπος.

 

 

Δείγμα γραφής του αλησμόνητου Γιώργου Ιωάννου

(από το πεζογράφημα Για ένα φιλότιμο, σσ. 50-51)

 

Ένα σφουγγάρι, μου είπε, έβλεπε· ριζωμένο όμως πιο βαθιά απ’ ό,τι συνήθως κατεβαίνει. Αν και ήξερε καλά τον κίνδυνο, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να τ’ αφήσει. Αμολήθηκε, κι αμέσως ένιωσε να μουδιάζει ολόκληρος. Το ξερίζωσε εντούτοις· κι ούτε ξέρει με τι χέρια το κατόρθωσε αυτό.

Μαύρο και γλιστερό σαν πάθος, κείτονταν σ’ ένα πανέρι το σφουγγάρι. Θα γίνει όμορφο κι αυτό στον ήλιο και στον αέρα.

Και γιατί το ’κανες αυτό; Αφού κανένας απολύτως δε σ’ έβλεπε, γιατί το ’κανες; του φώναξα.

Μα, για ένα φιλότιμο, απάντησε ήσυχα. Και κατόπι πρόσθεσε με σημασία: Εσύ τι ξέρεις απ’ αυτά · εσένα τα γράμματα σ’ έχουνε άσκημα δαμάσει.

 

___________________________________________

 

1 ο βέρος Θεσσαλονικιός

 

(book press, Οκτώβριος 2021)

 

 

 

 

Η ΕΡΩΤΙΚΗ-ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΕΠΑΦΗ

ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ

 

 

Έλενας Χουζούρη, Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ (περιπλάνηση στο χώρο και το χρόνο), εκδόσεις Επίκεντρο, 2012

 

Το βιβλίο της Έλενας Χουζούρη Η Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου είναι αυτό που δηλώνει ο υπότιτλός του, δηλαδή μία περιπλάνηση στον χώρο και τον χρόνο, αναφορικά με το έργο (ποιητικό και πεζογραφικό) του σπουδαίου Θεσσαλονικιού πεζογράφου. Πρόκειται για μια πυκνή, ευθύβολη (δεν ξεφεύγει σε κανένα σημείο από τον στόχο-αντικείμενο) και ολοκληρωμένη μελέτη, διαρθρωμένη σε πέντε ενότητες, που καταδεικνύουν την ερωτική-σωματική σχέση του συγγραφέα με την πόλη της Θεσσαλονίκης, σε βαθμό τέτοιο ώστε με την ταύτιση αφηγητή και πόλης, να μπορούμε να κάνουμε λόγο για τη Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου, όπως θα κάναμε λόγο για την Αλεξάνδρεια του Καβάφη, το Λονδίνο του Ντίκενς και του Πόε, το Παρίσι του Μπαλζάκ, του Μπωντλέρ ή του Ουγκό, ή το Νιούαρκ του Φίλιπ Ροθ.

Στην πρώτη ενότητα, που τιτλοφορείται Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΚΕΙΜΕΝΟ, η Χ. διαχωρίζει την πραγματική πόλη από εκείνη που έγινε ανάμνηση. Οι πόλεις, μας λέει, ακολουθούν τη διαδρομή Πραγματικότητα-Μύθος-Λογοτεχνία, ενώ ο συγγραφέας, ως είθισται, ακούει τον λόγο της πόλης και τον μετατρέπει σε λόγο κειμένων. Ο χώρος της Θεσσαλονίκης, χώρος φορτωμένος από συλλογική μνήμη και ευαισθησία, με τις εθνολογικές διασταυρώσεις του και τις εθνικές-κοινωνικές-πολιτισμικές αντιφάσεις του, βρήκε στο πρόσωπο του Ιωάννου τον ιδανικό μεσολαβητή, τον ιδανικό δημιουργό που θα αφουγκραζόταν τον λόγο και την ιστορία της, μεταποιώντας τα σε λόγο κειμένων.

Στην δεύτερη ενότητα, Ο Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, η Χ. περιγράφει ωραία τη διάβαση του Ιωάννου από την εποχή της αθωότητας, των φωτεινών εικόνων και της τρυφερότητας, στην εποχή της ερωτικής αναζήτησης, των ερωτικών ενοχών και φόβων, στη γενέθλια πόλη. Ο Ιωάννου θυμάται έντονα ένα κομμάτι της πόλης ως τα δεκαπέντε του, και πρόλαβε την ύπαρξη της γειτονιάς και των σχέσεων που αναπτύσσονταν σ’ αυτήν. Όπως μας επισημαίνει η Χ., ο Ι. αντλεί το υλικό του από τη Θεσσαλονίκη, είναι δηλ. βιωματικός λογοτέχνης και δεν πιστεύει στη λογοτεχνία που γράφεται έξω από τόπο και χρόνο. Συνεχώς επιστρέφει στη γενέθλια πόλη κατά το η πόλις σε ακολουθεί του Καβάφη. Μια διακριτική ψηλάφηση τού αν η λογοτεχνία του Ι. είναι βιωματική ή αυτοβιογραφική μένει στα σπάργανα, αφού παρά το ερεθιστικό και ενδιαφέρον τού ζητήματος (παρατίθενται σχετικά απόψεις του Μάριο Βίτι και του Πάνου Μουλλά), μας διευκρινίζει η συγγραφέας πως δεν ήταν το ζητούμενο της μελέτης της.

Στην τρίτη ενότητα, Η ΘΕΣ/ΝΙΚΗ ΩΣ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗΣ, η X. εξετάζει τα δύο πρώτα ποιητικά του βιβλία και το πρώτο πεζογραφικό του, το Για ένα φιλότιμο, και πολύ εύστοχα κάνει λόγο για πόλη της μοναξιάς – έτσι σκιαγραφείται η πόλη στα Ηλιοτρόπια και στο Τα χίλια δέντρα, τις δύο ποιητικές συλλογές του Γ. Ιωάννου, που στάθηκαν πάντως αρκετές για να τον συμπεριλάβει ο Χριστιανόπουλος στην τριάδα των ερωτικών ποιητών της πόλης μαζί με τον ίδιο και τον Ασλάνογλου. Γενικά στα πρώτα έργα του Ιωάννου το προσωπικό βίωμα του αφηγητή κατακλύζει και υπερκαλύπτει την πόλη, που περισσότερο υπονοείται παρά περιγράφεται. Η πόλη ταυτίζεται με τη νύχτα, το σκοτάδι, την αμαρτία και την ενοχή. Χώροι και άνθρωποι αποκτούν κάτι το δαιμονικό. Ο συγγραφέας βρίσκεται ακόμα στο Εγώ – σταδιακά θα οδηγηθεί στο Εμείς, στα επόμενά του έργα.

Με τη Σαρκοφάγο και το Η μόνη κληρονομιά, η πόλη παύει να λειτουργεί ως πρόσχημα αλλά γίνεται ο χώρος ανάδειξης του πνεύματος μιας εποχής. Η πόλη διευρύνεται, οικοδομείται ο Μύθος της. Έχουμε πλέον εικόνες από συλλογικά βιώματα. Η περιπλάνηση του αφηγητή δεν υπαγορεύεται από την αναζήτηση του έρωτα και οι χώροι εμφανίζονται ως σημεία απώλειας και θανάτου. Προσωπικό και συλλογικό βίωμα συνυφαίνονται. Πάντα, βέβαια, η εστίαση και η αναφορά του Ιωάννου αφορούν λαϊκές και προσφυγικές συνοικίες της πόλης. Στην περίοδο της συγγραφικής ωριμότητας που, πλέον, διανύει, ο χρόνος και ο τόπος αλλάζουν πολλές φορές μέσα σε ένα μόνο κείμενο. Η Χ. διακρίνει πως η πεζογραφία του Ι. είναι γεμάτη από δίπολα και σχήματα του στιλ χώρος-καθαριότητα, εξαγνισμός και σώμα-έρωτας-απελευθέρωση ή αμαρτία, ενοχή-κάθαρση, εξαγνισμός, ενώ και ο συγγραφέας, γράφοντας για την πόλη των αντιθέσεων, τη μεταμορφώνει και την αναπλάθει συνεχώς, πολλές φορές μέσα στο ίδιο κείμενο. Η πόλη της ομίχλης, της παρακμής και του θανάτου μεταμορφώνεται ως διά μαγείας σε πόλη του τραμ, των φώτων, της κίνησης των ανθρώπων.

Η τέταρτη ενότητα, Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ, αφορά τα βιβλία Το δικό μας αίμα (μάλλον το κορυφαίο βιβλίο του Ιωάννου) και το Η πρωτεύουσα των προσφύγων. Το πρώτο, επισημαίνει η Χ., περιέχει τα πλέον αποενοχοποιημένα πεζογραφήματα του Ι. Άλλες επισημάνσεις, εν τάχει, της μελετήτριας αναφορικά με αυτά τα βιβλία: Έχουμε πολλαπλή τοπογραφική εμφάνιση της πόλης. Η μνήμη του αφηγητή μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε μνήμη συλλογική και η πόλη αποκτά διαστάσεις μέσα στον χρόνο. Οι χώροι της είναι πλέον φορτισμένοι από συλλογική μνήμη και μοίρα. Πάλι θα διακρίνουμε, πιο ευκρινή αυτήν τη φορά, τα αφηγηματικά άλματα του Ιωάννου στον χρόνο τόσο στην περιγραφή ενός καλντεριμιού της πόλης, της οδού Ευριπίδου ή της πλατείας του Αγίου Βαρδαρίου. Η πόλη εμφανίζεται άλλοτε αποσπασματική κι άλλοτε ολόκληρη. Πάλι προσλαμβάνει ποικίλες εκδοχές και σημασίες. Πόλη μάνα, πόλη καταφύγιο, πόλη πλατυτέρα, πόλη σκηνικό θανάτου (στο «Το ξεκλήρισμα των Εβραίων»), αλλά και πόλη της ορθοδοξίας, της βυζαντινής παράδοσης και του ακραιφνούς συντηρητισμού. Η πόλη συχνά μιλά ποιητικά («Σέιχ Σου», «Με τα σημάδια της απάνω μου»), ενώ στο εμβληματικό «Με τα σημάδια της απάνω μου» ο αφηγητής συνομιλώντας με την πόλη-σώμα του συνομιλεί με την Ιστορία.

Τέλος, στον επίλογο της μελέτης, η Χουζούρη καταθέτει συμπερασματικά την άποψή της πως η περιπλάνηση του αφηγητή Ιωάννου στην πόλη της Θεσσαλονίκης συνεχίζεται και μετά θάνατον. Ο Ιωάννου, αυτό που επιτέλεσε κατά τη συγγραφέα ήταν πως έκανε την πόλη της Ιστορίας πόλη του Μύθου. Και καταλήγει πως όλα τα πεζογραφήματά του αποτελούν το μυθιστόρημα της Θεσσαλονίκης, που ήθελε αλλά δεν πρόλαβε, λόγω του αιφνίδιου θανάτου του, να γράψει. Η παρούσα μελέτη ολοκληρώνεται με την ποσοτική εμφάνιση της Θεσσαλονίκης στο έργο του Γ. Ι., με φωτογραφικό παράρτημα με μερικές αντιπροσωπευτικές (πάντα ασπρόμαυρες) φωτογραφίες του Θεσσαλονικιού λογοτέχνη, εμπλουτισμένη βιβλιογραφία και ευρετήριο.

Σκέφτομαι, ολοκληρώνοντας το βιβλίο της Χουζούρη, πως η ανατυπωμένη αυτή μελέτη της από τις εκδόσεις Επίκεντρο, είναι μια ουσιαστική και ανιδιοτελής προσφορά της που αφορά τόσο τη γενέθλιά της πόλη, τη Θεσσαλονίκη, όσο και τον προσωπικό και πρωτότυπο (χρησιμοποιώ δύο επίθετα του κριτικού Γιώργου Αράγη για τον Ιωάννου) κορυφαίο πεζογράφο της. Παρότι πιστεύω πως η πόλη γενικά (άφυλη ούσα) παίρνει υπόσταση από τους ανθρώπους της, τη μνήμη, την ιστορία, το παρόν και το παρελθόν της και δεν είναι κτήμα κανενός συγγραφέα, δεν βρίσκω πιο πετυχημένη ταύτιση πόλης και δημιουργού από το δίπολο Θεσσαλονίκη και Ιωάννου. Αυτό που μένει, βέβαια, στα γραπτά κείμενα πέρα από προσωπικά ή συλλογικά βιώματα, και ξέχωρα απ’ την αφηγηματική μαστοριά, είναι το βλέμμα τού εκάστοτε συγγραφέα, που προσδίδει αυτό το κάτι ιδιαίτερο και εντελώς ξεχωριστό στην πόλη που γεννήθηκε ή για την οποία γράφει κείμενα. Υπό αυτήν την έννοια θα μπορούσαμε να μιλήσουμε (και να μελετήσουμε) για τη Θεσσαλονίκη του Πεντζίκη, του Βαφόπουλου, του Αναγνωστάκη, του Μπακόλα, του Καζαντζή, του Χριστιανόπουλου, της Αγαθοπούλου, του Σφυρίδη. Δεν μπορώ όμως να μη συμφωνήσω πως αυτήν τη σωματική-ερωτική σχέση-επαφή της πόλης με τον δημιουργό, ή, για να το αντιστρέψω, έναν δημιουργό που θεωρεί την πόλη του όχι απλώς ως σωματική του προέκταση αλλά ως το ίδιο του το σώμα, μόνο στον Ιωάννου θα το συναντήσουμε, και μάλιστα στον πιο έντονο, εμφατικό, σχεδόν παράφορο, βαθμό.

Η μελέτη όμως της Έλενας, πέρα από τη ζωντάνια και φρεσκάδα που διατηρεί στο ακέραιο δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη της τύπωση, πέρα από χρήσιμο εγχειρίδιο μελέτης του συνολικού, σχεδόν, έργου του Ιωάννου, είναι σημαντική και για έναν ακόμη λόγο. Καταδεικνύοντας αυτήν τη σωματική-ερωτική επαφή του δημιουργού Ιωάννου με την πόλη του, οδηγεί μοιραία –πιθανότατα παρά τη θέλησή της– σε συγκρίσεις και αποτιμήσεις για τη σχέση των νεώτερων δημιουργών με την πόλη όπου ζουν και δημιουργούν. Η πόλη στους σημερινούς πεζογράφους (καλώς ή κακώς, δεν είναι του παρόντος να το σχολιάσουμε), κατά τη γνώμη μου πάντα, ή θα είναι απούσα ολοκληρωτικά ή θα χρησιμεύει απλώς ως σκηνοθετικό φόντο ή θα ταυτίζεται αποκλειστικά με τους ήρωες των βιβλίων ή η ιστορία της, οι μνήμες και το παρελθόν της θα ανατέμνονται σε κάποιο λογοτεχνικό εργαστήρι, ψυχρά, εγκεφαλικά και αποστασιοποιημένα. Έχει χαθεί, νομίζω, η προσωπική σχέση, η αμεσότητα, η σωματική επαφή του δημιουργού με την πόλη. Άλλοι καιροί θα μου πείτε κι άλλες εποχές. Δεν αντιλέγω. Κι ούτε αυτή η (ίσως αυθαίρετη) διαπίστωση μειώνει τη λογοτεχνική αξία βιβλίων σύγχρονων πεζογράφων που αναφέρονται στη Θεσσαλονίκη, επιχειρώντας να ερμηνεύσουν το αλλοπρόσαλλό της σήμερα με βάση τις αμαρτίες του παρελθόντος. Ας μείνουμε όμως, προς το παρόν, στην επανέκδοση της μελέτης της Χουζούρη για τη Θεσσαλονίκη του Γιώργου Ιωάννου, που και γοητεύει και πληροφορεί και αποσαφηνίζει και ανοίγει δρόμους στην ανάγνωση και μελέτη του έργου ενός κορυφαίου πεζογράφου της νεοελληνικής μας γραμματείας.

 

 

(Το κείμενο εκφωνήθηκε στην ΔΕΒ Θεσσαλονίκης, την Κυριακή 27/5/2012, στην παρουσίαση του βιβλίου της Έλενας Χουζούρη. Άλλοι ομιλητές: Βενετία Αποστολίδου και Τριαντάφυλλος Κωτόπουλος)

 

 

 

 

ΑΡΧΕΙΟ ΓΙΩΡΓΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

 

 

Η επιστροφή του αρχείου του κορυφαίου πεζογράφου μας Γιώργου Ιωάννου στη γενέτειρα πόλη του ύστερα από 29 ολόκληρα χρόνια είναι ένα πολύ σημαντικό γεγονός και για την πόλη μας και για εκείνους που αγάπησαν και αγαπούν το έργο του.

Είναι και μια δικαίωση, κατά κάποιο τρόπο, έστω μετά θάνατον, της φήμης του λογοτέχνη που αυτοεξορίστηκε από τη μοχθηρία και την κακία κάποιων εκπροσώπων της περίκλειστης Θεσσαλονίκης, ενώ κάποιες άλλες πικρόχολες φωνές περί επαρχιώτικης πεζογραφίας στην περίπτωσή του προσπάθησαν να μειώσουν και να μικρύνουν το έργο του. Το αρχείο, τα προσωπικά του αντικείμενα, τα βιβλία του, οι πίνακές του, τα έπιπλα του, όλα βρίσκονται σε χώρο του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου, ύστερα από πρωτοβουλία της αδελφής του, του γαμπρού του, της φίλης του Αρλέτας, που έπαιξε κι αυτή κάποιο ρόλο, αλλά και κάποιων Θεσσαλονικέων που πρωτοστάτησαν σ’ αυτήν την επαναφορά της μνήμης ενός σπουδαίου ανθρώπου. Το δικό μας αίμα επιστρέφει πλέον στο σώμα της πόλης.

Ωστόσο αυτό το γεγονός της επιστροφής του αρχείου του Ιωάννου γεννά σκέψεις, αναρωτήσεις και προβληματισμούς ποικίλου τύπου. Πρώτον: Γιατί έπρεπε να μεσολαβήσουν τόσα πολλά χρόνια για να συμβεί αυτή η επάνοδος; Γιατί δεν δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις να γίνει νωρίτερα; Τι συμβαίνει με τα αρχεία άλλων κορυφαίων λογοτεχνών μας και πώς αυτά αξιοποιήθηκαν ή αξιοποιούνται; Υπάρχει κάποιος ενδεδειγμένος δρόμος που πρέπει να ακολουθήσει ένας καταξιωμένος λογοτέχνης, που νιώθει πως βρίσκεται στη δύση της ζωής του, για το πού και με ποιον τρόπο θα καταλήξει το όποιο αρχείο του; Ο Ιωάννου ο ίδιος θα επιθυμούσε αυτήν την επιστροφή στη γενέθλια πόλη ή θα ήταν αρνητικός σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο; (οπωσδήποτε ο αιφνίδιος και αδόκητος χαμός του μας αφήνει να υποθέσουμε πως δεν πρόλαβε να σκεφτεί κάτι τέτοιο, αφού έφυγε τελείως απροσδόκητα σε ηλικία μόλις 58 χρονών, από επιπλοκές μιας απλής εγχείρισης). Επίσης αρκεί η στέγαση ενός αρχείου σε κάποιον χώρο για να διαφυλαχτεί έτσι η πολύτιμη μνήμη του λογοτέχνη;

Μήπως πρέπει να επανεξετάσουμε τη σημαντικότητα του έργου του Ιωάννου απαλείφοντας κάποιες μικρές γκρίζες ζώνες που επεσήμανε στο παρελθόν ένα μέρος της λογοτεχνικής κριτικής, άλλες δικαίως, άλλες αδίκως (ξενοφοβικά σύνδρομα, υπέρμετρη προσκόλληση στην παράδοση κτλ.); Ο Ιωάννου είναι επίκαιρος ή ανεπίκαιρος; Είναι επιδραστικός συγγραφέας ή είναι απλώς ένας μεγάλος συγγραφέας του παρελθόντος; Είναι τοπικός συγγραφέας ή πανελλήνιας εμβέλειας; Διαβάζονται σήμερα ευχάριστα τα βιβλία του ή θεωρείται πια ξεπερασμένος πεζογράφος; Επίσης, μας αρκεί η επιστροφή του αρχείου του να απασχολήσει μονάχα λογοτέχνες, φιλολόγους και πανεπιστημιακούς, ως είθισται; Πρέπει, ως είθισται, να μείνουν εκεί τα πράγματα; Οι φιλόλογοι να φιλολογήσουν, οι ερευνητές να ερευνήσουν και οι λογοτέχνες να λογοτεχνίσουν, και όλο το εγχείρημα να λάβει μια μουσειακής αντίληψης σπουδή, διανθισμένη από κάποιες τυπικές επισκέψεις Σχολείων στον χώρο των προσωπικών του αντικειμένων; Τέλος, γιατί η Θεσσαλονίκη δεν κρατά τα παιδιά της και τα σκορπίζει από παλιά στους πέντε ανέμους; Γιατί προσωπικότητες όπως ο Ασλάνογλου, ο Ιωάννου, ο Ηλίας Πετρόπουλος, ο Σαββόπουλος δεν άντεξαν τα πράγματα και σηκώθηκαν και έφυγαν απ’ αυτήν την πόλη; Μήπως άλλαξαν τα πράγματα τελευταία στην πόλη, ή η Θεσσαλονίκη εξακολουθεί να παραμένει μια περίκλειστη, μοχθηρή, εκδικητική, μικρόψυχη, κι εντέλει μια αχάριστη πόλη απέναντι σε σημαντικούς ανθρώπους, και δη λογοτέχνες;

Ο Γιώργος Ιωάννου, κατά τη γνώμη μου, είναι κορυφαίος πεζογράφος και σημείο αναφοράς της λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε ένας ιδανικός μεσολαβητής, ένας ιδανικός δημιουργός που αφουγκράστηκε τον λόγο και την ιστορία της πόλης, μεταποιώντας τα σε λόγο κειμένων. Με όχημα την Ιστορία και τα βιώματά του συνέθεσε τον μύθο της πόλης και, μέσω αυτού, τον δικό του μύθο. Υπήρξε καθαρά βιωματικός λογοτέχνης, που, όπως και ο ίδιος δήλωνε, δεν πίστευε στη λογοτεχνία που γράφεται έξω από τόπο και χρόνο. Πολύ εύστοχα και σοφά χαρακτήρισε τα κείμενά του πεζογραφήματα, γιατί ήταν κάτι ανάμεσα σε αφηγήματα, δοκίμια, χρονικά και μαρτυρίες. Ήταν ο πρώτος που υιοθέτησε αυτό το μικτό είδος πεζογραφίας, πατώντας στον ρεαλισμό αλλά χρησιμοποιώντας ταυτοχρόνως στοιχεία συνειρμικής γραφής, αυτού που γνωρίσαμε ως εσωτερικό μονόλογο. Υπήρξε σύμφωνα με τον κριτικό Γιώργο Αράγη προσωπικός και πρωτότυπος – νομίζω πως αυτά τα δύο επίθετα περικλείουν θαυμάσια όλη την αξία και σημαντικότητα του έργου του Ιωάννου. Πέρασε σταδιακά, στο έργο του, από το ατομικό βίωμα στο συλλογικό, και ξεκινώντας από τη μοναξιά, τη νύχτα, το σκοτάδι, την αμαρτία και τις ενοχές (Για ένα φιλότιμο) οδηγήθηκε σταδιακά σε αποενοχοποιημένα κείμενα, παντρεύοντας θαυμάσια ατομικό και συλλογικό βίωμα. Η πόλη της Θεσσαλονίκης δεν είναι απλώς σωματική προέκταση στο έργο του Ιωάννου, αλλά είναι το ίδιο του το σώμα. Οι χώροι των πεζογραφημάτων του είναι φορτισμένοι από συλλογική μνήμη και μοίρα. Η οδός Ευριπίδη, η πλατεία Αγίου Βαρδαρίου, το Σέιχ Σου, οι βυζαντινές εκκλησίες της πόλης, οι λαϊκοί σινεμάδες, οι λαϊκές σταμπαρισμένες συνοικίες, τα καλντερίμια της παλιάς πόλης, η Άνω Πόλη, η Αχειροποίητος, τα εβραϊκά μνήματα, το Πανεπιστήμιο και χίλια δυο άλλα σημεία που αναφέρονται στο έργο του, αποτελούν ένα πρώτης τάξης υλικό για να ενταχθεί ο Ιωάννου σε εκπαιδευτικά προγράμματα Τοπικής Ιστορίας, με ελκυστικό, άμεσο και βιωματικό τρόπο, ώστε τα νέα παιδιά, η νέα γενιά, οι μαθητές του γυμνασίου και του λυκείου (γιατί όχι και των μεγάλων τάξεων του δημοτικού) να γνωρίσουν την ιστορία της πόλης τους μέσα από τα κείμενα ενός μεγάλου λογοτέχνη που πια δεν υπάρχει.

 

 

(Το κείμενο εκφωνήθηκε σε εκδήλωση για τον Γιώργο Ιωάννου, στην 11η Διεθνή Έκθεση βιβλίου Θεσσαλονίκης, την Κυριακή 11 Μαΐου, 2014. Στο πάνελ: Θωμάς Κοροβίνης, Τόλης Νικηφόρου, Λέων Ναρ, Δημήτρης Κόκορης, Παναγιώτης Γούτας και Διονύσης Στεργιούλας. Συντονιστής ο δημοσιογράφος-ποιητής Στέλιος Λουκάς. Επίσης δημοσιεύτηκε στην book  press τον Μάιο του 2014)

 

 

 

 

 

 

ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

(1931-2020)

 

 

 

«ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΩ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ

ΔΕ ΘΑ ΠΕΙ ΠΡΟΔΟΣΙΑ»

(Πτυχές του έργου του Ντίνου Χριστιανόπουλου)

 

 

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1931. Το κανονικό του όνομα ήταν Κωνσταντίνος Δημητριάδης, αλλά χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο Χριστιανόπουλος όταν άρχισε να δημοσιεύει ή να τυπώνει ποιήματά του, προφανώς επηρεασμένος από τη θητεία του στα κατηχητικά. Άλλα ψευδώνυμα που χρησιμοποίησε ο ποιητής ήταν Δημήτρης Καζαντζής αλλά και Οδυσσέας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. και κατόπιν εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης και ως διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων και επιμελητής εκδόσεων. Δεν αποδέχτηκε διορισμό ως φιλόλογος στη μέση εκπαίδευση, αφού εκ πεποιθήσεως ήταν αντίθετος με το δημοσιοϋπαλληλίκι. Έλεγε χαρακτηριστικά: «Καλύτερα ζητιάνος έξω από τον Λαμπρόπουλο, παρά δημόσιος υπάλληλος».

Διηύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό «Διαγώνιος». Τόσο από το περιοδικό, όσο κι απ’ τη Μικρή Πινακοθήκη, ανέδειξε και καθιέρωσε πληθώρα λογοτεχνών και καλλιτεχνών. Από τους λογοτέχνες που βρήκαν το περιοδικό ως ένα εκφραστικό μέσο και ως ένα μέσο εξέλιξής τους στα γράμματα, αλλά και απ’ τις εκδόσεις «Διαγώνιος» όπου τύπωναν τα βιβλία τους, θα πρέπει να αναφερθούν οι εξής: Ασλάνογλου, Γ. Ιωάννου. Τ. Καζαντζής, Κόρφης, Καραβίτης, Καχτίτσης, Μουλλάς, Σφυρίδης, Σ. Παπαδημητρίου, Ηλ. Πετρόπουλος, Καρόλος Τσίζεκ, Ριτσώνης, Αλεξ. Μπακονίκα και αρκετοί ακόμη δημιουργοί. Οι παραπάνω επηρέασαν συγγραφικά νεώτερους λογοτέχνες, σε σημείο που να μπορούμε να μιλάμε για ένα είδος Σχολής της Διαγωνίου (λιτότητα έκφρασης, ρεαλισμός, εξομολογητική διάθεση, χαμηλόφωνη γραφή, στροφή στα προσωπικά μας βιώματα, κάποια απ’ τα χαρακτηριστικά αυτής της σχολής ή τάσης της θεσσαλονικιώτικης λογοτεχνίας.).

Η «Διαγώνιος», που συνδύαζε την παράδοση με μοντερνιστικά ρεύματα, είχε πάντα τη σφραγίδα του Ντ. Χ. τόσο ως προς τη θεματολογία των κειμένων όσο και ως προς την αισθητική της κατεύθυνση. Ο γραφίστας και ζωγράφος Κάρολος Τσίζεκ, που είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια του περιοδικού, κόσμησε και ανέδειξε την όλη προσπάθεια με υψηλής αισθητικής γραφιστικές δημιουργίες, σε βαθμό ώστε να αποτελέσει με τον Χριστιανόπουλο ένα αδιάρρηκτο καλλιτεχνικό δίδυμο, στο οποίο οφειλόταν η επιτυχία και η απήχηση αυτού του εκδοτικού εγχειρήματος. Εδώ, δεν θα πρέπει να παραλειφθεί και η προσφορά του τυπογράφου Νίκου Νικολαΐδη, στο άρτιο συνολικό αποτέλεσμα της τύπωσης του περιοδικού.

 

 

Πρώτη εμφάνιση στα Γράμματα

 

Ο Ντ. Χ. κάνει την επίσημη εμφάνισή του στα Γράμματα με την ποιητική συλλογή Η εποχή των ισχνών αγελάδων (1950). Εποχή των ισχνών αγελάδων μεταφορικά υπονοείται η εποχή της ερωτικής στέρησης. Εδώ ο ποιητής δεν γράφει ακόμη ρεαλιστικά και φανερά, υπαινίσσεται καταστάσεις, στα ποιήματά του υπάρχουν αναφορές σε Παλαιά και Καινή Διαθήκη, ενώ μόνο προς το τέλος της συλλογής, με το ποίημα «Περιστατικό στη Αθήνα», ο Ντ. Χ. αρχίζει δειλά να ξεφεύγει απ’ τον συμβολισμό, την υπονόηση και τις θρησκευτικές αναφορές και να οδηγείται σε μια πιο τολμηρή, ελεύθερη και εξομολογητική γραφή. Προφανώς η εμπειρία του ποιητή με τα κατηχητικά σχολεία (σ’ αυτόν τον τομέα ο Χ. έχει κοινά βιώματα και συμπεριφορές τόσο με τον Ιωάννου όσο και με τον Μαρωνίτη, άσπονδους συνοδοιπόρους του στα Γράμματα και στον πνευματικό στίβο) άφησε το στίγμα της σ’ αυτή την πρώτη συλλογή, που για πολλούς, πάντως, περιέχει μερικά από τα καλύτερα ποιήματα του Ντ. Χ.

Στα Ξένα γόνατα (1954) κυριαρχεί πάλι ο ερωτισμός, όμως λυτρωμένος θαρρείς από τον συμβολισμό και το μυθικό του προσωπείο. Ο Χ. γίνεται άμεσος, αποκαλυπτικός, ρεαλιστής. Η αναφορά σε θρησκευτικά μοτίβα υπάρχει πάλι, αλλά με διάθεση σύγκρουσης και αναίρεσης της σημασίας τους, οι μοντερνιστικές επιρροές τύπου Έλιοτ γίνονται εντονότερες, ενώ καθιερώνεται η γυμνή εξομολόγηση ως μέσο ποιητικής έκφρασης.

Ακολουθούν με τη σειρά οι συλλογές: Ανυπεράσπιστος καημός (1960), Το κορμί και το σαράκι (1964), Προάστια (1969), Το κορμί και το μεράκι (1970), Μικρά  ποιήματα (1975), Ιστορίες του γλυκού νερού (1980), Το αιώνιο παράπονο. Ποιήματα και τραγούδια (1981), Νεκρή πιάτσα. Πεζά ποιήματα. (1981), Δώδεκα τραγούδια (1984). Η πλειοψηφία των παραπάνω συλλογών ενσωματώθηκαν το 1985 στον τόμο ΠΟΙΗΜΑΤΑ (εκδ. Διαγώνιος), ενώ ο ποιητής εμπλούτισε παλιότερες συλλογές του με «νεότερα ποιήματα», κι έτσι προέκυψαν νέες συλλογές τόσο στο Το κορμί και το σαράκι (1977), όσο και στο Νεκρή πιάτσα (1977). Ο Ντ. Χ. τύπωσε τα ποιήματα του από τις εκδόσεις της Διαγωνίου και κατόπιν έκανε ανατυπώσεις τόσο από τις εκδόσεις Μπιλιέτο όσο κι από τις εκδόσεις Ιανός, αλλά και ιδιωτικές, κατά καιρούς, εκδόσεις. Την τελευταία του ο συλλογή, πάντως, την τύπωσε στη Λευκωσία.

 

 

Χαρακτηριστικά της ποίησης του Χριστιανόπουλου

 

Αν μπορούμε να ορίσουμε κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της ποίησης του Ντ. Χ. αυτά είναι η σαφήνεια (ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά πως γράφει για να τον καταλαβαίνει και ο μέσος ηλίθιος), ο ρεαλισμός, η απλότητα στην έκφραση, η ακρίβεια στη διατύπωση, η εξομολογητική διάθεση, η τόλμη και η πύκνωση του λόγου. Κανόνας της Διαγωνίου, που τον εφάρμοζε πρώτα ο ίδιος, ήταν πως «ένα κόμμα παραπάνω βλάπτει και το ποίημα και την τσέπη μας», αφού εκείνη την εποχή οι συνεργασίες στα περιοδικά πληρώνοντας από τον δημιουργό σε σχέση με τον αριθμό των λέξεων. Πολλά ποιήματα του Ντ. Χ. θυμίζουν επιγράμματα ή καλογραμμένα ευφυολογήματα – εδώ φαίνεται η επίδραση της Παλατινής ανθολογίας και των αρχαίων λυρικών στην ποίησή του. Καβάφης και Έλιοτ, οι δύο πηγές απ’ όπου άντλησε ο Ντ. Χ., που με την ποίησή του άγγιξε την ατομική περιπέτεια του καθενός και τον ερωτικό καημό, δίνοντας μια πανανθρώπινη αξία και σημασία σ’ αυτό το συνήθως καταπιεσμένο ερωτικό συναίσθημα του απλού ανθρώπου. Στίχοι βαθιά ανθρώπινοι, δίχως ψιμύθια και περιττές φλυαρίες, γυμνοί και ειλικρινείς, αναζητούν τη χαμένη ομορφιά, αναδεικνύουν τόπους, τοπωνύμια και περιοχές της παλιάς Θεσσαλονίκης, εστιάζουν στην ανθρώπινη περιπέτεια και στο τραγικό και ανικανοποίητο της ζωής του καθενός, εξακτινώνοντας, διά της εξομολόγησης, της ευθύτητας και της αμεσότητας, τον ανθρώπινο πόνο και καημό σε οικουμενικές σφαίρες.

 

 

Η σύγκρουση και η ιδιάζουσα κριτική από τον ποιητή στα θρησκευτικά μοτίβα

 

Ενδιαφέρον προκαλεί η σύγκρουση του ποιητή, από ένα σημείο και μετά, και η «αιρετική» αναφορά του σε φράσεις του Ευαγγελίου, που γίνεται συχνά στα ποιήματα του Ντ. Χ. από τη δεύτερη ποιητική συλλογή του και μετά. Αυτού του τύπου η ποίηση εξαγρίωσε εν μέρει κάποιους κοντόφθαλμους θρησκευτικούς κύκλους της εποχής του, και, σε συνδυασμό με την ερωτική κλίση του ποιητή, τον έριξαν στο πυρ το εξώτερον. Φυσικά, ο Ντ. Χ. με την ιδιάζουσα καυστική του ματιά και το βάθος της σκέψης του, πάντα σε συνδυασμό με την απλότητα της εκφοράς του λόγου του, προσπερνάει τη μικροπρέπεια και την ηθικολογία των παραπάνω κύκλων, και θριαμβεύει. Νά μια μικρή συγκομιδή τέτοιων μικρών ποιημάτων, που, υπό μορφή αποφθεγμάτων κάποια εξ αυτών, κερδίζουν τον αναγνώστη με την τόλμη και την ευθύτητά τους:

 

Έλαιον θέλω και ου θυσίαν

Κι εμείς που θυσιαστήκαμε;

Εμείς που δεν λαδώσαμε;

 

Θανάση γιατί έκοψες το άλφα από μπροστά;

Για ένα γράμμα χάνεις την αθανασία

 

Πόρνοι και καταδόται

βασιλείαν θεού ου κληρονομήσουσι

 

Θεέ μου

Είναι τρομερό

Να με βάζεις μαζί με τους χαφιέδες

 

Τόσο πολύ πιστέψαμε στον ουρανό

Που μας την έφερε χειρότερα κι από τη γη

 

Της αγιωτάτης Μητροπόλεως

Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως

 

Ψωριάρες φτωχογειτονιές

Πού βρήκατε τόσο παχιά ομοιοτέλευτα;

 

πάλι καλά που πήγες από αδέσποτη

σκέψου να πήγαινες από δεσποτική

*

 

Τα άνω φρονείτε· μη τα επί της γης

 

όμως η γη σου είναι τόσο όμορφη

τόσο βαρβάτα είναι τα χωριά σου

η μοναξιά μου δε χορταίνει

τις λιχουδιές των σκελιών τους

 

εμένα δε με νοιάζει πια ο ουρανός

 

 

Ερμηνείες και ανιχνεύσεις για την ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου

 

Ο εικοσιεφτάχρονος, σήμερα, Μάριος-Κυπαρίσσης Μώρος, απόφοιτος του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του ΑΠΘ, συγκέντρωσε σε έναν τόμο μελετήματα για την ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου, υπό τον τίτλο Πέρα από τις ισχνές αγελάδες (εκδ. Ιανός, 2018). Ο Μώρος, που, πέρα από τις φιλολογικές του ικανότητες, διακρίνεται για την ευρυμάθειά του και τη θεολογική του σκευή, με διεισδυτικό βλέμμα ανίχνευσε –ή τουλάχιστον προσπάθησε να δώσει απαντήσεις– σε μια σειρά σκοτεινών και δυσερμήνευτων ζητημάτων που αφορούν την ποίηση του εμβληματικού (για κάποιους αμφιλεγόμενου) ποιητή της Θεσσαλονίκης, ο οποίος εδώ και χρόνια υπήρξε παροπλισμένος και αδρανής, τόσο σωματικά όσο και πνευματικά. Μεταξύ άλλων, ιδιαίτερα ερεθιστικά και ενδιαφέροντα τα σχόλια του Μώρου για τις νόμιμες «αντιγραφές» του Χριστιανόπουλου από εδάφια της Αγίας Γραφής και του Ευαγγελίου, αλλά και για τους λόγους της αποσιώπησης εκ μέρους του της εκλεκτικής συγγένειάς του με τον ποιητή Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, τον οποίον πάντως ο Χριστιανόπουλος εκτιμούσε ιδιαίτερα και με τον οποίον συγγένευε τόσο ιδιοσυγκρασιακά όσο και θεματολογικά, λόγω της ερωτικής τους κλίσης.1

 

 

Τα πατριωτικά ποιήματα του Ντίνου Χριστιανόπουλου

 

Με τα δύο τελευταία του ολιγοσέλιδα βιβλία ποίησης, ο Ντ. Χ. κάνει μια απρόβλεπτη στροφή, τυπώνοντας ποιήματα εθνικού ή πατριωτικού περιεχομένου. Μιλώ για τις μικρές ποιητικές του συλλογές Η πιο βαθιά πληγή (Θεσσαλονίκη, 1998, 2η έκδοση: Παιανία, «Μπιλιέτο», 2001) και Παράξενο, πού βρίσκει το κουράγιο κι ανθίζει (Λευκωσία, «Αιγαίον», 2010). Το επίθετο «απρόβλεπτη», βέβαια, της παραπάνω πρότασής μου αφορά κυρίως εκείνους που συσχετίζουν το ποιητικό έργο του Ντ. Χ. με την ερωτική θεματολογία – για την ακρίβεια τον ερωτικό καημό, την ερωτική έξαψη, τη μοναξιά, τη στέρηση και τη ματαίωση. Όμως ένας προσεχτικότερος αναγνώστης του έργου του ποιητή θα γνωρίζει ίσως πως ο ίδιος είχε ασχοληθεί και στο παρελθόν πάλι με εθνικά θέματα, είτε ανθολογώντας τους, κατά τη γνώμη του, καλύτερους δεκαπεντασύλλαβους στίχους του Σολωμού, είτε παραχωρώντας συνεντεύξεις για τον εθνικό ποιητή μας, είτε γράφοντας μελέτες για το έργο του μεγάλου Ζακυνθινού είτε τυπώνοντας βιβλία για τον Παύλο Μελά σε ποιήματα Μακεδόνων ποιητών.

Ο Ντ. Χ. σαφέστατα είναι πρωτίστως ερωτικός ποιητής, δευτερευόντως κοινωνικός και πατριωτικός, και λιγότερο πολιτικός. Κάποιοι θέλησαν να προσδώσουν στην ποίησή του τον χαρακτηρισμό «βαθιά πολιτικός», κυρίως μέσα από το ποίημά του «Η αγκίδα» (από τη συλλογή Ο αλλήθωρος, γραμμένο το 1966), δηλαδή μέσα από ένα μόνο ποίημα, και μέσα από έναν μόνο στίχο: σαν τους αριστερούς σας αγαπώ, αδέλφια μου. Όμως ακόμα κι αυτά τα ποιήματα του Ντ. Χ., στο κουκούτσι τους αναιρούν τον παραπάνω ισχυρισμό τους, αφού στο μεν «Η αγκίδα» ο ποιητής ομολογεί πως έτρεχε σε τσαΐρια την ημέρα που κάποιοι σκότωναν τον Λαμπράκη, και αμέσως μετά ξανακύλησε στην ίδια αδιαφορία του για τα πολιτικά, ενώ από την άλλη, η συνέχεια του προαναφερθέντος μεμονωμένου στίχου του κρύβει χολή για τα αριστερά, αγαπημένα του αδέλφια: «παρόλο που κι αυτοί μας κατατρέχουν». Ευνόητο, λοιπόν, πως αυτή η απόπειρα μερίδας της κριτικής είναι, μάλλον, ανεδαφική, όπως επίσης και η τάση κάποιων όψιμων μαρξιστών ή εν γένει προοδευτικών μελετητών να ταυτίσουν την ομοφυλοφιλία του με κοινωνικούς αγώνες, χρησιμοποιώντας κυρίως φροϋδικές θεωρίες και ερμηνεύοντας τον Φρόιντ κατά πώς τους βολεύει. Όπως και να ’χουν τα πράγματα, ο ερωτικός Χριστιανόπουλος (ποιητής ιδιοσυγκρασιακός, που κινείται στη σφαίρα της ατομικής περίπτωσης και της τραγικότητας της ζωής, που αφορά τον καθένα μας ξεχωριστά) έγραψε κι αυτές τις δύο συλλογές, που έχουν αρκετό ενδιαφέρον, ιδίως ως προς τη μορφή και τη θεματολογία τους.

Στο Η πιο βαθιά πληγή η ματιά του Ντ. Χ. είναι περισσότερο ελληνοκεντρική από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο του. Υπό μορφή πεζής φόρμας (πεζόμορφη ποίηση, ένα στιλ που ο ποιητής ακολουθεί πιστά, κυρίως μετά τη συλλογή του Νεκρή πιάτσα) ο Χ. καταθέτει ποιήματα που αφορούν τους ανταλλάξιμους της Μικρασιατικής τραγωδίας, τη γενναία στάση και το φρόνημα του τελευταίου αυτοκράτορα της Κων/πολης, του Κων/νου Παλαιολόγου, τον μαρμάρινο δίσκο της Τραπεζούντας, τη συγκινητική απάντηση του πατριάρχη Αθηναγόρα στο ότι έμειναν ελάχιστοι ορθόδοξοι χριστιανοί στην Πόλη, τους Ρωσοπόντιους μικροπωλητές που είναι περισσότερο Έλληνες από κάποιους υπερφίαλους «Ελληναράδες», που επικρίνουν δηκτικά την παρουσία τους σε λαϊκές αγορές, τις θηριωδίες των σουλτάνων που διέδιδαν πως ήσαν ποιητές, με τη χατζάρα τους όμως βαμμένη στο αίμα αθώων χριστιανών. Σε κάποια σημεία της συλλογής ο πατριωτισμός και το εθνικό φρόνημα τού ποιητή χτυπούν κόκκινο, όπως στο ποίημα «Αυτά τα τέσσερα», που σας το καταθέτω αυτούσιο:

 

Αυτά τα τέσσερα

 

Είκοσι χρόνια μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, ο Κίσινγκερ λέγεται ότι δήλωσε τα εξής: «Αν θέλουμε να πλήξουμε τους Έλληνες, θα πρέπει να τους πλήξουμε στη γλώσσα, στη θρησκεία τους και στα πνευματικά και ιστορικά τους αποθέματα». Με άλλα λόγια, είναι σαν να ομολογεί πως δεν κατάφερε με τίποτε να εξουδετερώσει ηθικά τους Έλληνες · ό,τι επέτυχε, το πέτυχε μονάχα με τη δύναμη των όπλων.

Τέτοιες ομολογίες καθαρμάτων, σε εθνική αυτογνωσία πρέπει να μας φέρνουν. Κι ας μην ξεχνάμε, μέσα στη λιγοψυχία μας, αυτά τα τέσσερα που οι Κίσινγκερ φοβούνται από μας.

 

Κατά τον κριτικό Διονύση Στεργιούλα η εθνοκεντρική θεματολογία υποδηλώνει ίσως, εκτός των άλλων πιθανών αιτιών, και μία βαθύτερη ανασφάλεια του ποιητή, σχετική με την αποδοχή του έργου του στο μέλλον («Το ποιητικό έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου», μελέτη δημοσιευμένη στο περιοδικό Οδός Πανός, τχ. 165, Ιανουάριος-Μάρτιος 2015), ενώ ο Περικλής Σφυρίδης σε δοκίμιό του με στοιχεία μαρτυρίας («Ο Χριστιανόπουλος είναι και θα παραμείνει ερωτικός ποιητής», περιοδ. Εντευκτήριο, τχ. 95, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2011) πιστεύει πως ο ποιητής αισθάνεται ένα μίσος, μια αποστροφή για τους Τούρκους και εν γένει για τους ξένους, αφού ανέκαθεν υπέφωσκε μέσα του ένα αίσθημα εθνοκεντρισμού, το οποίο διαμόρφωσαν και ενίσχυσαν μέσα του η προσφυγική καταγωγή του, η μάνα του και τα κατηχητικά σχολεία.

Η συλλογή Παράξενο, πού βρίσκει το κουράγιο κι ανθίζει –ο τίτλος της προέρχεται από τους δύο τελευταίους στίχους ενός από τα ποιήματα της συλλογής Το κορμί και το σαράκι– περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα στο χρονικό διάστημα 2005-2010, οχτώ τον αριθμό –όσα ακριβώς και στο Η πιο βαθιά πληγή–, που τυπώθηκαν το 2010 στην Κύπρο. Το βιβλίο αυτό, φαινομενικά, αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης συλλογής του, και ως προς τη μορφή συγγενεύει με κείνη. Ενώ η πλειοψηφία των ποιημάτων πάλι περιστρέφεται γύρω από ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα –τα πέντε του πρώτου μέρους– η ματιά του Ντ. Χ. δεν έχει ελληνοκεντρικό χαρακτήρα. Απεναντίας, είτε καυτηριάζονται «ηρωικές» αρχαιοελληνικές πρακτικές, όπως η φρικτή «κρυπτεία» των Λακεδαιμονίων, που με το χέρι βουτηγμένο στο αίμα των Ειλώτων, πολέμησαν τους Πέρσες στις Θερμοπύλες –κάτι ανάλογο δηλαδή με τους Τούρκους σουλτάνους της προηγούμενης συλλογής– (ποίημα «Θερμοπύλες») είτε προβάλλεται η συνεισφορά αλλοθρήσκων και αλλοφύλων στον εμπλουτισμό της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού («Περσικά δώρα», «Αλέξανδρος Σεβήρος») είτε επισημαίνεται το διαχρονικά εθνικό μας σπορ, εκείνο της λαμογιάς, της ρεμούλας και της αναξιοπρέπειας («Ορμίσδας, Θεσσαλονίκη 390 μ. Χ.», – το κορυφαίο, κατά τη γνώμη μου, της συλλογής).

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου του Ντ. Χ. κλείνει με τρία ποιήματα, μάλλον ιδιωτικού ενδιαφέροντος, απ’ το οποίο ξεχωρίζει το «Ναπολέων Λαπαθιώτης» για το γλυκόπικρο ύφος του και την έντονη ειρωνεία του (ένας τοιούτος ποιητής, ο Λαπαθιώτης, σάρωσε σε δόξα έναν ένδοξο μουστακαλή και ανδροπρεπή μακρινό του πρόγονο, για τον οποίο όμως η Ιστορία δεν έγραψε ούτε μία αράδα). Αντιγράφω ολόκληρο το ποίημα «Ορμίσδας, Θεσσαλονίκη 390 μ. Χ.», που το θεωρώ εξαιρετικά επίκαιρο με τις πρόσφατες αποκαλύψεις για τις δράσεις των πολιτικών στην προ της κρίσης περίοδο, τις παρεκτροπές των Νεοελλήνων και τις μίζες κορυφαίων ταγών της ελληνικής κοινωνίας, αφού οι σκληροί, όμως αληθινοί (και προφητικοί) στίχοι του ποιητή τούς φωτογραφίζουν (ίσως και παρά τη θέλησή του) θαυμάσια.

 

«Με τείχη απόρθητα οχύρωσε αυτή την πόλη

ο Ορμίσδας, έχοντας τα χέρια καθαρά».

 

  Με συγκινεί αυτό το επιτείχιο επίγραμμα.

Όλοι, αρχίζοντας απ’ τον Φειδία, έτρωγαν λεφτά

και μόνο αυτός ο αλλόφυλος Ορμίσδας βρέθηκε

να ’χει τα χέρια καθαρά.

 

Ας τον πιστέψουμε.

Αλλιώς θα τρελαθούμε βλέποντας τόση ρεμούλα,

τόση ρεμούλα μέσα σε χιλιάδες χρόνια.

 

Ένα γενικό, τώρα, σχόλιο γι’ αυτές τις δύο συλλογές του Ντ. Χ. Σε κάποια ποιήματα των δύο παραπάνω συλλογών («Εξυπονοείται» και «Ρωσοπόντιοι», από το Η πιο βαθιά πληγή και, ιδίως, στο «Ορμίσδας, Θεσσαλονίκη 390 μ.Χ.» από το Παράξενο, πού βρίσκει το κουράγιο κι ανθίζει) γίνεται ένα είδος κριτικής σε κοινωνικές παθογένειες και αποστήματα της ελληνικής πραγματικότητας, που χρονίζουν. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με παλιότερα ποιήματα του Ντ. Χ. που μιλούν για φτωχούς και κατατρεγμένους ή άλλα που αποκαλύπτουν την ισοπέδωση της παλιάς γειτονιάς στις πόλεις για χάρη του νέου και του εντυπωσιακού (π.χ. «Κατατρέχουν τη γραφικότητα»), φαίνεται να δείχνουν πως το έργο του ποιητή έχει, κάποιες φορές, και κοινωνική διάσταση. Ωστόσο κι αυτό το στοιχείο υπερκαλύπτεται από το ερωτικό, αφού ακόμα και στις υπό παρουσίαση συλλογές του θα βρούμε διάσπαρτες ερωτικές νύξεις, φανερές ή σε λανθάνουσα μορφή, στα επτά από τα δεκάξι συνολικά ποιήματα («Ξένοι στρατοί», «Αλέξανδρος Σεβήρος», «Περσικά δώρα», «Ναπολέων Λαπαθιώτης», «3 Αυγούστου 1955» «Στη Νέα παραλία», «Λουκάς Νοταράς»).

Εν κατακλείδι: Τα δύο παραπάνω βιβλία, που, όπως φαίνεται, ολοκληρώνουν τον ποιητικό κύκλο του μεγάλου ερωτικού ποιητή της Θεσσαλονίκης, είναι σημαντικά και αναδεικνύουν μια από τις διαστάσεις του συνολικού του έργου. Δεν γνωρίζω αν υπήρχε εκ μέρους του Ντ. Χ. κάποια ιδιαίτερη σκοπιμότητα ή υστεροβουλία για να γράψει τέτοιου είδους ποίηση, φέρ’ ειπείν για να αγκαλιάσουν το έργο του πλατύτερες αναγνωστικές μάζες ή από ανασφάλεια για την υστεροφημία του (απόψεις Σφυρίδη και Στεργιούλα, που φαίνεται πως, σ’ αυτό το θέμα, συγκλίνουν). Θέλω να πιστεύω πως αυτά τα τελευταία του ποιήματα πηγάζουν από γνήσια φιλοπατρία και από μια αγνή πίστη του στο ιδεώδες της αξιοπρέπειας, άλλοτε παίρνοντας το μέρος των Ελλήνων και της ορθοδοξίας, και άλλοτε (αντισταθμιστικά) των αλλοθρήσκων και των αλλοφύλων, όταν οι τελευταίοι αποτελούν αληθινά παραδείγματα αξιοπρέπειας και εντιμότητας. Ωστόσο, η σύγκριση αυτών των δεκαέξι τελευταίων ποιημάτων του με τα ερωτικά του ποιήματα τον αδικούν κατάφωρα ως ποιητή. Κι αυτό γιατί στη συνείδηση των πολυάριθμων αναγνωστών του, τα παλιά του ποιήματα (κυρίως τα ερωτικά του, και τα πανέξυπνα, σχεδόν σοφά του, επιγραμματικά ποιήματά του) λειτουργούν ως οδοδείκτες για μια βαθύτερη συνειδητοποίηση, όχι εθνική αλλά ατομική. Μια συνειδητοποίηση που σχετίζεται, πρωτίστως, με την ερωτική αγωνία, τη μοναξιά αλλά και το ατομικό δράμα του καθενός από εμάς.2

 

 

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Διονύσιο Σολωμό (Δύο συνεντεύξεις), Οδός Πανός, 2004

 

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος έχει δώσει αρκετές συνεντεύξεις σε ραδιοφωνικούς σταθμούς, περιοδικά (λογοτεχνικά και μη) και άλλα έντυπα μέσα. Κάποιες απ’ αυτές, λόγω του εξαιρετικού ενδιαφέροντος που παρουσιάζουν, έγιναν και βιβλία. Το βιβλίο που αφορά δύο πρόσφατες συνεντεύξεις του ποιητή στον Διονύση Στεργιούλα, τιτλοφορείται Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Διονύσιο Σολωμό και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδός Πανός, με επιμέλεια  του Γιώργου Χρονά.

Ο Χριστιανόπουλος δεν είναι «εύκολος» συζητητής ούτε βολικός συνεντευξιαζόμενος. Συχνά αντιδρά σε άστοχες ή ασαφείς ερωτήσεις δημοσιογράφων, φέρνοντάς τους σε δύσκολη θέση. Πρέπει, ο ερωτών, να έχει κότσια γερά και να ’ναι άριστα ενημερωμένος και μελετημένος για να αναμετρηθεί μαζί του. Το εκρηκτικό ταμπεραμέντο του σε συνδυασμό με το απρόβλεπτο τού χαρακτήρα του, το λιγότερο, μπορούν να εκθέσουν (τις περισσότερες φορές δικαίως, κάποτε αδίκως) αυτόν που του υποβάλλει ερωτήσεις. Ο Διονύσης Στεργιούλας, από τη θέση του ερωτώντα πιστεύω πως έφερε σε πέρας το δύσκολο και παράτολμο εγχείρημά του. Εισέπραξε απλώς κάποια δυσφορία του ποιητή αναφορικά με τις πολλές υποερωτήσεις του, που περιέπλεκαν κάπως το περιεχόμενο κύριων ερωτήσεων, και σκόνταψε –ευτυχώς, μόνο με λίγες εκδορές– στην –νομίζω ορθή– πεποίθηση τού Χριστιανόπουλου πως δεν είναι υποχρεωμένος, σώνει και καλά, να γνωρίζει θέματα ανεξιχνίαστα ως τώρα, σχετικά με τη ζωή και το έργο του μεγάλου μας ποιητή.

Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αποτελεί έναν μονόλογο ή, καλύτερα, μια εξομολόγηση του Ντ. Χ., που καλύπτεται σε τέσσερις υποενότητες. Στην πρώτη υποενότητα ο ποιητής, με το γνώριμο ύφος του, αναφέρεται στην ενασχόλησή του με τον Σολωμό και το έργο του (εδώ, καταλυτικό ρόλο παίζει ο καθηγητής του Λίνος Πολίτης, χάρις στον οποίον αρχίζει η ενασχόλησή του με τον Μέγα Επτανήσιο ).

Στη β΄ υποενότητα ο Ντ. Χ. αναφέρεται στις μεταφράσεις του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» – εξακολουθούσε να πλουτίζει αυτήν τη μελέτη ως την ημέρα της συνέντευξής του στον Στεργιούλα, και οι μεταφράσεις του έφτασαν στις ενενήντα, σε δεκαέξι γλώσσες. Ο Χριστιανόπουλος αναφέρει χαρακτηριστικά για τον Σολωμό, αντιδιαστέλλοντάς τον με τον Ρίτσο, πως: «διακόσια χρόνια μετά το θάνατό του, όταν πια δεν υπάρχει ίχνος από τα κοκκαλάκια του, θριαμβεύει, γιατί βασίζεται στις ίδιες του τις δυνάμεις». Εντούτοις, παραδέχεται πως, αν και σπουδαιότερος ποιητής, ξεπεράστηκε από τον Καβάφη, γιατί παρέμεινε ποιητής για τους Έλληνες, ενώ ο Καβάφης για όλη την οικουμένη.

Η τρίτη υποενότητα αφορά μελέτες, διαλέξεις και έρευνες του Ντ. Χ. για τον Σολωμό – σε εξέλιξη βρισκόταν εργασία τού ποιητή που αφορούσε τις σχέσεις της Θεσσαλονίκης με τον Σολωμό.

Στην τέταρτη υποενότητα, ο Ντ. Χ. αναφέρεται στο πώς πλησίασε τον Σολωμό από λογοτεχνικής πλευράς (με μια ανθολογία περίπου 100 δεκαπεντασύλλαβων του Σολωμού, με τίτλο Οι ωραιότεροι δεκαπεντασύλλαβοι κι ένα τετράστιχο ποιηματάκι εμπνευσμένο από το έργο του εθνικού μας ποιητή, που, όμως, αφορά καταστάσεις πιο ρεαλιστικές, θλιβερές κι απογοητευτικές από εκείνες με τις οποίες καταγίνονταν ο Σολωμός).

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αφορά τη δεύτερη συνέντευξη του Ντ. Χ. στον Στεργιούλα. Ο Στεργιούλας, που δεν είναι «χθεσινός» στα περί τον Σολωμό –επιμελήθηκε και αφιέρωμά του, έκτασης 73 σελίδων, στην Οδό Πανός (τεύχ. 105-106)– υποβάλλει καίριες και διεισδυτικές ερωτήσεις-τοποθετήσεις στον ποιητή, εκμαιεύοντας πλούσιες και διαφωτιστικές απαντήσεις. Είναι πράγματι εθνικός ποιητής, όταν η ιδέα της ελευθερίας που πραγματεύεται είναι παγκόσμια; Τι επίδραση είχε ο Ύμνος στους Έλληνες της εποχής του; Μήπως οι «σολωμιστές» αναλώνουν τις δυνάμεις τους σε θέματα εντελώς τυπικά, απομακρυνόμενοι από την «ουσία της ποίησης»; Ποια η σκευή και ποιες οι πηγές του Σολωμού στην ποίησή του; κάποιες από τις ερωτήσεις του συγγραφέα. Ο Χριστιανόπουλος, πάλι, με τον μοναδικό του τρόπο μάς πληροφορεί πως ο Σολωμός «βυζαίνει από δύο βυζιά και μάλιστα πολύ ωραία» (από ομοιοκατάληκτη μαντινάδα και δημοτικό τραγούδι), ενώ για το σολωμικό απόφθεγμα «υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού και, αν είσαι αρκετός, υπόταξέ την», σχολιάζει: «Δεν αρκεί να μείνεις μόνο στη γλώσσα του λαού, αλλά και να την ανεβάσεις σε υψηλό επίπεδο, αν είσαι αρκετός». Ιδιαίτερα, όμως, συγκλονίζει και συγκινεί ο παρακάτω συλλογισμός του Θεσσαλονικιού ποιητή: «…Πολλές φορές αναρωτήθηκα μήπως το μεγαλείο που κρύβουν τα ερείπια του σολωμικού έργου έχει κάποια σχέση με το μεγαλείο που κρύβουν τα ερείπια της νεοελληνικής ιστορίας».

Ο Διονύσης Στεργιούλας και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος κάθισαν και συζήτησαν απλά, φιλικά αλλά διόλου ρηχά, για έναν μεγάλο κοινό τους έρωτα, που ακούει στο όνομα: Διονύσιος Σολωμός. Και παρά τις διαφορετικές τους προσεγγίσεις σε επιμέρους θέματα, συντονίστηκαν αρμονικά με το πνεύμα του εθνικού μας ποιητή3.

 

 

Δοκίμια και πεζογραφικά βιβλία του Ντ. Χ., κατά τη δεκαετία 2000-2010

 

Ο ποιητής, κριτικός, δοκιμιογράφος και μελετητής Ντίνος Χριστιανόπουλος κατέθεσε ένα βιβλίο και τρεις ανατυπώσεις πεζογραφικών βιβλίων, κατά τη δεκαετία 2000-2010. Ενώ θα συμφωνήσω με διαπιστώσεις κριτικών πως το πεζογραφικό έργο του Χ. είναι υποδεέστερο του ποιητικού του, δεν μπορώ πάντως να μην τονίσω την αναμφισβήτητη αξία του και την αφηγηματική του αρτιότητα. Διαβάζοντας διηγήματα του Χ. έχεις την εντύπωση πως από το κείμενο δεν λείπει ούτε μία λέξη, δεν υπάρχει τίποτα το περιττό, κάτι που προφανώς οφείλεται στην πολύχρονη ενασχόλησή του με την ποίηση. Το καινούριο του βιβλίο στην εν λόγω δεκαετία είναι το Εγώ, φαντάρος στο χακί – αναμνήσεις από τη στρατιωτική μου θητεία (Μπιλιέτο, 2003). Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό κείμενο όπου ο Χ. εξιστορώντας τη στρατιωτική του θητεία από την πρώτη μέρα μέχρι την απόλυσή του, εξαντλεί την αφηγηματική του δεινότητα.  Ωστόσο ο Π. Σφυρίδης διακρίνει στο κείμενο έλλειψη δραματικότητας «τόσο των συνθηκών στράτευσης όσο και της ίδιας της εποχής» (Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Ν.Χ., INFOPRINT, 2005, σ. 24), ενώ ο Δ. Στεργιούλας λέει πως [ο Χ.] «αποφεύγει να αναφερθεί σε ό,τι δεν είδε, και είναι φανερό ότι δεν επιδιώκει να δημιουργήσει ένα κείμενο με πολιτικές προεκτάσεις αλλά ένα καθαρά λογοτεχνικό κείμενο» (Εντευκτήριο, τχ. 64, 2004). Οι ανατυπώσεις αφορούν τα βιβλία Η κάτω βόλτα (διηγήματα, Ιανός, 2004) (κείμενα γυμνά, εξομολογητικά, αυτοβιογραφικά, με κυρίαρχο θέμα τον ματαιωμένο έρωτα, περιστατικά από τη στρατιωτική θητεία του αφηγητή ή τις σχέσεις τριβής που υπάρχουν ανάμεσα σε πνευματικούς δημιουργούς), Οι ρεμπέτες του ντουνιά (μικρά πεζά, Ιανός, 2004) (δεκαπέντε μικρές αφηγηματικές πρόζες με κοινή συνισταμένη τη ρεμπέτικη ζωή, άλλοτε μέσα από την παρουσίαση άλλων προσώπων άλλοτε μέσα από προσωπικά βιώματα) και το Τέσσερα παραμύθια, σπουδές λαϊκού λόγου (Μπιλιέτο, 2001).4

 

 

Οι γάτες του Χριστιανόπουλου

 

Στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ντίνου Χριστιανόπουλου Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν (Ιανός, 2008), οι μνήμες του ποιητή για τα γατιά του σπιτιού του καταλαμβάνουν ένδεκα ολόκληρες σελίδες. Πολλές εμβόλιμες αναφορές, βέβαια, στις γάτες του (αθροιστικά ίσως και σε μεγαλύτερη έκταση σελίδων) γίνονται στον ογκώδη τόμο που κυκλοφόρησαν πρόσφατα οι εκδόσεις Ιανός, στο Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που αποτελεί δεκαετή (2004-2012), απομαγνητοφωνημένη συνομιλία του ποιητή με την πεζογράφο και πανεπιστημιακό Σωτηρία Σταυρακοπούλου – ένα βιβλίο που δίχασε κριτικούς, λογοτέχνες και λοιπούς διανοούμενους λόγω των δεκάδων (συχνά άστοχων ή αψυχολόγητων) πικρόχολων επιθέσεων εκ μέρους του ποιητή απέναντι σε ανθρώπους του πνευματικού χώρου, Θεσσαλονικείς και μη, αλλά και εξ αιτίας της χρονικής στιγμής της κυκλοφόρησής του.

Τζούλη, Τσογλανίτσα, Ανανίας, Αζαρίας, Ιεχονίας, Μαυρούλα, Αλιφραγκής, είναι κάποια μόνο από τα γατιά του Χριστιανόπουλου, που, κάποτε, επαιρόταν πως σίτιζε και διατηρούσε στο διαμέρισμά του τόσα γατιά όσα είχε και ο Καβάφης. (Κάτι ανάλογο συνέβαινε και με τον αριθμό των ποιημάτων του: ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ισχυριζόταν πως τα αποδεκτά από τον ίδιο ποιήματά του ήταν 365, όσες και οι βυζαντινές εκκλησίες της Θεσσαλονίκης5).

Η όλη αφήγηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου κρύβει τρυφερά φιλοζωικά αισθήματα, δείχνει το δέσιμό του με τα ζώα αλλά και την ταύτιση της ύπαρξής τους με συμβάντα που αφορούν συγγενικά του πρόσωπα (κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον Σφυρίδη, σε κάποια του διηγήματα, με τα δικά του ζώα). Αυτή η ταύτιση του ποιητή με τα ζώα αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον όταν π.χ. πιστεύει ότι η γατούλα του ήρθε θεόσταλτη στην κηδεία της μητέρας του και πως ήταν μοιραίο να την υιοθετήσει.

Από τον πρόλογο της αφήγησης φαίνεται πως, κάποιες φορές, η αγάπη του Χριστιανόπουλου για τις γάτες υπερκεράζει ακόμη και την αγάπη του για τους ανθρώπους ή για την τέχνη. Λέει χαρακτηριστικά στη σ. 180: «Αντί να σας πω λίγα λόγια για τα ποιήματά μου, σκέφτηκα να σας μιλήσω για τα γατιά μου… Μιλώντας για ποιήματα γλιστράμε σε κουλτουριάρικες αναλύσεις και θεωρίες, ενώ μιλώντας για γατιά, θέλοντας και μη δεν ξεφεύγουμε από την ίδια τη ζωή. Καλύτερα λοιπόν ιστορίες από τη ζωή, παρά αναλύσεις για την τέχνη».

Ωστόσο, το πιο βαθύ και σοβαρό κείμενο του, που ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα τρία ή τέσσερα ποιήματά του που αναφέρονται σε γάτες, είναι το πεζόμορφο ποίημα «Γάτα» (Νεκρή πιάτσα, πεζά ποιήματα, Διαγώνιος, 1990). Εδώ ο ποιητής, πολύ πετυχημένα κατά τη γνώμη μου, αντιπαραθέτει τη συμπεριφορά και τα καμώματα της γάτας του με την ερωτική του ιδιαιτερότητα, νιώθοντας εντέλει ο ίδιος ανεπαρκής απέναντι στη σοφία του ζώου. Αντιγράφω το ποίημα:

«Μια γάτα έρχεται απ’ την πόρτα της βεράντας και τρίβεται στα πόδια μου να την ταΐσω. Αρπάζει από τα χέρια μου το κρέας, μα όταν σκύψω για να τη χαϊδέψω, τραβιέται πίσω και μου βγάζει νύχια. Παράξενο· τα πόδια μου τα εμπιστεύεται, μόνο τα χέρια μου φοβάται. Μα ίσως να ’ναι σοφή: από τα πόδια, το πολύ να φάει κλοτσιά, ενώ τα χέρια μπορεί και να την πνίξουν. Άγρια γάτα· τάχα δεν ξέρει από χάδια, ή μήπως ξέρει και γι’ αυτό τραβιέται;

Κι εγώ λάτρεψα πόδια, κι έφαγα κλοτσιές· χάιδεψα χέρια, κι έφαγα ξύλο. Μα τη σοφία της γάτας δε μπόρεσα ακόμη να την καταλάβω».6

 

 

Περί βραβείων και επιτιμοποίησης του Ντίνου Χριστιανόπουλου

 

Ο Χριστιανόπουλος το 2011 τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για την προσφορά του, τόσο στην πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης, όσο και για τη γενικότερη προσφορά του στα ελληνικά γράμματα. Προς τιμήν τους ο Νίκος Δαββέτας –παιδί κι αυτό της «Διαγωνίου», που ξεκίνησε πρώτα ως ποιητής, για να συνεχίσει μετά με ιδιαίτερη επιτυχία τη λογοτεχνική του πορεία με την πεζογραφία– και τα άλλα μέλη της επιτροπής επέλεξαν τον Θεσσαλονικιό ποιητή γι’ αυτό το βραβείο, που φυσικά ήταν φανερή ένδειξη αποδοχής του σημαντικού του έργου. Ο Χριστιανόπουλος, όμως, αρνήθηκε να το παραλάβει παραπέμποντας τα μέλη της επιτροπής που τον βράβευσαν σε ένα απόσπασμα του κειμένου του Εναντίον, του 1977, όπου έλεγε τα εξής: «Είμαι εναντίον των βραβείων γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτερού μου και κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας». Λίγους μήνες, όμως, μετά, τον Ιούνιο του 2011 ο Χριστιανόπουλος πείθεται από φίλους του πανεπιστημιακούς να αναγορευτεί σε επίτιμο διδάκτορα του Α.Π.Θ., από το Τμήμα Φιλολογίας, αν και στην Κάτω βόλτα (Ιανός, 2004) είχε παλιότερα δημοσιεύσει μικρό πεζό με τον τίτλο «Επίτιμος διδάκτωρ» (γραμμένο το 2003), στο οποίο επικροτεί τη στάση του Νικόλαου Δελιαλή, του Κοζανίτη διευθυντή της Βιβλιοθήκης Κοζάνης, που σαρκαστικά αρνείται να του δοθεί ο παραπάνω τίτλος από το Πανεπιστήμιο, κάτι που φαίνεται να επικροτεί ο Χριστιανόπουλος, απολαμβάνοντας και  εγκρίνοντας τη στάση του. Αυτή η αντινομία και αμετροέπεια του Χριστιανόπουλου (ίδιον του χαρακτήρα του) με εξέπληξε σε τέτοιο βαθμό, ώστε έγραψα κι εγώ το παρακάτω σύντομο και σκωπτικό ποιηματάκι, που συμπεριλαμβάνεται στην ποιητική μου συλλογή Ντόρτια (ποιήματα των φίλων, 2012)

 

Επίτιμος διδάκτωρ

 

έγραψε, κάποτε, ένα υμνητικό μικρό πεζό

για κάποιον που αρνήθηκε να γίνει

επίτιμος διδάκτωρ

 

ο ίδιος δεν μπόρεσε

να αποφύγει την πεπονόφλουδα

της αναγόρευσής του

ως επίτιμου διδάκτορα του Α.Π.Θ.

 

Φυσικά δεν έδειξα ποτέ στον Ντίνο αυτό το ποίημά μου, γιατί θα άκουγα από τα χείλη του τα μύρια όσα, αφού ο ποιητής στην κάθε αρνητική κριτική που του γινόταν αντιδρούσε άσχημα και σπασμωδικά.

 

 

 

Εν κατακλείδι

 

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, από τους σημαντικότερους κι επιδραστικότερους ποιητές της γενιάς του και από τους τελευταίους μεγάλους της ελληνικής ποίησης, υπήρξε μια φωνή αιρετική, ωστόσο μια φωνή άμεση, καθαρή, ειλικρινής, αληθινή, γοητευτική και ελκυστική. Τολμηρός πάντα και εξομολογητικός, είχε τα κότσια, τόσο με το έργο του όσο και με τις δημόσιες εμφανίσεις του, να λέει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. Φεύγοντας από τη ζωή ύστερα από πολύχρονη σωματική και πνευματική καταβολή και αδυναμία, σε ηλικία 89 ετών, στις 11 Αυγούστου του 2020, νιώθουμε πολλοί πως χάσαμε ένα κομμάτι της ζωής μας, του παρελθόντος μας, της μνήμης μας και των βιωμάτων μας σ’ αυτήν εδώ την πόλη. Εγκατέλειψε σωματικά τη ζωή, μα δεν εγκατέλειψε ποτέ του την ποίηση, όπως είχε γράψει, κάποτε, στο υπέροχο ποίημά του («Εγκαταλείπω την ποίηση») που έγραψε ιδιοχείρως και μου το αφιέρωσε, και που με πολλή συγκίνηση φυλώ στο αρχείο μου. Παρά την εριστικότητά του αρκετές φορές, τις εμμονές του, τη βωμολοχία του κι εκείνη την τάση του να ξεμπροστιάζει πρόσωπα και καταστάσεις, γινόμενος συχνά άδικος και άστοχος στις κατηγόριες του και στις διαβολές του, ακόμη και απέναντι σε φίλους του, νομίζω πως θα αποτελέσει για χρόνια μέρος της συλλογικής μας μνήμης, όχι μόνο για όσους ζουν σ’ αυτήν εδώ την πόλη, αλλά και για όλους τους Έλληνες. Το έργο του θα μείνει πάντα ολοζώντανο μέσα μας · σε ανύποπτες στιγμές της ζωής μας θα μας έρχονται στα χείλη οι στίχοι του και θα χαμογελούμε. Αντίο, Ντίνο, ακόμη κι αν μας κακολογείς από ’κει όπου, πλέον βρίσκεσαι, εμείς να ξέρεις πως πάντα θα σε αγαπάμε.

___________________________________________

 

Σημειώσεις

 

1…και στο βάθος η Θεσσαλονίκη, bookpress, 17-1-2019

2  Η ενότητα δημοσιεύτηκε στα μικροφιλολογικά τετράδια, αρ. 18, Λευκωσία, 2015, Αφιέρωμα στον Ντίνο Χριστιανόπουλο

3 Η ενότητα δημοσιεύτηκε στην «Πανσέληνο» της εφημερίδας Μακεδονία, τεύχ. 254, Ιούλιος 2004

4 Παναγιώτης Γούτας, Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων, Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011), Νησίδες, 2011, σελ. 22-23

5 Συνέντευξη του Ντ. Χ. στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο, symbol, τεύχ. 16-3-2002

6 Η σοφία της γάτας στη λογοτεχνία, bookpress, 14-2-2020

 

 Πηγές

 

ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, εκδ. Πατάκη, 2007

Παναγιώτης Γούτας, Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων, Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011), Νησίδες, 2011

Βιβλία του Ντίνου Χριστιανόπουλου

Βικιπαίδεια

Διαδίκτυο

Αρχείο Παναγιώτη Γούτα

 ΥΓ. Στα ποιήματα και στις φράσεις τού Ντ. Χ. διατηρώ μονοτονικό. Ο ποιητής έγραφε αποκλειστικά σε πολυτονικό σύστημα γραφής. Ελπίζω να φανεί επιεικής για τελευταία φορά απέναντί μου, γι’ αυτή μου την απρέπεια.

 

 (book press, 12 Αυγούστου 2020)

 

 

 

 

 

 

 

ΤΟΛΗΣ ΚΑΖΑΝΤΖΗΣ

(1938-1991)

 

 

Η ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

ΤΟΥ ΤΟΛΗ ΚΑΖΑΝΤΖΗ:

ΔΙΑΤΡΕΧΟΝΤΑΣ ΠΕΝΤΕ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ

 

 

(Από το συλλογικό κατοχικό και μετακατοχικό τραύμα στην πεζογραφία του ιδιωτικού οράματος. Πέντε συλλογές διηγημάτων, διατρέχοντας την εργογραφία του πεζογράφου από τη Θεσσαλονίκη.)

 

στη Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου που, ως δείγμα φιλίας, μου χάρισε κάποτε όλα τα βιβλία του Τόλη Καζαντζή, μαζί με τα Φυλλάδια του Γιώργου Ιωάννου

 

 

 

«Η κυρα-Λισάβετ» (Διαγώνιος, 1975)

 

Η πεζογραφική πορεία του Τόλη Καζαντζή ξεκινά με την ολιγοσέλιδη σπονδυλωτή αφήγηση Η κυρα-Λισάβετ (Διαγώνιος, 1975). Το βιβλίο αυτό, που περιλαμβάνει τέσσερις χωριστούς αφηγηματικούς σπονδύλους, γράφτηκε το 1967. Κάθε σπόνδυλος έχει ως τίτλο κάποια από τις κόρες της κυρα-Λισάβετ, και δίπλα τη χρονολογία που διαδραματίζονται τα εκάστοτε συμβάντα.

Τα γεγονότα του πρώτου σπόνδυλου «Η Μαρία, 1943», διαδραματίζονται στη Γερμανική κατοχή. Η Μαρία, μια από τις κόρες της κυρα-Λισάβετ ερωτεύεται τον Γερμανό υπολιμενάρχη Ούγκο. Αλλάζουν μάλιστα και βέρες, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις της κυρα-Λισάβετ. Όταν τελειώνει η κατοχή και αποχωρούν οι Γερμανοί από τη Θεσσαλονίκη, κλέβει ο Ούγκο με ένα κάρο τη Μαρία σκορπώντας θλίψη στην οικογένειά της.

Ο δεύτερος σπόνδυλος έχει τίτλο «Κυβέλη, 1945». Εδώ έχουμε την ιστορία της άλλης κόρης, της Κυβέλης, που παντρεύτηκε μετά από πίεση της οικογένειάς της τον κρεοπώλη Σταύρο, που επί κατοχής ήταν ταγματασφαλίτης. Ο γάμος όχι μόνο δεν στέριωσε, αλλά η Κυβέλη, συνωμοτικά, βοήθησε τους διώκτες του Σταύρου, από τα παλιά, να τον πιάσουν και να τον σκοτώσουν.

Ακολουθεί η «Ευανθούλα, 1946». Η Ευανθούλα, η τρίτη κόρη της κυρα-Λισάβετ, τα φτιάχνει με τον λοχαγό Νίκο, που όμως, ύστερα από κάποιο διάστημα, ξεπορτίζει και τα φτιάχνει με άλλη γυναίκα. Η κυρα-Λισάβετ βάζει τότε τα «μεγάλα μέσα» και εκθέτει τον μέλλοντα γαμπρό της στον διοικητή του. Τελικώς, υπό την απειλή… στρατοδικείου εκ μέρους του διοικητή, ο Νίκος, φοβισμένος, επιστρέφει στο σπίτι της κυρα-Λισάβετ και στην Ευανθούλα.

Τέλος, η «Μαρία, 1947». Η Μαρία, που είχε φύγει στη Γερμανία με τον Ούγκο, ατύχησε στον γάμο της, αφού διαπίστωσε πως ο Ούγκο ήταν ήδη παντρεμένος με Γερμανίδα και είχε παιδιά. Χαλάει ο γάμος και γνωρίζει τον Κώστα, που είχε ξεμείνει αιχμάλωτος στη Γερμανία. Τον φέρνει στην Ελλάδα, τον παρουσιάζει ως άντρα της και περιμένει παιδί από εκείνον. Όμως ο Κώστας είχε αφήσει ήδη γυναίκα με παιδί στην Ελλάδα, οπότε ο δεύτερος γάμος του με τη Μαρία θεωρείται άκυρος. Μάνα και κόρη διώχνουν κακήν κακώς τον δίγαμο άντρα και οπλίζονται με θάρρος για το μέλλον, αφού η κυρα-Λισάβετ θα σταθεί και πάλι βράχος στις δυσκολίες των κοριτσιών της.

Το βιβλίο Η κυρα-Λισάβετ διακρίνεται για τη χυμώδη γλώσσα του, τη ζωντανή αφήγηση και τα ηθογραφικά στοιχεία που εμπεριέχει. Αποτελεί ένα μωσαϊκό της κατοχικής και μετακατοχικής Ελλάδας, με φόντο τη Θεσσαλονίκη. Η κυρα-Λισάβετ αντιπροσωπεύει την αιώνια Ελληνίδα μάνα, την ψυχωμένη και καπάτσα εκείνη γυναίκα που δίνει και την ψυχή της για να σώσει τα παιδιά και την οικογένειά της. Συμβολίζει, θα έλεγα, την ίδια την Ελλάδα, που, με χίλιους δυο τρόπους, στέκεται στα πόδια της παρά τις δυσκολίες της ζωής και επιβιώνει. Πιστεύω πως Το Η κυρα-Λισάβετ αποτελεί βιβλίο-ορόσημο στην πεζογραφία του Καζαντζή (αλλά και της λογοτεχνίας της Θεσσαλονίκης), τόσο για τη σφιχτοδεμένη και λιτή του αφήγηση όσο και για την καταγραφή μιας ολόκληρης εποχής.

 

 

«Ενηλικίωση» (Ερμής, 1980)

 

Ο Καζαντζής, αφού το 1977 κυκλοφόρησε την πρώτη συλλογή διηγημάτων του από τις εκδ. Ερμής, με τίτλο Η παρέλαση (ιστορίες που διαδραματίστηκαν στην Κατοχή και στον Εμφύλιο, με ήρωα και αφηγητή να αποτελεί ταυτόχρονα το ίδιο πρόσωπο), προχώρησε στην Ενηλικίωση (Ερμής, 1980). Το βιβλίο περιλαμβάνει δεκαέξι σχετικά σύντομα διηγήματα, ενώ στο οπισθόφυλλο αναφέρει ότι «χωρίζεται σε δύο ευδιάκριτα μέρη· στο πρώτο μέρος, κλείνει ο κύκλος των διηγημάτων της Παρέλασης, ενώ στο δεύτερο, ο αφηγητής-ήρωας, προχωρεί από το παρελθόν προς το παρόν, καταγράφοντας τα πράγματα, με βλέμμα που φορτίζεται προοδευτικά από εμπειρίες, ιδέες και αισθήματα, ενόσω ο συγγραφέας προχωρεί σε μια ενηλικίωση».

Ας περιτρέξουμε κάπως συνοπτικά τα διηγήματα:

Στο διήγημα «Ο δεύτερος γύρος» έχουμε μνήμη του συγγραφέα από τα παιδικά του χρόνια. Ο φανατικός ποδοσφαιρόφιλος ογδονταπεντάχρονος παππούς του αφηγητή πεθαίνει και ο διευθυντής του σχολείου στέλνει τον εγγονό –που είναι μικρό παιδάκι– στο σπίτι. Δεσπόζει ο κινηματογράφος «Ηλύσια» και το παλιό γήπεδο του ΠΑΟΚ στο Ιπποδρόμιο.

Στο διήγημα «Ο διεθνής» έχουμε την πορεία ενός ταλαντούχου ποδοσφαιριστή, του Τσέλιου, που αν και ανταρτόπληκτος που ζούσε σε τσαΐρια, έφτασε να παίζει μέχρι την Εθνική Ελλάδος. Όμως συνελήφθη για κομμουνιστική δράση, δεν αποκήρυξε τις θέσεις του, έφαγε ισόβια, φυλακίστηκε, κι όταν αποφυλακίστηκε είχε ήδη ξεχαστεί από όλους και δεν ξανάπαιξε μπάλα.

Ακολουθεί «Η Κατίνα». Η ιστορία μιας μεγαλοκοπέλας, για την οποία χαλούσαν πάντα τα προξενιά που της έκαναν. Όταν την πρόσεξε ένας Εγγλέζος και είχαν αρχίσει οι ετοιμασίες για τον γάμο, εκείνος έφυγε στο Μάντσεστερ και δεν ξαναγύρισε.

Στο διήγημα «Το κουζούμ» έχουμε πάλι άρωμα παλιάς Θεσσαλονίκης. Περιοχή Ιπποδρομίου, οδός Πολωνίας, Εθνικής Αμύνης, οι χώροι που κυριαρχούν. Αρμένισσες που τα φτιάχνουν με μαραγκούς και τις βγάζουν την πίστη οι πεθερές τους, ενώ σταμπάρονται και ως κομμουνίστριες αν θελήσουν να επιστρέψουν στην Αρμενία, όπου οι συγγενείς τους δεινοπαθούν.

Στα «Δέκα επεισόδια» θα βρούμε κατά σειρά: Ένα εγκαταλελειμμένο από Γερμανούς αλεξίπτωτο που «δίνει» δεκάδες ρούχα, κεντήματα και κουρτίνες στην οικογένεια του αφηγητή. Δοξασίες και τερατολογίες της γειτονιάς για τις οικογένειες των Εβραίων. Ινδούς, αμίκους και Αυστραλέζους και το ιστορικό μαγαζί «Τα κούτσουρα του Δαλαμάγκα». Νταηλίκια Εγγλέζων στρατιωτών στο εν λόγω στέκι. Οι Χορτατζήδες και τα εβραιικά μνήματα, ιδανικά στέκια για τις πόρνες της εποχής. Ο αφηγητής, παιδάκι, να παίρνει μάτι πώς εξέταζε τις «δημόσιες» ο γιατρός του Υγειονομικού. Θείες που συνέχεια πλέκουν και ένας πατέρας που θέλει, παρά τη φτώχια του, να δείχνει κομψός. Δήθεν παππάδες που καταγίνονται με μικρομερεμέτια του σπιτιού. Ο σωσίας του πρωθυπουργού Πλαστήρα στο σπίτι της κυρα-Γιασεμιώς. Ο παππούς Δημητρός, που έχει πάντα τον τελευταίο λόγο και ψηφίζει Βενιζέλο, γιατί οι Εβραίοι της γειτονιάς ψήφιζαν Γούναρη.

Στο διήγημα «Ο Σταύρος» έχουμε μια άλλη εκδοχή του αφηγηματικού σπονδύλου «Κυβέλη, 1945) από το Η κυρα-Λισάβετ. Ο Σταύρος δεν σκοτώνεται στη Βαγγελίστρα επειδή ήταν ταγματασφαλίτης, αλλά μαχαιρώνεται στην πίστα του μαγαζιού «Βάκχος» από έναν ξανθό, που δεν σεβάστηκε την παραγγελιά του.

Στο «Ο πανδαμάτωρ χρόνος» οι τύψεις βαραίνουν έναν δοσίλογο, όταν ελευθερώνεται η Ελλάδα από τους Γερμανούς, στο διήγημα «Το απόσπασμα» καταγράφεται περιστατικό σε φυλακές, όπου επρόκειτο να εκτελεστεί ένας βαρυποινίτης, ενώ στις «Βιβλικές εμπειρίες» γίνεται αναφορά σε χαφιέδες και ρουφιάνους της εποχής, στις περιοχές Κουλέ Καφέ και Τσινάρι.

Η «Κομμένη γλώσσα» είναι ένα εξαιρετικό διήγημα. Ο αφηγητής καταγράφει μια μνήμη για τον Ιωσήφ, συμμαθητή του στο σχολείο, που ο πατέρας του, Πόντιος και «αντίθετος» στα φρονήματα, ήταν ο δάσκαλος του σχολείου. Παράλληλα με τη μνήμη ανασύρεται στην επιφάνεια και τραυματική εμπειρία του αφηγητή αναφορικά με τα πρώτα του γραψίματα.

Μνήμη του αφηγητή από την επταετία των συνταγματαρχών έχουμε στο διήγημα «Όπερ έδει δείξαι», που παντρεύεται με άλλη του τραυματική μνήμη από τον υπολοχαγό Κιουρτζή, στο τάγμα αμνοεριφίων, όταν ο αφηγητής υπηρετούσε φαντάρος.

Η «Οικογενειακή παράδοση» είναι διήγημα με βιτριολικό χιούμορ για την παράδοση μιας οικογένειας να βγάζει δασκάλους και παράλληλα ψάλτες αλλά και διαφωτιστές, από πάππου προς πάππον.

Ακολουθεί το διήγημα «Επιτύμβιον». Εδώ έχουμε την ιστορία του Ερμόλαου Παγανά που ξάφριζε τα εβραιικά σπίτια, μετά την απελευθέρωση, ως πρόεδρος του συλλόγου «Αγωνιστών εθνικής ανατάσεως». Ο Παγανάς συμβιβαζόταν με όλες τις καταστάσεις και επιβίωσε πανηγυρικά, ενώ η κηδεία του έγινε «δημοσία δαπάνη».

Τα δύο τελευταία διηγήματα της συλλογής είναι «Ο επικήδειος», όπου γίνεται αναφορά με σπαρταριστό τρόπο για έναν επικήδειο που εκφωνούσε κάποιος ρήτορας σε κηδείες και που προξένησε τρανταχτά γέλια στον αφηγητή, ενθυμούμενος αντίστοιχο διήγημα του Κονδυλάκη, και το διήγημα «Μια ιστορία από το Χόλιγουντ», στο οποίο οι τερατολογίες του Αντώνη για μια ιστορία από το Χόλιγουντ αφήνουν τη φίλη του εκστατική.

Το βιβλίο Ενηλικίωση του Τόλη Καζαντζή είναι γραμμένο με χυμώδη γλώσσα, ενώ η πόλη, η παλιά Θεσσαλονίκη, πρωτοστατεί σε όλες τις ιστορίες. Ο συγγραφέας στέκεται στο πλευρό των αδυνάτων της Ιστορίας, των απλών, καθημερινών ανθρώπων του μόχθου που δεν βρήκαν τίποτα στη ζωή τους έτοιμο ή στρωμένο. Η Ενηλικίωση είναι, παράλληλα, και το ψηφιδωτό μιας Ελλάδας που, βγαίνοντας από την Κατοχή, προσπαθεί να ορθοποδήσει και να ενηλικιωθεί, είναι όμως και ένα δείγμα ωρίμανσης της γραφής του Καζαντζή, που ενηλικιώνεται, τρόπον τινά, συγγραφικά.

 

 

«Καταστροφές» (Υάκινθος, 1987)

 

Μετά τη συλλογή διηγημάτων Ενηλικίωση θα ακολουθήσουν Οι πρωταγωνιστές (Ύψιλον, 1983). Πρόκειται για δύο εκτενή αφηγήματα με τα οποία ο Καζαντζής «επιχειρεί μια σατιρική, σε πολλά εκφραστικά επίπεδα, αντιμετώπιση ατομικών περιπτώσεων, που καθώς εντάσσονται σ’ ένα μύθο, καταγράφουν μιαν εποχή βιωμένη από τον ίδιο τον συγγραφέα και καθοριστική για τη διαμόρφωσή του», όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Των Πρωταγωνιστών έπεται το αφήγημα Μια μέρα με τον Σκαρίμπα (Στιγμή, 1985). Για το βιβλίο αυτό σημειώνει, μεταξύ άλλων, ο Βασίλης Καραβίτης (1934-2016, ποιητής και τακτικός συνεργάτης της «Διαγωνίου»): «Με το πρόσχημα της βιογραφικής καταγραφής μιας μέρας του Σκαρίμπα, ο Καζαντζής, έχοντας ανακαλύψει στο πρόσωπο και στον βίο του Σκαρίμπα την ιδανική περσόνα του, ξετυλίγει μέσ’ απ’ τις ανακαλούμενες ιδιοτυπίες και την ακόρεστη πυρετική αυτοανάλωση του Σκαρίμπα τις δικές του έμμονες ιδέες, που διατρέχουν και διαποτίζουν όλο το δικό του προηγούμενο έργο».

Για να φτάσουμε στο 1987 και στις Καταστροφές (Υάκινθος). Το βιβλίο αυτό είναι ενδεικτικό της «στροφής» στην πεζογραφία του Τόλη Καζαντζή. Με αυτά τα έξι μόλις διηγήματα ο συγγραφέας δείχνει να απομακρύνεται από τη λογοτεχνία της κατοχικής και μετακατοχικής Θεσσαλονίκης, και συμβιβασμένος κάπως με τις ανάγκες της εποχής (μεταπολίτευση, σοσιαλιστική κυβέρνηση, λογοτεχνία του ιδιωτικού οράματος κτλ.) γίνεται πιο προσωπικός και, παράλληλα, πιο δηκτικός με φαινόμενα που μολύνουν τον χώρο των πνευματικών ανθρώπων και των διανοουμένων. Ας δούμε συνοπτικά τα έξι διηγήματα της συλλογής:

Στο πρώτο διήγημα «Παραλειπόμενα της Ιστορίας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» έχουμε ένα σατιρικό κείμενο για όσους καρπώνονται εκ τους ασφαλούς λογοτεχνικές δάφνες σ’ αυτόν τον τόπο –από τη Γενιά του ’30 μέχρι τη γενιά του Πολυτεχνείου– και φωτογραφίζονται ανέμελα, απροκάλυπτα και ανενδοίαστα. Έντονος αυτοσαρκασμός, στο τέλος, από μεριάς του συγγραφέα που επιθυμεί κι αυτός να φωτογραφηθεί με φόντο τα αποχωρητήρια του Λευκού Πύργου, αγωνιώντας για την τύχη της λογοτεχνίας.

Στο επόμενο διήγημα «Βιβλιοκριτικές ασκήσεις» έχουμε μια κριτική (παραπέμπει ως προς το ύφος της σε Σκαρίμπα) για το βιβλίο του Αντώνη Τζαρίδη Κυνάγγιχτα. Το κείμενο βασίζεται στην αντιστροφή του νοήματος της φράσης πως «στην Ελλάδα ό,τι δηλώσεις είσαι» (τη διέσωσε ο Γιάννης Τσαρούχης) και στη μετατροπή της πως «είσαι εκείνο που θ’ αποφασίσουν τελικά να δηλώσουν για σένα και το έργο σου οι άλλοι».

Τρίτο διήγημα «Η προετοιμασία», όπου ο αφηγητής-συγγραφέας προσπαθεί να επιμεληθεί μια ικανοποιητική (υποφερτή) σκηνογραφία του σπιτιού του αναμένοντας ένα τηλεοπτικό συνεργείο για τις ανάγκες κάποιου αφιερώματος. Με σχολαστική λεπτομέρεια προσπαθεί να οργανώσει το παραμικρό, όμως η συνέντευξη ακυρώνεται λόγω βλάβης της φορητής κάμερας. Χιούμορ, αυτοσαρκασμός και καταγραφή της φτήνιας και της ρηχότητας του πνευματικού χώρου του τόπου μας.

Ίδιο σχεδόν μοτίβο με το προηγούμενο διήγημα έχει και «Η συνέντευξη». Η άρνηση του αφηγητή-συγγραφέα σε μια τηλεοπτική πρόταση υπευθύνου πολιτιστικής τηλεοπτικής εκπομπής, τον στυλώνει και τον στερεώνει σε επίπεδο αυτογνωσίας. Εντυπωσιάζει ο τρόπος γραφής του διηγήματος, που αποκαλύπτει, ξανά, την κούφια δημοσιότητα ανάξιων ανθρώπων στα μέσα ενημέρωσης.

Πέμπτο διήγημα «Η γκαζόζα». Ο αφηγητής, μικρό παιδί, πηγαίνει με τον πατέρα του σε μια ταβέρνα και γίνεται, άθελά του, μάρτυρας μιας, θεατρικού τύπου, παρεξήγησης μεταξύ των μελών μιας παρέας βαρελοφρόνων.

Η συλλογή κλείνει με το διήγημα «Το άγαλμα». Δυο χαμάληδες, ειδικοί στις μεταφορές βαριών αντικειμένων, αναλαμβάνουν τη μεταφορά του αγάλματος του βασιλέως Κωνσταντίνου στην πλατεία Ιωάννου Μεταξά, στο Βαρδάρι. Η μεταφορά γίνεται χωρίς φθορές και ζημίες, όμως το αποτέλεσμα κρίνεται «καταστροφικό».

Ο Καζαντζής στις Καταστροφές του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ομφαλοσκόπος ή ναρκισσευόμενος στη γραφή του, γιατί τον σώζει, πέρα από τη χειμαρρώδη και απολαυστική του αφήγηση, κι εκείνη η τάση του να σαρκάζει και να σαρκάζεται, κρίνοντας με κριτήρια αυστηρά –εκτός των άλλων– και τον ίδιο του τον εαυτό. Η λογοτεχνική του μεταστροφή (αν μπορώ να το εκφράσω έτσι), συμβαδίζει με τη μεταστροφή της εποχής, των κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών αλλαγών, αλλά και της ίδιας της λογοτεχνίας. Από τις συλλογικές μνήμες του κατοχικού και μετακατοχικού τραύματος οδηγείται, πλέον, σε πιο προσωπικές και ιδιωτικές στιγμές, πάντα όμως διατηρώντας στο έπακρο την πλούσια, χυμώδη, λαϊκή γλώσσα του και το υψηλό του γλωσσικό αισθητήριο.

 

 

«Το τελευταίο καταφύγιο» (Νεφέλη, 1989)

 

Κυρίαρχο στοιχείο των διηγημάτων της συλλογής Το τελευταίο καταφύγιο είναι και πάλι η μνήμη. Τα βιώματα, οι αναμνήσεις και οι εμπειρίες του Καζαντζή δεν έχουν, βέβαια, την αμεσότητα και τη βαρύτητα των δύο πρώτων του βιβλίων, τώρα ο συγγραφέας βλέπει και αντιμετωπίζει από απόσταση τα γεγονότα του παρελθόντος, η μνήμη τα επεξεργάζεται και τα αναλύει διεξοδικά στο πνευματικό του εργαστήριο, παρελθόν και παρόν συγκλίνουν, και έτσι προκύπτουν οι νέες ιστορίες. Το παράδοξο μ’ αυτή τη συλλογή είναι πως τον τίτλο τής έδωσε το πρώτο διήγημα «Το τελευταίο καταφύγιο», που ως ύφος και γραφή θυμίζει το ύφος και τη γραφή των διηγημάτων των Καταστροφών, ένα κείμενο εσωτερικής δράσης και υπαρξιακής αγωνίας του αφηγητή, που όμως, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι από τις καλύτερες στιγμές αυτού του βιβλίου.

Απεναντίας, το δεύτερο διήγημα «Η Δροσούλα», που μάλλον είναι το αρτιότερο της συλλογής, κερδίζει τον αναγνώστη με την αμεσότητα της γραφής του και το δυνατό του θέμα. Εδώ γίνεται αναφορά στον Μήτσο τον Σιδέρη, γείτονα του αφηγητή, που είχε το σπίτι του κολλητά στα «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα». Θίγεται το σβήσιμο και το ξεθύμασμα των ρεμπετών της Θεσσαλονίκης, μετά την κάθοδο του Τσιτσάνη στην Αθήνα, και η μετεξέλιξη των «Κούτσουρων» σε μαγαζί πολυτελείας. Ο ίδιος ο Δαλαμάγκας κατάντησε στα γεράματά του να ζει σε φτωχοκομείο της Σταυρούπολης, δίπλα στο ψυχιατρείο «Λεμπέτ». Κατά τον Καζαντζή, οι δοσίλογοι της Κατοχής βαφτίστηκαν στους μετέπειτα «Σωτήρες» του έθνους. Οι συνεργάτες των Γερμανών μετεξελίχτηκαν σε κυνικούς εργολάβους, που «κατατρέχοντας τη γραφικότητα» για να θυμηθούμε και τον Χριστιανόπουλο, υπέγραψαν το έγκλημα της αντιπαροχής. Στο διήγημα αποτυπώνεται η πικρία του συγγραφέα για τη «γενιά της αντιπαροχής», που έχασε την ανθρωπιά της. Η ζωή του Μήτσου Σιδέρη μέχρι το ψυχορράγημά του συμβαδίζει με το ψυχορράγημα της παλιάς γειτονιάς, της αξιοπρέπειας και των αχάλαστων από την ευμάρεια ανθρώπων. Ας δούμε, τώρα, εν συντομία και τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής:

«Η αριθμητική των λέξεων» είναι διήγημα για τις «άτακτες και αρσίζικες λέξεις» που ξυπνούν μνήμες, γεγονότα, ήχους, χρώματα κι ευωδιές της παλιάς Θεσσαλονίκης.

Το «Πες μου» είναι η αναπόληση μιας φιλίας του αφηγητή από τον στρατό αλλά και της θλίψης που εκείνη του έδωσε.

Το διήγημα «Αγία Σοφία η Δεύτερη» είναι μια κατοχική μνήμη για περιφορά επιταφίου στην Αγία Σοφία, όμως εδώ γίνεται αναφορά και στην πυρκαγιά του 1917, που σαν από θαύμα σταμάτησε στην εκκλησία της Θεσσαλονίκης, αλλά και σε άλλες παιδικές μνήμες. Κείμενο που θυμίζει έντονα Γιώργο Ιωάννου.

Στο «Αχ, και να ξανάρχονταν» έχουμε μια τραυματική κατοχική μνήμη του αφηγητή από τα Χριστούγεννα του 1943. Ο αφηγητής ακόμη αισθάνεται τύψεις, που, τότε, εξάχρονο παιδί, δεν μπόρεσε να σώσει έναν άνδρα από τα πολυβόλα των Γερμανών, βάζοντάς τον στο σπίτι του.

Στο «Οδοιπορικό Γαλήνης» η μία μνήμη γεννά την άλλη. Πρόκειται για εξομολογητικό διήγημα και αφορά την περιπέτεια του αφηγητή όταν, παλιά, είχε διοριστεί ως δικαστικός αντιπρόσωπος στο χωριό Γαλήνη – η ονομασία του χωριού αποκτά ειρωνική σημασία σε σχέση με τα γεγονότα. Το διήγημα μού έφερε στον νου το μυθιστόρημα του Ίταλο Καλβίνο Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου (μτφρ. Μάνος Ματσαγγάνης, εκδ. Κριτική), ένα βιβλίο που γράφτηκε από τον Ιταλό συγγραφέα το 1963.

Τέλος, το διήγημα «Το κυνήγι του θησαυρού»: Ένας ασήμαντος και φοβισμένος άνθρωπος διακατέχεται από την έμμονη ιδέα της κλοπής ενός πίνακα από πολιτιστικό σύλλογο, μια ιδέα που τον οδηγεί τελικώς στη γελοιοποίηση και στον αυτοοικτιρμό.

Η μνήμη, λοιπόν, κυρίαρχη, πρωτοστατεί στα περισσότερα διηγήματα της συλλογής. Ο Καζαντζής, στη μέση πλέον ηλικία, θυμάται, νοσταλγεί, συγκρίνει το άχαρο παρόν με το παρελθόν, βρίσκοντας τον συνδετικό κρίκο στον χρόνο για να αντέξει μια πραγματικότητα που δεν την εγκρίνει και συχνά του προκαλεί θυμό. Όπου είναι λιτός και εξομολογητικός κερδίζει και συγκινεί τον αναγνώστη, ενώ όπου φλυαρεί κάνοντας κατάχρηση λεκτικών στολιδιών (ιδίως επιθέτων) ή ένα είδος επίδειξης της γλωσσικής του επάρκειας νομίζω πως αδικεί το ταλέντο του και τις ικανότητές του.

 

 

«Ματαιότης ματαιοτήτων» (Νεφέλη, 1994)

 

Το κύκνειο άσμα του Καζαντζή, αναφορικά με την πεζογραφία του, είναι ένα βιβλίο που δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο, αφού ο συγγραφέας έφυγε από τη ζωή το 1991, ενώ αυτό εκδόθηκε το 1994. Μιλάμε για τη συλλογή διηγημάτων Ματαιότης ματαιοτήτων (Νεφέλη, 1994), της οποίας τη συνολική φροντίδα είχε η Φανή Κισκήρα-Καζαντζή. Η ίδια αναφέρει χαρακτηριστικά στον σύντομο πρόλογό της:

«Η έκδοση εκπληρώνει την επιθυμία του συγγραφέα να δημοσιευτούν αυτά τα διηγήματα. Βέβαια δεν μπορούμε να ξέρουμε ποια θα ήταν η τελική σύνθεση αυτού του τόμου αν τον είχε φροντίσει ο ίδιος, εφόσον μάλιστα υπάρχουν στα χειρόγραφά του κι άλλα διηγήματα, σε αποσπασματική μορφή».

Στην τελευταία αυτή συλλογή ο συγγραφέας συνειρμικά, αλλά πάντα με συνέπεια στο ρεαλιστικό αφηγηματικό του πλαίσιο, «πετάγεται» από τη μια μνήμη στην άλλη. Περιγράφει με χιούμορ τη σκηνή όπου η θεία του Ασπασία είναι στο φέρετρο, στο διαμέρισμά της, ενώ γύρω της διαδραματίζονται κωμικοτραγικές συζητήσεις και ευτράπελες καταστάσεις. Το διήγημα αναδίδει άρωμα παλιάς γειτονιάς και παλιάς Θεσσαλονίκης.

Στο διήγημα «Ο πονόδοντος», ο αφηγητής, που έχει όπως μας λέει, κακή στοματική υγιεινή, έχει δυο τραυματικές εμπειρίες από πονόδοντους και οδοντογιατρούς. Όταν ένα βράδυ, σε μεγάλη ηλικία, τον ξαναπιάνει πονόδοντος, ανακουφίζεται ως εκ θαύματος, όταν γίνεται ακροατής μιας ερωτικής συνεύρεσης ενός κοριτσιού μ’ έναν ραδιοπειρατή, που, κατά λάθος, είχε ξεχάσει ανοιχτό τον πομπό του.

Ακολουθεί «Ο εξάδελφος Γιωργάκης». Ηθογραφικό διήγημα παλιάς κοπής για τον εξάδελφο μιας οικογένειας της Θεσσαλονίκης, που βγάζει αληθινή στο έπακρο τη ρήση του Αϊνστάιν πως «μόνο δύο πράγματα είναι άπειρα, το σύμπαν και η ανθρώπινη βλακεία, και δεν είμαι σίγουρος για το πρώτο».

Το «Αύριο» είναι μια τραυματική παιδική μνήμη για ένα κοριτσάκι, τη Βέτα, που έμενε στη «Μέριμνα του παιδιού» και με το οποίο ο αφηγητής ένιωθε δεμένος.

Στο διήγημα «Η επέτειος» έχουμε μνήμη του πατέρα του αφηγητή για τα γεγονότα του 1913, όταν και δολοφονήθηκε ο βασιλιάς Γεώργιος από τον αναρχικό Αλέξανδρο Σχοινά. Η κίνηση ενός αντισυνταγματάρχη να κόψει το αυτί του πεθαμένου Σχοινά, δικαιώνει περίτρανα τον στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη: «Κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ».

Επόμενο διήγημα «Το ράδιο»: Η ζαβολιά που κάνει ο αφηγητής, που ήταν παιδάκι, ν’ ανοιγοκλείνει κάθε τόσο το καινούριο ράδιο του σπιτιού, φουντώνει διαφωνίες των παππούδων του, που φτάνουν να ξύνουν παλιές οικογενειακές πληγές.

Στο διήγημα «Τα λασπωμένα παπούτσια» –που αν και ανέκδοτο και σε όχι ολοκληρωμένη μορφή, πιστεύω πως είναι το καλύτερο της συλλογής–, ο αφηγητής βρίσκεται σε πολυτελέστατο ξενοδοχείο με λασπωμένα παπούτσια, γεγονός που κάνει τους τσίλικους υπαλλήλους να τον αντιμετωπίζουν με αγένεια και υπεροψία. Μόλις όμως συναντά στο μπαρ έναν καλοντυμένο, πλούσιο, πρώην συμμαθητή του και τα λένε, η συμπεριφορά των υπαλλήλων αλλάζει και του φέρονται ευγενικά. Ενδιαφέρον το σημείο της ιστορίας που ο αφηγητής, συνειρμικά, μας μιλά για μια αγγλοσαξονική ταινία που παλιά τον είχε επηρεάσει, για να επανέλθει μετά, σε πραγματικό χρόνο, στο πολυτελές ξενοδοχείο, όπου διαδραματίζεται το γεγονός.

Η συλλογή κλείνει με «Το άτυχο διήγημα» (κι αυτό ανέκδοτο διήγημα, που η γραφή του είχε σταματήσει σε πρώτο στάδιο). Η εμφάνιση, μετά από 30 χρόνια, ενός συμμαθητή από το γυμνάσιο στη ζωή του αφηγητή, κάνει τον τελευταίο να ελπίζει βάσιμα σ’ ένα διήγημα που θα γράψει για κείνον. Όμως ο Αντώνης –έτσι λένε τον παλιό συμμαθητή– αποδεικνύεται κατώτερος των περιστάσεων στην τηλεφωνική τους επικοινωνία, και δεν του βγαίνει του αφηγητή το επιθυμητό διήγημα.

 

 

Συνοψίζοντας

 

Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο συγγραφέας με τον οποίο έχει περισσότερη συνάφεια ο Τόλης Καζαντζής είναι ο Γιώργος Ιωάννου. Τους ενώνουν η περιπλάνηση στη Θεσσαλονίκη, οι λαϊκοί και αχάλαστοι χαρακτήρες που επιλέγουν και οι δυο τους για ήρωες, η αναφορά τους στους Εβραίους της παλιάς πόλης αλλά και τα καυστικά (κάποιες φορές οργισμένα) σχόλια και των δύο για τους κενούς και φαντασμένους πνευματικούς ανθρώπους και διανοούμενους του χώρου. Επίσης και οι δυο τους έφυγαν από τη ζωή σε σχετικά μικρή ηλικία (ο Ιωάννου 58 ετών, ο Καζαντζής μόλις 53), έχοντας ακόμη πολλά να δώσουν στον χώρο της λογοτεχνίας.

Ο Καζαντζής, στα πρώτα του βιβλία, ξεκίνησε με συνέπεια σ’ αυτό που ο Ζήρας αναφέρει ως «αναπαραστατικό ρεαλισμό» [1], όμως σταδιακά, βιβλίο με το βιβλίο, η συνειρμική γραφή κυριαρχεί στα έργα του κι έτσι τον κάνει να συγγενεύει σε ύφος με συγγραφείς της συνειρμικής ροής, όπως τον Τόλη Νικηφόρου και την Κέντρου-Αγαθοπούλου. Τα βιβλία του αναδίδουν μια ιδιαίτερη νοσταλγία δίχως να γίνονται γλυκερά, και διαβάζονται ευχάριστα μέχρι και σήμερα. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας, το 1986.

 

 (book press, Αύγουστος, 2022)

 

___________________________________________

 

1 Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, σ. 970, λήμμα Καζαντζής Τόλης

 

 

 

 

 

 

 

ΑΝΤΩΝΗΣ ΣΟΥΡΟΥΝΗΣ

(1942-2016)

 

 

«ΜΕΡΟΝΥΧΤΑ ΦΡΑΓΚΦΟΥΡΤΗΣ» -Η ΖΩΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΤΟΥ ’60

 

 

 

[Σκέψεις και σημειώσεις για τη σημαντική συλλογή διηγημάτων του Αντώνη Σουρούνη (1942-2016) Μερόνυχτα Φραγκφούρτης (Ύψιλον, 1982· Καστανιώτης, 1988), με αφορμή τη συμπλήρωση 80 χρόνων από τη γέννησή του (15 Ιουνίου 1942)].

 

 

Η αρχή έγινε με το μυθιστόρημα Οι συμπαίχτες (Νέα Εγνατία, 1977), στο οποίο ο Αντώνης Σουρούνης καταγράφει «τις μέρες και τα έργα» των λούμπεν προλετάριων μεταναστών στις βιομηχανικές πόλεις της άλλοτε Δυτικής Γερμανίας, για να ακολουθήσει, πέντε χρόνια μετά, η συλλογή διηγημάτων Μερόνυχτα Φραγκφούρτης (Ύψιλον, 1982· Καστανιώτης, 1988). Μιλάμε για βιβλία του συγγραφέα που έχουν να κάνουν με τη ζωή των γκασταρμπάιτερ, των Ελλήνων μεταναστών της δεκαετίας του ’60, με τα άγχη και τα αδιέξοδά τους, τη φαλλοκρατία και το φιλότιμό τους, τους καημούς της ξενιτιάς και τον αγώνα για επιβίωση σε μια χώρα όπου όλα ήταν μεγάλα: τα σπίτια, οι φάμπρικες, τα εργοστάσια μπίρας, τα αυτοκίνητα, τα στήθη και τα πόδια των Γερμανίδων, η ανθρώπινη μοναξιά.

Φυσικά είχε προηγηθεί αυτών η συλλογή διηγημάτων Ένα αγόρι γελάει και κλαίει (1969), ένα βιβλίο που δεν είχε σχέση με τη μετανάστευση, αλλά με τη Θεσσαλονίκη των παιδικών χρόνων του συγγραφέα και την ανθρωπογεωγραφία της γειτονιάς. Μετά το Μερόνυχτα Φραγκφούρτης θα ακολουθήσουν κι άλλα βιβλία του Σουρούνη (διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα) μέχρι τον θάνατό του, το 2016, ενώ το μυθιστόρημά του Ο χορός των ρόδων (Καστανιώτης, 1994) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1995. Ωστόσο το Μερόνυχτα Φραγκφούρτης είναι, κατά τη γνώμη μου, βιβλίο-σταθμός στην πεζογραφία του Σουρούνη, αφού με αυτή τη συλλογή το θέμα της μετανάστευσης φτάνει στην κορύφωσή του, ενώ ατονεί σταδιακά στα επόμενα βιβλία του.

 

 

Τα διηγήματα του βιβλίου

 

Ας δούμε κάπως περιληπτικά τα επτά διηγήματα της συλλογής:

Στο «Μερόνυχτα Φραγκφούρτης», που χάρισε τον τίτλο και στη συλλογή, ο αφηγητής ζει με την Ιωάννα στη Φραγκφούρτη. Δεν έχουν πολλά λεφτά και η Ιωάννα αρνείται μια προσβλητική δουλειά (τηλεφωνήτρια σε ροζ γραμμές) που της προσφέρει ο Ρούντολφ, φίλος του ζευγαριού. Ο τελευταίος παγιδεύεται από τον αφηγητή στην ταβέρνα «Κρήτη» σε χαρτοπαικτικές παρτίδες του παιχνιδιού «21», όπου χάνει τέσσερα χιλιάρικα.

Στο διήγημα «Ο τελευταίος του ρόλος» ήρωας είναι ο Χαρίσης, ένας σαραντάχρονος που ζει είκοσι χρόνια στη Γερμανία. Ζει με τον ξάδελφό του και την οικογένειά του, νιώθει όμως καταπιεσμένος από τη συμπεριφορά του. Είναι ο τύπος του λούμπεν ερωτύλου. Πλησίασε για μία φορά στη ζωή του το «θαύμα», όταν του έδωσαν έναν μικρό ρόλο σε μία ταινία στη Γερμανία, τα θαλάσσωσε όμως στα γυρίσματα και τον έδιωξαν. Τώρα, τα πρωινά, χτυπά κάρτα σε ξένη δουλειά.

Ακολουθεί το «“Ζητούνται νέοι ευπαρουσίαστοι”». Ο Χρηστάρας μαζί με τον αφηγητή ψάχνουν στις αγγελίες των εφημερίδων για κάποια δουλειά. Βρίσκουν, τελικώς, μια που αφορά βιβλία, πρέπει να ανακαλύπτουν συνδρομητές και η πληρωμή τους εξαρτάται από τον αριθμό των συνδρομητών που θα εγγράφουν στην επαρχία, έξω από τη Φραγκφούρτη. Στην πρώτη τους επίσκεψη μαζί με τους έμπειρους πωλητές που θα τους μάθαιναν τη δουλειά, ζουν ευτράπελες και κωμικοτραγικές καταστάσεις, παρατούν τη δουλειά και χαρτοπαίζουν στο φαγάδικο «Καστοριά», βγάζοντας έτσι το μεροκάματό τους. Το διήγημα φωτογραφίζει την οικονομική και ερωτική στέρηση των Ελλήνων μεταναστών της Γερμανίας, την περιπλάνησή τους μέσα στο κρύο προς αναζήτηση δουλειάς, ενώ οι ταμπέλες των φαγάδικων και των καφενείων, όπου αυτοί συχνάζουν, έχουν πάντα ελληνικά ονόματα.

Στο «Μια γιαπωνέζικη πυρκαγιά» αφηγητής είναι ο ίδιος ο Σουρούνης. Ζει με τη Σούζυ, που είναι Γερμανίδα και δουλεύει σε σπίτια ως μπέιμπι σίτερ. Μένουν στον τέταρτο όροφο ενός διαμερίσματος – στα χαμηλά πατώματα οι Γερμανοί, από πάνω τους μια οικογένεια Γιαπωνέζων, και πιο πάνω ένα ζευγάρι Γιουγκοσλάβων. Όταν ένα βράδυ επιστρέφουν στο σπίτι, το διαμέρισμα των Γιαπωνέζων είχε πάρει φωτιά. Η φωτιά σβήστηκε και ο αφηγητής με τη φίλη του έρχονται σε στενή επαφή με την οικογένεια των Γιαπωνέζων, ενώ η Γερμανίδα ιδιοκτήτρια των διαμερισμάτων προσπαθεί να θησαυρίσει με τις ασφάλειες και τις αποζημιώσεις του γερμανικού κράτους.

Στο «Ο Λάκης μας» έχουμε την ιστορία του Λάκη με τα «μεγάλα προσόντα», που παράτησε τα γίδια και τις προβατίνες του χωριού του στην Ελλάδα για να κάνει καριέρα στη Γερμανία ως ζιγκολό.

Στο «Εργασία μήτηρ πάσης χαράς» αποτυπώνεται η εμπειρία ενός μετανάστη που έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο μπίρας στη Γερμανία.

Η συλλογή κλείνει με το «Με τον Σπύρο Χουρσούτογλου στο “Salonica Bar”». Το δίλημμα ενός εργάτη φάμπρικας της Γερμανίας να επιλέξει την όχι ιδιαιτέρων σωματικών προσόντων γυναίκα που τον αγαπάει ή τη Χέλγκα, που τον θέλει μόνο για το σεξ και είναι «δυναμίτης» στο κρεβάτι.

 

 

Χαρακτήρες που χάθηκαν μαζί με την εποχή τους

 

Στο βιβλίο καταγράφεται η ζωή, οι αγωνίες, η οικονομική και ερωτική δυσανεξία των Ελλήνων μεταναστών στη Φραγκφούρτη. Τα διηγήματα είναι ζωντανά, σπαρταριστά, αθυρόστομα, γραμμένα σε σχεδόν αγοραία γλώσσα –ωστόσο μια γλώσσα που, όπως και στην πεζογραφία του Γιώργου Κάτου [1] δεν ενοχλεί τον αναγνώστη–, κατά το πρότυπο του Μπουκόβσκι και με πολύ χιούμορ. Ακόμα και οι ατάκες περί έρωτος και ζωής του Σουρούνη, παραπέμπουν στον μεγάλο Αμερικανό συγγραφέα.

Οι χαρακτήρες του Σουρούνη (ο οποίος συνεργάστηκε στα πρώτα του βήματα με το περιοδικό «Διαγώνιος») είναι απλοί, λαϊκοί, «αχάλαστοι» άνθρωποι κι έχουν το μυαλό τους μονίμως στο σεξ και στα μεροκάματα, είναι γνήσιοι στις στερήσεις και στις εμμονές τους, ωστόσο φαλλοκράτες μέσα στην άγνοια και στην αγνότητά τους. Φαντάζουν παράταιροι και κάπως ντεμοντέ στη σημερινή εποχή της πολιτικής ορθότητας, και πιστεύω πως παρόμοιοι λογοτεχνικοί χαρακτήρες σε σημερινό κείμενο θα είχαν εξοβελιστεί από τους εκδοτικούς οίκους για ευνόητους λόγους, αφού κανένας συγγραφέας δεν θα τολμούσε να τους χαρίσει το μερίδιο του δικαίου της ζωής και της αθανασίας που τους αναλογεί.

Το στοιχείο της εξομολόγησης, η χρήση της γλώσσας των λούμπεν τύπων της ζωής, το άμεσο και όχι το μεταποιημένο ή επεξεργασμένο βίωμα, η περιπλάνηση σε πόλεις του κόσμου, φαίνεται πως είναι τα κυριότερα στοιχεία που διαρθρώνουν την πεζογραφία του Σουρούνη, ο οποίος συγγενεύει υφολογικά με την πεζογραφία των –μεταγενέστερών του χρονολογικά–, Γιώργου Κάτου και Ηλία Κουτσούκου, αναφορικά με τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος ο Σουρούνης στο αφήγημά του «Προσωπικότητες», από το βιβλίο του Μισόν αιώνα άνθρωπος (Καστανιώτης, 1996), αναφέρει ως καλλιτεχνικές επιρροές του, πέρα από τον Τζέιμς Ντιν και τη Μέριλιν Μονρόε, τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, τον Χένρι Μίλερ και τον Μπουκόβσκι.

 

 

Απόσπασμα από το βιβλίο (σσ. 75-76)

 

«Είχε ένα σκατόκαιρο από κείνους που έχουν κάνει διάσημη τη Γερμανία και που περιμένουν κι αυτοί να χτυπήσει το ξυπνητήρι σου, για να βγουν στο δρόμο μαζί σου. Θα τους έπιανα στον ύπνο όμως τους μπάσταρδους κι αυτό με παρηγορούσε. Έτσι είναι η ζωή. Αν θες να πάρεις την πρωτιά, πρέπει να παραιτηθείς από ένα σωρό όμορφα πράματα, κι εγώ τη νύχτα αυτή είχα παραιτηθεί απ’ όλα όσα κατείχα: από το κρεβάτι μου κι από το σωρό με τις ομορφιές της Ιωάννας. Το κορμί της θα στριφογύριζε σαν τρελό τώρα πάνω στα στρώματα ψάχνοντάς με. Το κακό θα είχε αρχίσει από τη στιγμή που θα ανακάλυπτε πως δεν κρατάει τίποτα πια μέσα στη χούφτα της. Αλαφιασμένη και με χαμένη την άγκυρα στον ωκεανό θα έκανε ολοταχώς όπισθεν ψάχνοντας για το κωλολιμάνι της και μη βρίσκοντάς το, θα γινόταν έρμαιο των καυλοκυμάτων, που θα την αναποδογύριζαν μπρούμυτα και θα τη βούλιαζαν στον πάτο του κρεβατιού σαν φρεγάτα δίχως κατάρτι».

 

(book press, Ιούνιος 2022)

 

 

___________________________________________

1 Παναγιώτης Γούτας, Η ΡΩΜΑΛΕΑ ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΟΥ, book press, Αύγουστος 2021

 

 

 

 

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΟΣ

(1943-2007)

 

 

Η ΡΩΜΑΛΕΑ ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΟΥ

(αναφορά σε δύο βιβλία του Θεσσαλονικιού συγγραφέα, που έφυγε από τη ζωή πριν από 14 χρόνια)

 

 

Γιώργος Β. Κάτος, Τα καλά παιδιά, διηγήματα, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 1987

Γιώργος Β. Κάτος, Η ορχήστρα της ζωής, αφήγημα, εκδόσεις Εγνατία οδός, Δεκέμβριος 2004

 

Μια υποτιμημένη, ελαφρώς ξεχασμένη από το πλατύ αναγνωστικό κοινό της χώρας και την κριτική, ωστόσο σημαντική μορφή των γραμμάτων μας υπήρξε ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος και εκδότης Γιώργος Κάτος. Κινούμενος στα χνάρια των βιωματικών λογοτεχνών της «Διαγωνίου», άφησε ως παρακαταθήκη, πέρα από το Λεξικό της Λαϊκής και Περιθωριακής Γλώσσας (ψηφιοποιημένο από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας), που επί 43 χρόνια το ετοίμαζε επισκεπτόμενος όλα τα σημεία της Ελλάδας και συλλέγοντας λήμματα από φράσεις ανθρώπων του περιθωρίου (50.000 λέξεις και 250.000 σημασίες τους), και μια πλειάδα λογοτεχνικών βιβλίων – ωστόσο όχι όλα το ίδιο σημαντικά και πετυχημένα. Η πεζογραφική δύναμη του Κάτου πιστεύω πως εντοπίζεται πρωτίστως στις συλλογές διηγημάτων του (Τα καλά παιδιά και Ιστορίες της νύχτας) και δευτερευόντως στο ενδιαφέρον αφήγημά του Η ορχήστρα της ζωής, όπου καταγράφονται και καταδεικνύονται τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετώπισε προς το τέλος της ζωής του. Ας δούμε, κάπως προσεχτικότερα, δύο από τα τρία σημαντικότερα βιβλία του Θεσσαλονικιού συγγραφέα, που έφυγε από τη ζωή τέτοιες μέρες, πριν από 14 χρόνια.

 

 

Τα καλά παιδιά      

 

Παραλληλίσανε κάποιοι την πεζογραφία του Κάτου με κείνη του Τσαρλς Μπουκόβσκι, ιδίως για τη συλλογή διηγημάτων του Ιστορίες της νύχτας (Καστανιώτης, 1996). Ωστόσο, βρίσκω πως στην πρώτη συλλογή διηγημάτων του Τα καλά παιδιά (Καστανιώτης, 1987), όπου καταγράφεται ο εγκλεισμός του στις Ναυτικές Φυλακές της Ψυττάλειας –εκεί όπου στην αρχαιότητα έγινε η φημισμένη και νικηφόρα για τους Έλληνες ναυμαχία της Σαλαμίνας– ο αφηγητής-συγγραφέας προσιδιάζει περισσότερο στον ηρωινομανή καθηγητή πανεπιστημίου Ιεζεκιήλ Φάραγκατ, τον έγκλειστο ήρωα του Τζον Τσίβερ στις φυλακές Φάλκονερ, στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα. Όπως και να έχει, η συλλογή Τα καλά παιδιά είναι ο εν Ελλάδι ορισμός της τάσης του «βρόμικου ρεαλισμού». Εγκλεισμός, αντιήρωες, περιθώριο, βωμολοχία και στο τέλος περιπλάνηση, δρόμος, διαδρομή από τον Πειραιά στη Θεσσαλονίκη, μέσα σε μια καρότσα φορτηγού, παρέα με έναν μουσουλμάνο αεροπόρο από την Κομοτηνή, τον Αχμέτ. Και η καταληκτική φράση του βιβλίου αλλά και του ταξιδιού μάς γαληνεύει, επισημοποιώντας παράλληλα το αίσιο τέλος της όλης περιπέτειας του αφηγητή: «Σαλονίκ, καρντάς… καλό πράμα»

Ας δούμε εν συντομία το στόρι των πέντε διηγημάτων της συλλογής:

Στο «Ρε, φίλε» έχουμε την άφιξη και την ανώμαλη προσγείωση του αφηγητή στις Ναυτικές φυλακές της Ψυττάλειας, λόγω παραβατικής συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια της ναυτικής του θητείας. Η καταληκτική φράση «Ρε, φίλε» της ιστορίας, που την είπε ένας συγκρατούμενός του, μου θύμισε τον αναστοχασμό του Χριστιανόπουλου σε ένα ωραίο μικρό του πεζό («Η Μαρία και η Πόπη», Οι ρεμπέτες του ντουνιά, Ιανός, 2004): «… αναγαλλιάζει η καρδιά μου που αξιώθηκα και πρόλαβα τόση ανθρωπιά μες στην παραβαρδάρια πουτανιά.»

Στο διήγημα «Τα καλά παιδιά» ο αφηγητής πηγαίνει μετά από οχτώ μήνες φυλακή στη Ναυτική Αστυνομία στον Πειραιά, για ανάκριση. Ο αστυνόμος που τον συνοδεύει, τον αφήνει για λίγο στην Τρούμπα να διασκεδάσει, αλλά ο ήρωάς μας πλακώνεται μ’ έναν τύπο, που εκτιμά τελικώς τον τσαμπουκά του. Ο αφηγητής τηρεί την υπόσχεσή του να επιστρέψει τη συγκεκριμένη ώρα με τον αστυνόμο στην Ψυττάλεια, και δεν δραπετεύει, παρά τις προτροπές και τις εγγυήσεις των ανθρώπων της νύχτας.

Στο διήγημα «Το γράμμα» ο ήρωας-αφηγητής (αντιήρωας, καλύτερα) γράφει στη φυλακή ένα γράμμα εν ονόματι ενός ζόρικου συγκρατούμενού του, του Πατρινού, για να πεισθεί η φιλενάδα του και να γυρίσει πίσω, σε κείνον. Αργκό γλώσσα, χιούμορ, η αξιοπρέπεια των ανθρώπων του περιθωρίου αλλά και η κωμικοτραγική κατάληξη μιας ερωτικής περιπέτειας, τα στοιχεία που διακρίνονται σ’ ένα διήγημα που μας αφήνει στο τέλος με ένα μειδίαμα ικανοποίησης στα χείλη.

Στο διήγημα «Επιχείρηση καρχαρίας» οι δεσμοφύλακες της Ψυττάλειας ζουν συνεχώς με τον φόβο μήπως δραπετεύσει κάποιος φυλακισμένος, κολυμπώντας στην απέναντι ακτή. Σκαρφίζονται το κόλπο με τον καρχαρία, που, δήθεν, βλέπουν στα νερά. Ένας έγκλειστος Καλύμνιος, που το λέει η καρδιά του, τολμά να κολυμπήσει μέχρι την απέναντι ακτή και να ξαναγυρίσει πίσω, μόνο και μόνο για ν’ αποδείξει την απάτη των δεσμοφυλάκων, και όχι για να δραπετεύσει.

Τέλος, στην «Επιστροφή» ο αφηγητής τελειώνοντας με την περιπετειώδη στρατιωτική του θητεία, που μαζί με τη φυλακή κράτησε πέντε ολόκληρα χρόνια, επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Ως νέος Οδυσσέας καταφεύγει στην Ιθάκη του, φιλώντας τα χώματα της Θεσσαλονίκης, συγκινημένος βαθιά που, μετά από τόσες περιπέτειες κι αναποδιές επέστρεψε στην αγαπημένη του πόλη.

 

 

Μια ορχήστρα δίχως σοβαρές παραφωνίες

                                                                                                               

Το τελευταίο βιβλίο του Γιώργου Κάτου, Η ορχήστρα της ζωής, ένα ολιγοσέλιδο βιωματικό αφήγημα, διαβάζεται στον ελάχιστο δυνατό χρόνο, με μια ανάσα. Είναι το δεύτερο βιβλίο του, που εκδόθηκε μέσα στο 2004 από τις εκδόσεις «Εγνατία οδός». Πολύ πιο πλήρες, σοβαρό και ευθύβολο από το αμέσως προηγούμενό του, Η μοιραία γυναίκα στη ζωή του κυρίου Ιωάννη (Εγνατία οδός, 2004), στο οποίο τα κλισαρισμένα προσωπεία του μύθου σε συνδυασμό με τα κοινότοπα λεκτικά μοτίβα (διάλογοι που παραπέμπουν σε τηλεσειρές απογευματινής ζώνης, ευρείας κατανάλωσης) προκαλούν αμηχανία στον αναγνώστη αδικώντας παράλληλα και τον συγγραφέα, που εκβίασε κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα best seller.

Στο Η ορχήστρα της ζωής, ένα ολοζώντανο, άμεσο και ζεστό αφήγημα, που στο τέλος εξακτινώνεται σε ποιητικές σφαίρες αποκαλύπτοντάς μας το νόημα της ζωής, ο Κάτος περιγράφει τα πολλαπλά και επίπονα προβλήματα υγείας που τον ταλάνισαν επί μια πενταετία. Προβλήματα σοβαρά που τον εξουθένωσαν, όμως δεν τον κατέβαλαν. Αιματουρίες, βαριάς μορφής πνευμονικό φύσημα, ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, όγκος στις φωνητικές χορδές, θήλωμα στην κύστη, λιπώματα στο κορμί του. Μπαινοβγαίνει κάθε τόσο στα νοσοκομεία, η ζωή του μπαίνει σε κίνδυνο, φτάνει στα όριά του, έχει όμως συμπαραστάτη και βοηθό τον φιλότιμο και πονετικό φίλο του, τον Περικλή –πρόκειται για τον γνωστό συγγραφέα, κριτικό και καρδιολόγο της πόλης μας, τον Περικλή Σφυρίδη, στον οποίον και αφιερώνεται το βιβλίο– κι εντέλει γλιτώνει τα χειρότερα. Ψυχολογικό ράκος όμως ο ίδιος, βολοδέρνοντας ένα βράδυ στην παραλία της Θεσσαλονίκης κι έχοντας κατά νου ακόμα και την αυτοκτονία, ανταμώνει έναν παλιό του φίλο, με τον οποίον βολτάρουν μέχρι τον Ιστιοπλοϊκό Όμιλο. Εκεί, εντελώς τυχαία, πέφτουν πάνω σ’ ένα γλέντι ηλικιωμένων ατόμων από ΚΑΠΗ της πόλης, που παρά την ηλικία τους και τα προβλήματά τους, το ρίχνουν έξω. Ο αφηγητής «μπερδεύεται» μαζί τους, ενδίδει στο ξεφάντωμα, χορεύει στον ρυθμό τραγουδιών της παλιάς εποχής που έχουν ξεχαστεί (απορεί κανείς από πού τα αποθησαύρισε), ξεδίνει, παίρνει κουράγιο κι ανακαλύπτει, πάνω στην πίστα, την ομορφιά της ζωής.

Ο Κάτος έχει ρωμαλέα γραφή. Γράφει ντόμπρα και μπεσαλήδικα όπως ντόμπρος και μπεσαλής τύπος υπήρξε κι ο ίδιος. Μπορεί να μην τον διακρίνει κάποιο ιδιαίτερα οξυμένο γλωσσικό αισθητήριο, η θεματολογία κι η τεχνική του μπορεί να μην είναι πολυσύνθετη και πρωτοποριακή, όμως το γράψιμό του είναι αληθινό, πείθει και γοητεύει. Ακόμα και η κάποια εφηβικού τύπου επιπολαιότητα στην απόδοση κάποιων σκέψεων ή η εμμονή του σε φράσεις που φαντάζουν κάπως ντεμοντέ ακόμη και για την εποχή που γραφόταν το βιβλίο –«Τερέζες», «Τρεχαγυρευόπουλος», «καρντάσης», το «ου μπλέξεις» ως ενδεκάτη εντολή κτλ.– δεν αδυνατίζουν το σύνολο αλλά το καθιστούν γοητευτικό. Επίσης ωραία η έμμεση κριτική του στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της εποχής, το γεμάτο κατσαρίδες, ράντζα και περιττώματα στους διαδρόμους των δημόσιων νοσοκομείων της χώρας, ενώ στις ωραιότερες σελίδες του βιβλίου συγκαταλέγονται και εκείνες που παραλληλίζουν τη μοναξιά του έγκλειστου στη φυλακή με εκείνη του νοσηλευόμενου σε νοσοκομείο.

Το αφήγημα Η ορχήστρα της ζωής διαβάζεται στον ελάχιστο δυνατό χρόνο. Το συγκαταλέγω στις καλύτερες στιγμές του Θεσσαλονικιού πεζογράφου. Σαν γερές τζούρες τσιγάρου ή αλκοόλ ρούφηξα, σε μια δεύτερη, προσεχτικότερη ανάγνωση, τις μεγάλες προτάσεις του αφηγήματος, ωστόσο τόσο περίτεχνες, μεστές νοημάτων και –κάποιες φορές– ποιητικές. Ο Κάτος, όταν καταπιανόταν με τη φυλακή, τον στρατό, τον έρωτα, τη ζωή και τον θάνατο βρισκόταν στις καλύτερες στιγμές του. Και, πάνω απ’ όλα, ήταν αυθεντικός.

 

 

Συνοψίζοντας

 

Όλα τα βιβλία του Κάτου –πρωτίστως αυτά που σας προανέφερα– αναδίδουν γνήσια λαϊκότητα, ευθύτητα, αμεσότητα, ανθρωπιά και αξιοπρέπεια. Ο συγγραφέας βρίσκει ποίηση και ουσία στους απλούς, αχάλαστους ανθρώπους του καιρού του, ακόμη κι αν αυτοί είναι παραβατικοί ή έγκλειστοι για παραπτώματα. Ο Κάτος, με τα βιβλία του, όρθωσε το ανάστημά του στους συντηρητικούς κύκλους αυτής της πόλης, στον καθωσπρεπισμό και στην ηθικολογία. Είναι, το λιγότερο, ανεξήγητη η μη αναφορά του ονόματός του από κριτικούς και γραμματολόγους σε συνοπτικούς τόμους και πανοραμικές αποτυπώσεις δεκαετιών αναφορικά με τη νεοελληνική λογοτεχνία. Και κάτι τελευταίο: Η παντελής έλλειψη πληροφόρησης από το διαδίκτυο για την αποδημία του Γιώργου Κάτου (εκλείπει το συμβάν από Βικιπαίδεια, βιογραφικό Βιβλιονέτ, βιογραφικά ιστοσελίδων βιβλιοπωλείων ή εκδοτικών οίκων κτλ.) και η ύπαρξη μόνο της ημερομηνίας γέννησής του μας κάνουν να αισθανόμαστε τον Γιώργο ζωντανό, ανάμεσά μας, να πίνει τα ποτά του στ’ αγαπημένα μπαράκια της Θεσσαλονίκης, σημειώνοντας λήμματα της αργκό πάνω σε ατέλειωτες κούτες από τσιγάρα «Δελφοί», που μανιωδώς κάπνιζε στην επίγεια ζωή του.

 

 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Γιώργου Κάτου Τα καλά παιδιά (σσ. 102-103)

 

Το ’χα διαβάσει πάρα πολλές φορές γι’ αυτούς που γονάτιζαν και φιλούσαν το χώμα, γι’ αυτούς που πέθαιναν σαν το σκυλί του Δυσσέα, γιατί δεν έχει σημασία ποιος έρχεται και ποιος περιμένει, και κει μέσα στη Λαχαναγορά, μπροστά σε κόσμο που μπορούσε να καταλάβει και σ’ άλλους που μπορούσαν να κοροϊδέψουν, έπεσα στα γόνατα και τη φίλησα, πάνω σε φτυσιές και κάτουρα σκυλιών, πάνω σε λεμονόκουπες και λιωμένα αποτσίγαρα τη φίλησα την αγάπη μου κι ύστερα σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά στον ουρανό κι έκανα πάλι μετάνοια και την ξαναφίλησα κι έμειναν όλοι βουβοί και κείνοι που μπορούσαν να καταλάβουν και κείνοι που μπορούσαν να κοροϊδέψουν, ήρθαν και με σήκωσαν απ’ τις μασχάλες, μ’ έβαλαν να κάτσω σε μια καρέκλα και μου ’φεραν νερό να πιω, κάποιος έβρεξε την παλάμη του και την πέρασε αργά πάνω στο πρόσωπό μου, κάποιος άλλος με τον ίδιο τρόπο μ’ έβρεξε τα μαλλιά… ξευτιλίστηκαν οι τιμές στη Λαχαναγορά, δε νοιάζονταν κανείς για την πραμάτεια.

 

(Μέρος του κειμένου που αφορά το βιβλίο του Γιώργου Κάτου Η ορχήστρα της ζωής, δημοσιεύτηκε στην «Πανσέληνο» της εφημ. Μακεδονία, τεύχ. της 13/2/2005. Συμπεριλαμβάνεται και στο βιβλίο μου Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων (Νησίδες, 2010), στις σσ.  105-107. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην book press τον Αύγουστο του 2021)

 

 

 

 

 

 

 

ΚΩΣΤΑΣ ΡΙΤΣΩΝΗΣ

(1946-2015)

 

 

ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΣΠΑΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΡΙΤΣΩΝΗ

 

 

(Το θλιβερό μαντάτο ήρθε, την Πέμπτη 16 Ιουλίου του 2015. «Έφυγε ο Κώστας ο Ριτσώνης. Προχθές... » Τον γνώριζα καλά τον Κώστα και πάγωσα στο άκουσμα της είδησης. Γνώριζα για το σοβαρό πρόβλημα υγείας που περνούσε τελευταία, αλλά ακόμη και μέσα από την κλινική όπου έκανε χημειοθεραπείες μου έστελνε ενθαρρυντικά μηνύματα για την αρρώστια του. «Όλα θα πάνε καλά, μην ανησυχείτε!» έγραφε στους καλούς του φίλους της Θεσσαλονίκης, που πάντα είχε μέσα στην καρδιά του. Μιλούσε συχνά στο τηλέφωνο και με τον Περικλή Σφυρίδη με τον οποίο, ως συνταξιούχος γιατρός καρδιολόγος αλλά και παλιός του φίλος από τη «Διαγώνιο» του Χριστιανόπουλου, είχαν να πουν και να θυμηθούν πολλά. Ένας μερακλής της ζωής και της τέχνης, έφυγε από αυτόν τον κόσμο αφήνοντας πίσω του σπουδαίο λογοτεχνικό και εκδοτικό έργο. Ήταν μάλιστα από εκείνους τους ανθρώπους που ενθάρρυνε και στήριζε τις νέες φωνές, και ειδικά τους νέους ποιητές (κάτι αντίστοιχο έκαναν και ο Τάσος Κόρφης, ο πρόσφατα χαμένος Ορέστης Αλεξάκης, αλλά και ο εκδότης του «Μπιλιέτου» Βασίλης Δημητράκος), διακινώντας μονόφυλλα ποιήματα νέων ποιητών, γραμμένα με το χέρι, και καθιερώνοντάς τα ως ποιήματα των φίλων (μέχρι πρότινος έκανε κάτι παρόμοιο με ποιητικές συλλογές και ως εκδότης). Ως τελευταίο ασπασμό στον σημαντικό αυτόν ποιητή και άνθρωπο, ως ύστατο αποχαιρετισμό, και σε συνεννόηση με τον εκδότη του περιοδικού «Εμβόλιμον» Γιώργο Θεοχάρη, που μου έδωσε την άδεια, αναδημοσιεύω δύο μικρά κριτικά σχόλια, που γράφτηκαν το φθινόπωρο του 2012, για δύο σημαντικά βιβλία του Κώστα Ριτσώνη. Κώστα, καλό Παράδεισο, με ρεμπέτικα τραγούδια, ουζάκια και νόστιμα μικρά ποιήματα, που τα έγραφες ως μεζελίκια, για να ομορφαίνει και να νοστιμίζει η ζωή μας).

 

 

ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΣ ΜΕ ΣΥΝΕΠΕΙΑ

ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ «ΔΙΑΓΩΝΙΟΥ»

 

Κώστας Ριτσώνης, Τσίλιες, Μικρά πεζά, Εκδ. Ποιήματα των Φίλων 2001, Σελ. 142

 

Οι Τσίλιες περιέχουν κείμενα λίγων σειρών μέχρι λίγων σελίδων. Κείμενα μιας παλάμης που διαβάζονται απνευστί. Στις σελίδες τους ο αναγνώστης θα αντιληφθεί πως ο απόηχος των πεζογράφων της τάσης της Διαγωνίου εξακολουθεί να υπάρχει έντονος. Άλλωστε ο Ριτσώνης συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πεζογράφους που ακολούθησαν τις αξίες και την τεχνική της Διαγωνίου του Ντίνου Χριστιανόπουλου, όπου και ανδρώθηκε λογοτεχνικά (Χριστιανόπουλος, Σφυρίδης, Παπαδημητρίου, Δαμιανίδης κ.ά. λογοτέχνες). Επηρέασε και νεότερους στη γραφή τους, ως συνεχιστές της παραπάνω τάσης (Ναρ, Γκόζης, Μήττα, Γούτας, Σαρίκας κ.ά.). Βέβαια, τόσο η εσωστρέφεια όσο και η τεχνική των κειμένων του πιστεύω πως ανάγονται απευθείας στον Γιώργο Ιωάννου, ή και ακόμη μακρύτερα, στον Στρατή Δούκα.

Στην εισαγωγική σελίδα του βιβλίου πληροφορούμαστε ότι τα μικρά πεζά της συλλογής αποτελούν πεζογραφική σοδειά 30 χρόνων (1970-2000). Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1991 (Τραμάκια) με μικρότερο αριθμό κειμένων. Στα κείμενα (ογδόντα τον αριθμό) υπερτερεί η εκφραστική λιτότητα, η ακρίβεια, η καθαρότητα και ευθυβολία των νοημάτων, ενώ, στο επιμύθιο, συχνά θα συναντήσουμε μια φιλοσοφική (θυμοσοφική καλύτερα) διάθεση του συγγραφέα, που κάνει το μικρό πεζό να κλείνει ομαλά και αβίαστα.

Τα θέματα που απασχολούν τον Ριτσώνη είναι κυρίως: ο ματαιωμένος έρωτας, οι αχάλαστοι πρωταγωνιστές της ζωής, η αλλοτρίωση προσώπων και καταστάσεων, η κακογουστιά που μας κατακλύζει, ο χρόνος που μας προσπερνά, η αγωνία της γραφής και της δημιουργίας. Αλλού παρατηρεί και καταγράφει πρόσωπα και καταστάσεις, κι αλλού νοσταλγεί, στοχάζεται, θυμοσοφεί. Συχνά συνειδητοποιεί το σκληρό παρόν αντιδιαστέλλοντάς το με ένα πιο γνήσιο, ντόμπρο και αχάλαστο παρελθόν.

Πιστεύω πως οι «Τσίλιες» του Ριτσώνη είναι ένα βιβλίο-σταθμός στην υποκατηγορία του μικρού πεζού, που άντεξε στον χρόνο και, μέσω της ανατύπωσής του, συνεχίζει μια γόνιμη σαλονικιώτικη παράδοση αναφορικά με τη μικρή πεζογραφική φόρμα.

Δείγμα γραφής: σ. 31 «Τα βάσανα της καρδιάς»

–Καρδιά μου τη μια σε παρακαλούν και σε βάζουν να ξεδιπλώνεσαι. Και για χάρη τους γίνεσαι θάλασσα πλατιά με ψάρια κι αχηβάδες. Κι ύστερα σού λεν πως όλα τέλειωσαν. Πως πρέπει να χωρέσεις σε μπουκάλι. Σε βάζουν πάλι μέσα. Και σε βουλώνουν με φελό.

 

 

151 ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΜΑΤΙ «ΑΘΗΝΑΙΟΥ»

 

 

Κώστας Ριτσώνης, 151 ποιήματα, Εκδ. Ποιήματα των φίλων 2011, Σελ. 110

 

Στα περισσότερα ποιήματα της τελευταίας του συλλογής ο Ριτσώνης περιδιαβάζει την Αθήνα, τους ανθρώπους της, τις επιγραφές της. Σχολιάζει την καθημερινότητα με το μάτι του μη Αθηναίου, με καθαρό και συχνά παιχνιδιάρικο βλέμμα ανατέμνει την τοπογραφία της πρωτεύουσας σκαρώνοντας μικρά, εύστοχα, ευθύβολα, χαριτωμένα ποιήματα, που δεν υπολείπονται σε σοφία και αίσθημα. Η περίπτωσή του μού θύμισε αρκετά την περιπλάνηση του ιδιόρρυθμου περιπατητή του Σωτήρη Δημητρίου, στο βιβλίο του Τα οπωροφόρα της Αθήνας, που κι εκείνος σκέφτεται διάφορα έξυπνα και πικάντικα, αντικρίζοντας τα οπωροφόρα δέντρα της πρωτεύουσας. Δύο πλανόδιοι, λοιπόν, περιπατητές, αφηγητής και ποιητής, στο ίδιο μήκος κύματος, με κοινό σημείο αναφοράς τη λοξή ματιά στα πράγματα και την έξω από την κοινή, τρέχουσας λογικής, σκέψη τους. Εντέλει ιδιόρρυθμοι, πλανημένοι, αλαφροΐσκιωτοι, σημαδεμένοι; Τίποτα απ’ όλα αυτά. Μάλλον παιδιά που αρνήθηκαν να μεγαλώσουν και να υποταχθούν στην ασχήμια της ζωής μας. Βέβαια, ο Δημητρίου (στα τελευταία του βιβλία) μάλλον βούλιαξε σε μία επίπλαστη και ασύμβατη με την ψυχοσύνθεσή του λογιοσύνη, ενώ ο Ριτσώνης αξιοποίησε (και αξιοποιεί) καλύτερα το παιγνιώδες βλέμμα του και την παρατηρητικότητά του.

Τα ποιήματα του Ριτσώνη διαβάζονται μονορούφι και μας αφήνουν με ένα χαμόγελο στα χείλη και μια ευχάριστη γεύση στον ουρανίσκο. Κουλουρτζήδες, ζητιάνοι, παστρικές γυναίκες, ηθικές αστές, χειμερινές κολυμβήτριες, λούστροι με πάρκινσον, εργάτες, κυρίες αριστοκρατικών συνοικιών που τους ορέγονται διάφοροι, βίντεο κλαμπ για βιτσιόζους, πανεπιστήμιο, η πλατεία Κουμουνδούρου, ο ηλεκτρικός της Αθήνας, όλα περιπλέκονται γοητευτικά στους στίχους του ποιητή. Ποιήματα για τις ντομάτες, τις μελιτζάνες, τα λεμόνια, τα καρπούζια και τις ελιές. Μινιμάλ διάθεση, αποθέωση της καθημερινότητας, λιτοί στίχοι, λεκτικές ανατροπές, ευφυολογήματα ή παιχνιδίσματα της γλώσσας, άφθονες πινακίδες που σχολιάζονται καυστικά, αλλά και έρωτας και σοφία και μελαγχολία. Γνήσιος ερωτισμός και παιδική αθωότητα.

Ο Ριτσώνης κερδίζει τον αναγνώστη με την απλότητα, την ειλικρίνεια και την αλήθεια των στίχων του. Αυτή η εμμονή του ωστόσο σε φόρμα και θεματολογία, κάπου με βάζει σε σκέψεις πως αρέσκεται και βολεύεται στα προ πολλού ποιητικά του κεκτημένα. Έχω την αίσθηση πως από τις ένδοξες ημέρες του Ανάπηρου λαχειοπώλη μέχρι σήμερα πέρασαν μόλις λίγες στιγμές και η καλολαδωμένη ποιητική μηχανή του παράγει πανομοιότυπο υλικό μιας πετυχημένης συνταγής που την γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα μας. Όπως και να έχει πάντως, ο Ριτσώνης κατέκτησε προ πολλού το ιδιαίτερο ύφος του και είναι πάντα μια ξεχωριστή φωνή στον χώρο της ποίησης και της μικρής πεζογραφικής φόρμας.

Δείγμα γραφής: Είναι καθαρή / η «παστρικιά» κοπέλα / γιατί έτσι βγάζει το ψωμί της // ενώ το ηθικό κορίτσι / (όλη μέρα στο γραφείο) / δεν πλένεται ποτέ / ούτε ξυρίζεται // καμιά φορά αρωματίζεται / όταν πηγαίνει ραντεβού.

 

(book press, Ιούλιος 2015· αναδημοσίευση από το περιοδικό ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ, τχ. 65-66, Καλοκαίρι-Φθινόπωρο 2012)

 

 

 

 

ΑΛΜΠΕΡΤΟΣ ΝΑΡ

(1947-2005)

 

 

Ο ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΑΛΜΠΕΡΤΟΣ ΝΑΡ-

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝΟΣ ΣΑΛΟΝΙΚΑÏ

 

 

(Αναδρομή στις δυο πεζογραφικές συλλογές του διηγηματογράφου και ερευνητή της εβραϊκής ιστορίας, Αλμπέρτου Ναρ, δεκαεπτά χρόνια από τον θάνατό του, σε ηλικία 58 ετών).

 

Όταν, εκεί γύρω στο 1990, ο Αλμπέρτος Ναρ ζητούσε τη γνώμη του Ντίνου Χριστιανόπουλου για την ποιότητα των διηγημάτων του πρώτου του βιβλίου Σε αναζήτηση ύφους (εκδ. τα τραμάκια, 1991), μπορώ, τριάντα τόσα χρόνια μετά, να φανταστώ την αντίδραση του δεύτερου: «Είναι μεν καλογραμμένα, έχουν ποιότητα, αλλά, βρε παιδί μου, διαφέρουν ως προς το ύφος, και, επιπλέον, αλλού είσαι αυτοβιογραφικός και εξομολογητικός κι αλλού ακολουθείς τη συνειρμική ροή αφήγησης. Μάλλον δεν πρέπει να βιαστείς να τα τυπώσεις».

Όμως ο Ναρ τόλμησε και τα τύπωσε στα κομψά, τότε, τραμάκια του Γιώργου Κάτου, και ο Περικλής Σφυρίδης, που είχε αναλάβει τις διορθώσεις και την όλη επιμέλεια του βιβλίου, έδωσε τη λύση διά της μέσης οδού, όπως μας αποκαλύπτει ο ίδιος στο κείμενό του «Μνήμη Αλμπέρτου Ναρ» [1]. Από κοινού με τον συγγραφέα αποφάσισαν να μπει ο τίτλος «Σε αναζήτηση ύφους», πέραν της υφολογικής ανομοιομορφίας του βιβλίου και των έντονων επιρροών του από το έργο του Ιωάννου, και για έναν πρόσθετο λόγο. Γιατί, όπως μας αποκαλύπτει ο Σφυρίδης: «Ο Αλμπέρτος βρισκόταν και σε αναζήτηση ταυτότητας: Έλληνας και Ισραηλίτης. Προσπαθούσε να συγκεράσει τις δύο ρίζες του. Και αυτό δεν του προκαλούσε μόνο μια μόνιμη εσωτερική αναστάτωση· είχε πάντα μια αμφιβολία αν έκανε ως Εβραίος λογοτέχνης σωστά το έργο του μνημονεύοντας τους δικούς του, ενώ ταυτόχρονα αγαπούσε τον τόπο και τους Έλληνες ομότεχνούς του» [2].

Αν και ο δεύτερος αυτός λόγος που επικαλείται ο Σφυρίδης αφορά περισσότερο αναζήτηση φυλετικής και θρησκευτικής ταυτότητας και όχι αναζήτηση λογοτεχνικού ύφους και παρ’ όλες τις (υπαρκτές) επιφυλάξεις του Χριστιανόπουλου για την τύπωση του βιβλίου, ο Ναρ με την πρώτη συλλογή διηγημάτων του προκάλεσε αίσθηση τόσο για το στρωτό του γράψιμο όσο και για τις αναφορές του στους Εβραίους της πόλης αλλά και στην παλιά Θεσσαλονίκη, άρωμα της οποίας αναδίδουν οι ιστορίες του.

Ας διατρέξουμε εν συντομία τα διηγήματα του πρώτου βιβλίου του Ναρ:

 

Σε αναζήτηση ύφους

Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη [1991]

 

Στο «Επεισόδιο» έχουμε ένα κατοχικό περιστατικό με έναν βαρκάρη που πρόδιδε Εβραίους στους Γερμανούς, επί χρήμασι, αλλά που στο τέλος έπεσε σε ανυποληψία κι αντιμετώπισε την καταφρόνια των συντοπιτών του. Στο διήγημα «Το παλιό τρελοκομείο» η επάνοδος των Εβραίων στην πόλη, μετά το τέλος του πολέμου, ο πόνος και η ερημιά τους, δένεται με τέχνη με τα παλιά ρεμπέτικα που άκουγαν οι Θεσσαλονικείς. Το παλιό ψυχιατρείο που τους στέγασε στοιχειώνει τη μνήμη του αφηγητή, επαναφέροντας στη συνείδησή του «το όραμα μιας υπέρτατη Κάθαρσης» για όσα τράβηξαν οι ομόθρησκοι πρόγονοί του.

Αλλαγή ύφους έχουμε στα δύο επόμενα διηγήματα, «Του Λάκη ο λόγος» και «Το συγκρότημα». Εδώ, σε ρεαλιστικό αφηγηματικό φόντο έχουμε την αφήγηση δύο ιστοριών. Την ιστορία του Λάκη, που διώχθηκε από ακριβό ιδιωτικό σχολείο της πόλης και πήγε σ’ άλλο σχολείο, γνωρίζοντας τον αφηγητή και πιάνοντας φιλία μαζί του. Και την ιστορία τριών φίλων που, κάποτε, έφτιαξαν ένα μουσικό συγκρότημα και που, δυστυχώς, διαλύθηκε εξ αιτίας των περιστάσεων αλλά και των διαφορετικών χαρακτήρων του καθενός.

Αλλαγή ύφους και πάλι στα δύο επόμενα διηγήματα, όπου η μνήμη της παλιάς Θεσσαλονίκης και οι αναφορές στις ρίζες του συγγραφέα πρωτοστατούν. Στο διήγημα «Η πόλη μου, οι κρυψώνες μου», ένα κείμενο γραμμένο σε δεύτερο αφηγηματικό πρόσωπο, έχουμε μια αφηγηματική μεταφορά του ποιήματος του Καβάφη «Η πόλις», και ιδίως του στίχου του «Η πόλις θα σε ακολουθεί», στους Εβραίους προγόνους του αφηγητή που έζησαν σ’ αυτήν εδώ την πόλη. Στο άλλο διήγημα «Οι μυστικές κρυψώνες σου» (πάλι αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο) έχουμε παιχνιδίσματα της μνήμης, στα οποία το παρελθόν διεισδύει στο παρόν και το αντίστροφο, αναφορικά με ιστορικά μνημεία που λειτουργούν ως μυστικές κρυψώνες του αφηγητή. Σ’ αυτά τα δύο διηγήματα ο Ναρ συνομιλεί υφολογικά και θεματολογικά με τον Γιώργο Ιωάννου, τη γραφή του οποίου θαύμαζε και αγαπούσε.

Ακολουθεί «Το δικό μας Μανχάταν» – πιθανώς η πρώτη γραφή του διηγήματος «Δραπέτης από τότε», που υπάρχει στη δεύτερη συλλογή διηγημάτων του Ναρ. Εδώ έχουμε επινόηση μαζί με βίωμα, αρμονικά συνταιριασμένα. Ένας ιδιαίτερος άνθρωπος που οραματίζεται την ύπαρξη ενός νησιού, έξω από την πόλη του, στο οποίο έχει εναποθέσει τα προβλήματά του.

Η συλλογή κλείνει με το «Σε αναζήτηση ύφους». Μια λογοτεχνικού τύπου αναδρομή στο γενεαλογικό δέντρο του αφηγητή. Στο κείμενο διακρίνονται καθαρά οι προσμίξεις αλλά και η ώσμωση Εβραίων, Ελλήνων και Τούρκων στην παλιά Θεσσαλονίκη. Ο παππούς του αφηγητή, προτού πεθάνει, είχε προπηλακιστεί από Γερμανούς στρατιώτες, όταν, με πρόσχημα τις γυμναστικές ασκήσεις, οι τελευταίοι εξευτέλισαν τους Εβραίους μες στο λιοπύρι, στην πλατεία Ελευθερίας.

Ως δείγμα γραφής όλης της συλλογής αντιγράφω την τελευταία παράγραφο του τελευταίου διηγήματος (σσ. 58-59):

«Ο παππούς μου λοιπόν ήταν ψαράς, ο πατέρας μου μαραγκός κι η μάνα μου καπνεργάτρια. Αυτοί οι τίτλοι μου, αυτές οι περγαμηνές μου και δεν μπορώ να σταθώ πουθενά χωρίς να τις μνημονεύσω. Μόνο που δεν είμαι βέβαιος αν τις μνημονεύω σωστά, μια ολόκληρη ζωή, σημειώνοντας τα αποτυπώματά μου πρώτα στην πλάκα με το κοντύλι, ύστερα στο χαρτί με μολύβι μαύρο και ξυλομπογιές, και πιο ύστερα με ακριβό στυλό διαρκείας, εγώ που τις συνεχίζω, εγώ, τέκνο του 115210 και της 40041, εγώ που προσπαθώ πάντα να αρθρώσω τον όποιο λόγο μου αναζητώντας, μάταια ίσως, το ανάλογο ύφος κι ακόμα και τώρα που χαράζω αυτές τις γραμμές, δεν ξέρω αν τα κατάφερα κι ούτε ξέρω αν θα τα καταφέρω επιτέλους ποτέ».

 

Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός

Νεφέλη, Αθήνα [1999]

 

Στο δεύτερο (και, δυστυχώς, τελευταίο) λογοτεχνικό βιβλίο του Ναρ, οχτώ χρόνια μετά, είναι φανερή η συγγραφική του ωρίμανση. Η γραφή είναι πιο δουλεμένη και άρτια, τα διηγήματα ρέουν ελεύθερα και το επιζητούμενο ύφος έχει πλέον κατακτηθεί. Επιπλέον ο συγγραφέας, με το μοίρασμα των ιστοριών του σε τρεις συστάδες διηγημάτων, αφενός τα ταξινομεί θεματολογικά, νοικοκυρεύει το υλικό των δεκαπέντε διηγημάτων που ο ίδιος χειρίζεται, και διευκολύνει κατ’ αυτόν τον τρόπο και τον αναγνώστη (ή τον μελετητή του) στην ανάγνωση, πρόσληψη και αποτίμηση αυτών των διηγημάτων στο σύνολό τους.

Ο Ναρ, βέβαια, μας έχει δώσει μελέτες, ανθολογίες, δημοσιογραφικά άρθρα και τυπωμένες συνεντεύξεις αναφορικά με το εβραϊκό στοιχείο της Θεσσαλονίκης, που όλα μαζί συναποτελούν, μαζί με το λογοτεχνικό, το συνολικό έργο του, ενώ και οι δύο συλλογές διηγημάτων του επανακυκλοφόρησαν εμπλουτισμένες με νέα διηγήματα), και τίτλο Σαλονικάι – Άπαντα τα διηγήματα (εκδ. Νεφέλη).

Η πρώτη συστάδα διηγημάτων περιλαμβάνει έξι διηγήματα, που όλα τους τα συνδέει η αναφορά στο εβραϊκό στοιχείο της Θεσσαλονίκης. Ας τα δούμε με σχετική συντομία:

Στο διήγημα «Η βαρώνη αιωρείται στο χρόνο» ο συγγραφέας φαντασιώνεται τη βαρώνη Κλάρα ντε Χιρς να επιστρέφει στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Ο χρόνος είναι ρευστός, η παλιά με την καινούρια πόλη συνυπάρχουν συνθέτοντας το ολικό ψηφιδωτό της. Το διήγημα τελειώνει με τη φυγή των Εβραίων της πόλης με τα τρένα του θανάτου.

Στο διήγημα «Μπροστά σε μια παλιά φωτογραφία» (πάλι αφήγηση σε δεύτερο πρόσωπο) γίνεται αναφορά σε μνήμες κατοχικές και μετακατοχικές, στις οποίες πρωταγωνιστούν ο πατέρας του αφηγητή κι ένας ράφτης φίλος του, ο Δαβίκος. Οι συνειρμοί και τα βιώματα ξεπηδούν μέσα από παλιές φωτογραφίες. Το κείμενο θυμίζει Τόλη Καζαντζή – γίνεται αναφορά σε Τσιτσάνη, «Κούτσουρα του Δαλαμάγκα» και οδό Πολωνίας.

Ακολουθεί το «Ανεξόφλητο χρέος». Οι συγγενείς του αφηγητή, μετά την απελευθέρωση από τα στρατόπεδα, γύρισαν σε μια Ελλάδα που βρισκόταν σε εμφύλιο. Περιγράφεται εύγλωττα η εν Ελλάδι κατάσταση της εποχής, που ξένιζε τους Εβραίους. Παράλληλα έχουμε πληροφορίες για την οικογένεια του αφηγητή που ζούσε στην περιοχή Κολόμβου. Αυτοβιογραφικές σελίδες αναφορικά με παλιά Θεσσαλονίκη και συνύπαρξη στις γειτονιές των Εβραίων γυναικών με χριστιανές και μουσουλμάνες. Ανάκληση στη μνήμη του συγγραφέα των επετείων απελευθέρωσης των Εβραίων (ζούρφιξ) ως χρέος ανεξόφλητο προς τη μάνα του που έφυγε νωρίς, κυρίως όμως προς όσους σώθηκαν από τα στρατόπεδα του θανάτου.

Το επόμενο διήγημα, «Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός», πιστεύω πως είναι το αρτιότερο της συλλογής. Εδώ έχουμε την επιστροφή του Τζάκο Σουλέμα, επιχειρηματία στο Σαντιάγκο και κάτοικο Χιλής, στη γενέθλια πόλη του, τη Θεσσαλονίκη. Ο Τζάκο, «γέννημα-θρέμμα των τενεκέ-μαχαλάδων», σουλατσάρει από τον Λευκό Πύργο μέχρι τη Σαλαμίνα, στη Νέα Παραλία, και έκπληκτος διαπιστώνει τις κραυγαλέες διαφορές που έχει η σύγχρονη πόλη σε σύγκριση με το παρελθόν. Τα παλιά στέκια δεν υπάρχουν πια, οι άνθρωποι αλλοτριώθηκαν. Και εντέλει ο Τζάκο, στο μεγάλο Λούνα Παρκ της παραλίας «ίπταται πάνω από τη γενέθλια πόλη, απλώνοντας προστατευτικά τα νέα φτερά του. Και επιβιώνει εν τοις ουρανοίς». Στο διήγημα υπάρχει φανερή σύγκλιση απόψεων του Ναρ με τον Καζαντζή, αναφορικά με την αλλοτρίωση των Νεοελλήνων της πόλης. Το παρακάτω απόσπασμα είναι ενδεικτικό. Σκέψεις και αντιλήψεις που σίγουρα θα τις προσυπόγραφε ο Τόλης Καζαντζής.

«Πιο κάτω, στην Τσιμισκή, νεόπλουτοι εργολάβοι και καζινόβιοι τοκογλύφοι τον προσπερνούνε με αλαζονεία και έπαρση. Όμως εκείνος (ο Τζάκο) τους λοιδορεί και μέμφεται όλους τους αίτιους, που μας έχουν τόσο άσπλαχνα απομονώσει». (σ. 63)

Η πρώτη συστάδα κλείνει με το διήγημα «Ο ποιητής Γ.Θ. Βαφόπουλος και ο οδηγός ταξί Σολομών Ρούσσο» και το «Κατά συνθήκην». Το πρώτο έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Είναι βιωματικό και αφορά τη γνωριμία δύο φαινομενικά ανόμοιων ανθρώπων, του ποιητή της Θεσσαλονίκης Γ.Θ. Βαφόπουλου και του ταξιτζή Σολομών Ρούσσο, επιζώντα του Άουσβιτς-Μπιρκενάου, με αφορμή την παρουσία του ποιητή, το 1991, στο Ισραηλιτικό δημοτικό σχολείο, όπου οι μικροί μαθητές έπαιξαν το έργο του Εσθήρ. Πέντε χρόνια μετά πεθαίνει ο Βαφόπουλος και δέκα μέρες μετά ο Σόλων Ρούσσο. Ο Ναρ, που, όπως γράφει, δεν θέλει να θέτει μεταφυσικά ερωτήματα, συσχετίζει αυτούς τους δύο θανάτους γιατί αφορούν ανθρώπους που «πολύ δοκιμάστηκαν κι ίσως γι’ αυτό πολύ αγάπησαν». Το «Κατά συνθήκην» είναι ένα μικροδιήγημα που αποτυπώνει την αλλαγή στάσεων και συμπεριφορών στους επιγόνους μιας εβραϊκής οικογένειας, μέσα στον χρόνο.

Στη δεύτερη συστάδα διηγημάτων θα βρούμε δύο μόλις ιστορίες, που είναι στρατιωτικού περιεχομένου. Στο «Στρατιώτη Χουσεΐν Μεχμέτ» ένας μουσουλμάνος στρατιώτης που, από λάθος, βρέθηκε σε στρατιωτική μονάδα, επί επταετίας των συνταγματαρχών, αλλάζει με τις ικανότητές του τις συνήθειες του στρατοπέδου. Το «Επιστράτευση 1974» που ακολουθεί είναι καθαρά αυτοβιογραφικό κείμενο. Ο αφηγητής, 25χρόνια μετά, αναπολεί τα γεγονότα της επιστράτευσης του 1974, όταν καλέστηκε για να υπηρετήσει την πατρίδα. Μια βουτιά της μνήμης σε «αλησμόνητες μέρες· τότε που η νιότη μας σπαρταρούσε!» (σ. 113). Στο τέλος του κειμένου αυτού ο Ναρ επιχειρεί σύζευξη του παρελθόντος με το παρόν.

Τέλος, η τρίτη συστάδα, με επτά διηγήματα. Οι ιστορίες αυτές δεν έχουν στον πυρήνα τους κάποιο συγκεκριμένο θέμα, ωστόσο σε κάποιες εξ αυτών υπάρχει άρωμα ενηλικίωσης, σε βαθμό που να μπορούν να χαρακτηριστούν και ιστορίες ενηλικίωσης του ίδιου του αφηγητή. Στο «Δραπέτης από τότε» ο αφηγητής θυμάται τρεις δραπετεύσεις της παιδικής του ηλικίας –μία για να πάει στο τραμ, μία για να βγάλει ταυτότητα στην αστυνομία και μία τρίτη, πιο τραυματική, για να αγοράσει καραμέλες από έναν γεράκο– και ώριμος άντρας πια σκέφτεται πως, πλέον, δεν είναι καιρός για αποδράσεις – οι μόνες που επιχειρεί γίνονται διά της γραφής.

Άρωμα ενηλικίωσης και στο «Κονσομασιόν και ρεμπέτικα». Η πρώτη γνωριμία του αφηγητή με τα καμπαρέ και την κονσομασιόν, από σπόντα, μέσα από την εμπειρία ενός φίλου του. Ο ίδιος, σε αντιδιαστολή με τα λαϊκά του καμπαρέ, προτιμά σήμερα τα ρεμπέτικα, «τα αμάραντα τραγούδια της ψυχής του». Στο «Σπόρτιγκ-Σπόρτιγκ!» αποτυπώνεται το χάσμα των γενεών και το ανελέητο πέρασμα του χρόνου, μέσα από έναν αγώνα μπάσκετ ανάμεσα στις ομάδες Σπόρτιγκ και Ηρακλή, που ποτέ δεν τελειώνει. Στο «Καλή ανάρρωση» έχουμε την εμπειρία του αφηγητή όταν νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο με υψηλό ζάχαρο. Του έγινε αγγειογραφία, όμως απέφυγε το «μπαλονάκι», αφού η εξέταση βγήκε καθαρή.

Στο διήγημα «Το poker game αργεί ακόμα» έχουμε έναν συσχετισμό της ζωής και των φίλων του αφηγητή με την κινηματογραφική ταινία «Ο χαρτοπαίκτης» (1965), στην οποία πρωταγωνιστεί ο Στηβ Μακ Κουήν, ενώ η ζωή παραλληλίζεται με μια παρτίδα πόκερ. Ακολουθεί το «Συμπαθέστατο πρωτόλειο». Ένα πρωτόλειο διήγημα αξιοποιείται, χρόνια μετά, σε κάποιο βιβλίο, δίχως όμως τα αποτελέσματα που προσδοκούσε ο συγγραφέας του. Το βιβλίο κλείνει με το «Ο Αϊδινίου μένει πάντα εδώ». Η ταύτιση, εκ μέρους του αφηγητή, του παλιού ταλαντούχου ποδοσφαιριστή του Ηρακλή (ο Ναρ όπως και ο Σκαμπαρδώνης υπήρξαν οπαδοί του Ηρακλή) με ερωτικές επιτυχίες (ή αποτυχίες) της νιότης του.

 

 

Συνοψίζοντας

 

Ο Ναρ (όπως και ο Ιωάννου, ο Κάτος και ο Καζαντζής) έφυγε νωρίς από τη ζωή (το 2005, μόλις 58 ετών), πρόλαβε, όμως, με τα δύο μόλις λογοτεχνικά του βιβλία να αφήσει έντονο το αποτύπωμά του στη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης, αλλά και ολόκληρης της χώρας. Η παλιά Θεσσαλονίκη κυριαρχεί στις ιστορίες του: Η οδός Αντιγονιδών, η οδός Φιλίππου, το σχολικό συγκρότημα μεταξύ των οδών Κρυστάλλη-Συγγρού-Αμβροσίου (δίδαξα κι εγώ εκεί, δύο χρονιές), η φρουταγορά «Λεμονάδικα», το ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ της ΧΑΝΘ, το υπόγειο σφαιριστήριο ΤΑΦΟΣ, η «Ρέμβη» και το «Πικαντίλι», το παλιό ψυχιατρείο της Ισραηλινής Κοινότητας πλησίον του Σταθμού, ο Λευκός Πύργος, οι πύλες του παλιού τείχους της πόλης, η περιοχή του Βαρδαρίου, οι κινηματογράφοι «Διονύσια» και «Αλκαζάρ», αλλά και τόσα ακόμη, φέρνουν στον νου του αναγνώστη μια διαφορετική, από τη σημερινή, Θεσσαλονίκη, όπου μπορεί μεν να μην ήταν όλα ιδανικά και η ζωή να ήταν δύσκολη και σκληρή, ωστόσο οι άνθρωποι διατηρούσαν ακόμη την ηρεμία τους, την αξιοπρέπειά τους και, πάνω απ’ όλα, την ανθρωπιά τους.

Όσο για την υφολογική του ανομοιομορφία, που παρατηρείται όχι μόνο στο πρώτο του βιβλίο αλλά και στο δεύτερο, ευτυχώς που την κράτησε, γιατί αυτό το συνεχές «πήγαινε-έλα» από τον ρεαλισμό και την αυτοβιογραφία στη συνειρμικού τύπου δευτεροπρόσωπη αφήγηση, πιστεύω πως αναδεικνύει όλη την αφηγηματική του μαστοριά αλλά και τη συγγραφική του ιδιοσυστασία.

 

(book press, Οκτώβριος 2022)

 

 

___________________________________________

[1] Περικλής Σφυρίδης, Παραφυάδες II, Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 2009-2013, Εστία, 2015

[2] οπ, σελ. 158

 

 

 

 

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

(1948-2022)

 

 

ΚΡΥΠΤΗΣ ΘΥΜΙΑΜΑ

 

 

Βασίλης Ιωαννίδης Κρύπτης θυμίαμα (εκδ. Ένεκεν)

 

Μεγάλο μέρος του ποιητικού έργου του προσφάτως αναχωρήσαντα ποιητή και ζωγράφου Βασίλη Ιωαννίδη διακρίνονται από λυρισμό και πύκνωση, όμως το κύκνειο άσμα του, δηλαδή η τελευταία του ποιητική συλλογή Κρύπτης θυμίαμα, που ως συγκεντρωτικός ποιητικός τόμος κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του από τις εκδόσεις Ένεκεν, στη μνήμη του, λόγω του ύφους και της γραφής του τον κατατάσσουν στους συνεχιστές, κατά κάποιο τρόπο, της τάσης του θεσσαλονικιώτικου περιοδικού «Διαγώνιος».

Ο Βασίλης Ιωαννίδης, που υπήρξε τακτικός συνεργάτης του περιοδικού Ένεκεν, είναι ιδιαίτερη περίπτωση για τα ελληνικά γράμματα. Παραιτήθηκε το 1991 από την ιατρική για να αφοσιωθεί στην ποίηση και στη ζωγραφική.

Μέχρι το 2022, όταν και έφυγε από τη ζωή, υπήρξε ένας αθόρυβος και χαμηλόφωνος άνθρωπος των τεχνών, με ουσία και ταλέντο στις καλλιτεχνικές του ενασχολήσεις. Ο παρών τόμος με τον τίτλο Κρύπτης θυμίαμα (εκδ. Έκενεν) περιλαμβάνει τις συλλογές Ρωγμές, Έρωτας στη μεθόριο, Συμπόσιο στο μνήμα και Θύρα εξόδου.

Πολλά από τα εν λόγω ποιήματα (που είναι πυκνά, ολιγόστιχα, και έχουν επιρροές από τα αρχαία επιγράμματα, τους αρχαίους λυρικούς, από την τάση της «Διαγωνίου» και από τον ποιητή Χρίστο Λάσκαρη) γράφτηκαν ενόσω ο ποιητής ήταν σοβαρά άρρωστος ή λίγο προτού φύγει από τη ζωή.

Ένα είδος ιδιότυπου, θραυσματικού ημερολογίου θανάτου, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αυτό το βιβλίο, μία εναγώνια προσπάθεια να περισώσει ο ποιητής ό,τι μπορούσε να περισώσει, διά της ποιήσεως, τις δύσκολες στιγμές που περνούσε.

 

Αντιγράφω από τη σ.133.

 

Εδώ κι η ποίηση

σ’ εγκαταλείπει·

φοράει το καπέλο της

και φεύγει,

λιποτακτεί κι αυτή

στις δύσκολες στιγμές.

Λίγο αέρα θέλει

ν’ αναπνεύσει,

μια μεγαλύτερη

ευρυχωρία ·

έχει κι η ποίηση

ανάγκη

τις βολές της·

δεν την αντέχει

τόση ερημιά.

 

(bookpress, Δεκέμβριος 2023)

 

 

 

 

 

 

Γ. Λ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

(1960-2024)

 

 

ΕΝΑ ΜΕ ΤΗ ΣΚΟΝΗ

 

 

Το αχανές σύμπαν της παιδικής ηλικίας και τα νεανικά βιώματα είναι τα στοιχεία που, πρωτίστως, χαρακτηρίζουν τη συλλογή ποιημάτων του Γ.Λ. Οικονόμου που τιτλοφορείται Ένα με τη σκόνη (εκδ. Τύρφη, 2017). Η πρώτη εντύπωση που προκαλείται στον υποψιασμένο αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες ανάγνωσης των 67 μικροσκοπικών ποιημάτων του θεσσαλονικιού ποιητή, είναι πως αυτά παραπέμπουν ως προς το ύφος και την τεχνική σε δύο σπουδαίους ποιητές μας, στον εδώ και χρόνια ποιητικά παροπλισμένο λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας Ντίνο Χριστιανόπουλο, αλλά και στον εκλιπόντα Χρίστο Λάσκαρη. Αυτή η εντύπωση επιβεβαιώνεται στην πορεία της ανάγνωσης, αφού σε δύο ποιήματα γίνεται αναφορά στα δύο παραπάνω ονόματα, απόδειξη του ότι ο Γ.Λ. Οικονόμου έχει μελετήσει, έχει αφομοιώσει δημιουργικά και έχει καταφανέστατα επηρεαστεί από αυτούς τους ποιητές, έχοντας μάλιστα και το θάρρος να μη μας το κρύβει. Ωστόσο, αν, προσωρινά, ξεπεράσουμε αυτήν την παρατήρηση, κι αν παρακάμψουμε, για λίγο, επιρροές και επιδράσεις, η ποίηση του Γ.Λ. Οικονόμου, μέσα στην απλότητά της, και συγκινεί και γοητεύει. Η παιδική ηλικία, τα παλιά αναγνωστικά, οι γειτονιές, ο πατέρας και η μητέρα, οι παλιοί αστέρες του ποδοσφαίρου που αγωνίζονταν κάποτε «για μια φανέλα», οι σαλοί που περιφέρονταν σαν τα αδέσποτα στους δρόμους, τα όνειρα που δεν δικαιώθηκαν, η μοναξιά και η αμηχανία στο ταχύτατο αλλά παράλληλα αδρανές σήμερα, οι παλιές γκαζιέρες, οι παλιές κασέτες, τα τρανζιστοράκια, ο κύριος Χριστιανόπουλος, όλα, δίχως γλυκερούς συναισθηματισμούς και νοσταλγικές εξιδανικεύσεις, λάμπουν στους στίχους του ποιητή, σαν αστερόσκονη σε αχανείς λειμώνες. Ο Γ. Λ. Οικονόμου γράφει γνήσια, ολιγόστιχη, εξομολογητική, χαμηλόφωνη, ειλικρινή ποίηση. Συνεχίζει την εξομολογητική ποιητική παράδοση της πόλης της Θεσσαλονίκης, με κύριο εκπρόσωπό της τον Χριστιανόπουλο για την επιγραμματική και διαυγέστατη αποτύπωση των αισθημάτων και των σκέψεών του, αλλά και παντοτινούς συνοδοιπόρους στο δικό του ύφος τον Λάσκαρη, τον Ριτσώνη, την Μπακονίκα, τον Βασίλη Δημητράκο, τον Νίκο Βασιλάκη κ.ά., μια παράδοση που ανάγεται στον Καβάφη, αλλά και ακόμη μακρύτερα, στη Σαπφώ, στους αρχαίους επιγραμματιστές και στην Παλατινή Ανθολογία. Δείγμα γραφής του Γ. Λ. Οικονόμου, «ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΑΝΕΛΑ» (σ. 29): Παίζω / με τα χώματα / παίζω με το νερό / παίζω με τον αέρα / με τις μπάλες, τα μολύβια, τα χαρτιά // Μεγαλώνοντας με τον καιρό / παίζω με τις λέξεις // Δεν κυνηγάω τίποτα σπουδαίο / παίζω μ’ ό,τι μπροστά / μου φέρνει η ζωή / παίζω // όπως ο Βασίλης Μποτίνος / όπως ο Μανώλης Ρασούλης / για μια φανέλα…

Παρόλα αυτά, αν κάτι πρέπει να μας προβληματίζει με την περίπτωση του Γ.Λ. Οικονόμου, είναι πως δεν αρκεί να γράφεις μόνο καλά, αποκαλύπτοντας στους αναγνώστες τις επιρροές σου και τις λογοτεχνικές σου αγάπες. Ευρισκόμενος ήδη στην έβδομη λογοτεχνική του απόπειρα και ύστερα από 37 ολόκληρα χρόνια λογοτεχνικής πορείας, θα έπρεπε να καταφέρει να αυτονομηθεί υφολογικά σε μεγαλύτερο βαθμό από τους ποιητές που θαυμάζει, δίχως αυτό να σημαίνει πως θα πρέπει, σώνει καλά, να αποκοπεί και από τις ποιητικές του ρίζες.

 

(book press, Απρίλιος 2017)

 

 

 

 

Η ΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΙΔΑΣ

 

 

Ο ποιητής Γ. Λ. Οικονόμου με τη συλλογή του Η σιωπή της κερκίδας (Τύρφη, 2021) [κύκνειο άσμα του, αφού ο ποιητής εγκατέλειψε τα γήινα τις πρώτες μέρες του 2024, σε ηλικία μόλις 64 ετών] δείχνει να έχει εδραιωθεί υφολογικά και τεχνικά στον ποιητικό στίβο, ακολουθώντας πάντα (και εξελίσσοντας σε μερικές περιπτώσεις) το εξομολογητικό στιλ των ποιητών της τάσης της «Διαγωνίου». Ποιήματα που δεν διστάζουν να μαρτυρήσουν τις επιρροές τους: Χριστιανόπουλος, Ριτσώνης, Κόρφης, Γκόρπας, αλλά –θα πρόσθετα– και Λάσκαρης και Δημητράκος και Χρονάς και Υφαντής. Τα περισσότερα αναδίδουν άρωμα Θεσσαλονίκης, έχουν ευαίσθητη κοινωνική ματιά και, επιπροσθέτως, διατηρούν στο ακέραιο το στοιχείο της απλότητας, του αντιλυρισμού, της καθημερινής κουβεντιαστής επικοινωνίας –και όχι εκείνη την απρόσωπη των (αντι)κοινωνικών δικτύων– αλλά και μιας ιδιότυπης μελαγχολίας, που οι γύρω στην ηλικία των εξήντα την αντιλαμβάνονται καλύτερα. Με συγκίνησαν ιδιαιτέρως οι στιγμές που ο ποιητής αναφέρεται στον κάπως ξεχασμένο και υποτιμημένο συνάδελφό του στα Γράμματα, τον ποιητή Μάριο Μαρίνο Χαραλάμπους, ενώ ταυτόχρονα βρήκα ενδιαφέρουσα την πεποίθησή του πως σ’ αυτόν τον τόπο (ή καλύτερα σ’ αυτήν τη ζωή) πολλοί μαζί γράφουμε εντέλει το ίδιο ποίημα. Αντιγράφω από τη σελ. 36 (ποίημα «Η παρέα»): Μεγαλώνει η παρέα σκέφτομαι / το ποίημα δεν τελειώνει.

Φαίνεται πως ο Γ. Λ. Οικονόμου, με τις δεκατρείς ποιητικές συλλογές που πρόλαβε να μας δώσει, χάραξε τη λογοτεχνία της πόλης και της χώρας, κυρίως μέσα απ’ αυτό το συνεχές και γόνιμο δούναι και λαβείν με τους ποιητές που αγαπούσε και συγχρωτιζόταν υφολογικά, αλλά και με την ιδιαίτερη, προσωπική, χαμηλόφωνη και θερμή γραφή και ματιά του.

 

 

Δείγματα γραφής

 

σ. 12, «Φτωχό κορίτσι»

 

Φτωχό κορίτσι εσύ / πώς θα πας σχολείο / με άδεια χέρια // κι αν σε ρωτήσουν / τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου / η μάνα σου γιατί δε σ’ έφερε / πρώτη μέρα τι θα πεις // φτωχό κορίτσι εσύ / κρύψε καλά τα φτερά σου

 

σ. 20, «Τάχα δήθεν»

 

Οι παλιοί φίλοι / οι παλιές αγάπες / που μας κάνουν ν’ αλλάζουμε πεζοδρόμιο // για να μην τους πούμε ψέματα / πως τάχα δήθεν / είμαστε καλά

 

(υπό δημοσίευση στο περιοδικό Η Οδοντωτός)

 

 

 

 

 

 

ΜΑΡΙΑ ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

(1930)

 

 

ΤΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

 

 

Θα ήθελα, αρχικά, να συγχαρώ τον Δήμο Θεσ/νίκης και τη Δημοτική Βιβλιοθήκη που, εν μέσω παρατεταμένης ακυβερνησίας (οι πολιτικοί μας ταγοί, με μικροπολιτικές σκοπιμότητες και πλήρεις ασυνειδησίας, ξεφορτώνονται μεταξύ τους τη διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης με την αβάσταχτη ελαφρότητα νεαρών που παίζουν μαξιλαροπόλεμο σε φοιτητικό δωμάτιο) και με αφορμή τα εκατό χρόνια της απελευθέρωσης της πόλης, τιμούν σημαντικούς λογοτέχνες και δημιουργούς που απέχουν εκκωφαντικά από τη στείρα δημοσιότητα, τα τηλεοπτικά φώτα και το λάιφ στάιλ εν γένει. Ανθρώπους που μας διδάσκουν ήθος, υπευθυνότητα, ειλικρίνεια, αξιοπρέπεια, δηλαδή χρήσιμους ανθρώπους Ένα από αυτά τα πρόσωπα είναι και η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, για το πεζογραφικό έργο της οποίας έχω την τιμή και τη χαρά να σας μιλήσω απόψε.

Η Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, από τις αντιπροσωπευτικότερες ποιητικές φωνές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, από τα τέλη της δεκαετίας του ενενήντα μοιράζει ισοδύναμα και επιτυχώς το λογοτεχνικό της τάλαντο σε πεζό και ποιητικό λόγο. Φαίνεται πως ο πεζός λόγος απελευθερώνει μέσα της δυνάμεις που, πιθανόν, η ποίηση κρατούσε εγκλωβισμένες ή δεν τις αναδείκνυε στον βαθμό που εκείνη θα επιθυμούσε. Η αρχή γίνεται το 1998 με το εκτενές αφήγημά της Συνοικισμός σιδηροδρομικών (εκδ. Κέδρος). Πρόθεση της συγγραφής αυτού του βιβλίου, όπως η ίδια καταθέτει: η ευγνωμοσύνη απέναντι στην ανεπανάληπτη εμπειρία της συναναστροφής που εξανθρωπίζει. Στο παρόν βιβλίο σκιαγραφείται ο Συνοικισμός Σιδηροδρομικών, ιδίως στην εικοσαετία 1930 με 1950. Με ρέουσα αφήγηση, γνήσια νοσταλγία και χιούμορ σε κάποιες στιγμές, καταγράφεται η ζωή αχάλαστων, φτωχών αλλά αξιοπρεπών ανθρώπων που με ψηλά το κεφάλι υπερπηδούσαν τα εμπόδια και τις κακοτοπιές της ζωής τους. Τα παλιά σπίτια, ο γενναίος σιδηροδρομικός πατέρας, η σκαλωμαρία των αγοριών στο τραμ –μια πολυτέλεια και μια ηδονή της εποχής που δεν την γεύονταν, τότε, τα κορίτσια–, τα κεραμίδια στις στέγες που έσταζαν νερά στις νεροποντές, ο βόθρος, τα καυσόξυλα, ο σεισμός της Ιερισσού το ’32, οι γειτόνισσες (άλλες υποχόνδριες, άλλες αθυρόστομες, άλλες αρχοντικές), τα βαριετέ της εποχής και δεκάδες γυναίκες της υπομονής, με μπουγάδες, κεντήματα και γλυκά του κουταλιού, αλλά και παλιές φίλες της συγγραφέως που πια δεν ζουν, συνθέτουν αυτό το πλούσιο και εύοσμο χαρμάνι ζωής μιας εποχής που φαντάζει μακρινή, όμως εξαιρετικά επίκαιρη, λόγω της κρίσης που βιώνουμε τα τελευταία τρία χρόνια. Το παλιό σπίτι της αφηγήτριας κατάντησε τεράστιο γκαράζ και βενζινάδικο. Τέλη της δεκαετίας του πενήντα ήρθε ο μαρασμός της συνοικίας, από το μικρόβιο του νεοπλουτισμού και της αντιπαροχής. Ωστόσο πάντα θα μένει ζωντανή στην ψυχή και τη συνείδηση της Αγαθοπούλου, γι’ αυτό άλλωστε μεταποιήθηκε από μνήμη σε λόγο. Το αφήγημα διαβάζεται αντιστικτικά και ως κείμενο αυτογνωσίας και ως οδηγός επιβίωσης σε καιρούς χαμένης εθνικής και προσωπικής ταυτότητας, ανέχειας και αναξιοκρατίας.

Ένα χρόνο μετά, το 1999, κυκλοφορεί από τη Νεφέλη η πρώτη συλλογή διηγημάτων της (ποιητικών αφηγημάτων, θα έλεγα καλύτερα), με τον τίτλο Στο δωμάτιο. Έχουμε δηλαδή για πρώτη φορά μετάβαση από την εκτενή αφήγηση στη μικρή φόρμα, και μάλιστα μπολιασμένη με πολλά ποιητικά στοιχεία. Στις περισσότερες από τις ιστορίες του βιβλίου η συγγραφέας παρατηρεί, νοσταλγεί ή εμπνέεται κυρίως από διάφορα πρόσωπα που παρελαύνουν στις σελίδες του – ποιητικά πορτρέτα ιδωμένα σε βάθος χρόνου (η κατάκοιτη μάνα της, ο καρβουνιάρης παππούς, η ποιήτρια Κική Δημουλά που δαμάζει τις λέξεις, μια Γεωργιανή υπηρέτρια με αδρή συμπεριφορά, μια εκπάγλου ομορφιάς γυναίκας που με το πέρασμα του χρόνου χάνει την ομορφιά της κ. ά.) Ο άλλος, το τρίτο πρόσωπο που συχνά είναι ηλικιωμένος, κατάκοιτος, ετοιμοθάνατος ή ήδη νεκρός, αποτελεί σ’ αυτό το βιβλίο το ενδιάμεσο βήμα προτού η Αγαθοπούλου καταφύγει σε πιο προσωπικά και εξομολογητικά κείμενα (κάτι που θα αρχίσει να γίνεται από το βιβλίο της η Παραίτηση και μετέπειτα). Στο δωμάτιο, δηλαδή, το φως εστιάζεται κατά πρώτον σε άλλα πρόσωπα και δευτερευόντως στη συγγραφέα-αφηγήτρια, που ωστόσο και πάλι νοσταλγεί, εμπνέεται, παρατηρεί ή καταφεύγει στο «ένδον σκάπτε». Όλες οι ιστορίες είναι γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο αφήγησης και ο χρόνος φαντάζει ακινητοποιημένος (μιλάμε για στιγμές στον χρόνο). Λόγος καλά δουλεμένος, ακρίβεια σκέψεων και συναισθημάτων, ενσταλαγμένη ποίηση στις σωστές της δόσεις και μια διάχυτη υποβόσκουσα αγωνία για το πριν και το μετά του θανάτου, του γήρατος και της φθοράς. Κορυφαίο της συλλογής (πάντα κατά τη γνώμη μου) το ομότιτλο της, Στο δωμάτιο, που ως έννοια υποδηλώνει τη συνείδηση και αποτελεί πεδίο υπαρξιακών ανησυχιών και προβληματισμών της συγγραφέως. Άλλωστε ο άδειος χώρος, ένα άδειο από ενοίκους σπίτι ή ένα δωμάτιο, που φωτίζεται και εξετάζεται από πολλές σκοπιές, αποτελεί γνώριμο αφηγηματικό σκηνικό της Αγαθοπούλου, και θα το συναντήσουμε και σε άλλα της βιβλία.

Ακολουθεί Η παραίτηση (Κέδρος, 2002), που περιέχει 19 τον αριθμό κείμενα. Εδώ η συγγραφέας φιλτράρει μέσα από τον προσωπικό ευρυγώνιο φακό της την καθημερινότητα και, αναγάγοντάς την στο γνώθι σαυτόν των αρχαίων, φτάνει στο κουκούτσι της ατομικής της ύπαρξης. Οι ιστορίες της, πλέον, δεν βασίζονται τόσο σε αποκωδικοποίηση ή ερμηνεία άλλων προσώπων, αλλά αποκτούν προσωπικό χαρακτήρα. Υπάρχουν πάλι μνήμες παλιότερης εποχής, αλλά για πρώτη φορά θα συναντήσουμε τριτοπρόσωπη αφήγηση και αποστασιοποιημένη ματιά σε σχέση με τα παλιότερα βιβλία της. Σε τουλάχιστον τέσσερα αφηγήματα παρωδείται με μαεστρία ο θάνατος, ενώ και οι ήρωες δείχνουν εξοικειωμένοι με την ιδέα της φθοράς και του χαμού σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι σε παλιότερες συλλογές. Συχνά το παρελθόν εμφιλοχωρεί στο παρόν, αλλού υπάρχει αυτοσαρκασμός ενώ υπάρχουν διάσπαρτες κάποιες προσωπικές φοβίες και αδυναμίες της ώριμης ηλικίας που όμως, φαινομενικά μόνο, οδηγούν την αφηγήτρια σε παραίτηση, αφού η ηρωίδα υπερνικά τα όποια εμπόδια της ζωής και επιβιώνει. Τέλος, η συχνή χρήση λέξεων μικρασιάτικης προέλευσης, προφανώς λόγω της καταγωγής των γονιών της συγγραφέως και των δικών της ακουσμάτων, προσδίδει γοητεία και πολυχρωμία στη γραφή της. Ο φιλοσοφικός-υπαρξιακός πυρήνας του βιβλίου έχει να κάνει με τον τίτλο του αλλά και με το ομότιτλο διήγημα, που αντιπροσωπεύει θαυμάσια το περιεχόμενο όλων των κειμένων, δίνοντας το στίγμα της Αγαθοπούλου. Η ηρωίδα-αφηγήτρια νιώθει –προς στιγμήν– παραιτημένη από τη ζωή, παροπλισμένη, απόμαχη, όμως μόνο προσωρινά, αφού δεν θα αφεθεί οριστικά στην απομόνωση και στην απόσυρση, αλλά θα κάνει τα ένα-δύο γενναία βήματα που απαιτούνται για να ξεπεράσει τη μελαγχολία της, και να μπει και πάλι, θαρρετά, στο παιχνίδι της ζωής. Είναι τελικά η ίδια η τέχνη της συγγραφέως, που, λειτουργώντας ιαματικά, σώζει την ηρωίδα-αφηγήτρια, κάνοντάς την να επανακάμψει από την πρόσκαιρη θλίψη που νιώθει και τις αναποδιές που βιώνει. Παράλληλα την οπλίζει μ’ ένα σπουδαίο εφόδιο: την επίγνωση των ορίων του εαυτού της αλλά και του κόσμου που την περιβάλλει. Για την ιστορία, αναφέρω πως η συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων βραβεύτηκε, το 2003, από την Ακαδημία Αθηνών του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη.

Στη συλλογή Οι μικρές χαρές (Μεταίχμιο, 2005) που έπονται της Παραίτησης, ο όρος διηγήματα είναι πιο εύστοχος και αντιπροσωπευτικός απ’ ό,τι για τα κείμενα της Παραίτησης. Κάποια υπόγεια σύνδεση που υπάρχει ανάμεσά τους θα μπορούσε να συνηγορήσει ώστε το υπάρχον υλικό να πάρει και μυθιστορηματική έκταση ή τουλάχιστον να σταθεί και σαν εκτενής αφήγηση. Ας δούμε, τώρα, κάποιες από τις «μικρές χαρές» της Αγαθοπούλου που προσφέρουν πληρότητα στην ίδια, και σε μας την αναγνωστική απόλαυση: Η αναπόληση της οσμής ενός αγαπημένου εξαδέλφου –άρωμα μελιού ανάμικτο με κολόνια και μυρωδιά σώματος– που αναδίδει το άδειο παλτό του. Ο μαρασμός μιας πολύχρονης σχέσης, που όμως βρίσκει τρόπο να αναγεννηθεί απ’ τις στάχτες της. Ένα πρωινό αφιερωμένο στον εαυτό μας. Το κοίταγμα των πουλιών μέσα από ένα κλειστό παράθυρο. Ένα μπουκέτο ανεμώνες. Ένα τραγούδι –έστω λυπημένο– στο ραδιόφωνο. Η παρατήρηση άγνωστων ανθρώπων σ’ ένα καφέ-μπαρ. Η κατανυκτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί η φωνή μιας τραγουδίστριας κέλτικων τραγουδιών. Η μυρωδιά ενός βρέφους σε κρεβάτι νοσοκομείου, όπου νοσηλεύεται η μάνα, με επιλόχειο πυρετό… Μινιμαλιστική διάθεση και χαμηλόφωνη γραφή, σε τρίτο ή πρώτο πρόσωπο αφήγησης, άλλοτε με αφηγηματικά προσωπεία κι άλλοτε άμεσα, προσωπικά, αποκαλυπτικά. Κείμενα ισορροπημένα στη γραφή τους, σμιλεμένα με μαστοριά, που τα χαρακτηρίζουν από τη μία η λιτή και ακριβής διατύπωση, κι από την άλλη το αίσθημα και η νοσταλγία. Λάμπει το ελάχιστο, αναδεικνύεται σε μείζον, και το μικρό, το καθημερινό, το φαινομενικά ασήμαντο –μα εντέλει τόσο σημαντικό– το κατ’ επίφασιν ευτελές, εξακτινώνεται στις σφαίρες της τέχνης.

Η τελευταία ώς τώρα πεζογραφική κατάθεση της Α. που τιτλοφορείται Η Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι (Γαβριηλίδης, 2010) νομίζω πως αποτελεί την κορυφαία πεζογραφική στιγμή της. Στο παρόν βιβλίο, που αποτελείται από 26 διηγήματα, συχνά κάτι το ελάχιστο ή το φαινομενικά ασήμαντο (όπως δηλαδή και στο προηγούμενο βιβλίο της) στέκεται αρκετό για να υφανθεί –πάντα με μακροπερίοδο λόγο– μια μικρή ιστορία. Τα προσωπικά αντικείμενα του σπιτιού της που της ξυπνούν μνήμες και αναμνήσεις, η μορφή της μητέρας της που επανέρχεται μετά θάνατον με όλα τα προτερήματα και τις ιδιορρυθμίες της –κυρίως την αυστηρότητά της, μιαν αυστηρότητα που καθόρισε και χάραξε την πορεία ζωής της συγγραφέως-κόρης–, πρόσωπα της γειτονιάς ή αποδεκατισμένοι μετανάστες, το πρώτο ερωτικό σκίρτημα, στιγμές προσωπικής ευδαιμονίας και πολύτιμης μοναξιάς στα καφέ της πόλης, η «απρέπεια» μιας αριστοκράτισσας όταν περιδιαβαίνει μια φτωχική συνοικία, ένα άκαμπτο αντρικό στόμα που, επιτέλους, γελά, ένα ερωτικό ραντεβού που πηγαίνει στράφι από μία άστοχη κουβέντα, όλα μεταποιούνται με τη γραφίδα της συγγραφέως σε μικρά πολύτιμα δομικά υλικά συνειδητοποίησης του κόσμου που την περιβάλλει. Η καθαρότητα του βλέμματος κι αυτό που ο Άλντους Χάξλεϊ όρισε στα βιβλία του ως «διευρυμένη συνείδηση», είναι τα όπλα της συγγραφέως για να μοιράζεται και να σκορπά απλόχερα τα ιδιωτικά της κεκτημένα, τις αισθήσεις, τις μνήμες, τους λογισμούς της, στους γύρω, που την περιβάλλουν, στον άλλο, στον διπλανό, στην ετερότητα. Όλα είναι απλωμένα πάνω στα υλικά σώματα, μέχρι και στη σκόνη που τα περιβάλλει. Όλα τα αντικείμενα είναι διαποτισμένα από το παρελθόν. Αρκεί να τα δούνε τα μάτια της ψυχής, να τα εντοπίσει η έσω όραση, και η διευρυμένη συνείδησή μας να νιώσει, να αισθανθεί, να πονέσει, να θυμηθεί. Ιστορίες ειλικρινείς, αληθινές, προσωπικές, άλλοτε εξομολογητικές άλλοτε πιο κρυπτικές, γραμμένες με τέχνη και αίσθημα, που συνδυάζουν τη σχολαστική παρατήρηση και ακρίβεια της πεζογράφου με την ευαισθησία της ποιήτριας. Μια ανέλπιστη αλήθεια φτερουγίζει, απελευθερωμένη, στο τέλος κάθε κειμένου. Ίσως να είναι η κρυμμένη ποίηση, που φανερώνεται μέσ’ από τις λέξεις, σε βαθμό που να την περιμένουμε σε κάθε ανάγνωση που ακολουθεί.

Η Κ. Α. εκτός από σπουδαίο ποιητικό και πεζογραφικό έργο, έχει και σημαντικό δοκιμιακό έργο, που (αν εξαιρέσουμε τις πάμπολλες δημοσιεύσεις της σε έγκυρα περιοδικά της χώρας) κυρίως συνοψίζεται στο βιβλίο της Δοκίμια και δοκιμασίες, τυπωμένο από τις καλαίσθητες και ποιοτικές εκδόσεις Νησίδες, το 1999. Περιλαμβάνει δεκαοχτώ κείμενα για ποιητές της Θεσσαλονίκης (Θέμελης, Καρέλλη, Κύρου, Μάρκογλου, Στογιαννίδης, Ευαγγέλου, Βαφόπουλος, Ασλάνογλου, Χρηστάρα), στα οποία αλλού θα συναντήσουμε κριτική οξυδέρκεια, εμβάθυνση και παρατηρητικότητα, αλλού μαρτυρίες συμβάντων της καθημερινής ζωής των ποιητών με τις συνήθειες και τις ιδιορρυθμίες τους, ενώ κάποια κείμενά της κινούνται στο μεταίχμιο του κριτικού δοκιμίου και της μαρτυρίας. Στον πρόλογο του βιβλίου της η συγγραφέας δηλώνει με κάθε ειλικρίνεια πως δεν διεκδικεί ούτε τον τίτλο του κριτικού ούτε την ιδιότητα του δοκιμιογράφου, με την έννοια της επαγγελματικής προσήλωσης. Επίσης δεν λογάριασε μόνο Θεσσαλονικείς ποιητές από αίσθημα τοπικισμού, αλλά έγραψε συνειδητά αυτά τα κείμενα από μια ανάγκη «σωματικής» μαρτυρίας, αφού με όλα αυτά τα πρόσωπα συγχρωτίστηκε, παροίκησε στην ίδια Ιερουσαλήμ, δοκιμάστηκε, λόγω και έργω, μέσα στους ίδιους δρόμους αυτής της πόλης.

Τελειώνοντας αυτή την αναφορά στην πεζογραφική διαδρομή της Κ-Α. θέλω να επισημάνω ότι η πεζογραφική κοιτίδα της βρίσκεται στο ρεύμα της συνειδησιακής ροής που βρήκε πρόσφορο έδαφος στην πόλη μας από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 μέχρι περίπου το 1950. Σήμερα, βέβαια, έχουμε μετεξέλιξη αυτής της τάσης σε ένα μεικτό είδος ανάμεσα στον ρεαλισμό (νεορεαλιστική πρόζα) και στον εσωτερικό μονόλογο, κάτι που, μαζί με αρκετούς ομοτέχνους της, ακολουθεί και η ίδια. Παράλληλα, συγκαταλέγεται σε μια ομάδα λογοτεχνών (Βασιλικός, Ευαγγέλου, Μέσκος, Μάρκογλου, Νικηφόρου κ.α.) που επηρεάστηκαν από τους πεζογράφους του μεσοπολέμου και τους πρώιμους μεταπολεμικούς, και όχι από το γαλλικό Νέο Μυθιστόρημα. Όλοι οι παραπάνω, στη γραφή τους, συνδυάζουν ρεαλιστικά στοιχεία με ποιητική γραφή, ενώ στα κείμενά τους ο εσωτερικός χρόνος υποκαθιστά τον συμβατικό. Ειδικά στην Αγαθοπούλου δύο στοιχεία εντοπίζονται στο πεζογραφικό της έργο: Η μνήμη και το βίωμα. Η περίπτωση της μάς αποκαλύπτει μια ισοδύναμα εξαιρετική ποιήτρια και πεζογράφο. Γράφει δίχως διάθεση εντυπωσιασμού, δίχως συμβιβασμούς στις απαιτήσεις των καιρών, χωρίς εκπτώσεις στην ποιότητα της γραφής της, χωρίς ευκολίες και σκοπιμότητες. Καθαρή λογοτεχνία, κρυστάλλινα κείμενα, με σοφία και αίσθημα. Κι επειδή όλα τα παραπάνω δεν παύουν να είναι σχολαστικές παρατηρήσεις και αναλύσεις, νομίζω πως η πόλη όπου ζει και αναπνέει, οι άνθρωποί της, οι ομότεχνοί της και κυρίως οι νεώτεροι άνθρωποι που διαβάζοντας τα ποιήματα και τα διηγήματά της διδαχτήκαμε τόσα πολλά και ουσιαστικά για την τέχνη της γραφής, της οφείλουμε ένα βαθύ, ειλικρινές και ζεστό «ευχαριστώ», για όσα συνολικά μας έχει ως τώρα προσφέρει. Ευχαριστούμε, Μαρία!

 

(το κείμενο εκφωνήθηκε σε εκδήλωση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Θεσσαλονίκης, την Τετάρτη 9 Μαΐου 2012, προς τιμήν της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου. Στο πάνελ ο Τάσος Καλούτσας και η Μαρία Κουγιουμτζή)

 

 

 

 

 

 

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΣΦΥΡΙΔΗΣ

(1933)

 

 

 

ΔΡΟΜΟΙ ΚΑΙ ΑΛΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ

 

Περικλής Σφυρίδης, ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ, διηγήματα, εισαγωγή-επιμέλεια Σωτηρία Σταυρακοπούλου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2016

 

Μετά τη σύνοψη των ερωτικών (Ιανός, 2013) και των ζωοφιλικών διηγημάτων του (Εστία, 2014) σε ξεχωριστούς τόμους, ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος Περικλής Σφυρίδης (1933) συγκεντρώνει σε ξεχωριστό βιβλίο και τα κοινωνικά του διηγήματα (Εστία, 2016), δηλαδή εκείνα που πραγματεύονται κοινωνικά ζητήματα είτε από τον χώρο της ιατρικής, που, από πρώτο χέρι, γνώρισε ως ιατρός καρδιολόγος, είτε από την «περιπέτεια» της ζωή του. Τα διηγήματα αυτά καλύπτουν ένα χρονικό άνυσμα σαράντα χρόνων, από το 1977 έως το 2016, ενώ δύο διηγήματα, το «Θανατηφόρος γραφειοκρατία» (έχει έκταση νουβέλας) και το «Ημερολόγιο», δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά.

Η επιμέλεια του όλου εγχειρήματος έγινε από την καθηγήτρια πανεπιστημίου και συγγραφέα Σωτηρία Σταυρακοπούλου, η οποία επιμελήθηκε και τους προηγούμενους δύο τόμους, γράφοντας και αναλυτικές εισαγωγές σε κάθε βιβλίο. Ειδικότερα, στα Ζωοφιλικά προηγείται των δώδεκα διηγημάτων μια εκτενέστατη μαρτυρία του Σφυρίδη, με τίτλο «Πώς μέσα από τα ζώα γνώρισα τους ανθρώπους», η οποία δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά. Η εισαγωγή της Σταυρακοπούλου στα Κοινωνικά διηγήματα, εκτενής πάλι, τριάντα περίπου σελίδων, αναφέρεται διεξοδικά, σχεδόν στο σύνολο των διηγημάτων του τόμου, αλλά και στην άκρως θετική απήχηση που είχαν αυτά από την κριτική. Τον παρόντα τόμο ο συγγραφέας τον αφιερώνει στη μνήμη της πρόσφατα εκλιπούσης συζύγου του, της ζωγράφου Φρίντας Σφυρίδη, έργο της οποίας κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου.

Για τις ανάγκες της τιθάσευσης αυτού του μεγάλου υλικού η Σταυρακοπούλου μοιράζει τα 57 διηγήματα του τόμου σε δύο ευδιάκριτες κατηγορίες. Στο πρώτο μέρος «Από τη “θητεία” στην Ιατρική» περιλαμβάνονται τα «Ιατρικά» διηγήματα του συγγραφέα και περιέχονται στις ενότητες-συλλογές του Μισθός ανθυπιάτρου (Υάκινθος, 1987, Μπιλιέτο, 1995) και Από πρώτο χέρι (Καστανιώτης, 1989). Ακολουθούν ακόμα δύο εκτενή διηγήματα που δημοσιεύτηκαν σε μεταγενέστερα βιβλία του συγγραφέα. Γι’ αυτά τα διηγήματα η Σταυρακοπούλου σχολιάζει στη σ. 15 της εισαγωγής της: «Θέλει “κότσια” να περνάς στη λογοτεχνία τα “άπλυτα” του επαγγέλματος που ασκείς».

Ο Σφυρίδης με τόλμη και μαστοριά θίγει σοβαρά θέματα που άπτονται του επαγγέλματός του, με απήχηση στον κοινωνικό ιστό, όπως το ζήτημα της ευθανασίας στους ασθενείς με ανίατες παθήσεις, το «φακελάκι» των γιατρών και εν γένει τη διαφθορά του ιατρικού συστήματος της χώρας μας, το AIDS ως κοινωνικό αλλά και διαπροσωπικό στίγμα στις οικογενειακές σχέσεις, τις μεταμοσχεύσεις νεφρού και όλο το σκηνικό εκμετάλλευσης των ασθενών από κρατικές παραλείψεις ή ιδιοτελείς επικερδείς σκοπιμότητες. Κάποια από αυτά τα θέματα ίσως φαντάζουν σήμερα κοινά και κάπως «πολυφορεμένα», ιδίως λόγω του Τύπου και της διεξοδικής δημοσιογραφικής τους κάλυψης, όμως, την εποχή που τα έγραφε ο Σφυρίδης ήταν πρωτόγνωρα για τα ελληνικά δεδομένα και ο πεζογράφος ήταν πρωτοπόρος και ιδιαίτερα τολμηρός στη λογοτεχνική αποτύπωσή τους και στην αποκάλυψή τους στο ευρύ αναγνωστικό κοινό.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που ο συγγραφέας το ονόμασε «Από την “περιπέτεια” της ζωής», περιέχονται και κείμενα σε έκταση νουβέλας («Η ψυχή του μπαρμπα-Ανδρέα αναβλύζει», «Στη μνήμη του Αλμπέρτου Ναρ και του άλλου Αλμπέρτου», «Θανατηφόρος γραφειοκρατία»). Κάποια από τα θέματα που θίγονται σ’ αυτό το δεύτερο μέρος: Η προσαρμογή της ελληνικής κοινωνίας στις αλλαγές που επέφερε ένας άκριτος καταναλωτισμός («Το σούπερ μάρκετ»), η ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου τη δεκαετία του 1970 – φαινόμενο αστυφιλίας («Χριστούγεννα στο Πήλιο»), το σοβαρό πρόβλημα των ναρκωτικών και η υποκρισία που κρύβεται πίσω από την υποτιθέμενη λύση του («Η διάλεξη» και «Πώρωση»), η παράκρουση και ο παραλογισμός του στρατού («Ακαταμάχητος εκβιασμός»), η ενηλικίωση και η μελαγχολική σύγκριση της εποχής της νεότητας με το σήμερα («Πώς έγινα άντρας», «Δρόμοι και άλματα»), ο θεσμός της αντιπαροχής οικοπέδων με διαμερίσματα, που χρησιμοποιήθηκε έντονα στην Ελλάδα κατά τη μεταπολεμική περίοδο, ιδωμένος από πολλές πλευρές με πολλαπλή και πολυδιάστατη προσέγγιση (η Σταυρακοπούλου επισημαίνει πως οι επιπτώσεις τού εν λόγω φαινομένου είναι εμφανείς στο σύνολο σχεδόν του πεζογραφικού έργου του Σφυρίδη, ακόμη και στα ερωτικά του διηγήματα), η νοερή επικοινωνία ζώντων και τεθνεώτων («Ανακομιδή του Χαριλάου», «Η ψυχή του μπαρμπα Ανδρέα αναβλύζει» – μια τάση, γνώριμη στους Θεσσαλονικιούς λογοτέχνες, που φαίνεται πως διαμορφώθηκε και στον Σφυρίδη με τον θάνατο του φίλου του, ποιητή, Γιώργου Βαφόπουλου, τον οποίον ο ίδιος δυσκολεύτηκε να αποδεχθεί· για «το ρίγος του υπερβατικού» μίλησε εύστοχα η εξαίρετη κριτικός Μάρη Θεοδοσοπούλου, η οποία έφυγε από την ζωή πρόσφατα και πρόωρα), η γραφειοκρατία που μολύνει, ταλαιπωρεί κι εντέλει καταστρέφει τη ζωή μας («Θανατηφόρος γραφειοκρατία»), η ματαιοδοξία και η μωροφιλοδοξία ανθρώπων του πνεύματος που διολισθαίνουν πνευματικά στην επαιτεία της απονομής κρατικών βραβείων («Τα βραβεία», ένα διήγημα που δυσαρέστησε –αδίκως; δικαίως;– κάποιους κριτικούς και συγγραφείς που αναγνώρισαν ως ήρωα του εν λόγω διηγήματος γνωστό πεζογράφο της Θεσσαλονίκης), η έλευση οικονομικών μεταναστών στη χώρα μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης («Ο κουμπάρος μου Βασίλη(ς) Λέκα(ς)», η ναζιστική θηριωδία του Ολοκαυτώματος και η εβραϊκή κοινότητα της Θεσσαλονίκης («Στη μνήμη του Αλμπέρτου Ναρ και του άλλου Αλμπέρτου») και η φιλοσοφική ενατένιση του θανάτου («Ο Ζεμπέκος», «Το πάρτι», «Το ταξίδι») αλλά και το συγκλονιστικό ακροτελεύτιο διήγημα του τόμου («Ημερολόγιο», όπου εξομολογείται άκρως αποκαλυπτικές σκηνές του οικογενειακού του βίου και τελειώνει με την αρρώστια και τον θάνατο της συζύγου του) – πιστεύω οι πιο σημαντικές διηγηματογραφικές στιγμές του Σφυρίδη, διηγήματα πολυεπίπεδα και μεστά, που προσεγγίζουν, ως έναν βαθμό, σε δύναμη και ποιότητα τις νουβέλες του Φίλιπ Ροθ περί θνητότητας, γηρατειών και θανάτου.

 Ο Σφυρίδης, καθαρόαιμος διηγηματογράφος (παρότι ξεκίνησε το 1974 με ποιήματα και έχει επίσης γράψει δύο εκτενή μυθιστορήματα, τα Ψυχή μπλε και κόκκινη και Μεταμόσχευση νεφρού), ως γνήσιος εκφραστής αυτού που λέμε στη λογοτεχνία μικρή φόρμα (με τη διευρυμένη έννοια του όρου) αποτυπώνει με εξαιρετική αμεσότητα, πυκνότητα και καθαρότητα τα βιώματά του, τόσο σε κείμενα μιας ανάσας (ενσταντανέ ή μικρά πεζά) όσο και σε μεγάλης έκτασης διηγήματα, που προσεγγίζουν τη νουβέλα (ή είναι νουβέλες). Είναι βιωματικός συγγραφέας, στα όρια της αυτοβιογραφίας. Παρότι η κριτική οφείλει να κρατά πάντα αποστάσεις ανάμεσα στον αφηγητή και στον συγγραφέα ενός κειμένου, ο Σφυρίδης ανατρέπει αυτή τη σύμβαση, αφού, στη συντριπτική πλειοψηφία των διηγημάτων του, αφηγητής και συγγραφέας ταυτίζονται. Η γραφή του πάντα διακρίνεται από καθαρότητα λόγου, εξομολογητική διάθεση, ζουμερούς διαλόγους, εκφραστική λιτότητα, ειλικρίνεια και ευθύτητα. Μακριά από νεωτερικού τύπου ελαφρότητες, ακρότητες και ευκολίες, γοητεύει και συγκινεί τον αναγνώστη που αποζητά την αληθινή λογοτεχνία, δίχως ιδεολογικού ή θεωρητικού τύπου εμμονές, προσκολλήσεις και ιδεοληψίες. Αλλά ας κλείσει αυτό το κείμενο η άκρως ενδιαφέρουσα άποψη της Μάρης Θεοδοσοπούλου για τον διηγηματογράφο Περικλή Σφυρίδη, διατυπωμένη στις 17 Φεβρουαρίου του 2002, στην εφημερίδα «Η Εποχή», στην οποία αρθρογραφούσε, και την οποία προσυπογράφω: «Ο Σφυρίδης δεν νεωτερίζει και, καθώς προχωρούν τα χρόνια, μας δίνει όλο και πιο ενδιαφέροντα διηγήματα, που προβάλλουν ακόμη σημαντικότερα σε εποχή πεζογραφικής πληθώρας μεν, ωστόσο ξηρασίας. Ο Π. Σφυρίδης είναι από τους ελάχιστους που ανθίσταται στην εκπόρνευση του διηγήματος».

 

(book press, Ιανουάριος 2017)

 

 

 

 

ΔΥΟ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ

ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΜΠΙΛΙΕΤΟ»

 

 

Περικλής Σφυρίδης, Ο Αδαμάκος, διήγημα, 2012, Μπιλιέτο

Περικλής Σφυρίδης, Η ανακομιδή του Χαριλάου, διήγημα, 2013, Μπιλιέτο

 

 

Συμβιώνοντας αρμονικά με ζώα

 

Ο πεζογράφος Περικλής Σφυρίδης (1933) ποτέ δεν έκρυψε τα ζωοφιλικά του αισθήματα. Έχει γράψει στο παρελθόν μια πλειάδα ζωοφιλικών διηγημάτων, κυρίως για σκύλους αλλά και για γάτες, ακόμα και για ένα τραγάκι. Ο Αδαμάκος είναι ένα εκτενές διήγημα που τυπώθηκε, τη χρονιά που μας πέρασε, από τη σειρά «Οκτασέλιδο» του Μπιλιέτου, του ομώνυμου εκδοτικού οίκου που εδρεύει στην Παιανία. Στον πυρήνα της ιστορίας κυριαρχεί το δέσιμο ενός ηλικιωμένου Σκυριανού, του Καπετάνιου, με ένα αρσενικό κουτάβι, τον Αδαμάκο, το οποίο δέχτηκε να το υιοθετήσει από κάποιον ψαρά, που σκόπευε να το πνίξει στη θάλασσα, όπως συμβαίνει συχνά σ’ αυτό το νησί. Ο Καπετάν Θόδωρος δέθηκε με το κουτάβι και το μεγάλωσε σαν πραγματικό εγγόνι. Ο συγγραφέας εμπλέκεται στην ιστορία με τριπλή ιδιότητα: ως κατεξοχήν ζωόφιλος, ως γιατρός αλλά και ως επιστήθιος φίλος του Καπετάνιου. Η υπόθεση εν συντομία: Κάποιος ασυνείδητος οδηγός χτυπά, ένα βράδυ, με φορτηγάκι τον Αδαμάκο και τον τραυματίζει σοβαρά. Ο Καπετάνιος φέρνει αεροπορικώς τον Αδαμάκο στη Θεσσαλονίκη, και οι γιατροί συστήνουν την «ευθανασία» ως την πιο εφικτή και ρεαλιστική λύση. Όμως ο Καπετάνιος μένει αμετάπειστος. Αδιαφορώντας για το οικονομικό κόστος, μπαίνει στην περιπέτεια του χειρουργείου του Αδαμάκου, που όμως δεν φέρνει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Επί ένα χρόνο φροντίζει τον σκύλο του ως νοσοκόμος. Του συμπαρίστανται όλες οι γάτες της αυλής του γλείφοντας με στοργή τα τραύματα του χειρουργημένου σκύλου. Κάποτε ο Καπετάνιος, κι επειδή η κατάσταση του Αδαμάκου χειροτερεύει, επιθυμεί να του προσφέρει έναν ωραίο θάνατο με ευθανασία και παρακαλεί τον γιατρό, ο οποίος αρνείται. Η ευκαιρία δίνεται όταν ένα ζεύγος νεαρών κτηνιάτρων επισκέπτεται το καλοκαίρι το νησί και δέχεται να λυτρώσει τον Αδαμάκο από το μαρτύριό του. «Κοίμισέ τον, σε παρακαλώ, κορίτσι μου, να ’ναι ο προπομπός και στο τελευταίο ταξίδι μας» λέει κάποια στιγμή ο συγγραφέας, διά στόματος Καπετάνιου. Το θέμα της ευθανασίας έχει αρκετές φορές απασχολήσει τον Σφυρίδη και σε παλιότερα διηγήματά του, είτε αυτά αφορούν ανθρώπους είτε ζώα.

Στην πεζογραφία του Σφυρίδη άνθρωποι και ζώα συμβιώνουν αρμονικά, μέχρι και οι τελετές θανάτου των ζώων είναι περίπου όμοιες με εκείνες των ανθρώπων. Στη σχέση ανθρώπων-ζώων υπάρχει αλληλοπεριχώρηση ζωής και θανάτου, σε σημείο που οι ψυχές των ζώων να γαληνεύουν τους εναπομείναντες ανθρώπους, που τους φρόντισαν και τους συμπεριφέρθηκαν, όπως και όφειλαν. Κι αυτή η αρμονική συμβίωση ζώων και ανθρώπων που διέπει την ιστορία, είναι τόσο έντονη κι αληθινή, ώστε τον χαμό του σκύλου –στο επιμύθιο του διηγήματος– θρήνησαν τόσο ο Καπετάνιος που μαράζωσε, όσο και οι γάτες του. Ο Σφυρίδης νιώθει τα ζώα, τα δικά του και των στενών του φίλων, ως μέλη της ευρύτερης οικογένειάς του, και κάθε απώλειά τους ισοδυναμεί με τον χαμό αγαπημένου προσώπου. Και όπως φάνηκε κι από την τελευταία συλλογή διηγημάτων του Το πάρτι, είναι ικανός να φτάσει μέχρι την αυτοδικία για να υπερασπιστεί τα δικαιώματά τους.

 

 

Ένα βιβλίο για το παλιό Χαριλάου

 

Το Η ανακομιδή του Χαριλάου (εκδ. Μπιλιέτο, 2013) είναι ένα ζουμερό διήγημα του Περικλή Σφυρίδη. Μέσα από τις σελίδες του αναβιώνεται το παλιό Χαριλάου, από την περίοδο της Γερμανικής κατοχής και εντεύθεν. Ο αφηγητής, που εν προκειμένω ταυτίζεται με τον συγγραφέα, πηγαίνοντας σε ένα «παραδοσιακό» γιαουρτάδικο του συνοικισμού Χαριλάου, τον «Λέανδρο» (σήμερα, στη θέση του, λειτουργεί αρτοπωλείο), πιάνει στο όρθιο κουβέντα με τον γιο του παλιού γιαουρτσή, τον Γιώργο, εβδομήντα χρονών τη χρονιά που γραφόταν το βιβλίο, και ανατρέχοντας στα παλιά θυμούνται απίθανες λεπτομέρειες για πρόσωπα που πια δεν υπάρχουν, έχοντας αφήσει όμως πρώτα το ίχνος τους στον συνοικισμό της πόλης. Ρώσοι και Τουρκάλες, Ελληνορώσοι και Πόντιοι, Σέρβοι και Αρμένισσες, συνυπήρχαν αρμονικά, σε χρόνια δύσκολα και σκληρά λόγω της φτώχιας και του πολέμου, χρόνια όμως που η αναπόλησή τους γαληνεύει τα πρόσωπα της αφήγησης που συνδιαλέγονται, αφού, τότε, η ανθρωπιά περίσσευε και η αξιοπρέπεια κυριαρχούσε. Ο Σφυρίδης, μάστορας του διηγήματος, δένει θαυμάσια την όρθια κουβέντα στο γιαουρτάδικο με την ανακομιδή των οστών, και κλείνει το διήγημα του με την αναφορά ενός ποιήματος του φίλου του, εκδότη, Βασίλη Δημητράκου (στον οποίον είναι αφιερωμένο το διήγημα), που τιτλοφορείται «Τα οστά». Το διήγημα του Σφυρίδη δεν μένει σε επίπεδο απλής νοσταλγίας, είναι ειλικρινές και πολυεπίπεδο – ένα προσκλητήριο νεκρών, τρόπον τινά, του παλιού Χαριλάου, παρότι δεν γίνεται ιδιαίτερη νύξη για το πολιτικό σκηνικό των χρόνων, στους οποίους αναφέρεται ο συγγραφέας.

 

(Το συνολικό κείμενο δημοσιεύτηκε σε δύο μέρη, στην book press. Το πρώτο μέρος τον Αύγουστο του 2013, και το δεύτερο τον Ιούνιο του 2016)

 

 

 

 

ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ

ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΤΙ

 

 

Ο Περικλής Σφυρίδης είναι από τους λίγους εναπομείναντες παλιούς μάστορες της πεζογραφίας μας. Καθαρόαιμος διηγηματογράφος (παρότι τύπωσε και μυθιστορήματα ή μυθιστορίες) εντάχθηκε στον πυρήνα μιας τάσης πεζογράφων, που πλαισίωσαν το περιοδικό Διαγώνιος του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Η τάση αυτή έφερε ξανά στο λογοτεχνικό προσκήνιο τον ρεαλισμό, ενώ στη Θεσσαλονίκη μεσουρανούσε και κυριαρχούσε ο μοντερνισμός (εσωτερικός μονόλογος). Αυτό από μόνο του ήταν ριζοσπαστικό για την εποχή του. Ο Σ. επίσης συμπεριλαμβάνεται σε μία πλειάδα πεζογράφων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, που έφεραν ως καινούρια στοιχεία της γραφής τους τη στροφή στο ατομικό και στην καθημερινότητα, μέσα από βιωματικά έως αυτοβιογραφικά κείμενα.

Ύστερα από ένα συναινετικό, όπως ο ίδιος δηλώνει, εκδοτικό διαζύγιο με τον «Καστανιώτη», όπου τύπωσε το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου –εξαιρούνται μόνο τα βιβλία Η Αφίσα και Μισθός ανθυπιάτρου–, ο Περικλής Σφυρίδης επανήλθε στο λογοτεχνικό προσκήνιο με νέα διηγήματα σε καινούριο εκδότη αυτήν τη φορά, τις ιστορικές και πάντα ποιοτικές «εκδόσεις της Εστίας». Το βιβλίο τιτλοφορείται Το Πάρτι και άλλα διηγήματα, και περιέχει 12 συνολικά διηγήματα, όλα τους γραμμένα την τελευταία οκταετία και δημοσιευμένα σε έγκριτα περιοδικά της χώρας. Είμαι από εκείνους που πιστεύουν πως πάντα το τελευταίο βιβλίο ενός συγγραφέα είναι σημαντικό γιατί κουβαλά την εμπειρία και την περιπέτεια των προηγούμενων. Πιστεύω όμως πως στην περίπτωση του Πάρτι και του Σ. συμβαίνει και κάτι άλλο που δεν αφορά μόνο τη γραφή και την τεχνική του, αλλά και τη θεματολογία του. Στο εν λόγω βιβλίο είναι συγκεντρωμένες όλες οι θεματικές ενότητες που απασχόλησαν τον Σφυρίδη στο παρελθόν, αλλά παράλληλα μια συμπυκνωμένη σοφία χρόνων, μια φιλοσοφική ενατένιση της ζωής που δεν την είχαμε συναντήσει σε τέτοια έκταση στο παρελθόν, ενώ και νέα στοιχεία προστίθενται στο ήδη δοκιμασμένο και πετυχημένο στιλ της διηγηματογραφίας του.

Τι θα συναντήσουμε λοιπόν στις δώδεκα καινούριες, χυμώδεις ιστορίες του Σφυρίδη: Έναν αναστοχασμό της ζωής και των δυσκολιών της μέσα από το βιβλίο της ίδιας της ζωής και των βιωμάτων του συγγραφέα, που διανύει πλέον, «επιτυχώς», κατά τη σκαμπαρδώνεια ρήση, την όγδοη δεκαετία του. Ένα πάντρεμα, μια αλληλοπεριχώρηση να πω καλύτερα, της τέχνης στη ζωή αλλά και της ζωής στην τέχνη, που συμπυκνώνεται και καταδεικνύεται στα διηγήματα που αφορούν έργα φίλων του ζωγράφων, όπως ο Πάνος Παπανάκος, ο Γιώργος Αναστασιάδης και ο Γιώργος Παραλής (στα διηγήματα αυτά, που πιστεύω ότι είναι τα κορυφαία της συλλογής, η τεχνοκριτική ματιά του Σφυρίδη εμφιλοχωρεί στην πεζογραφία του με έναν αβίαστο, απόλυτα φυσικό και μοναδικό τρόπο, κάνοντας τα κείμενα εξαιρετικά ευθύβολα, πρωτότυπα και δυνατά, ενώ παράλληλα τα δίπολα ζωή-θάνατος και έρωτας-θάνατος –με καταλύτη τη διάψευση– λειτουργούν δραστικά και αποτελεσματικά επικυρώνοντας την όλη συγγραφική του προσπάθεια). Θα συναντήσουμε, φυσικά, πάλι φιλοζωικά διηγήματα (ο ήρωας-αφηγητής είναι ικανός να φτάσει αυτήν τη φορά μέχρι την αυτοδικία για να υπερασπιστεί τα ζώα του), μια φιλοζωία γνήσια και αυθεντική, καθόλου δήθεν και ξιπασμένη, θα ξαναβρούμε τη Σκύρο ως τόπο αφήγησης πολλών ιστοριών (Το πάρτι είναι ένα βιβλίο όπου η πατρίδα του Σφυρίδη και το κατάλυμα των καλοκαιρινών διακοπών του, έχει την τιμητική του σε αριθμό διηγημάτων –η Σταυρακοπούλου χαρακτήρισε Το πάρτι ως το πλέον σκυριανό βιβλίο του–, κάτι που σε συνδυασμό με τους απλούς και συχνά γεμάτους πάθη και ιδιορρυθμίες ανθρώπους της και λόγω της κοντινής απόστασης του εν λόγω νησιού από τη Σκιάθο, τον καθιστά, κατά κάποιο τρόπο, ως επίγονο και συνεχιστή του έργου του Παπαδιαμάντη), αλλά και η κοινωνική μάστιγα των ναρκωτικών (διήγημα «Πώρωση»), το λογοτεχνικό σινάφι με τις βραβεύσεις και τις συναλλαγές του που απέχει εκκωφαντικά από την αληθινή δημιουργία και την πνευματική ανάταση που, υποτίθεται, πως καλλιεργεί (διήγημα «Τα βραβεία»), η μετανάστευση και η ξενοφοβία, η συνομιλία των πεθαμένων με τους ζωντανούς (κάτι που αποτελεί παράδοση και ίδιον της λογοτεχνίας της πόλης, και το ακολουθεί πιστά και ο Σφυρίδης στη διηγηματογραφία του, περίπου από την εποχή του θανάτου του ποιητή και φίλου του Γιώργου Βαφόπουλου, που τον συγκλόνισε σε σημείο ώστε να μην τον αποδεχτεί) –μιλώ για το συγκλονιστικό του διήγημα «Στη μνήμη του Αλμπέρτου Ναρ και του άλλου Αλμπέρτου», ένα συγκινητικό πάνω απ’ όλα κείμενο όπου καταγράφεται η θερμή φιλία και αγάπη που συνέδεε τον συγγραφέα με τον πρόωρα χαμένο λογοτέχνη της Θεσσαλονίκης, αλλά και η μνήμη αγάπης προς τον άλλον Αλμπέρτο, έναν Γερμανό στρατιώτη, που επί Κατοχής έμενε σε επιταγμένο δωμάτιο του πατρικού σπιτιού του πεζογράφου–, και, εν κατακλείδι, μια εσωτερική, προσωπική προετοιμασία για το μεγάλο ταξίδι «αναψυχής» των ηλικιωμένων ανθρώπων, ζώντες στα περίχωρα του θανάτου, όλα τα παραπάνω αποτελούν τον πλούσιο και εμπλουτισμένο θεματικό καμβά του Σφυρίδη στην καινούρια συλλογή διηγημάτων του. Πάντα ρεαλιστική γραφή στα όρια της αυτοβιογραφίας (εδώ μια αναγκαία διευκρίνιση για την ακρίβεια του όρου: νεορεαλιστική πρόζα να πούμε καλύτερα, όπως εύστοχα την αποκαλεί ο ίδιος ο Σ. ως κριτικός, αφού ο ρεαλισμός, στη συνολική του διάσταση, περικλείει και τις φαντασιώσεις, τα όνειρα, τα διαβάσματά μας, ακόμη και τις επινοήσεις μας), ενάργεια, σαφήνεια, αφήγηση που ρέει και σε παρασύρει καθιστώντας σε συμμέτοχο (και συνένοχο πολλές φορές) των ιστοριών, ανθρωπιά και καθημερινότητα, ειλικρίνεια, ευθύτητα και γνήσια λαϊκότητα, αλλά και τα μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας στα πόδια του, ή, σωστότερα, στα χέρια του συγγραφέα: ο έρωτας, ο θάνατος, οι διαψεύσεις της ζωής, ο παρηγορητικός ρόλος της Τέχνης, η Τέχνη ως αποκούμπι και ως εφαλτήριο ζωής, η ενατένιση του θανάτου, η φύση, οι σχέσεις των ανθρώπων με τα ζώα και την ύπαιθρο, οι αχάλαστοι αλλά και οι χαλασμένοι άνθρωποι του νησιού του, η γραφή η ίδια ως βάλσαμο ψυχής και ως ελιξίριο ζωής.

Στο νέο βιβλίο του Σ. το σκηνικό της αφήγησης ελαφρώς έχει μετατοπιστεί από την πόλη στην ύπαιθρο και στη Σκύρο, τα κείμενα γίνονται πλέον πιο μεστά και πυκνά, οι κορυφώσεις συνεχείς και αναπάντεχες, έχουμε για πρώτη φορά εμφάνιση αρκετά μικρών σε έκταση όμως πυκνών σε νοήματα κειμένων («Οι έρωτες κι ο θάνατος του Πάνου Παπανάκου»), ενώ για πρώτη φορά ο Σφυρίδης φλερτάρει με την αφηγηματική τεχνική της εξομολόγησης τρίτων προσώπων στον ίδιο («Ο κουμπάρος μου Βασίλη(ς) Λέκα(ς)»), αφού όλα τα μέχρι τώρα διηγήματα ή αφηγήματά του ήταν είτε πρωτοπρόσωπα είτε τριτοπρόσωπα. Εντούτοις το συγκεκριμένο κείμενο δεν αφορά συγγραφικό προσωπείο ούτε φανταστική, νεωτερικού τύπου εξομολόγηση κάποιου μετανάστη, απ’ αυτά που κατά κόρον διαβάζουμε ιδίως στα βιβλία της νέας αθηναϊκής πεζογραφικής σκηνής (αυτές τις τεχνικές γραψίματος ο Σφυρίδης τις απεχθάνεται όπως ο διάβολος το λιβάνι, και δεν θα ήταν δυνατόν, αναιρώντας τις πεποιθήσεις του να τις ασπαστεί στο ζενίθ της λογοτεχνικής του ωριμότητας), είναι μια πραγματική συνέντευξη-εξομολόγηση του υπαρκτού κουμπάρου του, που μαζί με τη γυναίκα του Φρίντα και την αδελφή της Άννα, βάφτισαν τα δύο δίδυμα παιδιά του, σε ηλικία οχτώ χρονών, σε εκκλησία της Καλαμαριάς. Ο Βασίλης Λέκας, λοιπόν, εξομολογήθηκε στον συγγραφέα τις περιπέτειες που αντιμετώπισε μέχρι να στεριώσει στην Ελλάδα, κι ο τελευταίος τις έκανε διήγημα.

Ο Σφυρίδης κρίνει σκόπιμο για την αληθοφάνεια κάποιων ιστοριών να προσθέσει εμβόλιμες πληροφορίες για την εξέλιξη των συμβάντων που αφηγείται, όχι για εντυπωσιασμό ούτε γιατί είναι σε τέτοιο βαθμό εξαρτημένος από τον ρεαλισμό της αφήγησής του, αλλά γιατί θέλει να επισημάνει πως, συχνά, η ίδια η ζωή είναι η συνέχιση της Τέχνης (εν προκειμένω της λογοτεχνίας) και πως, συχνά, ζωή και τέχνη εμπλέκονται και αλληλοσυμπληρώνονται, αντιγράφοντας η μία την άλλη. Άλλωστε, παλιότερα, σε κάποια διηγήματά του (συλλογή Εσωτερική υπόθεση) ξέφευγε από τον καθαρό ρεαλισμό αγγίζοντας, ιδίως στα κλεισίματα των ιστοριών του, τον μαγικό ρεαλισμό, με παράδοξες, ελαφρώς μεταφυσικές ή, ανεξήγητες με τη λογική, απολήξεις και ερμηνείες. Φυσικά, αυτές οι εμβόλιμες πληροφορίες, κάλλιστα θα μπορούσαν να παραλειφτούν δίχως να αλλοιωθεί στο ελάχιστο η δύναμη και η αξία των κειμένων στις οποίες αναφέρονται.

Εν κατακλείδι πιστεύω πως Το Πάρτι είναι από τα πιο ώριμα, μεστά και ολοκληρωμένα βιβλία του Σφυρίδη, ένας μικρός συγκεντρωτικός τόμος θα τολμούσα να πω όλων των τεχνικών αφήγησης και της πλούσιας θεματολογίας τού παρουσιαζόμενου πεζογράφου.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να καταθέσω κάποιες σκέψεις μου αναφορικά με τον Περικλή Σφυρίδη, όπως τον γνώρισα μέσα από τα βιβλία του, που τα διαβάζω πάντα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ενθουσιασμό, αλλά και μέσα από την πολύχρονη φιλία που μας ενώνει – υπήρξε οικογενειακός μας γιατρός στο Χαριλάου και τον γνωρίζω από παιδάκι. Πιστεύω πως ο Σφυρίδης, εκτός από σημαντικός πεζογράφος και κριτικός, είναι μια ευρύτερη προσωπικότητα στον χώρο της λογοτεχνίας, και όχι μόνο. Ανεξάρτητα σε ποια λογοτεχνική τάση και σε ποιο λογοτεχνικό ρεύμα τον εντάσσει κανείς, πέρα από το έργο του που αντικατοπτρίζεται στα δεκάδες βιβλία που έχει τυπώσει, έχει καθιερωθεί στη συνείδηση πολλών ανθρώπων που γράφουν, σχολιάζουν ή διαβάζουν λογοτεχνία, ως δάσκαλος, με την ευρεία έννοια του όρου. Η έννοια του χρέους και του καθήκοντος που τον διακρίνουν είναι έντονη στα βιβλία του, στη λογοτεχνία του, στις κριτικές του, ακόμη και στην ίδια τη ζωή του. Οι ζεστοί, πηγαίοι και αυθεντικοί χαρακτήρες των διηγημάτων του, τα οξυδερκή κριτικά του κείμενα, οι ημερίδες που διοργανώνει και τα συνέδρια, τα νέα ταλέντα που ανίχνευσε και ανιχνεύει, η έκδοση λογοτεχνικών περιοδικών τα οποία, με μεράκι, επιμελήθηκε ή κυκλοφόρησε στο παρελθόν, όλα κατευθύνονται και πηγάζουν από αυτήν τη βαθιά αίσθηση του χρέους που νιώθει για τη λογοτεχνία και τους συνανθρώπους του. Πρόκειται για έναν ουμανιστή συγγραφέα, αλλά παράλληλα και για έναν τρυφερό, ευαίσθητο, συνεπή και σταθερό στις ιδέες και στις αρχές του άνθρωπο, που αντιλαμβάνεται τη δημιουργία ως καθήκον. Αυτό το χρέος έχει ηθική υπόσταση, και δεν είναι τυχαίο που ο κριτικός Αλέξης Ζήρας τον τοποθετεί, λογοτεχνικά, στους συνεχιστές του «ηθικού βιώματος» που καλλιέργησε και εμπέδωσε η Διαγώνιος.

Ολοκληρώνοντας, θέλω να κάνω μια μικρή αναφορά και στο βιβλίο Αποκούμπι, ένα βιβλίο που συγγράψαμε, αν μου επιτρέπεται ο όρος, μαζί με τον Περικλή. Είναι μια συνέντευξη που μου παραχώρησε στο σπίτι του, όπου πηγαίνω και τα λέμε αρκετά συχνά, μια συνομιλία μας, να το πω καλύτερα, επάνω σε ζητήματα που αφορούν τη λογοτεχνική του πορεία και τη σφυρηλάτηση της προσωπικότητάς του, αλλά και σε άλλα, που άπτονται της λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης και της παράδοσης της πόλης. Τυπώθηκε από τις εκδόσεις Μπιλιέτο που εδρεύουν στην Παιανία, και οι οποίες, φαίνεται, πως, ως προς την αισθητική και το περιεχόμενο των βιβλίων που εκδίδουν, συνεχίζουν την παράδοση της «Διαγωνίου» του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Στο βιβλίο αυτό ο Σφυρίδης αναδεικνύεται χειμαρρώδης αφηγητής που με ζωντανό, καθάριο και ντόμπρο λόγο παίρνει θέση για πολλά τρέχοντα θέματα της πόλης, της ιστορίας της, του λογοτεχνικού της παρελθόντος και παρόντος. Αναφέρεται στον κύκλο της «Διαγωνίου», στο δικό του προσωπικό του έργο, στην ταύτισή του με την πόλη, στα παιδικά και εφηβικά του βιώματα, στις λογοτεχνικές και κοινωνικές παθογένειες, στο πανεπιστήμιο, στο μέλλον της λογοτεχνίας. Η συζήτηση μαζί του ήταν απλή και φιλική, όπως πάντα. Και πιστεύω πως δικαιολόγησε, εκτός από το έργο του, και φανέρωσε στα μάτια του αναγνώστη τον χαρακτηρισμό «ουμανιστής συγγραφέας». Στον παραπάνω χαρακτηρισμό θα πρόσθετα δύο ακόμη επίθετα: προσγειωμένος και χρήσιμος (δυο προσδιορισμοί που φαντάζουν κάπως αυτονόητοι και όχι ιδιαίτερα φανταχτεροί, όμως που, δυστυχώς, δεν αρμόζουν σε όλους τους ανθρώπους του χώρου μας). Ένας άνθρωπος που σκέφτεται φωναχτά, τα λέει έξω από τα δόντια, ακόμα κι αν, όσα λέει, κάποιες φορές, πονάνε κι ενοχλούν, και πάντα κάτι χρήσιμο και ουσιαστικό έχει να πει και να υποδείξει. Νομίζω πως, χρέος μας, σ’ αυτήν την πόλη, με αφορμή και τη συμπλήρωση των εκατό χρόνων από την απελευθέρωσή της, είναι όχι μόνο να διοργανώνουμε λογοτεχνικές φιέστες-προσκλητήρια των φίλων μας συγγραφέων, των γνωστών τους και των οπαδών του κύκλου στον οποίον ανήκουμε, για προσωπικές μικροφιλοδοξίες, αλλά, κυρίως, να μάθουμε να διακρίνουμε, να εκτιμούμε, να σεβόμαστε και να εμβαθύνουμε πάνω στο εκόμισα εις την Τέχνην του μεγάλου Αλεξανδρινού. Να διαβάζουμε τα βιβλία και να αφουγκραζόμαστε τις σκέψεις και τις απόψεις αληθινά σημαντικών ανθρώπων της πόλης. Κάποιες φορές να τους λέμε κι ένα ευχαριστώ για την ανιδιοτέλειά τους, το ξόδεμα ψυχής και ζωής, τις θυσίες και το μεράκι τους. Ελάχιστο φόρο τιμής γι’ αυτά που τόσο γενναιόδωρα μάς πρόσφεραν, και εξακολουθούν να μας προσφέρουν.

 

(το κείμενο εκφωνήθηκε σε τιμητική εκδήλωση για τον Περικλή Σφυρίδη που διοργανώθηκε στην αίθουσα της Κεντρικής Δημοτικής Βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του κύκλου εκδηλώσεων «Οι συγγραφείς της πόλης μας», την Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012∙ η άλλη ομιλήτρια ήταν η συγγραφέας Σωτηρία Σταυρακοπούλου)   

 

 

 

 

ΤΟ ΑΡΤΙΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ

ΕΝΟΣ ΟΥΜΑΝΙΣΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

 

Σωτηρία Σταυρακοπούλου, ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΣΦΥΡΙΔΗΣ-ο πεζογράφος και η κριτική για το έργο του, βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, 2011

 

Ο Περικλής Σφυρίδης είναι από τους λίγους εναπομείναντες παλιούς μάστορες της πεζογραφίας μας. Καθαρόαιμος διηγηματογράφος (παρότι τύπωσε και μυθιστορήματα ή μυθιστορίες) εντάχθηκε στον πυρήνα μιας τάσης πεζογράφων, που πλαισίωσαν το περιοδικό «Διαγώνιος» του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Η τάση αυτή έφερε ξανά στο λογοτεχνικό προσκήνιο τον ρεαλισμό, ενώ στη Θεσσαλονίκη μεσουρανούσε και κυριαρχούσε ο μοντερνισμός (εσωτερικός μονόλογος). Αυτό από μόνο του ήταν ριζοσπαστικό για την εποχή του1. Ο Σ. επίσης συμπεριλαμβάνεται σε μία πλειάδα πεζογράφων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, που έφεραν ως καινούρια στοιχεία της γραφής τους τη στροφή στο ατομικό και στην καθημερινότητα, μέσα από βιωματικά έως αυτοβιογραφικά κείμενα. Ωστόσο το έργο του δεν είχε ούτε έχει πανελληνίως την απήχηση (μιλώ για την εμπορική πλευρά του, που ωστόσο σχετίζεται με την αναγνωρισιμότητα του κοινού) που θα του άξιζε. Στάθηκε, όμως, τυχερός, γιατί ευτύχησε να πέσει σε… καλά χέρια μελετητή. Η Σωτηρία Σταυρακοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Φιλολογίας του Α. Π. Θ., πεζογράφος και η ίδια, με μεθοδικότητα, σχολαστικότητα και διεισδυτικότητα που αρμόζει σε ικανή ερευνήτρια, έκανε ένα άρτιο πεζογραφικό πορτρέτο του Σ., αφού ο τελευταίος, από το 2006, της παραχώρησε το αρχείο του.

Το βιβλίο είναι διαρθρωμένο σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος, στην Εισαγωγή, γίνεται αναφορά στην πεντάδα των πεζογράφων που συσπειρώθηκαν γύρω από τη «Διαγώνιο» του Ντίνου Χριστιανόπουλου: Γιώργος Ιωάννου, Ντίνος Χριστιανόπουλος, Τόλης Καζαντζής, Σάκης Παπαδημητρίου και Περικλής Σφυρίδης. Όλοι τους είχαν κοινά, μεταξύ τους, στοιχεία αλλά και διαφορές. Αν σταθούμε περισσότερο στο τι τους ένωνε από το τι τους χώριζε, μπορούμε να κάνουμε λόγο για έναν εξομολογητικό τόνο στα γραπτά τους, ο οποίος τους βοήθησε να αξιοποιήσουν λογοτεχνικά είτε ατομικά τους βιώματα από αδιέξοδες ερωτικές σχέσεις είτε συλλογικές τραυματικές εμπειρίες από την Κατοχή, τον Εμφύλιο και τα χρόνια μετά, κάτι που συνεπάγεται και την περιγραφή θανάτων συγγενικών προσώπων κι άλλων του περιβάλλοντός τους. Άλλο κοινό τους στοιχείο είναι η μικρή αφηγηματική φόρμα που προσφέρεται στην αξιοποίηση της προσωπικής εμπειρίας. Κατά τον ίδιο τον Σφυρίδη, που ως κριτικός κάνει μια αποτίμηση του όλου του έργου, ο έρωτας κι ο θάνατος είναι τα θέματα που κυριαρχούν στα βιβλία του. Η Σταυρακοπούλου αναφέρεται και στο ρεύμα της νεορεαλιστικής πρόζας που καθιερώθηκε τρόπον τινά από τους πέντε προαναφερθέντες πεζογράφους και το ακολούθησαν νεώτεροι πεζογράφοι, ένα ρεύμα που συνδύασε, με αρμονικό τρόπο, παραδοσιακά με μοντερνιστικά στοιχεία και εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1980. Επίσης, τονίζει πως, κατά μία έννοια, οι μεταπολεμικοί αυτοί πεζογράφοι, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και ο Σφυρίδης, είναι μακρινοί επίγονοι του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη, αφού δίνουν κείμενα υψηλής ποιοτικής στάθμης με τη μορφή του διηγήματος.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου τιτλοφορείται «Ο Περικλής Σφυρίδης και η κριτική για το έργο του». Χωρίζεται σε τρεις υποενότητες. Στο Θέματα-χαρακτήρες, στο Χώρος-χρόνος-τοπογραφία και στο Αφηγηματικές τεχνικές.

Στην πρώτη υποενότητα η Σταυρακοπούλου παρακολουθεί την πεζογραφική πορεία του Σ. βήμα προς βήμα, εστιάζοντας στη θεματολογία (πολιτικά, κοινωνικά, ιατρικά, ερωτικά, ζωοφιλικά διηγήματα) και στους χαρακτήρες του. Παράλληλα, παρεμβάλλονται ως σφήνες απόψεις κριτικών για επιμέρους θέματα της πεζογραφίας του. Θα εστιάσω σε μερικές πολύ ενδιαφέρουσες –κατά τη γνώμη μου– επισημάνσεις-διαπιστώσεις τόσο της Σταυρακοπούλου όσο και άλλων προσώπων (κριτικών, πεζογράφων, ζωγράφων κ ά.) για την πεζογραφία του Σ.

Η πρώτη επισήμανση της συγγραφέως: Στη συλλογή Το τίμημα τα ερωτικά διηγήματα υπερτερούν ποιοτικά των κοινωνικών. Αυτό όμως θα ανατραπεί μελλοντικά (στη δεκαετία του ’80) όπου σε επόμενα βιβλία του (Ψυχή μπλε και κόκκινη) θα διαπιστώσουμε τον κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα των βιβλίων του Π. Σ. Ενδιαφέρουσες οι απόψεις του Πεντζίκη για τα Κούφια λόγια (Δεν βγάζετε εσείς κανένα φταίχτη, κι αυτό μ’ ενδιαφέρει πολύ στο βιβλίο σας) και του Πάνου Παπανάκου για τις γυναίκες στα διηγήματα του Σφυρίδη (Σ’ όλα τα πεζογραφήματα του βιβλίου, κάτω απ’ τον ρεαλισμό, την αργκό, το κοφτό ύφος με τη φανταρίστικη σκληράδα, κρύβονται τα αναφιλητά ενός γνήσιου ρομαντικού ανθρώπου. Ο Πέτρος είναι το ηρωικό ποντίκι που κάθε φορά τρώει το φιστίκι και δέχεται την ηλεκτρική εκκένωση, εκεί που τα συντρόφια του έχουν αποσυρθεί από την πρώτη κιόλας φορά.). Η Σταυρακοπούλου επισημαίνει πως στα ερωτικά διηγήματα του Σ. υπάρχει ερωτική ματαίωση, διάψευση και ατελέσφορος έρωτας. Παρακάτω διαπιστώνει πως «παρά το βιωματικό της πλαίσιο, η πεζογραφία του Σφυρίδη αποποιείται τα δεσμά του εγώ, στοχεύοντας στο πέραν του εαυτού, σε ένα πιο ουσιαστικό τρόπο της ύπαρξης του ανθρώπου μέσα στον κόσμο» Ενώ, στη σ. 36 συμπυκνώνει το πεζογραφικό του στίγμα μέσα σε μόλις δύο λεκτικά δίπολα: αφηγηματικός μινιμαλισμός και ρεαλιστική καθαρότητα. Εύστοχη και η διαπίστωσή της πως, παρά τον σκεπτικισμό και την όποια μελαγχολία εκπέμπουν, οι ιστορίες του Σ. δεν διακρίνονται για άμετρη απαισιοδοξία ή θολό αίσθημα παγίδευσης ή ασφυξίας.

Προχωρώ στις άλλες επισημάνσεις: Στα ιατρικά διηγήματα του Σ. (για τα οποία παλιότερα είχα παρατηρήσει ότι υπάρχει μετάθεση με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου από το ερωτικό-προσωπικό τομέα στον εργασιακό/επαγγελματικό χώρο του συγγραφέα2) ο έρωτας υπάρχει απλώς ως φόντο και υπερισχύει το πλησίασμα του ανθρώπινου πόνου και του θανάτου (απόρροια των πολύχρονων εμπειριών του ως γιατρού καρδιολόγου). Στο Μισθός ανθυπιάτρου συνυπάρχουν το τραγικό με το κωμικό στοιχείο σε πολλά αφηγήματα. Κατά τη Σταυρακοπούλου, τα ιατρικά διηγήματα του Σ. φωτίζουν για πρώτη φορά το παρασκήνιο της ιατρικής, όπως το ζει ένας γιατρός, και δεν μπορεί να τα φανταστεί ο ασθενής του ή ο αναγνώστης του. Εδώ θίγονται κοινωνικά προβλήματα τη στιγμή που βρίσκονταν στο φόρτε τους, αλλά λίγοι, τότε, τολμούσαν να τα θίξουν (το ζήτημα της ευθανασίας, η διαφθορά στον χώρο της υγείας με το φακελάκι των γιατρών, τα συνδικαλιστικά αδιέξοδα, το aids). Ο Πέτρος στα ιατρικά διηγήματα του Σ. αποτελεί σταθερή περσόνα του συγγραφέα.

Σφυρίδης και Σταυρακοπούλου φαίνεται να συμφωνούν πως η κορυφαία πεζογραφική κατάθεση του πρώτου είναι η μυθιστορία του Ψυχή μπλε και κόκκινη. Θα συμφωνούσα, παρότι θεωρώ ισάξιο το μυθιστόρημά του Μεταμόσχευση νεφρού, για το οποίο επισήμανα παλιότερα πως η κριτική θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει ως έργο παγκόσμιου ενδιαφέροντος και απήχησης, που σπάει τα στενά ελληνικά πλαίσια και αφορά όλον τον κόσμο3. Για το Ψυχή μπλε και κόκκινη, το θέμα που προέκυψε για το αν σωστά χαρακτηρίστηκε από τον συγγραφέα ως μυθιστορία ή εσφαλμένα, μήπως είναι απλώς μυθιστόρημα ή τριμερές αυτοβιογραφικό κείμενο (Αράγης), πιστεύω πως πρόκειται για σχολαστικό φιλολογικό ζήτημα άνευ ουσιαστικής σημασίας και το προσπερνώ. Το βιβλίο μπορεί να παραλληλιστεί με την αξιόλογη κινηματογραφική ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Ψυχή βαθιά» – δεν είναι τυχαίο που ο τίτλος της ταινίας περιέχει τη λέξη «ψυχή», πιθανόν ο σκηνοθέτης είχε διαβάσει το έργο του Σφυρίδη και, μάλλον ασυναίσθητα, επηρεάστηκε από αυτό, αν και η φράση ψυχή βαθιά αναφερόταν ως συνθηματικό από τους αντάρτες στον Εμφύλιο. Άλλωστε η περίπτωση αδελφών που αλληλοσκοτώνονται γιατί ανήκουν σε διαφορετικά πολιτικά στρατόπεδα, θίγεται τόσο στη μυθιστορία του Σ. όσο και στο σενάριο της ταινίας του Βούλγαρη, που ωστόσο εισέπραξε αμφιλεγόμενες κριτικές από μερίδα της Αριστεράς, που δεν αντιλαμβάνεται τον Εμφύλιο ως αλληλοσπαραγμό ανθρώπων που ρέει στις φλέβες τους το ίδιο αίμα, αλλά ως ταξικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ίσως και η μυθιστορία του Σ. να ενόχλησε κάποιους φανατικούς του είδους που εκνευρίζονται με την ουδετερότητα, την επί ίσοις όροις προβολή των ανθρωποθυσιών, και την ισορροπημένη και ήπια ματιά του στα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου. Όπως και να έχει πάντως, η Σταυρακοπούλου σχολιάζει στη σ. 50 του βιβλίου της πως «(με το Ψυχή μπλε και κόκκινη) ο Σ. δίνει ένα πολιτικό ταμπλό εποχής που αφορά τον 20ο αιώνα, αλλά συνάμα κι ένα ταμπλό ολόκληρης της ζωής του». Σε άλλο σημείο αναφέρει πως θεωρεί το βιβλίο αυτό όχι μόνο ως το κορυφαίο του Σ., αλλά και ένα από τα σημαντικότερα της μεταπολεμικής γραμματείας, άποψη την οποία πρώτος διατύπωσε ο Ηλίας Γκρης στο βιβλίο του Ο Περικλής Σφυρίδης χωρίς περιστροφές (Ιανός, 2004).

Αναφορικά με τα ζωοφιλικά διηγήματα του Σ., η συγγραφέας αναφέρει. «Με τα ζωοφιλικά του διηγήματα ο Σ. φαίνεται πως ολοκλήρωσε τη δημιουργία μιας άκρως συνεκτικής στο θεματικό και υφολογικό της πλέγμα πεζογραφίας». Κατά τον Παναγιώτη Μουλλά, πάλι, το θέμα της ζωοφιλίας, έντονο στο βιβλίο Γάτες του χειμώνα, αποτελεί δείγμα τρυφερότητας και όχι μισανθρωπίας (όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Ροΐδη). Προσυπογράφω ανεπιφύλακτα τη διαπίστωση της Σταυρακοπούλου πως στο διήγημα «Ωραίος θάνατος» (συλλογή Χαράμι) έχουμε ένα ιδανικό συνταίριασμα του έρωτα και του θανάτου, των δύο αξόνων γύρω από τους οποίους περιστρέφεται το έργο του συγγραφέα. Τέλος, εύστοχες και ευρηματικές οι ρήσεις των: Μανόλη Ξεξάκη (ο Σ. κάνει την ζωή του τέχνη), Καρόλου Τσίζεκ (μίλησε για ιμπρεσιονιστικό ρεαλισμό στο έργο του Σ.) και Μάρης Θεοδοσοπούλου (μίλησε για το ρίγος του υπερβατικού στο βιβλίο του Εσωτερική υπόθεση, όπου σε τρία διηγήματα έχουμε για πρώτη φορά μια αυτοϋπονόμευση της ρεαλιστικής γραφής του με υπερβατικά στοιχεία ή στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, ιδίως στο κλείσιμο των ιστοριών, που, ωστόσο, κάποιες φορές, αποδυναμώνουν την τελική εντύπωση ή δημιουργούν στον αναγνώστη μια ασαφή και κάπως συγκεχυμένη εικόνα της απόληξης της εκάστοτε ιστορίας).

Αναφορικά με τους χαρακτήρες του, ο Σ., σε όλα του τα βιβλία, βάζει στο στόμα των ηρώων του λόγια που το αισθητήριο της ακοής τσάκωσε από τη ζωή, κι έτσι τα διηγήματά του έχουν κίνηση, δράση και προφορικότητα. Οι ήρωές του γνήσιοι, αυθεντικοί, μιλούν δρώντας. Ο Σ. έχει διεισδύσει στο πετσί τους, στα μύχια της ύπαρξής τους. Υπάρχει βαθύς ανθρωπισμός και συμπάθεια στους ήρωές του, επισημαίνει η Σταυρακοπούλου.

Στην υποενότητα Χώρος-χρόνος-τοπογραφία, η μελετήτρια μάς πληροφορεί πως οι χώροι όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες του Σ. είναι το Τόπαλτι (το σημερινό Ροδοχώρι), η περιοχή του Χαριλάου στη Θεσσαλονίκη, η Σκύρος, η Αθήνα ως πέρασμα και η Ινδία (Νέο Δελχί). Η παρατήρησή της που ακολουθεί είναι ιδιαίτερα οξυδερκής: Η πόλη και το νησί αναπνέουν ελεύθερα μέσα στο έργο του Σ. χωρίς το βάρος οποιουδήποτε επιβαλλόμενου κοινωνικού ή λογοτεχνικού «θρύλου».

Τέλος, στην υποενότητα Αφηγηματικές τεχνικές (που, κατά τη γνώμη μου, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, τόσο από την πλευρά του συγγραφέα όσο κι απ’ την πλευρά του μελετητή) η Σταυρακοπούλου κάνοντας έναν συγκερασμό δύο κριτικών αποτιμήσεων (Μάνος Κοντολέων και Σπύρος Τσακνιάς) αναφέρει: «Δεν είναι τυχαίο ότι ο Κοντολέων χαρακτήρισε ολόκληρη τη διηγηματογραφία του Σ. ως “σύνθεση ενός πολυσέλιδου αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος”. Έτσι το έργο του μπορεί να διαβαστεί όχι ως μια σειρά χωριστών διηγημάτων, αλλά ως ένα και μόνο διήγημα εν προόδω που το τερματίζει “το αναπότρεπτο της ματαίωσης, συνοδευμένης από μια μεταφυσική σχεδόν χροιά ματαιότητας”». Παρακάτω η μελετήτρια επισημαίνει τη συχνή παρουσία νεωτερικών στοιχείων στην αφήγηση του Θεσσαλονικιού πεζογράφου, που αφορούν κυρίως αναλυτικές περιγραφές αντικειμένων, π. χ μιας λύρας. Κάτι παρόμοιο είχα επισημάνει κι εγώ, παλιότερα, σε μια βιβλιοκρισία μου για τα διηγήματά του, μιλώντας, τότε, για πληροφοριακό ή εγκυκλοπαιδικού τύπου υλικό, το οποίο, παραδόξως, στον Σφυρίδη δεν αποβαίνει εις βάρος της λογοτεχνικότητας του κειμένου, όπως θα περίμενε κάποιος, αλλά απεναντίας την ενισχύει4. Άλλες αφηγηματικές τεχνικές του Σ. για τις οποίες κάνει λόγο η Σταυρακοπούλου: τα ασχολίαστα αφηγηματικά επεισόδια και οι χαρακτήρες του, η τεχνική του φλας μπακ, άλλοτε αυτούσια κι άλλοτε σε συνδυασμό με την αρχικώς γραμμική ροή της αφήγησης, και οι πολλές αφηγηματικές ανατροπές. Η αφήγηση του Σφυρίδη είναι τριτοπρόσωπη, αλλά πιο συχνά πρωτοπρόσωπη, και διακρίνεται από λιτότητα, διαύγεια, ενάργεια, χιούμορ και, ενίοτε, από μια λεπτή, υποδόρια ειρωνεία. Χιούμορ και ειρωνεία δρουν υπονομευτικά, αποφορτίζοντας αισθητά τη δραματικότητα των ιστοριών του. Τελικά, καταλήγει η Σταυρακοπούλου, ο Σ., παρά τα μοντερνιστικά στοιχεία της γραφής του, δεν είναι συγγραφέας του «πνευματικού εργαστηρίου» (έναν όρο που έχει καθιερώσει και ο ίδιος ο Σφυρίδης σε κριτικές του, δίνοντάς του αρνητικό, κατά κανόνα, πρόσημο) και η χρήση των αφηγηματικών τεχνικών δεν γίνεται απ’ αυτόν σκόπιμα ή προμελετημένα, αλλά, κυρίως, από ένστικτο.

Έπονται εξήντα έξι κριτικές για βιβλία ή για το συνολικό έργο του Θεσσαλονικιού πεζογράφου, επιλεγμένες από ένα σύνολο άνω των εκατό κριτικών που γράφτηκαν έως τώρα (είναι αυτές από τις οποίες χρησιμοποίησε αποσπάσματα στο κείμενό της η Σταυρακοπούλου). Κριτικές, κατά έργο και με χρονολογική σειρά. Εξαιρέθηκαν φυσικά οι απλές παρουσιάσεις δημοσιογραφικού τύπου, ενώ στο επιλεγμένο σύνολο των κριτικών προστίθενται: μια απομαγνητοφωνημένη κριτική του Πεντζίκη για τα Κούφια λόγια και μια προφορική παρουσίαση του συνολικού έργου του Σ. από τον κριτικό Γιώργο Αράγη. Με το έργο του Π. Σ. ασχολήθηκαν οι σημαντικότεροι κριτικοί λογοτεχνίας της χώρας, μεταξύ των οποίων οι Αλέξης Ζήρας, Σπύρος Τσακνιάς, Μιχάλης Μερακλής, Ελισάβετ Κοτζιά, Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Γιώργος Αράγης, Γιώργος Παγανός, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Μάρη Θεοδοσοπούλου, Θανάσης Μαρκόπουλος, Παναγιώτης Μουλλάς, Χ. Δ. Γουνελάς, Νίκος Δαβέττας και Ντίνος Χριστιανόπουλος. Το πεζογραφικό πορτρέτο του Σ. κλείνει με στοιχεία ταυτότητας του συγγραφέα (βιογραφικό σημείωμα και εκτενές, σχεδόν εξαντλητικό, χρονολόγιο και εργογραφία). Ωστόσο χρήσιμο και ενημερωτικό είναι και το επόμενο μέρος που αφορά τη συμμετοχή του Σ. σε λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, αφού αποκαλύπτει το πολιτιστικό προφίλ της πόλης, τις εκδηλώσεις βιβλίου, τις ημερίδες λόγου και όποιο άλλο γεγονός διοργάνωσε ή στο οποίο συμμετείχε ο σημαντικός αυτός πεζογράφος).

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο παρών τόμος αποτελεί ένα άρτιο πεζογραφικό πορτρέτο του Περικλή Σφυρίδη, σχεδιασμένο με μεθοδικότητα και συνέπεια από μία ικανότατη μελετήτρια, που δίχως να ακολουθήσει το στεγνό και στείρο μονοπάτι της αποστασιοποίησης, έσκυψε με μεγάλη αγάπη και αφοσίωση σε ένα έργο ζωής, ίσως βέβαια με λίγο περισσότερο δέος απ’ όσο χρειαζόταν για ένα τέτοιο εγχείρημα. Σαφέστατα πρόκειται για άρτια φιλολογική μελέτη και όχι για προσωπική κριτική αποτίμηση, ωστόσο έχει το προτέρημα πως σχολιάζει και η ίδια σημεία κριτικής άλλων προσώπων, παραθέτοντας τη δική της (συνήθως θετική) άποψη για επιμέρους σημεία της πεζογραφίας του Σ. Παρότι είμαι γενικά κάπως επιφυλακτικός με τις φιλολογικές μελέτες, πιστεύοντας πως η υπερβολική φιλολογία βλάπτει σοβαρά τη λογοτεχνία, ομολογώ πως η όλη δουλειά της Σταυρακοπούλου και ισορροπημένη είναι και άκρως κατατοπιστική. Ο τόμος σίγουρα θα αποτελέσει στο μέλλον ολοκληρωμένο, χρηστικό εργαλείο για όποιον θελήσει να μελετήσει ή απλώς να ασχοληθεί με το έργο του Θεσσαλονικιού πεζογράφου.

Ως κατακλείδα αυτής της παρουσίασης του βιβλίου της Σταυρακοπούλου, κρατώ μια φράση ενός σημαντικού σύγχρονου λογοτέχνη, του κουβανού Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες. Περιέχεται στο βιβλίο του Η βρώμικη τριλογίας της Αβάνας, και την αναφέρω πιστεύοντας πως εκφράζει απόλυτα τις λογοτεχνικές πεποιθήσεις του Σφυρίδη, δίνοντας, τρόπον τινά, το στίγμα τού έως τώρα πεζογραφικού του έργου. «Το καλύτερο είναι η πραγματικότητα. Ωμή. Την παίρνεις όπως την βλέπεις στο δρόμο. Τη βουτάς με τα δυο σου χέρια, κι αν έχεις τη δύναμη, τη σηκώνεις να πέσει πάνω στη λευκή σελίδα. Κι αυτό ήταν. Είναι εύκολο. Χωρίς φτιασίδια»

 

(εκφωνήθηκε στις 15 Νοεμβρίου 2011, σε παρουσίαση του βιβλίου στον ΙΑΝΟ της Αθήνας∙ στο πάνελ ο Περικλής Σφυρίδης, ο Νίκος Δαβέττας, ο Αλέξης Ζήρας και η Σωτηρία Σταυρακοπούλου. Επίσης δημοσιεύτηκε στο τχ. 161-162, χειμ.-Άνοιξη 2012 του περιοδικού η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ)            

 

___________________________________________

1 όρα το προηγούμενο κείμενό μου, ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟ, ΤΟ ΠΑΡΤΙ

2 Παναγιώτης Γούτας, Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων-Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011), Νησίδες, 2011, σ. 118 (κείμενο «ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ»)

3 Παναγιώτης Γούτας, Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων-Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011), Νησίδες, 2011, σ. 103 (κείμενο «ΠΡΟΣΚΥΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΔΕΛΦΙΚΗ ΑΓΑΠΗ»)

4 Παναγιώτης Γούτας, Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων-Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011), Νησίδες, 2011, σ. 119 (κείμενο «ΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΣΦΥΡΙΔΗ»)

 

 

 

ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΚΑΡΚΙΝΟΥ

 

 

Περικλής Σφυρίδης, Καρκίνος, μυθιστόρημα, Εστία, 2018

 

Στο τελευταίο μυθιστόρημα του Π. Σφυρίδη με τον τίτλο Καρκίνος (Εστία, 2018) ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος ακολουθεί μια πρωτότυπη αφηγηματική τεχνική. Με το εύρημα κάποιου (κάποιας) φανταστικού δημοσιογράφου που του παίρνει συνέντευξη αφηγείται περιστατικά καρκίνου που αντιμετώπισε στη ζωή του ως γιατρός παθολόγος-καρδιολόγος, και το πώς πέρασε η συγκεκριμένη ασθένεια στην πεζογραφία του αλλά και στη ζωή του. Η αφήγηση είναι μεστή και χειμαρρώδης. Ο Σφ., πατώντας πάντα γερά στο προσωπικό βίωμα, ξεδιπλώνει στη μνήμη του περιστατικά καρκίνων που τον χάραξαν –φίλοι, συγγενείς, ομότεχνοι, αγαπημένα πρόσωπα που χτυπήθηκαν από την ασθένεια–, ενώ ο συγγραφέας, με την ιδιότητα του γιατρού, τους παραστεκόταν στον αγώνα τους, που κάποιες στιγμές καταντούσε μαρτύριο. Συγκλονιστική η λογοτεχνική αποτύπωση του πρώτου περιστατικού καρκίνου που αντιμετώπισε το 1961 ως ειδικευόμενος γιατρός στο, άλλοτε, Λαϊκό νοσοκομείο Θεσσαλονίκης – μια πρωτοετής φοιτήτρια της Φιλοσοφικής, «με γαλανά μάτια και ξανθά πλούσια μαλλιά που χύνονταν ανέμελα στους σμιλεμένους ώμους της», που θύμισε στον συγγραφέα Καρυάτιδα. Οι τύψεις για τη συμπεριφορά του μετά τον θάνατό της, που αλλοίωσαν τρόπον τινά την αισθητική αρτιότητα της μορφής της, έκαναν αυτό το παραχωμένο στη συνείδηση του συγγραφέα περιστατικό να βγει στην επιφάνεια για να ανακουφιστεί κάπως ο ίδιος, αφηγούμενός το, χρόνια μετά. Και το γαϊτανάκι των περιστατικών καρκίνου στο βιβλίο συνεχίζεται: Η καρκινοπαθής ηρωίδα του διηγήματος «Το πάρτι» που αντιδρά αλλοπρόσαλλα, μα κατά βάση σοφά, η περιπέτεια της υγείας του πανεπιστημιακού φίλου του συγγραφέα Πάνου Μουλλά που κούραρε και στήριξε ο Σφ. μέχρι τα υστερνά του (περιστατικό καρκίνου του παγκρέατος), ο κουμπάρος του συγγραφέα που πεθαίνει από την ίδια πάθηση το 2003, ο πατέρας του συγγραφέα, η γυναίκα του και εικαστικός-ζωγράφος Φρίντα Σφυρίδη που πεθαίνει από καρκίνο στις ωοθήκες τον Φεβρουάριο του 2016, αλλά κι άλλες εμβόλιμες περιπτώσεις γνωστών ή φίλων, μαζί με εγκιβωτισμένα παλιότερα αφηγήματα του συγγραφέα, συνιστούν άτυπα μέρη μιας ενιαίας και αδιαίρετης αφήγησης, που κορυφώνεται –όπως συμβαίνει και στο μυθιστόρημά του Μεταμόσχευση νεφρού1– με τις επιπτώσεις που είχαν τα παραπάνω περιστατικά –εν προκειμένω, ως απόληξη, αυτό της γυναίκας του– στον οικογενειακό του περίγυρο και στον ίδιον προσωπικά. Όπως τα ήσυχα νερά μιας λίμνης ταράσσονται από το χτύπημα μιας πέτρας δημιουργώντας ομόκεντρους κύκλους που όλο και απλώνονται στην επιφάνεια, έτσι και ο καρκίνος κλονίζει, περιοδικά, την οικογενειακή και προσωπική γαλήνη του συγγραφέα, ιδιαίτερα με κλυδωνισμούς στη σχέση του με τον έναν γιο του, ο οποίος, αρκετά καθυστερημένα στη ζωή του, αποφασίζει να κάνει τη δική του «πατροκτονία» καταθλίβοντας τον αφηγητή. Ο Σφ. έχοντας στην πλάτη του την εμπειρία πολλών καρκίνων πελατών του ως γιατρός, έχοντας ως σκευή την ανθρωπιά του και τα ιατρικά του διηγήματα (και μυθιστορήματα), αλλά έχοντας δοκιμαστεί κι απ’ τον χαμό της ίδιας της γυναίκας του από την ειδεχθή ασθένεια, σαρκάζει στο τέλος τον θεσμό και τη σύμβαση της οικογένειας, κλείνοντας το μυθιστόρημά του με την καυστική, σχεδόν βιτριολική, φράση που του είπε κάποτε ο γραφίστας, τυπογράφος και ποιητής Κάρολος Τσίζεκ, φίλος του κι αυτός, που ήταν η παρακάτω: «Κάνεις λάθος» απάντησε (ο Τσίζεκ). «Η οικογένεια είναι καλή και χρήσιμη. Ξέρεις γιατί; Διότι μας απαλλάσσει από το άγχος του θανάτου. Τον θεωρούμε λύτρωση».

 

(book press, Μάρτιος 2019)

___________________________________________

1 Παναγιώτης Γούτας, Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων-Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011), Νησίδες, 2011(κείμενο «ΠΡΟΣΚΥΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΔΕΛΦΙΚΗ ΑΓΑΠΗ», σ. 101)

 

 

 

 

 

 

 

ΣΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

(1940)

 

 

«Η ΤΖΑΖ ΤΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ»

ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ

ΣΑΚΗ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

 

 

[Μια περιδιάβαση σε τέσσερα προηγούμενα βιβλία του Σάκη Παπαδημητρίου, με αφορμή την έκδοση του πρόσφατου Η τζαζ της λογοτεχνίας (εκδ. Σαιξπηρικόν)].

 

 

Ο Σάκης Παπαδημητρίου (1940), συνεργάτης του περιοδικού «Διαγώνιος» που άνοιξε νέους δρόμους στα θεσσαλονικιώτικα Γράμματα, εκτός από συνθέτης και πιανίστας τζαζ μουσικής (εξοικείωσε, τη δεκαετία του ’60, το κοινό της Θεσσαλονίκης με τη μουσική τζαζ, όπως ο ακριβώς ο Χριστιανόπουλος το εξοικείωσε με το ρεμπέτικο) καλλιέργησε τη ρεαλιστική πρόζα, ενώ με εξομολογητική διάθεση χλεύασε στα κείμενά του τον τεχνοκρατικό πολιτισμό που ισοπεδώνει κάθε τι προσωπικό και ατομικό.

Ας δούμε, κάποια από τα βιβλία του, μεταξύ των οποίων και το τελευταίο του, το Η Τζαζ της λογοτεχνίας, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν.

 

 

Τρία παλιότερα βιβλία του Σάκη Παπαδημητρίου

 

Στο βιβλίο του Η αναπνοή του αυτοσχεδιαστή (Απόπειρα, 2006) ο αναγνώστης θα συναντήσει διάφορες μορφές λόγου (μικρά πεζά, ημερολογιακές σημειώσεις, σενάρια, μονόπρακτα και άλλου είδους ιστορίες), στα οποία ο Π. θα αντιπροτείνει στη μαζική ομοιομορφία των καιρών μας, ως αντιστάθμισμα, τον αυτοσχεδιασμό και την ελεύθερη αναπνοή. 

Στο Συνειρμοί άνευ διδασκάλου (το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, 2006) έχουμε μικρά κείμενα, οπτικές και ηχητικές εικόνες, συναρμολογήσεις μνήμης και ασπρόμαυρες τηλεοπτικές σκηνές, λέξεις, μουσικές παρατηρήσεις και σκέψεις, που όλα μαζί συνθέτουν ένα γοητευτικό ψηφιδωτό –συνειρμοί μικροπαραβιάσεων, κατά τον συγγραφέα– που εύγλωττα εκφράζουν και αποτυπώνουν το θραυσματικό και ανολοκλήρωτο της ζωής μας. Συμπτωματικές αναδιπλώσεις της μνήμης, που, από την παρατήρηση ενός σπιτιού, ξεπηδά ένα παλιό «Γραφείο τελετών» και η αγωνία μικρών παιδιών να διεισδύσουν στον εν λόγω χώρο για να διαπιστώσουν τη δουλειά του μέσα υπαλλήλου, κι από ’κει άλλη, πάλι, μνήμη από πετροβόλημα στην Αμερικάνικη βιβλιοθήκη και κατόπιν ένα νεανικό πάρτι. Για να κλείσει το βιβλίο με το τζαζ κομμάτι «Bohemia After Dark», στο Café Bohemia της Νέας Υόρκης του ’50, τη στιγμή που οι θαμώνες σπαζοκεφαλιάζουν για την πραγματική ερμηνεία των λημμάτων μποέμ και Βοημία, κι ενώ το μουσικό θέμα «επανέρχεται στριφογυριστό για να δώσει τροφή στην ανησυχία των νυχτόβιων μπαρόβιων και στις συζητήσεις για την αντιφατικότητα των εγκυκλοπαιδικών ορισμών». Στο μικρής έκτασης αυτό βιβλίο του Π. η συνειρμική γραφή υπονομεύει τρόπον τινά την παλιότερη ρεαλιστική και εξομολογητική διάθεση του συγγραφέα, φωτίζοντας πρωτίστως το παράξενο και το απρόοπτο της ζωής μας, που ωστόσο, παρά τις επί μέρους υποκειμενικές μας εντυπώσεις, συνεχίζεται αμετάβλητη.

Στο Η τελευταία προβολή (Μπιλιέτο, 2007) θα συναντήσουμε πέντε διηγήματα παλιάς κοπής, όπως τα χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, τρία εκ των οποίων δημοσιεύτηκαν παλιότερα στο περιοδικό «Διαγώνιος». Κείμενα εξομολογητικά, που, παρότι γράφτηκαν πριν από σαράντα και πλέον χρόνια, διατηρούν μια φρεσκάδα και διαβάζονται σαν σημερινές ιστορίες. Το διήγημα «Τελευταία προβολή» είναι ένα κείμενο εσωτερικής αναζήτησης και νυχτερινής περιπλάνησης στη Θεσσαλονίκη του ’60, με εμφανείς επιρροές από Γιώργο Ιωάννου. Στο «Το ασανσέρ» ένας έγκλειστος σε διαμέρισμα επί της οδού Εγνατία, αναζητώντας την εσωτερική φωνή των πραγμάτων, προσπαθεί, δίχως επιτυχία, να μαγνητοφωνήσει τους ήχους ενός ασανσέρ. Αντιγράφω (σ. 26): «Χρειάζεται όμως γερό πείσμα για να πιάσει κανείς την πιο εσωτερική φωνή των πραγμάτων· κανένα μαγνητόφωνο δεν την εντοπίζει αν δεν την έχουμε ακούσει πρώτα μέσα μας». Ακολουθεί «Το νύχι». Η είσφρυση όνυχος που ταλαιπωρεί το πόδι ενός άντρα τον καταβάλει ψυχολογικά, σ’ ένα κομψό διήγημα εσωτερικής δράσης. Τέταρτο κατά σειρά διήγημα το «Μια ηχογράφηση». Κείμενο προσωπικό και εξομολογητικό. Η αμηχανία ενός άντρα που θέλει να ηχογραφήσει κάτι προσωπικό για κάποια αγαπημένη του. Αντιγράφω (σ. 42): «Σκέφτηκα να ηχογραφήσω ήχους από αντικείμενα του δωματίου μου. Κρότοι καθημερινοί γύρω μας να περάσουν στην αιωνιότητα της μαγνητοταινίας, σύρσιμο αγαπημένων αντικειμένων. Έχουν μια ειλικρίνεια τα πράγματα και οι ήχοι τους, μια συνέπεια που δεν την συναντούμε ποτέ στους ανθρώπους. Τα πράγματα μάς εξουσιάζουν στη μοναξιά μας». Τέλος, «Η παρακαμπτήριος». Μια παρακαμπτήριος οδός που, για τις ανάγκες των έργων σε μια λεωφόρο της πόλης, στοιβάζει καθημερινά χιλιάδες αυτοκίνητα μπροστά από το δωμάτιο του ήρωα του διηγήματος, γίνεται ο εφιάλτης του. Διήγημα με καφκικού τύπου προεκτάσεις, καυστικό και ειρωνικό για τη μανία ανέλιξης που κατατρέχει τους σύγχρονους αστούς, κάνοντας τελικώς τον άνθρωπο δούλο της εξέλιξης και της προόδου.

 

 

«Η τζαζ είναι ένα πουλί που μεταναστεύει»[1] –Τζαζ και λογοτεχνία

 

Υπάρχει η αντίληψη ότι στην τζαζ και στην αυτοσχεδιαζόμενη μουσική ο στίχος είναι υποδεέστερος της μουσικής. Άλλωστε, στην πλειοψηφία τους, οι δίσκοι της τζαζ δεν έχουν καθόλου στίχους, πόσο μάλλον ποιητικό κείμενο. Ο Σάκης Παπαδημητρίου στο βιβλίο του Η ποίηση των δίσκων (Σαιξπηρικόν, 2014) ερευνά τη σχέση τζαζ και σύγχρονης μουσικής με την ποίηση, σταχυολογώντας διάφορα ποιήματα από εσώφυλλα δίσκων βινυλίων και ένθετων CD. Έχουμε, λοιπόν, κείμενα για τη συνύπαρξη της μουσικής του Ρώσου μουσικού Simon Nabatov με την ποίηση του Ρώσου ποιητή Joseph Brodsky, για τη συνύπαρξη του κορυφαίου τζαζίστα Steve Lacy με τους ποιητές Georges Brague και Blaga Dimitrova, για την ποίηση του Robert Creeley στη μουσική των Steve Shallow και Steve Lacy, για τα ποιήματα του Guillevic πάνω στο πιάνο του Jacgues Demierre κτλ. Να τονιστεί πως η ποίηση που είναι ενσωματωμένη στην τζαζ μουσική έχει συχνά θραυσματικό-επιγραμματικό χαρακτήρα, συχνά λειτουργεί εμμονικά (δηλαδή ως ποιητική ή λεκτική-εικονοπλαστική εμμονή) και διαφέρει ριζικά από τους στίχους των μελωδικών τραγουδιών άλλων μουσικών ειδών που, συχνά, βασίζονται στην ομοιοκαταληξία. Υπάρχει αφαιρετικό πνεύμα στον λόγο, που στηρίζει και ενισχύει το μουσικό θέμα, ενισχύοντας και υποβάλλοντας την όλη ατμόσφαιρα του μουσικού κομματιού.

   Φτάνω στο πιο πρόσφατο (Νοέμβριος, 2021) βιβλίο του Σ. Π., που τυπώθηκε ως συνέχεια του αμέσως προηγούμενου, από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν. Ο τίτλος του Η τζαζ της λογοτεχνίας, με εξώφυλλο που παραπέμπει σε δίσκους τζαζ μουσικής της εταιρίας ECM (ό,τι πιο εκλεκτό κυκλοφορεί από ευρωπαϊκή κυρίως τζαζ σήμερα). Πρόκειται για ένα βιβλίο που αναζητά και εντοπίζει τα στοιχεία της τζαζ μουσικής μέσα σε πεζογραφικά και δοκιμιακού τύπου βιβλία γνωστών αλλά και λιγότερων γνωστών ξένων λογοτεχνών. Ο αναγνώστης, εδώ, θα βρει μεταξύ άλλων:

   * Τον εντοπισμό της βαθύτερης ουσίας της τζαζ από τον φιλόσοφο του υπαρξισμού Ζαν Πολ Σαρτρ στις σελίδες του μυθιστορήματός του Η ναυτία (ο ήρωας Αντουάν Ροκαντέν λυτρώνεται στις τελευταίες σελίδες μέσα από την ακρόαση τζαζ κομματιού)

* Τη σχέση του Malcolm Lowry (που ήταν και μουσικός) με την τζαζ στα βιβλία του Ουλτραμαρίν, Κάτω από το ηφαίστειο και Το μονοπάτι της βρύσης, δίχως ο ίδιος να θεωρείται jazz writer, με την έννοια που έδωσε στον όρο ο Κέρουακ.

* Την περίπτωση του Χούλιο Κορτάσαρ, που έγραψε τη νουβέλα του Ο κυνηγός αποτίνοντας φόρο τιμής στο «πουλί» της τζαζ, τον Τσάρλι Πάρκερ (σ. 57: «Ο Χούλιο Κορτάσαρ διάλεξε τον Τσάρλι Πάρκερ ως το κεντρικό πρόσωπο της νουβέλας του, γιατί μόνο η ζωή, η προσωπικότητα και ο θάνατος του σαξοφωνίστα μπορούσαν να ενώσουν τις δύο αγάπες του συγγραφέα, την τζαζ και τη λογοτεχνία».).

* Την αναφορά στο βιβλίο Θα φτύσω στους τάφους σας, του Boris Vian (και δικό μου αγαπημένο ανάγνωσμα από τα φοιτητικά μου χρόνια), ενός συγγραφέα που, κατά τον Henri Salvador, «ζούσε μόνο με την τζαζ, άκουγε με την τζαζ, εκφραζόταν με την τζαζ» (άλλος ένας συγγραφέας του βιβλίου που ήταν και μουσικός της τζαζ).

* Την αναφορά στον (κατά δήλωσή του) τζαζ-συγγραφέα Jack Kerouak, μέσα από το βιβλίο του Οι υποχθόνιοι (αργότερα μεταφρασμένο ως Οι υπόγειοι). Αντιγράφω από τη σ. 89: «Η μουσική τζαζ της εποχής, το bebop και η cool, είναι παρούσα σ’ ένα σημερινό μέρος της beat λογοτεχνίας και ιδιαίτερα του Kerouac, ο οποίος τρελαινόταν με τον Charlie Parker και τον Gerry Mulligan. Ο φίλος του ποιητής Allen Ginsberg έλεγε ότι το γράψιμο του Kerouac είναι «bop προσωδία», τονισμοί και  φράσεις του bebop».

* Τις βαθύτερες σκέψεις του Κούντερα πάνω στη σχέση μουσικής και λογοτεχνίας, τόσο σε δοκίμιά του όσο και σε μυθιστορήματά του (π.χ. στο Το αστείο, όπου ο αφηγητής, που ταυτίζεται με τον συγγραφέα, αναπολεί τα φοιτητικά του χρόνια όταν σπούδαζε μουσική και έπαιζε τζαζ). Γράφει ο Σ. Π. στη σ. 152: «Φαίνεται ότι ο Μίλαν Κούντερα είχε πιάσει τη θετική ενέργεια της τζαζ και του αυτοσχεδιασμού και επιπλέον, κατά κάποιον τρόπο, είχε προτείνει την ενσωμάτωση χαρακτηριστικών της τζαζ στις μουσικές των ευρωπαϊκών χωρών και διαφορετικών πολιτισμών».

Επίσης, δεν πρέπει να παραληφθούν οι αναφορές σε βιβλία των Έσσε, Τζόναθαν Κόου, Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα και Ζαν-Πατρίκ Μανσέτ, όπου η τζαζ και η αυτοσχεδιαζόμενη μουσική κυριαρχούν.

 

 

Η συγγραφική μέθοδος του Σάκη Παπαδημητρίου στα πρόσφατα δοκίμιά του

 

Μια προσεχτικότερη ματιά στον τρόπο που ο Σ. Π. επεξεργάζεται και αναλύει το υλικό του, αναφορικά με τη σχέση της τζαζ με τη λογοτεχνία, σ’ αυτά τα πρόσφατα δοκίμιά του, μας οδηγεί στα παρακάτω συμπεράσματα:

* Ο συγγραφέας, σχεδόν πάντα, δίνει στην αρχή πληροφοριακό υλικό αναφορικά με τη ζωή και το έργο των συγγραφέων.

* Εντοπίζει όχι μόνο τα στοιχεία της τζαζ μουσικής στα κείμενα που αναλύει, αλλά πρωτίστως αναζητά τη βαθύτερη σχέση των λογοτεχνών με την τζαζ μουσική, που έχει επηρεάσει και τον τρόπο γραφής τους.

* Κάνει ένα είδος κριτικής του εκάστοτε βιβλίου με γνώμονα τη σχέση του συγγραφέα με την τζαζ.

* Διαπλέκει, συχνά, μεταξύ τους τους συγγραφείς των βιβλίων (κάποιοι γνωρίζονταν, είχαν κοινές απόψεις, σχολίαζε ο ένας τον άλλον κτλ.)

* Συχνά κάνει αναφορές σε στοιχεία και συστατικά της ελληνικής πραγματικότητας, αναφορικά με την τζαζ ή με το περιεχόμενο των βιβλίων.

* Κάνει ένα είδος αποδεικτικού κριτικού σχολιασμού (αποδεικτική κριτική) παραθέτοντας αποσπάσματα (μερικές φορές και εκτενή) του βιβλίου που σχετίζεται με την τζαζ μουσική.

* Δεν στέκεται μόνο στα έργα γνωστών λογοτεχνών, αλλά τον ενδιαφέρουν κυρίως λογοτέχνες που (όπως και ο ίδιος) ασχολήθηκαν με την τζαζ και ως μουσικοί.

* Χρησιμοποιεί βιωματικά στοιχεία σε αρκετά δοκίμιά του, ενσωματώνοντας στα κείμενά του την προσωπική του περιπέτεια ως μουσικού και συγγραφέα.

* Αναφέρει κρίσεις-σχόλια κριτικών ή άλλων συγγραφέων για τα επιμέρους σημεία των κειμένων που σχετίζονται με την τζαζ, κάνοντας έτσι πιο έγκυρα και αντικειμενικά τα δικά του σχόλια.

* Τέλος αναφέρει σε αρκετά κείμενα τα CD ή τις κινηματογραφικές ταινίες που σχετίζονται ή αναφέρονται στα υπό σχολιασμό βιβλία.

Κι ένα τελευταίο σχόλιο: Ο συγγραφέας εστίασε σε χτυπητές περιπτώσεις λογοτεχνών που παντρεύουν τη μουσική τζαζ με τη λογοτεχνία, και δεν απλώθηκε σε βιβλία όπου απλώς υπήρχε αναφορά ή αναφορές στην τζαζ μουσική ή σε κάποιον δίσκο ή στο πρόσωπο του τζαζίστα καλλιτέχνη. Ωστόσο μια αναφορά σε βιβλία όπου η τζαζ διαπνέει σημαντικό μέρος ή σελίδες του κειμένου (Ο υπέροχος Γκάτσμπυ του Σκοτ Φιτζέραλντ, Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ της Χάισμιθ, βιβλία ερωτικής περιπλάνησης και «αλητείας» του Χένρι Μίλερ στο Παρίσι του μεσοπολέμου με υπόκρουση τζαζ μουσικής, αναφορά του Φίλιπ Ροθ περί «Karavan» του Έλινγκτον στο Αμερικανικό ειδύλλιο, το Jazz της βραβευμένης με νομπέλ Τόνι Μόρισσον, ένα μυθιστόρημα γραμμένο σαν μουσική σύνθεση της τζαζ μέσα από τον έξοχο συνδυασμό ποικίλων αφηγηματικών φωνών, το Μπλε νότες σε κόκκινο φόντο του Marcus Malte, όπου «η τζαζ, σε όλο το κείμενο, εμφιλοχωρεί στο νουάρ πολύ επιδέξια και πειστικά, όχι μόνον ως ηχητική υπόκρουση, αλλά κτίζοντας χαρακτήρες και στηρίζοντας και ενισχύοντας την πλοκή»(2), και πολλά άλλα ακόμη) ίσως και να αποτελούσαν υλικό μιας, πιο γενικής και λιγότερο εξειδικευμένης, έρευνας από αυτήν του Σ. Π., ακόμη κι αν οι συγγραφείς αυτών των βιβλίων δεν ήταν jazz writers ή μουσικοί της τζαζ.

 

 

Εν κατακλείδι

 

Ο Σάκης Παπαδημητρίου, σε όλη τη μέχρι τώρα καλλιτεχνική του σταδιοδρομία, πάτησε δημιουργικά στους δύο πυλώνες της τέχνης που ακούν στο όνομα «τζαζ» και «λογοτεχνία». Τον απασχόλησε το ντούο «τζαζ και έρωτας» όσο και τα δίπολα «τζαζ και δημιουργικότητα» και «τζαζ και αυτοσχεδιασμός». Η συνύπαρξη όλων των παραπάνω στο συνολικό του έργο είναι εμφανής. Κι αν μπορώ να εντοπίσω κάποιες κοινές ιδέες, κάποια ελάχιστα κοινά στοιχεία που αναφύονται τόσο από τα βιβλία του όσο και από τους δίσκους του, σε μια καλλιτεχνική πορεία σχεδόν εξήντα χρόνων, αυτά νομίζω πως είναι τόσο το στοιχείο της ελευθερίας όσο και το στοιχείο της ανατροπής, που διαπνέουν συνολικά τα κείμενά του αλλά και τη μουσική του. Άλλωστε, πόσο δραστική και επιδραστική θα ήταν η τζαζ μουσική αλλά και η τέχνη του λόγου, αν τους αφαιρούσαμε αυτά τα δύο στοιχεία;

 

(book press, Μάρτιος, 2022)

 

___________________________________________

 [1]. Ο μεσότιτλος είναι φράση του Χούλιο Κορτάσαρ από το Κουτσό, στη μετάφραση του Κώστα Κουντούρη (εκδ. Εξάντας)

[2]. Παναγιώτης Γούτας, «Όταν η μουσική γίνεται νουάρ», book press, 22/8/2014

 

 

 

 

 

 

ΤΑΣΟΣ ΚΑΛΟΥΤΣΑΣ

(1948)

 

 

 

ΥΠΟ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

 

 

Τάσος Καλούτσας, Υπό το κράτος του τρόμου, διηγήματα, Μεταίχμιο, 2018

 

 

Ο Τάσος Καλούτσας (1948) είναι ολιγογράφος εκ πεποιθήσεως. Ενώ στο παρελθόν τύπωνε συχνότερα (ανά τρία με πέντε χρόνια) συλλογές διηγημάτων [Το κελεπούρι και άλλα διηγήματα (Διαγώνιος, 1987), Το κλαμπ και άλλα διηγήματα (Διαγώνιος, 1990), Το καινούριο αμάξι (Νεφέλη, 1995)], τη δεκαετία 2000-2010 εμφανίστηκε στην ανατολή και στη δύση της. Τύπωσε, με διαφορά δέκα ολόκληρων χρόνων, δύο βιβλία, Το τραγούδι των σειρήνων (Νεφέλη, 2000), που απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (2001) και το Βραβείο Διηγήματος του Περιοδικού «Διαβάζω» (2001), και το Η ωραιότερη μέρα της (Μεταίχμιο, 2010), που βραβεύτηκε με το βραβείο Ακαδημίας (Ίδρυμα Πέτρου Χάρη).

Στο Το τραγούδι των σειρήνων έχουμε χαμηλόφωνα διηγήματα, σε ήπια, παραδοσιακή αφήγηση όπου ψυχογραφούνται χαρακτήρες και καταδεικνύονται προβλήματα και συγκρούσεις στην οικογένεια και στην κοινωνία εν γένει. Καλογραμμένα και φαινομενικά μόνο απλά διηγήματα που εξιστορούν κάτι καθημερινό και συνηθισμένο, στον πυρήνα τους όμως πολυσύνθετα και πολυπρισματικά, γι’ αυτό και σωστά θεωρήθηκαν από την κριτική ως η κορυφαία πεζογραφική στιγμή του Καλούτσα. Η συλλογή περιέχει εννέα διηγήματα. Στο  διήγημα «Το τραγούδι των σειρήνων», που χάρισε τον τίτλο του σε όλη τη συλλογή, ένας γιος πηγαίνει με το αυτοκίνητό του μια προθανάτια βόλτα τον βαριά νεφροπαθή πατέρα του, που τελικώς δεν πρόλαβε να χαρεί τη σύνταξή του, αφού πέθανε πριν τα εξήντα του χρόνια. Επιστρέφοντας από το εξοχικό σπιτάκι στην πόλη, ο πατέρας ζητά από τον γιο να περάσουν από τον δρόμο της Θέρμης, ίσως για να αντικρίσει τα Κοιμητήρια της Αναστάσεως του Κυρίου. Ο γιος έχει την αίσθηση πως ο πατέρας του, γέρνοντας το κεφάλι του προς τα μνήματα, ακούει το «τραγούδι των σειρήνων», το κάλεσμα δηλαδή των νεκρών προς τον ίδιον.

Στο ίδιο περίπου μήκος κύματος κινούνται και οι ιστορίες του Η ωραιότερη μέρα της, όπου, όμως, εκτός από δύο ή τρία διηγήματα (κορυφαίο σίγουρα το πρώτο, που χάρισε τον τίτλο του στη συλλογή) τα υπόλοιπα, παρά την αδιαμφισβήτητη ποιότητα γραφής τους, στερούνται της συγκινησιακής εκείνης φόρτισης που είχε η προηγούμενη δουλειά του, ίσως γιατί πολλά από τα διηγήματα αυτά γράφτηκαν για να συμμετάσχει ο συγγραφέας σε διάφορα αφιερώματα με συγκεκριμένη θεματική ενότητα. Ωστόσο το ομότιτλο της συλλογής διήγημα είναι εξαιρετικό. Μια μάνα περιποιείται με αγάπη και τρυφερότητα τα πόδια του αφηγητή, ανακουφίζοντάς τον, με ειδικό ξυράφι, ελαφρόπετρα, πανάκια και αλοιφές, από κάλους και πόνους που προέρχονται από τα παπούτσια και το βάδισμα. Παράλληλα συζητούν διάφορα για τη ζωή, την οικογένειά τους, τον πατέρα του, την υγεία της γυναίκας. Αυτή η υποταγή της μάνας στα πόδια του γιου της, που είναι πια μεγάλος, κάτι που συνήθιζε να κάνει και στο παρελθόν με τον πατέρα του αφηγητή, έχει κάτι από τη θυσία, την αφοσίωση και την υποταγή του Χριστού στους μαθητές του, όταν τους έπλυνε τα πόδια στον Μυστικό Δείπνο. Μια στιγμή υπέρτατης θυσίας, αγάπης και ταπείνωσης. Η μέρα αυτή, για τη μάνα, ήταν και η ωραιότερη μέρα της, αφού, όπως γράφει ο Καλούτσας στη σ. 22, «αν και είχε χάσει τον μεσημεριανό ύπνο της, έδειχνε ξεκούραστη, το πρόσωπό της φεγγοβολούσε». Ένα υπέροχο κλείσιμο σε ένα υπέροχο διήγημα.

 

 

«Υπό το κράτος του τρόμου»

 

Το Υπό το κράτος του τρόμου (Μεταίχμιο, 2018) είναι η τελευταία συλλογή διηγημάτων του Καλούτσα. Ο Καλούτσας έμεινε συνεπής στο λογοτεχνικό είδος, με το οποίο ξεκίνησε το 1987, δηλαδή στο διήγημα, όμως εδώ τα διηγήματα είναι περισσότερα από κάθε άλλη του συλλογή, 23 τον αριθμό, αρκετά εκ των οποίων θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν κείμενα μιας ανάσας ή δύο-τριών σελίδων. Μεγαλύτερο σε έκταση το τελευταίο διήγημα που έχει έκταση νουβέλας, κείμενο σχεδόν εξήντα σελίδων. Σ’ αυτό το διήγημα-νουβέλα ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως το τέρας της κατάθλιψης και οι ψυχωτικές παρενέργειες της οικονομικής κρίσης –όπως συνέβη πρόσφατα με την πανδημία του covid-19, που ωστόσο δεν είχε ακόμη εμφανιστεί στον πλανήτη όταν ο συγγραφέας έγραφε αυτό το βιβλίο– επηρέασαν πολλούς ανθρώπους. Ένας συγγραφέας, λοιπόν, που βασανίζεται από έντονο και εμμονικό συναίσθημα καταδίωξης συνομιλεί με έναν παλαιότερο συγγραφέα (και παλιό συνάδελφο στη δουλειά του), συναποτελώντας, κατά κάποιο τρόπο, μαζί του ένα ντουέτο ασθενούς και θεραπευτή. Το διήγημα θυμίζει ψυχαναλυτικού τύπου συνεδρία, στο κρεβάτι του ψυχαναλυτή, αλλά κατά βάση πιστεύω πως αποτελεί μια συνομιλία του ίδιου του Καλούτσα με το υποσυνείδητό του. Στο τέλος, ο νέος συγγραφέας, παρότι βρίσκει τη θέληση και το κουράγιο να γράψει το δεύτερο βιβλίο του, το οποίο έχει καλή υποδοχή από την κριτική, θα έχει τραγικό τέλος. Στο συγκεκριμένο διήγημα έχουμε πολλές αναφορές σε γνωστούς λογοτέχνες της χώρας (Μπακόλας, Κουμανταρέας, Ταχτσής, Τσίζεκ, Καχτίτσης, Τόλης Καζαντζής κ. ά.), σε κινηματογραφικές ταινίες του ’50 και του ’60 (ιδίως σε αστυνομικές) και σε ατάκες κινηματογραφικών αστέρων, που έχουν σχέση με το μυστήριο της ύπαρξης και της ζωής. Γίνεται, επίσης, αναφορά σε ονόματα γνωστών Αμερικανών συγγραφέων (Όστερ, Ροθ, Καπότε, Χέμινγουεϊ κ. ά.), που φαίνεται πως αποτελούν αναγνωστικές επιλογές όχι μόνο των ηρώων του συγγραφέα, αλλά και του ίδιου του Καλούτσα. Οι αναφορές του συγγραφέα σε πραγματικά γεγονότα προσδίδουν αληθοφάνεια στην ιστορία, ωστόσο ο αφηγητής δείχνει να καμουφλάρεται, παραποιώντας ηθελημένα πρόσωπα και καταστάσεις, κάτι που δεν είναι απαραίτητα αρνητικό, αφού αυτό, εντέλει, που μετράει στη λογοτεχνία δεν είναι το αν κατονομάζουμε ανενδοίαστα πρόσωπα και γεγονότα, αλλά το αν η ιστορία, στο σύνολό της, είναι αληθοφανής και πειστική. Τέλος, αναφορικά με αυτό το διήγημα, σοφά ο συγγραφέας το τοποθέτησε στο τέλος του βιβλίου, γιατί διαφορετικά η ύπαρξή του θα κάλυπτε και θα αποδυνάμωνε τα υπόλοιπα είκοσι δύο διηγήματα της συλλογής.

 

 

Άλλα διηγήματα της συλλογής

 

Ας δούμε, εν συντομία, κάποια από τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής, όχι απαραίτητα με τη σειρά που ο συγγραφέας τα έχει ταξινομήσει στο βιβλίο του.

Στο «Το χόμπι», που το ξεχώρισα ιδιαιτέρως, έχουμε την ιστορία του κυρ Αναγνώστη, που ο θάνατος της κόρης του τον έχει καταρρακώσει. Το χόμπι του είναι να μαγνητοσκοπεί σε παλιές βιντεοταινίες τα τραγικά γεγονότα των τηλεοπτικών ειδήσεων. Ο αφηγητής νιώθει έλξη από αυτό το άτομο και ενδιαφέρεται για τη ζωή του. Άλλο διήγημα που ξεχώρισα το «Όλα εντάξει». Ο αφηγητής, σαράντα χρόνια μετά την πρώτη τραυματική του ερωτική εμπειρία με μία πόρνη, τη συναντά ξανά, εν μέσω οικονομικής κρίσης, να ζει σε ανέχεια. Κοιμάται με αγνώστους για ενάμιση με δύο ευρώ. Η φράση «όλα εντάξει» που είχε πει, παλιά, στον φίλο του για να κρύψει την αποτυχία του σμιξίματος, αποκτά πλέον ουσιαστικό νόημα στη συνείδησή του, και, θαρρείς, συμφιλιώνεται με το παρελθόν του. Ενδιαφέρον το «Ο άσος της νύχτας». Ένας μοναχικός χήρος, παραμονή πρωτοχρονιάς, νιώθει να γίνεται «ο άσος της βραδιάς» ταΐζοντας έναν σκύλο έξω από το σπίτι. Εδώ θίγεται το ζήτημα της ανθρώπινης μοναξιάς στις μεγαλουπόλεις, σε μια εποχή που λέξεις, νοήματα και συναισθήματα έχουν χάσει την αληθινή τους σημασία. Στο «Σιδερένιες κολόνες» έχουμε την ιστορία ενός Καυκάσιου μετανάστη, του Αλή, ενός αγαθού γίγαντα, που τον ταπείνωνε ο εργοδότης του. Κερδίζει όμως στους αγώνες πάλης, στον Σοχό, και παίρνει ως έπαθλο ένα καλοθρεμμένο μοσχάρι που «…γυρνώντας από τον Σοχό, τον είδαν κάποιοι να το κρεμάει στους ώμους του σαν να ’τανε μικρό παιδί, και να το περιφέρει, λένε, με καμάρι στην πλατεία του χωριού». Στο «Η δραπέτευση» ένας οικογενειάρχης, με παιδί με ειδικές ανάγκες, κάνει όνειρα να δραπετεύσει από την πόλη για ένα τριήμερο στο χωριό του, εν μέσω οικονομικής κρίσης, όμως τελικώς η δραπέτευσή του αποδεικνύεται εξόχως τραγική. Στο ίδιο μήκος κύματος (οικονομική κρίση και ανέχεια των ανθρώπων) το «Η εκκρεμότητα». Η «καλοσύνη» και το δήθεν ανυπόκριτο ενδιαφέρον ενός γέρου για την υγεία ενός ετοιμοθάνατου, ταράζει εσωτερικά τη γυναίκα του, που ωστόσο αντιδρά με αξιοπρέπεια. Στο «Η υπόσχεση», ένα ατίθασο παιδί γυμνασίου μεταμορφώνεται προς το καλύτερο, όταν αυτοκτονεί η μητέρα του που τον έβλεπε ως προέκταση του συζύγου της που τους είχε εγκαταλείψει. Στο «Τα κιούπια με τις ελιές» έχουμε την προσωπογραφία μιας ηλικιωμένης που χάνει, σιγά σιγά, τα λογικά της, ενώ «Τα αεροπλάνα» είναι ένα μικροδιήγημα που αναφέρεται στο συμβάν της 11ης Σεπτεμβρίου, με την πτώση των Δίδυμων Πύργων της Αμερικής. Στο «Χάσματα μνήμης», ένα περιστατικό με τρακάρισμα αυτοκινήτων, φανερώνει τα χάσματα μνήμης του αφηγητή, που υπήρξε ανακόλουθος στη συμπεριφορά του απέναντι στον άλλον οδηγό, ενώ στο «Οι ψυχές πετάνε σαν πουλιά», οι εσωτερικές διαμάχες ενός σογιού κάπως μαλακώνουν όταν όλα τα μέλη του βρεθούν σε μια κηδεία. Πάλι ένα τραγικό συμβάν αλλάζει ανθρώπινες στάσεις και συμπεριφορές στο «Στο κομμωτήριο», όπου μια εισαγγελέας διηγείται σε κομμώτριες και πελάτισσες μια ιστορία με έναν βάναυσο κτηματία που άλλαξε συμπεριφορά απέναντι στα ζώα όταν έχασε τον γιο του. Τέλος, στο «Στη σκιά ενός παιδικού πάθους», έχουμε μια παιδική μνήμη του αφηγητή, όταν, μικρός, επιχείρησε με τον αδελφό του να κλέψουν τον κουμπαρά του σπιτιού για να νοικιάσουν ποδήλατα, αλλά τους έκανε τσακωτούς ο πατέρας τους.

 

 

Γενικές παρατηρήσεις για το βιβλίο

 

* Στα περισσότερα διηγήματα υπάρχει ένα σκηνικό τρόμου (οικονομική κρίση, ανέχεια, κοινωνικές παθογένειες, πόλεμοι, Δίδυμοι πύργοι), που ωστόσο δεν κάμπτουν την ανθρωπιά των πρωταγωνιστών. Αυτό το σκηνικό είναι πειστικό και αποτυπώνει σωστά την κατάσταση που ζούμε ως χώρα τα τελευταία δώδεκα χρόνια.

* Αρκετές ιστορίες του βιβλίου έχουν τραγικό τέλος («Υπό το κράτος του τρόμου», «Η δραπέτευση» κ.τλ.) ή, αλλού, κάποιο παλιότερο τραγικό συμβάν διαμορφώνει τον χαρακτήρα των ηρώων.

* Η διηγηματογραφία του Καλούτσα παραπέμπει στους Αμερικανούς μάστορες του διηγήματος, ιδίως στους Κάρβερ και Τσίβερ, λόγω του στοιχείου της καθημερινότητας των ιστοριών του και ενός ήσυχου πάθους που υποβόσκει πάντα και, κάποιες φορές, αναβλύζει απρόσμενα στην επιφάνεια. Παρόμοια στοιχεία με αυτά του Καλούτσα θα συναντήσουμε και σε βιβλία του Τσιαμπούση, του Σφυρίδη και του Ιγνάτη Χουβαρδά.

* Η εμμονή (επιμονή, καλύτερα) του Καλούτσα με το διήγημα, μάλλον λειτουργεί θετικά στη συνολική λογοτεχνική του παραγωγή, αφού, χρόνια τώρα, κινείται σε πεδίο που γνωρίζει καλά, τιθασεύει το υλικό του καλύτερα και διατηρεί την ποιότητα της γραφής του. Παράλληλα συνεχίζει την παράδοση της μικρής φόρμας, που ανθούσε και ανθεί στη Θεσσαλονίκη.

* Με το τελευταίο βιβλίο Υπό το κράτος του τρόμου φαίνεται να μικραίνουν κάπως οι ιστορίες του σε έκταση, σε σύγκριση με τις παλιότερες συλλογές του, ωστόσο διατηρείται στο ακέραιο η αποτύπωση της καθημερινότητας (και επικαιρότητας, πλέον) αλλά και η προσέγγιση (με θερμό βλέμμα και ανθρωπιά) του εσωτερικού κόσμου των πρωταγωνιστών του, που είναι συνήθως απλοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας.

* Ο Καλούτσας (παιδί κι αυτός της «Διαγωνίου») παραμένει πάντα ρεαλιστής και χαμηλόφωνος στη γραφή του, ενώ πολλά από τα διηγήματά του γράφτηκαν για αφιερώματα, ανθολογίες κτλ., κάτι που, σε κάποιες περιπτώσεις, διαταράσσει κάπως την ομοιογένεια των κειμένων.

* Τέλος, και σ’ αυτή τη συλλογή είναι εμφανής η διαχρονική αγάπη του συγγραφέα για τον κινηματογράφο, κάτι που εντοπίζεται από τα πρώτα του κιόλας βιβλία.

 

(περιοδικό καρυοθραύστις, τχ. 14-15, Ιούλος 2023, σσ. 281-288)

 

 

 

 

 

 

 

ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΔΙΑΒΑΤΗ

(1949)

 

 

 

 

ΤΟ ΑΛΟΓΑΚΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

 

 

Αρχοντούλα Διαβάτη, Το αλογάκι της Παναγίας, μυθιστορίες, Νησίδες, 2012

 

Η Αρχοντούλα Διαβάτη, που, όπως διαβάζουμε στο αυτί του βιβλίου της, γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε Νομικά και Νεοελληνική Φιλολογία στο Α. Π. Θ., τύπωσε, ύστερα από οκτώ χρόνια, το δεύτερο βιβλίο της, που το χαρακτηρίζει μυθιστορίες (το πρώτο της βιβλίο ήταν το χρονικό Στη μάνα του νερού, τυπωμένο από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό», το 2004)

Πρόκειται για ένα κολάζ μικρών, πολύ μικρών ή κάπως μεγαλύτερων κειμένων που (τα περισσότερα) διακρίνονται από υφολογική ποικιλία, ελλειπτικότητα και, σε μερικές περιπτώσεις, από ένα αχνό, ποιητικό απόηχο στη γραφή τους. Ένα κομμάτι τού βιβλίου αφορά γράμματα (αλληλογραφία) που δέχεται η Ναυσικά (το άλτερ έγκο της συγγραφέως) από τον Άγγελο, στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης – η συγγραφέας δεν μας αποκαλύπτει την ακριβή χρονολογία της αποστολής αυτών των γραμμάτων. Η αλληλογραφία παρουσιάζει σκέψεις, συναισθήματα, γεγονότα και αποτυπώνει ανάγλυφα όλο το κλίμα της εποχής, με τα χαοτικά αδιέξοδα, τη φλόγα, την αγωνία και την ιδεολογική διαπάλη των νέων που αμφισβητούσαν έντονα τη γνώση και το κοινωνικό σύστημα.

Σε άλλου τύπου κείμενα, η Δ. μας συστήνει (έτσι, όπως είχε την τύχη να γνωρίσει) μεγάλες προσωπικότητες των επιστημών, της λογοτεχνίας και της καλλιτεχνικής εν γένει ζωής. Αριστόβουλος Μάνεσης, Βασίλης Βασιλικός, Ιάνης Ξενάκης, Δημήτρης Χατζής. Μορφές που την χάραξαν και άφησαν στην ψυχή και στο έργο της ευδιάκριτο το ίχνος τους.

Ακολουθούν άλλα κείμενα με επίκεντρο την πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου η μνήμη κάνει άλματα, αναπηδώντας από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα. Εδώ γίνεται αναφορά στη Διαγώνιο, στο Δεύτερο Γυμνάσιο Θηλέων, την Ουρανούπολη, την πλατεία Αριστοτέλους, τη Φιλοσοφική Σχολή με τους φημισμένους καθηγητές της, μετά πίσω, πάλι στα χρόνια του Δημοτικού, κι ύστερα ξανά Φιλοσοφική, Γαλλικό λύκειο, σαλονικιώτικα όνειρα εν μέσω καύσωνα, βιβλία κλασικά και ταινίες ορόσημα μιας ολόκληρης εποχής, αλλά και σκόρπιες μνήμες, ημερολογιακές σημειώσεις και σημειώσεις στο περιθώριο βιβλίων, φίλοι και φίλες που χάθηκαν, πολιτικές αντιπαλότητες και ιδεολογικές μάχες σώμα με σώμα, ένας ολόκληρος κόσμος, μια εποχή τελούσα σε λήθαργο και ακινησία, που ξυπνά και ζωντανεύει μέσα από την πένα της αφηγήτριας.

Φυσικά, όλα τα κείμενα δεν παράγουν το ίδιο καίριο και δραστικό αποτέλεσμα, ούτε αντέχουν σε μεμονωμένη αυστηρή λογοτεχνική κριτική – άλλωστε το βιβλίο αποτιμάται στο σύνολό του, και όχι ως μεμονωμένα κείμενα. Ωστόσο, νομίζω πως η Διαβάτη, με αυτό της το πόνημα, κερδίζει στα εξής σημεία:

α) Αποτυπώνει με θραυσματικό τρόπο γραφής το χαοτικό και φευγαλέο χαρακτήρα μιας εποχής που την σημάδεψε.

β) Μας αποκαλύπτει τη σημασία και την αξία των «σημειώσεων στο περιθώριο» και της ημερολογιακού τύπου λογοτεχνίας.

γ) Κατορθώνει να οργανώσει σε ενιαίο λογοτεχνικό σώμα όλα τα επιμέρους κείμενα, σχόλια, σκέψεις, μνήμες, λειτουργώντας ως κατασκευάστρια ψηφιδωτού που κολλά ψηφίδα ψηφίδα τα επιμέρους κομμάτια τού δημιουργήματός της.

Εντύπωση προξενεί η γνωριμία της και οι φιλικές σχέσεις που ανέπτυξε με καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες παγκόσμιας εμβέλειας, τις οποίες αναπολεί με σεβασμό και συγκίνηση, ενώ κάποια μικρά κείμενά της –ιδίως προς το τέλος του βιβλίου– μου θύμισαν τη στήλη «Δευτέρα» του Γιώργου Χρονά, που, φαίνεται, πως η συγγραφέας είχε υπόψη της (αναφέρεται σε κάποιο σημείο του βιβλίου για τεύχη του περιοδικού Οδός Πανός, όπου και η εν λόγω στήλη) και, προφανώς, επηρεάστηκε απ’ την ελλειπτικότητα και πυκνότητα τού λόγου του ποιητή-εκδότη. Αυτά τα κείμενα της Δ. για τα οποία μιλώ, πιστεύω πως συγκαταλέγονται στις καλύτερες στιγμές της, αφού εμπεριέχουν λογοτεχνικότητα, δράση και πύκνωση λόγου, και όχι ξερή, ημερολογιακού τύπου καταγραφή γεγονότων.

Συμπερασματικά: Ένα βιβλίο προσωπικό, με μεγάλη συναισθηματική αξία πρωτίστως για την ίδια τη συγγραφέα, βιωματικό, χαμηλόφωνο, που αναπλάθει μια εποχή γεφυρώνοντας τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης (λίγο πριν, λίγο μετά) με το αλλοπρόσαλλο σήμερα. Ένα βιβλίο που, σε αρκετούς αναγνώστες, έχει να πει και να θυμίσει πολλά.

 

(book press, Ιούλιος 2012)

 

 

 

 

 

ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΑ ΕΔΩ

 

 

Αρχοντούλα Διαβάτη, Φεύγω αλλά θα ξανάρθω, χρονογραφήματα, Νησίδες, 2014, σελ. 110

 

Δυο λέξεις της ελληνικής γλώσσας που έχουν κακοπέσει – για να μην πω κατακρεουργηθεί– στα στόματα των Νεοελλήνων, είναι οι λέξεις συλλογικότητα και αφήγηση. Την πρώτη την τάραξαν κυρίως οι πολιτικάντηδες της μεταπολιτευτικής περιόδου, κυρίως του «προοδευτικού» χώρου, και σε ελεύθερη μετάφραση τη μεταποίησαν νοηματικά ως εξής: «Να κλέψουμε και να φάμε γρήγορα όλοι μαζί, πριν έρθουν οι άλλοι και μας κόψουν τα χέρια». Σήμερα σημασιολογικά εξελίχτηκε ως λέξη ιδίως, στις εξαγγελίες των διάφορων συνδικαλιστών, που υπερασπιζόμενοι τα δικαιώματα και τις πλούσιες αποδοχές των απίθανων συντεχνιών τους, και αρνούμενοι την οποιαδήποτε αναπτυξιακή ή εκσυγχρονιστική λογική, την μετάλλαξαν δίνοντάς της τον ακόλουθο ορισμό: «Εμείς να παίρνουμε τις αυξήσεις που πάντα θα πρέπει να δικαιούμαστε, και η χώρα ας πάει στα τσακίδια…» Τη λέξη αφήγηση, πάλι, την περίλαβαν κυρίως διανοούμενοι και δημοσιογράφοι. Έτσι, σε διάφορα έντυπα θα διαβάσουμε για την αφήγηση της αριστεράς, την αφήγηση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, την αφήγηση των μνημονίων και της κρίσης, και δεν συμμαζεύεται. Κυκλοφορεί και ένα ανέκδοτο επί του θέματος: Πάει, λέει, ένας κουλτουριάρης της συμφοράς σ’ ένα κεμπαμπτζίδικο στο Μοναστηράκι και ζητάει από τον σερβιτόρο: «Φέρε μου, σε παρακαλώ, μία συλλογικότητα, μία αφήγηση, μία πατάτες και μία κόκα κόλα». Κι ο σερβιτόρος, βιαστικός μεν, αλλά σαν έτοιμος από καιρό, τον ρωτάει: «Την αφήγηση, κύριος, τη θέλετε γραμμική;»

Θα αναρωτηθείτε τώρα πού κολλάει η Αρχοντούλα Διαβάτη και το τελευταίο της βιβλίο Φεύγω αλλά θα ξανάρθω (Νησίδες, 2014) με όλα τα παραπάνω. Μα η Διαβάτη, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε  νομικά και νεοελληνική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και εργάστηκε ως καθηγήτρια νομικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στο τρίτο κατά σειρά πεζογραφικό βιβλίο που εκδίδει, και αφηγείται θαυμάσια και εκφράζει μια συλλογικότητα γνήσια, αχάλαστη, ίσως κάπως ρομαντική, σκάβοντας μέσα της και εξορύσσοντας ιστορίες που έχουν την πηγή και την κοίτη τους στη γόνιμη και ιδιαίτερη, από κάθε πλευρά, δεκαετία του ογδόντα. Τότε που τα όνειρα, οι ελπίδες, τα οράματα των ανθρώπων ήταν ακόμη νωπά, και οι ανθρώπινες σχέσεις είχαν ζεστασιά, ζωντάνια και ειλικρίνεια. Κάπως παραπλανητικά, σχεδόν προβοκατόρικα –όπως επισημάνθηκε άλλωστε και από την κριτική– χαρακτήρισε τις συγκεντρωμένες σύντομες ιστορίες της ως χρονογραφήματα. Μας ξεκαθαρίζει πάντως την πρόθεσή της από το μότο κιόλας του βιβλίου, και δανειζόμενη στίχους του Τ. Σ. Έλιοτ (από Τα τέσσερα κουαρτέτα) λέει: «Χρόνος παρών και περασμένος χρόνος / Είναι ίσως κι οι δυο παρόντες στον μελλοντικό χρόνο / Και το μέλλον περιέχεται στο παρελθόν». Αυτό κάνει, λοιπόν, η Διαβάτη στις, γραμμένες κυρίως σε πρώτο (και μερικές σε τρίτο) πρόσωπο, ιστορίες της. Τσακώνει μνήμες, σκέψεις, ημερολογιακές σημειώσεις, τις εμπλουτίζει με γεγονότα του σήμερα που της προκαλούν εντύπωση, και με πυκνή αφήγηση, που σχεδόν πάντα απογειώνεται στο τέλος με ποιητικότητα, μας υπενθυμίζει με τα γοητευτικά της κείμενα αυτήν τη συχνά ξεχασμένη αλήθεια της ζωής: Το μέλλον περιέχεται στο παρελθόν.

Κι αυτό το βιβλίο της Διαβάτη (όπως και τα προηγούμενά της άλλωστε) περικλείει πολλή Θεσσαλονίκη, αναδίδει εκείνο το ιδιαίτερο άρωμα της πόλης, και των περασμένων δεκαετιών και το –ίσως κάπως ξεθυμασμένο– σημερινό, που την κάνει ως πόλη ξεχωριστή και τους δημιουργούς της να νιώθουν τυχερούς που εδώ ζουν και δημιουργούν. Πάνω από 100 βιβλία λογοτεχνίας παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου της, όχι μόνο ως τίτλοι αλλά και σχολιασμένα, με υψηλό αισθητήριο σχολιαστή που αγγίζει πολλές φορές τη λογοτεχνική κριτική, δεκάδες κινηματογραφικές ταινίες και κάποιες θεατρικές παραστάσεις. Σταμπαρισμένα πολιτιστικά στέκια και εμβληματικά κτήρια της πόλης, το κινηματοθέατρο Ολύμπιον, η Λέσχη ανάγνωσης της «Πυξίδας» επί της Πατριάρχου Ιωακείμ, το βιβλιοπωλείο Το Κεντρί, ο Ραγιάς, ο Ιανός, ο αείμνηστος καθηγητής Παναγιώτης Μουλλάς και οι πάντα ενδιαφέρουσες διαλέξεις του, το Κέντρο Ιστορίας, το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, οι εκδηλώσεις στο Γαλλικό Ινστιτούτο, αλλά και η παλιά και νέα γειτονιά της, οι εκκλησίες των Τριών Ιεραρχών και της Οσίας Ξένης στου Χαριλάου, η προοδευτική (δίχως εισαγωγικά) και φλογερή εκπαιδευτικός Άρτεμις Β. που υπήρξε γειτόνισσά της και μητέρα μιας παιδικής της φίλης (όλως τυχαίως κι εγώ την είχα δασκάλα την κυρία Άρτεμι, σε δημοτικό σχολείο του Χαριλάου, και ευγνωμονώ τον Θεό που τέτοιοι άνθρωποι μού έμαθαν τα πρώτα γράμματα), οι πνευματικοί άνθρωποι της πόλης, τα λογοτεχνικά περιοδικά, μνήμες από την παλιά πόλη –όσες τουλάχιστον θυμάται η συγγραφέας– αλλά και τραγικά περιστατικά της σύγχρονης ζωής, θάνατοι προσφιλών ή συγγενικών προσώπων, η μοναξιά της μέσης ηλικίας, η οδυνηρή αναπόλησης της νιότης, όλα μπλέκονται αριστοτεχνικά, γίνονται εύγευστο αφηγηματικό χαρμάνι, γίνονται μνήμη, βίωμα, σάρκα και σώμα της πόλης και του εαυτού μας. Και φυσικά, σε ξεχωριστά κείμενα, δύο από τις ιδιαίτερες πνευματικές αγάπες της συγγραφέως, που, δικαίως, τους θεωρεί δασκάλους της. Οι κορυφαίοι πεζογράφοι μας, ο Δημήτρης Χατζής, που του αφιερώνει ένα ολόκληρο κείμενό της, και ο κορυφαίος διηγηματογράφος Γιώργος Ιωάννου, που πρόσφατα αξιωθήκαμε ως πόλη και ως άνθρωποι να υποδεχτούμε το αρχείο του, που εκτίθεται πλέον σε όροφο του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου. Αρκετά από τα κείμενα της συλλογής είχαν δημοσιευτεί στην ηλεκτρονική εφημερίδα book press, στην οποία η Διαβάτη είναι ταχτική συνεργάτης, ενώ εξαιρετική και αντιπροσωπευτική του ύφους και του περιεχομένου των κειμένων η φωτογραφία του εξωφύλλου, που τραβήχτηκε από τον Σίμο Σαλτιέλ.

Η Αρχοντούλα Διαβάτη, με αυτά τα πυκνογραμμένα, ειλικρινή και καλογραμμένα της κείμενα, κομίζει τη δική της αλήθεια στα ελληνικά γράμματα. Στέκεται στο εμείς και στο μαζί και μας κάνει συνταξιδιώτες και συνοδοιπόρους στα δικά της ταξίδια: του νου, της καρδιάς, της μνήμης, των ανθρώπων, των βιβλίων και των ταινιών που αγάπησε. Μας φανερώνει πως όλα ξεπερνιούνται και αντιμετωπίζονται χάρη στην ιαματική επίδραση της τέχνης σε όλες τις μορφές της. Κάνει δικιά της τη στιγμή που χάνεται, ακινητοποιεί τον χρόνο και μας βάζει να αναλογιστούμε τι είχαμε, τι χάσαμε και τι είναι πραγματικά σημαντικό, τραβώντας μας από τον επικίνδυνα ολισθηρό βάλτο της μίζερης και ασήμαντης καθημερινότητας μας. Ταυτόχρονα μας υπενθυμίζει πως όλα είναι ακόμα εδώ, μέσα μας, τίποτε δε χάθηκε στ’ αλήθεια, αφού όλα είναι χαραγμένα, ανεξίτηλα, στη συνείδησή μας. Όχι μόνο δίνει ουσία και αξία στις διαστρεβλωμένες πλέον έννοιες αφήγηση και συλλογικότητα, αλλά, κοινωνώντας μας παρελθόν, μας κάνει να πατάμε σταθερότερα στο παρόν, οραματιζόμενοι ένα καλύτερο μέλλον. Και μας εξανθρωπίζει.

 

(δημοσιεύτηκε στην book press τον Ιανουάριο του 2015· επίσης αναγνώσθηκε, με κάποιες περικοπές, στη ΔΕΒΘ, την Κυριακή 10 Μαΐου 2015)

 

 

 

 

 

ΟΠΩΣ Η ΜΠΕΡΛΙΝΑ

 

 

Η πεζογράφος Αρχοντούλα Διαβάτη αποφάσισε να εκτεθεί και στην ποίηση τυπώνοντας την παρθενική της ποιητική συλλογή Όπως η Μπερλίνα (Νησίδες, 2017). Ποιήματα χαμηλόφωνα, ήσυχα, κουβεντιαστά, εξομολογητικά, εμφανώς κάτι περισσότερο από πρωτόλεια, που, αρκετά εξ αυτών, παραπέμπουν στους επιγόνους της «Διαγωνίου» (Λάσκαρης, Βασιλάκης, Δημητράκος, Ριτσώνης κ.ά.), αλλά που όμως σε κάτι υπολείπονται για να φτάσουν στην πύκνωση, στην ευθυβολία και στην αρτιότητα γραφής των παραπάνω ποιητών. Δείγμα γραφής; Ακούω την καρδιά μου: / Χτυπάει δυνατά / Σαν να θέλει / Να μου θυμίσει / Κάτι / Που ξεχνάω / Στη διάρκεια της μέρας. («Κάτι»)

Άλλα από τα ποιήματα των παραπάνω ποιητών συνδέονται άμεσα με το παρελθόν και την ποιητική παράδοση της Θεσσαλονίκης, κι άλλα φλερτάρουν με τη νεωτερικότητα, δίχως όμως να παύουν να προκαλούν συγκίνηση που είναι, πρωτίστως, και το ζητούμενο για μία ποιητική συλλογή. Όσο για τη Θεσσαλονίκη, αναφορικά με την ποιητική παραγωγή, παραφράζοντας τον στίχο του άγνωστου Πόντιου ποιητή για το παράδειγμα της Ρωμανίας: «Ανθεί και φέρει κι άλλο».

 

(book press, Φεβρουάριος 2018)

 

 

 

 

 

 

ΗΛΙΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ

(1950)

 

 

 

ΦΑΤΕ ΜΟΝΟΙ

 

 

Ηλίας Κουτσούκος, Φάτε μόνοι, μυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα, 2006, σελ. 157

 

Το τελευταίο βιβλίο του Ηλία Κουτσούκου, που τιτλοφορείται Φάτε μόνοι, διακρίνεται για τη ρωμαλέα και σφιχτή δομή του. Πρόκειται για ένα καλογραμμένο και δουλεμένο, μικρής έκτασης, μυθιστόρημα, μάλλον αυτοβιογραφικό, στο οποίο, σε γενικές γραμμές, σκιαγραφείται επιτυχώς η ζόρικη εφηβεία ενός νέου, από τα 14 έως τα 17 του χρόνια, σε μια δύσκολη και σκληρή για την πατρίδα μας εποχή. Θίγονται θέματα όπως ο ανεκπλήρωτος και δίχως ανταπόκριση έρωτας, η κοινωνική υποκρισία, το τραύμα του εμφυλίου, η αδικία, η κοινωνική και οικονομική ανισότητα, η ύπουλη και γραφική υποκρισία της εκκλησιαστικής διακονίας σε αστέγους κατά τη δεκαετία του ’60. Ο ήρωας, ένας σύγχρονος Όλιβερ Τουίστ, ένα ανυπότακτο αγρίμι, που γοητεύει τον αναγνώστη και τον κάνει να τον συμπαθήσει, βιώνει για πρώτη φορά την απομυθοποίηση των ονείρων και των προσδοκιών του τόσο στα ερωτικά όσο και στα επαγγελματικά του. Απολαυστικό το «μπράφ» που επινοεί κάποιες φορές για να δραπετεύει από την πραγματικότητα, και έξυπνο το εύρημα του συγγραφέα με τον άγγελο-δαίμονα Σέκμελ.

Το βιβλίο, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, με μεγάλες απολαυστικές προτάσεις και με κάποια αθυροστομία, που όμως δεν ενοχλεί, διαβάζεται από την αρχή ως το τέλος του σαν ενιαίο αφηγηματικό κρεσέντο, κορυφώνεται στο τέλος και καταλήγει στη φράση «Φάτε μόνοι», ενδεικτική της αγανάκτησης και της απόγνωσης του ήρωα απέναντι στην υποκρισία της εποχής του, που πλέον δεν την ανέχεται και ξεσπά. Κάποιες σκέψεις του δεκατετράχρονου εφήβου, στο χωριό του, σχετικά με το σύστημα και τους αριστερούς φαντάζουν υπέρμετρα ώριμες για την ηλικία του. Αυτή όμως η πρώιμη ωρίμανσή του δικαιολογείται αργότερα, όταν μετακομίζει στην πόλη και συγχρωτίζεται με φοιτητές, αποκτώντας έτσι συγκεκριμένη ιδεολογία και οδηγούμενος σε μια σταδιακή συνειδητοποίηση προσώπων και καταστάσεων.

Ένα βιβλίο αντιπροσωπευτικό και ενδεικτικό του ύφους και της γραφής του καλού συγγραφέα, που από το 1967 ζει μόνιμα στη Θεσσαλονίκη.

 

(περιοδ. Οδός Πανός, τχ. 141, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2008)

 

 

 

 

 

Η ΜΙΚΡΗ ΦΟΡΜΑ ΕΠΙΜΕΝΕΙ

 

 

Ηλίας Κουτσούκος, Delivery boy, εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα, 2013, σελ. 108.

  

Η μικρή φόρμα, το μικροδιήγημα, η μικρή ιστορία είναι πάντα ένα ιδιαίτερα δύσκολο και απαιτητικό λογοτεχνικό είδος και όσοι ασχολούνται μαζί του θα πρέπει να είναι μάστορες του είδους για να έχουν τα επιθυμητά συγγραφικά αποτελέσματα. Ο Κάφκα, ο Τσέχωφ, ο Μπόρχες αποδείχτηκαν εξαιρετικοί εργάτες και δημιουργοί, συνθέτοντας μικρά κείμενα ή ιστορίες αξιοσημείωτης πύκνωσης και δραστικότητας.

  

 

Η μικρή φόρμα επιμένει

  

Στην Ελλάδα σημαντικοί δημιουργοί, όχι πάντα ιδιαίτερα γνωστοί στο ευρύτερο κοινό, ασχολήθηκαν με επιτυχία με το είδος, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Τα κείμενά τους μπορεί να μην είχαν την απαιτούμενη εμπορική επιτυχία, αφού ένα μεγάλο μέρος του αναγνωστικού κοινού –όχι πάντα το πιο μυημένο και ψαγμένο– στράφηκε εμφατικά στο ογκώδες μυθιστόρημα, ιδίως το ιστορικό, όμως είχαν συχνά λογοτεχνική επιτυχία και μια σχετική αποδοχή της κριτικής. Προσπερνώντας την, κατά τη γνώμη μου, σημαντικότατη εν ζωή τριάδα των διηγηματογράφων μας (Σφυρίδης, Παπαδημητρακόπουλος, Μηλιώνης) που ασχολήθηκαν και ασχολούνται επιτυχώς με το μικρό ή μεγάλης έκτασης διήγημα, αξίζει να αναφερθούν και ονόματα όπως των Δαμιανίδη, Ριτσώνη, Γκόζη, Καλούτσα, Τσιαμπούση, Σαρίκα, Δημητρίου, Σκαμπαρδώνη και αρκετών ακόμη. Οι δύο τελευταίοι μάλιστα, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης με τον Σωτήρη Δημητρίου, έδωσαν στη μικρή φόρμα μια καινούρια διάσταση, ξεπερνώντας έναν στείρο και επίπεδο αφηγηματικό ρεαλισμό, και δημιούργησαν μικρά, κομψά λογοτεχνικά διαμάντια, που ανέλπιστα βρήκαν και εμπορική επιτυχία λόγω της δύναμης της γραφής τους, της λοξής και ειρωνικής ματιάς τους σε πρόσωπα και πράγματα της εποχής μας, αλλά και μιας πολύ ενδιαφέρουσας ντοπιολαλιάς που την κατέγραψαν με πειστικό τρόπο (περίπτωση Δημητρίου).

  

 

Delivery boy

  

Ο Ηλίας Κουτσούκος (Αθήνα, 1950) με το τελευταίο του βιβλίο Delivery boy συνομιλεί εκλεκτικά τόσο με τον Σκαμπαρδώνη όσο και με τον Δημητρίου, δίχως όμως να φτάσει στις κορυφώσεις και εντάσεις της διηγηματογραφίας τους. Στο παρελθόν έγραψε και διηγήματα ή νουβέλες, όμως το λογοτεχνικό είδος που του ταιριάζει καλύτερα φαίνεται πως είναι το μικροδιήγημα, το μικρό, περιεκτικό αφήγημα, τριτοπρόσωπο ή πρωτοπρόσωπο, όπως άλλωστε έκανε και παλιότερα με την πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή του Καλύτερα να νικούσαν οι κόκκινοι (Νεφέλη, 1991). Ενώ φαινομενικά από κείνα τα παλιά του κείμενα δεν δείχνει να άλλαξε σημαντικά η γραφή του, σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης των ιστοριών του διαπιστώνει κανείς πως υπάρχει μεγαλύτερη πύκνωση, μεγαλύτερη αφαίρεση, ενώ το πεζό κείμενο πλέον απογειώνεται στο επιμύθιό του είτε από κάποια φράση-σύμβολο, που συχνά αποτελεί τον τίτλο της εκάστοτε ιστορίας, ή από κάποια πετυχημένη ατάκα, που λειτουργεί (όχι πάντα με την ίδια επιτυχία) ως ηλεκτρική εκκένωση διαπερνώντας την ψυχή και τους αισθητήρες του αναγνώστη. Οι ήρωές του στην πλειοψηφία τους είναι άνθρωποι καθημερινοί, ελαφρώς λούμπεν ή παρακμιακοί τύποι που συχνά επιμένουν με αδόκιμο ή αλλοπρόσαλλο τρόπο να κρατηθούν όπως όπως από τη ζωή. Παλιοί αριστεροί, συνταξιούχοι, εργένηδες, γυναίκες οδηγοί αστικών λεωφορείων που στέλνουν ερωτικά κάποιους που κοκορεύονται για τις ερωτικές τους επιδόσεις, σαλοί μοναχοί και κυνικοί συγγραφείς που αποστρέφονται τη δημιουργική γραφή, χοντροί πενηντάρηδες με τέσσερα μπάι-πας, εραστές του ωραίου, γέροι που πεθαίνουν σε παγκάκια του πάρκου Πολιτισμού ή αγόρια που δουλεύουν ως ντελίβερι και έρχονται κατάφατσα με τη σκληρή μοίρα και με καλοντυμένους τύπους μάτσο με Μερσεντές, που τους χτυπούν στην άσφαλτο και έχουν πάντα το βολικό άλλοθι των κατά συρροή εγκλημάτων τους. Εκτός από τις ιστορίες που εκβιάζονται τρόπον τινά από τον συγγραφέα για να προκύψει η αφηγηματική ατάκα ή που λειτουργούν ως ανεκδοτολογικού τύπου κείμενα, όλα τα υπόλοιπα, δηλαδή τα περισσότερα της συλλογής, έχουν μεστή και πυκνή γλώσσα, ωραίους διαλόγους, αυθεντικότητα και αληθοφάνεια, πείθουν ως κείμενα, ενώ πίσω από τον κυνισμό και την αθυροστομία του συγγραφέα συχνά κρύβεται ένα ευαίσθητο και τρυφερό βλέμμα, που ματώνει με την κατάντια της σημερινής Ελλάδας. Αντιγράφω το τελευταίο κείμενο της συλλογής, που ο Κουτσούκος το τιτλοφορεί ΤΟ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ:

«Δεκαεννιά χρόνων παιδί από τη Βενετία ερωτεύτηκε παράφορα τη Μαντόνα του κι αυτή τον έστειλε Σταυροφόρο να πεθάνει στην Παλαιστίνη...»

Η μικρή φόρμα, λοιπόν, επιμένει. Είτε γραμμένη από έμπειρους και δοκιμασμένους του είδους είτε από ταλαντούχους πρωτοεμφανιζόμενους. Είτε με ρεαλιστική, βιωματική γραφή είτε με μεταφυσικό, ψυχαναλυτικό υπόβαθρο. Ύστερα, μάλιστα, από την πρόσφατη βράβευση της Καναδής διηγηματογράφου Άλις Μονρό (Βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας 2013), νομίζω πως έφτασε η ώρα να αποενοχοποιηθεί στα μάτια τόσο των αναγνωστών όσο και της κριτικής. Και –γιατί όχι;– ένα βιβλίο αυτού του είδους να πουλάει πια εν Ελλάδι τόσα αντίτυπα όσα και ένα «κανονικό» μυθιστόρημα.

  

(book press, Ιανουάριος, 2014)

 

 

 

 

 

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΚΑ

(1951)

 

 

ΟΙ ΑΝΕΞΑΝΤΛΗΤΕΣ ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ

ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ

 

 

Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Ηδονή και εξουσία, ποιήματα, Μεταίχμιο, 2009

 

Είχα γράψει παλιότερα για την Αλεξάνδρα Μπακονίκα πως στα ποιήματά της «βλέπει τον έρωτα, που κατ’ εξοχήν την απασχολεί στα βιβλία της, στην πιο πλατιά του διάσταση, στην πιο ευρεία του εκδοχή» (Εντευκτήριο, τ. 69, για το Πεδίο πόθου). Με την τελευταία της συλλογή Ηδονή και εξουσία, που και σ’ αυτήν συνειδητά ακολουθεί το ίδιο τεχνικό και θεματικό μοτίβο. επιβεβαιώνεται η διαπίστωσή μου. Τα νέα της ποιήματα, ερωτικά στην πλειοψηφία τους, καταγίνονται με ιδιαίτερες, έντονες, σχεδόν πάντα ακραίες, εκδοχές και αποχρώσεις του ερωτικού παιχνιδιού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι λάθος να λέμε πως «επαναλαμβάνεται» σε κάθε νέο της βιβλίο, αφού οι πτυχές, οι διαστάσεις, οι διακυμάνσεις και οι παράμετροι του ερωτικού παιχνιδιού, ανεξάντλητες ούσες, ποικίλουν σε κάθε συλλογή της, δίνοντας ξεχωριστό τόνο και ιδιαίτερο φωτισμό κάθε φορά στο πανάρχαιο παιχνίδι του έρωτα και των αισθήσεων.

Στην καινούρια της ποιητική συλλογή η ποιήτρια εστιάζει κυρίως στο δίπολο «ηδονή και εξουσία», στοιχεία απαραίτητα, αναπόσπαστα και δραστικά, όχι μόνο σε σχέσεις ερωτικής υφής αλλά στο σύνολο των ανθρωπίνων σχέσεων. Οι πάσης φύσεως εξουσίες πάντα γεννούν το αίσθημα της ηδονής, αλλά και η ερωτική ηδονή έχει σαν επακόλουθο την υποταγή (ψυχική ή σωματική) του ενός στον άλλον, δημιουργώντας αυτομάτως σχέσεις εξάρτησης και εξουσίας. Αποθησαύρισα σκόρπιους στίχους της ποιήτριας που φανερώνουν τον άρρηκτο δεσμό που υπάρχει στο δίπολο των παραπάνω λέξεων:

«Με κολακεύει που στη ματιά μου / κάποιες στιγμές ερωτικά υποταγμένο σε αισθάνομαι» (σ. 9, «Οι αποχρώσεις»), «το έντονο βλέμμα της επάνω μου / σα να θέλει να με σβήσει, να με εξαφανίσει / γιατί απειλώ την κυριαρχία της να γοητεύει τους άνδρες / της κλέβω την πρωτιά» (σ. 14, «Αντιζηλία»), «οι δρόμοι μας σαν εραστές χωρίζουν. / Όσο κι αν συντρίβομαι δε θα τον παρακαλέσω» (σ. 18, «Λίγες ώρες»), «έκοψα κάθε συνάφεια μαζί του / θέλει να εξουσιάζει…» (σ. 21, «Χαρακτήρας»), «Μεταχειριζόταν τους άνδρες σαν παιχνιδάκια / και χωρίς αντάλλαγμα εκ μέρους της, / έπρεπε να πληρώσουν και να εξυπηρετήσουν.» (σ. 27, «Καλοκαίρι 1985»), «κουρέλιαζε τον άνδρα της με άγριες επιπλήξεις, / του έδινε διαταγές για το παραμικρό /…/ αν δεν κυριαρχήσω εγώ, θα κυριαρχήσει εκείνος» (σ. 38, «Ζευγάρι»), «αν είσαι εμπόδιο, / και επειδή τους δίνει αίσθηση υπεροχής/ θα σε συντρίψουν» (σ. 42, «Τα χαμόγελα εξαφανίζονται»).

Σε άλλη κατηγορία ποιημάτων που συμπεριλαμβάνονται στο Ηδονή και εξουσία γίνεται μια προσπάθεια (ίσως και ακούσια) ψυχαναλυτικής ερμηνείας ερωτικών συμπεριφορών διαφόρων προσώπων, ενώ σε άλλα η ποιήτρια στέκεται στην ερωτική στέρηση που έχει ως επακόλουθο αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές η υπέρμετρη σκληρότητα και κακότητα εκ μέρους κάποιων εκ των πρωταγωνιστών της.

«Μα αυτός δεν έζησε, / οι γυναίκες που πόθησε τον προσπέρασαν/με αδιάφορο βλέμμα» (σ. 18, «Εκ των πραγμάτων»), ενώ ο φιλόδοξος και πραγματιστής επιχειρηματίας της πόλης, που περιαυτολογεί για τις επιτυχίες του στις δουλειές και συχνάζει σε σαλόνια και δεξιώσεις:

«Στην αίθουσα του σινεμά κάθισε μόνος του/μερικές σειρές πιο μπροστά από μένα /…/ Τον είδα μελαγχολικό, με την ανάγκη / να βυθιστεί στην πλοκή της ερωτικής  ιστορίας, /… / Τον είδα μελαγχολικό και όσο ποτέ άλλοτε ανθρώπινο» (σ. 37, «Όσο ποτέ άλλοτε»).

Τα ποιήματα της συλλογής μπορεί να είναι ερωτικά στην πλειοψηφία τους αλλά όχι στο σύνολό τους. Υπάρχουν ποιήματα με κοινωνική διάσταση, καταγραφή χαρακτήρων ή φευγαλέες σκηνές, εικόνες, βλέμματα, περιστατικά, που αφήνουν ως γεύση μια ξεχωριστή αίσθηση, αφού όλα τους πρωτίστως στοχεύουν στο συναίσθημα. Κάποια ποιήματα, στα οποία η Μπακονίκα ενσταλάξει τις σωστές δόσεις του κοινωνικού και του ερωτικού στοιχείου –ερωτική στέρηση για την ακρίβεια– είναι αληθινά διαμάντια. Ξεχωρίζω ανεπιφύλακτα το ποίημα «Η Αλβανίδα», που βρίσκεται στο μεταίχμιο κοινωνικού και ερωτικού ποιήματος, αφού θίγεται ένα κοινωνικό πρόβλημα σε συνδυασμό με το αίσθημα της μοναξιάς και της ερωτικής στέρησης που βιώνει η ηρωίδα της.

Η Μπακονίκα με συνέπεια, ήθος, τόλμη και πάνω απ’ όλα με ευρεία ποιητική όραση, συνεχίζει τη γόνιμη της πορεία, εκδίδοντας ποιήματα. Στον ερωτικό τομέα καταγίνεται με τις ανεξάντλητες ιδιαίτερες αποχρώσεις του προαιώνιου ερωτικού παιχνιδιού, ενώ η ματιά της σε ζητήματα καθημερινότητας, κοινωνικής παθογένειας ή σκιαγράφησης προσώπων και χαρακτήρων, είναι εξίσου ενδιαφέρουσα. Μπορεί το μοτίβο των ποιημάτων της να είναι γνωστό κι αναμενόμενο, ωστόσο η ίδια έχει πάντα κάτι καινούριο να καταθέσει.

 

(περ. ΕΝΕΚΕΝ τ.. 15 /2010)

 

 

 

 

ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΦΑΣΜΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

 

 

Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Ντελικάτη γυναίκα, ποιήματα, Πόλις, 2021, σελ. 60

 

 

Ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική δομή

 

Στο καινούργιο βιβλίο της Αλεξάνδρας Μπακονίκα Ντελικάτη γυναίκα (Πόλις, 2021) διακρίνουμε μια ενδιαφέρουσα αρχιτεκτονική δομή ως προς τη διάταξη των ποιημάτων της, κάτι που δεν συνέβαινε σε προηγούμενα βιβλία της. Εισαγωγικό της ενότητας «Διαδρομή», που καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα του βιβλίου, το ποίημα «Να συντρέξεις» αποτελεί επίκληση της ποιήτριας στην «αγάπη της αλήθειας και της περιπάθειάς της» να συντρέξει και να την παρηγορήσει για να αντιπαλέψει τις «φονικές λύπες» που στραγγίζουν το σθένος της. Ωραία ποιητική εισαγωγή, που μπορεί να εκληφθεί ως επίκληση στη μούσα της ποίησης για τόνωση της έμπνευσή της, όμως, προκαταβολικά, μας ενημερώνει και για την ψυχική διάθεση της ποιήτριας. Όσο για το ποιες είναι αυτές οι «φονικές λύπες» που την κατατρέχουν, θα γίνουν αντιληπτές στη δεύτερη και μικρότερης έκτασης ενότητα, που τιτλοφορείται «Το παράπονο».

Στη «Διαδρομή» επικρατεί το γνώριμο ποιητικό κλίμα της Μπ., που έχει να κάνει πρωτίστως με αισθήσεις και αισθήματα. Η ποιήτρια, συλλέκτρια σπάνιων αισθημάτων του προσωπικού της βίου αλλά και ανθρώπων του περίγυρού της, εστιάζει σε μοτίβα, αρκετά από τα οποία μάς είναι γνώριμα και από παλαιότερες συλλογές της. Ας επικεντρωθούμε σε κάποια άλλα, που τα συναντούμε πρώτη φορά: Η χαρμόσυνη διαστολή της ζωής που προκύπτει από μια αδρή αντρική περπατησιά, η αγωνία της αναμονής ενός ερωτικού ραντεβού που οδηγεί σε αφηνιασμένο σμίξιμο, ερωτικά σκιρτήματα της εφηβείας, ερωτικές έλξεις σε επαγγελματικά συνέδρια σε ξενοδοχεία, η συνταύτιση του έρωτα με την αίσθηση της αφής, η μοναδικότητα των φιλιών, το ισχυρό μαγνητικό πεδίο του πόθου ενός ερωτευμένου προς το ερωτικό του ταίρι.

Σταδιακά το ερωτικό στοιχείο και το παιχνίδι των αισθημάτων και των αισθήσεων υποχωρεί στις σελίδες, και τη θέση τους παίρνει η επιβολή, η κυριαρχία, η καταδυνάστευση, η άσκηση εξουσίας ανθρώπου προς άνθρωπο – γνώριμο κι αυτό το ποιητικό μοτίβο από παλαιότερη συλλογή της ποιήτριας (Ηδονή και εξουσία, Μεταίχμιο, 2009), εδώ όμως πιο κατασταλαγμένο και πιο ελεύθερα και τολμηρά εκφρασμένο. Δίχως κι αυτά τα ποιήματα να στερούνται ερωτισμού, ή, καλύτερα, ενός κλίματος ερωτικού –αφού ο έρωτας είναι μια ευρεία έννοια που περικλείει μέσα της άλλες έννοιες αλλά και συμπεριφορές και ανθρώπινες διαθέσεις– εδώ αναδύονται στην επιφάνεια καταστάσεις που, κατά τα φαινόμενα, βασάνισαν στο παρελθόν τη συνείδηση της ποιήτριας: αντίζηλες γυναίκες που «παγερά ανιχνεύουν τις κρυφές πληγές της», βεντετισμοί και καυχησιολογίες, άκαμπτη οίηση και φιλαρέσκεια ανθρώπου του περίγυρού της, άνθρωποι ανάλγητοι-καβαλημένα καλάμια, συγγενείς με κυνική συμπεριφορά που ενδημούν ως όχεντρες και επιτίθενται, λογής λογής αχρείοι της ζωής που καταδιώκουν τα θηράματά τους και τα κατατροπώνουν.

Όμως το παραπάνω νοσηρό κλίμα και οι αρνητικοί άνθρωποι που την περιτριγυρίζουν δεν αποθαρρύνουν την ποιήτρια από το να συνεχίζει να εκφράζει την ερωτική της διάθεση – όλο το έργο της Μπακονίκα, άλλωστε, αποτελεί έκφραση μιας ερωτικής διάθεσης και δημιουργία ερωτικού κλίματος. Κι αυτό, προσωρινά, είναι μια μικρή νίκη εκ μέρους της. Ερωτικές φωτοσκιάσεις και τρυφερά αγγίγματα θα ακολουθήσουν και πάλι, θαρρείς και ο έρωτας βρίσκει τον τρόπο να απομακρύνει όλα τα μίζερα και τα μικρά της ζωής, και να στεφθεί νικητής. Εκεί όμως καραδοκεί ο θάνατος. Δύο ποιήματα που προοικονομούν τα «φοβερά» που θα συμβούν στη δεύτερη ενότητα μάς προσγειώνουν σε πιο σκληρές και οδυνηρές καταστάσεις, Μιλώ για τα ποιήματα «Σινιάλο» και «Πλήγματα». Αντιγράφω το δεύτερο: Οι βαριές λύπες και το άλγος που αφήνουν / δεν είναι προ των πυλών // Τα οικτρά που φοβόσουν, / οι βαριές, τραγικές λύπες έχουν μπει στη ζωή σου / να σε καταποντίσουν. / Μέσα στα πλήγματα και τη λαίλαπα του άλγους / θα κριθείς και θα αντέξεις. (σ. 45)

 

 

Το φάσμα του θανάτου

 

Η ενότητα «Το παράπονο» περιλαμβάνει ένδεκα ποιήματα που αναφέρονται στον αδόκητο χαμό της κόρης της ποιήτριας, Ιουλίας, στη μνήμη της οποίας άλλωστε είναι αφιερωμένη και ολόκληρη η ποιητική συλλογή. Με τα ποιήματα αυτά εγκαθιδρύεται από την Μπ. μια καινούργια, κατά κάποιον τρόπο, θεματική, που αφορά την έλευση του θανάτου. Εδώ, προκαλεί εντύπωση ο αποστασιοποιημένος τρόπος γραφής τους ή, για να είμαι πιο ακριβής, η έλλειψη οποιασδήποτε γλυκερής συναισθηματολογίας ή επιτηδευμένα εκκωφαντικού σπαραγμού, από τα οποία η ποιήτρια σοφά κρατάει τις αποστάσεις της. Ο λυγμός της μάνας-ποιήτριας είναι ελεγμένος, ωστόσο ευδιάκριτος, και η λιτή και σαφής εκφορά του λόγου προσδίδουν ακρίβεια, πιστότητα και δύναμη στο τραγικό γεγονός. Γράφει η ποιήτρια (ποίημα «Αγώνας», σ. 51): Μετά τη χημειοθεραπεία κατέβηκε / στην παραλία του Λευκού Πύργου / και με ορμή έτρεξε αρκετή ώρα. / Όσο πιο πολύ θα ίδρωνε ήταν καλό, / οι τοξίνες από τα φάρμακα αποβάλλονται. // Τρέξιμο με ορμή, / όπως όταν παλιά έτρεχε να προλάβει έναν εραστή, / ή μια παρέα φίλων της για εκδρομές και ξενύχτια. // Στην εσχατιά του οδυρμού και της αλλοφροσύνης / τρέξιμο στην παραλία / -τις τοξίνες και τον θάνατο να αποβάλει.

Στο καταληκτικό ποίημα της ενότητας αλλά και όλου του βιβλίου «Εύνοια» (σ. 59), ο αναγνώστης δεν μπορεί να διακρίνει αν η αναφορά των στίχων αφορούν την ποιήτρια ή την πεθαμένη κόρη (ή μήπως και τις δύο μαζί;). Το ότι το ποιητικό υποκείμενο «καταξιώθηκε στον έρωτα και αγαπήθηκε» και ότι «συγκλονίστηκε από υπέρτατη μυσταγωγία» –προφανώς ερωτική– αν μεν αφορά την κόρη αποτελεί μια δικαίωση τρόπον τινά και μια εύνοια στη σύντομη ζωή της, αν αφορά πάλι την ποιήτρια (κάλλιστα η Μπ. θα μπορούσε σε στιγμές αυταρέσκειας να γράψει ένα τέτοιο ποίημα για την ίδια) δείχνουν τον αλύγιστο χαρακτήρα της και πως ο έρωτας σε όλες τις εκφάνσεις του που απεκόμισε ως εμπειρίες ζωής –ακόμη κι αν άγγιξε, διά της κόρης, τον θάνατο– μέστωσε και πλούτισε τη ζωή της. Όπως και να έχει η Μπ. μέσα στην ευρύτερη έννοια του έρωτα εντάσσει ακόμη και τον θάνατο, εμπλουτίζοντας αυτήν την έννοια και αναδεικνύοντάς την σε υπέρτατη ποιητική αλλά και πανανθρώπινη αξία.

 

 

Νέα στοιχεία στο έργο της ποιήτριας

 

Παρακολουθώντας και σχολιάζοντας το έργο της Μπ. τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια διακρίνω, πέραν της ενότητας που αφορά τον θάνατο της κόρης της, κι άλλα καινούρια στοιχεία στη γραφή της. Υπάρχει μια γοργή κίνηση και μια κινηματογραφική ματιά σε ορισμένα ποιήματα, που ξεφεύγουν από τον στατικό γενικά χαρακτήρα τής έως τώρα γραφής της, όπου στέκεται κυρίως στην ποιητική έκφραση και αποτύπωση ενός αισθήματος, ενός βλέμματος, μιας ιδέας ή μιας συμπεριφοράς. Ποιήματα όπως «Τα ποδήλατα», «Το πρόσχημα», «Διαδρομή», «Αγώνας», αλλά και κάποια ακόμη ξεφεύγουν από την ακινησία της ποιητικής εικόνας, και ενταγμένα σε φυσικό περιβάλλον (δάση, φύση, παραλία Θεσσαλονίκης κτλ.) δίνουν στην έννοια του έρωτα μια πιο «αγνή» και «φυσική» διάσταση, ακόμη κι αν το φάσμα του θανάτου πλανάται σε κάποια εξ αυτών – ο έρωτας θαρρείς ελαφρύνεται και καθαίρεται από όλους τους βαρείς συμβολισμούς του. Έρωτας, άλλωστε, κατά την ποιήτρια, δεν είναι μόνο τα σκιρτήματα, τα βλέμματα, η αγωνία για γρήγορη περίπτυξη και όλα τα συναφή, αλλά είναι και οι ερωτευμένοι –συνήθως νέοι– που μακριά από «κοινές συνομιλίες και βαρετές συνήθειες», φιλιούνται πίσω από βάρκες ή κρύβονται μες στα δάση, για να βγουν μετά, εξαγνισμένοι και χαλαροί, και ν’ ανέβουν στα ποδήλατά τους «με χαλαρωμένα, φωτεινά πρόσωπα και σώματα», αγνοώντας ίσως οι ίδιοι τα ποιητικά συμφραζόμενα των απανταχού της γης ερωτικών ποιημάτων, που, μάλλον, τους είναι άχρηστα και περιττά.

Η Αλεξάνδρα Μπακονίκα συνεχίζει την πορεία της στον χρόνο τυπώνοντας αυθεντικά και ειλικρινή ποιήματα. Οι γόνιμες επιρροές της από Καβάφη, Χριστιανόπουλο, Παλατινή Ανθολογία και από τη μοντερνιστική ποίηση εν γένει, σε συνδυασμό με τη θητεία στης στη «Διαγώνιο», το μεγάλο αυτό λογοτεχνικό –και όχι μόνο– Σχολείο της Θεσσαλονίκης, μια «σχολή συγγραφικού ήθους» αν μπορώ να τη χαρακτηρίσω έτσι, την καθιστούν, πλέον, μία από τις αξιόλογες εκπροσώπους της πόλης στο καθημερινό και βασανιστικό παιχνίδι με τις λέξεις, όπως είναι η ποίηση. Με σαφήνεια, λιτότητα, τόλμη και εξομολογητική διάθεση, συχνά κάνοντας χρήση και ποιητικών προσωπείων, γράφει μεστά και ουσιαστικά ποιήματα, αποτυπώνοντας και μεταφράζοντας τον έρωτα σε όλες τις εκφάνσεις του, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου του σημείου, όπου άπτεται με το φάσμα του θανάτου.

 

 

Δείγμα γραφής

 

ΑΠΕΙΘΑΡΧΟ

 

Κουτσαίνοντας και με δύο ανθρώπους

να τη στηρίζουν,

περπατάει στον διάδρομο του νοσοκομείου

κάνοντας γύρους.

Οι  γιατροί συνέστησαν όσο μπορεί να κινείται.

Το σώμα της ένα σφάγιο στα χέρια της αρρώστιας,

όμως με πείσμα επιμένει κουτσαίνοντας

να κάνει γύρους.

 

Σαν του αετού το βλέμμα της,

δυνατό κι απείθαρχο μπροστά στον θάνατο.

 

(book press, Ιούνιος 2021)

 

 

 

 

 

Η ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ

 

 

Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Η τελετουργία του χορού (εκδ. Κουκκίδα, 2023)

 

Το πιο πρόσφατο ποιητικό βιβλίο της Αλεξάνδρας Μπακονίκα Η τελετουργία του χορού (εκδ. Κουκίδα), που επιμένει να καταγράφει ερωτικά σκιρτήματα και συναισθήματα, να αφηγείται ποιητικά και εξομολογητικά τις προϋποθέσεις, τις διαδικασίες αλλά και τις συνέπειες του έρωτα σε όλες τις εκφάνσεις του, σε μια εποχή σκληρή, τεχνοκρατική και αντιερωτική. Γράφει η ποιήτρια στη σ. 27 του βιβλίου (ποίημα «Συμπλέουμε»):

 

Σ’ έναν κόσμο αφιλόξενο,

παράλογο και σκληρό,

τα αισθήματα και οι ψυχές μας ενωμένες.

 

Ποιήματα για βλέμματα θηρευτών ηδυπάθειας, για άνδρες που δεν φοβούνται να δοθούν ασυγκράτητα στον έρωτα, για τον τελετουργικό αισθησιασμό ενός χορού, για τη σεξουαλικότητα που αποπνέουν καλλιτεχνικές φωτογραφίες, για γυναικεία ερωτικά λικνίσματα και για φιλίες που μεσουρανούν.

Η Μπακονίκα, με το πέρασμα του χρόνου, διατηρεί σταθερή την ποιότητα της γραφής της, και, απαλλαγμένη από τη νεανική της φιλαρέσκεια και τον παλιότερο ποιητικό ναρκισσισμό της, σε ώριμη πλέον βιολογική και καλλιτεχνική ηλικία, γίνεται πιο σωματική, ουσιαστική και δραστική στην αποτύπωση και ερμηνεία του ερωτικού παιχνιδιού.

Δείγμα γραφής (ποίημα «Η μνήμη του σώματος»)

 

Πέρασες από μπροστά μου

κι ούτε καν με χαιρέτησες.

Ράπισμα η περιφρόνησή σου.

Δεν ξεχνώ όταν γυμνοί σμίξαμε.

Η μνήμη του σώματος αργά ξεθυμαίνει.

Όμως δεν χάνομαι,

έχω τα στηρίγματά μου

κι άλλη εκλεκτή ερωτική αγκαλιά.

 

(bookpress, Δεκέμβριος 2023)

 

 

 

 

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ

(1953)

 

 

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

ΣΤΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ

ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ

 

 

Ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος Γιώργος Σκαμπαρδώνης (1953) κλείνει αισίως μία γεμάτη εικοσιπενταετία στα ελληνικά γράμματα. Πρωτοδημοσίευσε τη συλλογή διηγημάτων Μάτι φώσφορο, κουμάντο γερό, το 1989, στις εκδόσεις «Ιανός» (επανέκδοση από τον «Καστανιώτη»). Πρωτοανιχνεύτηκε ως πεζογραφικό ταλέντο από τον πεζογράφο, κριτικό και ανθολόγο της πόλης μας Περικλή Σφυρίδη, που του πρωτοδημοσίευσε διήγημά του («Μια χελώνα ανάσκελα», 1985) στην ΠΑΡΑΦΥΑΔΑ, ένα ετήσιο λογοτεχνικό περιοδικό με επιλεγμένα αδημοσίευτα κείμενα κυρίως Θεσσαλονικιών πεζογράφων, που, δυστυχώς, εδώ και αρκετά χρόνια έχει σταματήσει να κυκλοφορεί. Συνολικά τύπωσε ώς τώρα δεκατέσσερα βιβλία πεζογραφίας (9 συλλογές διηγημάτων, 4 μυθιστορήματα και ένα λεύκωμα). Παρότι η μεγάλη του αναγνωρισιμότητα έγκειται κυρίως στην κυκλοφορία των μυθιστορημάτων του, στα οποία κυρίως αναπλάθει μυθοπλαστικά τη ζωή σπουδαίων λαϊκών συνθετών της χώρας (Τσιτσάνης, Βαμβακάρης), πιστεύω πως η λογοτεχνική του δύναμη και το ισχυρό του ταλέντο συμπυκνώνονται και αναδεικνύονται καλύτερα ιδίως στα εξαιρετικά του διηγήματα.

Ο Σκαμπαρδώνης, σπάνια στόφα διηγηματογράφου, διαθέτει την ικανότητα να δημιουργεί ιστορίες από ασήμαντα πράγματα ή καταστάσεις της ζωής και της καθημερινότητας, από το πουθενά, θα λέγαμε – μια φευγαλέα εικόνα, μια φράση ενός αφανή ήρωα της ζωής, ένα στιγμιότυπο που του εξάπτει τη φαντασία και τον διεγείρει λογοτεχνικά, κάτι το ασήμαντο, και, συχνά, ανάξιο λόγου. Στις ιστορίες του, συχνά ο ρεαλισμός με τη φαντασία εναλλάσσονται αρμονικά, σε βαθμό που κάποιες φορές ο αναγνώστης να δυσκολεύεται να διακρίνει τις εκάστοτε διαχωριστικές γραμμές. Η αφήγηση στα διηγήματά του είναι ζουμερή, κρατά σε πνευματική εγρήγορση τον αναγνώστη ώς το τέλος, η ιστορία συχνά δίνεται με ενάργεια, χιούμορ ή ειρωνεία. Η ματιά του συγγραφέα απέναντι σε πρόσωπα και γεγονότα είναι λοξή, το βλέμμα συχνά υπό γωνία εστιάζει στα ασήμαντα που τα καθιστά σημαντικά, στα τραγικά της ζωής που τα απαλύνει με τρυφερότητα και με κάποια διάθεση ενατένισης ή ενός –όχι ιδιαίτερα απλησίαστου και βαρύγδουπου ή σοβαροφανούς– στοχασμού. Οι ήρωές του είναι συχνά άνθρωποι καθημερινοί, αυτό που λέμε «της πιάτσας», εντελώς συνηθισμένοι, και ο συγγραφέας τσακώνει με μαεστρία μια ασήμαντη στιγμή της ζωής τους, πλάθοντας με τη γραφή για τον καθέναν ένα ολόκληρο σύμπαν, που ούτε θα το διανοούνταν οι ίδιοι ποτέ πως υπάρχει και πως, δικαιωματικά, τους ανήκει. Αυτό, φυσικά, πέρα από ταλέντο πεζογραφικό, προϋποθέτει και γερά συγγραφικά ανακλαστικά. Γερά εξασκημένο αυτί, δυνατό και γρήγορο μάτι, ευστροφία πνεύματος, παρατηρητικότητα, σωστή κρίση και ταχύτητα αποτύπωσης του συγγραφικού ερεθίσματος, ή, καλύτερα, μια έντονη συγγραφική ετοιμότητα, έναν άνθρωπο πάντα στην «τσίτα», σε εγρήγορση, στις συγγραφικές επάλξεις, για να αξιοποιήσει με διηγήματα το παραμικρό που του προκύπτει. Συχνά, στο τέλος των ιστοριών, που άλλοτε είναι πρωτοπρόσωπες και άλλοτε τριτοπρόσωπες, μια φράση, ένα σύνθημα, μια ατάκα, ένα ευφυολόγημα ή ένα χωρατό, απογειώνει το διήγημα, συμπυκνώνοντας, τις περισσότερες φορές πετυχημένα, όλη την ουσία του.

Για κάποιον μελετητή ή ερευνητή του έργου του, ο Σκαμπαρδώνης είναι ένας λογοτεχνικός «μπαχτσές», υπό την έννοια ότι υπάρχουν πάμπολλοι άξονες ή θεματικές στις οποίες ο μελετητής θα μπορούσε να εστιάσει. Τελείως πρόχειρα, ανατρέχοντας στο πεζογραφικό του έργο, καταγράφω (και προτείνω) δέκα θέματα-άξονες της πεζογραφίας του: Την τέχνη και την τεχνική του μικροδιηγήματος (μικροϊστορίας) που εξασκεί επιτυχώς – μιλώ για κείμενα ελάχιστων λέξεων, σχεδόν μίας αράδας ή μίας παραγράφου, που είναι συμπυκνωμένα διηγήματα και προσεγγίζουν κατά πολύ την ποίηση, ένα είδος γραφής ιδιαιτέρως δύσκολο και απαιτητικό για όσους ασχολούνται με τη γραφή. Την έντονη φιλοζωία του (ή ζωοφιλία του, για να γίνομαι πιο κατανοητός). Την αγάπη του για τη ρεμπέτικη παράδοση της Θεσσαλονίκης, αλλά και ολόκληρης της χώρας. Τις αναφορές του στην πόλη της Θεσσαλονίκης, μέσα από το έργο του. Τα διηγήματά του για το ποδόσφαιρο, και για την αγαπημένη του ομάδα, τον Ηρακλή. Τη Χαλκιδική ως τόπο που ξετυλίγονται πολλές του ιστορίες. Την πληθώρα των λαϊκών ανθρώπων της ζωής (υπαλλήλων, συνταξιούχων, μικροπωλητών κ. ά.), που σε κάποια στιγμή της ζωής τους συμβαίνει κάτι απρόοπτο, αλλάζοντας τη ρότα και την οπτική τους για άλλους ανθρώπους και καταστάσεις. Την αναφορά του σε περιθωριακούς τύπους ανθρώπων, κατά κανόνα της πόλης της Θεσσαλονίκης, μέσα από τα διηγήματά του. Τα διηγήματά του, με τρυφερό πάντα βλέμμα, για διάσημους καλλιτέχνες (Μίμης Φωτόπουλος, Ζωζώ Νταλμάς κ. ά).  Για το τέλος κρατώ αυτό για το οποίο σκέφτηκα να σας μιλήσω και που, προσωπικά, με ενδιαφέρει περισσότερο: Την επίδραση και επιρροή της Ορθοδοξίας και του Αγίου Όρους στα διηγήματά του.

Ανατρέχοντας σε έξι από τις εννέα συλλογές διηγημάτων του, στις πέντε από αυτές εντόπισα, διάσπαρτα, δέκα διηγήματα με αναφορές σε μοναχούς, στο Όρος ή στην Ορθοδοξία, αριθμός διόλου ευκαταφρόνητος, που, προφανώς, θα είναι μεγαλύτερος στη συνολική πεζογραφική του παραγωγή. Στη συλλογή Η ψίχα της μεταλαβιάς (τα τραμάκια, 1990) υπάρχουν δύο διηγήματα, στα οποία ο Σκαμπαρδώνης αναζητεί το αλλόκοτο, το παράδοξο, το μεταφυσικό, το μη λογικό και το ακατανόητο, εκφράζοντας έτσι μια διάσταση και μια εκδοχή της ορθόδοξης πίστης. Στο «Ο σαλός μια νύχτα – στις 29 Ιουνίου» ένας ψαράς πηγαίνει σε μία σκήτη, κοντά στο Ρωσικό μοναστήρι, για να εξομολογηθεί στον μοναχό Φώτιο, τον διά Χριστόν σαλό. Όμως ο μοναχός Φώτιος σαλός υπήρξε και ιστορικό πρόσωπο, που έζησε πριν από δύο αιώνες στο Όρος. Στον ήρωά μας συμβαίνουν, εκείνο το καυτό πρωινό του Ιούνη, παράξενα, σχεδόν μεταφυσικά συμβάντα, που, μάλλον, τα φαντάστηκε ξαπλωμένος στην αμμουδιά, έχοντας απέναντί του την κορυφή του Άθωνα, λίγο προτού μαζέψει τα δίχτυα του. Διήγημα όπου φαντασία και πραγματικότητα εμπλέκονται, σχεδόν συγχέονται στο μυαλό του πρωταγωνιστή. Στο «Η ψίχα της μεταλαβιάς» ο Γιώργος Κλήμεντος πηγαίνει μετά από 17 ολόκληρα χρόνια σε εκκλησία της Τούμπας για να κοινωνήσει. Φαντάζεται, μέσα από τα χρόνια, τον παππού του Θόδωρο Κλήμεντο, που απέδιδε τις ατυχίες της ζωής του επειδή δεν του τύχαινε ποτέ ψίχα στην κοινωνία. Κάποτε που ο παππούς πέτυχε μεγάλο κομμάτι ψίχας στην κοινωνία, του συνέβη ένα παράξενο, σχεδόν υπερβατικό γεγονός: Βρήκε στα μελίσσια του μια τεράστια βασιλική κορώνα από κερήθρα. Τώρα ο εγγονός, που ψάχνει παρηγοριά στην θεία κοινωνία, όσο και να πασχίζει, δεν πιάνει στη γλώσσα του παρά ελάχιστα τρίμματα ψίχας, μένοντας απογοητευμένος. Διήγημα όπου το παρελθόν παρεισφρέει στο παρόν σ’ έναν αξεδιάλυτο χρόνο, με μεταφυσικές προεκτάσεις και τραγικότητα στην απόληξή του. Στη συλλογή Πάλι κεντάει ο στρατηγός (Καστανιώτης, 1996), δύο διηγήματα σε πρωτοπρόσωπη, τώρα, αφήγηση: Το πρώτο, «Ιχθύος κατάλυσις». Τόπος η Ιερή Μονή της Μεγίστης Λαύρας, όπου δεσπόζει η μορφή του Γέροντα Σάββα. Χρόνος η έκτη Αυγούστου, «ιχθύος κατάλυσις», η μόνη μέρα δηλαδή που στο Όρος οι μοναχοί τρώνε ψάρι. Ο αφηγητής, γνωστός του Γέροντα, έχει φέρει τρεις τσιπούρες «αλανιάρες» για να τις φάνε μαζί με τον πατέρα Τρύφωνα, ένα νεαρό καλογεράκι, υποτακτικό του Γέροντα. Ένα κόκκαλο σφηνώνεται στον λάρυγγα του υποτακτικού, κάνοντάς τον να βρεθεί σε μισολιπόθυμη κατάσταση από τον βήχα και τη δύσπνοια. Ο Γέροντας κάνει λειτουργία στον Άγιο Παύλο τον Ομολογητή, κι εν μέσω κεραυνών και βροντών, βήχοντας το καλογεράκι εκσφενδονίζει το δυόμισι πόντων ψαροκόκαλο, στο ανοιχτό στόμα μιας άλλης ψημένης, ανέγγιχτης τσιπούρας. Θαύμα, παραδοξότητα, η δύναμη της πίστης, σε ένα δυνατό και καλογραμμένο διήγημα, με ένα τέλος γειωμένο στη συνείδηση του αναγνώστη σαν τους κεραυνούς του Άθωνα. Στο «Adidas με αερόσολα» ο αφηγητής (καπνιστής και γυμναστής) εντυπωσιάζεται από τη φιγούρα του μοναχού Νικόδημου, που με adidas στα πόδια παίζει μπασκετάκι στην ανοιχτωσιά της Μονής Ακραδάντου Τείχους. Ο μοναχός γνωρίζει πολλές μπασκετικές λεπτομέρειες και δηλώνει οπαδός του ΠΑΟΚ. Έχει ταυτίσει μέσα του την τριαδική θρησκεία με το τρίποντο, και πιστεύει (κατά τις ρήσεις του άγιου Γρηγόριου του Παλαμά) στη γύμναση του σώματος. Πάλι παραδοξότητα, λοξή ματιά στο Όρος, κοσμικές συνήθειες μοναχών αλλά και κοσμικές αδυναμίες, που τους καθιστούν ευάλωτους και συμπαθείς. Στη συλλογή Επί ψύλλου κρεμάμενος (Κέδρος, 2003), υπάρχει το διήγημα «Πρωινό ρόφημα». Ένα περιστατικό (βιωματικό; μυθοπλαστικό;) από τη ζωή του γέροντα Παϊσίου, που πρόσφατα η Εκκλησία μας αναγνώρισε ως άγιο. Ο Παΐσιος, που είχε ιδιαίτερες ψυχικές ικανότητες και ήταν θαυματοποιός, δίνει με ένα του σφύριγμα εντολή σε μια οχιά με τα πέντε μικρά της να βγουν από την κρυψώνα τους για να πάρουν το πρωινό τους ρόφημα – γάλα μέσα σε έξι παλιά, πορσελάνινα φλιτζάνια. Ωραίο το κοντράστ με τους δύο δύσπιστους, σκληρούς, ξινούς «ευσεβιστές» επισκέπτες, που επικρίνουν τον Γέροντα από τη μια, και από την άλλη την αταραξία και τη σοφία του Γέροντα, που τους αποστομώνει με την πράξη του, δίχως να ανοίξει το στόμα του. Στη συλλογή Περιπολών περί πολλών τυρβάζω (Πατάκης, 2011), δύο διηγήματα για Όρος και ορθόδοξη πίστη. Στο «We will neet again» χρόνος ο Ιούνιος του 2010, και τόπος μια σπηλιά του Όρους, κοντά στη Μονή Ξενοφώντος, όπου εγκαταβιεί ένας ερημίτης, σαν στρουθίο του ουρανού. Δυο μοναχοί κι ένας αστυφύλακας, σταλμένοι από την Ιερή Επιστασία των Καρυών, πάνε να ελέγξουν αν ευσταθούν οι κατηγορίες πως από τη σπηλιά του Γέροντα ακούγεται μια παράξενη μουσική, σαν πιάνο. Ο Γέροντας Συμεών, έχοντας τραυματικά βιώματα από τη νεανική του ηλικία, κουβάλησε κρυφά πιάνο στο Όρος και έπαιζε, κρυφά, μόνο την αυγή, μετά τον Όρθρο, κοσμικά και εκκλησιαστικά κομμάτια. Οι τρεις απεσταλμένοι ανακαλύπτουν το μυστικό του, αλλά δεν τον καταγγέλλουν, γιατί οι μελωδίες του είναι συγκλονιστικές και τους καθηλώνουν. Ένα διήγημα φανερά επηρεασμένο από την κινηματογραφική ταινία «Μαθήματα πιάνου», που, πιθανότατα, συγκίνησε τον συγγραφέα. Στο διήγημα «Το φίδι στη φάτνη» (ίσως το πιο δυνατό διήγημα αυτής της θεματολογίας) μια δασκάλα Σχολείου Κωφών, παραμονές Χριστουγέννων, αφού κάνει τα ψώνια της σε σούπερ μάρκετ, πηγαίνει το μικρό της αγοράκι στην εκκλησία να μεταλάβει. Το παιδί ουρλιάζει, κλαίει, χτυπιέται σαν δαιμονισμένο. Ρίχνει στο δάπεδο τη Θεία Κοινωνία, αναγκάζοντας τον ιερέα να σκύψει και να την γλείψει ώς την τελευταία σταγόνα από κάτω, για να μην αμαρτάνει. Το μικρό το είχε δαγκώσει μια οχιά (είχε τρυπώσει στο διχτάκι με τις πατάτες) και έπρεπε να του γίνει επειγόντως ένεση ατροπίνης για να σωθεί η ζωή του. Το φίδι βρίσκεται μισοπεθαμένο από τα νυχιάσματα της γάτας του σπιτιού, όμως η ηρωίδα το λυπάται, το πατικώνει με ένα μπουρνούζι σ’ έναν κουβά και το πετάει στις λοφοπλαγιές του Χορτιάτη. Και πηγαίνει μετά στην εκκλησία, με δυναμωμένη την πίστη, να ανάψει κερί και να ψάλει, ύστερα από πολλά χρόνια, ένα τροπάριο. Στην πρόσφατη συλλογή του Σκαμπαρδώνη Νοέμβριος (Πατάκης, 2014) υπάρχουν τρία σχετικά διηγήματα. Στο «Ο κυρ Μανουήλ Πανσέληνος δεσπόζει», ένας απομονωμένος και ασυγχρόνιστος μοναχός καλεί ένα πρωί τον αφηγητή με τον φίλο του να τον ακολουθήσουν στο κελί του, έξω από τις Καρυές, για να τους δείξει κάτι. Κατεβαίνουν στο υπόγειο του κελιού, όπου δυόμισι ορόφους κάτω, υπάρχει μια πάμφωτη εκκλησιά. Στον μικρό της τρούλο φέγγει υποβλητική η εικόνα του Παντοκράτορα, που κάνει τους δύο επισκέπτες να παραλύσουν από δέος και θαυμασμό για την καλλιτεχνική της αξία. Είναι έργο του Μανουήλ Πανσέληνου, φιλοτεχνημένη γύρω στο 1290. Ο ιδιόρρυθμος μοναχός αποκαλύπτει στους δύο προσκυνητές την αμαρτία του: Αγαπά πλέον τον κυρ Μανουήλ Πανσέληνο περισσότερο κι από τον Χριστό. Στο «Ούτε έναν κουβά νερό» ο συνονόματος του συγγραφέα ήρωας, Γιώργος Συμεωνίδης, ανατρέχει στο γενεαλογικό του δένδρο μέσα από παλιές εικόνες του Αγίου Γεωργίου αλλά και της Παναγίας. Θυμάται την ιστορία του παππού του, που ήρθε από τα Κοτύωρα του Πόντου με δύο εικόνες στα χέρια: Του νεομάρτυρα Αγίου Γεωργίου των Ιωαννίνων και της Παναγιάς της βρεφοκρατούσας. Στο διήγημα αναδεικνύεται η αγνή, άδολη και άμεση σχέση των παλιών ανθρώπων με τα πρόσωπα των αγίων των εικόνων. Τους μιλούσαν, τους ικέτευαν, τους θύμωναν, τους κατηγορούσαν, σαν να συνομιλούσαν με συγγενικά τους πρόσωπα. Τέλος, το «Πάρε το τρανζίστορ στη βάρκα». Εδώ ο αφηγητής μαζί με τον παπα-Θεόφιλο πάνε με βάρκα για ψάρεμα, έξω από την Ουρανούπολη, στη σκιά του Άθωνα. Ο παπάς παροτρύνει τον αφηγητή-φίλο του ν’ ανοίξει ένα τρανζίστορ, ν’ ακουστεί η μουσική, για να μαζευτούν γύρω από τη βάρκα δελφίνια. Κατόπιν εξομολογείται στον φίλο του πως στα δελφίνια αρέσει ένας συγκεκριμένος ψαλμός, γραμμένος από τον άγιο Νεκτάριο Αιγίνης. Όταν τον ψέλνουν και οι δύο, τα δελφίνια πλησιάζουν κι ο αφηγητής, εκστασιασμένος, βουλιάζει, θαρρείς για να νιφτεί, μέσα στα θεϊκά νερά.

Κάποια γενικά χαρακτηριστικά, τώρα, αυτών των διηγημάτων του Σκαμπαρδώνη:

* Σε πολλές από αυτές τις ιστορίες κυριαρχεί μια μεταφυσική διάσταση, συμβάντα που δεν ερμηνεύονται και δεν αναλύονται εύκολα με την ανθρώπινη λογική.

* Δίχως να νιώθουμε τον αφηγητή ως ιδιαιτέρως θρησκευόμενο άτομο, τον βλέπουμε εκστασιασμένο από το ανεξήγητο του Όρους και συνεπαρμένο από τη δύναμη της πίστης των μοναχών. Ελκύεται και εμπνέεται από την Ορθοδοξία και τους μοναχούς. Θεωρεί τα θεία, την πίστη, την εκκλησία ως το έσχατο καταφύγιο των απελπισμένων.

* Υπάρχει πάντα ένα ιδιαίτερο βλέμμα σε πρόσωπα, σε μορφές, που αφενός επέλεξαν τον μοναχικό βίο, όμως συναναστρέφονται άνετα και με κοσμικούς. Συχνά έχουν αποκτήσει (ή διατηρούν) και οι ίδιοι κάποιες κοσμικές συνήθειες, που τους καθιστούν τρωτούς, ευάλωτους, αδύναμους και ιδιαιτέρως προσιτούς και συμπαθείς στον αναγνώστη. Κάποιοι εξ αυτών, πάντως, συμπεριφέρονται και ως «διά Χριστόν σαλοί».

* Υπάρχει έντονο το βιωματικό στοιχείο, σχεδόν σ’ όλες τις ιστορίες (ακόμη και σ’ εκείνες που κινούνται μεταξύ ρεαλισμού και φαντασίας), κάτι που μαρτυρά πως ο Σκαμπαρδώνης είναι τακτικός επισκέπτης του Όρους, και, συχνά, μας μιλά γι’ αυτό από πρώτο χέρι.

* Υπάρχουν καταπληκτικές σε ωραιότητα, δύναμη και ακρίβεια περιγραφές του αθωνίτικου και αγιορείτικου τοπίου, με τη βλάστηση, τα φυσικά στοιχεία και φαινόμενα (βροχές, κεραυνοί, αστραπές), αλλά και περιγραφές αναφορικά με την ευλάβεια, τις μορφές, την πίστη των μοναχών.

* Πιστεύω πως σε όλα τα παραπάνω διηγήματα είναι ευδιάκριτη και έντονη η νοερή επικοινωνία του Σκαμπαρδώνη με τον Πεντζίκη, όχι σε ζητήματα γραφής ή ύφους, αλλά σε ζητήματα πίστης και Ορθοδοξίας. Η συνάφειά τους έγκειται στο εξής: Ο Πεντζίκης, δίχως να έχει ιδιαίτερες αναφορές στο έργο του στον Όρος, ήταν ταχτικός επισκέπτης του, και πιστός θρησκευόμενος. Ο Σκαμπαρδώνης, από την άλλη, επιχειρεί, με μια πιο φρέσκια και σύγχρονη ματιά, δίχως θρησκευτικές εμμονές και θρησκοληψία, να ψηλαφήσει το παράδοξο, το ανεξήγητο του Όρους και να αναδείξει τον ιαματικό χαρακτήρα της πίστης.

 

 

Ο Σκαμπαρδώνης, γράφοντας και τυπώνοντας επί είκοσι πέντε χρόνια διηγήματα, συνεχίζει μια παράδοση της πόλης της Θεσσαλονίκης αναφορικά με το δύσκολο και απαιτητικό είδος γραφής, της μικρής φόρμας, του διηγήματος, μιας παράδοσης, αρχής γενομένης με τον Πεντζίκη και τον Ιωάννου, και άξιους συνεχιστές της τον Σφυρίδη, τον Καλούτσα, τον Ναρ, τον Μίγγα, τον Τσιαμπούση, τον Νικηφόρου, την Αγαθοπούλου, για να φτάσουμε μέχρι νεότερες αξιόλογες φωνές, όπως του Ιγνάτη Χουβαρδά και του Γιώργου Γκόζη. Πιστεύω πως στο σχηματικό διαχωρισμό που κάποτε έκανε ο Περικλής Σφυρίδης αναφορικά με την πεζογραφία της πόλης μας (εσωτερικός μονόλογος, βιωματική πρόζα) βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα, ή, για την ακρίβεια, καθιέρωσε ένα δικό του, απόλυτα προσωπικό και αναγνωρίσιμο ύφος, μια δική του γραφή και όραση των πραγμάτων, με τα χαρακτηριστικά που ανέφερα προηγουμένως. Ανανέωσε μάλιστα το διήγημα, μπολιάζοντας το, πέρα από τα βιώματά του και τη γραμμικού τύπου αφήγηση, και με φαντασία, χιούμορ και μυθοπλαστική αφηγηματική πρωτοτυπία. Φυσικά, από όλη τη διηγηματογραφική του σοδειά, κάποια διηγήματα ξεχωρίζουν περισσότερο και κάποια λιγότερο, άλλα είναι περισσότερο και άλλα λιγότερο επι-δραστικά – πώς θα ήταν άλλωστε δυνατό, μέσα σε τέτοιο όγκο δημοσιευμένων διηγημάτων, να ήταν όλα εξαιρετικά; Πιστεύω όμως πως η πλειοψηφία των πεζογραφικών του βιβλίων, και δη οι συλλογές των διηγημάτων του, όπου αναδεικνύει και τον καλύτερο συγγραφικό του εαυτό, τον κατατάσσουν σ’ έναν από τους σημαντικότερους και χαρισματικότερους πεζογράφους της πόλης, αλλά και ολόκληρης της χώρας.

 

Πηγές

 

Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Η ψίχα της μεταλαβιάς, διηγήματα, τα τραμάκια, 1990

Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Πάλι κεντάει ο στρατηγός, διηγήματα, Καστανιώτης, 1996

Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Επί ψύλλου κρεμάμενος, διηγήματα, Κέδρος, 2003

Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Περιπολών περί πολλών τυρβάζω, διηγήματα, Πατάκης, 2011

Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Νοέμβριος, διηγήματα, Πατάκης, 2014

ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, Πατάκης, 2007

 

(περιοδικό «το κοράλλι», τεύχ. 7, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2015)

 

 

 

 

 

ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ (19 στάσεις)

 

 

Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Λεωφορείο, 19 στάσεις, διηγήματα, Πατάκης, 2018

 

 

Ένα βιβλίο πρόσφατης σοδειάς Θεσσαλονικιών συγγραφέων, που, κατά τη γνώμη μου πάντα, δίνει τον σωστό τόνο αναφορικά με την αναπαράσταση της πόλης, τόσο σε σχέση με τα λογοτεχνικά προσωπεία και τους ανθρώπους της, όσο και σε σχέση με τη βαθύτερη ουσία και αλήθεια της, είναι το Λεωφορείο (19 στάσεις) του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, τυπωμένο από τις εκδόσεις Πατάκη. Ο Σκαμπαρδώνης καταθέτει μια εκτενή, ζουμερή αφήγηση στον χώρο και στον χρόνο, κομματιασμένη σε 19 ενότητες-αφηγήματα, όσες και οι στάσεις του λεωφορείου «10» που κάνει τη διαδρομή Χαριλάου-Σταθμός. Κάθε στάση ξυπνά στον αφηγητή απροσδόκητες μνήμες, σε ένα αέναο πήγαινε-έλα στα χρόνια, που δεν είναι ούτε γραμμικό ούτε προβλέψιμο. Αλητεία στο Χαριλάου, οι νταήδες της γειτονιάς και οι παλιές συμμορίες, άνθρωποι γνήσιοι που τους ξέβρασαν τα χρόνια και η ζωή, παλιοί κινηματογράφοι, η ιστορία της Ροτόντα, ένα πολύ όμορφο κορίτσι στην Καμάρα, ο «Ιανός» του Νίκου Καρατζά, στην Αριστοτέλους, στέκι των παλιών συγγραφέων και των ποιητών της πόλης, ο κύριος Χριστιανόπουλος που, μεταξύ άλλων, δεν οδήγησε ποτέ του αυτοκίνητο, το συγκρότημα των εφημερίδων «Μακεδονία-Θεσσαλονίκη» στο οποίο εργάστηκε επί χρόνια ο Σκ. –σπουδαία η προσφορά του ως διευθυντού περιοδικών λόγου και τέχνης, όπως η αλησμόνητη «Πανσέληνος»–, και άλλα, και τόσα άλλα… Μνήμη, νοσταλγία (με το άλγος πάντα του νόστου, λαμπικαρισμένο και διηθημένο από μια γλώσσα και ένα βλέμμα καλά δουλεμένα, κοφτερά και πάντα υπό γωνία), αφηγήσεις για πρόσωπα, στέκια και καταστάσεις οικείες στους Θεσσαλονικείς (και όχι μόνο), μια σύζευξη εντέλει μυθοπλασίας και αυτοβιογραφίας (ας απενοχοποιηθεί επιτέλους ο όρος!) σε ένα κείμενο που συγκινεί και πείθει.

 

(απόσπασμα από το κριτικό δοκίμιο «…και στο βάθος Θεσσαλονίκη», book press, Ιανουάριος, 2019)

 

 

 

 

 

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΑΜΠΟΥΣΗΣ

(1953)

 

 

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΥ

ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΑΜΠΟΥΣΗ

 

 

Επειδή η Σωτηρία Σταυρακοπούλου με την αναλυτική και εμπεριστατωμένη εισήγησή της κάλυψε με επάρκεια το θέμα της ελληνικής επαρχίας στο έργο του Βασίλη Τσιαμπούση, απλώνοντας τη ματιά της και αγγίζοντας εμμέσως και τον κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα του έργου του, θα αναφερθώ στην πεζογραφική εξέλιξη του Δραμινού συγγραφέα, δίνοντας βαρύτητα στα δύο προαναφερθέντα στοιχεία. Ακόμα κι αν συμπίπτουμε στην επιλογή των προς εξέταση διηγημάτων (για ξεχωριστούς λόγους ο καθένας) με την κ. Σταυρακοπούλου, νομίζω πως το διαφορετικό βλέμμα μας πάνω στα βιβλία του αποψινού μας καλεσμένου θα σας βοηθήσει να αποκτήσετε μια ολοκληρωμένη, σφαιρική αντίληψη τής έως τώρα δουλειάς του.

Ο πεζογράφος Βασίλης Τσιαμπούσης κάνει την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα με τη συλλογή διηγημάτων του Η βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα (η πρώτη έκδοση ήταν ιδιωτική, το 1988, σε επανέκδοση το 1990 από τη Νεφέλη). Ο συγγραφέας βιάζεται να μας προκαταλάβει με κείνο το επαρχιακά διηγήματα που χρησιμοποιεί ως υπότιτλο, είτε από αμηχανία είτε από αυτοσαρκασμό είτε θέλοντας να προκαλέσει και να προετοιμάσει τον αναγνώστη για το τι τον περιμένει. Οι ιστορίες είναι μικρές σε έκταση και ο ανθρωπογεωγραφικός χώρος (στη συντριπτική πλειοψηφία των ιστοριών) είναι η πόλη της Δράμας, τόπος καταγωγής του συγγραφέα. Η περίκλειστη επαρχία δεσπόζει στις σελίδες του Τσιαμπούση. Ταβερνάκια, ζαχαροπλαστεία, πλατείες, καφενεία, μικρές γειτονιές με εργατικές κατοικίες, ο επιμέρους χώρος όπου ξεδιπλώνονται οι αφηγήσεις. Και οι ήρωές του, τύποι στραπατσαρισμένοι, που διατελούν εν μέθη, λεηλατημένοι φαντάροι –για να θυμηθώ έναν στίχο του ποιητή Γιώργου Χρονά–, ιεροψάλτες με αγγελική φωνή που μονάζουν στο Όρος, θαμώνες καφενείων με διαφορετικά πολιτικά φρονήματα, όμως κολλητοί, επαρχιώτες φοιτητές που βλέπουν τσόντα στον «Ελλήσποντο», γευματίζουν στο «Χρυσό παγόνι» και τρώνε παγωτό στη «Ρωξάνη», τύποι που διαβιούν στη μικρή γειτονιά, μικρά νοικοκυριά και άθλια στρατόπεδα ανεπιθυμήτων. Ο Λάκης ο εγκυκλοπαίδειας, ένας παραπεταμένος λαϊκός τύπος που κοιτά να πιάσει την καλή και να βγάλει κανένα φράγκο από τα τυχερά παιχνίδια, ένας λαχειοπώλης που περιμένει μια Δευτέρα για να έχει τρεις ώρες δικές του, ένας θεολόγος καθηγητής που χαρτοπαίζει γιατί το χαρτί τον εξυψώνει προς τα κάτω και λυτρώνεται κι ένας σχολαστικός αρρωστοφοβικός δημόσιος υπάλληλος που κάνει έρωτα με μια Τουρκάλα και φοβάται για την υγεία του, μερικά μόνο πρόσωπα από το σύνολο των ηρώων της Βέσπας. Μία φράση μίας ηρωίδας του Τσιαμπούση συμπυκνώνει σε μία μόλις πρόταση το κοινωνικό στίγμα όλων των ηρώων του. «Τόσο μαζεμένη και τσαλακωμένη ήταν ολάκερη η ζωή της».

Τα κοινωνικά στοιχεία που μπορεί κανείς να διακρίνει στο εν λόγω βιβλίο είναι πρωτίστως το αίσθημα της μοναξιάς, της ερημιάς και της αποξένωσης στο επαρχιακό τοπίο. Στο διήγημα «Το σαλάμι» θίγεται το κοινωνικό πρόβλημα του κλεισίματος των μικρών μπακάλικων και της εμφάνισης των σούπερ μάρκετ στη ζωή μας, ενώ στην «Τρούλια» θίγεται το κοινωνικό ζήτημα των Γύφτων, η ιδιαιτερότητα του τρόπου ζωής τους, η ελεύθερη φύση τους και το ανυπότακτο του χαρακτήρα τους. Ακόμα κι αν οι συνθήκες διαβίωσης φάνταζαν καλές, οι γονείς της ηρωίδας εξαφανίζονται και το κορίτσι από την παιδούπολη βρίσκεται σε αναμορφωτήριο, γιατί έκανε πιάτσα στην παραλία. Από το εν λόγω διήγημα εισπράττουμε την έκπληξη του αφηγητή-συγγραφέα για την απρόβλεπτη απόληξη των συμβάντων, όχι όμως κάποια έντονη ψυχική δυσφορία ή αντίδραση. Έχουμε δηλαδή απλώς την καταγραφή μιας παθογενούς κοινωνικής κατάστασης σε μία ήπια αφήγηση. Στο διήγημα «Εν Ιορδάνη» τα παρωχημένα κοινωνικά στερεότυπα της επαρχιούπολης θριαμβεύουν. Δεσπότης, Δήμαρχος, Νομάρχης, βουλευτές, μέχρι και η κοιλιά του συνταγματάρχη, όλοι βάλλουν κατά του κοριτσιού που πέφτει στα νερά για να βγάλει τον σταυρό, με αποτέλεσμα αυτό να συλληφθεί από τους χωροφύλακες, επειδή παρέβη τον ηθικό κανόνα να πέφτουν στα νερά, την ημέρα των Θεοφανείων, μόνο άντρες. «Άθλια χωριουδάκια κι ασυνάρτητη επαρχία» θα σχολίαζε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Τέλος στο «Η Μερσεντές» καυτηριάζεται η κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Μια Μαρία που ο μπαμπάς της είχε κάρο και ο παππούς της ήταν χωροφύλακας, ένας τσιγκούνης εφοπλιστής που ζητά αποδείξεις για έξοδα κατασκευής σε εκκλησία και γερμανοί τουρίστες που τρελαίνονται για τζατζίκι, μουσακά και μελιτζανοσαλάτα, είναι το σκηνικό της πατρίδας που αντικρίζει ένας μετανάστης που επιστρέφει σ’ αυτήν για διακοπές.

Στο βιβλίο Η βέσπα η ζωή των ηρώων του Τσιαμπούση φαντάζει στάσιμη και βαλτωμένη. Υπάρχει στασιμότητα στον ρυθμό όλης της επαρχιακής πόλης. Ο συγγραφέας με τέχνη, φωτίζει μιαν άλλη Ελλάδα, πέρα από τα φώτα, τις ευκαιρίες, τις μικροαστικές ανέσεις, το βόλεμα και την ευμάρεια. Τα διηγήματα όπου συμμετέχει και ο ίδιος και όπου υπάρχει πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι πιο πειστικά. Στα υπόλοιπα, παρόλη την ειρωνεία του και τον όποιο χλευασμό του απέναντι στην καθεστηκυία τάξη, φαίνεται πως αρέσκεται να αφηγείται για τον επαρχιακό μικρόκοσμο του τόπου του, μην επεμβαίνοντας να ανατρέψει ή να αλλοιώσει τη στασιμότητα που αυτός εκπέμπει. Όπως και να έχει όμως, με το πρώτο δείγμα γραφής του ο Τσιαμπούσης φωτίζει την άλλη όψη της ζωής, την αθέατη, τη σκοτεινή, τη μίζερη, την τσαλακωμένη, κι αυτό του το εγχείρημα είναι, ταυτοχρόνως, κοινωνική και πολιτική πράξη.

 

Ο Τσιαμπούσης το 1993, δοκιμαζόμενος στην μεγάλη σύνθεση, εκδίδει το μυθιστόρημά του Εκτός έδρας, τίτλος παρμένος από τα ποδοσφαιρικά που, όπως και η ιστορική ομάδα της πόλης του, η Δόξα Δράμας, φαίνεται πως τον συγκινούν ιδιαίτερα. Ο τόπος που ξετυλίγεται το στόρι είναι πάλι η Δράμα, όμως, όπως εύστοχα παρατήρησε και η Σταυρακοπούλου, όχι «ζώσα» –και δρώσα, θα συμπλήρωνα εγώ– αλλά ως ντεκόρ, ως φόντο του μύθου του. Η πλειοψηφία των ηρώων τού Εκτός έδρας πάλι περιθωριακοί, λούμπεν και επαρχιώτες. Ο Νταγιάν –πήρε το συγκεκριμένο ψευδώνυμο επειδή είχε πρόβλημα στο ένα του μάτι– ένα γεροντοπαλίκαρο που ζούσε παλιά με τη μάνα του, μισογύνης, θαμώνας καφενείου και αφοσιωμένος στο τάβλι. Ο φίλος του ο Γιώργος, συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος, που έχασε τη γυναίκα του σε αυτοκινητιστικό ατύχημα και έχει γιο που σπουδάζει στην Αθήνα. Ο εργολάβος μηχανικός Νίκος, τύπος συμβιβασμένος τόσο πολιτικά όσο και ερωτικά αναλογικά με το παρελθόν του, με έφεση στα λαδώματα και στις δωροδοκίες στον δημόσιο τομέα. Μία πρώην πόρνη και νυν οικιακή βοηθός που θίγει τον Γιώργο, όταν εκείνος της πρότεινε προξενιό με έναν φίλο του κ.α. Όλοι οι παραπάνω μαζί με άλλα δευτερεύοντα πρόσωπα μπλέκονται σε ένα απίστευτο γαϊτανάκι σχέσεων και καταστάσεων. Προσωπικά δεν με ενόχλησε καθόλου η εκτροπή της ιστορίας σε αστυνομική νουβέλα – απεναντίας βρήκα ενδιαφέρον το όλο εγχείρημα. Όμως με ενόχλησε η επιμονή του συγγραφέα να αναλύει τις σκέψεις και προθέσεις των ηρώων του, θαρρείς και τους γνωρίζει πρώτη φορά ή προσπαθεί γράφοντας να τους καταλάβει, όσο και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε μόλις δύο κεφάλαια του βιβλίου και η ύπαρξη ενός ξεχωριστού διηγήματος με υπογραφή του συγγραφέα, παρακαλώ, στο τέλος, τα οποία, όσα δράμια νεωτερικότητας κι αν προσέδωσαν στο βιβλίο, εν έτει μάλιστα 1993, στερούν την υφολογική ομοιογένεια του στόρι και παραπλανούν (έως μπερδεύουν) αφηγηματικά τον αναγνώστη. Κρατώ όμως στα συν του βιβλίου τα παρακάτω: Την κριτική του συγγραφέα για το αθηνοκεντρικό κράτος με προεκτάσεις στο ποδόσφαιρο και στην ιστορική ομάδα της Δόξας Δράμας – αντιγράφω από τη σ. 78: «Μπήκαν τότε οι εξαγριωμένοι φίλαθλοι στον αγωνιστικό χώρο, πάει κι ο Ντερμπεντέρας απ’ το πολύ το ξύλο στο νοσοκομείο παρέα με το θύμα του, πάει κι η «Δόξα» δυο κατηγορίες κάτω, γιατί τα χρόνια εκείνα απ’ την Αθήνα αποφασίζανε και διατάζανε, πού ν’ ανεβαίνουμε, σου λέει, στο «κωλοχώρι» σας, δυο μέρες με το λεωφορείο, να μας νικάτε κιόλας, και βρήκανε την ευκαιρία και τους υποβιβάσανε» Παρόμοιες αντιλήψεις για τα όργια της Αθήνας απέναντι στις ομάδες της επαρχίας διατύπωσε κάποτε και ο ποιητής και φίλαθλος Μανόλης Αναγνωστάκης, και λίγο-πολύ όσοι παρακολουθήσαμε ποδόσφαιρο, κυρίως στη δεκαετία του εβδομήντα και του ογδόντα, αναγνωρίζουμε πως δεν ήταν καθόλου γραφικές και ανεδαφικές αυτές οι απόψεις, όπως θέλουν κάποιοι να πιστεύουν. Άλλο ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου που άπτεται του κοινωνικοπολιτικού στοιχείου στο έργο του συγγραφέα και που είναι επίκαιρο όσο ποτέ λόγω της οικονομικής κρίσης που μας μαστίζει, οι απόψεις ενός ήρωά του αναφορικά με την αδράνεια και απραξία των Ελλήνων. Όλα αυτά που συζητάμε σήμερα για το ότι η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα, κανείς δεν δουλεύει και όλοι ξοδεύουν ασυλλόγιστα, είχαν εύγλωττα διατυπωθεί πριν από δεκαεφτά χρόνια στο εν λόγω μυθιστόρημα. Λέει, λοιπόν, σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο ήρωας του Τσιαμπούση:

«Ε, λοιπόν, όλοι εσείς που σήμερα απορείτε με την ίδια τη γενιά σας για όσα ξοδεύει ασυλλόγιστα, τρώτε τις οικονομίες εκείνων, που στερήθηκαν και τα πιο στοιχειώδη για να βάλουν στην άκρη πέντ’ έξι παράδες και να ζήσετε εσείς καλύτερη ζωή απ’ αυτούς» του είπα.

Το πιο ενδιαφέρον και γαργαλιστικό, όμως, στοιχείο του Εκτός έδρας στο οποίο συγκλίνουν η ιστορία, η πολιτική και τα κοινωνικά δρώμενα της εποχής στην οποία ο Τσιαμπούσης αναφέρεται, είναι η εμφάνιση Βουλγάρων γυναικών, μορφωμένων, που ύστερα από την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Βουλγαρία ήρθαν στη Δράμα ως χορεύτριες. Το θέμα θίγεται αρχικά στις σελίδες 61 και 62, συνεχίζεται στις σελίδες 82 και 83 όπου έχουμε τη γνωριμία του Γιώργου με τις εκ Βουλγαρίας χορεύτριες, για να κορυφωθεί στις σελίδες 119 και 120. Αντιγράφω από τη σ. 119 ένα αποκαλυπτικό σημείο του όλου ζητήματος, ένα μέρος του διαλόγου της Βάσκα με τον Γιώργο.

Τον κοίταξε με μισό μάτι. «Δυστυχώς», είπε, «για τους πιο πολλούς από σας η Βουλγαρία ήταν πάντα ένα μεγάλο μπορντέλο».

Άφησε να του ξεφύγει ένα μειδίαμα κι εκείνη θίχτηκε ακόμα πιο πολύ.

«Γιατί γελάς;», τον ρώτησε.

«Για το πορνείο που είπες»

«Έχεις δίκιο και γελάς, γιατί σ’ αυτή την παλιοκατάσταση εσείς είστε από πάνω. Έχετε χρήματα, αυτά που σας χάρισε η τύχη της ιστορίας. Βρεθήκατε στη Δύση κι οι συνέταιροί σας πληρώνουν όλα σας τα έξοδα. Μόλις σας περισσέψει κάνα κόκαλο, το πετάτε για να το γλείψουμε κι εμείς, εμάς όμως πρώτα πρέπει να μας πατήσετε και να μας ξευτελίσετε…»

Και παρακάτω…(μιλάει πάντα η Βάσκα)

«Δεν το λέω για μένα ούτε θέλω να έχω δικαιολογίες. Εγώ μπορούσα να τη σταματήσω αυτή τη δουλειά αλλά δεν το έκανα. Γιατί όμως μας έχετε για τίποτε; Γιατί ξεχνάτε τα δικά σας, όταν οι Εγγλέζοι κι οι Αμερικάνοι γαμούσαν τις γυναίκες σας; Τότε πονούσατε αλλά τους λέγατε κι ευχαριστώ, γιατί έδιναν στα παιδιά σας να φάνε ψωμί…»

 

  

Το τρίτο βιβλίο του Βασίλη Τσιαμπούση, η συλλογή διηγημάτων Χερουβικά στα κεραμίδια (Κέδρος, 1996) κερδίζει τον αναγνώστη από τον τίτλο του ακόμα, που είναι παρμένος από φράση του διηγήματος «Ήδη βάπτεται κάλαμος». Με αυτήν τη συλλογή του ο Τσιαμπούσης βρίσκει τη συγγραφική του συνισταμένη, το είδος του λόγου στο οποίο αναπνέει, εκφράζεται και αποδίδει καλύτερα. Από τον ασθματικό ρυθμό της Βέσπας και τις όποιες αρρυθμίες του Εκτός έδρας καταφεύγει στο εκτενές διήγημα. Έτσι, ούτε στριμώχνει το ταλέντο του σε κείμενα μιάμιση παλάμης ούτε χάνεται στους λαβυρίνθους της μεγάλης σύνθεσης. Σε αρκετές ιστορίες του βιβλίου φαίνεται πως υπάρχει ένα δίπολο αντίθετων απόψεων ή διαφορετικών χαρακτήρων, πάνω στο οποίο χτίζεται το στόρι αρκετών διηγημάτων (οι αντίθετοι χαρακτήρες του αφηγητή και του Δημήτρη στην «Κληρονομιά», οι δύο φίλοι που μονίμως διαφωνούν στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας στον γάμο μιας κοινής τους φίλης στο «Ο γάμος», η κόντρα ενός «Καναδού» με τα ξαδέλφια του στην Ελλάδα για την αντιπαροχή ενός παλιού σπιτιού, στο «Το ψαλίδι» κ.τλ) Το διήγημα «Η συγκέντρωση» αφορά μια παιδική ανάμνηση του συγγραφέα από την παράλογη επαρχία, παραμονές εκλογών, δοσμένη με ειρωνεία και ιδιότυπο σαρκασμό, ενώ στο διήγημα «Ο γάμος» υπάρχουν επιρροές από το διήγημα του Ιωάννου «Για ένα φιλότιμο» (από την ομώνυμη συλλογή του), τη στιγμή που ο ένας από τους δύο ήρωες μαζεύει ένα χτυπημένο σκυλί από τον δρόμο. Το διήγημα «Τα ρέστα», μια σπαρταριστή ιστορία που καταδεικνύει όλη την ψύχωση και τον παραλογισμό της χούντας του Παπαδόπουλου, νομίζω πως εξαντλήθηκε στην ομιλία της Σταυρακοπούλου. Κρατώ μονάχα έναν διάλογο αυτογνωσίας του χουντικού ταγματάρχη με την βενιζελικών καταβολών γυναίκα του, που την παντρεύτηκε ύστερα από θετική εισήγηση της υπηρεσίας του, με το σκεπτικό πως: «Ο Βενιζέλος ήταν που έστειλε εκστρατευτικό σώμα στην Κριμαία κατά των Μπολσεβίκων».

Αντιγράφω από την σ. 83.

«Τη φίλησε στα μαλλιά κι εκείνη είπε με παράπονο: «Γιατί μόνον οι δύσκολες στιγμές μας φέρνουν τον έναν κοντά στον άλλο;»

«Γιατί μόνον τότε καταλαβαίνουμε πόσο αδύναμοι είμαστε», απάντησε ο ταγματάρχης. «Ειδικά εμείς οι στρατιωτικοί πάντοτε τρώμε το παραμύθι ότι είμαστε σπουδαίοι, μέχρι που μας κλάνει ένας ανώτερός μας και πνιγόμαστε στα σκατά».

Θα σταθώ ιδιαίτερα στα δύο κορυφαία, κατά τη γνώμη μου, διηγήματα της συλλογής, το «Η κληρονομιά» και «Το ψαλίδι», που βρίθουν ιστορικών και πολιτικών στοιχείων, της νεότερης Ελλάδας και της περιόδου της γερμανικής κατοχής αντίστοιχα.

Στο «Η κληρονομιά» ο ήρωας-αφηγητής πηγαίνει στη Βουλγαρία μια θεία του για να συναντήσει την αδελφή της. Στα σύνορα αναγκάζεται να λαδώσει με φακελάκι και ουίσκι τους τελωνοφύλακες για να συντομεύσουν τις διαδικασίες και να φτάσουν στον προορισμό τους μια ώρα αρχύτερα. Στη Βουλγαρία η θεία του συναντά την αδελφή της, αλλά εκείνη δεν την αναγνωρίζει επειδή έχει μαλάκυνση εγκεφάλου. Η θεία του αφηγητή τάζει το σπίτι της στην Ελλάδα στα ανίψια της, τα εγγόνια της αδελφής της, όμως, στην πατρίδα, το έχει ήδη τάξει και σε μια μακρινή συγγενή του αφηγητή, τη Σουλτανίτσα. Ο αφηγητής είναι εξαιρετικά δύσπιστος με τους «Βούλγαρους» συγγενείς και προσπαθεί να αποτρέψει τα σχέδια της θείας του. Όμως σταδιακά αντιλαμβάνεται τη φτώχεια και την ανέχεια της ζωής τους και αλλάζει γνώμη για τις προθέσεις τους. Στην Ελλάδα, όταν η θεία-Μαρίκα βρίσκεται στα τελευταία της, το χέρι του αφηγητή-συγγραφέα την κατευθύνει στο γράψιμο της διαθήκης με σολομώντεια δικαιοσύνη. Μισό σπίτι πηγαίνει στη συγγενή τους που την ντάντεψε και μισό στους συγγενείς που ζουν στην Βουλγαρία. Στη σ. 30 υπάρχει ένα σημείο, αποκαλυπτικό της ζωής των Ελλήνων προσφύγων στις ανατολικές χώρες. Σας το διαβάζω.

«Αλήθεια, Δημήτρη», τον διέκοψα. «Η Σοφία έζησε καλά τη ζωή της στη Βουλγαρία;» Με κοίταξε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Θες να πεις, αν οι Βούλγαροι τη δέχτηκαν μ’ ανοιχτές αγκαλιές; Ξάδερφε, νομίζω ότι είναι πια γνωστό με ποιο τρόπο ζήσαμε όλοι οι Έλληνες πρόσφυγες στις ανατολικές χώρες. Η καρδιά μας βρισκόταν στην Ελλάδα, μόνο που την πατρίδα μας τη θέλαμε αλλιώτικη απ’ ό,τι ήταν. Κατά τ’ άλλα, κι εδώ ήμασταν μόνιμα ύποπτοι, πολίτες δεύτερης κατηγορίας».

Και δυο σελίδες παρακάτω, δείτε την ιδιοτέλεια με την οποία τα καθεστώτα αντιμετώπιζαν τους πολιτικούς πρόσφυγες.

«Νομίζω πως η ελληνική κυβέρνηση δε μας αφήνει να γυρίσουμε στην Ελλάδα όχι για όσα κάναμε, αλλά γιατί θα πρέπει οι δικοί σας να μοιραστούν με μας τις κληρονομιές που πήραν απ’ τους γονείς τους.»

Τέλος στο διήγημα «Το ψαλίδι» ο Τσιαμπούσης με αφορμή ένα παλιό ψαλίδι κι ένα μπουκάλι ζωντανεύει μια ιστορία της Κατοχής, σε γερμανικό μπλόκο στον Πειραιά. Το διήγημα ξετυλίγεται σε δύο χρόνους. Από τη μια στο σήμερα, όπου ο Έλληνας μετανάστης στον Καναδά έχει κόντρα με τα ξαδέρφια του για το δόσιμο ενός σπιτιού σε εργολάβο για αντιπαροχή, αλλά τελικώς υποχωρεί και διαπραγματεύεται τη συμφωνία. Από το παλιό του σπίτι κρατά, μαζί με κάτι παλιές φωτογραφίες, ένα ψαλίδι κι ένα μπουκάλι απ’ όπου, στην Κατοχή, έπινε νερό ο πατέρας του. Το ψαλίδι –που κλάπηκε αρχικά, μαζί με μια ραπτομηχανή, για να ξαναβρεθεί τυχαία αργότερα– και το μπουκάλι αποτελούν τον σύνδεσμο, τη γέφυρα, τη δίοδο του παρελθόντος με το παρόν, κι έτσι ο Τσιαμπούσης με την τεχνική του φλας μπακ μιλάει για τα γεγονότα της Κατοχής και τις αγριότητες των Γερμανών. Το διήγημα απογειώνεται στην απόληξή του με τη λεπτή ειρωνεία των τελευταίων σειρών, ενδεικτική της μαστοριάς του συγγραφέα. Διαβάζω αυτούσιο το κλείσιμο του διηγήματος:

«Κάποτε ένας φίλος του, Γερμανός, είχε έρθει επίσκεψη στο σπίτι του και τον ρώτησε τι νόημα είχαν το μπουκάλι και το ψαλίδι μέσα στην προθήκη. Σαν αστραπή πέρασαν απ’ το μυαλό του όλες οι παλιές ιστορίες… Στο τέλος είπε: «Δεν είναι τίποτα, παρά μόνο ενθύμια απ’ τους γονείς μου. Το ψαλίδι ήταν της μάνας μου κι από το μπουκάλι έπινε ο πατέρας μου νερό τα καλοκαίρια».

 

 

Το 2000, ο Τσιαμπούσης κυκλοφορεί, πάλι από τον Κέδρο, τη συλλογή διηγημάτων του με τον τίτλο Η γλυκιά Μπονόρα. Εδώ, η έκταση των διηγημάτων του μεγαλώνει αισθητά (κάποια εξ αυτών θυμίζουν στη δομή τους μικρές νουβέλες), τα αντιθετικά δίπολα στους χαρακτήρες των ιστοριών καθιερώνονται συστηματικά (υπάρχουν πάλι διαφωνίες, λεκτικές αντιπαραθέσεις, η γνωστή κόντρα ανάμεσα στους ήρωες, κάτι που αποκτά, πλέον, και σκηνοθετικό ενδιαφέρον), ενώ η Δράμα επανέρχεται ως φόντο μόνο σε μερικά διηγήματα της συλλογής. Θα σταθώ στα διηγήματα «Βιβλιοθηκάριος», «Ο μαέστρος», «Ο Σάντσο» και «Berlin».

Στον «Βιβλιοθηκάριο» θίγεται η μισαλλόδοξη τάση κάποιων Ελλήνων της μετεμφυλιακής περιόδου να διαχωρίζουν τους συμπατριώτες τους με βάση πολιτικά κριτήρια. Το διήγημα αποτελεί παιδική ανάμνηση του συγγραφέα, με φόντο την πόλη της Δράμας. Δεν προσδιορίζεται επ’ ακριβώς ο χρόνος, αλλά υποθέτουμε ότι πρέπει να αναφέρεται λίγο πριν τη Χούντα. Ένας υπάλληλος κινητής βιβλιοθήκης, ο Αιμίλιος, συνδέεται φιλικά με τον ήρωα-αφηγητή, λόγω της βιβλιοφιλίας του τελευταίου. Ο Αιμίλιος, παρότι δεν ήταν αριστερών πεποιθήσεων, απομακρύνεται άκομψα από το πόστο του επειδή δεν συμφώνησε να παίξει τον ρόλο του χαφιέ, φανερώνοντας σε συγκεκριμένα πρόσωπα τις αναγνωστικές προτιμήσεις των παιδιών, για να σχηματιστεί γνώμη για τα φρονήματα των γονιών τους. Τηρούσε δηλαδή με ευλάβεια την εχεμύθεια του βιβλιοθηκονόμου. Ο αφηγητής-ήρωας πικραίνεται που χάνει έναν φίλο, αλλά κρατά την πικρία του κρυφή από τους γονείς του. Από τη σ. 67 αντιγράφω ένα απόσπασμα που φανερώνει την αντικομουνιστική υστερία εκείνων των πέτρινων χρόνων της πατρίδας μας:   

(μιλάει ο Αιμίλιος) «“Ξέρεις τι είναι σύνορα”;», με ρώτησαν χλευαστικά, αφού τους είπα ό,τι είχα να τους πω. “Αν καταλαβαίνεις τη σημασία τους κι ότι όλοι οι κομουνιστές της περιοχής έγιναν πράκτορες των Βουλγάρων, συνεργάζεσαι σ’ αυτό που σου ζητάμε. Άμα δεν το καταλαβαίνεις, παίρνεις τα μπογαλάκια σου και πας στο σπίτι σου…”»

Το διήγημα «Ο μαέστρος», δοσμένο με σωστές δόσεις χιούμορ (που αγγίζει τον σαρκασμό) και συναισθήματος κι έχοντας ισορροπημένη αφήγηση, κερδίζει τον αναγνώστη αφήνοντάς του, στο τέλος, μια γλυκόπικρη επίγευση στο στόμα. Η ιστορία αφορά τη ζωή ενός σπουδαίου, ελληνικής καταγωγής, μαέστρου –κάποτε τον είχε ζητήσει κι ο Φον Καραγιάν να παίξει στο Βερολίνο–, που φυτοζωεί στη Βουλγαρία ως πολιτικός πρόσφυγας και αρνείται πεισματικά να επιστρέψει στην Ελλάδα. Η ταπεινή του ζωή, συναφής και απόλυτα εναρμονισμένη με τη φτώχεια και τη στέρηση που ταλάνιζε τη γειτονική μας χώρα, ύστερα από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Με αυτό του το διήγημα, που, θεματολογικά, μάς γυρίζει στο «Η κληρονομιά» της προηγούμενης συλλογής του, ο Τσιαμπούσης επανέρχεται στο ζήτημα των πολιτικών προσφύγων στη Βουλγαρία. Αντιγράφω ένα σημείο, ενδεικτικό της ανέχειας που επικρατούσε στη Βουλγαρία, τα πρώτα χρόνια της κατάρρευσης του σοσιαλιστικού καθεστώτος. (σ. 78)

«Και πόσο κόστιζαν τα εισιτήρια για τις διάφορες εκδηλώσεις;» (ρωτάει ο αφηγητής τη Γιοβάνα, μία εκ των υπευθύνων στο Σπίτι του Πολιτισμού)

«Οι περισσότερες προσφέρονταν δωρεάν και οι πιο ακριβές στοίχιζαν … όσο ένα σημερινό δολάριο».

«Σήμερα δε θα μπορούσε το Κέντρο να λειτουργήσει με σπόνσορες και χορηγούς;», τη ρωτάω.

Προσπαθεί να χαμογελάσει κι έπειτα τα μάτια της δακρύζουν. «Σε ποιο Κέντρο αναφέρεσαι;», ψιθύρισε δαγκώνοντας τα χείλη της. «Εδώ διαλύθηκαν τα πάντα! Δεν έχουμε πιστώσεις ούτε για να κάψουμε τη σόμπα να ζεσταθούμε!»… Γυρίζει από την άλλη πλευρά κι εγώ αμήχανος σηκώνομαι και πάω και στέκομαι στο παράθυρο με πρόσωπο στο δρόμο»

Στο διήγημα «Ο Σάντσο» θίγεται ο πόθος ενός Έλληνα που ζει στα Σκόπια, να επιστρέψει στην πατρίδα του, κάτι που του αρνούνται οι ελληνικές αρχές λόγω του εμπάργκο και των κακών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο ήρωας, ο Γ., που είναι καρκινοπαθής, κάποιες στιγμές κυριολεκτικά αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο πατρίδες. Παρότι η γυναίκα του η Μιλένα τον αγαπά και τον φροντίζει, τον κρατάει στην ζωή ένας γάτος, ο Σάντσο, για τον οποίον ο συγγραφέας σχολιάζει στη σ. 117:

«Το ισχυρότερο όμως κίνητρο για να συνεχίσει να ζει είναι ο γάτος! Η αγάπη του γι’ αυτόν κι ο φόβος του θανάτου είναι πιο ισχυρά απ’ όλα τ’ άλλα.»

Τα παιχνιδίσματα του γάτου στα συρματοπλέγματα του συνόρου των δύο χωρών είναι μεταφορικά και συμβολικά. Χαρακτηρίζουν την ψυχική διάθεση του ήρωα, τον διχασμό του ανάμεσα σε Σκόπια και Ελλάδα. Δυνατό σημείο του διηγήματος, όταν ο ήρωας ψάχνει τον Σάντσο και ρωτά τον Έλληνα φρουρό μήπως τον είδε, δίχως εκείνος να του απαντήσει, αφού ο Γ. βρισκόταν στην άλλη πλευρά των συνόρων και θεωρούνταν εχθρός. Οι τελευταίες τρεις σελίδες απογειώνουν την ιστορία και η συγκίνηση του αναγνώστη χτυπάει κόκκινο. Εντούτοις, στην ιστορία, υπάρχει χωνεμένη επίδραση από Σφυρίδη, και ιδίως από το ωραίο του διήγημα «Εις μνήμην» όπου ο θάνατος της σκυλίτσας του, της Κνουλπ, παραλληλίζεται με τον θάνατο της φίλης του Μπίλης Γουσίου, γνωστής γελοιογράφου. Έτσι και στο «Ο Σάντσο», η μοίρα του Γ. παραλληλίζεται με τη μοίρα του γάτου, σε μία συνεχή αλληλοπεριχώρηση, σε ένα συνεχόμενο δούναι και λαβείν ζωής και θανάτου ανάμεσα σε ζώα και ανθρώπους που –όπως είχα γράψει παλιότερα για τον Σφυρίδη– αγγίζει τα όρια του ανιμισμού.¹

Στο διήγημα «Berlin», που κι αυτό λόγω έκτασης και δομής φλερτάρει με τη νουβέλα, έχουμε, σε πρώτο πρόσωπο αφήγησης, μια επεισοδιακή ολιγοήμερη παραμονή του ήρωα-αφηγητή στο Βερολίνο, όπου με μερικούς συναδέλφους του συμμετείχε σ’ ένα πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς συγκεκριμένο λόγο, μόνο και μόνο για να ξοδευτούν τα κονδύλια του κοινοτικού αυτού προγράμματος. Ο ήρωας-αφηγητής ζει σε μία ξένη χώρα καταστάσεις απόλυτης ταπείνωσης και εξευτελισμού, ύστερα από ένα κρεσέντο ματαιώσεων και γελοιοποιήσεων που βιώνει. Στο τέλος, όντας πολύ κουρασμένος, διαπιστώνει πως πρέπει να εκτιμήσει απ’ την αρχή τη θλιβερή κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει. Μια ενδιαφέρουσα ιστορία με πολιτική πτυχή και διάσταση, όπου το άτομο, έρμαιο της ζωής και των περιστάσεων, συνθλίβεται μέσα σε έναν αφόρητο και αρρωστημένο κοινωνικό περίγυρο.

Τέλος, δύο διηγήματα που θίγουν καίρια κοινωνικά ζητήματα (το θέμα της χαρτοπαιξίας στο Η γλυκιά Μπονόρα –το έχουμε συναντήσει και στη Βέσπα και στο Εκτός έδρας– και το αν αξίζει να ζει κάποιος που έχει καταντήσει βιολογικό ράκος, στο διήγημα «Αλτσχάιμερ»), ξεχωρίζουν ιδιαίτερα στο, τέταρτο κατά σειρά, βιβλίο του Τσιαμπούση.

Η Ελισάβετ Κοτζιά εύστοχα παρατήρησε για το Η γλυκιά Μπονόρα του Τσιαμπούση πως «αρκετοί ανάμεσα στους ήρωές του είναι μάλλον περιθωριακές φυσιογνωμίες και για κανέναν η ιστορία του δεν θα έχει κατάληξη ευνοϊκή». Για να καταλήξει στο σχόλιό της: «Ανυπεράσπιστοι όχι μόνο απέναντι στην κακιά τους τύχη αλλά και απέναντι σε κάποιου είδους αγαθοσύνη, παιδικότητα και αφέλεια που τους διακρίνει, οι ηττημένοι του Β. Τ. εμφανίζουν μια βαθύτερη αξιοπρέπεια που πολλαπλασιάζει τη συγκίνηση προτείνοντας μια νέα ηθική».²

 

 

Η πρώτη επισήμανση του αναγνώστη ολοκληρώνοντας την τέταρτη συλλογή διηγημάτων του Τσιαμπούση (Να σ’ αγαπάει η ζωή, Πατάκης, 2004) είναι ότι ο τελευταίος δικαιώνεται με την εμμονή του και την επιμονή του στο διήγημα. Οι ιστορίες του είναι πιο μεστές και ευθύβολες, ενώ τα φαινόμενα της κοινωνικής παθογένειας που καυτηριάζονταν στα προηγούμενα βιβλία του, πλέον παρωδούνται ολοκληρωτικά. Η ματιά του διηγηματογράφου γίνεται ακόμα πιο αιχμηρή. Ο Τσιαμπούσης σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, βουτώντας την πένα του βαθιά, ως το κόκαλο προσώπων και καταστάσεων. Θα σταθώ σε τρία διηγήματα αυτής της συλλογής, αρχής γενομένης από «Το γατάκι». Σ’ αυτήν την ιστορία ένας χωρισμένος αντιδήμαρχος επαρχιακής πόλης προγραμματίζει να κατέβει στην Αθήνα να δει την κόρη του που πέρασε στο πανεπιστήμιο και ζει μαζί με τη μάνα της. Ένα απρόβλεπτο, όμως, γεγονός τον κρατά καθηλωμένο στην πόλη του. Ένα γατάκι ανεβασμένο στο υψηλότερο σημείο ενός δέντρου ανασύρει στην επιφάνεια οργισμένες αντιδράσεις εναντίον του από διάφορους φορείς ή άτομα της πόλης. Ένας δήμαρχος με λερωμένη τη φωλιά του, ο εισαγγελέας, οι αστυνομικές αρχές, υστερικές κυρίες της φιλοζωικής, δημοσιογράφοι τηλεοπτικών καναλιών και ο σακχαροδιαβητικός κύριος Παπαδόπουλος που υπονομεύει τον ήρωα-αφηγητή, συμπληρώνουν το εξωφρενικό παζλ της τοπικής κοινωνίας. Τελικώς το γατάκι θα κατεβεί από το δέντρο, αλλά ο αντιδήμαρχος θα εισπράξει ως αντίτιμο των προσπαθειών του γκρίνια από γυναίκα και κόρη, και την πικρία ενός ελαφριού εμφράγματος που υπέστη ένας στενός του συνεργάτης. Σπαρταριστό αφήγημα –με επίκαιρο χαρακτήρα λόγω των δημοτικών εκλογών που πλησιάζουν– που παρωδεί και σαρκάζει τις υψηλές αρμοδιότητες των εκλεγμένων αντρών του ελληνικού «θαύματος» της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Στο διήγημα «Γιαγιά, νονά;» θίγεται το ζήτημα των οικονομικών μεταναστών στη χώρα μας. Η άθλια και στερημένη ζωή τους παρουσιάζεται ανάγλυφη στην παρακάτω περιγραφή: «Σήκωσα τις σακούλες με τα ψώνια και του τις έδειξα. «Μαμ, μαμ», είπα. «Κικιρίκου, μαμ!». Εκείνος κοίταζε κι η στάση του μου θύμισε τ’ αδέσποτα σκυλιά, που λιγωμένα περιμένουν στο δρόμο να τους ρίξεις κάνα κόκαλο. Πλησίασα στο γείσο του δικού μου μπαλκονιού κι άφησα τα ψώνια να πέσουν στο κενό…»

Όμως και η ζωή των Ελλήνων στην επαρχιακή πόλη, θαρρείς συναγωνίζεται σε δυσκολίες εκείνη των μεταναστών.

«Θέλω να πω ότι δεν ήμασταν πάντοτε ξεπεσμένοι, περάσαμε και καλύτερες μέρες! Αχ, Ναρινέ, να φύγετε, κορίτσι μου, να πάτε αλλού για να προκόψετε. Εδώ δεν έχει πια μπερεκέτια! Κι εγώ που μένω… έχουμε οικογενειακό τάφο δικό μας! Αστείο είναι αυτό, γέλασε λίγο…»

Όσο για την ταχτική της αστυνομίας να κάνει τα στραβά μάτια σε ημιπαράνομους μετανάστες, ο Τσιαμπούσης σχολιάζει: «Σε μια πόλη ξεπεσμένη το να παραβλέπονται ορισμένες αθώες παραβάσεις μπορεί και να ’χει έρεισμα ηθικό».

Τέλος στο «Η νερόκοτα» απολαμβάνουμε την σπαρταριστή εξομολόγηση ενός, εβδομηνταπεντάχρονου πλέον, παλιού χαφιέ των αριστερών, της Αλεπούς, που συν καιρώ εξελίχτηκε σε σοσιαλιστικό τσανάκι που διάβαζε «Αυριανή» και γράφτηκε στην τοπική της γειτονιάς του. Η Αλεπού ήταν υπεύθυνη για πολλές διώξεις και καταρρακώσεις πολιτών, αλλά ο ίδιος το έβλεπε σαν ηθικό χρέος, σαν μέρος της δουλειάς του. Την ίδια δουλειά, δηλαδή το φακέλωμα των πολιτικά αντιφρονούντων, συνεχίζει και το 1990, καρφώνοντας «πρασινορουφιάνους», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη σ. 175. Με τα χρόνια ο ήρωάς μας εξελίσσεται σε καταγγελλιομανή ενώ οι αρχές τον αντιμετωπίζουν ως γραφικό και μπελαλή. Ο Τσιαμπούσης παρωδεί την ψυχωτική ελληνική κοινωνία, αφού βάζει τον ήρωά του, δεξιών φρονημάτων, πρώην χαφιέ και δηλωμένο ρατσιστή να μετέχει σε διαδήλωση αριστερών για την κατάργηση του Γκουαντάναμο και την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ιστορία κλείνει με ένα δικαστήριο που ταλανίζει την Αλεπού, επειδή τον κατηγορούν ότι εξαφάνισε τις νερόκοτες από τον Δημοτικό κήπο της πόλης όπου διαβιεί. Στο διήγημα θίγονται οι κατά καιρούς πολιτικές διώξεις ανθρώπων όλων των παρατάξεων, οι συναλλαγές της Αστυνομίας με μαγαζάτορες σε θέματα θορύβων, τραπεζοκαθισμάτων και άλλων παρατυπιών, αλλά, κυρίως, αυτό που ενδιαφέρει τον Τσιαμπούση και θέλει να μας το περάσει, μέσα από τη ζωή του ασφαλίτη, είναι το να φανεί η ισοπέδωση και η ήττα του ατομικού, ακόμα κι αν αυτό είναι παλιοκαιρίσιο ή παρωχημένο, μέσα στη σημερινή «ευνομούμενη» και «δημοκρατική» κοινωνία. Μια παλιοκαιρίσια ατομικότητα, ηττημένη ολότελα στους νέους καιρούς, που ωστόσο αμύνεται με όλες τις δυνάμεις της για να επιβιώσει. Ο ήρωας της «Νερόκοτας» είναι ένας ιδιότυπος λούμπεν τύπος, πρωταθλητής στο τάβλι κι αυτός όπως κι άλλοι ήρωες άλλων βιβλίων του συγγραφέα, που έχει όμως τον δικό του ηθικό κώδικα, από τον οποίο δεν παρέκλινε στη ζωή του. «Μερικοί, δυστυχώς, δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι η Ασφάλεια δεν είναι κατηχητικό! Όπως οι βοθροκαθαριστές καθαρίζουν βόθρους, έτσι κι εμείς κάναμε τη δουλειά μας με τον τρόπο που έπρεπε να γίνει!», λέει σε κάποιο σημείο του βιβλίου. Αφοπλιστικός κυνισμός, όμως και απόλυτη ειλικρίνεια συνάμα. Η ματιά του Τσιαμπούση σ’ αυτόν τον ιδιαίτερο ήρωα παραμένει ως το τέλος τρυφερή και ανθρώπινη. Δεν συμφωνεί, προφανώς, με τη δράση του, σαρκάζει τις απόψεις του και τις επιλογές του, ωστόσο τον αφουγκράζεται και ακούει και κάποιες αλήθειες που διατυπώνει, μέσα στο παραλήρημά του, σχετικά με τις ακαμψίες των αριστερών, τον καιροσκοπισμό των οικολόγων στην Ελλάδα και την παγιωμένη «προοδευτική» σοφιστεία ότι όλα τα δεινά σ’ αυτήν τη χώρα προέρχονται από τους δεξιούς. Ο ήρωας εντέλει γίνεται στα μάτια του αναγνώστη μια συμπαθής μαριονέτα που ψυχορραγεί υπό τους διαπεραστικούς ήχους μιας νερόκοτας, ενώ όλο το διήγημα θα μπορούσε να σταθεί και ως θεατρικός μονόλογος.

 

 

O πεζογράφος Βασίλης Τσιαμπούσης, με το αξιόλογο έως τώρα έργο του, έχει δώσει στην ελληνική γραμματεία κυρίως διηγήματα, στα οποία ο αναγνώστης διακρίνει την τρυφερή, ζεστή, ανθρώπινη αλλά, συχνά, και καυστική και σαρκαστική ματιά του πάνω σε κοινωνικά θέματα, ενώ παράλληλα και οι πολιτικές του νύξεις και αναφορές είναι πολύ σημαντικές και ενδιαφέρουσες. Στο έργο του, τον απασχολεί τόσο το συλλογικό όσο και το ατομικό, ενώ οι ήρωές του, μέλη ενός αόρατου θιάσου που με τα κομμάτια τους συναρμολογούν την ιστορία της καθημερινότητας, απέχουν εκκωφαντικά από την άλλη Ιστορία, εκείνη των σχολικών εγχειριδίων, που την γράφουν πάντα οι δυνατοί και οι νικητές του πλανήτη. Ο αναγνώστης των ιστοριών του Τ.  διαισθάνεται πως οι πρωταγωνιστές του ζούσαν πάντα στο περιθώριο, στην άκρη της ζωής και των κοινωνικοπολιτικών γεγονότων που τους αφάνισαν και τους συνέθλιψαν, πρόλαβαν όμως να αφήσουν μια μικρή κουκκίδα, ένα αδιόρατο στίγμα ανθρωπιάς στον ρου της ιστορίας, κάτι το φαινομενικά μηδαμινό όμως αξιοπρεπέστατο και ανεξίτηλο. Παρόλα αυτά νομίζω πως ο Τ. δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμιγώς κοινωνικός ή πολιτικός συγγραφέας, αφού το έργο του είναι σύνθετο και πολυδιάστατο, ενώ δεν είναι διόλου αμελητέα σ’ αυτό και η ερωτική διάσταση αρκετών διηγημάτων του. Νομίζω πως η θέση του στα γράμματα προσδιορίζεται ως εκείνη του συνεχιστή μιας πλειάδας πεζογράφων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (Κουμανταρέας, Ιωάννου, Βαλτινός, Μηλιώνης, Σφυρίδης, Παπαδημητρακόπουλος, Αμπατζόγλου, Καζαντζής, Βασιλικός, Δρακονταειδής) για τους οποίους ο κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου εύστοχα επεσήμανε πως «εισήγαγαν στους χαρακτήρες τους και στη θεματολογία τους την παράμετρο του ατομικού και της καθημερινότητας»³. Ο Τσιαμπούσης φυσικά είναι βιωματικός πεζογράφος και φαίνεται πως στο έργο του επηρεάστηκε από τους παραπάνω συγγραφείς και ιδιαίτερα από τον Σφυρίδη, που ως βιωματικός πεζογράφος κι εκείνος –καθαρόαιμος διηγηματογράφος θα έλεγα καλύτερα– αποφεύγει, όπως δηλώνει, τους σκοπέλους της φαντασίας και προτιμά την ντόμπρα εξομολόγηση που αγγίζει τα όρια της αυτοβιογραφίας. Πιστεύω πάντως πως είναι δευτερεύον, το να προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε στο έργο του Τσιαμπούση ποιες ιστορίες του τις έζησε από πρώτο χέρι, ποιες τις έχει επινοήσει ή για ποιες πάτησε σε βιώματα άλλων – αυτό ας το αφήσουμε σε αναγνώστες με νοοτροπία ντετέκτιβ ή σε επίμονους δημοσιογράφους-ανακριτές τηλεοπτικών καναλιών τοπικής εμβέλειας. Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ κάποτε είχε πει πως «η αληθινή βιογραφία ενός συγγραφέα δεν είναι η αφήγηση των περιπετειών του αλλά η ιστορία του ύφους του». Συμφωνώ με την παραπάνω ρήση και θα τολμήσω να την μεταφέρω και στη βιωματική πεζογραφία. Το προσωπικό ύφος σε έναν βιωματικό συγγραφέα είναι σημαντικότερο από τα βιώματά του, αυτά καθ’ αυτά, αφού αποτελεί συνισταμένη αυτών των βιωμάτων του, του τόπου του, του πολιτικοκοινωνικού πλαισίου στο οποίο διαβιεί, της ιδιοσυγκρασίας του και των διαβασμάτων του, και απαιτείται χρόνος πολύς και εξάσκηση μεγάλη για να κατακτηθεί. Πιστεύω ανεπιφύλακτα πως ο Βασίλης Τσιαμπούσης έχει κατακτήσει εδώ και καιρό το ιδιαίτερο, προσωπικό και αναγνωρίσιμο λογοτεχνικό του ύφος, χάρη στο ταλέντο του, στη μαστοριά της γραφής του και στην αλήθεια, στην ειλικρίνεια και στη γνήσια συγκίνηση που αποπνέουν τα διηγήματά του.

 

(2010)

 

___________________________________________

 

¹ Στην κριτική μου για τα διηγήματα του Σφυρίδη (περιοδ. Οδός Πανός, τεύχ. 133, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2006) είχα σημειώσει τα παρακάτω, που, φαίνεται, πως αφορούν και το συγκεκριμένο διήγημα του Τσιαμπούση:

«Στα διηγήματα για ζώα, ο Σφυρίδης δεν μένει στο επίπεδο μιας απλής φιλοζωίας – ζωοφιλίας, καλύτερα, κατά τον καθηγητή Μουλλά. Οι ιστορίες του αγγίζουν τα όρια ενός ιδιότυπου ανιμαλισμού ή αλλιώς μιας ζωολατρίας, υπό την έννοια της λατρείας ανθρωπομορφικών στοιχείων στο πρόσωπό τους. Άνθρωποι και ζώα συνυπάρχουν αρμονικά στις ιστορίες αυτής της ενότητας, όπως ζώντες και τεθνεώτες συνομιλούν σε κάποιες ιστορίες της ενότητας «Παλίνδρομος μνήμη». Τα ζώα εξανθρωπίζουν και γαληνεύουν τους ανθρώπους, οδηγώντας τους σταδιακά σε, κάποιου βαθμού, αυτογνωσία. Εδώ, λάμπει εκτυφλωτικά και ξεχωρίζει το «Εις μνήμην», όπου ο θάνατος της γελοιογράφου και φίλης του Σφυρίδη, της Μπίλλης Γουσίου, συσχετίζεται με απαράμιλλη δεξιοτεχνία με τον θάνατο της Κνουλπ, της σκυλίτσας του συγγραφέα, σε μια μοναδική αλληλοπεριχώριση ανθρώπινης μοίρας και μοίρας των ζώων, που αγγίζει τα όρια του ανιμισμού. Θαρρεί κανείς, δηλαδή, πως η ψυχή των πεθαμένων ζώων επηρεάζει και επεμβαίνει στη ζωή των ανθρώπων καταλυτικά, διαμορφώνοντας τη δική τους μοίρα.»

 

² εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, τεύχ. της 07/ 01/ 01, κριτική της Ελισάβετ Κοτζιά, στη στήλη ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΣ, με τον τίτλο Μια νέα ηθική.

 

³ εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, τεύχ. της 18/ 09/ 10, κείμενο του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, στη στήλη ΤΕΧΝΗΣ ΕΡΓΑ, με τον τίτλο «Η επιστροφή της πολιτικής στη λογοτεχνία».

 

 

(το κείμενο εκφωνήθηκε την Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010 στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, σε εκδήλωση με θέμα «Ο πεζογράφος Βασίλης Τσιαμπούσης», που εισηγήθηκε ο πεζογράφος και κριτικός Περικλής Σφυρίδης. Άλλη ομιλήτρια της βραδιάς, πλην του Παναγιώτη Γούτα, η Σωτηρία Σταυρακοπούλου).

 

 

 

 

 

 

ΣΑΛΤΟ ΜΟΡΤΑΛΕ

 

 

Βασίλης Τσιαμπούσης, Σάλτο μορτάλε, διηγήματα, Μεταίχμιο, 2011, σελ. 279

  

  

Η θέση του Τσιαμπούση στα νεοελληνικά γράμματα προσδιορίζεται ως εκείνη του συνεχιστή μιας πλειάδας πεζογράφων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς που εισήγαγαν στους χαρακτήρες τους και στη θεματολογία τους την παράμετρο του ατομικού και της καθημερινότητας. Με εξαίρεση το μυθιστόρημά του Εκτός έδρας (Κέδρος, 1993), τα υπόλοιπα βιβλία του είναι συλλογές διηγημάτων (πέντε τον αριθμό), αρχής γενομένης από τη συλλογή Η βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα (η πρώτη έκδοση ήταν ιδιωτική το 1988, σε επανέκδοση το 1990 από τη Νεφέλη). Αυτό σημαίνει πως μιλάμε για έναν καθαρόαιμο διηγηματογράφο. Στο έργο του, τον απασχολεί τόσο το συλλογικό όσο και το ατομικό στοιχείο, ενώ οι ήρωές του, μέλη ενός αόρατου θιάσου που με τα κομμάτια τους συναρμολογούν την ιστορία της καθημερινότητας, απέχουν εκκωφαντικά από την άλλη Ιστορία, εκείνη των σχολικών εγχειριδίων, που την γράφουν πάντα οι δυνατοί και οι νικητές του πλανήτη.

Στο καινούριο βιβλίο του Δραμινού πεζογράφου υπάρχει μια μετατόπιση στη γραφή του από το εσωστρεφές, βιωματικό διήγημα στο ουδέτερο, αποστασιοποιημένο, σκηνοθετημένο κείμενο – ιδανικό για τηλεταινίες μικρού μήκους. Η συγγραφική του αυτή μετατόπιση, που αφορά μερικά μόνο διηγήματά του, δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητική ούτε μειώνει το ταλέντο ή αλλοιώνει την ποιότητα της γραφής του. Απλώς στερεί το βιβλίο από ομοιογενές ύφος, διαρρηγνύει τον αφηγηματικό ιστό που πάει να δημιουργηθεί τουλάχιστον στις μισές σελίδες του, ενώ οι κάπως αδύνατες ιστορίες του (τα τέσσερα-πέντε κείμενα που στερούνται πνοής, νεύρου και σπιρτάδας, στοιχεία που χαρακτηρίζουν τον Τσιαμπούση στις πολλές και καλές στιγμές του) το καθιστούν μια άνιση, ωστόσο ενδιαφέρουσα συλλογή διηγημάτων.

Τα διηγήματα που, κατά τη γνώμη μου πάντα, ξεχωρίζουν, είναι τα παρακάτω: Το «Σάλτο μορτάλε», που έδωσε και τον τίτλο σε όλη τη συλλογή. Εδώ μια Αγγλίδα τουρίστρια, επηρεασμένη από την επίσκεψή της σε ένα ορθόδοξο μοναστήρι, δοκιμάζει την πίστη της πηδώντας από ένα πανύψηλο πλατάνι, στα νερά διερχόμενου ρεύματος. Δυνατή ιστορία με μια αχλή μυστηρίου και μεταφυσική διάσταση στον πυρήνα της. Στο «Συναξάρι» έχουμε την ιστορία ενός πατρικού σπιτιού που φιλοξένησε όλο το γενεαλογικό δέντρο του αφηγητή, και που γλιτώνει την αντιπαροχή, χάρη στις ενέργειες του τελευταίου να το νοικιάσει σε έναν μετανάστη. Το επιμύθιο της ιστορίας συμπυκνώνει τη συγκίνηση του ήρωα να περισώσει το παρελθόν του. Το διήγημα «Φωτογραφία» αποπνέει συγκίνηση για παρελθόντα χρόνια και είναι καλογραμμένο και πειστικό. Στο «Οι άντρες δεν πηγαίνουν στα εννιάμερα» ένα νεανικό μυστήριο, μια αδιευκρίνιστη συμπεριφορά ενός φίλου του αφηγητή από τα παλιά δεν λύνεται ποτέ, αφού ο φίλος του αφηγητή θα πεθάνει από καρκίνο. Στο «Σκηνές για ταινία» η αυτοκτονία μιας κοπέλας στον ακάλυπτο χώρο μιας οικοδομής στέκεται η αφορμή για να καταδείξει ο Τσιαμπούσης ανθρώπινους χαρακτήρες και διαφορετικές αντιδράσεις, αναλόγως της ιδιοσυγκρασίας και της ψυχοσύνθεσης του καθενός. Τρυφερό και νοσταλγικό το «Lido», αναφέρεται στην επιστροφή ενός ρομαντικού Αλβανού ζωγράφου στο Παρίσι, ύστερα από χρόνια, μήπως και μάθαινε κάτι για την τύχη μιας ιδιοκτήτριας ενός καφέ, με την οποία ήταν κάποτε ερωτευμένος. Δυνατό και με εύστοχη ψυχογραφία χαρακτήρων και «Το ρίσκο», όπου στη διάρκεια ενός ταξιδιού στη θάλασσα, πάνω στο πλοίο, ένας τύπος τα ρίχνει σε μια συντηρητική δασκάλα που πάει να συναντήσει στο νησί την κόρη της. Ενώ το καμάκι δείχνει να έχει αίσιο τέλος, απρόβλεπτα περιστατικά το ματαιώνουν οδηγώντας τα πράγματα σε στασιμότητα και μιζέρια.

Ο Τσιαμπούσης, παρότι πειραματίζεται, φανερά πλέον, με νέες μορφές και στυλ γραφής στα διηγήματά του (διάλογοι, σκηνοθετικό τρόπος γραφής, κείμενα που προσεγγίζουν τη νουβέλα κτλ) εξακολουθεί πάντα να έχει ζεστή, ανθρώπινη ματιά στις ιστορίες του. Διεισδύει στην ψυχοσύνθεση των ηρώων του άλλοτε αναπολώντας το παρελθόν ή μνημονεύοντας κεκοιμημένους κι άλλοτε καταγράφοντας σύγχρονα προσωπικά ή κοινωνικά αδιέξοδα.

 

 

(δημοσιευμένο στην ηλεκτρονική εφημερίδα book press, στις 19/4/2012)

 

 

 

 

 

 

ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΣ

(1962)

 

 

 

ΣΚΑΒΟΝΤΑΣ ΜΕ ΤΕΧΝΗ ΣΤΗ ΣΙΩΠΗ

 

 

Βασίλης Δημητράκος, Λασπωμένος άγγελος, ποιήματα, το ΟΚΤΑΣΕΛΙΔΟ του Μπιλιέτου, Παιανία, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2010, σελ.8

 

 

Το κράμα θρησκευτικής ευλάβειας και ερωτικής έξαψης που χαρακτήρισε κάποτε, στα πρώτα του ποιητικά βήματα, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, αποτέλεσε ένα από τα βασικά στοιχεία της ποίησης του που τον καθιέρωσαν σε σημαντικό δημιουργό – ίσως τον σημαντικότερο εν ζωή ποιητή της γενιάς του. Αυτό το στοιχείο της ποίησης του Ν. Χ. απομόνωσε και καλλιέργησε με επιτυχία ο Βασίλης Δημητράκος, που μελέτησε το έργο του, επηρεάστηκε σημαντικά από αυτό, δίνοντας, κάποιες φορές, ποιήματα ισάξια σε ένταση και δύναμη με εκείνα του μέντορά του.

Ο Βασίλης Δημητράκος, που είναι υπεύθυνος των καλαίσθητων εκδόσεων Μπιλιέτο (βιβλία-περιοδικό-οκτασέλιδο), έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό και από αισθητικής άποψης από την Διαγώνιο του μεγάλου Θεσσαλονικιού ποιητή, σε σημείο που το Μπιλιέτο, όπως άλλωστε έχει παρατηρήσει και επισημάνει και ο πεζογράφος και κριτικός Περικλής Σφυρίδης, να φαντάζει ως συνέχεια του περιοδικού Διαγώνιος στην Αθήνα. Ο Δημητράκος τύπωσε ως τώρα τέσσερα ποιητικά βιβλία, και με το τελευταίο του, το Λασπωμένος άγγελος, παραμένει συνεπής στη θεματολογία του, στο ύφος και στην αισθητική, που πιστά ακολουθεί. Ποιήματα ολιγόστιχα, πυκνά, εξομολογητικά, γραμμένα με αφοπλιστική τόλμη και ειλικρίνεια, γυμνά, αφτιασίδωτα, ωστόσο ποιήματα εξαιρετικής ακρίβειας και στιλπνότητας, που φανερώνουν ένα θρυμματισμένο «εγώ» που δεν διστάζει να εκτεθεί, να μπει άφοβα στη φωτιά, να καεί σύγκορμο, να υποταχθεί, να προσκυνήσει γόνατα, να κονιορτοποιηθεί στην έκρηξη της σάρκας και του ομοερωτικού πάθους. Άλλες πάλι φορές ποιήματα ψίχουλα, μικρά κομψοτεχνήματα, μινιατούρες με ζωηρή εικονοποιία, που δεν υπολείπονται σε σοφία κατά τα πρότυπα των ιαπωνικών χάι-κάι: «Κουλουριάζεται κι ο σκαντζόχοιρος / μέσα στ’ αγκάθια του · / τρέμει κι αυτουνού η καρδούλα / όταν το πλησιάζει πόδι.»

Το ποίημα «Λασπωμένος άγγελος», που χάρισε τον τίτλο του στην συλλογή, είναι ενδεικτικό του συγκερασμού της θρησκευτικής ευλάβειας και υποταγής με το ερωτικό πάθος. Ο ποιητής, εν είδη προσευχής, εκλιπαρεί τον Χριστό να φυλάει τον αγαπημένο του λασπωμένο άγγελο από τους χαλασμένους δρόμους, τις λασπωμένες λακκούβες και τη βροχή, αφού, όπως λέει, «στα χέρια του ένιωσα κι εγώ τη δική Σου αγκαλιά».

Κορυφαία στιγμή του Δημητράκου σ’ αυτήν του τη συλλογή, το ποίημα «Τα οστά», όπου φιλίες και έρωτες παραλληλίζονται με τα οστά νεκρών αγαπημένων. Ένας απρόβλεπτος και ασυνήθιστος παραλληλισμός που εκπλήσσει και γοητεύει παράξενα. Έτσι κι εκείνα, πλυμένα στο κρασί, μέσα στη μαξιλαροθήκη, αποπνέουν κάτι απ’ τα «παλιά αισθήματα της τρυφερής κραιπάλης», που κάποτε προξένησαν σε αγαπημένα πρόσωπα. Για να καταλήξει ο Δημητράκος: «Θυμιάτισε μη διστάζεις – / καινούργιο ρίγος σε διαπερνά στο κορμί / και στην ψυχή σου».

Σε μια άλλη σημαντική στιγμή της συλλογής, η σχέση με τον αγαπημένο του παραλληλίζεται με πέτρα που τη σπάει ένας γνωστός του μάστορας Βορειοηπειρώτης, αποκαλύπτοντάς του τα μυστικά της, αφού, όπως του λέει, «όπως την σπας, αυτή ομορφαίνει». Για να κλείσει ο ποιητής το ωραίο αυτό ποίημα ενθαρρύνοντας τον εαυτό του: «Πού θα μου πάει; / Αφού έμπλεξα μαζί σου, θα την μάθω την τέχνη, / θα βρω τα νερά σου– / θα λάμψουμε!».

Σαν τον Ηπειρώτη μάστορα κι ο Δημητράκος λαξεύει την πέτρα της ποίησης, βρίσκει τα νερά της και μας προσφέρει ποιήματα που λάμπουν ανεξίτηλα και μας κερδίζουν με την αμεσότητα, την τόλμη και τη γνησιότητά τους. Ο Δ. γράφει πρωτίστως για τον εαυτό του και τον ερωτικό καημό του, που σαν σαράκι ροκανίζει την ύπαρξή του, τα ποιήματά του όμως αφορούν πολλούς αναγνώστες που συναισθάνονται το πάθος και την τέχνη του. Όσο για την βαθύτερη επιθυμία του ποιητή (ταπεινή, που ωστόσο υποδηλώνει μια στάση ζωής, αλλά και μια λογοτεχνική θέση και στάση και ένα ήθος που ξενίζει στην κούφια εποχή μας), μας αποκαλύπτεται στο καταληκτικό ποίημα της συλλογής: «ένα μυρμήγκι να γινόμουνα / να είχα τη φωλιά μου στο χώμα / να έσκαβα μέσα στη σιωπή».

 

(περιοδ. η παρέμβαση, τχ. 152, άνοιξη 2010)

 

 

 

 

 

 

ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ ΠΑΘΗ, ΘΕÏΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

 

 

Βασίλης Δημητράκος, Το μυστήριο της αγάπης, διηγήματα, Μπιλιέτο, Παιανία, 2006

 

 

Ο Βασίλης Δημητράκος (1962) συγκέντρωσε τα έως τώρα διηγήματά του –πέντε τον αριθμό– σε κομψή έκδοση του Μπιλιέτου, με τον γενικό τίτλο Το μυστήριο της αγάπης, το 2006, έκδοση εμπλουτισμένη με σχέδια του αδελφού του, ζωγράφου, Γιάννη Δημητράκη. Τα διηγήματα δεν ακολουθούν χρονολογική σειρά. Δύο απ’ αυτά, «Το μυστήριο της αγάπης» και «Μόνιμο σύμπτωμα της αρρώστιάς μου», είχαν τυπωθεί το 1997 με τον τίτλο Χωνευτήρι, ενώ άλλα δύο, «Ο μοναχός είναι σκυλί παιδί μου» (μετέπειτα «Το σκυλί») και «Το μυστικό της ρέγκας», είχαν πρωτοκυκλοφορήσει ως οκτασέλιδο, τον Μάρτιο του 2003. Στην έκδοση του 2006 προστέθηκε μόνο το διήγημα «Το πετραχήλι και ο ασπρούλης μου», που είναι και το πιο πρόσφατο, αφού γράφτηκε το 2005, και προτάσσεται στην εν λόγω συλλογή.

Ας περιτρέξουμε τις πέντε ιστορίες του βιβλίου, που αποτελούν και το πεζογραφικό corpus του λογοτέχνη και εκδότη.

Το «Το πετραχήλι και ο ασπρούλης μου» είναι μια παιδική ανάμνηση του αφηγητή. Ήρωας ένα εννιάχρονο παιδί που τον έχουν συνεπάρει τα λόγια της εξόδιου ακολουθίας, τα πετραχήλια και, γενικώς, οι εκκλησιαστικές συνήθειες. Ο ήρωας-αφηγητής συμμετέχει στον θάνατο του αγαπημένου του ζώου, ενός κουνελιού, του Ασπρούλη, μόνο και μόνο για να νιώσει τον πόνο του θανάτου, το ρίγος της συντριβής, και η απώλεια μιας αγαπημένης ψυχής να του μαλακώσει την καρδιά. Γράφει ο Δ.: «Είχα τη μανία με κάθε τρόπο να προκαλώ, να επιδεινώνω τη θλίψη μου. Μόνο βουρκωμένος και θολωμένος απ’ τη στενοχώρια, έπαιρνε φωτιά η ψυχή μου. Είχα αιτία για προσευχή, έτσι ένιωθα να πιάνουν τόπο τα τροπάρια που έψαλα. Με παρηγορούσε που μαλάκωνα περίεργα, εξαντλημένος καθώς ήμουν από αυτήν την περιπέτεια, γινόταν βάλσαμο η προσευχή μου».

Στο διήγημα «Το μυστήριο της αγάπης» ο ήρωας-αφηγητής είναι παπαδάκι και βοηθάει τον υπερήλικα ιερέα της ενορίας να τελέσει το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας. Κάποιες φορές, όταν πέφτουν στο έδαφος κάποιες σταγόνες της Θείας Κοινωνίας, ο ίδιος φέρνει βαμβάκι και οινόπνευμα για να καούν τ’ απομεινάρια και να πεταχτούν στο χωνευτήριο. Συγκλονιστικό το τέλος του διηγήματος, όπου ένας άλλος ιερέας, ο παπα-Θανάσης, σέρνεται στο δάπεδο της εκκλησίας να γλείψει τα απομεινάρια, μες στις λάσπες και τα χώματα των παπουτσιών των εκκλησιαζομένων, γιατί θεωρείται αμαρτία να χυθεί έστω και μία σταγόνα Θείας Κοινωνίας κάτω. Μέσα από τέτοια βιώματα, ο αφηγητής-συγγραφέας προσκυνάει το μυστήριο της αγάπης.

Στο «Μόνιμο σύμπτωμα της αρρώστιάς μου», θίγεται θαυμάσια το ασυμβίβαστο της χριστιανικής ηθικής με το πάθος και την έξαψη των ομοερωτικών συνευρέσεων. Γράφει ο Δ. στη σ. 25:

«Ο φίλος με τις χριστιανικές κουβέντες για εγκράτεια και τις νουθεσίες περί ειλικρίνειας, φαινόταν τώρα υποκριτής στα μάτια μου. Ήμουν απ’ αυτούς που το πρωί κάνουν τον σταυρό τους σε κάθε εικονοστάσι και το βράδυ χάνονται σε σκοτεινές γειτονιές, για τα περαιτέρω. Κατάπιε τη γλώσσα του, παράτησε το ποτήρι με το κονιάκ πάνω στο τραπέζι και έφυγε δίχως να ρίξει ματιά πίσω του.»

Πρόκειται για την αντίδραση ενός φίλου του ήρωα-αφηγητή, που αποκόπτεται από την παρέα του και ξεμένει οικονομικά επειδή τον εκμεταλλεύτηκε στη Θεσσαλονίκη ένας γιατρός στο Αφροδισίων, για τη θεραπεία κάποιων κονδυλωμάτων που απέκτησε ύστερα από ένα «στρίμωγμα πίσω απ’ την έρημη σκοπιά του Τσιρογιάννη, στην Καλαχάρη…». Η οδύνη της αρρώστιας περιπλέκεται θαυμάσια με τις τύψεις και τις ενοχές του αφηγητή για την πράξη του. Αντιγράφω από τη σ. 26:

«Έμπηγα τα νύχια μου στις πληγές και η φαγούρα μπερδευόταν με τον πόνο, έτσι όλη αυτή η οδύνη σαν να με ανακούφιζε – αυτή η διάλυση με έκανε να νιώθω όλο και πιο μικρός. Σαν ένα τιποτένιο μυρμήγκι πάνω στο σεντόνι ήμουν, όταν φώτισαν οι γρίλιες. Μες στην εξάντληση, πιο ήρεμος ένιωθα τώρα.».

Στο τέλος, ο αφηγητής προσπαθεί να εξαφανίσει με κάθε τρόπο κάποια καρκινώματα στον κορμό ενός δέντρου, που του θύμισαν ανέλπιστα τη δική του περίπτωση, αφήνοντάς του σαν στάμπα μέσα του «το μόνιμο σύμπτωμα της αρρώστιάς του». Πρόκειται για αριστοτεχνικό διήγημα, γραμμένο με έντονη εξομολογητική διάθεση, τόλμη και στοιχεία καφκικού τύπου στην όλη δομή του – νομίζω  το καλύτερο πεζό κείμενο που έγραψε ώς τώρα ο Δημητράκος.

Το «Σκυλί» είναι ένα κείμενο μιας παλάμης, πυκνό, ουσιαστικό, που μιλάει για τις συνήθειες, τις μετάνοιες αλλά και τη σοφία των μοναχών, αναδεικνύει τους διαφορετικούς τύπους μοναχών που μπορεί να συναντήσει κάποιος σε μοναστήρια, θυμίζει έντονα εκκλησιαστική παραβολή, παρά τη σκληρή του αλήθεια όμως, δεν αποφεύγει, στο τέλος, μια νότα διδακτισμού.

Τέλος, «Το μυστικό της ρέγκας». Με φόντο το Περιβόλι της Παναγίας, ένας νέος περιηγητής με ομοφυλοφιλικές τάσεις και κάποιες, λιγοστές ανάλογες εμπειρίες, πάει συστημένος σ’ έναν γέροντα για να του ανοίξει την καρδιά του. Ο γέροντας τον προλαβαίνει και διαβάζοντας την ψυχή του και διακρίνοντας την ταραχή και την αμηχανία του, του αποκαλύπτει το μυστικό μιας ρέγκας, κρεμασμένης στον τοίχο, πάνω απ’ τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας. Τα λόγια του γέροντα λειτουργούν ως φάρμακο, ως βάλσαμο για να καταλαγιάσει στην ψυχή του νέου η ερωτική κάψα που την καίει αλλά και οι τύψεις για τις ερωτικές του επιλογές.

Κάποιες γενικές επισημάνσεις, τώρα, για το πεζογραφικό έργο του Β. Δ.

1. Ο Δ. είναι ολιγογράφος, ωστόσο αυτό του το βιβλίο, Το μυστήριο της αγάπης, με τα 5 μόλις διηγήματα, είναι σημαντικό και αξιοσημείωτο. Μπορεί, λόγω του μικρού αριθμού των κειμένων, να μην του προσδίδει ακόμα την ιδιότητα του πεζογράφου, είναι αρκετό όμως –κατά τη γνώμη μου– για να τον συμπεριλάβει στις αξιοπρόσεχτες φωνές της γενιάς του.

2. Ο λόγος του Δ. είναι γυμνός, αυθεντικός, εξομολογητικός, άλλοτε πρωτοπρόσωπος κι άλλοτε τριτοπρόσωπος, δίχως περιττά φτιασίδια και εξεζητημένες φράσεις, όπου με ξεκάθαρο και ευθύβολο τρόπο περιγράφει ή αφηγείται βιώματά του, τα οποία άλλοι λογοτέχνες που, πιθανόν, έζησαν παρόμοιες καταστάσεις με τις δικές του, δεν θα είχαν τα κότσια και την τόλμη να τα εκθέσουν και να τα εξομολογηθούν – στην καλύτερη των περιπτώσεων θα το έκαναν παραλλάσσοντας ή συσκοτίζοντας τα γεγονότα, και, ασφαλώς, με ψευδώνυμο.

3. Η πύκνωση των διηγημάτων είναι αξιοπρόσεχτη, σε σημείο που ένας παρατηρητικός αναγνώστης να διακρίνει πως οι ιστορίες του Δ. κάλλιστα θα μπορούσαν να είναι εκτεταμένα διηγήματα ή ακόμα και νουβέλες εν περιλήψει. Προφανώς όλη αυτή η συμπύκνωση είναι θέση και άποψη του συγγραφέα και γίνεται συνειδητά, γιατί οι φλυαρίες και οι πλατειασμοί που απαιτεί ένα εκτεταμένο κείμενο δεν ταιριάζουν με τη φιλοσοφία και την πεποίθησή του.

4. Υπάρχουν έντονες αλλά χωνεμένες επιδράσεις από τη γραφή της Σχολής ή, καλύτερα, της τάσης της Διαγωνίου, και ειδικά από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο, το έργο του οποίου και επηρέασε τον Δ. και μελετήθηκε συστηματικά από τον ίδιο, ώστε να προκύψει και ένα δοκιμιακού τύπου βιβλίο (μελέτη) για την ποίηση του ερωτικού ποιητή της Θεσσαλονίκης. (Μιλώ για το βιβλίο Ο ανυπεράσπιστος καημός του Ντίνου Χριστιανόπουλου, Εκδ. Μπιλιέτο, 1988, 2004).

5. Στα πεζά του Δ. –όπως και στα ποιήματά του– υπάρχει ένα αλλόκοτο συνταίριασμα (κράμα) θρησκευτικής πίστης και ομοερωτισμού, κάτι που συναντούμε και στο έργο του Ν. Χ. Ορθόδοξα λιβάνια και ψαλμωδίες από τη μια, ανορθόδοξοι έρωτες από την άλλη. Φαίνεται πως ο Δ., μέσα από την ιαματική διαδικασία της γραφής, ισορροπεί μέσα του αντίρροπες καταστάσεις και ψυχικές διεργασίες, ενώ οι τύψεις, οι ενοχές, ο πυρετός του έρωτα που τον κυριεύει, κάποιες αυτοκαταστροφικές τάσεις του μέσα από τις ενέργειες των ηρώων του, όλο αυτό το ψυχικό ξεγύμνωμα που υφίσταται ενώπιον φίλων και γνωστών, όλα τα παραπάνω μεταποιούνται μέσω της τέχνης του (ποιητικής ή πεζογραφικής) σε γυμνό, τολμηρό, δραστικό λόγο που καθηλώνει τον αναγνώστη και πείθει για την αληθοφάνειά του.

6. Οι ήρωες των διηγημάτων του Δ. –ακόμη κι αν το βιβλίο και τα κείμενα είναι βιωματικά, οφείλουμε να διαχωρίζουμε τον εκάστοτε ήρωα-αφηγητή από το πρόσωπο του συγγραφέα · αυτό είναι και προσωπική μου θέση– είναι συχνά έμπλεοι αγωνίας, ταραχής, έντονων παθών, αλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων, τύψεων και ενοχών για ανομολόγητες σκέψεις ή πράξεις που τους καταβάλλουν, και ψάχνουν απεγνωσμένα διέξοδο σε μοναστήρια, γιατρούς ή έμπιστους φίλους, ελπίζοντας, οι τελευταίοι, να τους καταλάβουν και να τους συναισθανθούν μέσω της εξομολόγησης. Ζουν μια εμπύρετη ζωή που συχνά καταντάει μαρτύριο ή επίγεια κόλαση, ωστόσο, στο τέλος, αντέχουν, ισορροπούν και επιβιώνουν.

7. Τα διηγήματα του Δ. είναι απολύτως προσωπικά. Δεν θα συναντήσουμε πουθενά κοινωνικές ή πολιτικές νύξεις, ούτε απόπειρα έκφρασης κάποιας συλλογικότητας – για να χρησιμοποιήσω μια λέξη της εποχής και των καιρών μας, που τείνει να φθαρεί (αν ήδη δεν έχει φθαρεί) από την υπερβολική της χρήση. Υπ’ αυτήν την έννοια ο Δ. είναι ένας ιδιοσυγκρασιακού τύπου λογοτέχνης, συνεχίζοντας τον τρόπο και τη γραφή του Ιωάννου και του Χριστιανόπουλου.

8. Υπάρχει διδακτισμός, κυρίως λόγω του κολλήματος που έχει με τη θρησκεία, αλλά νομίζω πως είναι ελεγχόμενος και δεν ενοχλεί, τουλάχιστον όχι τόσο όσο στην περίπτωση του Ν. Χ. ή άλλων πεζογράφων, που ακολούθησαν ή ακολουθούν το παράδειγμά του.

9. Ο Δ. θέλοντας να διαρρήξει το άρρηκτο και συμπαγές χαρακτήρα της συλλογής Το μυστήριο της αγάπης, τυπώνει, πλέον, χωριστά, ένα ένα, τα πέντε έως τώρα διηγήματά του, έχοντας ως υπότιτλο κάθε φορά τη φράση «Μικρές σελίδες αυτοβιογραφίας». Με τον τρόπο αυτό απελευθερώνει τις ιστορίες του από ένα συμβατικό και παγιωμένο corpus, αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο εμπλουτισμού αυτής της, ας την ονομάσουμε, λογοτεχνικής σειράς με καινούργια διηγήματα παρόμοιου ύφους και γραφής, ενώ λύνει και τις εκκρεμότητές του με τη λογοτεχνική κριτική κάνοντάς μας σαφές πως αυτοβιογραφείται, προφανώς επηρεασμένος από τον τρόπο με τον οποίο αυτοβιογραφείται ο Σφυρίδης, για τον οποίον χαρακτηριστικά έχει επισημάνει ο Μανόλης Ξεξάκης πως «κάνει τη ζωή του τέχνη», και ακόμα ο Μάνος Κοντολέων που έγραψε πως «κάθε διήγημα του Σφυρίδη μοιάζει σαν κεφάλαιο ενός αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος». Παράλληλα, ο Δ. αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να γράψει στο μέλλον και άλλου τύπου διηγήματα, ακόμα και νουβέλα. Δεν υπάρχει λοιπόν η παραμικρή αμφιβολία πως στην περίπτωσή του, όπως και στις περιπτώσεις άλλων ομοτέχνων του, συγγραφέας και αφηγητής ταυτίζονται πλήρως στο έργο του. Αυτό, φυσικά, πέρα από λογοτεχνικού τύπου διασαφήνιση και χρηστικότητα αναφορικά με το είδος εκείνο στο οποίο θα καταταχτεί από τους μελετητές της λογοτεχνίας, κρύβει, ως πράξη και αποκάλυψη, και περίσσια τόλμη.

10. Τα φοιτητικά και στρατιωτικά χρόνια που ο Β. Δ. πέρασε στη Θεσσαλονίκη, η αγάπη του για τους λογοτέχνες της πόλης, ο βιωματικός και εξομολογητικός τρόπος γραφής του, η πνευματική του σχέση με τη «Διαγώνιο» και τον Ν. Χ., αλλά και αργότερα η εκδοτική του δραστηριότητα (οι εκδόσεις «Μπιλιέτο» εδρεύουν στην Παιανία, αλλά, αισθητικά και καλλιτεχνικά, συνεχίζουν, με κάποιες διαφοροποιήσεις, την παράδοση του περιοδικού «Διαγώνιος» και των εκδόσεών του), σε συνδυασμό με τους πάμπολλους Θεσσαλονικιούς και Βορειοελλαδίτες λογοτέχνες που τύπωσαν στο «Μπιλιέτο», όλα τα παραπάνω εντάσσουν τον Δημητράκο στο περιβάλλον και στον κύκλο των λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης.

Θα κλείσω αυτό το κείμενο, επισημαίνοντας ένα άλλο αξιοπρόσεκτο ταλέντο του Δ., που δεν αφορά την ποίησή του, την πεζογραφία του ή την εκδοτική φιλοκαλία του. Ο Δ., αρχής γενομένης από τη συγκεντρωτική συλλογή ποιημάτων του Στίγματα φέρω, κοσμεί τα εξώφυλλα κάποιων βιβλίων των εκδόσεων «Μπιλιέτο», δικά του ή άλλων λογοτεχνών, με δικές του εικαστικές συνθέσεις. Στο Στίγματα φέρω έχουμε στο εξώφυλλο φωτογραφία μικρών γλυπτών του, ποιημένα από κερί, ξύλο και κόκαλο, για τα οποία ο ποιητής Βασίλης Αμανατίδης σχολίασε χαρακτηριστικά στο τεύχ. 102-103 του περιοδικού «Εντευκτήριο»: «Μοιάζουν με τα ποιήματά του. Πρωτεϊκά υλικά, απομάκρυνση του περιττού, υπόγεια ανάδειξη του “άυλου” – μιας αφαίρεσης που προκύπτει από το απολύτως συγκεκριμένο και απτό». Το ίδιο συνέβη και στο δικό μου βιβλίο, τη συλλογή μικρών πεζών Μικρό παιδί σαν ήμουνα με το δυνατό πορτρέτο ενός μικρού παιδιού, θέμα απόλυτα συμβατό με το περιεχόμενο του βιβλίου, που αρκετοί αναγνώστες, εκ παραδρομής και εκ συνηθείας, το εξέλαβαν ως έργο του αδελφού του, Γιάννη Δημητράκη. Τέλος, και στις τελευταίες ανατυπώσεις δύο διηγημάτων του, ο Δ. φανερώνει το εικαστικό του ταλέντο με μια ροδιά και ένα σχέδιο για δάπεδο σολέα, που έχει δύο οπτικές αναγνώσεις: Ένα ποτήριο ή σάκος δεσπότη. Φαίνεται, λοιπόν, πως σε μια μελλοντική παρουσίαση του συνολικού του έργου, πέρα από τον άνθρωπο, τον ποιητή, τον πεζογράφο και τον εκδότη Βασίλη Δημητράκο θα πρέπει, μάλλον, να μας απασχολήσει και η εξέλιξή του ως εικαστικός δημιουργός.

  

(το κείμενο εκφωνήθηκε στις 12 / 11 / 2014, σε εκδήλωση-αφιέρωμα στον Βασίλη Δημητράκο, στην Κεντρική Δημοτική βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης· επίσης δημοσιεύτηκε στην book press, τον Φεβρουάριο του 2015)

 

 

 

 

 

 

 

ΙΓΝΑΤΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ

(1965)

 

 

 

ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΥΠΟΚΛΙΣΗ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΣΜΟ

ΤΟΥ ΙΓΝΑΤΗ ΧΟΥΒΑΡΔΑ

 

 

 

Ο πεζογράφος και ποιητής Ιγνάτης Χουβαρδάς, από το 1987 που πρωτοεμφανίζεται στα γράμματα, συντηρεί ένα ευδιάκριτο και συνεπές λογοτεχνικό στίγμα, που θα μπορούσε να συμπυκνωθεί, κατά μία έννοια, στη φράση «το κυνήγι της ομορφιάς και τα προβλήματα που προκύπτουν». Ένα παλιό του διήγημα, μάλλον από τα πρώτα του, που πρωτοδιάβασα στην ΠΑΡΑΦΥΑΔΑ, σε επιμέλεια Περικλή Σφυρίδη, και έτσι τον πρωτογνώρισα, το «Ένα όχι που μου ανέβασε το ηθικό», ήταν ένας, σύντομης έκτασης, προάγγελος των θεμάτων, της γραφής και της λογοτεχνικής εμμονής που ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει στην πρόσφατη έκδοση διηγημάτων του, οχτώ τον αριθμό, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ και που τιτλοφορείται Υπόκλιση στην ομορφιά.

Όλα τα τελευταία διηγήματα του Χουβαρδά έχουν ως κύριους πρωταγωνιστές έναν αφηγητή (συχνά με διαφορετικό όνομα) και κάποιο γυναικείο πρόσωπο νεαρής ηλικίας, είκοσι, είκοσι δύο χρονών, που ο αφηγητής προσπαθεί να πολιορκήσει ερωτικά και, συνήθως, μένει με τη στυφή γεύση του ανικανοποίητου στα χείλη.

Η Αγγελική του πρώτου διηγήματος νιώθουμε πως δεν έχει υλική υπόσταση, πως είναι ένα αιθέριο πλάσμα, του οποίου παρατηρεί ο ήρωας-αφηγητής τη μορφή και τις κινήσεις του. Στο τέλος εκείνη φεύγει από την πόλη του γιατί παίρνει πτυχίο, και η απόληξη της ιστορίας είναι μελαγχολική. Στη δεύτερη ιστορία θα βρούμε τη Λουΐζα, που ο αφηγητής την γνωρίζει μέσα από τον Κυβερνοχώρο, μιλούν αρκετά ανοιχτά και τολμηρά, και αποφασίζουν να κλείσουν ραντεβού σε ένα τουριστικό θέρετρο της Κατερίνης όπου η Λουΐζα, για λόγους υγείας, όπως μαθαίνουμε στο τέλος, δεν εμφανίζεται ποτέ. Ο ήρωάς μας όμως θα περιπλανηθεί στην παραλία για ένα τριήμερο και θα αποζημιωθεί αισθητικά με την ανακάλυψη του μυστηρίου που κρύβει μια μελαχρινή κοτσίδα, στα ενδότερα της κουζίνας ενός παραλιακού μπαρ. Μάλλον το καλύτερο διήγημα της συλλογής.

Στο «Η πάλη με τις σκιές» ο αφηγητής ζει σχεδόν αυτοεξόριστος σε ένα σπίτι στο δάσος, 50 χμ. από τον Βόλο, όπου εργάζεται στο φροντιστήριο ενός χωριού. Μέσα στη μοναξιά του και στην ερημιά του τοπίου νοσταλγεί μια κοπέλα, τη Στεφανία, και οι έντονες αναμνήσεις του τον οδηγούν μέχρι το σπίτι του χωριού της. Η ερημιά του τοπίου, οι σκέψεις του αφηγητή και οι περιγραφές της φύσης, επιτείνουν έναν έρωτα στοιχειωμένο και ανικανοποίητο στη συνείδησή του. Η λύση έρχεται με ένα ποίημα και με την απόφαση να εγκαταλείψει τη ζωή στο χωριό, το φροντιστήριο και τις αναμνήσεις του, κάνοντας μια νέα αρχή στη ζωή του.

Στο «Η περίπτωση της γειτονοπούλας», η γειτόνισσα που σκοπεύει να φύγει στο Παρίσι για μεταπτυχιακές σπουδές, δείχνει να ενδίδει στο φλερτ του αφηγητή, τον καλεί σπίτι της, αλλά εκείνος διστάζει να προχωρήσει στα περαιτέρω. Η κοπέλα φεύγει, φτιάχνει δεσμό με έναν Ιταλό και του στέλνει γράμμα για να του πει πως τον θυμάται με συγκίνηση. Η διάθεση του ήρωά μας δεν χαλάει, απεναντίας –και παραδόξως– όλα αυτά του τονώνουν τη διάθεση.

Στο «Ρίχνοντας μια μποτίλια στον ωκεανό», ο ήρωάς μας απεγνωσμένα προσπαθεί να πλησιάσει, στην Κομοτηνή, μια φοιτήτρια που δούλευε παράλληλα και σερβιτόρα, η οποία, ύστερα από καιρό, του αφήνει κάποιες αμυδρές ελπίδες επαφής μέσα από ένα μήνυμα που του στέλνει στο κινητό του.

Στο «Ένα χέλι που γλιστρά και φεύγει» πάλι έχουμε μια ερωτική ματαίωση. Ο περιπλανώμενος-αφηγητής-αισθηματίας παρακολουθεί στενά τη Μάγδα μέσα από τις διαδρομές ενός λεωφορείου, ώσπου αποφασίζει να της μιλήσει. Νιώθει ενθουσιασμένος, γιατί η κοπέλα φαίνεται πως τον αποδέχεται. Τα πράγματα όμως δεν θα έρθουν όπως τα υπολόγιζε και τα προετοίμαζε, το φλερτ με τη Μάγδα δεν οδηγεί πουθενά και ο ήρωάς μας ξανασκέφτεται τη Βίκυ, το παλιό του, αμήχανο φλερτ που τον κούραζε η συμπεριφορά της, γιατί, όπως μας λέει χαρακτηριστικά ο Χουβαρδάς «έπρεπε κάτι να σκέφτεται».

Στο «Επισκέψεις στην επαρχιακή πόλη, επιστροφή», πρωταγωνιστεί η Κωνσταντίνα. Ο ήρωάς μας πηγαίνει σε επαρχιακή πόλη για να τη συναντήσει. Επιστρέφει άπραγος από τον έρωτά της στη Θεσσαλονίκη, ύστερα επιχειρεί να την ξαναβρεί, αλλά πάλι οδηγείται στο κενό. Χρόνια μετά την ανακαλύπτει αλλοιωμένη, στεγνή, άχρωμη και τα σενάρια που έκανε κάποτε για να τη συναντήσει απομακρύνονται, πλέον, οριστικά.

Τέλος στο καταληκτικό «Το αλλόκοτο ημερολόγιο του Κύριλλου και οι φίλοι του», πρωταγωνιστής ο Κύριλλος, ένας διακριτικός περιπατητής, λάτρης του ωραίου φύλλου που κρατά ένα ιδιότυπο ημερολόγιο, παραλληλίζοντας τις γυναίκες που συναντά κάθε στιγμή της ημέρας με φυτά, δέντρα ή δίνοντάς τους παράξενα προσωνύμια. Μόλις τέλειωσε φοιτητής και πρόκειται να αρχίσει η στρατιωτική του θητεία. Ο Κύριλλος, μέσα από τη γνωριμία του και τη φιλία του με τον Αρτέμη, έναν τύπο γήινο, χωμάτινο και ηδονιστή, συνειδητοποιεί πως «η γυναίκα είναι πάνω απ’ όλα ένα κορμί που ζητάει χάδια». Το συγκεκριμένο αφήγημα κλείνει ωραία την παραπάνω συλλογή, λειτουργώντας ως απόληξη της εμπειρίας, της γνώσης και της ωριμότητας που απεκόμισε ο αφηγητής τόσα χρόνια από τις γυναίκες. Παράλληλα υποδεικνύει και μία διαδρομή, μία πορεία προς την γυναικεία ομορφιά, που ξεκινά πλατωνικά, ρομαντικά, με βλέμματα, αισθήσεις φευγαλέες και ανέλπιστα σκιρτήματα, καταλήγοντας στην υλική υπόσταση των προσώπων και των πραγμάτων και στην ανάγκη για ουσία, αληθινή επαφή και σεξουαλικότητα.

Ολοκληρώνοντας το βιβλίο του Χ. καταλήγω σε κάποια συμπεράσματα αναφορικά με το έργο του και τη γραφή του.

1) Ο συγγραφέας διακρίνεται από μια θεματική σταθερότητα τόσο στα πεζά του κείμενα όσο και στα ποιήματά του, μια σταθερότητα που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και εμμονή. Όλα περιστρέφονται γύρω από το ερωτικό παιχνίδι και το πλησίασμα του θηλυκού από το αρσενικό, συνήθως με απολήξεις που προκαλούν τραυματικές καταστάσεις στον αφηγητή –όχι όμως πάντα–, μια θεματική σταθερότητα που μου θύμισε το έργο της ποιήτριας Αλεξάνδρας Μπακονίκα, σε άλλο επίπεδο όμως (στην Μπ. υπάρχει ερωτικό κυνηγητό με άλλη αφετηρία και με πιο έντονα στοχαστική διάθεση εκ μέρους της, που κι αυτή όμως από τη μεριά της προσπαθεί να ερμηνεύσει ή να προσεγγίσει το αρσενικό, αποκομίζοντας πάντως ηδονιστικά οφέλη.)

2) Τα αφηγηματικά προσωπεία φαίνεται πως συγκλίνουν σε γενικές γραμμές στο πρόσωπο του συγγραφέα, παρά τις διαφορετικές ονομασίες τους και τις μετατοπίσεις τους από τόπο σε τόπο ή από ένα χρονικό διάστημα σε ένα άλλο. Φαίνεται πως τα περιστατικά (ή τουλάχιστον πολλά απ’ αυτά) αφορούν κάποιες παλιότερες δεκαετίες που στοίχειωσαν τον συγγραφέα και τον αναγκάζουν να επανέρχεται σ’ αυτές συνεχώς. Ο αφηγητής είναι είκοσι πέντε με είκοσι οχτώ και τα κορίτσια συνήθως είναι ή τελειώνουν φοιτήτριες. Παρότι δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ταυτίζουμε τον αφηγητή ή τους αφηγητές των διηγημάτων με τον ίδιο τον συγγραφέα, εντούτοις οι ήρωες του Χουβαρδά μάλλον είναι αντανακλάσεις δικές του, και τα βιώματά τους μάλλον αφορούν βιώματα δικά του, ίσως διαθλασμένα και παραμορφωμένα μέσα από τον συγγραφικό φακό του. Οπότε ο Χ., κατά τη γνώμη μου πάντα, συγκαταλέγεται στους βιωματικούς πεζογράφους της γενιάς του.

3) Τα γυναικεία πρόσωπα, αποπνέουν μια ανωριμότητα, βρίσκονται μάλλον σε μια άγουρη έως προχωρημένη εφηβεία, συχνά αντιδρούν σπασμωδικά ή διφορούμενα, αντιμετωπίζουν με συγκρατημένη συμπάθεια τον αφηγητή, και ο ήρωάς μας, κάθε φορά, προσπαθεί να ερμηνεύσει κάποια ακατανόητη συμπεριφορά τους. Υπάρχει πάντα κάτι στην όψη τους που διεγείρει και ερεθίζει τον αφηγητή (ένα βλέμμα, μια περπατησιά, μάτια, μαλλιά, ώμοι, πέλματα, δάχτυλα ποδιών κτλ.) που προσπαθεί να το ερμηνεύσει και να το κατανοήσει, όχι τόσο εγκεφαλικά, αλλά περισσότερο συναισθηματικά. Επίσης η γυναίκα βρίσκεται πάντα σε πλεονεκτική θέση έναντι του θηρευτή-αισθηματία αφηγητή, ο οποίος συχνά εκφράζει την αμηχανία του, την ντροπή του, τη δειλία του, τη διακριτικότητά του, ενώ το θήλυ είναι πάντα πιο πονηρό, πιο υποψιασμένο και σε θέση ισχύος έναντι του θηρευτή. Άπιαστο και ατιθάσευτο, λοιπόν, το θηλυκό-θήραμα και ευάλωτος ο άντρας-θηρευτής. Όλο αυτό, βέβαια, μπορεί να εξέφραζε κάποτε μια εποχή που ήταν έτσι, ή περίπου έτσι, τα πράγματα, νομίζω όμως πως δεν εκφράζουν το σημερινό ερωτικό παιχνίδι, όπου συχνά έχουμε αντιστροφή των ρόλων. Ο Χ., δηλαδή, μέσα από τις καλογραμμένες ιστορίες του αναδεικνύεται σε αισθητή και ιδανικό αισθηματία, που αρκείται σε ερωτικά ψίχουλα που θα του πετάξουν τα πρόσωπα που τον ενδιαφέρουν (ένα γράμμα, ένα μήνυμα, μια στιγμιαία αποδοχή, ένα θετικό βλέμμα) παρά στη σωματική κατάκτηση, στο σεξ και στο ολοκληρωτικό δόσιμο του θηλυκού στο αρσενικό.

4) Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο των διηγημάτων του είναι οι συνεχείς περιπλανήσεις των ηρώων του (αρσενικών και θηλυκών) με λεωφορεία και αυτοκίνητα, σε θέρετρα, σε πόλεις, σε δρόμους, σε γωνίες, σε πάρκα, σε πλατείες, σε μπαρ, από πόλη σε πόλη κτλ. Έχουμε δηλαδή διηγήματα με περιπλάνηση και μετακίνηση και όχι στατικές ιστορίες. Επίσης ο συγγραφέας κάνει συχνά σχολαστικές και ακριβείς περιγραφές προσώπων, δωματίων, προσωπικών αντικειμένων, τοπίων της φύσης, αλλά κυρίως φερσίματος, συμπεριφοράς και σωματικής περιγραφής των ηρωίδων του. Ντύνει σκηνοθετικά με λεπτεπίλεπτες περιγραφές-σχολιασμούς τα αισθήματα που θέλει να εκφράσει. Οι δικές του προσωπικές σκέψεις, το τι αναρωτιέται, τα σχέδια που κάνει, τα προγράμματα που βάζει σε εφαρμογή και η όλη αξιοπρέπεια που αποπνέει η συμπεριφορά του απέναντι στο θηλυκό (ποτέ του δεν γίνεται πρόστυχος, χυδαίος ή βιαστικός στο παιχνίδι του φλερτ, παρότι θα μπορούσε κάποιες στιγμές να λειτουργήσει και έτσι) μου θύμισε τις κρίσεις αξιοπρέπειας που βασάνιζαν τον ήρωα του Κνουτ Χάμσουν στην Πείνα, ο οποίος αν και είχε να βάλει στο στόμα του φαγητό για εβδομάδες, αρνούνταν πεισματικά από αξιοπρέπεια και από ένα ακατανόητο αίσθημα ανωτερότητας που τον διέκρινε να ζητήσει έστω και μια φραντζόλα από μία φουρνάρισσα. Με τη λογική, την αξιοπρέπεια και τη διστακτικότητα των ηρώων του Χουβαρδά παρατείνεται το ερωτικό παιχνίδι, οι ήρωες γίνονται πιο ευάλωτοι και ανθρώπινοι, και φαίνεται πως ο ίδιος ο συγγραφέας, συνειδητά κάποιες φορές, επιδιώκει τη ματαίωση κάποιας ερωτικής συνεύρεσης, μένοντας στα διαδικαστικά, που ωστόσο τού είναι μάλλον αρκετά για να στηθεί ένα ενδιαφέρον διήγημα ή ένα ποίημα. Στη σ. 25, μάλιστα, αυτοψυχαναλύεται, τρόπον τινά, για την όλη συμπεριφορά του απέναντι στις γυναίκες ως εξής: «Ίσως γιατί αυτά που πόθησα ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερα από αυτά που γεύτηκα».

Συνολική αποτίμηση: Το βιβλίο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και καλογραμμένο, η τύπωση και η όλη επιμέλεια πολύ καλή, ενώ βρήκα εξαιρετικά συναφές με το θέμα το ανάλαφρα διεισδυτικό βλέμμα της κοπέλας του εξωφύλλου, που σε συνδυασμό με τους γυμνούς της ώμους, σκανδαλίζει πιθανότατα τον αναγνώστη, αλλά προφανώς και τον ίδιο τον συγγραφέα ή τα διάφορα, διάσπαρτα στις σελίδες του, προσωπεία του, δίνοντάς του έτσι ένα ακαταμάχητο πλεονέκτημα στο να παρατηρήσει εκ νέου, να αισθανθεί και να συγγράψει.

 

 

(το κείμενο εκφωνήθηκε στην 11η Διεθνή έκθεση βιβλίου Θεσσαλονίκης, την Παρασκευή 9 Μαΐου 2014)

 

 

 

 

 

 

 

Η ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΗ ΑΠΟΤΥΠΩΣΗ

ΕΝΟΣ ΕΠΩΔΥΝΟΥ ΧΩΡΙΣΜΟΥ

 

 

Ιγνάτης Χουβαρδάς, Αυτά που δεν πρέπει να ομολογήσεις, νουβέλα, Νησίδες, 2020

 

 

Ο Ιγνάτης Χουβαρδάς (1965, Βέροια) πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1987 με την ποιητική του συλλογή Ροζ σκηνικά (εκδ. Βαλεντίνη). Τριάντα τρία χρόνια τώρα μοιράζει τη λογοτεχνική του παραγωγή ανάμεσα στην πεζογραφία και στην ποίηση ισόποσα (συνολικά: 7 ποιητικές συλλογές και 8 πεζογραφικά βιβλία). Τα ποιητικά του βιβλία δεν προηγήθηκαν όλα των πεζογραφικών, ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε για ποιητή που στη συνέχεια στράφηκε στον πεζό λόγο (συνηθισμένη εν Ελλάδι περίπτωση), αλλά πρόκειται για λογοτέχνη που έχει το χάρισμα (ή το προνόμιο) να τα καταφέρνει εξίσου καλά και με τις δύο αυτές μορφές λόγου. Στο αυτί του τελευταίου του βιβλίου διαβάζουμε πως «Κεντρικό θέμα στα κείμενά του η προσέγγιση της θηλυκότητας, οι ιστοί της γοητείας ανάμεσα στον ερωτευμένο και στο πρόσωπο που τον γοητεύει». Θα πρόσθετα εκ των υστέρων και τη φράση «με όλα τα βασανιστικά επακόλουθα αυτής της προσέγγισης»

 

 

Η ερωτική «δράση» που την προδίδει η τεχνολογία

 

Το τελευταίο βιβλίο του Χ., η νουβέλα Αυτά που δεν πρέπει να ομολογήσεις (Νησίδες, 2020) είναι το χρονικό ενός χωρισμού δύο νέων ανθρώπων, του Νικήτα και της Λουκίας, που ωστόσο δεν είναι ούτε απλά επώδυνο αλλά ούτε και λυτρωτικό. Είναι αργό, δίχως προφανές και ιδιαιτέρως σοβαρό αίτιο, με διακυμάνσεις και περιόδους επανασύνδεσης εκ μέρους των ηρώων, στοιχεία που το καθιστούν εντέλει, ιδίως από την πλευρά του ήρωα, σπαραχτικό. Ο αφηγηματικός τόπος είναι η Κομοτηνή της τριετίας 2015-2018, ωστόσο ο τόπος αυτός εναλλάσσεται λόγω των μετακινήσεων του ήρωα στην Κέρκυρα, στη Θεσσαλονίκη, την Αλεξανδρούπολη ή απομακρυσμένες πανσιόν της Θράκης ή σε άλλα μέρη της Βορείου Ελλάδος. Η Λουκία έχει μια κόρη από παλιότερη τραυματική της σχέση, κάτι που, κατά τα φαινόμενα, συγκίνησε τον Νικήτα που δέθηκε μαζί της (και με το παιδί), ελκυόμενος από αυτήν την ευάλωτη πτυχή της συμβίας του. Η σχέση τους διαρκεί δώδεκα χρόνια. Ωστόσο ο Νικήτας είναι ερωτύλος, εξιδανικεύει άλλες γυναίκες, κυνηγά όπως ένας εξαρτημένος από ουσίες τη θηλυκή ομορφιά, επικοινωνώντας και φλερτάροντας με άλλες γυναίκες –γνωστές του, παλιές φιλενάδες κτλ–, όχι τόσο για σαρκική απόλαυση, όσο λόγω της ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσής του που τον αναγκάζει να κυνηγά, να παρατηρεί, να θαυμάζει και να καταγράφει (ή και να φαντασιώνεται) από τη γυναικεία μορφή και τη γυναικεία ιδέα. Η «δράση» του Νικήτα, που κρατά ημερολόγιο στον υπολογιστή του με σκέψεις για τις επαφές του, γίνεται αντιληπτή από τη Λουκία, της οποίας κλονίζεται η εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό του. Η συνέχεια, με πολλές εξάρσεις και σκαμπανεβάσματα στην επικοινωνία των δύο αυτών ανθρώπων, αποκτά καφκικού τύπου (όσο δόκιμος είναι αυτός ο όρος) χαρακτηριστικά: φόβος, πανικός, ψήγματα τύψεων εκ μέρους του Νικήτα, ζήλια, παραλογισμός, αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά εκ μέρους της Λουκίας, κινήσεις και προσπάθειες εκατέρωθεν που πάνε στον βρόντο, ασυνεννοησία που αγγίζει ψυχωτικές ή ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές. Ο συγγραφέας γράφει χαρακτηριστικά για τον τρόμο που μπορεί να ενσταλάξει στους ανθρώπους η τεχνολογία, μια τεχνολογία που αγνοεί την πολυπλοκότητα των ανθρωπίνων σχέσεων:

«Πάντα έβρισκε κάποια αφορμή για να με θεωρήσει ύποπτο. Γιατί, άραγε, άκουσα εκείνο το τραγούδι; Μήπως επειδή σκέφτομαι την πρώην; Γιατί ψάχνω αυτήν την ταινία; Τι θα μπορούσε να με εμπνεύσει στην πλοκή της, στα πλάνα της; Γιατί ψάχνω αυτό το γκάτζετ; Όλα είναι ύποπτα. Οι αναζητήσεις μου στο διαδίκτυο είναι ένας αξονικός τομογράφος των κρυφών επιθυμιών μου. Όσα μέτρα προφύλαξης και αν πάρω, αυτοί οι διάβολοι οι υπολογιστές θα βρουν τρόπο να με εκθέσουν. Όπως και το κινητό. Οι δήθεν ευκολίες που έχουμε είναι αυτές που θα μας προδώσουν. Όσα θα μπορούσαν να μ’ ενοχοποιήσουν, έμαθα να τα σβήνω από το ιστορικό του υπολογιστή κι από το κινητό. Όμως η περίφημη τεχνητή νοημοσύνη είναι πάντα πιο ύπουλη» (σσ. 142-143)

 

 

Ο ήρωας απομονώνεται και αναστοχάζεται

 

Στις ωραιότερες στιγμές του βιβλίου οι σελίδες όπου ο Νικήτας απομονώνεται για να βρει τον εαυτό του, για ν’ αποστασιοποιηθεί από τη Λουκία, κι εκεί όπου στοχάζεται ή παρατηρεί άλλα πρόσωπα ή τοπία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει πως ο ήρωας, ακόμη και σε τέτοιες φορτισμένες για τον ίδιον στιγμές, δεν παύει να ψηλαφεί, να κυνηγά ή να φαντασιώνεται από τη θηλυκή μορφή, ακόμη κι αν αυτή, στο παρελθόν, τον έχει επιβαρύνει με γκρίνια, ζήλια, καχυποψία και αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές. Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει η όλη στάση του Νικήτα, που πιστεύει πως λειτουργεί αυθόρμητα με τις άλλες γυναίκες, και πως η όλη του στάση δεν είναι προδοτική απέναντι στη σύντροφό του, αλλά έντιμη και ειλικρινής. Αντιγράφω ένα άλλο σημείο του βιβλίου (σ. 116), όπου ο ήρωας, ευρισκόμενος μόνος του στην Κέρκυρα, φαντασιώνεται την ύπαρξη ενός κοριτσιού-φάντασμα να τριγυρνά στα καντούνια της:

«Σκέφτομαι πως όλη αυτή η απαρίθμηση είναι απατηλή, γιατί η ψυχή αυτού του νησιού είναι η διαμεσολάβηση ανάμεσα στα τουριστικά αξιοθέατα, το ανάμεσα, εκεί που τελειώνει το ένα και ξεκινά το άλλο, και σε αυτό το μεταβατικό διάστημα, ανάμεσα στα σοκάκια και στις σιωπές των υποβλητικών σπιτιών, κινείται ένα φάντασμα, ένα κορίτσι που θα με πλανέψει, που μου ψιθυρίζει μυστικά, που μου ξυπνά ανομολόγητα πάθη, και όσο το πλησιάζω μεθυσμένος, ψελλίζοντας βλάσφημες κουβέντες, με εκδικείται με όλη τη βανίλια και τη μέντα της παιδικής ηλικίας»

Τέλος, δυο λόγια και για τη Λουκία. Πρόκειται για την επιτομή της νέας γυναίκας, που ψάχνει και ψάχνεται, αναζητά σίγουρο απάγκιο στους άνδρες, απογοητεύεται από την «άπιστη» στάση του συντρόφου της, απομακρύνεται και επιστρέφει ξανά αναποφάσιστη, επιδιώκει επανασύνδεση, αλλά ο νους της και η καρδιά της τρέχουν ήδη μακριά του. Εντέλει ύστερα από δώδεκα χρόνια δεσμού χωρίζει. Πειστική ηρωίδα μιας καθημερινότητας, ίσως κάπως ξεπερασμένης λογοτεχνικά, αληθινή όμως και υπαρκτή, με την οποία μια μάχιμη σημερινή φεμινίστρια θα διαφωνούσε κάθετα με την επιλογή της και την ανεξήγητη υπομονή της απέναντι στον ασταθή, αφερέγγυο και ελαφρώς ανώριμο σύντροφο, που δεν αντιλαμβάνεται καν την προβληματική συμπεριφορά του στο πρόσωπό της, όσο κι αν ο τελευταίος τη θεωρεί φυσιολογική.

 

 

Η χαμηλόφωνη, εξομολογητική τάση της λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης

 

Η νουβέλα Αυτά που δεν πρέπει να ομολογήσεις έχει όλα τα τυπικά στοιχεία ενός μεταμοντέρνου κειμένου. Μικρές ενότητες από το ημερολόγιο του Νικήτα, ερωτικά γράμματα που στέλνουν στον Νικήτα άλλες γυναίκες, ένα-δύο εγκιβωτισμένα ποιήματα του ήρωα-αφηγητή, συν τα σημεία με πλάγια γραφή που είναι αυτούσιες οι σκέψεις του Νικήτα διαμορφώνουν ένα πλούσιο και ευρηματικό αφηγηματικό ύφος που γοητεύει τον αναγνώστη. Σε πολλά σημεία του αναγνωρίζουμε και τον ποιητή Χουβαρδά: σε περιγραφές τόπων ή ανθρώπων, ή σε τολμηρές ερωτικές περιγραφές, που κάλλιστα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αυτούσια ποιήματα. Η Κομοτηνή ως αφηγηματικός τόπος αναδεικνύεται στο εν λόγω κείμενο ιδανικός. Η κλειστή κοινωνία όπου ευδοκιμεί το κουτσομπολιό και που τίποτα δεν περνά απαρατήρητο από τον καθένα, σε συνδυασμό με την ιδιοσυστασία των ανθρώπων της, τα πανεπιστήμιά της, τη μουσουλμανική μειονότητά της και τα μουντά της χρώματα λόγω του υγρού κλίματός της, μπορούν θαυμάσια να στηρίξουν και να εξελίξουν, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο, μια ερωτική περιπέτεια. Τα ερωτικά δίπολα του Χουβαρδά Λουκία-Πολυξένη και Λουκία-Μαντώ μού θύμισαν αντίστοιχες ερωτικές περιπέτειες του μείζονα Κουβανού λογοτέχνη Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες στο Ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα, όπου ο ήρωας δυσκολεύεται να ισορροπήσει ερωτικά και συναισθηματικά μεταξύ μιας Κουβανής και μιας Σουηδέζας γυναίκας. Αν μπορεί να συνοψιστεί η νουβέλα του Χ. με ελάχιστες λέξεις (το ίδιο νομίζω αφορά και ολόκληρο το μέχρι τώρα έργο του) είναι: ακατέργαστο υλικό με πολύ προσεγμένη και επεξεργασμένη γλώσσα. Πιστεύω πως ο Χ. παίρνει αυτούσιο το βίωμα και το καταθέτει στο χαρτί απλά και αβίαστα, όπως έκαναν και εξακολουθούν να κάνουν οι μεγάλοι μάστορες του παρελθόντος (ή και του παρόντος) που δεν ήταν ανάγκη να επινοήσουν πολλά ούτε να καταφύγουν σε δημιουργικού τύπου γλυκανάλατες συνταγές της εποχής μας για να στήσουν τα διηγήματα ή τα μυθιστορήματά τους. Ο Χουβαρδάς, παιδί της χαμηλόφωνης, εσωτερικής λογοτεχνικής τάσης που καθιέρωσε στη Θεσσαλονίκη ο Χριστιανόπουλος με τη «Διαγώνιο» (Χριστιανόπουλος, Ριτσώνης, Σφυρίδης, Μπακονίκα, Καλούτσας, Δαμιανίδης, Δημητράκος κ.ά.) αγγίζει με τα βιβλία του θέματα που μερίδα των σημερινών κριτικών, θεωρώντας τα ιδιαιτέρως προσωπικά, τα παραβλέπει, κάνει πως δεν τα αντιλαμβάνεται ή τα αντιμετωπίζει ως «μπαγιάτικα» και «ιδιοσυγκρασιακά». Πιστεύω πως, γενικά, η απλή και κατανοητή γραφή του σε συνδυασμό με τη χαμηλόφωνη εξομολογητική  διάθεση και το ιδιαίτερο, ευάλωτο και αλαφροΐσκιωτο στοιχείο των ηρώων του (για την ακρίβεια, του εκάστοτε ήρωά του που λειτουργεί κάθε φορά ως συγγραφικό προσωπείο) μάς πείθουν και μάς κερδίζουν ως αναγνώστες. Μπορεί, κάποιες φορές, οι ήρωές του να στερούνται εκείνης της ιδιαίτερης οντολογικής βαρύτητας που απαιτείται για να σταθούν σ’ ένα έργο ξεχωριστό, μπορεί ο ίδιος ο συγγραφέας να εμμένει σε γνώριμες καταστάσεις του λογοτεχνικού παρελθόντος του, όμως και μόνο η τόλμη του και η επιθυμία του να εκθέσει και να εκτεθεί, σε συνδυασμό με την «έλλειψη εαυτού» που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της σημερινής λογοτεχνίας μας, καθιστούν τον Χουβαρδά αξιοσημείωτο λογοτέχνη, και τα βιβλία του πάντα ενδιαφέροντα, ειλικρινή και συγκινητικά.

 

(Αναγνώστηκε στις 27-11-2021 στη Διεθνή Έκθεση βιβλίου Θεσσαλονίκης. Μεγάλο μέρος του κειμένου είχε δημοσιευτεί στην book press τον Νοέμβριο του 2020)

 

 

 

 

 

 

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΚΟΖΗΣ

(1970)

 

 

 

Ο ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ

 

 

Γιώργος Γκόζης, Ο νυχτερινός στο βάθος, διηγήματα, Νεφέλη, 2002

 

Σε αρκετές περιπτώσεις το πρώτο βιβλίο ενός συγγραφέα είναι ιδιαίτερα θελκτικό και αγαπητό, τόσο από το κοινό και την κριτική όσο και από τους υπόλοιπους συγγραφείς, που εκτίμησαν το ταλέντο του συναδέλφου τους. Αυτό δεν σημαίνει πως αυτό το πρώτο βιβλίο είναι κατ’ ανάγκην και το καλύτερο, όμως δεν είναι αυτό που έχει σημασία. Σημασία έχει η απήχηση, η πρώτη ζωηρή εντύπωση, το μέλλον του συγγραφέα που προδιαγράφεται λαμπρό μέσα απ’ την πρώτη λογοτεχνική του κατάθεση. Με απασχόλησε το θέμα εδώ και καιρό, και, ψάχνοντας μια εξήγηση, μια δικαιολογία γι’ αυτές τις υπαρκτές περιπτώσεις, αναρωτιέμαι γιατί στεκόμαστε τόσο πολύ στο πρώτο βιβλίο των λογοτεχνών; Να παίζουν ρόλο οι αγνές προθέσεις του συγγραφέα που μπαίνει στον λογοτεχνικό στίβο αχάλαστος κι αυθεντικός; Μήπως οι προσδοκίες που δημιουργεί ένα πρώτο καλό βιβλίο λειτουργούν δραστικά στη δημιουργημένη από όλους εικόνα του; Η αναγνωστική έκπληξη που προξενεί το πρώτο καλό βιβλίο μήπως είναι καταλυτική, κι ας πρόκειται για ημιτελή προσπάθεια ή για πρωτόλειο κείμενο; Η έλλειψη συγγραφικών στερεοτύπων και συγγραφικής –ας μου επιτραπεί η λέξη– καπατσοσύνης, που θα αποκτηθούν συν τω χρόνω από τον δημιουργό, παίζουν άραγε κι αυτά τον ρόλο τους; Μήπως όλα τα παραπάνω μαζί συνηγορούν τελικώς ώστε το πρώτο βιβλίο κάποιων συγγραφέων να φαντάζει τόσο σπουδαίο; Όπως και να έχει, το πρώτο βιβλίο του Γιώργου Γκόζη Ο νυχτερινός στο βάθος (Νεφέλη, 2002), που περιλαμβάνει μερικά εξαιρετικά διηγήματα (και κάποια υποδεέστερα), είναι αυτό που λέμε «ο πρώτος ανθός» της διηγηματογραφικής αλλά και της συγγραφικής εν γένει πορείας του. Ακόμη κι αν ο συγγραφέας μετέπειτα ελίχτηκε, εξελίχτηκε κι ωρίμασε συγγραφικά, αυτή η πρώτη του συλλογή θα λάμπει, θα ευωδιάζει και θα συγκινεί τους αναγνώστες του (ελπίζω και τον ίδιο) μ’ έναν ξεχωριστό και μοναδικό τρόπο.

 

 

Ο νυχτερινός στο βάθος

 

Το σχετικά σύντομο (μόλις 123 σελίδων) αυτό βιβλίο περιλαμβάνει ένδεκα μικρά (μερικά πιο εκτενή) καλογραμμένα διηγήματα, κάποια ενδεικτικά της διηγηματογραφικής στόφας του συγγραφέα. Τα εννέα απ’ αυτά, προτού ενταχθούν στη συλλογή, είχαν δημοσιευτεί προηγουμένως σε περιοδικά κι εφημερίδες.

Ας δούμε κάπως συνοπτικά το περιεχόμενο αυτών των ιστοριών του Γκόζη:

Στο ομότιλο με τη συλλογή διήγημα ένας πυροτεχνουργός του ελληνικού στρατού προσπαθεί ν’ απενεργοποιήσει ένα ύποπτο χαρτόκουτο, και κατά τη διάρκεια της εναγώνιας διαδικασίας της εξουδετέρωσης του ύποπτου στόχου έρχονται στον νου του σημαντικές σκηνές της ζωής του. Ο τίτλος της ιστορίας ειρωνικός, δένει με την αγωνία και το άγχος του πυροτεχνουργού («Ο νυχτερινός στο βάθος»).

Στο «Κατάφωτη σύναξις» ένα πανηγύρι στο τουριστικό νησί της Θήρας, σε ναό του Προφήτη Ηλία, μεταρσιώνει το εκκλησίασμα. Εδώ ο συγγραφέας χρησιμοποιώντας εκκλησιαστική-μοναστική ορολογία μάς φανερώνει τους άρρηκτους δεσμούς του με την πίστη και την παράδοση.

Ακολουθεί «Η κόντρα», το μεγαλύτερο σε έκταση διήγημα της συλλογής. Ο Χάρης το πουλί, ένας μηχανόβιος από την Άνω Πόλη, κατηφορίζει ένα πρωί με τη μηχανή του στην παραλία. Λίγο πριν τη Νέα Παραλία συναντά έναν παλιό του φίλο, μηχανόβιο, που είχε γίνει αστυνομικός. Τον αναγνώρισε από την ουλή-παράσημο στο πρόσωπο από ένα παλιό του ατύχημα με μηχανή. Ο αστυνομικός προκαλεί τον Χάρη για μία κόντρα μέχρι το Μεγάλο Καραμπουρνάκι, όπου νικά ο Χάρης. Η κόντρα αυτή θαρρείς ξανανιώνει τους δύο άντρες, οδηγώντας τους σε κάποιου βαθμού αυτογνωσία. Ωραίο διήγημα, ίσως μαζί με το πρώτο τα καλύτερα της συλλογής, με αδρή απεικόνιση της Άνω Πόλης, λογοτεχνική αποτύπωση της εγκάρσιας γραμμής Δικαστήρια-Μεγάλο Καραμπουρνάκι, διανθισμένη συχνά με ιστορικές αναφορές σε δρόμους και κτήρια της πόλης, και πειστική αναφορικά με το πάθος των μηχανόβιων για κόντρες, πάθος, που, κατά τα φαινόμενα, είναι γνώριμο στον συγγραφέα.

Το «Ο σεισμός, η αλάνα και το καλοκαίρι» είναι ένα έντονα αυτοβιογραφικό κείμενο –παραπέμπει στον Γιώργο Ιωάννου– που περιγράφει τον μεγάλο σεισμό της Θεσσαλονίκης του 1978 και τις επιπτώσεις που είχε αυτός στις συνήθειες των ανθρώπων της. Παράλληλα, όμως, είναι και ένα κείμενο ενηλικίωσης του ήρωα-αφηγητή.

Στο «Ευχαριστώ και ανταποδίδω» έχουμε την αγαπητική αντιπαροχή, ως ελάχιστο αντίδωρο φιλαδελφίας, από τον συγγραφέα σ’ έναν ραδιοπειρατή της πόλης.

Το «Έλα με την καλή, κουμπάρε» είναι ένα διήγημα για τον Τσουκάνταλη, «μια φυσιογνωμία χωρίς παρελθόν», που εμφανίστηκε σε γειτονιά της Θεσσαλονίκης μετά τον σεισμό του ’78, κι ο οποίος δεχόταν επί πληρωμή φάπες στον σβέρκο.

Ακολουθεί ένα σκαμπαρδώνειου ύφους διήγημα, το «Η Δόξα στη διαλογή», για ν’ ακολουθήσει «Ο ντουζλαμάς», στο οποίο δύο φίλοι Μικρασιάτες, ένας δάσκαλος κι ένας τσαγκάρης, τρώνε κάθε Κυριακή, μετά τον αγώνα του ΠΑΟΚ, ντουζλαμά (χοντροκομμένο πατσά) σε μαγαζί της πόλης, σχολιάζοντας και συζητώντας για τα κατορθώματα της αγαπημένης τους ομάδας.

Το «Η Πύλη 14» είναι ένα διήγημα αφιερωμένο στον πατέρα του συγγραφέα που ήταν εκτελωνιστής, και στο «Εικοσιοχτώ η τσιπούρα» ένας ιχθυοπώλης λαϊκής αγοράς, που ισχυρίζεται πως σπούδασε Πολιτικές επιστήμες στο Βέλγιο, κλέβει στο ζύγι τον αφηγητή, που αγοράζει τσιπούρες.

Τέλος το «Κορέα», ένα διήγημα γραμμένο με πρωτόπυπο αφηγηματικό τρόπο, αναφέρεται σε έναν νέο της πόλης που σκοτώθηκε στον πόλεμο της Κορέας – σαρκασμός, πίκρα και σύσταση, εκ μέρους του συγγραφέα, για συναδέλφωση των μονίμως διχασμένων Ελλήνων.

 

 

Αιχμή του δόρατος της γραφής, η μικρή φόρμα

 

Ο Γιώργος Γκόζης πριν από περίπου είκοσι χρόνια, μ’ αυτό του το βιβλίο, έκανε εντυπωσιακή είσοδο στα Γράμματα, αποσπώντας πλείστα θετικά σχόλια από την κριτική και τον Τύπο. Το Ο νυχτερινός στο βάθος έλαβε πέντε προτιμήσεις από τα μέλη της κριτικής επιτροπής στη μικρή λίστα του περιοδικού «Διαβάζω» για βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα το 2002. Η στρωτή γραφή του Γκόζη έκανε τον Περικλή Σφυρίδη να τον κατατάξει στους νεότερους πεζογράφους που καλλιεργούν τη νεορεαλισιτκή πρόζα που λάνσαραν οι πεζογράφοι της «Διαγωνίου»1 και την Ελισάβετ Κοτζιά να τον συμπεριλάβει ενδεικτικά στους εκφραστές του γεωγραφικού στίγματος της Θεσσαλονίκης, σ’ ένα κείμενό της που ωστόσο έχει αρκετές παραλείψεις2. Ο Γκόζης στη γραφή του συγγενεύει τόσο με τον Ιωάννου και τον Σκαμπαρδώνη, αλλά και με άλλους βιωματικούς (έως και αυτοβιογραφικούς) πεζογράφους της Θεσσαλονίκης. Μπορεί και περιγράφει δυνατά και με συναίσθημα τόσο τις γραφικότητες της Άνω Πόλης κι ένα πανηγύρι αγίου στη Σαντορίνη, όσο και το πάθος ενός μηχανόβιου για κόντρες. Σε αρκετά σημεία του βιβλίου αναγνώρισα, ως πεζογραφική μεταφορά, το ποίημα του Χριστιανόπουλου «Κατατρέχουν τη γραφικότητα», που φαίνεται πως –όπως και το ζήτημα της αντιπαροχής που ισοπέδωσε αισθητικά την πόλη– απασχόλησαν τον συγγραφέα, κυρίως αναφορικά με την αλλοτρίωση και το χάλασμα «διά της προόδου» των ανθρώπων της. Επίσης συχνά θα συναντήσουμε θεολογικού τύπου διδάγματα κι αγαπητικού τύπου προσεγγίσεις της πραγματικότητας – απόρροια προφανώς των θεολογικών σπουδών του συγγραφέα. Ο Γκόζης, μετά από αυτήν την έκδοση, έκανε δώδεκα ολόκληρα χρόνια να ξαναβγάλει βιβλίο (πάλι με διηγήματα), δίνοντάς μου την αφορμή να τον χαρακτηρίσω σε παλιότερο κείμενό μου ως «λογοτέχνη-κομήτη της δεκαετίας»3. Στη συνέχεια, ακολουθώντας τη συγγραφική πεπατημένη, οδηγήθηκε στη νουβέλα (Γκουανό, Πόλις, 2016) και εσχάτως στο μυθιστόρημα (Θραύση κρυστάλλων, Ποταμός, 2020). Η πορεία του φανερώνει εξέλιξη, ευελιξία, συγγραφικό ψάξιμο, ακόμη και συγγραφική ωρίμανση. Πιστεύω όμως πως η αιχμή του δόρατος της γραφής του εξακολουθεί να παραμένει η μικρή φόρμα και πως το Ο νυχτερινός στο βάθος εξακολουθεί να χαράσσει και να προσδιορίζει το πεζογραφικό του στίγμα, δίχως αυτό να είναι μειωτικό της μετέπειτα αξιόλογης λογοτεχνικής πορείας του.

 

(book press, Ιανουάριος 2022)

 

 

 

___________________________________________

 

1 Περικλής Σφυρίδης, ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ ΙΙ, κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 1999-2008, Καστανιώτης, 2008, (σ. 251)

2 εφ. Καθημερινή, στήλη ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΣ, «Εντοπιότητα και λογοτεχνία», τχ. 22/5/2011

3 Παναγιώτης Γούτας, Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων, Μελέτες και βιβλιοκρισίες (2003-2011), Νησίδες, 2011, (σ. 29)