Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2024

Μελέτες

 



 

 

 

 

ΜΕΛΕΤΕΣ

֎

 

 

 

 

 

 

ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

 

 

Με πολλή χαρά αλλά και αίσθημα ευθύνης, ύστερα από τιμητική πρόταση της προέδρου της ΕΛΘ, κυρίας Ζωής Σαμαρά, αποφάσισα να αναλάβω την επιμέλεια πεζογραφικών κειμένων μελών της Εταιρίας, όπου και με την προσθήκη ποιημάτων από ποιητές σε ξεχωριστή ενότητα (μια δουλειά που φρόντισε ξεχωριστά η ποιήτρια Μαρία Αρχιμανδρίτου) θα συνέθεταν ένα ενιαίο λογοτεχνικό σώμα, που θα τυπωνόταν σε ενιαίο τόμο, από τις θεσσαλονικιώτικες εκδόσεις «Ρώμη». Συγκέντρωσα, διόρθωσα και επιμελήθηκα 27 συνολικά πεζά κείμενα, 27 πεζογράφων (κάποιοι είναι παράλληλα και ποιητές, αλλά προτίμησαν να διατηρήσουν την πεζογραφική τους ιδιότητα), μη επεμβαίνοντας ιδιαίτερα (σχεδόν ελάχιστα) σε ζητήματα έκφρασης και γραφής του κάθε δημιουργού, πιστός πάντα στη σοφή ρήση του Γιάννη Σκαρίμπα πως καλύτερη γραμματική είναι «κείνη π’ ακούει τ’ αφτί». Όσες μικροδιορθώσεις έκανα κυρίως σε ορθογραφικά ζητήματα, έγιναν πάντα σε επικοινωνία και με τη σύμφωνη γνώμη του κάθε πεζογράφου, τηρώντας, όσο αυτό ήταν δυνατόν από μεριάς μου, τους κανόνες της τρέχουσας και ισχύουσας γραμματικής, την ίδια που ως εκπαιδευτικός διδάσκω, χρόνια τώρα, στους μαθητές μου. Η χαλαρή μου στάση στη διόρθωση (ή, τουλάχιστον, η μη σχολαστική διόρθωση) ακολουθήθηκε και γιατί είχα να κάνω με 27 διαφορετικούς συγγραφείς, που ο καθένας του έχει τις δικές του απόψεις και το δικό του γλωσσικό αισθητήριο, αλλά και επειδή αρκετά από τα κείμενά τους (τα περισσότερα θα έλεγα) ήταν ήδη δημοσιευμένα (και επομένως διορθωμένα και επιμελημένα), οπότε κάθε επιπλέον δική μου παρέμβαση θα κρινόταν ως υπερβολική και εξεζητημένη.

Σε πολύ γενικές γραμμές τα 27 πεζογραφικά κείμενα χωρίζονται σε 4 κατηγορίες αναφορικά με το είδος τους και την έκτασή τους: Στα αποσπάσματα από μυθιστορήματα ή εκτενή πεζογραφήματα (Δεληγιώργη, Ατζακάς, Λόππα, Μίγγας, Ξεινός, Μαυρίδης, Πασχαλίδης), στα διηγήματα-αφηγήματα-αφηγήσεις, που υπερτερούν αριθμητικά των κειμένων των άλλων κατηγοριών (Καρτέρης, Μήττα, Κασκάλη, Νούσια, Κοροβίνης, Μπέσπαρης, Β. Καραγιάννης, Σκαμπαρδώνης, Διαβάτη, Τζανής, Χαρτοματσίδης, Τσινικόπουλος, Μυλωνά, Γούτας), στα μικροδιηγήματα, που λόγω μικρής έκτασης νομίζω πως θα πρέπει να αποτελέσουν μια ξεχωριστή (ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για τις λογοτεχνικές μου προτιμήσεις) κατηγορία (Τσιαμπούσης, με 3 ομόκεντρα μικροκείμενα με πυρήνα τη μουσική, Κουτσούκος, με ένα πεζό ενηλικίωσης και, παράλληλα, νεανική μνήμη του 1960, Λιβεριάδης και Σοφία Νικολαίδου, με ένα πυκνό, σπιρτόζικο και δραστικό μικροδιήγημα) και τέλος στα δοκίμια (φιλοσοφικό-ποιητικό, της Σαμαρά, φιλοσοφικό-κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος, του Ντικμπασάνη).

Σε όλα τα κείμενα υπάρχει υφολογική και θεματική πολυχρωμία, και όλα μαζί συνθέτουν ένα ψηφιδωτό, ή, καλύτερα, ένα ικανοποιητικό και πειστικό δείγμα της πεζογραφικής παραγωγής της πόλης, σε ένα χρονικό άνυσμα 35 χρόνων. Εκλαμβάνω ως παλαιότερο κείμενο εκείνο του Θέμη Λιβεριάδη, που έχει ως έτος δημοσίευσής του το 1980, και φτάνω μέχρι αρκετά αδημοσίευτα ή υπό δημοσίευση κείμενα, που αφορούν το 2015. Δεν νομίζω πως όλη αυτή η δουλειά μπορεί να χαρακτηριστεί ως «Ανθολογία πεζογραφημάτων», υπό την έννοια πως δεν επιλέχτηκαν από εμένα συγκεκριμένα πρόσωπα ούτε έκανα κάποια σταχυολόγηση συγκεκριμένων κειμένων που ξεχωρίζω στο έργο των πεζογράφων, παρότι, θέλω να πιστεύω, πως το έργο, τουλάχιστο των μισών εξ αυτών, το γνωρίζω, και μάλιστα σε ικανοποιητικό βαθμό. Αυτό που στην πραγματικότητα συνέβη (όπως άλλωστε και στον τομέα της ποίησης) ήταν ένα είδος αυτοανθολόγησης εκ μέρους των λογοτεχνών, καταθέτοντας ένα και μόνο ένα αντιπροσωπευτικό τής συνολικής έως τώρα πεζογραφικής δουλειάς τους κείμενο, με όριο τις 1000 περίπου λέξεις (κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τα ποιήματα, με μικρότερο, φυσικά, όριο λέξεων). Ως τελική αποτίμηση, κρίνω πως το επίπεδο της συντριπτικής πλειοψηφίας των κειμένων είναι ικανοποιητικό, αν και αυτό θα το επιβεβαιώσει ο υποψιασμένος και απαιτητικός αναγνώστης που θα διαβάσει προσεχτικά τα ποιήματα και τα πεζογραφήματα του τόμου.

Κάποια μόνο από τα θέματα των πεζογραφημάτων που έφτασαν στα χέρια μου: Μνήμες της δεκαετίας του ’60, ονομαστά πρόσωπα της παλιάς Θεσσαλονίκης ή ξεχωριστοί διανοούμενοι του καιρού τους, πρόσωπα του κοινωνικού περιθωρίου και κοινωνικές παθογένειες, κείμενα για τον Εμφύλιο ή τον απόηχο του Εμφυλίου, το ζήτημα των μεταναστών, κείμενα που αποτυπώνουν τη σημερινή πραγματικότητα, ανθρώπινες σχέσεις και μοναξιά, ο έρωτας και ο θάνατος φυσικά, μικρά ενσταντανέ καθημερινότητας (σημερινής ή παλιότερης), μέχρι και κείμενα για έναν νεαρό Κούρδο που ζει στην Ινσταμπούλ ή για κάποιον παραδόπιστο και φιλοχρήματο αγιογράφο.

Ως προς το είδος γραφής, κι εδώ αφηγηματική ποικιλία και ενδιαφέρουσα πολυχρωμία. Ρεαλισμός, μυθοπλασία, αυτοβιογραφικού τύπου μνήμες ή αναμνήσεις, εσωτερικός μονόλογος μετεξελιγμένος με προσθήκη ποιητικών στοιχείων, ποιητικά αφηγήματα, μαγικός ρεαλισμός (διήγημα του Σκαμπαρδώνη, όπου η μυθοπλασία διεισδύει στην πραγματικότητα και την απογειώνει). Και τρία κείμενα για ζώα. Για έναν γάτο (Μαυρίδης), ένα σαμιαμίδι που χώθηκε σε μια κουζίνα (Κασκάλη) και έναν τσαλαπετεινό (Κουτσούκος).

Η πόλη της Θεσσαλονίκης, παρότι δεν είναι ιδιαίτερα παρούσα στα περισσότερα κείμενα, κάποιες φορές μόνο ως αφηγηματικό φόντο, άλλοτε παντελώς απούσα, εντούτοις αποστάζει στη γραφή των πεζογράφων κάτι από την εσωτερικότητα, την ομίχλη, το παρελθόν, τα τραύματά της. Παρότι αρκετοί πεζογράφοι, ιδίως οι νεότεροι ηλικιακά, γράφουν πιο ελεύθερα και χαλαρά, η πλειοψηφία των συγγραφέων κινούνται στο παλιό δίπολο που χαρακτηρίζει εδώ και χρόνια τους πεζογράφους της Θεσσαλονίκης, και δεν είναι άλλο από τον εσωτερικό μονόλογο και τη ρεαλιστική πρόζα (έναν όρο που καθιέρωσε σε μελέτες του ο κριτικός και διηγηματογράφος Περικλής Σφυρίδης). Ωστόσο, αν μου επιτραπεί μια τελευταία κρίση του συνόλου των κειμένων, μέσα σε όλη αυτή την αφηγηματική ποικιλία και την υφολογική και θεματική πολυχρωμία, ένα στοιχείο που θα περίμενα να το δω σε ποιο έντονο βαθμό στα κείμενα των πεζογράφων της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, είναι εκείνο του χιούμορ, που νομίζω πως υπάρχει απλώς διακριτικά, σε μικρές μόνο δόσεις, και από ελάχιστους εκ των συμμετασχόντων σ’ αυτήν την ενδιαφέρουσα λογοτεχνική συνύπαρξη. Ίσως αρκετοί από εμάς (συμπεριλαμβανομένου, φυσικά, και του εαυτού μου) να έχουμε πάρει την τέχνη της γραφής πολύ στα σοβαρά, ξεχνώντας κάποιες φορές, πως η συγγραφή έχει και μια πιο ανάλαφρη (δεν λέω ρηχή), μια πιο παιγνιώδη, πιο διασκεδαστική και, ενίοτε, αγχολυτική διάσταση, πέρα από τα σπουδαία, τα σοβαρά, τα ανεκπλήρωτα και τα τραγικά που οφείλει και πρέπει αυτή να εκφράζει.

Δεν θα πέσω στην παγίδα της σύγκρισης των κειμένων των σημερινών πεζογράφων της πόλης και της ΕΛΘ, με μια άλλη φουρνιά πεζογράφων που μεγαλούργησαν κάποτε στην ίδια πόλη, και, πολλοί εξ αυτών, υπήρξαν και μέλη της Εταιρίας. Το ότι δεν γράφονται σήμερα κείμενα σαν του Πεντζίκη, του Ιωάννου, του Καζαντζή, του Μπακόλα, του Αλαβέρα και άλλων σημαντικών κεκοιμημένων της πεζογραφικής Θεσσαλονίκης (που, σημειωτέον, έκτισαν και μια πεζογραφική παράδοση σ’ αυτήν εδώ την πόλη), δεν σημαίνει πως οι σημερινοί πεζογράφοι δεν έχουν την ιδιαίτερη αξία τους και το τελείως προσωπικό, ο καθένας, βλέμμα του απέναντι στη ζωή και στα προβλήματά της. Άλλες εποχές, άλλες οι εκάστοτε ανάγκες, και δεν μπορούμε να απομονώνουμε πρόσωπα και λογοτεχνικά έργα, κάνοντας ατυχείς και άδικες συγκρίσεις πέρα από χρονικές συμβάσεις και έξω από την πραγματικότητα, μέσα στην οποία οι λογοτέχνες διαβιούν. Με τέτοιο σκεπτικό στραγγαλίζουμε τις νεότερες αξιόλογες φωνές, που πάντα κάτι ενδιαφέρον έχουν να πουν και να καταθέσουν.

Θέλω, κλείνοντας, να ευχαριστήσω όλους τους λογοτέχνες με τους οποίους συνομίλησα, επικοινώνησα, συγχρωτίστηκα, και αντάλλαξα απόψεις και γνώμες αναφορικά με τα κείμενά τους, γιατί αυτή η επικοινωνία με ωφέλησε  πολλαπλώς. Γνώρισα πεζογράφους σημαντικούς που δεν είχα εκτιμήσει σωστά την αξία του έργου τους, και επιβεβαίωσα τη σημαντικότητα άλλων που εκτιμούσα και εξακολουθώ να εκτιμώ την προσφορά τους στα Γράμματα. Θέλω να πιστεύω πως αυτή η ανέλπιστη αλλά και γόνιμη συνύπαρξη θα αποτελέσει για έναν μελλοντικό μελετητή αλλά και για τον απλό μελλοντικό αναγνώστη, πέρα από ένα βιβλίο που θα προκαλέσει αναγνωστική απόλαυση, και ένα σημαντικό και χρήσιμο εργαλείο για τη μελέτη της ιστορίας της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, αλλά και της λογοτεχνίας της πόλης μας γενικότερα.

 

(το παραπάνω κείμενο αποτέλεσε εισαγωγή του τόμου ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (1980-2015), που τυπώθηκε από τις εκδόσεις «Ρώμη» το 2016)

 

 

 

 

 

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΕΡΕΙΠΙΩΝ –

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ-ΑΛΕΞΗ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ

 

 

Η ποίηση των ερειπίων

 

Την εποχή που ο μείζων ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης έγραφε ποιήματα στην Αλεξάνδρεια για επιτύμβιες στήλες και μνημεία, όπου ήταν θαμμένα αγαπημένα πρόσωπα, συνήθως νέοι, είκοσι πέντε έως είκοσι εννέα χρονώ, που ενόσω ήταν ζωντανοί ο ποιητής ατένιζε την ομορφιά τους και κατόπιν την αναπολούσε (χάσαμεν όμως το πιο τίμιο – την μορφή του / που ήταν σαν μια απολλώνια οπτασία ή για την λεπτήν εμορφιά του που αγαπήσαμε)  –μιλώ για τα ποιήματα «Ευρίωνος τάφος» (1914) και «Για τον Αμμόνη», που πέθανε 29 ετών, στα 610 (1917)– στην Ελλάδα ο ελάσσων ποιητής Αριστομένης Προβελέγγιος, σε άλλο ύφος και ακολουθώντας άλλα ποιητικά ρεύματα, έκανε λόγο για την ποίηση των ερειπίων (ο τίτλος ενός ποιήματος από τη συλλογή του Διπλή ζωή, Εστία, 1916). Οι στίχοι του φυσικά είναι απλώς στοχαστικοί, κρύβουν έναν παρωχημένο λυρισμό και μια γλυκιά μελαγχολία της εποχής του, φανερώνουν όμως και ένα δέσιμο του ποιητή με το ένδοξο παρελθόν και τα περασμένα μεγαλεία της πατρίδας. Το συγκεκριμένο ποίημα μιλάει για ένα ερημόσπιτο που χάσκει ρημαδιό στα μάτια του ποιητή, γεννώντας του αισθήματα θλίψης, αναπόλησης και συνειδητοποίησης του φθαρτού κόσμου. Ένα τετράστιχό του είναι και το παρακάτω:

Τί βρίσκει στὰ συντρίμμια σου τὰ θλιβερὰ τὸ μάτι; 

ποιὰ βρύσι τρέχει ἀπόκρυφη στὰ σκόρπια σου λιθάρια,

καὶ πίνει ἡ φαντασία μου κι' ὡραίους κόσμους πλάττει,

κόσμους ζωῆς στὰ κρύα σου, νεκρά σου ἀπομεινάρια;

Χρόνια μετά, δυο άλλοι, μείζονες ποιητές, ο Σεφέρης και ο Εγγονόπουλος, θα μιλήσουν, αυτή τη φορά, για αρχαία ερείπια, μάρμαρα και μνημεία, από διαφορετική αφετηρία και με διαφορετική απόληξη ο καθένας. Βέβαια η έννοια της ελληνικότητας είναι ένα σημείο σύγκλισης των δύο ποιητών, όπως και, σχεδόν, όλων των εκπροσώπων της γενιάς τους. Οι λέξεις συντρίμμια και ρημάδι, αναφέρονται τώρα με υπαρξιακό βάθος και περιεχόμενο, τόσο σε απόσπασμα της Κίχλης (1947, Ίκαρος), όσο και στο αριστουργηματικό ποίημα «Ο βασιλιάς της Ασίνης», ένα ποίημα που ο Σεφέρης ξεκίνησε να το γράφει στην Ασίνη το καλοκαίρι του 1938, για να το ολοκληρώσει στην Αθήνα τον Γενάρη του 1940. Αντιγράφω αποσπάσματα και από τα δύο αυτά ποιήματα.

 

…………………………………..

 

Αλήθεια, τα συντρίμμια

δεν είναι εκείνα – εσύ ’σαι το ρημάδι.

Σε κυνηγούν με μια παράξενη παρθενιά

στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις

των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου –

Μιλούν για περιστατικά που θα ήθελες να μην υπάρχουν

ή να γινόντουσαν χρόνια μετά το θάνατό σου,

κι αυτό είναι δύσκολο γιατί …

-τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο

καληνύχτα

… γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,

είμαστε εμείς. Τ’ αγάλματα λυγίζουν αλαφριά …

Καληνύχτα

(απόσπασμα από την Κίχλη, Β΄)

 

……………………………………………………

 

Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα

παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:

«Ασίνην τε… Ασίνην τε…»

και τα παιδιά του αγάλματα

κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας

στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του

αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι∙

κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.

(απόσπασμα από το «Ο βασιλιάς της Ασίνης»)

 

Ο Σεφέρης είναι προφανές πως με τους στίχους του αναφέρεται στο εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης. Μια αίσθηση ματαιότητας διαπερνά τους στίχους των συγκεκριμένων ποιημάτων, ο φόβος πως, μετά θάνατον, δεν απομένει τίποτα από τις σκέψεις, τα συναισθήματα και την όλη προσωπικότητα του ανθρώπου. Για τον ποιητή, που, αλλού, κάνει λόγο για αρχαία μνημεία και σύγχρονη θλίψη, δεν υπάρχει καμία διασφάλιση για μετά θάνατον συνέχεια, αναφορικά με τη ζωή και την ανθρώπινη ύπαρξη.

Ο Νίκος Εγγονόπουλος, την ίδια χρονιά που ο Σεφέρης ξεκινά να γράφει το «Ο βασιλιάς της Ασίνης» (1938), γράφει το «Τραμ και Ακρόπολις» (Le soleil me brule et me rend lumineux). Η σύγχρονη θλίψη του Σεφέρη αντανακλάται και στους στίχους του Εγγονόπουλου, αφού η λέξη «θλίψη» υπάρχει και στο ποίημα του τελευταίου:

 

μεσ’ στη μονότονη βροχή

τις λάσπες

την τεφρήν ατμόσφαιρα

τα τραμ περνούνε

και μεσ’ από την έρημη αγορά

–που νέκρωσε η βροχή–

πηγαίνουν προς

τα

τέρματα

 

η σκέψη μου

γιομάτη συγκίνηση

τ’ ακολουθεί στοργικά ώσπου

να φθάσουν, εκεί π’ αρχίζουν τα χωράφια

που πνίγει η βροχή

στα τέρματα

 

τι θλίψη θα ήτανε –θε μου–

τι θλίψη

αν δεν με παρηγορούσε την καρδιά

η ελπίδα των μαρμάρων

κι η προσδοκία μιας λαμπρής αχτίδας

που θα δώσει νέα ζωή

στα υπέροχα ερείπια

 

απαράλλαχτα όπως

ένα κόκκινο λουλούδι

μέσ’ σε πράσινα φύλλα.

 

(Ἀπὸ τὴ συλλογὴ Ποιήματα, ἔκδ. Ἴκαρος, Ἀθήναι 1994).

 

 Ο Εγγονόπουλος, από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του ’30 και εκφραστής του ιδεολογήματος της ελληνικότητας (που, αν και ιδεολόγημα, στάθηκε η γενεσιουργός αιτία εξαιρετικών ποιημάτων), ασχολήθηκε με αρχαία μάρμαρα, μνημεία και ερείπια όπως οι περισσότεροι εκφραστές της γενιάς του. Οι στίχοι του «κι η προσδοκία μιας λαμπρής αχτίδας / που θα δώσει ζωή / στα υπέροχα ερείπια» φανερώνουν αναπόληση της ένδοξης ελληνικής ιστορίας και μια ελπίδα, πως μέσα από τα μνημεία και τα ερείπια θα αναγεννηθεί μια καινούρια ζωή που θα μας απομακρύνει από το βάλτωμα και τη θλίψη μας. Οι τελευταίοι, πάλι, τρεις στίχοι του: απαράλλαχτα όπως / ένα κόκκινο λουλούδι / μέσ’ σε πράσινα φύλλα, εμπεριέχουν αχνές υπερρεαλιστικές πινελιές.

Τέλος, σ’ ένα σονέτο του 1953 (δηλαδή 15 ολόκληρα χρόνια μετά) ο υπό σκιάν ποιητής Άθως Δημουλάς κάνει λόγο για ένα ακέφαλο άγαλμα που παρατηρεί σε κάποιο Μουσείο, περιμένει όμως πώς και πώς να φανερωθεί το λειψό κομμάτι, ώστε να ολοκληρωθεί το άρτιο δημιούργημα του καλλιτέχνη που το φιλοτέχνησε, με το «να φανεί υπέροχο, απολλώνειο, το κεφάλι».  Αυτό, βέβαια, επειδή είναι αδύνατον να συμβεί στην πραγματικότητα, θα επιτευχθεί δια της φαντασίας του ποιητή. (ποίημα «Στο Μουσείο», από τη συλλογή Σονέττα (1953), που κοσμεί και τις σελίδες των βιβλίων Γλώσσας της έκτης δημοτικού).

 

 

Η περίπτωση του Ασλάνογλου

 

Θεώρησα αναγκαία την εκτενή αναφορά και επιλεκτική περιδιάβαση στην ποίηση των ερειπίων (φυσικά και πολλούς άλλους ποιητές θα απασχόλησε ή εξακολουθεί να απασχολεί το θέμα, όπως για παράδειγμα τον Γιάννη Ρίτσο ή την Κική Δημουλά), για να καταλήξω και να εστιάσω στην περίπτωση του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, και πιο συγκεκριμένα στο ποίημά του «Ερείπια της Παλμύρας». Το συγκεκριμένο ποίημα πιστεύω πως όχι μόνο είναι το καλύτερο του Ν. Α. Α., αλλά αποτελεί μια από τις κορυφαίες στιγμές της νεοελληνικής μας ποίησης. Ο ποιητής νομίζω πως στους στίχους του κατορθώνει να συγκεράσει, να υπερβεί και να επεκτείνει την καβαφική αναπόληση των δύο παραπάνω ποιημάτων του, την υπαρξιακή αγωνία του Σεφέρη, την πίστη στην ελληνικότητα και την ελπίδα αναγέννησης του ένδοξου παρελθόντος της πατρίδας τού Εγγονόπουλου, και, φυσικά, το ανολοκλήρωτο και θραυσματικό που αποπνέει το ποίημα του Δημουλά. Δεν ξέρω πόσο γνώριζε – και προφανώς θα γνώριζε– ο Ασλάνογλου τα ποιήματα των παραπάνω δημιουργών, όμως στο «Ερείπια της Παλμύρας» ο ποιητής κατόρθωσε να ταυτίσει με δραστικό, βαθύ και απόλυτα ποιητικό τρόπο τα ερείπια ενός αρχαιολογικού χώρου (εν προκειμένω της Παλμύρας, αρχαία πόλη της Συρίας) με τα ερείπια ενός έρωτα. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο συγγραφέας και κριτικός Περικλής Σφυρίδης στη μελέτη του Ο ποιητής Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου (εκδ. Μπιλιέτο, 2009, σελ. 10) «Αν δεν υπήρχαν τα ερείπια αυτά, δεν θα γνωρίζαμε τίποτα για την πόλη και την ομορφιά. Μεταφορικά, αν δεν κουβαλάμε μέσα μας τα ερείπια ενός έρωτα, τότε δεν θα έχουμε κατορθώσει να γνωρίσουμε ποτέ την ομορφιά του». Κριτικοί και μελετητές τού Ασλάνογλου χαρακτηρίζουν το ποίημα αυτό βιωματικό, υπό την έννοια ότι ο ίδιος ο ποιητής επισκέφτηκε τα ερείπια της Παλμύρας στη Συρία, για να το εμπνευστεί. Όπως, βέβαια, δήλωνε και διαβεβαίωνε ο ίδιος στις συνεντεύξεις του, ποτέ του δεν έγραφε εν θερμώ, άφηνε το βίωμα να κατακαθίσει μέσα του, και αφού πρώτα φιλτράρονταν οι σκέψεις και οι στίχοι του, σε βάθος χρόνου, μεταποιούσε το κατακάθι της ζωής σε ποίηση. Καταθέτω ολόκληρο το ποίημα του Ασλάνογλου (Από την ενότητα Ο θάνατος του Μύρωνα, 1954-1959 / Συγκεντρωτική συλλογή Ο δύσκολος θάνατος, 1985). Το ποίημα πρωτοδημοσιεύτηκε  στο τεύχος 1 του περιοδικού Διαγώνιος, την Πρωτοχρονιά του 1960.

 

ΕΡΕΙΠΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΜΥΡΑΣ

 

Όσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα

βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω

γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία

που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα

σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία

μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή

για να θυμίζεις

το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη

εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου

σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση, κι ακόμα

τους άλλους που ανύποπτοι μες

σε βαθύ ύπνο διαρρέουν.

 

Όσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα

στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας

με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω

στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη

για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα

μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα

μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω

ξένος και κουρελιάρης τώρα.

 

Μα όταν μες στη θύμηση αναδεύω

ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα

κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν

το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά,

απόκριση κρυφή

για όσα περιμένω και δεν πήρα.

 

 

Η επίδραση ενός ποιήματος

 

Το παραπάνω ποίημα του Ασλάνογλου είναι φαίνεται τόσο δραστικό (ή, καλύτερα, επιδραστικό· για να ακριβολογούμε, επιδραστικό ήταν το σύνολο του έργου του ποιητή, αφού επηρέασε δεκάδες ομοτέχνων του, ακόμα και πεζογράφους) ώστε βρήκα στοιχεία του και εμφανή επίδραση σε τουλάχιστον τρεις ακόμη ποιητές, που είτε αγάπησαν και μελέτησαν τον Ασλάνογλου είτε σχετίστηκαν μαζί του. Το πρώτο αφορά τον ποιητή Ανέστη Ευαγγέλου (1937-1994) –επισημαίνεται αυτό και από τον Σφυρίδη, στη μελέτη του– και, από τον τίτλο του ακόμη, φαίνεται η επίδραση του Ασλάνογλου στη γραφή του. Όπως επισημαίνει ο Σφυρίδης, το ποίημα αυτό δεν είναι ερωτικό, αλλά αναφέρεται στον θάνατο του μικρού αδελφού του Ευαγγέλου. Ανήκει στη συλλογή Η επίσκεψη, τυπωμένη το 1987. Αυτά, για όσους παρερμηνέψουν την επιρροή του Ασλάνογλου και την αναγάγουν αποκλειστικά και μόνο στο ερωτικό πεδίο. Ωστόσο η οδύνη στο ποίημα του Ευαγγέλου παραμένει ατόφια και δένει θαυμάσια με τα χαλάσματα και τα ερείπια των στίχων του, κάνοντάς μας να σκεφτούμε πως ερείπια και ρημάδια δεν είναι μόνο τα ερωτικά μας ναυάγια, αλλά κάθε αναποδιά και δυσκολία, ιδίως ένα προσωπικό μας τραυματικό γεγονός, όπως αυτό της απώλειας ενός στενού αγαπημένου προσώπου. Αντιγράφω το ποίημα του Ευαγγέλου.

 

ΕΛΑ ΛΟΙΠΟΝ ΜΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ

 

Έλα λοιπόν μες από τα χαλάσματα και τα ερείπια,

μορφή μικρή και τρυφερή,

σταματημένη στην πρώτη ηλικία,

έλα, πνεύμα του καλού, μυθικό πρόσωπο,

μικρή φωνή χαμένη, περιπλανημένη,

όταν στους δρόμους βρέχει μοναξιά

κι η νύχτα πέφτει νωρίς δίχως ύπνο και όνειρα,

πλύνε το σύννεφο που μου τυλίγει το πρόσωπο,

καθάρισε τον ουρανό, προχώρησε,

άνοιξε δρόμο μες από τα χαλάσματα

και τα ερείπια,

κάνε μου ένα χώρο να σταθώ, να κινηθώ,

να μπορώ να υπάρξω πιο ανθρώπινα.

 

Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ως γνωστόν σχετίστηκε με τον Ασλάνογλου έχοντας μια ιδιότυπη σχέση μαζί του – μια φιλία που εξελίχθηκε σε γερή κόντρα και που, για πολλούς, στάθηκε η αιτία (ή μία από τις αιτίες) για να φύγει ο Ασλάνογλου από τη Θεσσαλονίκη και να εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα. Ο Ασλάνογλου στη λαμπρή περίοδο της Διαγωνίου, όταν και ήταν συνεργάτης του περιοδικού, επηρεαζόταν από τις παρατηρήσεις και τις επισημάνσεις του Ν.Χ. αναφορικά με ποιήματά του, αλλάζοντας κατά καιρούς τίτλους ή φράσεις, και κόβοντας ποιήματα από συλλογές ή μη συμπεριλαμβάνοντάς τα σε συγκεντρωτικές εκδόσεις. Όλα αυτά φανερώνουν μια ώσμωση και μια συγγένεια στη θεματολογία, συχνά και στην εκφορά κάποιων ποιημάτων, ανάμεσα στους δύο σημαντικούς ερωτικούς ποιητές της Θεσσαλονίκης. Ο Χριστιανόπουλος βέβαια ήταν ισχυρότερη προσωπικότητα του Ασλάνογλου και έχοντας και έργο πλούσιο, απλωμένο σε διάφορους τομείς, επικράτησε λογοτεχνικά, αφήνοντας τον δεύτερο στη σκιά. Αυτό δεν σημαίνει πως, πιθανότατα, δεν επηρεάστηκε από κάποια εξαιρετικά ποιήματα του παλιού φίλου του, όπως το «Ερείπια της Παλμύρας». Κάνοντας εκτενή αναφορά στο εν λόγω ποίημα στο βιβλίο του Δοκίμια (Μπιλιέτο, 1999), στη σελ. 80 μάς μιλάει για τον θάνατο των ερωτικών αισθημάτων που συμβολίζονται με τη μορφή ενός αγαπημένου προσώπου, του Μύρωνα. Πιστεύω πως αυτό το ποίημα (ή, καλύτερα, και αυτό) είχε κατά νου ο Ν. Χ. όταν έγραφε το «Αρχαιολογική εκδρομή», ένα πεζόμορφο ποίημα που συμπεριλαμβάνεται, στη συλλογή Νεκρή πιάτσα (νεώτερα ποιήματα, 1996-1999, εκδ. Ιανός). Ίσως το ίδιο ποίημα του Ασλάνογλου σκεπτόταν και όταν, δίνοντας συνέντευξη στον Διονύση Στεργιούλα για τον Σολωμό [Ο Ν. Χ. για τον Διονύσιο Σολωμό (δύο συνεντεύξεις), Οδός Πανός, 2004] διατύπωνε έναν εκπληκτικό συλλογισμό, που κατά τη γνώμη μου ισοδυναμεί με ποίημα: «Μάλιστα, πολλές φορές αναρωτήθηκα μήπως το μεγαλείο που κρύβουν τα ερείπια του σολωμικού έργου έχει κάποια σχέση με το μεγαλείο που κρύβουν τα ερείπια της νεοελληνικής ιστορίας» (σελ. 22). Το ζήτημα είναι πως μια πιθανή σύγκριση του ποιήματος «Αρχαιολογική εκδρομή» του Ν. Χ. με το «Ερείπια της Παλμύρας», τον αδικεί κατάφορα, γιατί ενώ στη θεματολογία τους τα δύο ποιήματα έχουν σαφείς ομοιότητες (αρχαιολογικά ερείπια και ανθρώπινα ερείπια ύστερα από ερωτικό ναυάγιο), ενώ ο ερωτικός καημός για κάποιο ανδρικό πρόσωπο είναι κοινός και στους δύο, ο Ν. Χ. εμφανίζεται συναισθηματικά επίπεδος και ρηχός, ενώ ο Ασλάνογλου εξιδανικεύει το ερωτικό αντικείμενο με άφταστο λυρισμό και ποιητικότητα, μη μένοντας στην επιφάνεια των πραγμάτων και εμβαθύνοντας πάνω στο ζήτημα της ερωτικής ματαίωσης και της προσωπικής του συντριβής. Διά του λόγου το αληθές παραθέτω το ποίημα του Ν. Χ., που, εξυπακούεται, είναι μεταγενέστερο του «Ερείπια της Παλμύρας».

 

 

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΔΡΟΜΗ

 

Τι νόημα έχει να με κουβαλάς στο χωριό σου και να με ξεναγείς στα αρχαία ερείπια, όταν εσύ με την αδιαφορία σου με έκανες ερείπιο σωστό;

Για να ρημάξουν τα αρχαία του χωριού σου, ποιος ξέρει πόσοι βάρβαροι χρειάστηκαν· για να ρημάξει όμως η καρδιά μου, έφτασες και περίσσεψες εσύ.

 

Ο Διονύσης Στεργιούλας (1967, Γρεβενά) είναι ποιητής, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας. Επιμελείται μακροσκελή αφιερώματα στο περιοδικό Οδός Πανός, που εκδίδει ο ποιητής και εκδότης Γιώργος Χρονάς. Στο πρώτο του βιβλίο, Οι μαθητευόμενοι της οδύνης (Οδός Πανός, 1995), μια εξαιρετική συλλογή ποιητικών δοκιμίων, υπάρχει σχετικό κείμενο που αφορά τον Ασλάνογλου (Ο «δύσκολος θάνατος» του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου, σ. 17) όπως επίσης και ένα πολύ ενδιαφέρον δοκίμιο για τα αγάλματα στη νεοελληνική ποίηση (Ένα άγαλμα ζωντάνεψε, σσ. 68 και 69), ενώ και στο αφιέρωμα της Οδού Πανός, αμέσως μετά τον θάνατο του ποιητή (Νο  90-91-92, Μάρτιος-Αύγουστος 1997) –το πιο πλήρες αφιέρωμα που έγινε ποτέ σε λογοτεχνικό περιοδικό, έως τώρα, για τον μεγάλο μας ερωτικό ποιητή– συμμετείχε με το κείμενο «Και τώρα έρχεται η ατέλειωτη νύχτα», στο οποίο αναφέρεται στο πώς γνώρισε τον ποιητή τον Ιούνιο του 1990 στην «εβδομάδα ποίησης» του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης Ιλεάνα Τούντα, όπου ο Ασλάνογλου είχε έρθει ως ακροατής, στις συζητήσεις που έκανε μαζί του και στις σκέψεις του για την ποιητική του αξία. Γνωρίζω επίσης από πρώτο χέρι, πως ο Ασλάνογλου είναι από τους αγαπημένους ποιητές του Στεργιούλα, ειδικά το ποίημα «Ερείπια της Παλμύρας» το εκτιμάει πολύ – το  έχει αναρτήσει, μάλιστα, στο πολύ ενδιαφέρον και ποιοτικό του ιστολόγιο. Όλα τα παραπάνω, μου δίνουν το δικαίωμα (και τη βεβαιότητα) να βρω επιδράσεις και επιρροές (έστω και ως μακρινούς αποήχους) στο άρτιο ποίημά του «Σε ναό της Εφέσου», από τη γραφή και την τέχνη του Ασλάνογλου. Σας καταθέτω το ποίημα του Στεργιούλα, δίχως περαιτέρω σχόλια, για να βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα.

 

ΣΕ ΝΑΟ ΤΗΣ ΕΦΕΣΟΥ

 

Κάποτε λατρεύτηκε σε ναό της Εφέσου.

Ένας δυνατός σεισμός το διέλυσε

κι ένας δυνατός άνεμος σκόρπισε στον ορίζοντα

τ’ απομεινάρια της ομορφιάς του.

Σήμερα το ένα του χέρι βρίσκεται

στο Metropolitan Museum της Νέας Υόρκης

το άλλο χέρι στην Αθήνα

τα δύο πόδια στο Μουσείο του Βατικανού

ο κορμός σε έπαυλη πλούσιου Ελβετού συλλέκτη

Πρόσφατα ανακαλύφθηκε από αρχαιολόγους

το κεφάλι.

Το ξέθαψαν με προσοχή και τώρα

φυλάσσεται στα υπόγεια του μουσείου

της Εφέσου.

 

(Αυτό το άγαλμα μοιάζει μ’ εμένα.

Από τότε που σταμάτησες να με λατρεύεις

υπάρχω μόνο στο βλέμμα εκείνων

που αντικρίζοντας σπασμένα κομμάτια

αντιλαμβάνονται το σχήμα μου).

 

(πρώτη δημοσίευση: περιοδικό Εμβόλιμον, τχ. 63-64, 2012, σ. 61)

 

 

Επίλογος

 

Τα αρχαιολογικά ερείπια, τα μνημεία, οι αρχαιολογικοί χώροι και τα αγάλματα είναι θέματα προσφιλή σε ποιητές (και γενικά σε λογοτέχνες) εδώ και πολλά χρόνια. Ωστόσο το φιλολογικό πρόβλημα εξακολουθεί να υφίσταται κα το ερώτημα που τίθεται είναι το παρακάτω: Η αναφορά και μόνο σε ερείπια συνιστά επίδραση και επιρροή; Προφανώς τα ερείπια δεν μπορούν να αποτελέσουν από μόνα τους θεματική ποιητική ενότητα ούτε, με βάση την ύπαρξή τους σε ένα ποίημα, μπορεί να μετρηθεί ή να επισημανθεί κάποια επίδραση ή επιρροή ενός ποιητή σε κάποιον άλλον. Το παραπάνω κείμενο είναι περισσότερο διαισθητικό δοκίμιο, και δεν φιλοδοξεί να αποτελέσει φιλολογική ή κριτικού τύπου μελέτη, ακόμη κι αν στο μέλλον συγκεντρωθεί περισσότερο υλικό. Αποτυπώνει την αίσθηση που αφήνουν κάποια ποιήματα σε κάποιον προσεχτικό αναγνώστη της ποίησης και την αποτύπωση μιας στιγμιαίας εντύπωσης, που έχει να κάνει με τον χρόνο και τις αλλοιώσεις που αυτός φέρνει στις ζωές μας, και αντικατοπτρίζεται μέσα από τα ερείπια. Εκατοντάδες ποιητές θα συνεχίσουν να εντάσσουν στην ποίησή τους τα απομεινάρια των καιρών που η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως, κάνοντάς μας να συσχετίσουμε την αλλοτινή αρτιότητα των υλικών πραγμάτων με τη φθορά και τον αφανισμό τους. Όσο για τα «Ερείπια της Παλμύρας» του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, εις πείσμα των καιρών που ζούμε, θα λάμπουν εσαεί, αιώνιο σύμβολο βαθιάς συνειδητοποίησης και ενατένισης του ίδιου μας του εαυτού και των προσωπικών ναυαγίων που βιώσαμε στη ζωής μας.

 

_______________________________________

 

Πηγές

 

Περικλής Σφυρίδης, Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΝΙΚΟΣ-ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ, Μελέτη, Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, Παιανία, 2009

Περ. ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, Νο 90-91-92, Μάρτιος-Αύγουστος, 1997, (αφιέρωμα στον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου)

Θανάσης Μαρκόπουλος, Ένα πουλί στην άσφαλτο: Ποίηση και ποιητική του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου,  Αθήνα, Μελάνι, 2013,  244σ.

Θανάσης Μαρκόπουλος, Βιβλιογραφία Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου (1948-1996), Παρέμβαση, Κοζάνη, 1996, σελ. 107

Θανάσης Μαρκόπουλος, Ο ποιητής και το ποίημα (ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ, ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ, ΚΕΝΤΡΟΥ-ΑΓΑΘΟΠΟΥΛΟΥ, ΔΗΜΟΥΛΑ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΜΑΡΚΟΓΛΟΥ, ΓΚΑΝΑΣ, ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ), εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα, 2010, σελ. 222)

Διονύσης Στεργιούλας, Οι μαθητευόμενοι της οδύνης, Οδός Πανός εκδ., Αθήνα, 1995,  σελ. 102

Διονύσης Στεργιούλας, Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος για τον Διονύσιο Σολωμό (δύο συνεντεύξεις), Οδός Πανός εκδ., Αθήνα, 2004, σελ. 60

Blog «Out of the walls», του Διονύση Στεργιούλα

Πορνογραφία των ερειπίων: Γιατί οι εικόνες καταστροφής είναι τόσο εθιστικές; (Άρθρο στο Διαδίκτυο, από την Άλκηστη Κάραλη)

BIBLIONET

Διαδίκτυο

 

(Περ. Εμβόλιμον, τεύχ. 77-78, Φθινόπωρο 2015-Χειμώνας 2016)

 

 

 

 

 

ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ»

 

 

Το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ κυκλοφορεί ανελλιπώς εδώ και 35 ολόκληρα χρόνια από το 1981 μέχρι σήμερα, από τον ποιητή και εκδότη Γιώργο Χρονά. «Εργοτάξιο εξαιρετικών αισθημάτων» το αποκαλεί ο εκδότης δημιουργός του, αφού κι ο ίδιος, απόλυτος, επιλεκτικός, εργασιομανής και συγκεντρωτικός χαρακτήρας ανθρώπου (τα χαρακτηριστικά, δηλαδή, που οφείλει να έχει κάθε σημαντικός άνθρωπος του καιρού του, αναφορικά με την ενασχόλησή του με την τέχνη) αισθάνεται ως εργάτης μιας φάμπρικας πολιτισμού, που παράγει και προξενεί εξαιρετικά αισθήματα και συναισθήματα στους αναγνώστες του, είτε με την ιδιότητα του ποιητή είτε με αυτήν του εκδότη. Η ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ κερδίζει τον αναγνώστη για τους παρακάτω λόγους:

*  Είναι κομψό σε σχήμα και μέγεθος περιοδικό, θυμίζει βιβλίο τσέπης και μπορεί άνετα να εισχωρήσει σε φαρδιά τσέπη δερμάτινου σακακιού, κάποιο χειμωνιάτικο απόγευμα, αγορασμένο από το πλησιέστερο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς.

* Εκφράζει και αντανακλά τις αισθητικές και καλλιτεχνικές αντιλήψεις, ανησυχίες και επιλογές του εκδότη του, δηλαδή αποτελεί μια συνέχεια, τρόπον τινά, της αντίληψης και της περί τέχνης άποψης σπουδαίων και γενικώς αποδεκτών προσωπικοτήτων που χάραξαν την πορεία και τη λογοτεχνική-καλλιτεχνική παρακαταθήκη του Χρονά (Παζολίνι, Φελίνι, Τένεση Ουίλιαμς, Βισκόντι, Μαρία Κάλας, Όσκαρ Ουάιλντ, Τσαρούχης, Χατζιδάκης, Γκάτσος, Κατσαρός, Ασλάνογλου, Χριστιανόπουλος κ. α), όπερ σημαίνει εξασφαλισμένη ποιότητα λόγου και αισθητική-καλλιτεχνική αρτιότητα και αναγνωρισιμότητα.

* Δεν είναι αγκυλωμένο σε ιδεολογικά-πολιτικά μετερίζια αλλά ούτε έχει λογοτεχνικού τύπου προσκολλήσεις σε είδη γραφής, ύφη, λογοτεχνικές θεωρίες και άλλα ηχηρά παρόμοια. Είναι ένα προσιτό, λαϊκό, συνάμα όμως και αριστοκρατικό έντυπο, προσιτό σε κάθε αναγνώστη που αποζητά την αισθητική ποιότητα και σέβεται πάνω απ’ όλα τον εαυτό του.

* Στη θεματολογία του βρίσκεις θέματα που ενδιαφέρουν από τους πολύ ψαγμένους αναγνώστες της λογοτεχνίας μέχρι κομμάτια της νεολαίας που πρωτίστως θα τους ενδιέφερε ένα μικρό αφιέρωμα σε ένα μουσικό συγκρότημα, σε κάποιο σκηνοθέτη ή σ’ ένα είδος σύγχρονης μουσικής.

* Καλύπτει μια μεγάλη γκάμα καλλιτεχνικών ενδιαφερόντων: ελληνική και ξένη πεζογραφία, ποίηση, θέατρο, κινηματογράφο, εικαστικά, κριτική βιβλίου αλλά και θεάτρου, αφιερώματα σε προσωπικότητες της ελληνικής ή της παγκόσμιας τέχνης, πολιτιστική ατζέντα, σχόλια από εφημερίδες και πολλά άλλα

*  Το βρίσκεις όχι μόνο σε ψαγμένα και γνωστά βιβλιοπωλεία, αλλά, απ’ όσο γνωρίζω, τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στη Θεσσαλονίκη ή και σε άλλες πόλεις, πωλείται ακόμα και σε περίπτερα ή χώρους διανομής έντυπων μέσων (στη Χαλκιδική το βρίσκω εύκολα ακόμα και στο ψιλικατζίδικο του χωριού, όπου περνώ τα καλοκαίρια μου)

Κάτι που με συγκινεί ιδιαιτέρως και πρέπει να το αναφέρω είναι και η σύνδεση της τέχνης με την καθημερινότητα και τον κόσμο των ειδήσεων, που σχεδόν σε κάθε τεύχος θα το δούμε μέσα από κάποια συνήθως τραγική είδηση, απ’ αυτές που σπανίως γίνονται πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες και στον «κίτρινο» Τύπο που μας κατακλύζει, ειδήσεις όμως που κρύβουν σπαραγμό, τραγικότητα και θλίψη, και που οι τίτλοι, από μόνοι τους, αποτελούν στίχους ποιημάτων ή σπαραχτικών σεναρίων: Διαβάζω μερικούς τέτοιους τίτλους ειδήσεων που ο Χρονάς, αποθησαυρίζοντας, εντάσσει στο περιοδικό του, φαντάζομαι όχι μόνο ως απλές ειδήσεις, αλλά ως δραματικά θραύσματα-σχόλια ζωής, ως σπαραχτικά, ποιητικά συμβάντα: Ιερόδουλες κατέλαβαν εκκλησία. Έριξαν από γέφυρα τα 6 παιδιά τους και έπειτα αυτοκτόνησαν. Πατέρας εγκατέλειψε το ανάπηρο διανοητικά παιδί του. Αποπειράθηκε να βιάσει την αδελφή του. Έσφαξε τη γυναίκα έγκυο τεσσάρων μηνών και μάνα 5 παιδιών. Σκότωσε τη γυναίκα του και μετά αυτοκτόνησε. Δηλητηριάστηκαν με ηρεμιστικά 20χρονη μητέρα και 4χρονη κόρη. Σκότωσε τον άνδρα της μπροστά στα παιδιά της. Τον δολοφόνησαν και έκαψαν το πτώμα του με λάστιχο κ.τλ.

Το περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, εκτός των άλλων, αποτέλεσε και αποτελεί κατάλυμα δεκάδων, ίσως και εκατοντάδων, συνεργατών, Θεσσαλονικιών ή γενικότερα από τον Βορειοελλαδίτικο χώρο, που συνεργάστηκαν ή εξακολουθούν να συνεργάζονται με κείμενα, δοκίμια, ποιήματα, συμμετοχή σε αφιερώματα, ποίηση ή κριτική βιβλίου ή θεάτρου στις σελίδες του. Κάνοντας μια μικρή έρευνα στα πρώτα 100 τεύχη του περιοδικού (δηλαδή περίπου στα δύο τρίτα της συνολικής έως τώρα παραγωγής του) κατέληξα ότι τα κείμενα που σχετίζονται με τη Θεσσαλονίκη, αφορούν χοντρικά τρεις μεγάλες κατηγορίες.

1) Συνεργασίες Θεσσαλονικιών δημιουργών (κυρίως πεζογράφων, ποιητών ή κριτικών). Αναφέρω κάποια ονόματα με επιπρόσθετα διευκρινιστικά στοιχεία: Ζυράννα Ζατέλη (εκ Σοχού Θεσσαλονίκης ορμώμενη) 7 συνεργασίες μόλις στα πρώτα 17 τεύχη του περιοδικού. Διονύσης Στεργιούλας (μάλλον ο σταθερότερος Βορειοελλαδίτης συνεργάτης του περιοδικού με τις περισσότερες συνολικά συνεργασίες, 17 μόνο στα πρώτα 100 τεύχη, και συνολικά έως σήμερα περί τις 50, κυρίως με ποιητικά δοκίμια, συμμετοχή σε αφιερώματα και κριτικές βιβλίων. Ποιήματά του δημοσιεύτηκαν μόλις στα τελευταία τεύχη της Οδού Πανός.), Θωμάς Κοροβίνης (πρώτη του συνεργασία με το σπαραχτικό «Ένα γράμμα στον Κώστα Ταχτσή», τεύχ. 39, ακολουθούν άλλες 5 συνεργασίες ως τα 100 τεύχη, σε κάποια από αυτά, κείμενα για το μετέπειτα βιβλίο του «Κανάλ ντ’ αμούρ»), Θεόδωρος Γρηγοριάδης (Καβαλιώτης πεζογράφος, 5 συνεργασίες), Γιάννης Παλαμιώτης (ηθοποιός και πεζογράφος, 3 συνεργασίες), Σπύρος Λαζαρίδης (ποιητής, δοκιμιογράφος) 2 συνεργασίες, Ζωή Σαμαρά (ποιήτρια, πανεπιστημιακός, πρόεδρος της ΕΛΘ) (15 οι συνολικές της παρουσίες μέχρι τώρα, με ποιήματα, κριτική θεάτρου, βιβλιοκρισίες, δύο επιπλέον δοκίμια για τον Τηλέμαχο Αλαβέρα και τον Οδυσσέα Ελύτη, συν μία επιμέλεια αφιερώματος στον Μίλτο Σαχτούρη), Ιγνάτης Χουβαρδάς (ποιητής, πεζογράφος) 2 συνεργασίες, Δημήτρης Χορόσκελης (ποιητής) 2 συνεργασίες, Πάρις Παρασχόπουλος (κιθαρίστας, συνθέτης και δημοσιογράφος) 2 συνεργασίες, και οι: Αλεξάνδρα Δεληγιώργη (πεζογράφος), Σάκης Σερέφας (ποιητής, πεζογράφος, μελετητής, θεατρικός συγγραφέας), Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου (ποιήτρια, δοκιμιογράφος) και Ξενοφών Κοκκόλης (πανεπιστημιακός) από 1 συνεργασία ο καθένας.

2) Η κατηγορία αυτή αφορά αφιερώματα σε σπουδαία πρόσωπα της θεσσαλονικιώτικης λογοτεχνίας. Δύο αφιερώματα στον Γιώργο Ιωάννου (τεύχ. 18, λίγο μετά τον θάνατό του, αλλά και στο τεύχ. 86-87 –, 10 χρόνια μετά τον θάνατό του, πλήρες αφιέρωμα, ίσως το πληρέστερο έως τώρα σε λογοτεχνικό περιοδικό · εδώ δεν πρέπει να αδικηθεί και το περιοδικό «Εντευκτήριο» που κατά καιρούς παρουσίασε αφιερώματα ή σημαντικές σελίδες για τον σπουδαίο πεζογράφο της πόλης μας). Ένα πλήρες αφιέρωμα στον ποιητή Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου (τεύχ. 90-92), ένα μικρό αφιέρωμα στον Ντίνο Χριστιανόπουλο (τεύχ. 96, ενώ το πρόσφατο αφιέρωμα του περιοδικού στο τεύχ. 165, Μάρτιος 2015, είναι σαφώς πληρέστερο και αναλυτικότερο) και ένα αφιέρωμα στην ποιήτρια Ζωή Σαμαρά (τεύχ. 97-98)

3) Η τρίτη κατηγορία αφορά κείμενα για Θεσσαλονικιούς δημιουργούς ή για την πόλη της Θεσσαλονίκης που γράφτηκαν από μη Θεσσαλονικιούς ή και από Θεσσαλονικιούς δημιουργούς: Γιώργος Χρονάς, τεύχ. 20-21 για τον Τόλη Καζαντζή, Γιώργος Χρονάς, τεύχ. 77, Φθινοπωρινά στάσιμα για τη Θεσσαλονίκη, Χρύσα Σπυροπούλου, τεύχ. 73-74, Οι γυναικείες μυθικές μορφές στο έργο της Ζωής Καρέλλη, Τάσος Κόρφης για τον Ασλάνογλου (τεύχ. 65), Αντώνης Περαντωνάκης για τον Γιώργο Ιωάννου (τεύχ. 18) κ. τλ.

Από το 101 τεύχος του περιοδικού μέχρι το πιο πρόσφατο, οι Θεσσαλονικείς συνεργάτες ολοένα αυξάνονται και πληθύνονται, σε διάφορους τομείς. Σ’ αυτό έπαιξε τον ρόλο του και το σημαντικό αφιέρωμα που επιμελήθηκε ο Διονύσης Στεργιούλας για τη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης, για το οποίο θα σας μιλήσει ο ίδιος, και η διαμεσολάβησή του για συνεργασίες Θεσσαλονικιών δημιουργών αναφορικά με αυτό το αφιέρωμα (τεύχ. 133, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2006). Αναφέρω απλώς μερικά ακόμη ονόματα νέων Θεσσαλονικιών συνεργατών, που προστέθηκαν στους ήδη παλιούς, με σημαντικές συνεργασίες: Ντίνος Χριστιανόπουλος (με ποιήματα και με μια μαρτυρία για τον Καβάφη στο τεύχ. 147), οι πανεπιστημιακοί Δημήτρης Κόκορης, Βασίλης Σαρρής, Χρήστος Δανιήλ και Αναστάσιος Πολυχρονιάδης (με δοκίμιά τους), ο συγγραφέας-τραγουδοποιός Μανόλης Ρασούλης (κείμενο για τον Καλδάρα), η ποιήτρια-δοκιμιογράφος Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου (κυρίως με δοκίμια και βιβλιοκρισίες), ο πεζογράφος και κριτικός Περικλής Σφυρίδης με δοκίμιό του, οι ποιητές και κριτικοί Θανάσης Μαρκόπουλος και Βασίλης Ιωαννίδης με δοκίμιά τους, ο πεζογράφος Γιώργος Καρτέρης με διηγήματα, ο πεζογράφος και δοκιμιογράφος Παναγιώτης Γούτας με μικρά πεζά, διηγήματα, μελέτες και βιβλιοκρισίες, ο Γιάννης Ατζακάς, βραβευμένος πεζογράφος, με βιβλιοκρισίες, οι ποιητές Βαγγέλης Τασιόπουλος και Παναγιώτης Μαυρίδης (δοκίμιο ο πρώτος, ποιήματα και μεταφράσεις ποιημάτων ο δεύτερος), ο Πέτρος Θεοδωρίδης με ποιήματα, ο Μάριος Μαρίνος Χαραλάμπους με συμμετοχή σε αφιερώματα, η Ελευθερία Ντανούρα και ο Νίκος Παπατζέλος με δοκίμια, ο Μπάμπης Ιμβρίδης, κυρίως με ανταποκρίσεις από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, αλλά και αρκετοί ακόμη που για οικονομία χρόνου παραλείπω.

Το περιοδικό, χρόνο με το χρόνο εξελίσσεται γραφιστικά, η ύλη του συνεχώς πυκνώνει και ανανεώνεται σύμφωνα με την εποχή και τις απαιτήσεις της, τα αφιερώματα συνεχίζονται το ίδιο πάντα ενδιαφέροντα, και το καλλιτεχνικό στίγμα του Γιώργου Χρονά, μέσα στο χρόνο, παραμένει αναλλοίωτο.

Ανάμεσα στους Θεσσαλονικιούς δημιουργούς και, παράλληλα, συνεργάτες της Οδού Πανός (είτε ευκαιριακούς είτε ταχτικούς) και στον Γιώργο Χρονά νομίζω πως διαμορφώθηκε, σε βάθος χρόνου, μια πολύ εποικοδομητική και χρήσιμη ώσμωση, τόσο για τους ίδιους τους δημιουργούς όσο και για τον εκδότη και το περιοδικό του. Αυτό το δούναι και λαβείν νομίζω πως υπήρξε αμοιβαίο, ισότιμο και ωφέλιμο και για τις δύο πλευρές. Άλλωστε ο Χρονάς και η Οδός Πανός θεωρούν τη Θεσσαλονίκη κομμάτι του εαυτού τους και της ζωής τους, όπως και αρκετοί Θεσσαλονικείς δημιουργοί έβρισκαν (και εξακολουθούν να βρίσκουν) ένα σταθερό κατάλυμα για να στεγάσουν τα κείμενά τους και τις συνεργασίες τους σ’ αυτό το περιοδικό. Ο Χρονάς πάντα μας εξομολογούνταν –το έχει γράψει μάλιστα κατ’ επανάληψη– πως, αν και Πειραιώτης, θεωρεί τη Θεσσαλονίκη δεύτερη πατρίδα του. Θέλω να του ευχηθώ από καρδιάς υγεία, δημιουργικότητα, καλή δύναμη και συνέχεια στον δύσκολο αγώνα του. Και επειδή μια ευχή του τύπου «να χιλιάσουν τα τεύχη του περιοδικού» είναι οπωσδήποτε υπερβολική, ανεδαφική και ανέφικτη, του εύχομαι ολόψυχα να φτάσει στο μεγαλύτερο δυνατό τριψήφιο νούμερο έκδοσής του, πάντα με την ίδια ποιότητα και απλότητα στην οποία επενδύει εδώ και ολόκληρες δεκαετίες, αναφορικά με την όλη εικόνα του και τις πάντα ενδιαφέρουσες συνεργασίες του.

 

(το κείμενο αναγνώσθηκε σε εκδήλωση της ΔΕΒΘ, την Κυριακή 10 Μαΐου, 2015, με τίτλο: ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ»)

 

 

 

 

 

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΤΟΛΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ

ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ

 

 

 

Ο Τόλης Νικηφόρου δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις στο αναγνωστικό κοινό της πόλης, αλλά, κατ’ επέκταση, και ολόκληρης της χώρας. Ποιητής και πεζογράφος, από τις ευκρινέστερες και σημαντικότερες λογοτεχνικές φωνές της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (για την ακρίβεια, ευρισκόμενος στο μεταίχμιο της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς και εκείνης του 70), τύπωσε εδώ και μισό ακριβώς αιώνα 31 συνολικά βιβλία ποίησης και πεζογραφίας, αρχής γενομένης από το πρώτο του ποιητικό βιβλίο, που κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη το 1966, με τον τίτλο Οι άταφοι. Οι ποιητικές του συλλογές είναι συνολικά έως τώρα 19. Από το 2007 –εδώ και μια οκταετία δηλαδή– τυπώνει τα ποιητικά του βιβλία στις εκδόσεις «Μανδραγόρας». Συνολικά, στις συγκεκριμένες εκδόσεις, έχει τυπώσει 6 ποιητικά βιβλία, τέσσερις μεμονωμένες ποιητικές συλλογές και δύο ανθολογίες, στη δεύτερη εκ των οποίων, το ρίγος αιχμάλωτο στον ήχο της φωνής σου, που περιλαμβάνει 63 επιλεγμένα ποιήματα για τον έρωτα και την αγάπη, είχα την τιμή και τη χαρά να γράψω την εισαγωγή, προλογίζοντάς το.

Η συνεργασία του Ν. με τον «Μανδραγόρα» ξεκινά με το ποιητικό βιβλίο Μυστικά και θαύματα (ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας) (2007). Ποιήματα για τον Μυστικό κήπο του έρωτα, για μυστικά της ψυχής τοπία, φιλοσοφικής ενατένισης της ζωής, για την ελεγεία του φωτός, τα εξαίσια άνθη του νερού, και, ιδίως, για τον ανεξερεύνητο λόγο της ουτοπίας.

Στη συλλογή Το μυστικό αλφάβητο (2010) κυριαρχεί το ερωτικό συναίσθημα τόσο του ονείρου, της μνήμης και της νοσταλγίας. Είναι ίσως η συλλογή με τα περισσότερα (αναλογικά) ερωτικά ποιήματα του Ν. Ένα μεστό απόσταγμα εμπειρίας, όπου το θαύμα της ζωής και η αισιοδοξία πως αυτή, δια της ποιήσεως, θα θριαμβεύσει του θανάτου, δίνεται μέσα από τα ποιήματα όχι με κατηχητικού ή θεολογικού τύπου διάθεση ή ορολογία, αλλά με γνήσιο και βαθύ συναίσθημα.

Ακολουθεί, δυο χρόνια μετά, το Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα (2012). Παρά τη χρωματική αντίθεση του τίτλου, τα ποιήματα της συλλογής είναι λουσμένα στο φως. Παράλληλα όμως υπάρχει και μια κοπιαστική, μεγάλης χρονικής διάρκειας πορεία στο σκοτάδι, στην πυκνή ομίχλη, «στα μαύρα σύνορα», στον άδειο ουρανό, για να οδηγηθεί, σταδιακά, ο ποιητής στο φως και στη λάμψη των λέξεων, των ιδεών και των αισθημάτων του. Θα έλεγε κανείς πως, όλο αυτό, έρχεται σαν φυσιολογικό επακόλουθο, σαν μια δικαίωση, μια αίσια έκβαση της πορείας της ζωής του και των επιλογών του. Οι μεταμορφώσεις του ανέφικτου που εκφράζουν τα ποιήματα, γίνονται με λέξεις, ζωγραφιές ή μουσικές νότες. Ο ποιητής αναλογίζεται νέα διάσταση των λέξεων για τη σύνθεση του κόσμου, μεγεθύνει με τα ποιήματά του τις στιγμές, διαστέλλει τον χρόνο, ψηλαφεί το ανέκφραστο με το αθώο βλέμμα ενός παιδιού. Εντέλει ανακαλύπτει μια άλλου τύπου αθωότητα που τον κινητοποιεί και τον εμπνέει, ενώ η θλίψη μεταλλάσσεται σε χαρά και ορμή για το θαύμα της ζωής που όλα τα κάνει σαν τίποτε να μην χάθηκε για πάντα. Όλος ο κόσμος του ποιητή συμπυκνώνεται στο κάτι εκείνο και το τίποτα, που από την άκρη της αβύσσου αναδύθηκε στο φως για να ζητήσει τη δική σου αγάπη.

Το 2013 τυπώνεται το ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα…, 32 ποιήματα για τη Θεσσαλονίκη (1966-2013). Μια επιλογή ποιημάτων που τονίζουν την ερωτική σχέση του ποιητή με την αγαπημένη του πόλη, μια πόλη που την εκτίμησε και την αγάπησε ακόμη περισσότερο, ζώντας για μεγάλα χρονικά διαστήματα στο εξωτερικό. Νοσταλγία, λυρισμός, η ομίχλη της πόλης να μεταποιεί αχνά, σαν όνειρα, εικόνες και παλιά συναισθήματα, η πλατεία Δικαστηρίων, η οδός Αγνώστου Στρατιώτου, η έρημη παραλία με θαμπές μορφές, υγρές μνήμες και μάταιη, αιώνια προσδοκία.

Στη συλλογή Φωτεινά παράθυρα (2014) έχουμε πάλι ποιήματα για το φως της ζωής, του έρωτα, της μνήμης, της πόλης της Θεσσαλονίκης. Ένας ερωτικός ύμνος στο κοινό μολύβι με το οποίο έγραψε ποιήματα, παράξενες στιγμές εφηβικές που ανασύρονται στην επιφάνεια, ο έρωτας που τριγυρνά στην πόλη, η μελωδία της μοναξιάς σ’ ένα έρημο σπίτι, και πάλι φως, άφθονο φως να διεισδύει αναπάντεχα στις χαραμάδες των λέξεων. Αντιγράφω: «Τα πιο ωραία ποιήματα / γράφονται χωρίς λέξεις / οι πιο μεγάλοι έρωτες / δεν γράφονται ποτέ».

Τέλος, ρίγος αιχμάλωτο στον ήχο της φωνής σου (2015). Μια ανθολόγηση 63 ποιημάτων για τον έρωτα και την αγάπη, επιλεγμένα από υπερδιπλάσιο αριθμό ερωτικών ποιημάτων, που καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα του ερωτικού πεδίου. Ποιήματα τολμηρά (σχεδόν σεξουαλικού περιεχομένου) αχαλίνωτου πάθους, διάχυτα και διάπυρα από λάβρο ερωτισμό, ποιήματα τρυφερά, νοσταλγικά, ποιήματα σαν επιτύμβια επιγράμματα για αγαπημένα πρόσωπα που έφυγαν από τη ζωή, ποιήματα εφηβικών ή νεανικών ερώτων, που μέσα σε ομίχλη, στο σύννεφο της εποχής και των χρόνων, διαρρηγνύουν την κρούστα ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, φέρνοντας στην επιφάνεια αγαπημένες μορφές και εξαίσιες, αλλοτινές αισθήσεις και αισθήματα. Ποιήματα ερωτικού αναστοχασμού και αναπόλησης, αλλά και αγάπης για τη μητέρα και τον πατέρα του, που έφυγαν από τη ζωή, για τους συντρόφους του στους κοινωνικούς αγώνες, για την παιδική αθωότητα, την πατρίδα, τις μορφές των κοριτσιών που λάμπουν στις οθόνες του ουρανού, αστραφτερές σαν χελιδόνια, αγάπη εντέλει για το θαύμα και το φως της ίδιας της ζωής.

Ο Τόλης Νικηφόρου, σε κατ’ ιδίαν συζήτησή μας, μου εκμυστηρεύτηκε πως είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένος, θα έλεγα ενθουσιασμένος, από τη συνεργασία του με τον εκδότη του «Μανδραγόρα» Κώστα Κρεμμύδα, γιατί με μεγάλη αγάπη, φροντίδα και μεράκι τυπώνει τα βιβλία του. Γνωρίζοντας καλά την υψηλή ποιότητα της τέχνης του Νικηφόρου, αναφορικά με την ποίησή του, αλλά βλέποντας και την υψηλή αισθητική των εκδόσεων «Μανδραγόρας» τόσο στην τύπωση, τα γραφιστικά, την επιλογή των εξωφύλλων, την επιμέλεια και όλα τα σχετικά, διαπιστώνω μια αρμονική συνεργασία και συνύπαρξη (εκλεκτά ποιήματα, σε εκλεκτό εκδοτικό οίκο) που ελπίζω και εύχομαι να συνεχιστεί και στο μέλλον.

 

(αναγνώστηκε ως εισαγωγικό κείμενο για τα ποιητικά βιβλία του Τόλη Νικηφόρου, σε εκδήλωση των εκδόσεων «Μανδραγόρας» για θεσσαλονικιούς λογοτέχνες, τη Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015, στο Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης· επίσης δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μανδραγόρας», τχ. 54, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2016)

 

 

 

 

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΑΣΤΡΑΦΤΕΡΑ ΣΑΝ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ

 

 

(Εισαγωγή στην ανθολόγηση ερωτικών ποιημάτων και ποιημάτων για την αγάπη, του Τόλη Νικηφόρου)

 

 

Έχει επισημανθεί στο παρελθόν από τη λογοτεχνική κριτική πως ο Τόλης Νικηφόρου ως κοινωνικός ποιητής έχει τους λιγότερους δεσμούς από τους ποιητές της γενιάς του με την ποιητική παράδοση της Θεσσαλονίκης. Αυτή η εύστοχη επισήμανση, φαίνεται πως επεκτείνεται και στο ερωτικό πεδίο. Ο Ν., σημαντικός ποιητής και πεζογράφος, ευρισκόμενος στο μεταίχμιο δύο λογοτεχνικών γενιών (δεύτερη μεταπολεμική γενιά και γενιά του ’70), στα ερωτικά του ποιήματα κινείται σε αντίρροπη κατεύθυνση από τη γνωστή, κατά Χριστιανόπουλο, ερωτική τριάδα της πόλης (Χριστιανόπουλος, Ιωάννου, Ασλάνογλου) αλλά και από τους επιγόνους τους, με την προϋπόθεση πάντα πως αυτά τα συγκεκριμένα πρόσωπα συνιστούν και οριοθετούν μια παράδοση στην ερωτική ποίηση της πόλης. Αυτή η κάπως μοναχική πορεία του στον ποιητικό στίβο, δεν σημαίνει, βέβαια, πως δεν αποτελεί σημείο αναφοράς για πολλούς νεώτερους ποιητές, που, ανεξαρτήτως του ύφους ή του στιλ γραφής τους, ακολουθούν το παράδειγμά του.

Στα ερωτικά του ποιήματα επίκεντρο και πυρήνας της έμπνευσής του αποτελεί η γυναίκα. Με διαύγεια και υφολογική καθαρότητα, τόλμη αλλά και ευαισθησία, δίχως αφόρητους υπαινιγμούς και θολά υπονοούμενα, δίχως πικρίες και αρνήσεις, τύψεις ή πάσης φύσεως ενοχές (απόρροια μιας χριστιανικής ηθικής, που μπλόκαρε μέσα στους αιώνες την έκφραση του ερωτικού ενστίκτου και της ερωτικής επιθυμίας του ανθρώπου) λατρεύει τη γυναίκα στην ολότητά της, όχι ιδεοληπτικά ούτε με τάσεις εξιδανίκευσης, αλλά στην απτή, υλική της υπόσταση.

Το ερωτικό φάσμα των ποιημάτων του Τ. Ν. είναι ευρύτατο. Ποιήματα όπου ο άνδρας-θηρευτής θηρεύει και κατακτά το θηλυκό-θήραμα. Ποιήματα τολμηρά (σχεδόν σεξουαλικού περιεχομένου) αχαλίνωτου πάθους, διάχυτα και διάπυρα από λάβρο ερωτισμό. Αλλά και ποιήματα τρυφερά, νοσταλγικά, ποιήματα σαν επιτύμβια επιγράμματα για αγαπημένα πρόσωπα που έφυγαν από τη ζωή, ποιήματα εφηβικών ή νεανικών ερώτων, που μέσα σε ομίχλη, στο σύννεφο της εποχής και των χρόνων, διαρρηγνύουν την κρούστα ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν, φέρνοντας στην επιφάνεια αγαπημένες μορφές και εξαίσιες, αλλοτινές αισθήσεις και αισθήματα. Ποιήματα ερωτικού αναστοχασμού και αναπόλησης. Η σύζυγος Σοφία που επανέρχεται συχνά σε διάφορες φάσεις της ζωής της, ως έφηβη καπνεργάτρια, κοινωνική αγωνίστρια, ποιήτρια της καθημερινής ζωής και σύντροφος στη ζωή του ποιητή, σε ποιήματα όπου το ερωτικό στοιχείο άπτεται του κοινωνικού. Αλλά και ποιήματα όπου ο έρωτας είναι, ίσως, το μοναδικό αποκούμπι, το μοναδικό πειστικό αντίδοτο στη λήθη, στην αναπόφευκτη φθορά των πραγμάτων, στην αγωνία του θανάτου.

Ο ποιητικός λόγος του Ν. είναι χειμαρρώδης και οι στίχοι του στήνουν ένα πανηγύρι των αισθήσεων, της μνήμης, της δύναμης και της αλήθειας που κρύβει ο έρωτας σε κάθε έκφανσή του. Οσμές, εισπνοές, αγγίγματα, ρίγη και ηδονικοί σπασμοί, λάμψεις και εκρήξεις της ερωτικής κορύφωσης, εισβολές και διεισδύσεις στο γυναικείο κορμί που πάλλεται σαν τρυφερή χορδή στα χέρια του ποιητή –  η ίδια η ζωή που με τη ερωτική πράξη κατακτά την αθανασία της. Αλλά και σπαρακτικές επικλήσεις του ποιητή για αγάπη, το κόκκινο του έρωτα ως χρώμα και αντανάκλαση του πάθους, ο ουρανός που χαμηλώνει στη γη και μικραίνει και γίνεται εντέλει μια γαλάζια ομπρέλα στα χέρια της αγαπημένης του. Με στίχους που συχνά παραλλάσσονται ή επανέρχονται από ποίημα σε ποίημα, από συλλογή σε συλλογή, ο Ν. μέσα από τα ερωτικά του ποιήματα μοιάζει να θέλει να γράψει και να ξαναγράψει, μέχρι την οριστική και τελεσίδικη αποτύπωσή του, το ένα και μοναδικό του ποίημα, τον απόλυτο ύμνο στον έρωτα.

Ενδιαφέρουσες και οι στιγμές, όπου με διάθεση κάπως μελαγχολική, περισσότερο στοχαστική παρά λάγνα ή παθιασμένη –μελαγχολία ας το χαρακτηρίσουμε όλο αυτό, ή αναπόληση των ερωτικών λαφύρων του ένδοξου παρελθόντος– ο ποιητής, κορεσμένος ίσως από ηδονικές εμπειρίες ή κάπως αποτραβηγμένος από τα πάθη του σώματος, προβάλλει τον ερωτισμό του σε υλικά αντικείμενα (εν προκειμένω σ’ ένα απλό μολύβι, αχώριστο σύντροφο στην ποιητική και εν γένει λογοτεχνική του δημιουργία) ή σε μια ολόκληρη πόλη (η αγαπημένη του Θεσσαλονίκη), όπου ο έρωτας κυκλοφορεί ανύποπτος στα υγρά μάτια των κοριτσιών, δίχως να θέλει να μάθει τίποτα, όπως μας αποκαλύπτει με τους ωραίους του στίχους.

Αβίαστα και απολύτως φυσικά, οι ποικίλες μορφές του έρωτα στη ποίηση του Ν., κάποια στιγμή, οδηγούν στην αγάπη, μια ωριμότερη, ουσιαστικότερη και ανωτέρου επιπέδου ψυχική κατάσταση και διεργασία, δίχως πάντως μέχρι το τέλος αυτή να ακυρώνει ή να μειώνει την ερωτική επιθυμία. Η αγάπη, που κατακτιέται με κόπους και θυσίες (από όσους είναι σε θέση να το πετύχουν αυτό στη διάρκεια της ζωής τους) και είναι η φυσική απόληξη μιας διαδρομής. Μιας διαδρομής και μιας πορείας που πάλι ο έρωτας προκαθόρισε, προσδιόρισε, εμπλούτισε και διαμόρφωσε σε βάθος χρόνου. Ποιήματα αγάπης, λοιπόν, για τη μητέρα και τον πατέρα του ποιητή που έφυγαν από τη ζωή, για τους συντρόφους του στους κοινωνικούς αγώνες, για την παιδική αθωότητα, την πατρίδα, τις μορφές των κοριτσιών που λάμπουν στις οθόνες του ουρανού, αστραφτερές σαν χελιδόνια, αγάπη εντέλει για το θαύμα και το φως της ίδιας της ζωής.

Στο βιβλίο αυτό επιλέξαμε από κοινού με τον ποιητή περίπου τα μισά από το σύνολο των δημοσιευμένων (ή και αδημοσίευτων) ερωτικών ποιημάτων του, σε πείσμα των λογοτεχνικών θεωριών που αντιμετωπίζουν το ποίημα ως ολότητα, δίχως να διαχωρίζουν τα –πολλές φορές εμφανή και άξια μελέτης– επί μέρους στοιχεία του. Η επιλογή δεν ήταν διόλου εύκολη υπόθεση, αφενός λόγω της υψηλής ποιότητας του συνόλου, σχεδόν, των ερωτικών του ποιημάτων, αφετέρου γιατί το ερωτικό στοιχείο διαπερνά σχεδόν το σύνολο του ποιητικού έργου του Ν. Δίχως να περιοριστούμε σε ποιήματα όπου απλώς εμπεριέχονται στους στίχους τους οι λέξεις «έρωτας» και «αγάπη», διαλέξαμε τα αντιπροσωπευτικότερα ερωτικά ποιήματά του, που να εκφράζουν, παράλληλα, όσο το δυνατόν περισσότερες εκδοχές της ερωτικής περιπέτειας. Φροντίσαμε επί πλέον οι ερωτικές υποκατηγορίες να συμπεριλαμβάνονται ισομερώς στα επιλεγμένα ποιήματα, δίχως κάποιος ερωτικός τομέας να υπερτερεί ή να επιβαρύνει αριθμητικά κάποιον άλλον. Βλέποντας συνολικά το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας, διαπιστώνω πως δεν έγινε μια απλή ανθολόγηση κάποιων ερωτικών ποιημάτων του Τ. Ν. Διαμορφώθηκε ένα νέο ποιητικό σώμα, ή καλύτερα μια εκδοχή του ερωτικού σώματος του ποιητή, διαχωρισμένο από το συνολικό ποιητικό του σώμα, και απλωμένο σε χρονικό άνυσμα μισού αιώνα. Η παράθεση των ποιημάτων με χρονολογική σειρά θα βοηθήσει τον προσεχτικό αναγνώστη ή έναν μελλοντικό μελετητή να εξετάσει την εξελικτική πορεία του Ν. αναφορικά με την ερωτική περιπέτεια και τα στάδια της ψυχικής (και ποιητικής του) ωρίμανσης, ιδίως ανακαλύπτοντας τα άκρως ενδιαφέροντα σημεία, όπου το βαθύ συναίσθημα της αγάπης εμφιλοχωρεί στην ερωτική επιθυμία. Φτιάχτηκε εν ολίγοις ένα νέο, αυθύπαρκτο ποιητικό βιβλίο ενός αρσενικού, σαν τον Βαρδάρη της πόλης του, ποιητή, που ακμαίος και δημιουργικός στα 76 του χρόνια, περιμένει πάντα τον έρωτα, γνωρίζοντας καλά πως αυτή του η προσμονή «πάντα θαμπά φωτίζει χιλιάδες μυστικά και θαύματα».

 

[εισαγωγή στη συγκεντρωτική έκδοση του Τόλη Νικηφόρου «ρίγος αιχμάλωτο στον ήχο της φωνής σου», 63 ποιήματα για τον έρωτα και την αγάπη (1966-2015), Μανδραγόρας, Αθήνα, 2015. Επίσης αναγνώστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου, την Τετάρτη 13 Μαΐου, στην κεντρική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης]

 

 

 

 

 

«ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΗΜΕΡΑ»

(μικρή μελέτη)

 

 

 

Εισαγωγή

 

Θέλω να συγχαρώ το νέο προεδρείο της ΕΛΘ, που, σε συνεννόηση με το Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του ΑΠΘ, αποφάσισαν να συνδιοργανώσουν την αποψινή εκδήλωση. Ευχαριστώ και για την πρότασή τους να είμαι ένας εκ των ομιλητών για το σημερινό γυναικείο ποιητικό δυναμικό της πόλης, που είναι από πολλές απόψεις αξιόλογο και ενδιαφέρον. Μαζί με τις ευχαριστίες, προσθέτω και τις ευχές μου για καλή επιτυχία και καλή δύναμη στο νέο προεδρείο της ΕΛΘ, που από την ίδρυσή της, λειτούργησε και εξακολουθεί να λειτουργεί ως υγιές πολιτιστικό κύτταρο, της πόλης αλλά και της χώρας.

Στο πρώτο μέρος της ομιλίας μου, θα επιχειρήσω μια τηλεγραφική αποτύπωση τού έως τώρα έργου κάποιων ποιητριών της πόλης. Στο δεύτερο, θα σας διαβάσω κάποιες γενικές επισημάνσεις, σκέψεις μου και συμπεράσματα.

  

 

Ποιήτριες της πόλης

 

Με φρέσκια ματιά και, συχνά, αιχμηρούς υπαινιγμούς η Κούλα Αδαλόγλου βάζει βαθιά το ποιητικό νυστέρι της καυτηριάζοντας την αποθέωση της μετριότητας, τους ανούσιους ρομαντισμούς και τα ηλιοβασιλέματα, τις κοινωνικές παθογένειες και τη μικροαστική μιζέρια. Τα ποιήματά της έχουν, συχνά, πεζή μορφή, ενώ στη θεματολογία της εντάσσονται ο έρωτας, η μοναξιά, η τρυφερότητα, το πρόσωπο του θανάτου, η επιμονή της ατομικότητας «μες στην ασθμαίνουσα, τσαλακωμένη μάζα». Στην πιο αντιπροσωπευτική της συλλογή, τη Διπλή άρθρωση, η ποιητική πρόζα του πρώτου μέρους με τους γυναικείους μονολόγους, θυμίζει αρχαία τραγωδία. «Ο έρωτας είμαι / χέρι ρακοσυλλέκτη / ανασκαλεύω ανελέητους σωρούς: / υπερσυντέλικοι και παρατατικοί / κι ούτε ένας μέλλων / Τόσο δωρικοί οι καιροί»

Η Ρούλα Αλαβέρα πρωοτοεμφανίστηκε στα γράμματα με ποιήματά της το 1963. Το συνολικό της έργο αποτελεί μια από τις πιο προωθημένες όψεις του ελληνικού ποιητικού μοντερνισμού και συγγενεύει ως προς τη γλώσσα και τις νοοτροπίες με τους ποιητές της γενιάς του ’70. Η ποίηση της Αλαβέρα είναι αντιλυρική αλλά έντονα αισθησιακή. Η αίσθηση που μένει στον αναγνώστη είναι εκείνη του σπαραγμού της έκκεντρης μορφής, που γενικά έχει ο σύγχρονος κατακερματισμένος κόσμος. «Το μέταλλο που φοβάσαι το κρατώ στο χέρι μου / κι έχεις δίκιο να φοβάσαι το χέρι μου /  Οπλίσου πιο γερά εσύ / εγώ έμαθα να πεθαίνω»

Αν κάποιο στοιχείο είναι ορατό και ευδιάκριτο στην ποίηση της Μυρτώς Αναγνωστοπούλου, αυτό είναι η απόπειρά της να αντιστρέψει εξ ολοκλήρου την πραγματικότητα, με φυσικό επακόλουθο την ποιητική δημιουργία. Ποιήματα ολιγόστιχα, υπαινικτικά, καλά δουλεμένα, που υπονομεύουν τον ρεαλισμό, τολμηρή εικονοποιία, ένας άλλος κόσμος που ελαφριά τη καρδιά αφορίσαμε, επιστρέφει με χρώματα και εικόνες, μας συνεπαίρνει και μας απογειώνει. «Χαϊδεύω το άγραφο χαρτί / και περιμένω / ποιος απ’ τους δυο μας / θα ριγήσει πρώτος»

Η Μαρία Αρχιμανδρίτου, που την παρακολουθώ από την ποιητική συλλογή της Ήχος μόνος (1990, τα τραμάκια) είναι στοχαστική, ευαίσθητη και ενσυναισθητική στην ποίησή της. Εκφράζει υπαρξιακές αγωνίες, επικεντρωμένη συχνά σε πανανθρώπινα θέματα, όπως η σχέση μας με τον χρόνο, τον άλλο, τη μνήμη, τη γραφή. Παρότι η ποίηση είναι μια μοναχική περιπέτεια, προσπαθεί να εκφράσει ένα συλλογικό εμείς, και το κατορθώνει αυτό με πειστικό τρόπο. «Μικρά αποδημητικά / άσπρα μου ονόματα οι άδειες λέξεις / νικήθηκαν σε πόλεμο σώμα με σώμα / μες στης μιλιάς τα χαρακώματα»

Το πρώτο μέρος του ποιητικού έργου της Μαρίας Γούναρη, που περιλαμβάνει τρεις συλλογές και φέρνει τον γενικό τίτλο Τριλογία, είναι αφιερωμένο στη μνήμη της μονάκριβης νεαρής κόρης της. Στίχοι ελεγειακοί, επηρεασμένοι από την ελληνική μυθολογία, τη λαϊκή παράδοση και το δημοτικό τραγούδι, με στοιχεία παγανιστικά. Στη δεύτερη ποιητική της τριάδα, με τον γενικό τίτλο Συλλογές, υπάρχει μια τάση αποστασιοποίησης από το προσωπικό της βίωμα, με διάθεση φιλοσοφικής σπουδής πάνω σ’ αυτό. «Η ουσία σου πιο δυνατή / απ’ την απουσία σου. / Πιο άυλη η σάρκα μου / απ’ την ψυχή μου»

Στην Ιφιγένεια Διδασκάλου ο ποιητικός λόγος είναι λυρικός, συχνά ρομαντικός. Αποπνέει έντονο συναισθηματισμό και βαθιά αγάπη και νοσταλγία για τον τόπο καταγωγής της. Το 1977 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών για την πολυετή λαογραφική και πολιτιστική της προσφορά στον βορειοελλαδίτικο χώρο.

Η Καλλιόπη Εξάρχου είναι επίκουρος καθηγήτρια θεατρολογίας στο τμήμα Γαλλικής γλώσσας και φιλολογίας του ΑΠΘ. Με σεμνότητα και νηφαλιότητα σκάβει βαθιά στο προσωπικό της ορυχείο, γράφοντας ποιήματα για τον έρωτα, την κοινωνία, τα χαλάσματα της μνήμης, την ποιητική δημιουργία. «Ανατρέπει / ο έρωτας / έτσι πράττει πάντα / ο ιερουργός των μύθων και των παραμυθιών / υπονομεύει την ευταξία / του προφανούς»

Η Βικτωρία Καπλάνη ανήκει στην ποιητική γενιά του ’80, έχοντας τρεις συλλογές μέχρι τώρα στο γυλιό της. Ο κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου γράφει πως: «Δοκιμάζει την τακτική της ειρωνικής χρήσης των δισσών λόγων. Ονομάζοντας την ανθρώπινη συνθήκη δύο φορές, με το βλέμμα της να προέρχεται από δύο αντικριστές σκοπιές, καταλήγει όχι στην αντιβολή ή στην αντιπαράθεσή τους, αλλά σε μια όλως ιδιότυπη ανασύνθεσή τους» «Δεν φοβάσαι απόψε το σούρουπο / κατοικείς επιτέλους στο όνειρο // αγάπη / το διαμπερές τραύμα μιας λέξης»

Αν κάτι διακρίνεται έντονο στην ποίηση της Μαρίας Καραγιάννη, είναι το σκοτεινό συναίσθημα εγκλεισμού, από το οποίο είναι διαποτισμένοι οι στίχοι της. Στην ποίηση της υπάρχουν εικόνες αποκαλυπτικής δύναμης, ενώ το κακό, συχνά, δεν εξορκίζεται και δρα υπονομευτικά, διαβρώνοντας ανθρώπους και συνειδήσεις. Στο Ο γυρολόγος της ερήμου είναι συγκεντρωμένα ποιήματά της από το 1989 έως το 2007. «Μονάχος ήταν ο νεκρός / κι έτσι τον θάβεις μόνος;»

Χαρακτηριστικό της ποίησης της Μαρίας Καρδάτου η εσωστρέφεια και η αξιοποίηση προσωπικών βιωμάτων. Λιτός λόγος, εικόνες καθημερινότητας, η Θεσσαλονίκη ως φόντο και μια αίσθηση απώλειας γι’ αυτό που είχαμε κάποτε δικό μας και που πια δεν υπάρχει. «Να περνάς ανάμεσα / από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη / με το αδιόρατο χαμόγελο / μιας ήττας / που την μετέτρεψες σε νίκη»

Στα ποιήματα της Κατερίνας Καριζώνη η προσωπική και η ιστορική μνήμη δημιουργούν, ανακυκλούμενες, μια ενιαία ελεγειακή αίσθηση του ρέοντος χρόνου. Έντονος ο παραμυθικός χαρακτήρας των ποιημάτων της με τη χρήση φαντασιακής ζωολογίας και φυτολογίας. Την Καριζώνη, που ξεκίνησε ως ποιήτρια, φαίνεται πως την κέρδισε η πεζογραφία, και δη το μυθιστόρημα, ωστόσο το συνολικό ποιητικό της έργο είναι σημαντικό. «Περαία-Μπαξές-Αγία Τριάδα / χώρες των παιδικών μου χρόνων σιωπηλές / ζωγραφισμένες με ξυλομπογιές κοντά στη θάλασσα, / χωρίς σκιές / μες σε τετράδια εικοσάφυλλα, λιωμένα»

Η ποίηση της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου φέρνει γόνιμη επίδραση από το έργο της Ζωής Καρέλλη. Είναι βαθιά στοχαστική για τον κόσμο και τον άνθρωπο. Ο ποιητικός της λόγος είναι χαμηλόφωνος, συγκρατημένα συναισθηματικός και λυρικός. Η Κ. Α. επιδιώκει να αποκαλύψει με την ποίησή της τη δραματική πλευρά της ζωής, που δεν είναι παρά το τραγικό νόημα της ανθρώπινης μοίρας. Ο παράδοξος ενεστώτας «είναι» στους ωραίους στίχους της «γιατί οι πιο φιλόξενοι, οι πιο αισθηματίες / είναι οι πεθαμένοι στους μπαξέδες», δίνει δράση και πνοή στον πεθαμένο γείτονα του ποιήματος, φανερώνοντας περίτεχνα τη νοερή επικοινωνία ζώντων και πεθαμένων, θεματολογία ιδιαίτερα προσφιλή τόσο στους πεζογράφους όσο και στους ποιητές αυτής της πόλης.

Η Άννυ Κουτροκόη υπήρξε ταχτική συνεργάτης της Νέας Πορείας. Γράφει ποίηση χαμηλόφωνη, διακριτική, με κοφτό, συχνά ασθματικό στίχο. Στο Ώχρα υπόκοσμη, την καλύτερη ώς τώρα δουλειά της, σκιτσάρει με τέχνη τη φθορά του έρωτα, τη μοναξιά, «τις κάθετες πληγές πάνω στο σώμα της ζωής». Συχνά μια πικρή διαπίστωση ή μια βαθύτερη συνειδητοποίηση αποτελούν το επιμύθιο των τελευταίων ποιημάτων της. «Με γράμματα ψιλά γράφεται τ’ όνομά μας / στης ύπαρξης το ιερό βιβλίο»

Η Έλσα Κορνέτη, όπως και η Κουτσουμπέλη και η Καριζώνη, δανείζεται σε πολλά της ποιήματα μοτίβα και στοιχεία από τα παραμύθια. Η αλληγορία, ο υπαινιγμός αλλά και ο σαρκασμός, συχνά διατρέχουν την ποίησή της. Επίσης δείχνει αξιοπρόσεκτη ικανότητα στο μικρό ποίημα, που συγγενεύει με το επίγραμμα. Για την Κορνέτη σχολίασε ο Γιώργος Μπλάνας: «Η αμεσότητα του βιώματος δεν χρειάζεται σε μια ποιήτρια που μπορεί να δημιουργήσει πραγματικότητες και όχι να σχολιάσει ή να φιλοσοφήσει το υπάρχον» «ο εγωιστικός έρωτας / Δεν δίνεις τίποτα / Δεν παίρνεις τίποτα / Η πιο επικερδής συναλλαγή»

Η Χλόη Κουτσουμπέλη βρήκε γρήγορα τον βηματισμό της και εξελίχτηκε σε σημαντική ποιήτρια, με αποκορύφωμα την πρόσφατη δουλειά της Στον αρχαίο κόσμο βραδιάζει πια νωρίς. Στα περισσότερα ποιήματά της ο τόπος είναι απροσδιόριστος, ενώ ο χρόνος φαντάζει διεσταλμένος όπως στους μύθους και στα παραμύθια. Ψηλαφεί, συχνά, το δίπολο αρσενικό-θηλυκό, εστιάζοντας στην ανδρική φύση. Η γραφή της διαθέτει φαντασία, τολμηρή εικονοποιία, ενώ δεν λείπουν και οι ψυχαναλυτικές προεκτάσεις. Πιο ενδιαφέρουσα πτυχή των ποιημάτων της, η ερωτική. (παλιές συμμαθήτριες) «Με ξεσκισμένες σάρκες και γυμνά φτερά / μικροί καθρέφτες των ρυτίδων μου / πόσο ακόμα ως το τέλος;»

Στην ποίηση της Εύας Λιάρου-Αργύρη υπάρχουν συχνές αναφορές σε μυθολογικά πρόσωπα ή σύγχρονους ποιητές και μουσικούς. Είναι ενδιαφέρουσα και λεπταίσθητη η αναψηλάφηση των προσωπικών της στιγμών και συναισθημάτων, ωστόσο, συχνά, ένας έντονα ναρκισσιστικός απόηχος, που μένει από το δημιούργημά της, αδικεί τον κόπο και τις προθέσεις της. «Μία άλλη ανάσταση / Ανάστα ψυχή μου ανάστα / Μία στιγμή Και ιδού εγώ / από αμνός ξαναγίνομαι λύκαινα»

Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου είναι βαθιά υπαρξιακή ποιήτρια, που στη γραφή της συνεχίζει την παράδοση σημαντικών ποιητριών της πόλης. Κορυφαία, κατά τη γνώμη μου, ποιητική της στιγμή, η συλλογή Όροφος μείον ένα, ένας σπαρακτικός ποιητικός επικήδειος στον αγαπημένο της πατέρα, αλλά και μια εναγώνια απόπειρα ερμηνείας του μυστηρίου της ζωής και του θανάτου. Με την τελευταία της συλλογή, Το επιδόρπιο, στην ήδη έντονη δραματικότητα της ποίησής της, προστίθενται ειρωνεία, σαρκασμός και θεατρικότητα, δίχως οι στίχοι της να απολέσουν τον σωστό τους τόνο και τη μουσικότητα που τους διακρίνουν. «Όμως σιδηρουργείο η ζωή / και βάρος αμετάθετο η τελευταία λέξη / όταν σε αίθουσες αναμονής ηλεκτρικές / αδύναμα κορμιά κρέμονται στους καλόγερους / και πανωφόρια αδειανά / μπαίνουν ν’ ακτινοβοληθούν»

Τα ποιήματα της Ελένης Μερκενίδου απηχούν την αρχαιομάθεια και τον φιλοσοφικό στοχασμό της. Η θεατρικότητα, η ηθελημένη απαισιοδοξία, η τραγικότητα, οι μεταφυσικές ανησυχίες, ο ώριμος συναισθηματισμός, ο έντονος ρυθμικός λόγος, ο συμβολισμός, αποτελούν χαρακτηριστικά της ποιητικής της γραφής. «Βράδυ πρωί βαθύτερα / βουλιάζουν στο δικό μου / βυθό ανένδοτο / με τους κρουνούς της μνήμης / βρυχώνται, βρέμουν, βρέχονται / οι δύσκολοι νεκροί»

Απ’ τις πιο αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις του κύκλου της Διαγωνίου είναι η Αλεξάνδρα Μπακονίκα. Το πεζολογικό στοιχείο είναι έντονο στα ποιήματά της, στα οποία, συνήθως, υπερτονίζεται το δραματικό συναίσθημα του ανολοκλήρωτου ή φευγαλέου έρωτα. Παρότι είναι κατεξοχήν ερωτική ποιήτρια, η ματιά της σε ζητήματα καθημερινότητας, κοινωνικής παθογένειας ή σκιαγράφησης προσώπων και χαρακτήρων είναι εξίσου ενδιαφέρουσα. Μπορεί το μοτίβο των ποιημάτων της να είναι γνωστό και αναμενόμενο, ωστόσο η ίδια έχει πάντα κάτι καινούριο να μας αποκαλύψει. «Σε εγρήγορση βρίσκομαι / να εντοπίσω, να πετάξω από τους στίχους μου / μελοδραματισμούς, ασάφειες και μισές αλήθειες»

Η ποίηση της Σόνιας Πυλόρωφ-Σωτηρούδη είναι χαμηλόφωνη, ενδοσκοπική, με την αντίθεση σκότους-φωτός να κυριαρχεί σε πολλά της σημεία. Στίχοι για σιωπηλές κάμαρες και τυφλούς ανέμους. Παράλληλα, έντονη αναζήτηση, μέσα από το ποιητικό παιχνίδι, μιας καινούριας ρότας στη ζωή μας. «Άραγε μέσα σε τόση / Ερήμωση / Ποιο θάναι το πρώτο / Συναίσθημα / που θα δεχτεί / Να με κατοικήσει»

Η Ζωή Σαμαρά, εκτός από ποιήτρια, είναι και μελετήτρια της παγκόσμιας λογοτεχνίας, θεατρολόγος και πανεπιστημιακός. Αξονική σημασία στο ποιητικό της έργο έχουν οι αρχαιοελληνικοί και οι βιβλικοί μύθοι, όπως και τα διαχρονικά αρχέτυπα, δημιουργώντας μια αίσθηση τελετουργίας στην έκφραση του ποιητικού της λόγου. Παράλληλα, σε αρκετά της ποιήματα, διακρίνεται έντονο το κοινωνικό στοιχείο, με αναφορές σε σύγχρονα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα της εποχής μας. Στο συγκινητικό αλλά και βαθιά βιωματικό ποίημά της 21/11/1991, η Σαμαρά αγγίζει σε σπαραγμό και οδύνη σπουδαία έργα της ποίησης με συναφή θεματολογία, όπως Ο τάφος του Παλαμά και Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου. «Σκάβω βαθιά μέσα στην / πέτρα / μ' αυτά τα χέρια / που αύριο / κληρονομούν / την ακινησία της //  γράφω»

Η Μελίτα Τόκα-Καραχάλιου δίδαξε σε πολλά σχολεία Σχηματική ποίηση (ιδεόγραμμα), με το οποίο ασχολήθηκε και η ίδια συστηματικά. Την ποίησή της, που κατά βάση είναι ερωτική, τη διακρίνει ένας διάχυτος λυρισμός. Η Χλόη Κουτσουμπέλη σχολιάζει για τη συλλογή Αποικία κοχυλιών. «Ποιήματα ερωτικά, εμπύρετα, αισθαντικά, κινητοποιούν τις αισθήσεις μας και τις οξύνουν. Παντού ελλοχεύει ο πόνος της φθοράς, μικροί καθημερινοί θάνατοι, η σοδειά του τίποτα, μια φλεγόμενη μοναξιά». «Μόνο οι λέξεις σου / αποικία κοχυλιών από ασήμι και φως / στο βυθό της καρδιάς μου αρμενίζουν»

Η Χαρά Χρηστάρα γράφει ποίηση γεμάτη υπόγειους βρυχηθμούς και σιωπές ανθρώπων που αναζητούν τα όριά τους. Ποίηση με εσωτερικές βυθίσεις και ανέλπιστες σωτηρίες της ψυχής και του σώματος. Κατά τον κριτικό Αλέξη Ζήρα «όλη η ποίηση της Χρηστάρα είναι αφιερωμένη στο πένθος που αισθάνεται η ύπαρξη, αδυνατώντας να ισορροπήσει τον μέσα και τον έξω κόσμο της» «Ανασηκώνω τα μάτια / κι αναζητώ μια χαραμάδα φως / ν’ ανάψει πάλι η φλόγα μου ´ / ας είναι απροσδιόριστη και χαμηλότονη, / αρκεί ωστόσο ζωντανή».

Θα κλείσω την αναφορά στα πρόσωπα της πόλης, αναφέροντας τρία ακόμη ονόματα, που δεν είναι ενταγμένα στην ΕΛΘ. Ξεχώρισα την ολιγογράφο ποιήτρια Ολυμπία Σταύρου, που γράφει σύντομα βιωματικά ποιήματα, ακολουθώντας τον κανόνα της Διαγωνίου, και τις πρωτοεμφανιζόμενες: Κατερίνα Καραγιάννη (γίνεται συχνά στη γραφή της τολμηρή και αθυρόστομη, δίχως να χάνει, πάντως, την τρυφερότητά της) και Ιωάννα Μουσελιμίδου (η ποίησή της διακρίνεται από έναν πολύ διακριτικό και ισορροπημένο λυρισμό)

 

 

 

Επισημάνσεις-σκέψεις-συμπεράσματα

 

Το γυναικείο ποιητικό δυναμικό της πόλης φαίνεται πως είναι εναρμονισμένο, κυρίως, με τους δύο ποιητικούς άξονες που χάραξαν στη συνολική ποίηση της πόλης ο Καβάφης με τον Καρυωτάκη, και δευτερευόντως με καθαρά λυρικές ατραπούς. Γι’ αυτό, τα ερωτικού ή κοινωνικού τύπου ποιήματα υπερτερούν στη συνολική έως τώρα παραγωγή. Βέβαια, να μην ξεχνάμε πως, όλο αυτό δεν είναι ένα ξεκομμένο πράγμα, αλλά μια συνέχεια που έχει ρίζες και πηγές σε σπουδαίους ποιητές και ποιήτριες που έφυγαν από τη ζωή (Αναγνωστάκης, Ιωάννου, Ασλάνογλου, Κύρου, Θέμελης, Βαρβιτσιώτης, Καρέλλη), αλλά και σε ζώντες (Χριστιανόπουλος, Μάρκογλου, Νικηφόρου, Αγαθοπούλου)

Και στα πιο αδύνατα ποιήματα υπάρχει, έστω στοιχειωδώς, λιτότητα έκφρασης, σαφήνεια, εσωτερικότητα και αναγνωρίσιμη ποιητική δομή, λιγότερο ή περισσότερο άρτια δεν έχει τόση σημασία.

Σπάνια έως καθόλου να συναντήσουμε παλαμικούς απόηχους με την έννοια των υψιπετών συλλογισμών, της έντεχνης ρητορείας, της ιδεοληψίας, των καλολογικών στοιχείων ή της ομοιοκαταληξίας στις Θεσσαλονικιές ποιήτριες. Τέτοια στοιχεία, βέβαια, θα συναντήσουμε σε παραλογοτέχνες της πόλης. Επίσης πολύ σπάνια να συναντήσουμε παρωχημένα ποιητικά στερεότυπα άλλων εποχών.

Το ιδεολόγημα της ελληνικότητας που «έπιασε» στην Αθήνα και καλλιεργήθηκε και γιγαντώθηκε με τη γενιά του ’30 και τους απόγονούς της, εξ αρχής δεν βρήκε πρόσφορο έδαφος στη Θεσσαλονίκη και συνολικά στη λογοτεχνία της. Έτσι, σπάνια να συναντήσουμε ποιήτριες που να το εκφράζουν.

Στις ποιήτριες της Θεσσαλονίκης δεν θα βρούμε –τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό– γλυκερούς συναισθηματισμούς, υπέρμετρη εξωστρέφεια και ανούσιο, ανέξοδο λυρισμό, αυτό που εσφαλμένα και κάπως υποτιμητικά επικράτησε να λέγεται «γυναικεία γραφή». Οι ποιήτριες της πόλης, κατά κανόνα, αποφεύγουν αυτούς τους σκοπέλους.

Η θεματολογία των ποιητριών της πόλης ποικίλει. Το παρελθόν, η μνήμη, η παιδική ηλικία με την αγνότητα αλλά και με τα τραύματά της, η πόλη του χθες και του σήμερα, η νοσταλγία για αχάλαστες εποχές, ο θάνατος, η οδύνη της απώλειας αγαπημένων προσώπων αλλά και η νοερή επικοινωνία μαζί τους, η καθημερινότητα, οι ματαιώσεις των ανθρώπινων σχέσεων, η προσέγγιση του άλλου, η διαφορετικότητα, η ποιητική αγωνία, η αποξένωση ως απόρροια του σύγχρονου τρόπου ζωής αλλά και η χαρά της ίδιας της ζωής, ο έρωτας σε όλες τις εκφάνσεις του, κάποια από τα αγαπημένα θέματα των ποιητριών. Ως εκ τούτου, δεν έχει νόημα μια ταξινόμηση παλιού τύπου (και παλιών σκοπιμοτήτων), σε ερωτικό, υπαρξιακό, λυρικό ή κοινωνικό τομέα, αφού, με εξαίρεση δυο-τρεις πολύ χτυπητές περιπτώσεις (π.χ. Μπακονίκα), οι παραπάνω τομείς εμπλέκονται και διασταυρώνονται στο έργο των δημιουργών, σχηματίζοντας αδιάρρηκτη ποιητική ολότητα.

Υπάρχει ένας σημαντικός αριθμός ποιητριών της πόλης μας που εμπνεύστηκαν και έγραψαν ποιήματα (ή και ολόκληρες συλλογές) από τον θάνατο στενά συγγενικών αγαπημένων προσώπων. Επίσης, σχεδόν οι μισές ποιήτριες που προανέφερα (ανεξαρτήτως ύφους και τεχνοτροπίας), έχουν γράψει ποίημα ή ποιήματα για τη μητέρα ή τον πατέρα τους. Εδώ να υπενθυμίσω πως η νοερή επικοινωνία ζωντανών και πεθαμένων, που χαρακτηρίζει τη συνολική λογοτεχνία της πόλης μας, έχει τις ρίζες της στη ρομαντική παράδοση.

Η πόλη της Θεσσαλονίκης είναι έντονα παρούσα στο έργο αρκετών ποιητριών. Πολύ εύστοχα η Καριζώνη (και η Μαρία Αρχιμανδρίτου, στον πρόλογό της) το επεσήμαναν στην εισαγωγή της ανθολογίας ΤΟ ΘΗΛΥΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, μιλώντας για την υγρασία, το ομιχλώδες τοπίο, το θαλασσινό φως, τη μοναξιά και την εσωστρέφεια, στα οποία υποβάλει η πόλη τους δημιουργούς της. Εδώ, θα ήθελα να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Λέγοντας επίδραση της πόλης στο έργο ενός δημιουργού, δεν εννοούμε τις απλές αναφορές σε πάσης φύσεως τοπωνύμια, δρόμους, περιοχές ή μνημεία, αλλά ένα οργανικό δέσιμο ανάμεσα στην πόλη, την ιδιοσυγκρασία του δημιουργού και το έργο του. Πάντως, η επίδραση της πόλης, ή τουλάχιστον η ανάγκη να εκφραστεί και να ενταχθεί αυτή στην ποίηση, ολοένα και λιγοστεύει ή εκλείπει παντελώς στις νέες γενιές, στις πιο φρέσκιες, σημερινές ποιητικές φωνές, κι αυτό –κατά τη γνώμη μου– είναι δικαιολογημένο, θεμιτό και υγιές.

Κάποια παλιότερα λογοτεχνικά περιοδικά της πόλης αποτέλεσαν φυτώρια, απ’ τα οποία αναδείχτηκαν ποιητικές φωνές που συνεργάστηκαν με αυτά τα έντυπα, και εναρμονίστηκαν με το αισθητικό τους κλίμα. Παράλληλα, οι εκδότες αυτών των περιοδικών τύπωσαν τις πρώτες δουλειές αυτών των ποιητριών. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις η «Διαγώνιος» του Ν. Χ. που ανέδειξε την Μπακονίκα, και η «Νέα Πορεία» του Τηλ. Αλαβέρα, όπου τύπωσαν η Αγαθοπούλου (που τύπωσε  πάντως και στη Διαγώνιο), η Αλαβέρα, η Χρηστάρα και άλλες ποιήτριες. Σήμερα, τα περιοδικά της πόλης (χωρίς να θέλω να μειώσω την ποιότητά τους ή την αντοχή τους στον χρόνο), δεν λειτουργούν όπως παλιά, δηλαδή ως φυτώρια και εφαλτήρια για να αναδειχθούν νέες φωνές συγκεκριμένης αισθητικής και λογοτεχνικής κατεύθυνσης, αλλά ως φανταχτερή βιτρίνα ανόμοιων υφολογικά δημιουργών, ποικίλων και αντικρουόμενων λογοτεχνικών ρευμάτων και τάσεων. Αυτό, εννοείται πως ούτε το επικροτώ ούτε το κατακρίνω. Απλώς επισημαίνω τη διαφορά αντίληψης των πραγμάτων από κάποιους σημερινούς εκδότες, σε σύγκριση με παλιότερους.

 

 

Πού το πάει η ποίηση;

 

Φαίνεται πια πως η Θεσσαλονίκη, παρά το συντηρητισμό και τις όποιες στρεβλώσεις της, μπορεί να στηρίξει κάποιους, νέους ιδίως, δημιουργούς, δίχως οι τελευταίοι απαραίτητα να καταφύγουν, να δοκιμαστούν και να αυτοεπιβεβαιωθούν στο χωνευτήρι της Αθήνας. Στη Θεσσαλονίκη γράφεται ποίηση, συχνά καλή ποίηση, κάποιοι μικροί εκδοτικοί οίκοι ξεπήδησαν και την ενισχύουν με μεράκι, γίνονται συχνά ενδιαφέρουσες ποιητικές εκδηλώσεις και παρουσιάσεις, το σκηνικό πάει να αλλάξει. Σ’ αυτό, παίζουν θετικό ρόλο και κάποια blogs ή ιστοσελίδες του διαδικτύου, που ενισχύουν την προβολή και τη διάδοσή της. Ο κανόνας των δώδεκα ποιητών της πόλης (επιλεγμένοι σαν τους δώδεκα ψαράδες-μαθητές του Ιησού), απροσπέλαστους και αμετακίνητους στο βάθρο τους, ο ύπουλος μύθος της «ερωτικής» Θεσσαλονίκης, η γραφικότητα, οι ποιητικές και πεζογραφικές σχολές, έχουν προ πολλού κάνει τον κύκλο τους. Βέβαια, είναι πολύ νωρίς να μιλάμε για «ποιητική άνοιξη», «νέα εποχή» και άλλα ηχηρά παρόμοια, απλώς διαπιστώνεται μια ελάχιστη ποιητική αυτονομία, που, φαίνεται, στηρίζεται και από το ντόπιο αναγνωστικό κοινό. Αυτό που κυοφορείται, πάντως, θέλει χρόνο για να μας δείξει προς τα πού θα κατευθυνθεί, αν θα πετύχει ή αν θα μείνει έωλο, στα μισά του δρόμου. Η αλήθεια είναι πως η ποίηση, παρότι πράξη κοινωνική και πολιτική, ευτελίζεται, αποδυναμώνεται και χάνει τον στόχο και τον προσανατολισμό της, αν κατέβει στους δρόμους (χρησιμοποιώ ένα τσιτάτο των ημερών)– το πιο πιθανό είναι να φρακάρει, κάπου στο κέντρο, λόγω κάποιας καθημερινής πορείας ή διαδήλωσης κάποιας απίθανης τοπικής συντεχνίας. Από την άλλη πάλι, ο ποιητής –και, εν προκειμένω, οι ποιήτριες– δεν μπορεί να μένουν εσαεί κλεισμένες σε έναν γυάλινο πύργο, έξω από την εποχή τους και τις ανάγκες της, νοσταλγώντας εκ τους ασφαλούς και ιδιωτεύοντας. Την ώθηση, τη νέα πνοή, το νέο όραμα, ίσως το δώσει μια σύνθεση, μια συνισταμένη των παραπάνω αλληλοσυγκρουόμενων τάσεων. Εξωστρέφεια, λοιπόν, και άνοιγμα στην κοινωνία, δίχως όμως να διαταραχτεί η εσωτερικότητα και ο προσωπικός χαρακτήρας του έργου τού εκάστοτε δημιουργού. Στροφή σε νέες συλλογικότητες, δίχως να διασαλευτεί στο ελάχιστο η ατομικότητα και η ποιητική οντότητα και ιδιοπροσωπία «μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου». Δύσκολα πράγματα, θα μου πείτε. Τη λύση, την ώθηση, το όραμα, πιστεύω πως θα τα δώσει η ίδια η εποχή μας. Οι ποιητές, άνθρωποι ευφυείς και ευαίσθητοι, θα αναγνώσουν με προσοχή τις ανάγκες των καιρών, θα ερμηνεύσουν σωστά τις νέες συνθήκες, θα εμβαθύνουν στο νέο τοπίο και θα πράξουν ανάλογα.

 

 

 

(το κείμενο εκφωνήθηκε σε εκδήλωση της ΕΛΘ σε συνεργασία με το Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών του Α.Π.Θ., στις 14/10/2013, στο Τελλόγλειο Ίδρυμα, κοινοποιήθηκε στο blog της Κατερίνας Καριζώνης και δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό FRACTAL τον Αύγουστο του 2014)

 

 

Πηγές

 

ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, εκδ. Πατάκη, 2007

ΤΟ ΘΗΛΥΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ερωδιός, Θεσσαλονίκη, 2007

GOOGLE

BIBLIONET

Blog  «Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται», του Τόλη Νικηφόρου

Βιβλία των ποιητριών

 

 

 

 

Η ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

(2000-2010)

 

 

Εισαγωγή

 

Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη για τα θεσσαλονικιώτικα γράμματα, στον χώρο της πεζογραφίας. Οι γνωστοί πεζογράφοι της πόλης έδωσαν συλλογές διηγημάτων ή μυθιστορήματα με τη συχνότητα που συνήθως εκδίδουν. Κάποιων συγγραφέων τυπώθηκε, τη συγκεκριμένη δεκαετία, το σύνολο του έργου τους. Εμφανίστηκαν πολλές νέες φωνές, που πρόλαβαν να δώσουν (μερικοί) και περισσότερα των δύο βιβλίων. Τέλος οι περιφερειακοί συγγραφείς, οι έξω των τειχών της πόλης, συνέχισαν κι αυτοί το δημιουργικό τους συγγραφικό έργο, εκδίδοντας καινούρια βιβλία. Χάσαμε εννέα σοβαρούς δημιουργούς, που έφυγαν από τη ζωή αυτήν την δεκαετία (Χατζητάτσης, Αλαβέρας, Μπακόλας, Κάτος, Ναρ, Βογιατζόγλου, Κοκάντζης, Κουγιουμτζής, Λαμπελέ), πρόλαβαν όμως να δώσουν τα τελευταία τους βιβλία σ’ αυτό το διάστημα, ενώ εντύπωση προκάλεσε η παρατεταμένη σιωπή του καλού πεζογράφου Τάσου Καλούτσα, που είχε να τυπώσει βιβλίο από την αρχή της δεκαετίας – τελευταίο του βιβλίο Το τραγούδι των σειρήνων, διηγήματα, τυπωμένο το 2000 (βραβευμένο με κρατικό βραβείο διηγήματος), επανήλθε όμως στο λυκόφως της δεκαετίας με καινούρια συλλογή διηγημάτων (Η ωραιότερη μέρα της, Μεταίχμιο, 2010).

Η ανθολόγηση των συγγραφέων έγινε με βάση τον τόπο καταγωγής και διαμονής τους (δεν έλαβα υπόψη γεννημένους στη Θεσσαλονίκη που διαβιούν αλλού, π.χ Ζατέλη, ούτε γεννημένους και διαβιούντες εκτός Θεσσαλονίκης που τύπωσαν σε θεσσαλονικιώτικο οίκο), και το αν έδωσαν τουλάχιστον δύο (ένα σε ιδιαίτερες περιπτώσεις) βιβλία μέσα σ’ αυτήν την δεκαετία, εκτός αν πρόκειται για νεοεμφανιζόμενους. Ως πεζογραφικά βιβλία δέχομαι τα μυθιστορήματα, τις νουβέλες, τις συλλογές διηγημάτων και τα πάσης φύσης μικρά πεζά, εξαιρουμένων των δοκιμίων, των θεατρικών, των παιδικών βιβλίων, των πολιτικών και οποιουδήποτε άλλου τομέα δεν άπτεται της καθαρής πεζογραφίας. Σεβάστηκα όλα τα στιλ γραφής και τα λογοτεχνικά ρεύματα που ακολουθούνται. Το δείγμα μελέτης είναι ενδεικτικό, αφορά 191 βιβλία 67 πεζογράφων, ενώ δεν συμπεριέλαβα βιβλία για τα οποία δεν σχημάτισα ολοκληρωμένη άποψη, και πιθανόν να τα αδικούσα. Για καλύτερο χειρισμό του υλικού που συγκεντρώθηκε, κατέταξα τα πεζογραφικά βιβλία σε πέντε κατηγορίες. Στα βιβλία εκείνων που έφυγαν από τη ζωή, στα βιβλία των καθαρόαιμων πεζογράφων, στα βιβλία των ποιητών-πεζογράφων, στα βιβλία των νεοεμφανιζόμενων πεζογράφων (Θεσσαλονικιών και περιφερειακών) και στα βιβλία των εκτός τειχών πεζογράφων που δεν ήταν νεοεμφανιζόμενοι.

 

 

οι κεκοιμημένοι

 

Τουλάχιστον εννέα σημαντικές απώλειες μετρά η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα.

Με τη συλλογή διηγημάτων Ακριβά γούστα η κυρία (Κέδρος, 2006), ως τελευταία λογοτεχνική του κατάθεση, έφυγε από τη ζωή ο Τηλέμαχος Αλαβέρας (1926-2007), πεζογράφος και ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης, της οποίας κατείχε τη γενική γραμματεία έως το 1980, οπότε και εκλέχθηκε πρόεδρος, θέση που διατήρησε μέχρι το τέλος. Πρόκειται για δεκαπέντε διηγήματα, στα οποία, σε τρεις ιστορίες, σχολιάζονται τρεις περιπτώσεις γυναικείας φιλοκαλίας, ενώ αλλού θα συναντήσουμε και άλλες καταγραφές καθημερινότητας στη ροή του χρόνου.

Μεγάλη η απώλεια του Τάσου Χατζητάτση (1945-2008), που έφυγε νωρίς, άφησε όμως ως παρακαταθήκη το σύνολο του πεζογραφικού του έργου, που τυπώθηκε μέσα σ’ αυτή τη δεκαετία. Μιλάμε για τα βιβλία του Στη σφενδόνη  (Εντευκτήριο, 2000), Σα σπασμένα φτερά  (Πόλις, 2003), Μονόξυλο στο ποτάμι  (Πόλις, 2006), Ασκήσεις μνήμης (Πόλις, 2008) και Ακροτελεύτιοι εσπερινοί (Πόλις, 2009). Τρεις συλλογές διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα, η ενδεκαετής συγγραφική παρουσία του. Η Κατοχή, ο εμφύλιος, οι παιδικές μνήμες, η αλλοτρίωση του σήμερα, η μνήμη που αντιστέκεται, οι αχάλαστοι ήρωές του που επιμένουν να ελπίζουν, τα αλλοτινά οράματα που ξεθώριασαν στο διάβα του χρόνου, είναι ο καμβάς από τον οποίο άντλησε ιδέες και χρώματα για να καταθέσει τις ιστορίες του. Πυκνογραμμένα και συμπιεσμένα τα διηγήματά του, θα μπορούσαν να εκληφθούν ως σχεδιαγράμματα-σκαριφήματα ημιτελών ή ατελώς ανεπτυγμένων μυθιστορημάτων.

Ο Νίκος Μπακόλας γεννήθηκε και έζησε στη Θεσσαλονίκη (1927-1999). Παρότι έφυγε από τη ζωή την περασμένη δεκαετία, δύο βιβλία του είδαν το φως της δημοσιότητας εκ των υστέρων. Πρόκειται για το Μην κλαις αγαπημένη (Ελληνικά Γράμματα, 2000) και Το ταξίδι που πληγώνει και άλλα διηγήματα  (Κέδρος, 2000). Στο πρώτο, που υπήρξε η πρώτη λογοτεχνική κατάθεση του Μπακόλα (1958) και επανατυπώθηκε, διαπραγματεύεται τη μάταιη απόπειρα δύο ανθρώπων να ξεφύγουν από τα όρια που τους επέβαλε η ζωή, και έχει στοιχεία από φιλμ νουάρ και από αμερικάνικο μυθιστόρημα (στοιχεία που επηρέασαν το έργο και τη γραφή του). Το δεύτερο βιβλίο του, αφορά ταξίδια του συγγραφέα που άφησαν μέσα του κάποια ανεξίτηλη χαρακιά, ένα ιδιαίτερο ίχνος, σε βαθμό ώστε να τα εκλάβουμε ως εμπειρίες ζωής. Ο Μπακόλας τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο για τα μυθιστορήματα Η μεγάλη πλατεία (1987) και Η ατέλειωτη γραφή του αίματος (1996). Η μεγάλη πλατεία υπήρξε από τις κορυφαίες στιγμές της νεοελληνικής πεζογραφίας μας.

Ο Γιώργος Κάτος (1943-2007), εκδότης του περιοδικού «Τραμ» και των εκδόσεων Εγνατία, πρόλαβε να τυπώσει δύο πεζογραφικά βιβλία στη δεκαετία που μας πέρασε. Ένα εξαιρετικό και ένα, μάλλον, αποτυχημένο. Και τα δύο τυπώθηκαν την ίδια χρονιά, το 2004, από τις εκδόσεις Οδός Εγνατία. Στο Η ορχήστρα της ζωής, ένα ολοζώντανο, άμεσο και ζεστό αφήγημα, που στο τέλος εξακτινώνεται σε ποιητικές σφαίρες αποκαλύπτοντάς μας το νόημα της ζωής, ο Κάτος περιγράφει τα πολλαπλά και επίπονα προβλήματα υγείας που τον ταλάνισαν επί μια πενταετία (γι’ αυτό και το αφιερώνει στον Περικλή Σφυρίδη, που εκτός από συνεργάτης ήταν και ο προσωπικός γιατρός του). Πιστεύω πως το εν λόγω αφήγημα συγκαταλέγεται στις κορυφαίες στιγμές του θεσσαλονικιού πεζογράφου μαζί με τα διηγήματά του Τα καλά παιδιά (εκδ. Εγνατία 1980, Καστανιώτης 1987) και τις Ιστορίες της νύχτας (Καστανιώτης, 1991). Απεναντίας, στο μυθιστόρημά του Η μοιραία γυναίκα στη ζωή του κυρίου Ιωάννη, τα κλισαρισμένα προσωπεία του μύθου σε συνδυασμό με τα κοινότοπα λεκτικά μοτίβα (διάλογοι που παραπέμπουν σε τηλεσειρές απογευματινής ζώνης, ευρείας κατανάλωσης) προκαλούν αμηχανία στον αναγνώστη, αδικώντας παράλληλα και την πένα του συγγραφέα. Το 2009, το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, με πρωτοβουλία του Σφυρίδη, διοργάνωσε φιλολογικό μνημόσυνο στον Γιώργο Κάτο, τιμώντας τη μνήμη ενός σημαντικού λογοτέχνη και ενός ωραίου ανθρώπου.

Δύο χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατο του πεζογράφου Αλμπέρτου Ναρ (1947-2005) τυπώθηκε το βιβλίο του Επιπόλαιος επί πόλεως (University Studio Press, 2007), μια συλλογή μικρών πεζών που ο πιο εύστοχος όρος θα ήταν χρονογραφήματα. Κείμενα γραμμένα με διακριτικό χιούμορ, ενδεικτικά της τρυφερότητας, αμεσότητας και ζεστής ματιάς του συγγραφέα, που παρατηρεί, σχολιάζει και καταθέτει σκέψεις και αισθήματα. Βέβαια, το κύριο μέρος του έργου του Ναρ τυπώθηκε την περασμένη δεκαετία (Σε αναζήτηση ύφους, διηγήματα, Νεφέλη, 1997 –είχαν πρωτοτυπωθεί από τα τραμάκια το 1991– και Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός, διηγήματα, Νεφέλη, 1999), ένα έργο που τον κατατάσσει στους σημαντικούς λογοτέχνες της πόλης μας. Ο Αλέξης Ζήρας κατατάσσει τον Ναρ στους συνεχιστές της πεζογραφίας του «ηθικού βιώματος» που αναπτύχθηκε μεταπολεμικά στη Θεσσαλονίκη (με προγενέστερους τους Ιωάννου, Καζαντζή, Σφυρίδη και Κάτο) (Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Πατάκης, 2007, σ. 1529)

Η Στέλλα Βογιατζόγλου (1950-2008) ασχολήθηκε με το διήγημα, το μυθιστόρημα, το θέατρο, τα βιβλία για παιδιά. Στη δεκαετία που μας πέρασε τύπωσε τα βιβλία: Περνώντας βιαστικά ανάμεσά τους (διηγήματα, Κέδρος, 2000) –λογοτεχνικοί ήρωες τους οποίους η Β. αφουγκράζεται με θέρμη και ενδιαφέρον, ακούγοντας τις εξομολογήσεις τους–, Σκόνη κόλλησε στ’ αυτιά μας (μυθιστόρημα, Σύγχρονοι ορίζοντες, 2003) –φιλίες, επιθυμίες και έρωτες συνηθισμένων ανθρώπων, που δεν άντεξαν στον χρόνο–, και το Καμία ιστορία δεν τελειώνει; (μυθιστόρημα, Κέδρος, 2005), μια μεταμοντέρνα απόπειρα της Β., όπου μέσα σε ένα αφηγηματικό παζλ και μέσα από ημερολογιακές σημειώσεις ξετυλίγεται η ζωή τριών ανδρών, μιας γυναίκας και το παρελθόν μιας οικογένειας.

Ο Νίκος Κοκάντζης (1927-2009), εκτός από γιατρός ψυχίατρος υπήρξε και ποιητής και πεζογράφος. Τύπωσε τα τελευταία χρόνια δύο πεζογραφικά βιβλία, το Τζιοκόντα (νουβέλα, Πατάκης, 2005), που πρωτοτυπώθηκε από τον Κέδρο το 1975 (η αληθινή ιστορία ενός πρώτου έρωτα δύο δεκαπεντάχρονων παιδιών στη Θεσσαλονίκη της Κατοχής, που συνδέεται με τον αφανισμό του εβραϊκού στοιχείου της πόλης) και τη συλλογή διηγημάτων Εννέα ιστορίες και ένα λιμπρέτο (Πατάκης, 2005). Τα κείμενα του Κοκάντζη, που υπήρξε βιωματικός συγγραφέας, αποπνέουν πάντα μια ιδιαίτερη συγκίνηση.

Ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Σταύρος Κουγιουμτζής (1932-2005), στη δεκαετία που μας αφορά έδωσε τα εξής βιβλία: Στα διώροφα έμεναν οι όμορφες (διηγήματα, Κέδρος, 2000), Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια (προσωπικές αφηγήσεις, Κέδρος, 2001) και Χιόνια σαν βροχή, ένα εκτεταμένο, ανέκδοτο αυτοβιογραφικό κείμενο (Ιανός, 2005). Τα κείμενα του Κ., στρωτά, εύληπτα, σύντομα, εξομολογητικά, άφησαν ευδιάκριτο ίχνος στη λογοτεχνία της πόλης.

Τέλος, η αθόρυβη πεζογράφος και μεταφράστρια Φούλα Λαμπελέ (1926-2010) τύπωσε πέντε βιβλία τα τελευταία δέκα χρόνια: Ίο (διηγήματα, Νησίδες, 2002), Διακοπή ταξιδιού (διηγήματα, Νησίδες, 2003), Το άλλο ανάστημα (νουβέλες, Νησίδες, 2004), Γάτες και πουλιά (νουβέλα, Νησίδες, 2005) και Ο ωραίος Ορέστης (διήγημα, Οδός Πανός, 2008). Ήταν μέλος ελβετικών και ελληνικών λογοτεχνικών συλλόγων. Σύμφωνα με το Δημ. Τσάκωνα, η Λ. με τα βιβλία της «μετέφερε την ατμόσφαιρα της Σχολής Θεσσαλονίκης στη Ζυρίχη».

 

 

 

καθαρόαιμοι πεζογράφοι

 

Πέντε πεζογραφικά βιβλία η κατάθεση του πεζογράφου και κριτικού Περικλή Σφυρίδη  (1933) στη δεκαετία που μας αφορά, ο οποίος, κατά τη ρήση του Μανόλη Ξεξάκη, γράφοντας «κάνει τη ζωή του τέχνη». Το 2000 τυπώνει το μυθιστόρημά του Μεταμόσχευση νεφρού (Καστανιώτης) όπου περιγράφει την περιπέτεια με τη μεταμόσχευση νεφρού της αδελφής του στην Ινδία και θίγει τα κακώς κείμενα στο ελληνικό σύστημα υγείας. Υπ’ αυτήν την έννοια το βιβλίο θα μπορούσε να εκληφθεί ως συνέχεια των παλιότερων βιβλίων του, που αφορούν τις ιατρικές του εμπειρίες ως γιατρού καρδιολόγου. Το 2001 σε οκτασέλιδο του Μπιλιέτου τυπώνεται το διήγημά του Η ψυχή του μπαρμπα Ανδρέα αναβλύζει, όπου ο Σ. συνομιλεί με τον νεκρό πεθερό του. Συγκλονιστικό διήγημα όπου ο νεκρός ζητάει δικαίωση και εξηγήσεις από τον ζωντανό. Η τάση του Σ. να επικοινωνεί νοερά με νεκρούς σαν να πρόκειται για ζωντανούς, σαν να βρίσκονται δίπλα του –ίδιο αρκετών θεσσαλονικιών πεζογράφων–  πρωτοδιακρίνεται στο κείμενό του σχετικά με τον θάνατο του Βαφόπουλου (Τραμ, τέταρτη περίοδος, 1996). Το 2002 τυπώνει από τον Καστανιώτη τη συλλογή διηγημάτων Εσωτερική υπόθεση. Το καινούριο στοιχείο αυτής της συλλογής που προστίθεται στη βιωματική έως αυτοβιογραφική γραφή του Σφυρίδη, είναι η εμφάνιση κεκοιμημένων, φίλων και συγγενών, που αναρωτιούνται συχνά για το νόημα της ζωής τους σε μία εποχή που σάρωσε τις θυσίες, τα οράματα και τις αξίες τους, και η υποχώρηση του καθαρού ρεαλισμού που, κάποιες φορές, παραχωρεί τη θέση του σε ένα είδος μαγικού ρεαλισμού (διήγημα «Εσωτερική υπόθεση»). Το 2005, σε μία ιδιαίτερα καλαίσθητη έκδοση του Καστανιώτη, τυπώνεται μια ανθολόγηση διηγημάτων του (τριάντα δύο τον αριθμό) που αφορούν την εικοσιπενταετία 1977-2002. Η εισαγωγή και η επιλογή των διηγημάτων ανήκουν στον κριτικό Αλέξη Ζήρα, και αναφορικά με την ταξινόμησή τους έχουμε τις εξής θεματικές ενότητες: Ερωτικά, Από τη θητεία στην ιατρική, Ιστορίες με ζώα  και Παλίνδρομος μνήμη. Τέλος, το 2006, ο Σφυρίδης τυπώνει στο Μπιλιέτο το διήγημά του Στη μνήμη του Αλμπέρτου Ναρ και του άλλου Αλμπέρτου, ένα συγκινητικό κείμενο στο οποίο καταγράφεται η θερμή φιλία και αγάπη που συνέδεε τον συγγραφέα με τον πρόωρα χαμένο λογοτέχνη της Θεσσαλονίκης, αλλά και η μνήμη αγάπης προς τον άλλον Αλμπέρτο, έναν γερμανό στρατιώτη, που επί Κατοχής έμενε σε επιταγμένο δωμάτιο του πατρικού σπιτιού του πεζογράφου.

Γόνιμη η δεκαετία για τον πεζογράφο Γιώργο Σκαμπαρδώνη (1953), που, αν και ξεκίνησε από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 τυπώνοντας διηγήματα, τα τελευταία χρόνια δείχνει μια ροπή στο μυθιστόρημα, δίχως πάντως να απαρνιέται τη μικρή αφηγηματική φόρμα, που, στην ουσία, τον καθιέρωσε ως πετυχημένο και ταλαντούχο δημιουργό. Στο διάστημα που μας αφορά τύπωσε έξι πεζογραφικά βιβλία; τέσσερα μυθιστορήματα και δύο συλλογές διηγημάτων. Γερνάω επιτυχώς (Κέδρος, 2000), Ουζερί Τσιτσάνης (Κέδρος, 2001), Επί ψύλλου κρεμάμενος (Κέδρος, 2003), Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου (Κέδρος, 2006), Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας (Ελληνικά Γράμματα, 2008) και Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος (Ελληνικά Γράμματα, 2009). Στο Γερνάω επιτυχώς έχουμε τον μονόλογο μιας γυναίκας που την περίοδο του Εμφυλίου και τα χρόνια μετά, παρά τις αντιξοότητες της ζωής της, γερνάει επιτυχώς περνώντας ξυστά ανάμεσα από την παράνοια και την απόγνωση. Σε δύο του μυθιστορήματα ο Σ. μιλά για δύο μυθικά πρόσωπα του ρεμπέτικου τραγουδιού, όχι όμως από πρώτο χέρι, αλλά πλάθοντάς τα για τις ανάγκες της μυθοπλασίας και παραποιώντας τα βιώματά τους. Αν στο Ουζερί Τσιτσάνης η ιστορία περιστρέφεται γύρω από το πρόσωπο του Βασίλη Τσιτσάνη, για να περάσει μέσα από αυτό γεγονότα της Κατοχής και το ξεκλήρισμα των Εβραίων, στο Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας ο μύθος του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από τον έρωτα του βασιλιά του ρεμπέτικου Μάρκου Βαμβακάρη, που δεν ήταν άλλος από τη χιλιοτραγουδισμένη Ζιγκουάλα. Στο Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου έχουμε μια μεταφορά, τρόπον τινά, των Παιδιών της πιάτσας του Τσιφόρου στη Θεσσαλονίκη του ’63, σε μια πόλη που περίμενε τον Ντε Γκωλ, ένα κείμενο γεμάτο υπόκοσμο, στρατοκρατία, κομμουνιστές και πολιτικές αναθυμιάσεις της εποχής. Παρά την εμπορική και θεατρική επιτυχία των τεσσάρων μυθιστορημάτων του Σκαμπαρδώνη, ξεχωρίζω και εκτιμώ ιδιαίτερα τις δύο συλλογές διηγημάτων του (φυσικά και τα παλιότερα διηγήματά του), στα οποία ο συγγραφέας και αναπνέει καλύτερα και αναδεικνύει περίτρανα το αδιαμφισβήτητο πεζογραφικό του ταλέντο.

Ο Δημήτρης Μίγγας (1951) τύπωσε τέσσερα βιβλία στη δεκαετία που μας πέρασε. Τρία μυθιστορήματα (Σπάνια χιονίζει στα νησιά, Πόλις, 2001, Στα ψέματα παίζαμε, Μεταίχμιο, 2005 και Τηλέμαχου Οδύσσεια, Μεταίχμιο, 2007), ενώ παρεμβλήθηκε και μία συλλογή διηγημάτων του (Της Σαλονίκης μοναχά…, Μεταίχμιο, 2003). Είμαι από αυτούς που πιστεύουν πως το κορυφαίο έως τώρα βιβλίο του Μίγγα είναι η συλλογή διηγημάτων Των κεκοιμημένων, που αφορά όμως την περασμένη δεκαετία, ωστόσο κρίνω θετική και ουσιαστική την πρόσφατη πεζογραφική του συγκομιδή. Στο Σπάνια χιονίζει στα νησιά μπορούμε να μιλήσουμε για μια απόπειρα ποιητικής και αφηγηματικής σύνθεσης σε μυθιστόρημα με πολλά λογοτεχνικά προσωπεία, ενώ το Στα ψέματα παίζαμε… –τίτλος παρμένος από ποίημα του Αναγνωστάκη–, με αφορμή το ποδόσφαιρο έχουμε έναν συγκερασμό των βιωμάτων των ποδοσφαιρόφιλων ηρώων με τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα της περιόδου 1970-2002, τριάντα δύο χρόνια που αντιστοιχούν σε οχτώ ποδοσφαιρικά μουντιάλ. Τέλος, στο Τηλέμαχου Οδύσσεια έχουμε τη μυθιστορηματική εξιστόρηση γεγονότων ζωής ενός αλαφροΐσκιωτου ήρωα, δοσμένη με χιούμορ, αυτοσαρκασμό και απρόσμενες ανατροπές. Νομίζω πως απ’ όλα ξεχωρίζει το Της Σαλονίκης μοναχά…, που μορφολογικά και θεματικά προσεγγίζει περισσότερο με το Των κεκοιμημένων – οι αδικαίωτοι έρωτες, οι μοναχικές διαδρομές στην υγρή πόλη, ιδίως τη νύχτα, κι αυτό το συνεχές πήγαινε-έλα από την ονειρική κατάσταση στον ρεαλισμό και στο παρόν, που όσο συχνά κι αν επαναλαμβάνεται στα περισσότερα διηγήματα, πείθει εντούτοις, αφού η κατάληξή τους φαντάζει αναμενόμενη και φυσιολογική.

Ο Τάσος Καλούτσας (1948) είναι ολιγογράφος εκ πεποιθήσεως. Ενώ την περασμένη δεκαετία τύπωνε συχνότερα συλλογές διηγημάτων, στην εν λόγω δεκαετία εμφανίστηκε στην ανατολή και στη δύση της. Τύπωσε, με διαφορά δέκα ολόκληρων χρόνων, δύο βιβλία, Το τραγούδι των σειρήνων (Νεφέλη, 2000), που απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος (2001) και το Βραβείο Διηγήματος του Περιοδικού "Διαβάζω" (2001), και το Η ωραιότερη μέρα της (Μεταίχμιο, 2010). Στο Το τραγούδι των σειρήνων έχουμε χαμηλόφωνα διηγήματα, σε ήπια, παραδοσιακή αφήγηση όπου ψυχογραφούνται χαρακτήρες και καταδεικνύονται προβλήματα και συγκρούσεις στην οικογένεια και στην κοινωνία εν γένει. Καλογραμμένα και φαινομενικά μόνο απλά διηγήματα που εξιστορούν κάτι καθημερινό και συνηθισμένο, στον πυρήνα τους όμως πολυσύνθετα και πολυπρισματικά, γι’ αυτό και από την κριτική θεωρήθηκαν ως η κορυφαία πεζογραφική στιγμή του Καλούτσα.  Στο ίδιο περίπου μήκος κύματος κινούνται και οι ιστορίες του Η ωραιότερη μέρα της, όπου, όμως, εκτός από δύο ή τρία διηγήματα (κορυφαίο σίγουρα το πρώτο, που χάρισε τον τίτλο του στη συλλογή) τα υπόλοιπα στερούνται της συγκινησιακής εκείνης φόρτισης που είχε η προηγούμενη δουλειά του, ίσως γιατί πολλά από τα διηγήματα αυτά γράφτηκαν για να συμμετάσχει ο συγγραφέας σε διάφορα αφιερώματα με συγκεκριμένη θεματική ενότητα.

Με τρία μυθιστορήματα στο ενεργητικό της χάραξε τη δεκαετία που μας πέρασε η Σοφία Νικολαῒδου (1968), που τα πρώτα της βιβλία περιείχαν κείμενα της μιας παλάμης (ή και κάπως μεγαλύτερα). Τύπωσε τα εξής βιβλία: Πλανήτης Πρέσπα (Κέδρος, 2002), Ο μωβ μαέστρος (Κέδρος, 2006) και Απόψε δεν έχουμε φίλους (Μεταίχμιο, 2010). Στο Πλανήτης Πρέσπα ένα βακτήριο, η Serratia Rubinea, αφηγείται την ιστορία, που έχει ως αφορμή και οδηγό τις ανασκαφές του καθηγητή Μουτσόπουλου στις Πρέσπες. Οι νεολογισμοί, το κυνήγι της ιδιότροπης λέξης και καταστάσεις μεταξύ πραγματικού και φανταστικού –στοιχεία που αχνοφαίνονται και στα πρώτα βιβλία της Ν., που, προσωπικά, μου αρέσουν περισσότερο– είναι ενσωματωμένα σ’ αυτό της το βιβλίο, που ωστόσο εισέπραξε αμφιλεγόμενες κριτικές. Στο Ο μωβ μαέστρος η Ν. με την ιδιαίτερη ματιά και γραφή της θίγει και σαρκάζει τον θεσμό της οικογένειας σε μια πιο ισορροπημένη αφήγηση. «Ένα βιβλίο για τη ζόρικη ενηλικίωση των παιδιών και την ατελείωτη εφηβεία των γονιών τους», διαβάζουμε μεταξύ άλλων και στο οπισθόφυλλό του. Το Απόψε δεν έχουμε φίλους, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, αναφέρεται στη γερμανική κατοχή. Εβραίοι, δωσίλογοι, μαυραγορίτες και παλιές πανεπιστημιακές αμαρτίες δίνουν την αφορμή στη Ν. –κάνοντας και τη σχετική έρευνα– να θέσει το δάχτυλο στον τύπο των ήλων, δίνοντας πειστικές ερμηνείες και αδιάσειστες αποδείξεις για τη σημερινή χαώδη και προβληματική κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας και των πανεπιστημίων μας. Η Ν. μεταμορφώνεται υφολογικά και θεματικά από βιβλίο σε βιβλίο, κι αυτό το κρίνω υγιές και δημιουργικό για την εξέλιξή της, υπό την έννοια ότι δεν επαναπαύεται στα λογοτεχνικά της κεκτημένα. Μια παρατήρηση μόνο με αφορμή το τελευταίο βιβλίο της. Η Ν. όπως και μια πλειάδα άλλων ομοτέχνων της (Φάις, Δαβέττας, Γαλανάκη κ. ά) αναπλάθει και ζωντανεύει μια εποχή βασιζόμενη σε έρευνες αρχείων προσωπικών περιπτώσεων και δεν την παρουσιάζει με άμεσο, βιωματικό τρόπο όπως έκαναν κάποιοι πεζογράφοι της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (Ιωάννου, Καζαντζής, Κοκάντζης κ. α). Αυτό βέβαια ούτε ακυρώνει ούτε αναιρεί την όλη της προσπάθεια.

Ένα μόλις μυθιστόρημα κατέθεσε τη δεκαετία που μας πέρασε ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Ηλίας Κουτσούκος (1950). Πρόκειται για το Φάτε μόνοι (Κέδρος, 2006), που διακρίνεται για τη ρωμαλέα και σφιχτή δομή του. Ένα καλογραμμένο και δουλεμένο, μικρής έκτασης, βιωματικό έως αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, στο οποίο σκιαγραφείται επιτυχώς η ζόρικη εφηβεία ενός νέου, από τα 14 έως τα 17 του χρόνια, σε μια δύσκολη και σκληρή για την πατρίδα μας εποχή. Θίγονται θέματα όπως ο ανεκπλήρωτος έρωτας, η κοινωνική υποκρισία, το τραύμα του εμφυλίου, η αδικία, η κοινωνική και οικονομική ανισότητα, η ύπουλη και γραφική υποκρισία της εκκλησιαστικής διακονίας σε αστέγους κατά τη δεκαετία του ’60. Εντούτοις κάποιες ενέργειες, αντιδράσεις και σκέψεις του βασικού ήρωα κρίνονται υπερβολικές και υπέρμετρα ώριμες για την ηλικία του.

Ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας Ισίδωρος Ζουργός (1964), στη δεκαετία που μας πέρασε, είδε δυο βιβλία του να γίνονται μπεστ σέλερς (Στη σκιά της πεταλούδας, Πατάκης 2005 και Η αηδονόπιτα, Πατάκης, 2008), ενώ τύπωσε ή ανατύπωσε και τα παρακάτω βιβλία: Αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού, Πατάκης, 2000 (ανατύπωση 2007), Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού, Πατάκης, 2002 και Φράουστ, Πατάκης, 1995, (ανατύπωση, 2010). Στο Στη σκιά της πεταλούδας, έχουμε την προσπάθεια σύνθεσης ενός ιστορικού μυθιστορήματος του ευρύτερου βορειοελλαδικού χώρου μέσα από την ερωτική σχέση ενός νέου και μιας κοπέλας που συμπτωματικά μένουν μαζί τρεις μέρες μέσα σ’ ένα χαλασμένο ασανσέρ. Ο συγγραφέας αναδεικνύει μια άλλη ιστορία, εκείνη των καθημερινών, αποτυχημένων ανθρώπων που σαρώθηκαν στο διάβα του χρόνου. Στο Η αηδονόπιτα, έχουμε τον  Αγώνα του 1821 μέσα από το βλέμμα ενός νεαρού και έτοιμου για όλα Αμερικανού (παραπέμπει στον γνωστό φιλέλληνα Αμερικανό γιατρό), ο οποίος ταυτίζεται με τον ξεσηκωμό των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων. Ωστόσο τα βιβλία, αν και ευπώλητα, έχουν σοβαρά προβλήματα δομής και οικονομίας λόγου. Προσπερνώντας τις δύο ανατυπώσεις του που αφορούν την προηγούμενη δεκαετία, θα σταθώ μόνο στο Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού, το βιβλίο του Ζουργού που εκτιμώ περισσότερο. Μια παρέα παιδιών στην προεφηβεία τους περιγράφουν μέσα από τη δική τους οπτική τα γεγονότα του 1974. Ένα πολύ ιδιαίτερο καλοκαίρι. Χούντα, εισβολή στην Κύπρο, επιστράτευση, σφίξιμο ψυχής, αλλά και σκανταλιές, ομορφιά, συγκίνηση, αθωότητα. Η παιδική και προεφηβική ηλικία μας, ένα ολόκληρο σύμπαν.

Τρία μυθιστορήματα και για τη Σωτηρία Σταυρακοπούλου (1957), με τα οποία καταξιώθηκε σε σημαντική πεζογράφο της πόλης μας. Η συγγραφέας, που είναι επίκουρος καθηγήτρια του Νεοελληνικού τμήματος του ΑΠΘ, κυκλοφόρησε τα βιβλία: Οι δεξιώσεις (2001), Η μεθυσμένη γυναίκα (2005) και Σπάνιες αλήθειες (2008), όλα τους τυπωμένα από τις εκδόσεις της Εστίας. Κεντρικός ήρωας των Δεξιώσεων ο Δήμος Περπατάρης, ένας άνεργος σαραντάρης που υποδύεται τον δημοσιογράφο για να μπαίνει σε δεξιώσεις, συνέδρια, εκθέσεις ζωγραφικής και λοιπά εγκαίνια, με αντικειμενικό σκοπό την επίλυση του επισιτιστικού του προβλήματος την εποχή που η Θεσσαλονίκη είχε ανακηρυχτεί πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης. Ο Περπατάρης αντιπροσωπεύει τον τύπο του νεοέλληνα που η ανεργία τον εξωθεί στο κοινωνικό περιθώριο, την ανέχεια και την εξαθλίωση, αφού από πουθενά δεν μπορεί να βρει δουλειά (απευθύνεται σε συγγενείς, σε πολιτικούς, στην εκκλησία, κ.ά.) για να καταλήξει, νέος αυτός, να σιτίζεται μαζί με άλλους αναξιοπαθούντες σε γηροκομείο. Μπορούμε να θεωρήσουμε το μυθιστόρημα αυτό προδρομικό της οικονομικής πραγματικότητας που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας δέκα χρόνια μετά. Στο Η μεθυσμένη γυναίκα θίγεται το ζήτημα των μεταναστών στην Ελλάδα μέσα από έναν ιδιαίτερο τρόπο, όπου μέσα από τον χειμαρρώδη και αντιφατικό μονόλογο ενός άνδρα διαφαίνεται πώς το θύμα της συμβίωσής του είναι ο ίδιος, που περιθωριοποιείται, και όχι η Αλβανίδα γυναίκα του. Η μυθιστορηματική τριλογία της Σταυρακοπούλου (μάλλον πρόκειται για τετραλογία, αφού η Σ. έχει δώσει προς έκδοση ένα νέο μυθιστόρημα, με τίτλο Αχ, Ελλάδα σ’ αγαπώ) ολοκληρώνεται με τις Σπάνιες αλήθειες, όπου, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τι συμβαίνει στο πανεπιστήμιο, βάζει το νυστέρι βαθιά στο κόκαλο, και, δίχως ο λόγος της να γίνεται στείρος ή καταγγελτικός, σκύβει στην αιμορραγούσα πληγή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης καυτηριάζοντας τα κακώς κείμενα. Η Σταυρακοπούλου έως σήμερα καταπιάνεται με ευαίσθητα κοινωνικά ζητήματα (πολιτιστικά δρώμενα, μετανάστες, πανεπιστημιακή κοινότητα), σαν έμπειρη πυροτεχνουργός που απενεργοποιεί εκρηκτικό μηχανισμό. Κι αυτό σημαίνει –το λιγότερο– ότι το λέει η καρδιά της.

Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη, καθηγήτρια φιλοσοφίας του ΑΠΘ, τύπωσε στη δεκαετία που μας αφορά τρία βιβλία, εκ των οποίων το ένα, το Ανδρόγυς –ιδεολογικό ρομάντζο το χαρακτηρίζει– ανατυπώθηκε από τους Σύγχρονους Ορίζοντες (2007), αφού πρωτοκυκλοφόρησε το 1984 από τον Κέδρο. Θα σταθώ στα βιβλία της Γυναίκες ή σκοτεινή ύλη (Κέδρος, 2004) και Μια δική σου ζωή (Μελάνι, 2008). Αναφορικά με τον τίτλο του πρώτου μυθιστορήματός της, οι αστροφυσικοί δέχονται πως το σύμπαν μας αποτελείται 21% από “Σκοτεινή Υλη”. Δεν μπορούν να προσδιορίσουν τι είναι η “Σκοτεινή Υλη”, αλλά ξέρουν ότι είναι αόρατη, βρίσκεται εδώ και δεν ξέρουν το πώς επηρεάζει τον “Αληθινό μας Κόσμο”. Ο εν λόγω παραλληλισμός αφορά την κεντρική ηρωίδα του στόρι, τη Δωροθέα, η οποία, βγαίνοντας από ένα διαζύγιο, προσπαθεί, παρακινούμενη από έναν καθηγητή ισπανικών, να ζήσει ιπποτικά. Οι αλληλοσυγκρουόμενοι πόθοι τους και οι συμβάσεις της ζωής λειτουργούν ως σκοτεινή ύλη στη σχέση τους. Φεμινιστικό μυθιστόρημα, γραμμένο με ακαδημαϊκή ματιά, απόρροια της επαγγελματικής ιδιότητας της συγγραφέως. Στο Μια δική σου ζωή, που είναι συλλογή διηγημάτων, τη Δεληγιώργη την απασχολούν και γυναικεία και καθημερινά θέματα. Μέσα από το διήγημά της «Ένα δικό σου αυτοκίνητο», συνομιλεί κατ’ ουσίαν με τη Βιρτζίνια Γουλφ (κατ΄ αντιστοιχία με το Ένα δικό σου δωμάτιο, ωστόσο διακρίνει ο αναγνώστης ένα χάσμα γενεών και απόψεων ανάμεσά τους), ενώ το στοχαστικό της ύφος, η εγκεφαλικότητα της γραφής της και η υπονόμευση της ρεαλιστικής αφήγησης στην οποία συστηματικά καταφεύγει, έχουν ως αποτέλεσμα κείμενα απαιτητικά, ιδιαίτερα και όχι πάντα ευκολοδιάβαστα, δίχως, όμως, αυτό να σημαίνει ότι στερούνται ποιότητας και αισθητικής αντίληψης.

Πολύπλευρη και πολυσχιδής προσωπικότητα ο Δημήτρης Δημητριάδης (1944), μετρά, μαζί με τις ανατυπώσεις, πάνω από εξήντα τίτλους βιβλίων, αρχής γενομένης από το 1976. Το πιο γνωστό, προβεβλημένο και συζητημένο βιβλίο του, το ανατυπωμένο Πεθαίνω σαν χώρα (Άγρα, 2003, και Σαιξπηρικόν, 2010 – πρωτοκυκλοφόρησε το 1979), είναι μια χειμαρρώδης, ολιγοσέλιδη εξομολόγηση όπου ο αφανισμός μιας στείρας, παρανοϊκής, εν τέλει αφόρητης χώρας, τόσο σε φυσικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο, αντικατοπτρίζεται και επεκτείνεται στον τομέα των αξιών, του πολιτισμού και της γραφής. Ωστόσο οι λέξεις οι ίδιες αμύνονται σθεναρά σ’ αυτήν την κατολίσθηση, και όσο κι αν ο αφανισμός φαντάζει ολοκληρωτικός, ίσως είναι οι μόνες που αφήνουν μια χαραγματιά ελπίδας, ένα αδιόρατο φως στο βάθος του τούνελ. «Η αθανασία είναι οι λέξεις. Η βασιλεία των ουρανών είναι μια ψυχή ομιλούσα αχαλίνωτα» (σ. 24.) Βιβλίο σκληρό και προφητικό, βαθιάς συνειδητοποίησης του κόσμου και των πραγμάτων, δίχως παραμυθίες και υποσχέσεις για θαύματα, επίκαιρο όσο ποτέ, λόγω της κρίσης σε όλα τα επίπεδα που περνάμε, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Άλλα πεζογραφικά βιβλία του Δ. της δεκαετίας που μελετάμε, Λήθη και άλλοι τέσσερις μονόλογοι (Άγρα, 2000), Η ανθρωπωδία (1 και 7, Καστανιώτης, 2002) –ένας άνθρωπος επιδιώκει να υλοποιήσει μιαν επιθυμία του, μια μυθοπλαστική και βιοπλαστική αφήγηση αυτής της κοινής αλλά και προσωπικής του προσδοκίας· Κρατικό Βραβείο μυθιστορήματος 2003–, Η μεταφορά (Άγρα, 2007) –αφήγημα που διαπραγματεύεται μια μεταφορά, σε κυριολεκτικό και μεταφορικό επίπεδο– και Η εκπνοή (Σαιξπηρικόν, 2008) – πεζογράφημα στο οποίο ο Δ. είναι προσηλωμένος και προσπαθεί να καταγράψει τη στιγμή του θανάτου· μια απόπειρα έκφρασης του ανείπωτου της στιγμής του τέλους αγαπημένων προσώπων, πάντα με προεκτάσεις στο ανείπωτο του λόγου και της γραφής. Ο Δημητριάδης γράφει πεζογραφία (δύσκολη, ερμητική, πολλές φορές ακατανόητη και κουραστική από αμύητους αναγνώστες), ποίηση, μελέτες, θεατρικά έργα και μεταφράζει ξένους λογοτέχνες. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του τυπώθηκε από τις εκδόσεις Άγρα.

Ο Σάκης Παπαδημητρίου (1940), συνεργάτης του περιοδικού «Διαγώνιος» που άνοιξε νέους δρόμους στα θεσσαλονικιώτικα γράμματα, εκτός από συνθέτης και πιανίστας τζαζ μουσικής είναι και πεζογράφος. Καλλιέργησε τη ρεαλιστική πρόζα, ενώ με εξομολογητική διάθεση χλεύασε στα κείμενά του τον τεχνοκρατικό πολιτισμό που ισοπεδώνει κάθε τι προσωπικό και ατομικό. Στο βιβλίο του Η αναπνοή του αυτοσχεδιαστή (Απόπειρα, 2006) ο αναγνώστης θα συναντήσει διάφορες μορφές λόγου (μικρά πεζά, ημερολογιακές σημειώσεις, σενάρια, μονόπρακτα και άλλου είδους ιστορίες), στα οποία ο Π. θα αντιπροτείνει στη μαζική ομοιομορφία των καιρών μας ως αντιστάθμισμα, τον αυτοσχεδιασμό και την ελεύθερη αναπνοή. Στο Συνειρμοί άνευ διδασκάλου (το ΟΚΤΑΣΕΛΙΔΟ του Μπιλιέτου, 2006) έχουμε μικρά κείμενα, οπτικές και ηχητικές εικόνες, συναρμολογήσεις μνήμης και ασπρόμαυρες τηλεοπτικές σκηνές, λέξεις, μουσικές παρατηρήσεις και σκέψεις, που όλα μαζί συνθέτουν ένα γοητευτικό ψηφιδωτό –συνειρμοί μικροπαραβιάσεων κατά τον συγγραφέα– που εύγλωττα εκφράζουν και αποτυπώνουν το θραυσματικό και ανολοκλήρωτο της ζωής μας. Τέλος, στο Η τελευταία προβολή (Μπιλιέτο, 2007) θα συναντήσουμε πέντε διηγήματα παλιάς κοπής, όπως τα χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, τρία εκ των οποίων δημοσιεύτηκαν παλιότερα στο περιοδικό «Διαγώνιος». Κείμενα εξομολογητικά, που, παρότι γράφτηκαν πριν από σαράντα και πλέον χρόνια, διατηρούν μια φρεσκάδα και διαβάζονται σαν σημερινές ιστορίες.

Ο Αλέξανδρος Κοσματόπουλος (1947) για τον οποίον ο συγγραφέας και κριτικός Περικλής Σφυρίδης εύστοχα παρατήρησε πως «συνεχίζει τον εσωτερικό μονόλογο, αντλεί τα θέματά του από τη θρησκευτική και λαϊκή μας παράδοση και πρέπει να θεωρηθεί σαν ο πιστότερος μαθητής του Πεντζίκη, χωρίς όμως το νεύρο εκείνου» (Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης ’80- ’90, εκδόσεις τα τραμάκια, σελ. 33-34), τύπωσε (και ανατύπωσε) μεταξύ των άλλων και δύο αμιγώς πεζογραφικά βιβλία. Πρόκειται για τα μυθιστορήματα: Ο αγρός του αίματος (Κέδρος, 2003) και Τα δύο φορέματα (1982 α΄ έκδοση, επανέκδοση 1990 Κέδρος, και 2008 εκδ. Μυγδονία). Το απόσταγμα του πρώτου βιβλίου εμπεριέχεται στη διαπίστωση πως η βία δεν προέρχεται απ’ τον Θεό, αλλά αποκλειστικά και μόνο απ’ τους ανθρώπους, και ότι εντός των ορίων της ιστορίας δεν υπάρχει παρά ο φόνος και ο θάνατος. Για Τα δύο φορέματα ο ίδιος ο Κ. σημειώνει: «…Ανέτρεξα στα μνημεία της πόλης και στα γεωγραφικά, ιστορικά, λαογραφικά και άλλα δεδομένα της, στους θρύλους και τα παραμύθια [της Καστοριάς], ώστε αναμοχλεύοντας το παρελθόν και τις καταθέσεις εκείνων που πέρασαν, να στερεώσω το παρόν που χανόταν μέσα από τα δάχτυλά μου.»

Ο φιλόλογος, μεταφραστής, μελετητής και πεζογράφος Θωμάς Κοροβίνης (1953) κυκλοφόρησε τρία αμιγώς πεζογραφικά βιβλία. Το αφήγημα Το χτικιό της Άνω Τούμπας (Ιανός, 2003) (ένα αναπάντεχο γεγονός ξυπνά στον συγγραφέα αναμνήσεις από τη στρατιωτική του θητεία), το Όμορφη νύχτα (Άγρα, 2008) (ένα αφήγημα 405 σελίδων που κινείται ανάμεσα σε χρονογραφία και μυθιστόρημα · κοινός τόπος αναφοράς των αφηγήσεων η «Όμορφη Νύχτα», το ιστορικό ρεμπετάδικο της Θεσσαλονίκης, που μεγαλούργησε τη δεκαετία του 1980 και που τώρα είναι πια... κομπιουτεράδικο) και, πρόσφατα, το μυθιστόρημα Ο γύρος του θανάτου (Άγρα, 2010) (η ζωή και ο θάνατος του «δράκου του Σέιχ Σου» –έτσι χαρακτηρίστηκε και καταδικάστηκε ο Αριστείδης Παγκρατίδης–, με φόντο τη μετεμφυλιακή Θεσσαλονίκη). Σε όλα του τα πεζογραφικά βιβλία ο Κ. γράφει για να περισώσει τα απομεινάρια ενός γνήσιου, ειλικρινούς και ντόμπρου σαλονικιώτικου περιθώριου, μέσα από νυχτερινά μαγαζιά, γειτονιές και ανθρώπινους χαρακτήρες, που πια έχει χαθεί αμετάκλητα.

Πιστός στη γραμμή της αστυνομικής λογοτεχνίας (τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια) που τον καθιέρωσε ως ένα από τους αντιπροσωπευτικούς εν Ελλάδι εκπρόσωπους της, ο Αργύρης Παυλιώτης τύπωσε πέντε συνολικά βιβλία, τέσσερα μυθιστορήματα και μία συλλογή διηγημάτων. Με χρονολογική σειρά: Ολέθριος δεσμός (μυθιστόρημα, Νησίδες, 2001) (στο θέατρο Άνετον ένας παλαίμαχος ηθοποιός σκοτώνει με πιστόλι μια νεαρή πρωταγωνίστρια), Ο φόνος θέλει τέχνη (διηγήματα, Νησίδες, 2002) (ο ποινικολόγος Ανδρέας Αναγνώστου μέσα σε δώδεκα ιστορίες εξιχνιάζει δύσκολα εγκλήματα με εφόδια τη λογική, τη δυνατότητα μαθηματικής προσέγγισης των προβλημάτων, τη γόνιμη φαντασία του αλλά και το πάθος του για το δίκιο και την αλήθεια), Το δίχτυ (μυθιστόρημα, Νησίδες, 2003) (Το φρικτό μυστικό που κρύβουν οι εννέα επιβάτες της θαλαμηγού Ειμαρμένη), Το επικηρυγμένο πρόβλημα (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2006) (Οι διωκτικές αρχές, μια τρομακτική οργάνωση, ένας φυγάνθρωπος καθηγητής μαθηματικών κι ένας ποινικολόγος-ντετέκτιβ στροβιλίζονται στη δίνη ενός καταραμένου αινίγματος) και Παράξενοι ανελκυστήρες (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2008) (η δαιδαλώδης πορεία του Ανδρέα Αναγνώστου για να ανακαλύψει ποιος κρύβεται πίσω από τη δολοφονία του ανιψιού του – το πιο αδύνατο, άνισο και ελάχιστα πειστικό βιβλίο του συγγραφέα, κατ’ αντιστοιχία με προηγούμενες δουλειές του)

Η φιλόλογος Δήμητρα Μήττα (1959), εκτός από θεατρικά, βιβλία τέχνης, βιβλία για μύθους και παιδική και εφηβική λογοτεχνία, κατέθεσε και δύο πεζογραφικά βιβλία. Το πεζογράφημα Μυθιστορίες του εφήμερου (Γαβριηλίδης, 2004), μια άκρως ενδιαφέρουσα συλλογή μικρών κειμένων (δύσκολο να καταταχτούν σε συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος), μικρό δείγμα περιπλάνησής της στον χρόνο. Με το βιβλίο αυτό η Μ. μεταπηδά από την τριτοπρόσωπη αφήγηση παλιότερων βιβλίων της στην πρωτοπρόσωπη, εξομολογητική αφήγηση, σκάβοντας βαθύτερα στον εσωτερικό της κόσμο. Τέλος η πρώτη απόπειρα συγγραφής μυθιστορήματος (Θυμάσαι τα όνειρά σου; University Studio Press, 2007) από τη Μ. διακρίνεται για την ευαισθησία της, τη ρέουσα γλώσσα, την ιδιαίτερη ματιά της κι αυτό το συνεχές πήγαινε-έλα από την ονειρική κατάσταση στην πραγματικότητα που την χαρακτηρίζει.

Τον πρόσεξα την περασμένη δεκαετία από ένα δυνατό του βιβλίο που μου προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση. Ο λόγος για τον Γιάννη Παλαμιώτη (1956) και τη Μητροκτονία του (Μπιλιέτο, 1996). Στην παρούσα δεκαετία ανατύπωσε δύο συνολικά βιβλία. Το Από το πάρκο στο κενό (Πολύχρωμος Πλανήτης, 2008), μια ανατύπωση του παλιού του βιβλίου Το πάρκο, που πρωτοκυκλοφόρησε πριν από 27 χρόνια (Βαρδάρης, τραβεστί, καταγώγια, τσοντάδικα, ψωνιστήρια, σαλονικιώτικο περιθώριο, μέσα από ρεαλιστική, τολμηρή αφήγηση που σε πολλά σημεία της θυμίζει Ταχτσή), και το μυθιστόρημα Οι φίλοι ή παραχάραξη ηθικής (Πολύχρωμος Πλανήτης, 2010 –πρωτοκυκλοφόρησε το 1984 από τις εκδόσεις Εξάντας)– προσωπικές αναζητήσεις τεσσάρων νέων ανθρώπων στην κρίσιμη για την Ελλάδα περίοδο προ και επί χούντας, μέχρι τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια. Πιστεύω πως ο Παλαμιώτης είναι ιδιαίτερη περίπτωση δημιουργού και η αβασάνιστη ταξινόμησή του από τους ειδικούς στην γκέι λογοτεχνία αδικεί το ταλέντο του.

Μια έκδοση και μια επανέκδοση στην δεκαετία που μας πέρασε για τον συγγραφέα και μεταφραστή Ζήση Σαρίκα (1953). Πρόκειται για τη συλλογή μικρών πεζών με τον εύστοχο τίτλο Ψίχουλα (Πανοπτικόν, 2008) –είχαν πρωτοτυπωθεί στις Νησίδες το 1998– και το Μακριά απ’ τον κόσμο και άλλα κείμενα (Πανοπτικόν, 2008). Τα Ψίχουλα είναι μικρά κείμενα, από μία μόλις σειρά μέχρι μισή ή μία το πολύ παλάμη, γυμνά, ευθύβολα, αφτιασίδωτα και δραστικά. Προσωπικά κι εξομολογητικά στο σύνολό τους δεν αποφεύγουν μια νότα διδακτισμού και ηθικολογίας, στοιχεία που παραπέμπουν ευθέως στον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Για το βιβλίο Μακριά απ’ τον κόσμο, ο κριτικός Δημήτρης Κόκορης σχολίασε: «Κείμενα μικρής φόρμας, με πεζογραφική δομή και ποιητική φόρτιση, ακολουθούν ένα σχέδιο λογικής επαγωγής, εγκιβωτίζοντας όμως συναισθηματικές κορυφώσεις.» (εφημ. Η Αυγή, 15/8/2009). Και τα δύο βιβλία του Σαρίκα μοιάζουν μεταξύ τους ως προς τη δομή και την αισθητική που εκφράζουν, ενώ τα κείμενα διαπερνά η φιλοσοφική διάθεση του συγγραφέα.

Ένα μόλις βιβλίο η κατάθεση του γνωστού σαλονικιού ζωγράφου Ντίνου Παπασπύρου (1938). Πρόκειται για τη συλλογή μικρών πεζών Ο λάκκος-διαδρομές και στάσεις (Ιανός, 2000). Δεκαπέντε σύντομες ιστορίες που ξεχειλίζουν από αναπόληση και νοσταλγία για μια εποχή που χάθηκε, για τα ανέμελα παιδικά χρόνια (μόνιμο σχεδόν θεματικό μοτίβο της πεζογραφίας του Π.) συγκεκριμένης γειτονιάς της Θεσσαλονίκης, τον λάκκο Στρατηγείου, τη σημερινή οδό Καυταντζόγλου.

Ο Πέτρος Μαρτινίδης (1946), που κινείται κι αυτός στον δρόμο της αστυνομικής λογοτεχνίας όπως ο Παυλιώτης, αποχαιρέτισε τη δεκαετία με πέντε αστυνομικά μυθιστορήματα: Παιχνίδια μνήμης (2001), Δεύτερη φορά νεκρός (2002) (επιστολικό και μαζί αστυνομικό μυθιστόρημα στο οποίο, για πρώτη φορά, η ίδια η συγγραφή γίνεται μέρος της πλοκής), Μοιραίοι αντικατοπτρισμοί (2003) (δυο ανεξήγητοι θάνατοι στους Δελφούς, στη διάρκεια ενός θεατρολογικού συμποσίου, ενώ ένας γιος λύνει παλιούς λογαριασμούς με τον πατέρα που τον είχε εγκαταλείψει προ εικοσαετίας), Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία (2005) (μάλλον το πιο ενδιαφέρον βιβλίο του) και Ο Θεός φυλάει τους άθεους (2006), όλα τους τυπωμένα από τις εκδόσεις Νεφέλη. Ο Μ. στα βιβλία του χαρτογραφεί την περίκλειστη Θεσσαλονίκη, ακολουθεί την επικαιρότητα και γράφει με χιούμορ παρωδώντας χαρακτήρες και καταστάσεις. Τα στοιχεία αυτά κάνουν την γραφή του πρωτότυπη και ενδιαφέρουσα, περισσότερο από την αστυνομική πλοκή αυτή καθ’ εαυτή των βιβλίων του και την ατμόσφαιρα μυστηρίου που, συχνά με επιτηδευμένο τρόπο, επιχειρεί να δημιουργήσει.

Τέλος, από τα βιβλία που εξιστορούν ιστορικά γεγονότα μέσα από προσωπικές ιστορίες και μαρτυρίες (εξαιρουμένων των μυθοπλασιών του Ζουργού), ξεχώρισα τη Σοφία Δαγκλή-Παναγιωτίδου για το μυθιστόρημά της Οι στρατιώτες του νερού (Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2010), το οποίο μας ταξιδεύει στα Βαλκάνια του 1903 και στον ευρύτερο χώρο της Μακεδονίας μέσα από τη ζωή και τις δραστηριότητες ενός δίγαμου καστοριανού γουνέμπορα, του Θόδωρου Κουμανούδη. Το βιβλίο, παρότι αρκετές σελίδες του θυμίζουν ιστορικό εγχειρίδιο με την παράθεση λεπτομερέστατων ιστορικών στοιχείων αναφορικά με τον Μακεδονικό Αγώνα, έχει αρετές, αντικειμενική προσέγγιση των γεγονότων, ψυχολογικό υπόβαθρο και γράφτηκε με πολλή αγάπη και πάθος για τη Μακεδονία.

 

 

πεζογράφοι-ποιητές

 

Ο σημαντικός Θεσσαλονικιός ποιητής, κριτικός, δοκιμιογράφος και μελετητής Ντίνος Χριστιανόπουλος (1931) κατέθεσε ένα βιβλίο και τρεις ανατυπώσεις πεζογραφικών βιβλίων. Ενώ θα συμφωνήσω με διαπιστώσεις κριτικών πως το πεζογραφικό έργο του Χ. είναι υποδεέστερο του ποιητικού του, δεν μπορώ πάντως να μην τονίσω την αναμφισβήτητη αξία του και την αφηγηματική του αρτιότητα. Διαβάζοντας διηγήματα του Χ. έχεις την εντύπωση πως από το κείμενο δεν λείπει ούτε μία λέξη, δεν υπάρχει τίποτα το περιττό, κάτι που προφανώς οφείλεται στην πολύχρονη ενασχόλησή του με την ποίηση. Το καινούριο του βιβλίο στην εν λόγω δεκαετία είναι το Εγώ, φαντάρος στο χακί – αναμνήσεις από τη στρατιωτική μου θητεία (Μπιλιέτο, 2003). Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό κείμενο όπου ο Χ. εξιστορώντας τη στρατιωτική του θητεία από την πρώτη μέρα μέχρι την απόλυσή του, εξαντλεί την αφηγηματική του δεινότητα.  Ωστόσο ο Π. Σφυρίδης διακρίνει στο κείμενο έλλειψη δραματικότητας «τόσο των συνθηκών στράτευσης όσο και της ίδιας της εποχής» (Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ ΤΟΥ Ν.Χ., INFOPRINT, 2005, σελ. 24), ενώ ο Δ. Στεργιούλας λέει πως [ο Χ.] «αποφεύγει να αναφερθεί σε ό,τι δεν είδε, και είναι φανερό ότι δεν επιδιώκει να δημιουργήσει ένα κείμενο με πολιτικές προεκτάσεις αλλά ένα καθαρά λογοτεχνικό κείμενο» (Εντευκτήριο, τχ. 64, 2004). Οι ανατυπώσεις αφορούν τα βιβλία Η κάτω βόλτα (διηγήματα, Ιανός, 2004) (κείμενα γυμνά, εξομολογητικά, αυτοβιογραφικά, με κυρίαρχο θέμα τον ματαιωμένο έρωτα, περιστατικά από τη στρατιωτική θητεία του αφηγητή ή τις σχέσεις τριβής που υπάρχουν ανάμεσα σε πνευματικούς δημιουργούς), Οι ρεμπέτες του ντουνιά (μικρά πεζά, Ιανός, 2004) (δεκαπέντε μικρές αφηγηματικές πρόζες με κοινή συνισταμένη τη ρεμπέτικη ζωή, άλλοτε μέσα από την παρουσίαση άλλων προσώπων άλλοτε μέσα από προσωπικά βιώματα) και Τέσσερα παραμύθια, σπουδές λαϊκού λόγου (Μπιλιέτο, 2001).

Τρία από τα πέντε πεζογραφικά βιβλία της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου (1930) κυκλοφόρησαν την προηγούμενη δεκαετία. Πρόκειται για τις συλλογές διηγημάτων Η παραίτηση (Κέδρος, 2002), Οι μικρές χαρές (Μεταίχμιο, 2005) και Η Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι (Γαβριηλίδης, 2010). Έχω επισημάνει πρόσφατα σε μια βιβλιοκρισία μου πως «… αν στην Παραίτηση  [η Α.] βρίσκει τη δύναμη και τον μοχλό ύπαρξης και μη παραίτησής της από τη ζωή και τις δυσκολίες της, αν στις Μικρές χαρές λάμπει η αναγεννητική και σωτήρια δύναμη του ελάχιστου, κάνοντάς την να νιώθει κάθε μέρα και κάθε στιγμή της ζωής της σαν μια εξ άνωθεν ευλογία, στο Η Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι αναλύει, συνειδητοποιεί βαθιά, αποδέχεται με σοφία, γνώση και αίσθηση το προσωπικό της (εντέλει πανανθρώπινο) σύμπαν» (Οδός Πανός, τχ. 151, σ. 189) Η Μ.Κ-Α. με μακροπερίοδο λόγο εξομολογείται, νοσταλγεί, παρατηρεί, παρωδεί, αυτοσαρκάζεται. Στα διηγήματά της δεν λείπει το χιούμορ. Μοιράζει ισόποσα το ταλέντο τόσο στον ποιητικό όσο και στον πεζό λόγο. Γράφει δίχως ευκολίες και σκοπιμότητες, με σοφία και αίσθημα.

Ισοδύναμα καλός στην ποίηση και στην πεζογραφία (περίπτωση συναφής με εκείνη της Αγαθοπούλου) και ο Τόλης Νικηφόρου (1938). Αποχαιρέτισε την δεκαετία που μας πέρασε με πέντε πεζογραφικά βιβλία, τέσσερα μυθιστορήματα και μία συλλογή διηγημάτων, που απέσπασε Κρατικό βραβείο διηγήματος το 2009. Ξεκινώ με χρονολογική σειρά την παράθεση των τίτλων: Η γοητεία των δευτερολέπτων (μυθιστόρημα, Νέα Πορεία, 2001) (εδώ η μνήμη του Ν. διατρέχει την περίοδο από τα μέσα της δικτατορίας έως τον καταστρεπτικό σεισμό της Θεσσαλονίκης-το πρώτο του μυθιστόρημα), Το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα (μυθιστόρημα, Νεφέλη, 2005), (μάλλον το καλύτερο από τα πέντε βιβλία-μια απόπειρα ψυχογράφησης ενός τρομοκράτη δοσμένη με χιούμορ και με βαθιά συνείδηση της παραίτησης και του εφησυχασμού που συνοδεύει πάντα κάθε επαναστατική πράξη), Η εξαίσια ηδονή του βιασμού (μυθιστόρημα, Νεφέλη, 2006) (το θέμα που διαπραγματεύεται το βιβλίο, με αφορμή έναν βιασμό υπαλλήλου από τον εργοδότη της, είναι εάν η αυτοδικία στις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η απονομή της δικαιοσύνης δεν ικανοποιεί το περί δικαίου αίσθημα, νομιμοποιείται, ενώ το τέλος της ιστορίας παραμένει ανοιχτό), Ο δρόμος για την Ουρανούπολη (διηγήματα, Νεφέλη, 2008) και Έρημο νησί στην άκρη του κόσμου (μυθιστόρημα, Νεφέλη, 2009). Για το Ο δρόμος για την Ουρανούπολη έχω σημειώσει από παλιά πως περιέχει κείμενα «ευθύβολα, καλογραμμένα, άμεσα, εναργή, βιωματικά. Με το στοιχείο τού χιούμορ να διαπερνά μερικά εξ αυτών, με αυτοσαρκασμό σε κάποια άλλα και μια διάχυτη νοσταλγία που αγγίζει τα όρια της θλίψης –στα περισσότερα– γι’ αυτό που είχαμε κάποτε δικό μας και το χάσαμε». (Πάροδος, τχ. 29). Τέλος στο Έρημο νησί στην άκρη του κόσμου ο Ν. παρά το εξαιρετικό του εύρημα να εγκλωβίσει τους ήρωές του λόγω μποτιλιαρίσματος σε ένα γραφείο του κέντρου της πόλης, παρά τα μηνύματα του σύγχρονου εγκλεισμού και της αποξένωσης που εκπέμπει, νομίζω πως τεχνικά αντιμετώπισε δυσκολίες, κάτι που γίνεται ορατό στον αναγνώστη, αδυνατίζοντας κάπως τη συνολική του προσπάθεια.

Σοβαρή περίπτωση λογοτέχνη ο Πρόδρομος Μάρκογλου (1935), που στα πεζογραφικά βιβλία του εμμένει κυρίως στις τραυματικές εμπειρίες της Κατοχής και του Εμφυλίου, αλλά και στην αγωνία της ένταξης των ηρώων του στη νέα εποχή, όχι πάντα δίχως απώλειες σε ηθικό και συνειδησιακό επίπεδο. Ο αφηγηματικός λόγος του, πυκνός και περιεκτικός, φαίνεται πως έχει διαμορφωθεί από την ποιητική του ιδιότητα (περίπτωση Αγαθοπούλου και, δευτερευόντως, Νικηφόρου). Στη δεκαετία που μας αφορά τύπωσε τα βιβλία: Σταθερή απώλεια (διηγήματα, Νεφέλη, 2001) (η προσπάθεια ερμηνείας των νέων δεδομένων της ζωής σε συνδυασμό με κατοχικές και μετεμφυλιακές μνήμες των ηρώων του με επίκεντρο τη γενέθλια πόλη του Καβάλα), Διέφυγε το μοιραίον (διηγήματα, Νεφέλη, 2003) (Μέσα από επάλληλα διηγήματα ο Μ. ψηλαφεί τα τραύματα δέκα χρόνων πολέμου, θανάτων, αίματος, πείνας και πόνου – Βραβείο Διηγήματος Ακαδημίας Αθηνών 2004), Καταδολίευση (μυθιστόρημα, Κέδρος, 2006) (Μέσα δεκαετίας του ’60, Καβάλα, οικονομικές και πολιτικές ανακατατάξεις, οι ευνοημένοι της ζωής και οι οδεύοντες στο περιθώριο) και Κείμενα μικράς πνοής (Κέδρος, 2009) (μνήμες, σπαράγματα, ποιήματα, μικρά πεζά, μια συνοπτική καταμέτρηση των επιτυχιών και αποτυχιών της γενιάς του · ένα βιβλίο που, κατά τη γνώμη μου, δεν προσθέτει κάτι καινούριο στο έως τώρα έργο του Μ.). Μου άρεσε το σχόλιο του πρόωρα χαμένου Χατζητάτση για την πεζογραφία του Μ. «Οι χαρακτήρες των αφηγήσεών του πλάθονται με μια βιωματική αμεσότητα, χαραγμένη από τους πέτρινους βηματισμούς της ιστορίας» (Νέα, 17-2-07), και το προσυπογράφω.

Ο Μάρκος Μέσκος (1935), κυρίως ποιητής με τέσσερις συνολικά πεζογραφικές καταθέσεις: Μουχαρέμ (διηγήματα, 1999), Παιχνίδια στον παράδεισο (διηγήματα, 1998), Κομμένη γλώσσα (διηγήματα, 1997) –όλα από τη Νεφέλη– και, στη δεκαετία που μας ενδιαφέρει εδώ, ένα μόνο αμιγώς πεζογραφικό βιβλίο, το Νερό καρκάγια (Ίκαρος, 2005). Πρόκειται για συλλογή πεζογραφημάτων– ο τίτλος του σημαίνει κατά λέξη «νερό του μαύρου βράχου». Οι κριτικές το χαρακτήρισαν ως «μαρτυρολόγιο ανωνύμων ανθρώπων με συλλογισμούς καίριους για τη ζωή, που την οδηγούν προστακτικά κάθε φορά οι οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές και πολεμικές συγκρούσεις ανθρώπων που απορρίπτονται κάθε φορά στη σκοτεινή μεριά του φεγγαριού.» (Γ. Χρυσανθόπουλος, blog Δι@πολιτισμός). Πολεμικές συγκρούσεις του Εμφυλίου και ο απόηχός τους στο αμήχανο και άγονο σήμερα, ιστορίες μπολιασμένες με ποιητικότητα, μια θεματολογία συναφή με εκείνη του Μάρκογλου.

Η Κατερίνα Καριζώνη (1955), που ξεκίνησε ως ποιήτρια αλλά όπως φαίνεται την κέρδισε σχεδόν ολοκληρωτικά το μυθιστόρημα, τύπωσε τέσσερα βιβλία πεζογραφίας μέσα σε δέκα χρόνια. Πρόκειται για τα μυθιστορήματα: Βαλς στην ομίχλη (2001), Τσάι με τον Καβάφη (2004), Μεγάλο Αλγέρι (2006) και τη συλλογή διηγημάτων Ο Μονόφθαλμος και άλλες πειρατικές ιστορίες (2009), όλα τους τυπωμένα από τον Καστανιώτη. Τα δύο τελευταία της βιβλία έχουν θεματολογική συνάφεια (Στο Μεγάλο Αλγέρι τόπος η Μάνη την εποχή της πειρατείας και η βεντέτα που ξεσπά ανάμεσα σε δύο οικογένειες, ενώ στο Ο Μονόφθαλμος και άλλες πειρατικές ιστορίες έρχονται στο φως συγκλονιστικές προσωπικότητες της ελληνικής πειρατείας, άγνωστες μέχρι σήμερα στο ευρύ κοινό). Στο Βαλς στην ομίχλη Μακεδονικός αγώνας, Νεότουρκοι, δερβισικά τάγματα, μυστικές υπηρεσίες, αλλά και έρωτες, εγκλήματα, δολοπλοκίες και επιδημίες είναι τα υλικά που συνθέτουν την καθημερινή ζωή στην ομιχλώδη και αινιγματική Θεσσαλονίκη, ενώ στο Τσάι με τον Καβάφη οι ήρωες της Κ. περιπλανιούνται στην Αλεξάνδρεια του μεσοπολέμου, συναντώντας τα περιώνυμα πρόσωπα της παροικίας και ανάμεσά τους τον Καβάφη. Η Κ. με  γραφή παραδοσιακή, στρωτή, με πλοκή που ενίοτε θυμίζει θρίλερ (Τσάι με τον Καβάφη) γλυκοκοιτάζει τις προτιμήσεις της λογοτεχνικής «αγοράς» βιβλίου που κάνει τα μπεστ-σέλερ.

Πολυγραφότατος και ακάματος ο ποιητής, πεζογράφος, δημοσιογράφος, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων Θανάσης Γεωργιάδης (1944), τύπωσε μεταξύ των άλλων και έξι πεζογραφικά βιβλία. Πρόκειται για: Το βιβλίο του Ιωάννη Γαβρά (μυθιστόρημα, 2001), Αλέξανδρος. Ο θείος γνόφος (Αφηγήματα, ανατύπωση, 2001), Οι εννέα ζωές της (μυθιστόρημα, 2002), Τα απόκρυφα της οδού γυναικών (μυθιστόρημα, 2003) (Το Βυζάντιο, γήινο και πνευματικό ταυτόχρονα, ιδωμένο στις πραγματικές του διαστάσεις), Ο Οδυσσέας τώρα (μυθιστόρημα, 2007) (η σύγχρονη πραγματικότητα που μας μαστίζει, με επιτήδειους απατεωνίσκους, υπουργούς, βουλευτές, φίλους και κουμπάρους, σ’ έναν ευρηματικό νεοελληνικό κλαυσίγελο – ένα κείμενο που επικεντρώνεται στην καρναβαλική κατά Μπαχτίν διάσταση μιας ιστορίας) και Λαός ονείρων (μυθιστόρημα, 2010) (η μικροϊστορία της περιοχής της Βέροιας, με εξιστορήσεις και εμφυλιακές ή μετεμφυλιακές αφηγήσεις, γραμμένες με χειμαρρώδη και μεστό λόγο που συνεπαίρνει τον αναγνώστη), όλα τους τυπωμένα από τους Σύγχρονους Ορίζοντες. Ο Γ. γράφει για τον Εμφύλιο, τον έρωτα, την ελληνική πραγματικότητα. Στα πολιτικά του βιβλία δεν διακρίνεται εκ μέρους του σκοπιμότητα και πολιτικός αλληθωρισμός, αλλά ευρεία όραση και πολύπλευρη προσέγγιση των γεγονότων. Εναντιώνεται στον παρατεταμένο εμφύλιο σπαραγμό της ελληνικής κοινωνίας και στα σπέρματα της μισσαλοδοξίας που ακόμα ανθίζουν. Σε όλες τις σελίδες του γοητεύει η πολυμάθειά του, η γνώση της ιστορίας και η γλωσσική του επάρκεια, παρότι κάποιες φορές η αφήγησή του γίνεται δαιδαλώδης και απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και εγρήγορση από τον αναγνώστη.

Πολυτάλαντος και πολυγραφότατος και ο Σάκης Σερέφας (1960) μοιράζεται ανάμεσα στην πεζογραφία (νουβέλες, διηγήματα, αφηγήσεις), την ποίηση, το θέατρο, την ιστορία, τις μελέτες, το παιδικό βιβλίο, τα ημερολόγια, τις μεταφράσεις κυρίως ξένων ποιητών, αλλά και σε άλλους τομείς. Στη δεκαετία που μας αφορά τύπωσε τα παρακάτω αμιγώς πεζογραφικά κείμενα: Οδοντοτεχνίτης νεότατος (Κέδρος, 2001), Αποστολή στη γη (Μεταίχμιο, 2003), Τρία δευτερόλεπτα (Παρατηρητής, 2003), Το μάταιο με θέα (Κέδρος, 2004), Μισό κιλό πλανήτης (Κέδρος, 2004), Θα γίνω ντιζέζ (Μεταίχμιο, 2006), Μαμ (Κέδρος, 2008) και Θα σε πάρει ο δρόμος (Κέδρος, 2009). Στοιχεία που θα συναντήσουμε σε όλα σχεδόν τα έργα του είναι ένα χιούμορ που διαβρώνει και υπονομεύει τα πάντα, η αποδόμηση της παραδοσιακής αφήγησης, η ευφάνταστη γραφή, η προτίμηση ηρώων βγαλμένων από τα κατακάθια της ζωής, η μινιμαλιστική διάθεση, η απρόβλεπτη (συχνά) απόληξη των ιστοριών και μια ροπή σε περίεργες στατιστικές μετρήσεις που σχετίζονται, κυρίως, με τη βιοχημεία και την ανθρώπινη νευροφυσιολογία. Σε όλες τις ιστορίες του Σερέφα το φανταστικό με το πραγματικό είναι αλληλένδετα, πλεγμένα έντεχνα με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο, στοιχείο που διακρίνει τους ευφάνταστους παραμυθάδες όλων των εποχών. Εντούτοις δυσκολεύομαι ακόμη ν’ αντιληφθώ βιβλία ακραίας νεωτερικότητας, όπως το Οδοντοτεχνίτης νεότατος, σε ποιο κοινό απευθύνονται και ποιες αναγνωστικές ανάγκες ικανοποιούν.

Ο Μανόλης Ξεξάκης (1948) τύπωσε (και ανατύπωσε) δύο πεζογραφικά βιβλία. Τη Σονάτα κομπολογιών (διηγήματα και μικρά πεζά, Νεφέλη, 2000) και το Ο θάνατος του ιππικού (αφηγήματα, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2001), που είχε πρωτοκυκλοφορήσει το 1977. Τα κείμενα του πρώτου βιβλίου καλύπτουν ένα χρονικό εύρος είκοσι πέντε χρόνων – κάποια απ’ αυτά γράφτηκαν επί παραγγελία, ενώ άλλα, που γράφτηκαν στην περίοδο της Χούντας, διατηρούν έναν κρυπτικό, σκοτεινό και υπαινικτικό χαρακτήρα. Θέματα που απασχολούν τον Ξ. στα πεζά του κείμενα, οι παραδόσεις της πατρίδας του, οι εμπειρίες του από τον στρατό, ο πατέρας του, ο γάμος, ο έρωτας. Σημαντικότερο πάντως παραμένει το μυθιστόρημά του Πού κούκος πού άνεμος (μια αντιπαράθεση ζωής και προβλημάτων πατέρα και γιου· η διαφορά ανάμεσα σε δυο εποχές και δυο γενιές). Ο Σφυρίδης τον κατατάσσει στους εκπροσώπους της ποιητικής πρόζας λόγω της παράλληλης ιδιότητας του ποιητή που κατέχει.(Παραφυάδες ΙΙ, σελ. 154)

Τρία πεζογραφικά βιβλία για τον Πάνο Θεοδωρίδη (1948) που εκτός από πεζογράφος είναι και ποιητής, δημοσιογράφος και μεταφραστής, ενώ ασχολείται  συστηματικά με την ιστορική και μνημειακή τοπογραφία. Πρόκειται για τα: Επέτειοι Ή τα πράγματα; όπως θα μπορούσαν να ’χουν γίνει: Τα καθημερινά σχόλια στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη, Απρίλιος 1998-Σεπτέμβριος 2000 (Ιστός, 2000), Αναφορά στον άγγελο (επιστολική νουβέλα, Ελληνικά Γράμματα, 2002) (ένας δευτεροκλασάτος ποιητής, ύστερα από τριάντα εφτά χρόνια υπηρεσία, παίρνει σύνταξη από το λειτούργημα και στέλνει τη σχετική αναφορά προς τον άγγελο που τον διόρισε) και Αιγυπτιακή νουβέλα (Μεταίχμιο, 2003) (ο Θ. συχνά σε δεύτερο ενικό πρόσωπο εξετάζει τη σχέση του ανθρώπου με το θείο, τη φύση, την τροφή, τη γνώση και τη γλώσσα, όλα εντός του πλαισίου της αναζήτησης της αθανασίας και της μνήμης και γενικότερα της θεϊκής κατάστασης που ο άνθρωπος αυθαίρετα προϋποθέτει ότι εμπεριέχει αυτά τα δύο). Ο κριτικός Αλέξης Ζήρας διακρίνει στη γραφή του Θ. «οξύ χιούμορ, ανατρεπτική ειρωνεία, δαιμονιώδες παίξιμο με τις πιο ακραίες εκδοχές του φανταστικού» (ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, Πατάκης, 2007, σ. 846)

Τρία βιβλία και για τον Βασίλη Χατζηβασιλείου (1947), που εκτός από πεζογραφία γράφει ποίηση και βιβλία για μικρά παιδιά. Όλα τους μυθιστορήματα. Το Μια Κυριακή που την είπανε Τρίτη (Κέδρος, 2000) (καθημερινές συγκρούσεις, φθόνος, έχθρα, οργή, εκδίκηση· ο καθημερινός μας μικρόκοσμος), Άσχημες… και μόνες (Κέδρος, 2003) (τρεις γυναίκες με χαλασμένη ερωτική ζωή, παγιδευμένες στον γάμο, αναζητούν απεγνωσμένα διέξοδο από τα δεσμά τους) και το Κοιμούνται τα πράγματα, μαμά; (Ψυχογιός, 2007) (ερωτικό θρίλερ με φόντο την τρομοκρατία στην Ελλάδα του σήμερα, που με όπλα του το χιούμορ και το σαρκασμό καταφέρνει να ξεναγήσει τον αναγνώστη στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής). Πιστεύω πως παρά την ποιότητα της γραφής του Χ. και τα τρία του βιβλία είναι υποδεέστερα από το πολύ καλό και πειστικότατο μυθιστόρημά του Δέκα βήματα στην άμμο, που τύπωσε την περασμένη δεκαετία στον Κέδρο.

Ο δημοσιογράφος Απόστολος Λυκεσάς (1963), ξεκίνησε ως ποιητής και, αφού τύπωσε δύο ποιητικά βιβλία, το γύρισε στην πεζογραφία, δίχως όμως να εγκαταλείψει την ποίηση. Τα πεζογραφικά του βιβλία που μας αφορούν είναι: Διηγήσεις ευχαριστημένων ανθρώπων (αφηγήσεις, Νησίδες, 2003) (σύντομα κείμενα, προσωπικές αφηγήσεις καθημερινών και όχι μόνο ανθρώπων), Μπλάνκο  (μυθιστόρημα, Εστία, 2005) (ένας μανιώδης της λογοτεχνίας «ξεπερνά» τον παθητικό ρόλο του αναγνώστη διαπράττοντας αλλεπάλληλους φόνους διάσημων συγγραφέων) και Το τσίρκο των ψύλλων (μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2009) (συγκαλυμμένη και υπαινικτική αναφορά στις δυσοσμίες μιας πόλης, καυτηριάζοντας πρόσωπα και καταστάσεις· όπου «Αμεριμνησία» όρα Θεσσαλονίκη). Η Μ. Θεοδοσοπούλου επεσήμανε για το τελευταίο βιβλίο του Λ. «ο συγγραφέας συνδυάζει τον πυκνό και συχνά καυστικό σχολιασμό, γενικώς, για τα ανθρώπινα, και ειδικώς, για τα κακώς κείμενα στην Αμεριμνησία με ποιητικές συλλήψεις» (Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας, 19/2/2010)

Τέλος η ποιήτρια Άννυ Κουτροκόη δοκιμάστηκε στην πεζογραφία με το βιβλίο της Ποιος έφαγε το μήλο τελικά; (διηγήματα, Οδός Πανός, 2009). Πρόκειται για υπαινικτικά διηγήματα, γραμμένα με θεατρικότητα και ποιητική ματιά, στα οποία, όπως επεσήμανε η Μαρία Κουγιουμτζή, «το πρόβλημα που κυριαρχεί είναι οι ανθρώπινες σχέσεις κι επαφές. Όχι μόνο μεταξύ ανδρός και γυναικός, αλλά και σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο» (Ένεκεν, τχ. 17, σ. 233)

 

 

νεοεμφανιζόμενοι πεζογράφοι

 

α) Θεσσαλονίκης

 

Η αρχή, νομίζω, πρέπει να γίνει με ένα βιβλίο του Δημήτρη Μαρωνίτη (1929) που πέρα από την ιδιότητα του καθηγητή, μελετητή, μεταφραστή, δοκιμιογράφου, επιφυλλιδογράφου, με το βιβλίο που εξέδωσε από τις εκδόσεις Το Ροδακιό, το 2007, με τον τίτλο Μαύρη γαλήνη, τον υποδεχόμαστε και ως πεζογράφο. Η Μαύρη Γαλήνη, είναι ένα κείμενο που γράφτηκε στο κελί, στα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ, σε χαρτοπετσέτες, και πρωτοδημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 1973 στο όγδοο και τελευταίο τεύχος του περιοδικού «η Συνέχεια». Πρόκειται για μια επετειακή ανατύπωση του εν λόγω βιβλίου, σαράντα χρόνια μετά το πραξικόπημα της Χούντας. Κείμενο εσωτερικό, απλό, σπαρακτικό, μονοφωνικό, η παραισθητική και παρανοϊκή αποτύπωση μιας οριακής εμπειρίας.

Αξιοπρόσεχτη, σχεδόν εντυπωσιακή η περίπτωση της Μαρίας Κουγιουμτζή (1945), που με το πρώτο της κιόλας πεζογραφικό της βιβλίο, τη συλλογή διηγημάτων της Άγριο βελούδο (Καστανιώτης, 2008) απέσπασε το Βραβείο Διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω (2009), ενώ βραβεύτηκε πρόσφατα και από την Ακαδημία Αθηνών (Βραβείο Διηγήματος του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη, 2010). Το βιβλίο της ασφαλώς δεν είναι πρωτόλειο, αλλά μεστό και δουλεμένο, υπάρχουν πολύ καλά και λιγότερο καλά διηγήματα, ενώ προηγήθηκαν πάμπολλες δημοσιεύσεις της σε λογοτεχνικά περιοδικά. Στα διηγήματα όπου η μνήμη αναβιώνει γεγονότα και πρόσωπα του παρελθόντος, ιδίως περιστατικά της παιδικής ηλικίας, η Κ. βρίσκει τον καλύτερο εαυτό της, ενώ όπου η αφήγηση περιπλανιέται αχαλίνωτη σε θέματα σύγχρονων ερωτικών ιστοριών και διαστροφών, οι υπερβολές υπονομεύουν την αληθοφάνεια της πλοκής. Εντούτοις οι ήρωες των είκοσι επτά ιστοριών της (περιθωριακοί, πόρνες, αναξιοπαθούντες, παρανοϊκοί) δείχνουν να έχουν αφομοιωθεί πλήρως στο λογοτεχνικό αλλά και προσωπικό σύμπαν της Κουγιουμτζή. Ένα βιβλίο αντίρροπων βιωμάτων και καταστάσεων, όπως εύλογα υποδηλώνει και ο τίτλος του. Η Κουγιουμτζή αποτελεί περίπτωση συγγραφέα που κατόρθωσε ακόμα και με ένα μόνο βιβλίο, να προκαλέσει αίσθηση στα λογοτεχνικά δρώμενα μιας χώρας.

Σοβαρή και η περίπτωση του Γιάννη Ατζακά (1941) που με τρία διαδοχικά μυθιστορήματα τα τελευταία τρία χρόνια κέρδισε την εκτίμηση, τόσο των κριτικών όσο και του αναγνωστικού κοινού. Συγκεκριμένα εξέδωσε τα βιβλία Διπλωμένα φτερά, 2007, Θολός βυθός, 2008, και Κάτω από τις οπλές, 2010, όλα από τις εκδόσεις Άγρα. Στο Διπλωμένα φτερά ο συγγραφέας διαχειρίζεται άριστα τις μνήμες του εμφυλίου και την παιδική του ηλικία στη Θάσο, όπου μεγάλωσε από τον παππού και τη γιαγιά του, που είναι και η κυρίαρχη μορφή του βιβλίου. Η γλώσσα είναι σαφής και λιτή, υπάρχουν σελίδες γνήσιας συγκίνησης και νοσταλγίας για εκείνη την εποχή, και όπως στην περίπτωση της Κουγιουμτζή, το όλο εγχείρημα υπερβαίνει κατά πολύ τις απαιτήσεις ενός πρωτόλειου μυθιστορήματος. Με τον Θολό βυθό ο Ατζακάς παίρνει το Κρατικό βραβείο Μυθιστορήματος (2009). Πάλι, ως συγγραφικό φόντο, ο εμφύλιος και οι Παιδουπόλεις, τις οποίες γνώρισε από πρώτο χέρι ως παιδί. Στο βιβλίο υπάρχει ένας αυτοψυχαναλυτικός διάλογος ανάμεσα στο παιδί που κάποτε υπέφερε και στον ενήλικα, που είναι πια ο συγγραφέας. Ένας λυτρωτικός, εξομολογητικός διάλογος που ηρεμεί και απαλύνει το παιδί και οδηγεί στην αυτογνωσία τον ενήλικα. Στο τρίτο βιβλίο του Ατζακά, το Κάτω από τις οπλές, κι αφού ο συγγραφέας έχει ήδη εναποθέσει τα βιώματα του Εμφυλίου και των Παιδουπόλεων στα προηγούμενα βιβλία του, καταπιάνεται με τη μοίρα και τα βασανιστήρια των αριστερών επί Χούντας. Σ’ αυτήν την άτυπη τριλογία του, το Κάτω από τις οπλές, παρότι περιέχει αρκετές εξαιρετικές σελίδες, είναι, μάλλον, το πιο αδύνατο βιβλίο του με το ανακάτωμα των αφηγηματικών τεχνικών που επιχειρεί.

Ο Βασίλης Αμανατίδης (1970), που κατά βάση είναι ποιητής, θα μπορούσε να ενταχθεί στην προηγούμενη κατηγορία των ποιητών-πεζογράφων, ωστόσο το σύνολο του πεζογραφικού του έργου τυπώθηκε μέσα σ’ αυτήν τη δεκαετία. Μιλάμε για τα βιβλία Μη με φας (διηγήματα, Καστανιώτης, 2005) (πρόκειται για δεκατέσσερις παράδοξες, αλλόκοτες, μακάβριες, σχεδόν κανιβαλικές ιστορίες, για έναν κόσμο όπως δεν θα έπρεπε να είναι· γραφή ως είδος ομοιοπαθητικής θεραπείας της αρρωστημένης ζωής μας) και Ο σκύλος της Χάρυβδης (μυθιστόρημα, Καστανιώτης, 2008). Για το δεύτερο βιβλίο του Α. σχολίασε ο Β. Χατζηβασιλείου «Μακριά από οποιαδήποτε έννοια ρεαλισμού, χρησιμοποιεί τον καθημερινό περίγυρο εντελώς προσχηματικά, σαν ένα παιχνίδι αντανακλάσεων και αντικατοπτρισμών, όπου την πρώτη θέση κατέχει η διαδικασία της σύνθεσης και της γραφής». (Ελευθεροτυπία, 30/3/2008). Πιστεύω πως το στιλ και η γραφή του Α. συγγενεύει με εκείνη του Σερέφα, παρότι ο πρώτος είναι περισσότερος ωμός και κυνικός στα κείμενά του, ενώ ο δεύτερος παιγνιώδης και ευφάνταστος.

Αν μπορούσαμε να απονείμουμε τον τίτλο του λογοτέχνη-κομήτη της δεκαετίας, νομίζω πως το δικαιούται ανεπιφύλακτα ο Γιώργος Γκόζης (1970). Τύπωσε ένα εξαιρετικό βιβλίο το 2002 στη Νεφέλη, που έλαβε πέντε προτιμήσεις από τα μέλη της κριτικής επιτροπής στη μικρή λίστα του «Διαβάζω» για βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου, έλαβε πολύ καλές κριτικές και μετά εξαφανίστηκε. Ούτε δημοσίευση, ούτε νέο βιβλίο, τίποτα. Χάθηκαν τα ίχνη του. Δεν γνωρίζουμε αν και πότε θα επανέλθει. Όπως και να έχει, μιλάμε για τη συλλογή διηγημάτων του Ο νυχτερινός στο βάθος που περιέχει ένδεκα ζουμερές, θεσσαλονικιώτικες, καλογραμμένες ιστορίες που θυμίζουν τις παλιές καλές μέρες των Θεσσαλονικιών  διηγηματογράφων (Σκαμπαρδώνης, Κουτσούκος, Σφυρίδης, μέχρι και Ιωάννου θα τολμούσα να πω). Η στρωτή γραφή του Γ. έκανε τον Σφυρίδη να τον κατατάξει στους νεότερους πεζογράφους που καλλιεργούν τη νεορεαλιστική πρόζα που λάνσαραν οι πεζογράφοι της Διαγωνίου. (ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ ΙΙ, σ. 251) και την Ελ. Κοτζιά να τον συμπεριλάβει ενδεικτικά στους εκφραστές του γεωγραφικού στίγματος της Θεσσαλονίκης (εφ. Καθημερινή, στήλη ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΣ, «Εντοπιότητα και λογοτεχνία», τχ. 22/5/2011), σ’ ένα κείμενό της που ωστόσο έχει σοβαρές παραλείψεις.

Ο Παναγιώτης Γούτας (1962) τύπωσε το σύνολο του πεζογραφικού του έργου στην εν λόγω δεκαετία. Πρόκειται για τα βιβλία Τα λάφυρα του Αυγούστου (αφηγήματα, Αλεξάνδρεια, 2001) (μνήμες από παλιά καλοκαίρια στη Χαλκιδική, σε πρωτοπρόσωπη, εξομολογητική αφήγηση), Το ίδιο έργο της ζωής μου (αφηγήματα, Αλεξάνδρεια, 2002) (η ιστορία και η μετεξέλιξη μιας γειτονιάς του Χαριλάου μέσα από σύντομα, βιωματικά κείμενα), Η Ρεβάνς (μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2004) (αξιοποίηση των βιωμάτων της φοιτητικής ζωής του Γ. στην Κομοτηνή και η μεταφορά τους, διεσταλμένα και παραμορφωμένα, σε μυθοπλασία), Γυναίκα στις δύο και μισή (μυθιστόρημα, Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2006) (ο χαλασμένος γάμος μιας δασκάλας σε κρίσιμη ηλικία και η διέξοδος που βρίσκει ποζάροντας ως μοντέλο στο διαμέρισμα ενός γείτονα-ζωγράφου) και Ενός καφέ μύριοι έπονται (αφήγηση, Νησίδες, 2010) (η πορεία από την παιδική ηλικία προς την ενηλικίωση ενός ανθρώπου, μέσα από το εύρημα του καφέ). Ο Γ., στα δύο πρώτα και στο τελευταίο βιβλίο του, επηρεάστηκε κυρίως από τους λογοτέχνες της Διαγωνίου και εντάσσεται στην παράδοση της Θεσσαλονίκης. Καταφεύγει εντούτοις συνειδητά και στη σεναριακού τύπου πεζογραφία (πολυφωνικά μυθιστορήματα), δοκιμάζοντας τις ικανότητές του στη μεγάλη σύνθεση.

Ο ποιητής, πεζογράφος και εκδότης του περιοδικού Ένεκεν, Γιώργος Θ. Γιαννόπουλος, έκανε την εμφάνισή του στον πεζό λόγο με ένα μυθιστόρημα-ποταμό 556 σελίδων, Το μαύρο βιβλίο (Κοχλίας, 2003). Το μαύρο βιβλίο δεν είναι μόνο ερωτικό μυθιστόρημα. Ο Γιαννόπουλος, αξιοποιώντας την εμπειρία του ως δημοσιογράφου στην εφημερίδα «Μακεδονία», και ως εκδότη και διευθυντή ένθετου πολιτιστικού περιοδικού σε άλλη εφημερίδα, θίγει επίσης το ζήτημα του τύπου και των αθέμιτων μέσων ανταγωνισμού που χρησιμοποιούν οι μεγαλοεκδότες και οι δημοσιογράφοι με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, βασισμένο σε πολλούς θεματικούς άξονες, γραμμένο με την τεχνική των ομόκεντρων κύκλων αφήγησης, ωστόσο χαοτικό, ανοικονόμητο και κάπως δύσπεπτο στην πρόσληψή του από τον αναγνώστη.

Η Στυλιάνα Γκαλινίκη (1968) τύπωσε δύο πεζογραφικά βιβλία (το σύνολο του έργου της, αν θεωρήσουμε σωστά τα δεδομένα της ΒIBLIONET) αυτήν τη δεκαετία. Τα βιβλία Ρούχα από δεύτερο χέρι (διηγήματα, UNIVERSITY STYDIO PRESS, 2008) και το Όλα πάνε ρολόι (ή σχεδόν) (μυθιστόρημα, Μελάνι, 2009). Η Γκαλινίκη με το πρώτο της βιβλίο προσπαθεί να εισάγει τον αναγνώστη στα γυναικεία άδυτα, αγγίζοντας ζόρικες της ψυχής καταστάσεις, αλλά η απόπειρά της μένει μάλλον μετέωρη. Το μυθιστόρημά της έχει περισσότερες αρετές, θίγει ζητήματα όπως ο έρωτας και η ανατροπές που φέρνει στη ζωή των ανθρώπων, οι κλειστές κοινωνίες που κουτά συσχετίζουν, οι παγιωμένες αντιλήψεις και προκαταλήψεις απέναντι στο διαφορετικό, και οι ψευδαισθήσεις των ανθρώπων ότι όλα πάνε ρολόι ενώ υποβόσκει και καιροφυλακτεί το κακό, ο φθόνος και η μιζέρια. Όπως και να έχει το πράγμα, έχουμε να κάνουμε με μια νέα, φρέσκια φωνή που υπόσχεται αρκετά.

Η Αρχοντούλα Διαβάτη (1949) κατέθεσε το πρώτο και μοναδικό έως τώρα λογοτεχνικό της πόνημα, το αφήγημά της Η μάνα του νερού (Το Ροδακιό, 2004). Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του ’50, εφηβεία, Χούντα, μεταπολίτευση. Η τέχνη, η επανάσταση, ο έρωτας, ύστερα ο διορισμός, η οικογένεια, η λάτρα του σπιτιού, το γυναικείο σώμα - ευάλωτο όσο και η ψυχή. Ενδιαφέρουσα πεζογραφική κατάθεση που αφήνει ανοιχτούς λογαριασμούς με τον αναγνώστη για κάτι αρτιότερο στο μέλλον.

Τέλος, ο Αλέξανδρος Γραμματικός (1969) τύπωσε τη συλλογή διηγημάτων του Λάθρα Beach (Νησίδες, 2009). Ιστορίες γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο αφήγησης, χαμηλόφωνες, εξομολογητικές, κάποιες ιδιαίτερα προσωπικές, που έχουν στον πυρήνα τους κάτι από την εσωστρέφεια των παλιών διηγηματογράφων της πόλης. Ο Γ. αν αποφύγει στο μέλλον κάποια κλισέ στις περιγραφές γυναικείων προσώπων κι αν καταφύγει πιο βαθιά στο «ένδον σκάπτε», πιστεύω πως έχει τις προδιαγραφές να εξελιχτεί σε καλό διηγηματογράφο.

 

 

β) περιφερειακοί

 

Η αρχή πιστεύω πρέπει να γίνει με τον εκ Καστοριάς ορμώμενο διηγηματογράφο Ηλία Παπαμόσχο (1967), που από το πρώτο κιόλας βιβλίο του η κριτική χαιρέτισε με ενθουσιασμό ένα μεγάλο ταλέντο. Οι τρεις συλλογές διηγημάτων του (δηλαδή το σύνολο του έργου του) τυπώθηκαν σ’ αυτήν τη δεκαετία. Μιλάμε για τα βιβλία Καλό ταξίδι κούκλα μου… και άλλες ιστορίες (Κέδρος, 2004), Του χρόνου κυνήγια (Κέδρος, 2005) και Λειψή αριθμητική (Κέδρος, 2009). Στο πρώτο βιβλίο του ο Π. προσπαθεί να ζωντανέψει μέσα από τα λιτά και συγκινησιακά φορτισμένα κείμενά του αγαπημένους νεκρούς (ίδιο πολλών Θεσσαλονικιών λογοτεχνών: Βαφόπουλος, Κάτος, Μίγγας, Σφυρίδης, Αγαθοπούλου, Γούτας κ. α). Στο Του χρόνου κυνήγια φόντο η πόλη της Καστοριάς με τη λίμνη της. Πάλι κείμενα μιας παλάμης και κάτι περισσότερο, συγγενικά πρόσωπα, ο θάνατος του πατέρα και της μητέρας του αφηγητή, αλλά και άλλες ιστορίες δοσμένες με ποιητική διάσταση, ιδίως στο επιμύθιό τους. Στη Λειψή αριθμητική, παρότι οι αρετές του Π. παραμένουν στο ακέραιο, διακρίνω μια τάση επανάληψης των λογοτεχνικών κεκτημένων και συγγραφικό εφησυχασμό.

Άλλος ένας φιλόλογος, γεννημένος στα Γιαννιτσά και λίγο νεότερος ηλικιακά του Παπαμόσχου, ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης (1970) ξεχώρισε τη δεκαετία που μας αφορά, καταθέτοντας το σύνολο του έργου του –τέσσερα βιβλία πεζογραφίας– μέσα σε μια εξαετία (2005-2010). Το Τρεις μνήμες και δυο ζωές (διηγήματα, Μεταίχμιο, 2005), Καλά μόνο να βρεις (νουβέλα, Κέδρος, 2006), Το παραμύθι του ύπνου (μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2008), και το Αστοχία υλικού (μυθιστόρημα, Μεταίχμιο, 2010). Στα διηγήματά του ο Χ. κατόρθωσε με τον λιγότερο δυνατό αριθμό λέξεων να συνδιαλεχτεί με πέντε γενιές της πατρίδας: τη γενιά της προσφυγιάς, τη γενιά της αντίστασης στον γερμανό κατακτητή, τη γενιά των αγωνιστών για κοινωνική δικαιοσύνη, τη γενιά της ευμάρειας και της κατανάλωσης, και τέλος, τη γενιά της αποξένωσης. Το ξεκίνημά του ιδιαίτερα ελπιδοφόρο. Τα χαλάει κάπως στη νουβέλα που ακολουθεί (Καλά μόνο να βρεις), όπου επιχειρεί, κάπως άγαρμπα, να καυτηριάσει το ζήτημα της λαθρομετανάστευσης στη χώρα μας. Επανακάμπτει με το Παραμύθι του ύπνου (αφηγηματική πρωτοτυπία, χιούμορ, μπαχτινικού τύπου δομή της ιστορίας, δίπολο ένδον ξηρασία-περιβαλλοντικό ζήτημα, ανοιχτό τέλος με πολλές εκδοχές απόληξης). Τέλος η Αστοχία υλικού, η καλύτερη ως τώρα δουλειά του, που επαινέθηκε ιδιαίτερα από την κριτική, αφορά μια καφκικού τύπου μυθοπλασία όπου επισημαίνεται ο τεράστιος κίνδυνος των μεταλλαγμένων τροφίμων στη ζωή μας, σενάριο που κατά τον Χ. τείνει να λάβει εφιαλτικές διαστάσεις στο μέλλον. Νέα στοιχεία: το σασπένς, η ανατροπή στο τέλος κι η βήμα προς βήμα αποκάλυψη νέων στοιχείων που τροφοδοτούν τον αναγνώστη. Ο Χ. είναι μεγάλο ταλέντο αλλά πιστεύω ότι αυτή η κατηχητικού τύπου εμμονή του στην επιλογή των θεμάτων του –ένα είδος σοσιαλιστικού νεορεαλισμού, αν μπορώ να τη χαρακτηρίσω– που τον χαρακτηρίζει (Εμφύλιος, λαθρομετανάστες, περιβαλλοντικά ζητήματα, μεταλλαγμένα τρόφιμα και τι άλλο θα επακολουθήσει) κάνει την όλη προσπάθειά του να φαντάζει προκατασκευασμένη και ιδεολογικά στημένη.

Τρίτος κατά σειρά φιλόλογος, ο Κώστας Καβανόζης (1967) από την Κομοτηνή. Τύπωσε δύο βιβλία στο διάστημα 2000-2010. Το Χοιρινό με λάχανο (νουβέλες, Κέδρος, 2004) και Του κόσμου ετούτου (μυθιστόρημα, Κέδρος, 2009). Στις τρεις νουβέλες του Κ. πρωτοστατούν η μητέρα-οχιά που μαγειρεύει χοιρινό με λάχανο για να εξουσιάζει στα του οίκου, μια κομμώτρια με το σκυλάκι της και μια ηλικιωμένη χωρική με τον γιο της κι ένα μικρό αγόρι. Όλοι τους θιασώτες μιας νοσηρής πραγματικότητας με την οποία καταπιάνεται ο συγγραφέας. Στο μυθιστόρημα του Κ. οι ήρωές του αναδύονται από την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού. Υπάρχει ντοπιολαλιά, προσπάθεια απεγκλωβισμού από τη ρεαλιστική αφήγηση με τις «έτοιμες» εικόνες και στροφή στον λόγο και τη μουσικότητα, όμως το όλο αποτέλεσμα κάπου μπάζει νερά και δεν πείθει στο σύνολό του.

Ο Μάκης Καραγιάννης (1958) –απλή συνωνυμία με τον έτερο Κοζανίτη Καραγιάννη, τον Βασίλη, που θα ασχοληθώ μαζί του στην επόμενη ενότητα– τύπωσε την πρώτη συλλογή διηγημάτων του το 2007 στη Νεφέλη. Τίτλος της: Ο καθρέπτης και το πρίσμα. Τη συλλογή απαρτίζουν δεκαπέντε διηγήματα, άλλα εκ των οποίων καταπιάνονται με σύγχρονα κοινωνικά θέματα (aids, ναρκωτικά στα σχολεία κ.τλ.) κι άλλα με τη σκιαγράφηση πορτρέτων ιστορικών κυρίως προσώπων, παραλλάσσοντας τη ζωή τους για να παραλληλιστεί με πρόσωπα και καταστάσεις της σημερινής μας ζωής. Το όλο εγχείρημα θυμίζει Μπόρχες και γοητεύει ανεπιφύλακτα. Ο Σφυρίδης σχολιάζοντας το βιβλίο του Κ, λέει: «Τον ενδιαφέρουν κυρίως ιστορημένα πρόσωπα και περιστατικά, με παραδειγματικό χαρακτήρα, που έμειναν όμως στη σκιά, μισοπραγματικά-μισοφανταστικά» (Παραφυάδες ΙΙ, σ. 504). Ο Λέων Α. Ναρ, πάλι, επισημαίνει: «Ο καθρέφτης και το πρίσμα είναι μια προσπάθεια ερμηνείας της ανθρώπινης εμπειρίας. Η αμεσότητα της αφήγησης των πρωταγωνιστών της κάθε ιστορίας αντιστοιχεί με τις εξατομικευμένες αλήθειες που συνθέτουν την ιστορική πραγματικότητα». (εφημ. Μακεδονία, 3/7/2007).

Τέσσερα βιβλία και για τον άλλο Γιαννιτσιώτη λογοτέχνη, τον Γιάννη Πετρόπουλο (1959) που εργάζεται στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Η μυρωδιά της μπαρούτης (μυθιστόρημα, Φυτράκης, 2002) (οι αναζητήσεις μιας εφηβικής παρέας), Το ιδεόγραμμα του έρωτα (διηγήματα, Φυτράκης, 2003), (πέντε ιστορίες, όλες τους με τραγική κατάληξη, που ξετυλίγονται σε διάφορες εποχές, σ' ένα προσφυγικό χωριό της Βόρειας Ελλάδας· εδώ ο Π. αξιοποιεί μνήμες, θρύλους και παραδόσεις της περιοχής των Γιαννιτσών), Ο Ανδρέας, ο Αριστείδης, η Αθηνά και ο Κυριάκος (μυθιστόρημα, Γαβριηλίδης, 2006) (ο πνιγμός ενός μικρού αγοριού έχει χαράξει τις ζωές τριών άλλων φίλων· μια ιστορία μυστηρίου που ξετυλίγεται στην ελληνική ύπαιθρο) και Boheme (μυθιστόρημα, Γαβριηλίδης, 2009) (μια παρέα φίλων, ένα μπαράκι της Αθήνας, το Μακόντο, και μια γυναίκα που κρύβει ένα μυστικό). Στη γραφή του Π., που εξελίσσεται από βιβλίο σε βιβλίο, υπερισχύει το στοιχείο της συντροφικότητας και η έννοια της παρέας στην αγνή, τρυφερή και ρομαντική της εκδοχή. Με το τελευταίο του βιβλίο δείχνει να αφήνει κατά μέρος την ηθογραφία του τόπου του και να καταφεύγει στο αστικό μυθιστόρημα, χωρίς να χάσει τον αυθορμητισμό του και την πίστη του στην αξία της συλλογικότητας. Είναι σαφώς ισχνότερο ταλέντο από τον συντοπίτη του Χατζημωυσιάδη, αλλά είναι περισσότερο πηγαίος και αυθεντικός στη γραφή του.

Τέλος, η εκ Σερρών προερχόμενη πεζογράφος, φιλόλογος κι αυτή, Δώρα Κασκάλη τύπωσε το ένα και μοναδικό ώς τώρα βιβλίο της στο λυκαυγές της δεκαετίας. Πρόκειται για τη συλλογή διηγημάτων Στο τρένο (Γαβριηλίδης, 2010). Οι ήρωες των ιστοριών της Κ. ταξιδεύουν πάντα με τρένο, είναι καθημερινοί, γήινοι και κουβαλούν μέσα τους τα μικρά ή τα μεγάλα τους προβλήματα. Σε μία βιβλιοκρισία μου για την εν λόγω συλλογή σημείωσα τα παρακάτω: «Τα διηγήματα θυμίζουν μικρού μήκους ταινίες του ασπρόμαυρου γαλλικού σινεμά, όπου σε ένα αμετάβλητο, βουβό σκηνικό, όπως το βαγόνι ενός τρένου, λίγα λέγονται, πολλά υπονοούνται και υποδηλώνονται, ενώ οργιάζει η φαντασία, η νοσταλγία, το πάθος και η αναπόληση.» (περ. η παρέμβαση, τχ. 154)

 

 

οι εκτός των τειχών πεζογράφοι

 

Στην κατηγορία αυτή συμπεριλαμβάνω τους περιφερειακούς πεζογράφους, που έδωσαν έργο και την περασμένη δεκαετία. Ξεκινώ από τον Δραμινό Βασίλη Τσιαμπούση (1953). Τη δεκαετία που μας αφορά τύπωσε δύο συλλογές διηγημάτων: Η γλυκιά Μπονόρα (Κέδρος, 2000) και Να σ’ αγαπάει η ζωή (Πατάκης, 2004). Ο Τ. είναι καθαρόαιμος διηγηματογράφος, αφού τύπωσε τέσσερις συλλογές διηγημάτων (αρχής γενομένης από το 1988) και ένα μόλις μυθιστόρημα. Η Ελισάβετ Κοτζιά εύστοχα παρατήρησε για το Η γλυκιά Μπονόρα πως «αρκετοί ανάμεσα στους ήρωές του είναι μάλλον περιθωριακές φυσιογνωμίες και για κανέναν η ιστορία του δεν θα έχει κατάληξη ευνοϊκή… Ανυπεράσπιστοι όχι μόνο απέναντι στην κακιά τους τύχη αλλά και απέναντι σε κάποιου είδους αγαθοσύνη, παιδικότητα και αφέλεια που τους διακρίνει, οι ηττημένοι του Β. Τ. εμφανίζουν μια βαθύτερη αξιοπρέπεια που πολλαπλασιάζει τη συγκίνηση προτείνοντας μια νέα ηθική». (εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, τεύχ. της 07/ 01/ 01). Για το Να σ’ αγαπάει η ζωή επεσήμανα πως «οι ιστορίες του είναι πιο μεστές και ευθύβολες, ενώ τα φαινόμενα της κοινωνικής παθογένειας που καυτηριάζονταν στα προηγούμενα βιβλία του, πλέον παρωδούνται ολοκληρωτικά» (εισήγηση με θέμα «Ο πεζογράφος Βασίλης Τσιαμπούσης, Βαφοπούλειο, 1/12/2010). Η θέση του Τ. στα γράμματα προσδιορίζεται ως εκείνη του συνεχιστή μιας πλειάδας πεζογράφων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς που εισήγαγαν στους χαρακτήρες τους και στη θεματολογία τους την παράμετρο του ατομικού και της καθημερινότητας.

Ο Εδεσσαίος Σάκης Τότλης (1946) έγινε ιδιαίτερα γνωστός κυρίως για το μυθιστόρημά του Ο συνδυασμός Έδεσσα-Ζυρίχη (πρωτοκυκλοφόρησε στη «Διαγώνιο» ως Ο συνδυασμός), στο οποίο βασίστηκε η ταινία του Σωτήρη Γκορίτσα «Βαλκανιζατέρ». Στο βιβλίο, που ανατυπώθηκε το 2000 από τον Πατάκη, θίγεται το απατηλό όνειρο του Νεοέλληνα να πιάσει την καλή, να φύγει από τη χώρα του όπου ζει ως καρπαζοεισπράκτορας και να αναδειχθεί με κάποια κομπίνα στο εξωτερικό. Άλλα βιβλία του Τ. το Ένα όνειρο και επτά δικηγόροι (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2001) (η αληθινή δικαίωση των φυσικών νόμων, των συναισθημάτων, των διανοημάτων, της λογοτεχνίας και των ονείρων, όχι πάντα μέσα στα δικαστήρια), Ιντερσίτι (μυθιστόρημα, Κέδρος, 2009) (μεταμοντέρνα σύνθεση με υποτυπώδη, υπόγεια σύνδεση ανάμεσα στα τρία μέρη του, όπου κυριαρχούν έντιμοι μεροκαματιάρηδες και απίθανοι κομπιναδόροι) και Το άγραφο χαρτί (αφήγημα, Ποταμός, 2010) (αναμνήσεις και βιώματα της παιδικής ηλικίας, ιδωμένα μέσα από το αγνό βλέμμα ενός μικρού παιδιού).

Τρία μυθιστορήματα για τον εκ Μυτιλήνης ορμώμενο και διαβιών στις Σέρρες μαθηματικό Γιώργο Καρτέρη. Πρόκειται για το Κάτσε καλά (Εστία, 2000) (περιγραφή και διακωμώδηση της σχολικής ζωής, σ’ ένα βιβλίο που ακροβατεί ανάμεσα σε φαντασία και πραγματικότητα), το Έρωτες στην άκρη (Εστία, 2003) (μπαρ, αντροπαρέες, εργένικη ζωή, το αιώνιο κυνήγι του θηλυκού, αλλά και σχόλια για το συγγραφικό σινάφι, και πάντα άφθονο σεξ σε ένα βιβλίο που θυμίζει Μπουκόφσκι, ενώ στις ενότητές του, που έχουν χαλαρή μεταξύ τους σύνδεση, κυριαρχεί ο αφηγητής που άλλοτε δρα κι άλλοτε σχολιάζει) και το Ερωτευμένος τρομοκράτης (Μελάνι, 2008) (ο Κ. στήνει την ιστορία του βασισμένος σε ένα αληθινό γεγονός: Τον θάνατο του Χρήστου Τσουτσουβή και των αστυνομικών που συνεπλάκησαν μαζί του, ύστερα από συμπλοκή που έγινε στην περιοχή του Γκύζη, το Μάιο του 1985). Για το Ερωτευμένος τρομοκράτης έχω σχολιάσει μεταξύ άλλων πως «Ο Κ. πλέκει με υπομονή και ατέλειωτες περιγραφές τα πορτρέτα των ηρώων του, που όντες παρακμιακοί κινούνται πάντα στο όριο, στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Χαρακτηριστικό της γραφής του συγγραφέα η χρήση μιας ιδιάζουσας ελλαδικής ντοπιολαλιάς, όπου θα συναντήσει κανείς το βορειοελλαδίτικο ιδίωμα, το μυτιληνιό, αλλά και τούρκικες λέξεις ενσωματωμένες στο ελληνικό λεξιλόγιο» (Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας, τχ. 572, 2/10/2009). Πιστεύω πως ο Κ. έχει στόφα αφηγητή και αν πυκνώσει περισσότερο τη γραφή του αποφεύγοντας, στο μέλλον, κάποιους πλατειασμούς θα δώσει εξαιρετικά μυθιστορήματα.

Τρία μυθιστορήματα και για τον Καβαλιώτη Διαμαντή Αξιώτη (1942) τη δεκαετία που μας πέρασε. Το Πλωτές γυναίκες (Κέδρος, 2002) (βιβλίο που προέκυψε από την έντονη επιθυμία του Α. να αναφερθεί στο καπνικό ζήτημα όχι μόνο της Καβάλας αλλά και όλης της χώρας), το Μοιρασμένα χιλιόμετρα (Κέδρος, 2004) (η μοιρασιά για ένα καλοκαίρι χιλιομέτρων και αισθημάτων από δύο ανθρώπους, μια ώριμη ευκατάστατη γυναίκα που ενδίδει στο ερωτικό παιχνίδι και έναν νεαρό, άνεργο, λαϊκό τύπο· το πλέον ερωτικό και άκρως προκλητικό μυθιστόρημα του Α.) και το πρόσφατο Λάθος λύκο (Κέδρος, 2010) (ένα διπλό φονικό σε παραθαλάσσια πόλη της Βόρειας Ελλάδας στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα · ένα μυθιστόρημα με δραματουργική ένταση, όπου δεσπόζει ο τρόμος, η φρίκη, το μυστήριο ενώ παράλληλα σκιαγραφείται η περίκλειστη και παγιωμένη, γεμάτη προκαταλήψεις επαρχία που δεν αντιδρά, κάτι που μου θύμισε το Όλα πάνε ρολόι (ή σχεδόν) της Γκαλινίκη). Σταθερή ποιότητα στη γραφή, δυνατοί και ψαγμένοι ανθρώπινοι χαρακτήρες και η Καβάλα συχνά ως επίκεντρο των βιβλίων του, αλλά, από βιβλίο σε βιβλίο, και μια ροπή προς τις προτιμήσεις ενός κοινού που κάνει τα ευπώλητα.

Ο Γιάννης Καισαρίδης (1959) γεννήθηκε και ζει στη Βέροια. Στο διάστημα που μας αφορά τύπωσε δύο συλλογές διηγημάτων. Το Συναντήσεις κι ενοχές (Κέδρος, 2000) (Το βιβλίο ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2001 και για το Βραβείο Λογοτεχνίας 2001 τού περιοδικού "διαβάζω") και το Μισάντρα (Κέδρος, 2005). Ο Κ. ζωντανεύει, μέσα από τα διηγήματά του και την ομώνυμη νουβέλα ιστορίες ανθρώπων της πόλης του, της Βέροιας· ντοπιολαλιά αλλά και ποιητικότητα στις ιστορίες του που μιλούν για μοναξιά, φτώχεια, πόνο, πόλεμο, εξορία και θάνατο· Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 2006). Ο Σφυρίδης σχολίασε για τον Κ. πως «…κινείται στον χώρο της εντοπιότητας, ρεαλισμού και μεταφυσικής στα χνάρια της παράδοσης του Πεντζίκη» (ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ ΙΙ, σελ. 538).

Ο Δραμινός Κοσμάς Χαρπαντίδης (1959), που ζει στην Καβάλα, μέσα στη δεκαετία τύπωσε τρία βιβλία. Το έκτο δάκτυλο (διηγήματα, Κέδρος, 2002) (δώδεκα διηγήματα με ήρωες του περιθωρίου οι οποίοι κάνουν συχνά την υπέρβαση, πουλώντας σκληρά το τομάρι τους σε μια κοινωνία της υλικής δόξας και του ευδαιμονισμού), Τα δώρα του πανικού (μυθιστόρημα, Κέδρος, 2006) (Η ιστορία ενός άντρα εγκλωβισμένου στην καθημερινότητα, που βρίσκει διέξοδο στη γραφή) και, σε ανατύπωση, το Μανία πόλεως (διηγήματα, Κέδρος, 2009) (πρόσφυγες, οικονομικές ζημίες καπνοπαραγωγών, διώξεις αριστερών και δεξιών, ρεαλιστική γραφή με κάποια δόση ποιητικότητας και στο κουκούτσι της η σχέση των ηρώων του Χ. με την πόλη).

Τρία βιβλία και για τον Χρήστο Χαρτοματσίδη (1954) γεννημένο στη Σόφια από πολιτικούς πρόσφυγες, που ζει και εργάζεται ως διευθυντής Μικροβιολογίας στο Γενικό Νοσοκομείο Κομοτηνής. Το Οι περιπέτειες του Μπρέγκα (μυθιστόρημα, Πατάκης, 2001) (η εξιστόρηση των περιπετειών του Ιωσήφ Μπρέγκα, η πραγματικότητα του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, το ιδεολογικό όνειρο των ηττημένων του δικού μας Εμφυλίου), το Φωτο-Veritas (διηγήματα, Μεταίχμιο, 2003) (Προβλήματα των νέων ανθρώπων, γεροντικοί έρωτες και σεξ, μέχρι τη συνάντηση με το ανεξήγητο, όπου το υπερφυσικό είναι η άλλη πτυχή του ρεαλισμού) και το Μια εταίρα θυμάται (μη ηρωικό μυθιστόρημα, Ελληνικά Γράμματα, 2009) (ιστορικό μυθιστόρημα, πυρήνας της ιστορίας η γνωστή σχέση του Αλκιβιάδη με τη γυναίκα του βασιλιά της Σπάρτης). Φαίνεται πως ο φυσικός χώρος του Χ. είναι το διήγημα, αφού εκεί αποδίδει καλύτερα και πειστικότερα.

Κρατώ για το τέλος δύο Κοζανίτες πεζογράφους, σημαντικούς κατά τη γνώμη μου. Ο πρώτος είναι ο Βασίλης Π. Καραγιάννης (1953), δικηγόρος και διευθυντής της πνευματικής επιθεώρησης της Κοζάνης Παρέμβαση. Μέσα στη δεκαετία τύπωσε δύο πεζογραφικά βιβλία. Τα 6,6 της σκηνοπηγίας (διηγήματα, Παρέμβαση, 2000) (έξι μικρές σκηνές-εικόνες από τη ζωή μιας πόλης ιδωμένες με τρυφερή αλλά και διεισδυτική ματιά, ένας ύμνος στον απλό, καθημερινό άνθρωπο της επαρχίας) και Το χρώμα της νοσταλγίας (διηγήματα, Γαβριηλίδης, 2008) (Διηγήματα με βιωματικό έρμα όπου υπερισχύει η ειρωνική ματιά, η παρωδία προσώπων και καταστάσεων και η ευαισθησία του αφηγητή). Για Το χρώμα της νοσταλγίας έγραψε η Έλενα Χουζούρη: «Την αποστασιοποιημένη ματιά του Β. Κ. υπηρετεί πλήρως και η γλώσσα που χρησιμοποιεί. Λόγια, με αέρα εξεζητημένης καθαρεύουσας, όπου χρειάζεται, αλλά και με εντέχνως παρεισφρέοντα λαϊκά ή και εντόπια ιδιόλεκτα. Εντέλει, μια αξιοπρόσεκτη βορειοελλαδίτικη φωνή» (Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας, 21/11/2008). Ο ίδιος ο Κ. είπε κάποτε για τη γραφή του πως «είμαι υπέρ της μικρής φόρμας, είμαι των μικρών θεμάτων, αυτό νομίζω μου πάει σαν άνθρωπος, σαν χαρακτήρας».

Κλείνω με τον έτερο Κοζανίτη, τον Μιχάλη Ζ. Πιτένη (1962), που τύπωσε τρία μυθιστορήματα μέσα στη υπό μελέτη δεκαετία. Δύο από το Μεταίχμιο, Τα υγρά ίχνη της μνήμης (2002) (ίντριγκες, αποκαλύψεις, πάθη, έρωτες, ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που απεικονίζει την ελληνική κοινωνία της δεκαετίας του ’80) και Οι κόρες της Αφροδίτης (2006) (ένας νεαρός στη δεκαετία του ’60 βρίσκει διαφυγή, από την αστυνομοκρατούμενη, κλειστοφοβική κοινωνία όπου ζει, στο Σπίτι του Έρωτα, όπου θα γνωρίσει μιαν ανεπανάληπτη γυναίκα που θα τον στοιχειώσει), και το τελευταίο του από τους Σύγχρονους Ορίζοντες, το Η προφητεία του Μότσαρτ (2010) (θεοσοφιστές, μυστικά της αρχαίας Αιγύπτου, συλλέκτες και μουσικολόγοι, ένα πολυσέλιδο μεταφυσικό θρίλερ με κινηματογραφική πλοκή, σασπένς, ανατροπές και αποκαλύψεις έως το τέλος). Μπορεί ο Π. με τα βιβλία του να μην εντάσσεται όπως οι δύο συντοπίτες του Καραγιάννηδες στην παράδοση της Θεσσαλονίκης, ωστόσο γράφει δυνατές ιστορίες για ένα ευρύτερο κοινό μαζικής κουλτούρας, διεισδύοντας σαγηνευτικά σε αιώνιους μύθους και δοξασίες και κομίζοντας στην τέχνη μία αύρα κοσμοπολιτισμού.

 

 

επισημάνσεις-διαπιστώσεις-εκτιμήσεις

 

Η παράθεση και ο σχολιασμός πεζογραφικών βιβλίων των δημιουργών της Θεσσαλονίκης κατά την πρώτη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα, οδηγεί σε μερικές διαπιστώσεις, άλλες «αντικειμενικές» που συμπίπτουν με την υποδοχή που είχαν τα βιβλία αυτά από την κριτική, κι άλλες περισσότερο υποκειμενικές, λόγω των προσωπικών απόψεων και λογοτεχνικών προτιμήσεων του μελετητή.

1) Ο αριθμός των τυπωμένων μυθιστορημάτων υπερτερεί σημαντικά εκείνου των διηγημάτων, σ’ αυτήν τη δεκαετία, είναι όμως σχεδόν ισοδύναμος αν αθροίσουμε όλα μαζί τα βιβλία μικρής φόρμας. Αν λάβουμε ως στατιστικό δείγμα τα 191 βιβλία που παρατέθηκαν στη μελέτη, τα μυθιστορήματα ήταν 93, ενώ εκείνα της μικρής φόρμας (διηγήματα, αφηγήματα, μικρά πεζά και νουβέλες) ήταν 98. Επομένως η αντίληψη πως η Θεσσαλονίκη παραμένει η πόλη του διηγήματος, παρά τη ραγδαία αύξηση των μυθιστορημάτων τα τελευταία χρόνια, φαίνεται πως έχει βαθιές ρίζες. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω κάποια αντίστοιχη καταγραφή στην περιοχή της Αθήνας τι αποτελέσματα θα έφερνε, υποψιάζομαι όμως πως μάλλον το μυθιστόρημα θα υπερτερούσε ολοκληρωτικά της μικρής φόρμας. Επίσης υπάρχει ένα ενδιαφέρον στοιχείο από παλιότερη καταγραφή του Κώστα Κουρούδη αναφορικά με παλιότερη δεκαετία (1980-1990), όπου σε σύνολο 105 νέων πεζογράφων κυκλοφόρησαν 16 μυθιστορήματα, 31 διηγήματα, 2 εκτενή πεζογραφήματα, 11 μικρά πεζά, 9 απομνημονεύματα, 4 αφηγήματα και αρκετά βιβλία αχαρακτήριστα. Τότε, όπως φαίνεται, υπερτερούσε συντριπτικά το διήγημα έναντι της μεγάλης φόρμας. Η δεκαετία που μεσολάβησε από την έρευνα του Κουρούδη μέχρι τη δική μου μελέτη (1990-2000), φαίνεται πως δούλεψε υπέρ του μυθιστορήματος.

2) Η βορειοελλαδίτικη περιφέρεια εξακολουθεί να στηρίζει δυναμικά το διήγημα, συνεχίζοντας μιαν άτυπη παράδοση που θέλει τους περιφερειακούς πεζογράφους να επιδίδονται στη μικρή φόρμα, και μάλιστα επιτυχώς.

3) Υπάρχει πολυχρωμία και πολυμορφία στα βιβλία που τυπώνουν, πλέον, οι θεσσαλονικείς πεζογράφοι. Ακολουθούνται πολλά στιλ γραφής και διαφορετικά ρεύματα. Ο διαχωρισμός που είχε επισημάνει εύστοχα ο κριτικός και πεζογράφος Περικλής Σφυρίδης, αναφορικά με τον «εσωτερικό μονόλογο» και τη «νεορεαλιστική πρόζα» ως τους δύο πόλους, γύρω από τους οποίους έχουν συσπειρωθεί οι πεζογράφοι της πόλης, ίσως να είχε κύρος ακόμα και μέχρι την περασμένη δεκαετία, φαίνεται, όμως, πως, μάλλον, δεν υφίσταται πλέον. Υπάρχουν πολλές «ενδιάμεσες» καταστάσεις αυτών των δύο ρευμάτων, που τείνουν να γίνουν ο κανόνας, ενώ έχει υπονομευτεί –διαφοροποιηθεί, καλύτερα– ο ρεαλισμός των βιωματικών συγγραφέων με την προσθήκη μη ρεαλιστικών στοιχείων (ονειρικών καταστάσεων, ποιητικών στοιχείων, φαντασιακού στοιχείου κ.τλ) στη γραφή τους. Παράλληλα ο «εσωτερικός μονόλογος» έχει μετεξελιχτεί σε ολοκληρωτικό βαθμό σε κάτι πιο σύγχρονο και εξωστρεφές, ακόμα και από λογοτέχνες που παραδοσιακά, στο παρελθόν, τον ακολουθούσαν πιστά (Αγαθοπούλου, Δεληγιώργη κ.α).

4) Η υπερπληθώρα των τυπωμένων βιβλίων δεν ισοδυναμεί και με άνοδο της συγγραφικής ποιότητας – τουναντίον. Παρά τις όποιες λαμπρές εξαιρέσεις, το σημερινό επίπεδο της πεζογραφίας της πόλης μας παραμένει φτωχό. Σαφώς και δεν είναι αντάξιο ενός Πεντζίκη, ενός Ιωάννου, ενός Μπακόλα, ενός Καζαντζή, που μας άφησαν.

5) Οι εναπομείναντες βασικοί εκπρόσωποι της τάσης της «Διαγωνίου», ο Σφυρίδης με τον Χριστιανόπουλο, αλλά και ο Παπαδημητρίου, φαίνεται πως εξακολουθούν να επηρεάζουν κάποιους νέους πεζογράφους που επιμένουν (μερικοί και ασυνείδητα) να γράφουν στο πνεύμα και στη γραμμή του περιοδικού (πρωτοπρόσωπη αφήγηση, λιτότητα έκφρασης, εξομολογητικός τόνος). Ωστόσο οι διαφοροποιήσεις είναι αρκετές και σημαντικές, ώστε δεν νομίζω πως μπορούμε να μιλάμε για συνέχιση κάποιας παράδοσης, αλλά για πεζογράφους που συνεχίζουν στον απόηχο εκείνης της τάσης, που για κάποιους απετέλεσε ένα είδος σχολής. (Γκόζης, Παπαμόσχος, Τσιαμπούσης, Χαρτοματσίδης σε μερικά βιβλία, Χαρπαντίδης, Κουτσούκος, Μήττα και Γούτας σε μερικά τους βιβλία κ. α)

6) Η εσωτερικότητα ή η εσωστρέφεια των πεζογράφων της πόλης, που κάποτε επισημαινόταν ως προτέρημα, ως θετικό πρόσημο ή ως ένα βαρύνον σημείο διαφοροποίησής τους από τους πεζογράφους της πρωτεύουσας, τείνει να εξαλειφτεί ή, στη χείριστη περίπτωση, να μεταποιηθεί σε ένα είδος «λογοτεχνικού αυτισμού». Οι «εσωστρεφείς» πεζογράφοι δεν βρίσκουν πια εκδότη να τυπώσουν τα βιβλία τους, γιατί θεωρούνται «τελειωμένοι από χέρι». Τα περισσότερα βιβλία είναι εξωστρεφή, συχνά σε αφόρητο βαθμό, και οι περισσότεροι νέοι θεσσαλονικείς πεζογράφοι δεν διαφέρουν στη γραφή τους σε πολλά από τους αντίστοιχους της Αθήνας. Ωστόσο, παρόλο το «άνοιγμά» τους και το επικοινωνιακό χάρισμα που αρκετοί εξ αυτών διαθέτουν, ελάχιστοι κατορθώνουν να έχουν την ανάλογη προβολή με τους Αθηναίους ομοτέχνους τους.

7) Η πόλη, σε πάρα πολλούς λογοτέχνες, είναι παρούσα, άλλοτε διακριτικά ως φόντο, άλλοτε νοσταλγικά και με γνήσια συγκίνηση, άλλοτε έντονα και ψυχικά φορτισμένα, άλλοτε κοινότοπα, άλλοτε ασφυκτικά και βασανιστικά, άλλοτε ψυχαναγκαστικά, άλλοτε με παράφορη εμμονή. Συχνά οι κοινοτυπίες και οι ηθογραφικού τύπου αναφορές στην πόλη (ίδιον άλλων δεκαετιών), φαντάζουν πλέον μπανάλ, δηλώνοντας μια αρρωστημένου τύπου εξάρτηση από κάτι που οι λογοτέχνες δεν μπορούν καν να το ορίσουν, τους στερούν τη δημιουργική φαντασία, την λυτρωτική υπέρβαση της έννοιας της πόλης κι από έναν ελάχιστο «κοσμοπολιτισμό» –όχι με την ελαφριά του όρου έννοια–, στοιχεία που συνηγορούν ώστε να διαβαστεί ένα βιβλίο και εκτός συνόρων, κάτι που το πέτυχαν λογοτέχνες της Αθήνας (Μάρκαρης, Καρυστιάνη, Μάτεσις, Βασιλικός).

8) Δυο ευδιάκριτες τάσεις αντιπαλεύουν (ματαίως;) στα πεζογραφικά της πόλης: οι βιωματικοί και οι νεωτεριστές. Δυστυχώς αυτή η διαπάλη τους τείνει να αποκτήσει –αν δεν έχει ήδη αποκτήσει– και ιδεολογικό έρεισμα και χροιά. Ωστόσο, και στις δύο αυτές τάσεις υπάρχουν διάχυτες παρανοήσεις, αναφορικά με το είδος της πεζογραφίας που εκπροσωπούν. Αρκετοί βιωματικοί –ιδίως νέοι συγγραφείς– έχουν συγκεχυμένη και περιοριστική αντίληψη της έννοιας του βιώματος. Πιστεύουν πως περιγράφοντας με εξονυχιστικές λεπτομέρειες μια συνάντηση με έναν παλιό συμφοιτητή τους στο λεωφορείο, γράφουν βιωματική λογοτεχνία. Αρκετοί, πάλι, νεωτερικοί πιστεύουν πως το να καταδείξουν ένα κοινότοπο σενάριο με μεταμοντέρνα αφηγηματική τεχνική (επιστολογραφία, πολλαπλά αφηγηματικά προσωπεία, ημερολογιακές σημειώσεις, τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, εγκιβωτισμένα διηγήματα κτλ.) είναι νεωτερισμός και πρωτοπορία. Αποτέλεσμα αυτής της σύγχυσης είναι η τύπωση μέτριων ή και κακών βιβλίων, από τους εκπροσώπους και των δύο τάσεων. Από την άλλη, βέβαια, κανείς συγγραφέας δεν είναι υποχρεωμένος να παίζει στα δάχτυλα τις λογοτεχνικές θεωρίες. Αυτό είναι δουλειά του κριτικού.

9) Η σημερινή περίκλειστη, ξενοφοβική και συντηρητική πόλη, δεν έχει καμία σχέση με την πολύχρωμη, σφύζουσα ιδεών και πολιτισμών Θεσσαλονίκη του ’30. Γι’ αυτό, τότε, νέα ρεύματα και λογοτεχνικές πρωτοπορίες της εποχής στέριωσαν στη Θεσσαλονίκη, σε αντιδιαστολή με την Αθήνα που εξελίχτηκε και διαμόρφωσε μια λογοτεχνία κατά τα αστικά πρότυπα (νέο μυθιστόρημα, ευρωπαϊκή λογοτεχνία). Σήμερα, η επιρροή της πόλης στους νέους πεζογράφους, φοβάμαι πως είναι αρνητική. Η πόλη, δηλαδή οι άνθρωποι, οι νοοτροπίες, η επαρχιώτικη συμπεριφορά με όλα τα συμπαρομαρτούντα της, μεταφέρει τη στειρότητα, τη δυσκαμψία και την αντιποιητικότητά της στους λογοτέχνες που διαβιούν σ’ αυτήν, και, κατ’ επέκταση και στα γραπτά τους. Με τους παλιούς πεζογράφους τα πράγματα ήταν και είναι διαφορετικά. Διαθέτουν τα σχετικά αντισώματα, αφού έχουν ήδη καταθέσει το έργο τους στην κρίση του χρόνου.

10) Αν μπορούσε με μία μόνο φράση να περιγραφεί η σημερινή πεζογραφική Θεσσαλονίκη μέσα από τα βιβλία της δεκαετίας 2000-2010, θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ένα αντιθετικό δίπολο λέξεων του τύπου «δημιουργική στασιμότητα». Μιλάω κυρίως για τις νέες φωνές, τους νέους δημιουργούς, γιατί οι παλιότεροι ό,τι είχανε να καταθέσουν, λίγο πολύ το κατέθεσαν. Δεν προβλέπω να αλλάζει το σκηνικό, τουλάχιστο στα αμέσως επόμενα χρόνια. Αλλά ας μην είμαστε απαισιόδοξοι. Κάτι νέο μπορεί ανά πάσα στιγμή να ξεπεταχτεί μέσα από τη στασιμότητα και τη μιζέρια.

11) Αυτό το νέο, για το οποίο μίλησα προηγουμένως, ίσως και να είναι μία τάση ορισμένων βορειοελλαδιτών πεζογραφών να ξεφύγουν από την ατομική τους περίπτωση, την καθημερινότητα και την στείρα και ανούσια εξομολόγηση, και να στραφούν σε κείμενα ιστορικής μνήμης και συλλογικής ευθύνης (Νικολαῒδου στο τελευταίο της βιβλίο, Χατζημωυσιάδης στο Αστοχία υλικού, Χατζητάτσης σε αρκετά του βιβλία, Μίγγας στο Στα ψέματα παίζαμε, Σκαμπαρδώνης σε ένα-δύο μυθιστορήματα, Κοροβίνης στο Ο γύρος του θανάτου κ. ά) Εναρμονίζονται έτσι με Αθηναίους ομοτέχνους τους που κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος (Δαβέττας, Φάις, Γαλανάκη, Δούκα κ. ά). Το ζήτημα είναι πως αυτή η τάση αφορά μερικά μόνο βιβλία των προαναφερθέντων πεζογράφων, πιθανόν να έχει συγκυριακό-συμπτωματικό χαρακτήρα, τα κείμενα είναι συχνά προκατασκευασμένα και στερούνται προσωπικού βιώματος, και, σε ορισμένες περιπτώσεις, το όλο αποτέλεσμα φαντάζει κάπως αποστειρωμένο, προϊόν συγγραφικού εργαστηρίου, που ακολουθεί μια συγκεκριμένη ιδεολογία. Νομίζω πως ο χρόνος θα δείξει πόσο πρωτοποριακή είναι αυτή η τάση, πιστεύω όμως πως δείχνει έναν δρόμο. Παρότι λογοτεχνικά βρίσκομαι στον αντίποδά της, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω και να μην συμφωνήσω πως η εποχή μας απαιτεί φρέσκια πολιτική ματιά, ιστορική ανάλυση του παρελθόντος για να ερμηνεύσουμε το σήμερα και νέες συλλογικότητες. Και μια άλλου τύπου λογοτεχνία που να εκφράζει όλα τα παραπάνω – αρκεί αυτή να μην καταντήσει «τσελεμεντές».

12) Όσο πιο γρήγορα συνειδητοποιήσουμε πως σ’ αυτήν την κόχη του πλανήτη που λέγεται Θεσσαλονίκη, ελάχιστα έως καθόλου επηρεάζουμε με τα γραπτά μας το παγκόσμιο γίγνεσθαι, τόσο το καλύτερο για μας. Αναλογιζόμενοι την ασημαντότητά μας, ίσως γίνουμε, κάποτε, καλύτεροι πεζογράφοι. Με λιγότερη έπαρση και εγωπάθεια, ίσως πετύχουμε και κάτι σπουδαιότερο από τη λογοτεχνική μας καταξίωση, που δεν είναι και το άπαν στη ζωή μας. Το να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.

 

 

Επίμετρο

 

Παρότι κάποτε, σε μία βιβλιοκρισία μου, σχολίασα θετικά τον Γάλλο πανεπιστημιακό Pierre Bayard για τον ισχυρισμό του πως μπορούμε να μιλάμε και για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει, αρχή μου πάντα είναι να έχω διαβάσει καλά τα βιβλία για τα οποία θα εκφράσω γνώμη. Αυτό συνέβη και με τους 67 πεζογράφους που αφορά αυτή η μελέτη. Κάποια βιβλία από αυτά που παρουσιάζω μού είναι άγνωστα και δεν τα διάβασα καθόλου ή εφάρμοσα τη μέθοδο της «διαγώνιας ανάγνωσης»– γι’ αυτά, βέβαια, φρόντισα να πληροφορηθώ από βιβλιοκρισίες άλλων, σχηματίζοντας επαρκή γνώμη. Πολλών πεζογράφων διάβασα το σύνολο του έργου τους, ενώ άλλους τους παρουσίασα στο κοινό της πόλης ή έγραψα για τα βιβλία τους. Δεν υπάρχει πάντως συγγραφέας που να μην διάβασα έστω ένα έργο του, από αυτά που συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτό το κείμενο. Οι τυχόν παραλείψεις βιβλίων άλλων Θεσσαλονικιών –και όχι μόνο– πεζογράφων που τύπωσαν μέσα σ’ αυτήν τη δεκαετία δεν κρύβουν εκ μέρους μου σκοπιμότητα ή ιδιοτέλεια, μόνο αδυναμία να παρακολουθήσω επαρκώς όλες τις νέες εκδόσεις των συμπολιτών μου δημιουργών. Πάντως πιστεύω πως ο αριθμός των 190 παρουσιαζόμενων βιβλίων είναι και επαρκής και αντιπροσωπευτικός για να σχηματιστεί από τον αναγνώστη εικόνα της πεζογραφίας της πόλης στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Επίσης έχω την εντύπωση ότι δεν μου ξέφυγε κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον ή κάτι που χαράζει κάτι εντελώς καινούριο στην πεζογραφία της πόλης. Θα μπορούσα να σταθώ και σε αρκετές ακόμη δεκάδες (ίσως και εκατοντάδες) τυπωμένων βιβλίων, έστω ως απλή αναφορά. Εγκατέλειψα αυτή τη σκέψη γρήγορα, γιατί σκοπός μου δεν ήταν ένα πεζογραφικό πανόραμα της πόλης αναφέροντας εξονυχιστικά όλες τις εκδόσεις (μια δουλειά που, στο παρελθόν, την έκαναν με πολύχρονο μόχθο και υπομονή οι Γιάννης Τζανής και Πέτρος Μπέσπαρης στο βραβευμένο βιβλίο τους Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 1857-2007, ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ, μικρή φιλολογική ΜΠΙΜΠΗΣ, 2007), αλλά μια επιλεκτική τρόπον τινά παράθεση κάποιων σημαντικών και αξιόλογων, κατά τη γνώμη μου, δημιουργών. Ο μελετητής, ο ανθολόγος κι ο κριτικός κρίνονται και μέσα από τις παραλείψεις τους, τις αποσιωπήσεις τους, τα αρνητικά τους σχόλια ή και τις προτιμήσεις τους. Διαφορετικά θα ήταν απλοί καταγραφείς τίτλων, ονομάτων, χρονολογιών και εκδοτικών οίκων, παρουσιάζοντας έργο που θα είχε μόνο στατιστικό ενδιαφέρον.

Εδώ σταματώ την μελέτη, βγαίνοντας από τα βιβλία των άλλων στα οποία καταδύθηκα. Η ενασχόληση αυτή μου προσέφερε και γνώση και μεγάλη ικανοποίηση. Τα βιβλία των άλλων είναι πάντα μια πρόκληση, αλλά και μια διαφυγή, μια διέξοδος από τον μικρόκοσμό μας, το υπερτροφικό μας εγώ και την εσφαλμένη πεποίθηση ότι ένας λογοτέχνης οφείλει να ασχολείται μόνο με το έργο του και όχι με άλλους λογοτέχνες. Κάποιοι από τους αναφερόμενους συγγραφείς τύπωσαν ήδη βιβλία, μέσα στο 2011, που δεν τα συμπεριλαμβάνει φυσικά η παρούσα μελέτη. Ίσως, στο μέλλον, κάποιος συστηματικότερος και ικανότερος μελετητής από μένα, τους καταγράψει, συγκρίνει το μελλοντικό τους έργο με τη δική μου εργασία και βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

 

(2011)

 

 

 

βιβλιογραφία-πηγές

 

Περικλή Σφυρίδη, ΠΑΡΑΦΥΑΔΕΣ ΙΙ, Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 1999-2008, Εισαγωγή-Ανθολόγηση-Επιμέλεια Σωτηρία Σταυρακοπούλου, εκδόσεις Καστανιώτη, 2008

Περικλή Σφυρίδη, πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης ’80-’90, τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη,1992

ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2007

Σωτηρία Σταυρακοπούλου, ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΣΤΗ ΜΑΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΜΑΣ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ-ΓΕΝΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ, εισήγηση στην ημερίδα ΤΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΠΟ ΤΟ 1830 ΩΣ ΣΗΜΕΡΑ, εκδ. Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου

Παναγιώτη Γούτα, ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ, βιβλιοπαρουσιάσεις 2003-2011 (αδημοσίευτο έργο)

Γιάννη Τζανή-Πέτρου Μπέσπαρη, Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΑΔΑΣ 1857-2007, ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗΣ, μικρή φιλολογική ΜΠΙΜΠΗΣ, 2007

BIBLIONET-GOOGLE-ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ

 

[το κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων-Μελέτες-βιβλιοκρισίες (2003-20011), εκδ. Νησίδες, 2011]

 

 

 

 

 

ΠΕΝΤΕ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΙΕΣ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ

 

 

Εισαγωγή

 

Η αποψινή εκδήλωση γίνεται στον απόηχο του θανάτου ενός σημαντικότατου ποιητή της πόλης μας, ενός μυστηριώδη δαμαστή των λέξεων, για να δανειστώ έναν στίχο του, που, πλήρης ημερών, έφυγε την περασμένη εβδομάδα. Μιλώ φυσικά για τον Τάκη Βαρβιτσιώτη, ο οποίος για πολλούς εκ των παρευρισκομένων αλλά και για τις ποιήτριες που βρίσκονται δίπλα μου, θέλω να πιστεύω πως εκτός από σπουδαίος δημιουργός υπήρξε και σημαντικός δάσκαλος. Το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για κείνον είναι να αφιερώσουμε τη σημερινή βραδιά στη μνήμη του.

Θα σας παρουσιάσω τα τελευταία βιβλία πέντε ποιητριών, της Αλεξάνδρας Μπακονίκα, της Ευτυχίας Λουκίδου, της Χλόης Κουτσουμπέλη, της Μαρίας Καρδάτου και της Μαρίας Αρχιμανδρίτου. Τις παραπάνω ποιήτριες συνδέουν οι κοινές προσλαμβάνουσες του τόπου τους, αφού όλες τους διαβιούν στην Θεσσαλονίκη, ενώ άλλο κοινό στοιχείο του έργου τους, ένα ψυχαναλυτικό-υπαρξιακό υπόβαθρο, σ’ άλλες εντονότερο και σ’ άλλες λιγότερο εμφανές, ως κοινός τόπος τής έως τώρα ποιητικής τους δράσης. Επιπλέον, και οι πέντε, κατά την προσωπική μου γνώμη, διανύουν περίοδο ποιητικής ωρίμανσης, κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα στις τελευταίες τους ποιητικές εκδόσεις. Ωστόσο ο κοινός συνδετικός κρίκος των παραπάνω ποιητριών που μου έδωσε το έναυσμα να τις εντάξω σε μία κοινή παρουσίαση, είναι η προσπάθεια προσέγγισης από μεριάς τους του άλλου, του ανοίκειου, του διαφορετικού, όσο κι αν αυτό το άλλο, το ανοίκειο και διαφορετικό έχει, στα τελευταία τους βιβλία, πολλές μορφές και διαφορετικές υποστάσεις για την κάθε μία χωριστά (η υποταγή στον άλλον ως παράμετρος του ερωτικού παιχνιδιού μέσα από βιώματά της ή βιώματα τρίτων για την Μπακονίκα, το δίπολο αρσενικό-θηλυκό και ιδίως η αντρική φύση μέσα από τα μάτια της γυναίκας για την Κουτσουμπέλη, η εναγώνια προσπάθεια ερμηνείας του μυστηρίου της ζωής και του θανάτου με αφορμή τον χαμό αγαπημένου προσώπου για τη Λουκίδου, η αλλοτρίωση μιας ζωής ως προέκταση της αλλοτρίωσης της πόλης για την Καρδάτου, και το ταξίδι σε ξένη πόλη ως πρόσχημα αναζήτησης του άλλου, αναψηλάφησης της έννοιας της ξενότητας αλλά και της περιπέτειας της γραφής για την Αρχιμανδρίτου. Η επιλογή των πέντε συγκεκριμένων ποιητριών δεν υπόκειται σε αξιολογικά κριτήρια ποιότητας του έργου τους αναφορικά με άλλες σημαντικές ποιήτριες της πόλης μας που παραλείπω (Αγαθοπούλου, Καραγιάννη, Μερκενίδου, Τόκα-Καραχάλιου, Αναγνωστοπούλου, Κορνέτη, Χρηστάρα κ. ά.), αλλά έγινε για λόγους οικονομίας τoυ χρόνου της εκδήλωσης.

 

 

Αλεξάνδρα Μπακονίκα

 

Η Αλεξάνδρα Μπακονίκα –«παιδί» της Διαγωνίου, του Ντίνου Χριστιανόπουλου– εδώ και μια εικοσαπενταετία περίπου τυπώνει ποιήματα. Τύπωσε έως σήμερα επτά ποιητικές συλλογές. Ανοικτή γραμμή, 1984, Το γυμνό ζευγάρι και άλλα ποιήματα, 1990, Θείο κορμί, 1994 (εκδόσεις Διαγωνίου), Μαυλιστικά, 1997, (Μπιλιέτο), Παρακαταθήκη ηδυπάθειας, 2000, (εκδ. Εντευκτήριο), Πεδίο πόθου, 2005, Ηδονή και εξουσία, 2009, (εκδ. Μεταίχμιο). Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Τα ποιήματά της, φαινομενικά επαναλαμβάνουν ένα γνώριμο μοτίβο, αναπαράγοντας το «κατακτημένο έδαφος» της, δηλαδή εκλεπτυσμένα ερωτικά συναισθήματα. Όμως αυτή η επανάληψη, σε θέμα και μορφή, είναι –όπως δηλώνει κι η ίδια, σε κάποιο ποίημά της– απόλυτα συνειδητή. «Συνειδητά οδηγούμαι στο ίδιο μοτίβο στα ποιήματά μου».

Είχα γράψει παλιότερα για την Μπακονίκα πως, στα ποιήματά της, «βλέπει τον έρωτα, που κατ’ εξοχήν την απασχολεί στα βιβλία της, στην πιο πλατιά του διάσταση, στην πιο ευρεία του εκδοχή». Με την τελευταία της συλλογή «Ηδονή και εξουσία», που και σ’ αυτήν συνειδητά ακολουθεί το ίδιο τεχνικό και θεματικό μοτίβο, επιβεβαιώνεται η διαπίστωσή μου. Τα νέα της ποιήματα, ερωτικά στην πλειοψηφία τους, καταγίνονται με ιδιαίτερες, έντονες, σχεδόν πάντα ακραίες εκδοχές και αποχρώσεις του ερωτικού παιχνιδιού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι ανακρίβεια το να λέμε πως «επαναλαμβάνεται» σε κάθε νέο της βιβλίο, αφού οι πτυχές, οι διαστάσεις, οι διακυμάνσεις και οι παράμετροι του ερωτικού παιχνιδιού, ανεξάντλητες ούσες, ποικίλουν σε κάθε συλλογή της, δίνοντας κάθε φορά ξεχωριστό τόνο και ιδιαίτερο φωτισμό στο πανάρχαιο παιχνίδι του έρωτα και των αισθήσεων.

Στην τελευταία της ποιητική συλλογή, η ποιήτρια εστιάζει κυρίως στο δίπολο ηδονή και εξουσία, στοιχεία απαραίτητα, αναπόσπαστα και δραστικά, όχι μόνο σε σχέσεις ερωτικής υφής αλλά στο σύνολο των ανθρωπίνων σχέσεων. Οι πάσης φύσεως εξουσίες πάντα γεννούν το αίσθημα της ηδονής, αλλά και η ερωτική ηδονή έχει σαν επακόλουθο την υποταγή (ψυχική ή σωματική) του ενός στον άλλον, δημιουργώντας αυτομάτως σχέσεις εξάρτησης και εξουσίας. Αποθησαύρισα σκόρπιους στίχους της που φανερώνουν τον άρρηκτο δεσμό που υπάρχει στο παραπάνω λεκτικό δίπολο:

«Με κολακεύει που στη ματιά μου / κάποιες στιγμές ερωτικά υποταγμένο σε αισθάνομαι», «το έντονο βλέμμα της επάνω μου / σαν να θέλει να με σβήσει, να με εξαφανίσει, / γιατί απειλώ την κυριαρχία της να γοητεύει τους άνδρες, / της κλέβω την πρωτιά», «οι δρόμοι μας σαν εραστές χωρίζουν. / Όσο κι αν συντρίβομαι δεν θα τον παρακαλέσω», «έκοψα κάθε συνάφεια μαζί του / θέλει να εξουσιάζει…», «Μεταχειριζόταν τους άνδρες σαν παιχνιδάκια / και χωρίς αντάλλαγμα εκ μέρους της, / έπρεπε να πληρώσουν και να εξυπηρετήσουν.», «κουρέλιαζε τον άνδρα της με άγριες επιπλήξεις, / του έδινε διαταγές για το παραμικρό/…../ αν δεν κυριαρχήσω εγώ, θα κυριαρχήσει εκείνος», «αν είσαι εμπόδιο, / και επειδή τους δίνει αίσθηση υπεροχής / θα σε συντρίψουν».

Σε άλλη κατηγορία ποιημάτων που συμπεριλαμβάνονται στο Ηδονή και εξουσία γίνεται μια προσπάθεια (ίσως ακούσια) ψυχαναλυτικής ερμηνείας ερωτικών συμπεριφορών διαφόρων προσώπων, ενώ σε άλλα η ποιήτρια στέκεται στην ερωτική στέρηση που έχει ως επακόλουθο αλλοπρόσαλλες συμπεριφορές ή υπέρμετρη σκληρότητα και κακότητα εκ μέρους κάποιων εκ των πρωταγωνιστών της.

«Μα αυτός δεν έζησε, / οι γυναίκες που πόθησε τον προσπέρασαν / με αδιάφορο βλέμμα», ενώ ο φιλόδοξος και πραγματιστής επιχειρηματίας της πόλης που περιαυτολογεί για τις επιτυχίες του στις δουλειές και συχνάζει σε σαλόνια και δεξιώσεις… «Στην αίθουσα του σινεμά κάθισε μόνος του / μερικές σειρές πιο μπροστά από μένα /…/ Τον είδα μελαγχολικό, με την ανάγκη / να βυθιστεί στην πλοκή της ερωτικής ιστορίας, /… / Τον είδα μελαγχολικό και όσο ποτέ άλλοτε ανθρώπινο».

Τα ποιήματα της τελευταίας συλλογής της Μπακονίκα, μπορεί να είναι ερωτικά στην πλειοψηφία τους, αλλά όχι στο σύνολό τους. Υπάρχουν ποιήματα με κοινωνική διάσταση, καταγραφή χαρακτήρων ή φευγαλέες σκηνές, εικόνες, βλέμματα, περιστατικά, που αφήνουν ως επίγευση μια ξεχωριστή αίσθηση, αφού όλα τους πρωτίστως στοχεύουν στο συναίσθημα. Η τεχνική των πολλαπλών προσωπείων που ανάγεται απευθείας στον Καβάφη, είναι ευδιάκριτη σε ποιήματα που δεν είναι πρωτοπρόσωπα, ενώ της ποιήτριας δεν διαφεύγουν και τα κονταροχτυπήματα του συγγραφικού σιναφιού στην πόλη όπου ζει. Μιας πόλης που είναι έντονα παρούσα σε ένα μόλις ποίημα, κυρίως μέσα από ερωτικά σταμπαρισμένες περιοχές (πλατεία Άθωνος, Βαρδάρι, Μοναστηρίου), αλλά και χρησιμοποιημένης ως φόντο σε άλλα της ποιήματα (πλατεία Ναβαρίνου, Αριστοτέλους, Βασιλέως Ηρακλείου). Κάποια ποιήματα, στα οποία η Μπακονίκα ενσταλάζει τις σωστές δόσεις του κοινωνικού και του ερωτικού στοιχείου (ερωτική στέρηση για την ακρίβεια) είναι αληθινά διαμάντια. Ξεχωρίζω ανεπιφύλακτα το ποίημα «Η Αλβανίδα», όπου θίγεται ένα κοινωνικό πρόβλημα σε συνδυασμό με το αίσθημα της μοναξιάς και της ερωτικής στέρησης που βιώνει η ηρωίδα της.

Η Μπακονίκα με συνέπεια, ήθος, τόλμη και πάνω απ’ όλα με ευρεία ποιητική όραση, συνεχίζει τη γόνιμη πορεία της, εκδίδοντας ποιήματα. Στον ερωτικό τομέα καταγίνεται με τις ανεξάντλητες ιδιαίτερες αποχρώσεις του προαιώνιου ερωτικού παιχνιδιού, ενώ η ματιά της σε ζητήματα καθημερινότητας, κοινωνικής παθογένειας ή σκιαγράφησης προσώπων και χαρακτήρων, είναι εξίσου ενδιαφέρουσα. Μπορεί το μοτίβο των ποιημάτων της να είναι γνωστό κι αναμενόμενο, ωστόσο η ίδια έχει πάντα κάτι καινούριο να μας πει και να μας αποκαλύψει.

 

 

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου

 

Η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου γεννήθηκε στο Μόναχο. Ζει στη Θεσσαλονίκη και εργάζεται ως φιλόλογος. Έχει γράψει μελέτες και έχει συνεργαστεί με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά και στα γερμανικά. Είναι μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Τύπωσε τις συλλογές: Λυπημένες μαργαρίτες (Εγνατία, 1986), Το τρίπτυχο του φέγγους (ιδιωτική έκδοση, 1993), Εν τη ρύμη του νόστου (Αρμός, 1999), Ν’ ανθίζουμε ως το τίποτα (Καστανιώτης, 2004), Ακροατής οριζόντων (Γαβριηλίδης, 2004), Όροφος μείον ένα (Καστανιώτης, 2008). Το στοιχείο που δεσπόζει σ’ αυτήν την τελευταία ποιητική της συλλογή είναι το πένθος.

Το πένθος, σύμφωνα με την ψυχολογία, είναι οι ψυχικές, συναισθηματικές και σωματικές αντιδράσεις ενός ανθρώπου μετά το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου. Είναι φυσιολογικό μέρος της ζωής μας και, συνήθως, δεν θεωρείται πάθηση. Επίσης περιλαμβάνει πέντε στάδια, τα οποία ο πενθών τα βιώνει διαδοχικά. Το στάδιο της άρνησης, του θυμού, της διαπραγμάτευσης, της κατάθλιψης και, τέλος, της αποδοχής. Στην ιστορία της λογοτεχνίας έχουμε εξαιρετικά έργα που σχετίστηκαν με το πένθος. Ποιητές ή συγγραφείς έγραψαν ευρισκόμενοι σε κατάσταση πένθους ή μίλησαν επ’ ονόματι άλλων που βίωσαν έναν απροσδόκητο, ακατανόητο χαμό. Πρόχειρα έρχεται στο μυαλό μου ο Παλαμάς με τον Τάφο όπου θρηνεί το μόλις τεσσάρων ετών παιδί του, τον Άλκη, ο χαμός του οποίου τον είχε συγκλονίσει, αλλά και το αριστούργημα του Ρίτσου, Επιτάφιος, στο οποίο μία μάνα θρηνεί πάνω από το άψυχο κουφάρι του γιου της. Μια αιρετική αλλά αρκετά ενδιαφέρουσα φωνή της Θεσσαλονίκης σχολίασε κάποτε αρνητικά την περίπτωση του Ρίτσου, λέγοντας πως δεν είναι δυνατόν μια μάνα που ζει ένα τέτοιο δράμα, να εκφέρει τον λυγμό της και τον θρήνο της με τόσα λεκτικά στολίδια, τόσες μεταφορές και τόσες παρομοιώσεις. Ο πόνος σε τέτοιες περιστάσεις παραμένει βουβός. Ωστόσο κανένας δεν μπορεί να υποδείξει σε έναν λογοτέχνη το πώς πρέπει να αντιδράσει, ή να εμποδίσει έναν δημιουργό να αξιοποιήσει καλλιτεχνικά τον χαμό ενός αγαπημένου του  προσώπου, να μιλήσει δηλαδή για το πένθος του, ειδικά όταν αυτό αποτελεί προσωπικό του βίωμα.

Η Λουκίδου, μέσα από τριάντα ένα ποιήματα που μπορούν να εκληφθούν ως ενιαίο σώμα, καταθέτει τον σπαραγμό της για τον χαμό του πατέρα της. Ο τίτλος της συλλογής είναι παρμένος από τον χώρο αρκετών νοσοκομείων, όπου γίνονται ακτινοβολίες και χημειοθεραπείες σε καρκινοπαθείς αρρώστους. Στο ασανσέρ, για να οδηγηθεί κανείς στο συγκεκριμένο μέρος πατάει το κουμπί -1, που υποδηλώνει έναν όροφο κάτω από το ισόγειο. Ο τίτλος, εκτός από πραγματιστική έχει και μεταφορική-μεταφυσική σημασία, αφού συμβολίζει την κάθοδο, την παγερή αλλά νομοτελειακά αναγκαία μετάβαση από τη γη στο χώμα, την πτώση, τον θάνατο. Συμβατό με τη θεματολογία αλλά και με το ύφος του βιβλίου και το εξώφυλλο: ένα αντεστραμμένο νεκρικό πορτρέτο, ένα φαγιούμ, στο κάτω πάτωμα, στο κάτω μέρος του πλαισίου, και πάνω του χώματα και πέτρες. Τα μάτια τού άντρα είναι ανοιχτά, ίσως γιατί η μνήμη κάποιου εν ζωή αγαπημένου προσώπου το κρατάει ζωντανό.

Στο φόντο όλων των ποιημάτων της συλλογής, ακόμα και σε κείνα που δεν εμφανίζεται με ευκρίνεια ο άρρωστος πατέρας που αργοσβήνει σε ένα νοσοκομείο, βρίσκεται ο θάνατος. «Ένα καβούρι αιμάτινο / έβαφε με σκουριά τα σπλάχνα / του πατέρα μου». Η Λουκίδου συνδιαλέγεται με τον θάνατο, αισθάνεται απέναντί του δέος, οργίζεται, θυμώνει, προσπαθεί να τον κοιτάξει κατάματα, να τον ερμηνεύσει, να βρει ένα αδύνατο, τρωτό σημείο του, να επωφεληθεί από μια αδράνειά του. Παρότι δηλώνει πως γεννήθηκε «έτσι λεπτά ντυμένη» (στίχος που μου θύμισε έναν αντίστοιχο της Καριζώνη: το φουστάνι μου είναι πολύ λεπτό / γι’ αυτήν την εποχή, από το Πανσέληνος στην οδό Φράγκων), τα λόγια της δείχνουν θάρρος και αποφασιστικότητα. «Στην ενδοχώρα του θανάτου / θα εισβάλω ν’ αχρηστευτούν / εξ άπαντος οι ανθρωποπαγίδες». Ας δούμε κι άλλους στίχους της που επαληθεύουν την παραπάνω συνδιαλλαγή της με το αναπόφευκτο: «Ξέρω, βασανισμένοι είμαστε / πολύ βασανισμένοι / κι ο θάνατος φιλάνθρωπος», «ο θάνατος αποβραδίς μάς έφραζε το δρόμο», «…μ’ αυτόν τον ψεύτη θεατρώνη / που πάνω που τα λόγια σου / φαρσί τ’ αποστηθίζεις / έρχεται και –κακήν κακώς– / έξω σε βγάζει από το έργο», «..ανάβουν τα καντήλια τους / για το θεό του φόβου / που εφημερεύει κι αγρυπνά / και τους δικούς μου επί πίνακι γυρεύει», «Τελειώνουμε / Υγρή, ακάθεκτη σιωπή / μ’ εγκαθιστά στους βάλτους της», «μαζί Του παίζουμε / όπως τ’ ανίδεα παιδιά / με λούτρινο θηρίο».

Η συλλογή βρίθει από υπαρξιακές σκέψεις και αγωνίες της ποιήτριας, που σαν ηλεκτρικές εκκενώσεις την διαπερνούν. «Σιδηρουργείο η ζωή / και βάρος αμετάθετο η τελευταία λέξη». Αλλού, πάλι, της φαίνεται φαρσοκωμωδία όλο αυτό που της συμβαίνει και λέει «ο τελευταίος ασπασμός / η παντομίμα της ύστατης ταπείνωσης», ενώ το τελευταίο καταφύγιό της για την αποφυγή του μοιραίου είναι πάντα ο Θεός (το θρησκευτικό στοιχείο είναι εμφανές και σε παλιότερα πoιήματα της Λουκίδου) και η προσευχή: «Τους μήνες που κοιμάται ο κάβουρας / κοντεύω να πιστέψω / πως ίσως και να με ακούς / Πως κάπως σε συγκίνησα κι εγώ…» Από την άλλη, η δημιουργός έχει την ωριμότητα (και την ποιότητα ως άνθρωπος, θα έλεγα) να γειώνει μέσα της τόσο τη θλίψη που την διακατέχει όσο και τις υπαρξιακές της αγωνίες, μεταποιώντας τα όλα αυτά σε ειλικρινή, σπαραχτικά ποιήματα. «Γιατί κι η ύπαρξη μια καταδίκη είναι / μια εκκρεμότητα με πλάνες στολισμένη / μια διαρκής αναβολή», λέει στις πρώτες σελίδες της, για να ολοκληρώσει αυτήν την υπαρξιακή αγωνιώδη καταβύθισή της, στην τελευταία στροφή του τελευταίου της ποιήματος: «Ποια πρόφαση λοιπόν θα ’ναι ικανή / την παρουσία μας στους αποχωρισμούς / να αποτρέψει; / Μονάχα σκέψεις αιχμηρές / μα το μυστήριο –ό,τι κι αν πεις– δεν αναιρείται. / Με άφωνες κι ασυνάρτητες απαγγελίες κοριτσιών / δεν στήνονται στους κεραυνούς ενέδρες».

Ολόκληρη η συλλογή, αρχής γενομένης από τον τίτλο της, έχει ψυχαναλυτικό υπόβαθρο. Η κορύφωση συμβαίνει στο ποίημα «Ο βατραχάνθρωπος». Εδώ η ποιήτρια, μη αποδεχόμενη τον επερχόμενο θάνατο του πατέρα της, αναζητά τρόπους εξαΰλωσης του, όπως του άρμοζε από την ζωή που είχε ζήσει. Συναντάμε λοιπόν το στοιχείο της απώθησης της νεκρικής εικόνας που αντικρίζει, φανταζόμενη έναν άλλο σωσία του να παίρνει τη θέση του στο μνήμα. Όλο αυτό λειτουργεί ως αμυντικός μηχανισμός που απαλύνει κάπως την απόγνωσή της. Επίσης στο ποίημα «Το φάντασμα», ο πατέρας της επιστρέφει ως φάντασμα ζώντας σε υπόγειο. Η ποιήτρια μπορεί να διαχωρίσει την ανάμνηση από το σώμα του πατέρα της κι αυτό φαίνεται από την κτητική αντωνυμία «σου» που υπάρχει στον στίχο: «βάζει το παιδικό μου κόκκινο παλτό [το φάντασμα] / στους ώμους σου επάνω με ανεβάζει». Το σώμα, δηλαδή, είναι κάτι που έμεινε ζωντανό χάρη στην αγάπη της κόρης-ποιήτριας. Τέλος στο ποίημα «Βελόνες» που το θεωρώ κορυφαίο της συλλογής (οι βελόνες είναι ένα τέχνασμα αλλεπάλληλων αλληγοριών και συνεκδοχών για να μας μεταφερθεί σταδιακά το τελικό αίσθημα του πόνου που την πλημμυρίζει) η Λουκίδου εκφράζει πηγαία όλο το βούρκωμα και την απόγνωσή της για κάτι που δεν μπόρεσε να σώσει, θεωρώντας τον χαμό του πατέρα της ως προσωπική της ήττα. Κράτησε, θαρρείς, την απόγνωση της στιγμής ατόφια κι εκείνα τα «παλέψαμε» και «υποστούμε» που χρησιμοποιεί δείχνουν το μέγεθος του πόνου της, φτάνοντας στο αυτί μας ως υπέρτατος λυγμός.

Η Λουκίδου, είναι μια βαθιά υπαρξιακή ποιήτρια, που στη γραφή της συνεχίζει την παράδοση σημαντικών υπαρξιακών ποιητριών της Θεσσαλονίκης, όπως της Ζωής Καρέλη και της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου. βρίσκω πως έχει επηρεαστεί πρωτίστως από την Καρέλη, σημαντικά από τον Ορέστη Αλεξάκη και λιγότερο από τη Δημουλά, ενώ υφολογικά συγγενεύει και με τον σημαντικό ποιητή Σταύρο Ζαφειρίου. Εξέλαβα την τελευταία συλλογή της όχι μόνο ως ποιητικό επικήδειο στον αγαπημένο πατέρα της, αλλά και ως μια εναγώνια προσπάθεια να ερμηνεύσει το μυστήριο της ζωής και του θανάτου, να φτάσει στις πιο βαθιές χαράδρες της ύπαρξης, ψηλαφώντας με οδύνη αλλά και με αξιοπρέπεια το ακατανόητο αλλά και αβάσταχτο χαμό αγαπημένων προσώπων. Στίχοι θρηνητικοί και ειλικρινείς, σπαραχτικοί και καθηλωτικοί που φτάνουν στο ακουστικό αισθητήριο του αναγνώστη σαν απέλπιδα ικεσία, σαν προσευχή σ’ έναν Θεό που βλέπει, ακούει, κρίνει κι αποφασίζει, πάνω και πέρα από τ’ ανθρώπινα.

 

 

Χλόη Κουτσουμπέλη

 

Η Χλόη Κουτσουμπέλη ασχολείται με την ποίηση (τυπώνει από το 1984, χρονιά που πρωτοτύπωσε και η Μπακονίκα) αλλά ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο και το μυθιστόρημα. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Παράλληλα είναι υπεύθυνη λογοτεχνικής ύλης στο περιοδικό Ένεκεν, που εκδίδει ο ποιητής και συγγραφέας Γιώργος Γιαννόπουλος. Τα μέχρι τώρα ποιητικά της βιβλία είναι τα εξής: Σχέσεις σιωπής (Εγνατία, 1984), Η νύχτα είναι μια φάλαινα (Βιβλιοπωλείο Λοξίας, 1990), Η αποχώρηση της Λαίδης Κάπα (Νέα Πορεία, 2004), Η Λίμνη, ο Κήπος και η Απώλεια (Νέα Πορεία, 2006) και Η αλεπού και ο κόκκινος χορός (Γαβριηλίδης, 2009) που θα μας απασχολήσει απόψε.

Το ποιητικό σύμπαν της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι πολύχρωμο και γοητευτικό. Οι ποιητικές φιγούρες της, από τα παλιότερα ακόμα ποιήματά της, είναι παραμυθένιες, τα πρόσωπα κινούνται ανάμεσα σε μύθο και πραγματικότητα, και τα δημιουργήματά της θυμίζουν ακραίες παραλλαγές ιστοριών για μικρά ή και για μεγάλα παιδιά, διεσταλμένα συχνά μέσα σε ένα σκηνικό μυστηρίου ή και τρόμου. Ακόμα και οι τίτλοι πολλών ποιημάτων της είναι αλληγορικοί, και, στο κουκούτσι τους, τα ποιήματα κρύβουν κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που φανερώνουν. Στην τελευταία συλλογή της, Η αλεπού και ο κόκκινος χορός, τα παραπάνω δεδομένα ξεκινούν να υφίστανται από τον τίτλο της ακόμη, που θυμίζει τίτλο αλλόκοτου παραμυθιού σαν εκείνα των αδελφών Γκριμ.

Ενώ το τόπος των συλλογών των υπόλοιπων ποιητριών, με εξαίρεση ίσως την Αρχιμανδρίτου, είναι η Θεσσαλονίκη (περισσότερο στην Καρδάτου και λιγότερο σε Μπακονίκα και Λουκίδου) ο τόπος των ποιημάτων της Κουτσουμπέλη είναι απροσδιόριστος. Ούτε σε ένα ποίημα της τελευταίας της συλλογής προσδιορίζεται η Θεσσαλονίκη, ενώ και ο χρόνος φαντάζει διεσταλμένος και απροσδιόριστος, όπως συμβαίνει στους μύθους και στα παραμύθια. Ίσως όλο αυτό το σκηνικό (η σκηνοθεσία να λέγαμε καλύτερα) να είναι μια άμυνα από μεριάς της ποιήτριας στο να αντιπαρέλθει την ασχήμια, τη σκληρότητα, τη μιζέρια της πόλης που την περιβάλλει και όπου διαβιεί.

Τι θα συναντήσουμε σε αυτήν, την πέμπτη κατά σειρά, ποιητική συλλογή της; Λύκους μεταμφιεσμένους σε ανθρώπους που ξεσκίζουν σάρκες, βιολιστές με κόκκινα βιολιά, εύθραυστες γυναικείες μορφές και άντρες απρόσιτους, που δεν τις συναισθάνονται και αιωνίως φεύγουν, καβαλιέρους που εξατμίζονται σε ονειρώδεις εσπερίδες με μουσική υπόκρουση ταγκό εξαναγκάζοντας τις ντάμες τους να πηδούν στο κενό, την τραγική Αντιγόνη –γυναίκα-σύμβολο και θηλυκό αρχέτυπο συνάμα, αλλά και μια διαχρονικά ευάλωτη ύπαρξη– να κουβαλά μέσα της τον Κρέοντα, ψάχνοντάς τον σε όλους τους άντρες που αγάπησε. Αλλά και άλλου τύπου ποιήματα, μικρότερα σε έκταση, με αξιοσημείωτη πυκνότητα και οικονομία στη γραφή τους, με τα οποία, εν είδει αναζήτησης ύφους η ποιήτρια, ψηλαφεί τη θλίψη, το απρόσιτο του έρωτα, το μάταιο των ερωτικών μετακινήσεων, το αίσθημα της σωματικής απουσίας, ακόμα και τις παλιές της συμμαθήτριες.

Η Κουτσουμπέλη πιστεύω πως είναι δύσκολο να καταταχτεί, ως προς το ύφος και τη θεματολογία της, σε κάποια από τις κλασικές ποιητικές κατηγορίες, αφού παίζει παράλληλα σε πολλούς τομείς (υπαρξιακό, προσωπικό, κοινωνικό, ερωτικό πεδίο). Εντούτοις, πολλά της ποιήματα είναι εξαιρετικά, και επιπλέον αυτό που φαίνεται διακαώς να την απασχολεί και να αποτελεί το συνεκτικό κρίκο αρκετών ποιημάτων της –και εδώ νομίζω πως τα καταφέρνει καλύτερα– είναι η προσπάθεια της να προσδιορίσει, να προσεγγίσει και να ερμηνεύσει το προαιώνιο παιχνίδι ανάμεσα στο αρσενικό και στο θηλυκό. Παραθέτω στίχους από ποιήματα της συλλογής, όπου ψηλαφεί την αντρική φύση και εστιάζει στο δίπολο άντρας-γυναίκα:

«Ούτε θεός ούτε διάβολος / Στον Κήπο τον αποκαλούσαν “άντρα” / Στο στόμα άφηνε γεύση μήλου σε αποσύνθεση.» (ποίημα «Εύα»), «Είμαι μόνο μια γυναίκα / γυμνή πάνω σε ένα σαλιγκάρι /……. / Είσαι άντρας / από διαφορετική βροχή το φύλο σου / με ανασαίνεις» (ποίημα «Εμείς»), «όλοι οι άντρες μου λέγονταν Ριβέρα / γιατί ήξεραν θαυμάσια / να προκαλούν τον πόνο» (Ποίημα «Στην Frida Kahlo») ή «Σάββατο, ώρα δώδεκα το βράδυ / μια γυναίκα / ένας άντρας / αυτός άπλωσε το χέρι / ένα άγγιγμα στο μάγουλο / τόσο απλό τόσο πολύπλοκο / τόσο ανεπανάληπτα παλιό» (ποίημα «Το άγγιγμα»).

Οι άντρες, συχνά ανάξιοι να εκτιμήσουν τη γυναικεία χάρη και ομορφιά, φαντάζουν άκαμπτοι και μονοδιάστατοι, ενώ οι γυναίκες, ευάλωτες και υποτιμημένες, δεν εισπράττουν αυτό που τους ανήκει στο συνεχές δούναι και λαβείν μαζί τους. Ωστόσο αυτή η πραγματικότητα (αν μπορούμε να μιλάμε για πραγματικότητα σ’ ένα μονίμως παραμυθένιο, υπερβατικό, σουρεάλ σκηνικό) πονάει την ποιήτρια – είναι η προσωπική της αλήθεια και την καταθέτει με τόλμη.

Αλλού πάλι, το ερωτικό σμίξιμο δεν είναι τρυφερό, αλλά αρπακτικό, ιδίως από την πλευρά του αρσενικού. Ενώ το θηλυκό δίνεται τρυφερά, η απόπειρα παρσίματός του από το αρσενικό είναι βίαιη, τραχιά, αφηνιασμένη. Παραθέτω ολόκληρο το ποίημα «Το δωμάτιο», που πιστεύω πως είναι από τα καλύτερα της συλλογής: «Ένα κρεβάτι διπλό και μια λεκάνη / Πρώτα με πλένεις / Δέκα δάχτυλα / μαύρα άλογα / αφηνιασμένα ιδρωμένα λαχανιάζουν / κοράκια φτερουγίζουν τρελαμένα / κόκκινοι λύκοι με μυρίζουν / Με χαϊδεύεις. / Ύστερα έρχεσαι. / Όπως ποτέ. / Όπως ξανά. / Στο πιο / κρυφό δωμάτιο του κορμιού μου.»

Η Κουτσουμπέλη ψηλαφεί τις ανθρώπινες σχέσεις με φαντασία και τολμηρή εικονοποιία, ενώ από τα ποιήματά της δεν λείπουν οι ψυχαναλυτικές προεκτάσεις (η μικρή Γκρέις που πιπιλάει τριάντα χρόνια τώρα το δάχτυλό της, φανερώνει καθήλωση στο στοματικό, κατά Φρόιντ, στάδιο) και οι συμβολισμοί (η πανούκλα που κουβαλούν οι μετανάστες στο πλοίο, οι τυφλοπόντικες που «συνεχίζουν να σκάβουν το λαγούμι / και πού και πού οσμίζονται ανήσυχα / έναν ολόκληρο αιώνα» κ. τλ.).

Υπό το πρίσμα της παραπάνω ανάλυσης, κρίνω πως η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή των ποιημάτων της Χλόης Κουτσουμπέλη είναι η ερωτική, παρότι στα ερωτικά της ποιήματα, κάποιες φορές, το ονειρικό στοιχείο συνειδητά υπονομεύει και αναιρεί τον ρεαλισμό τους.

 

 

Μαρία Καρδάτου

 

Η Μαρία Καρδάτου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε αγγλική λογοτεχνία και παράλληλα έκανε σπουδές στην ιταλική και στη ρώσικη γλώσσα και λογοτεχνία. Εργάστηκε ως καθηγήτρια στην ιδιωτική και, για ένα διάστημα, στη μέση εκπαίδευση. Είναι μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Κυκλοφόρησε τις συλλογές: Ερωτικός ένοικος (1987), εκδόσεις «Εκ Παραδρομής»-Αιμίλιος Καλιακάτσος, Το αγκίστρι (1994), Αχαϊκές Εκδόσεις,  Αερολέσχη (1997), εκδόσεις Τραμάκια, Ούτε δροσιά (2002), εκδόσεις Νεφέλη και  Αβλαβής διέλευση (2009), εκδόσεις Νεφέλη. Η τελευταία συλλογή της είναι αυτή που θα μας απασχολήσει σήμερα.

 

«Η πόλη είσαι εσύ / Πόσο να αντέξεις»

 

Με αυτό το καταληκτικό δίστιχο του πρώτου μόλις ποιήματος της συλλογής η Μαρία Καρδάτου δίνει το ποιητικό της στίγμα τόσο υφολογικά όσο και θεματικά. Η πόλη της Θεσσαλονίκης, όπου και ζει, είναι παρούσα σε αρκετά της ποιήματα, και αποτελεί ένα μέρος μόνο των θεμάτων που την απασχολούν. Το διακρίνουμε στο ποίημα «Δυτική Θεσσαλονίκη» αλλά και στο «Το νερό του Σεΐχη», όπου μέσω της σαλονικιώτικης τοποθεσίας Σέι σου γίνεται αναδρομή στα όνειρα που χάθηκαν και σε μια διαδρομή από την εποχή της αθωότητας στο ζοφερό σήμερα. «Κάψαμε το δάσος / και μεγαλώσαμε». Στο «Δυτική Θεσσαλονίκη» η μυρωδιά του καφέ, του βασιλικού και του ρόδου συντηρούν την αθωότητα, την ομορφιά, τη ζωή μες στην αποφορά, τον θάνατο, τη θλίψη, τη σιωπή των μολυσμένων συνοικιών. Η πόλη, λοιπόν, πανταχού παρούσα. Όμως όχι ωραιοποιημένη και μακιγιαρισμένη για να καλυφθούν οι σκιές και οι ρυτίδες της, αλλά μια πόλη που αποπνέει φθορά και αποσύνθεση, μια Θεσσαλονίκη αλλοτριωμένη, μολυσμένη, με ρακοσυλλέκτες και ποντικούς που οδεύουν σε σκοτεινούς λαβυρίνθους. «Τα δέντρα τα έκοψαν στην Όλγας. / Από τους κορμούς τους / χαμηλά / οι κύλινδροι ξεροί / Για να σκοντάφτουμε στο όνειρο / που πήγαινε να ανθίσει». Άφυλη ούσα, λοιπόν, η πόλη, προσωποποιείται θαυμάσια μέσω του αναγνώστη, με τον οποίον η ποιήτρια συνομιλεί. Έτσι η πόλη λαμβάνει υπόσταση, παίρνει σάρκα και οστά, γίνεται ταυτοχρόνως εμείς αλλά και ο καθένας μας χωριστά.

Το υφολογικό στίγμα της Καρδάτου, που διακρίνεται κι αυτό στο αρχικό δίστιχό της, είναι η συχνή χρήση του δεύτερου ενικού προσώπου στην εκφορά των στίχων της. Υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι η ποιήτρια με κάποιον συνομιλεί και σε κάποιον απευθύνεται. Άλλοτε υποθέτουμε πως αυτός ο άλλος είναι κάποιος αγαπημένος της ή μία φίλη. Είναι, μια επινόηση, πιστεύω, για να πλησιάσει τον άλλον, στη θέση του οποίου προσπαθεί για λίγο να μπει. Ή ίσως να είναι ένα τέχνασμα για να συνομιλήσει με τον ίδιο της τον εαυτό, ανακαλύπτοντας κάποιες σκοτεινές, αδιόρατες πτυχές του. Η ποιήτρια είναι μονίμως ο πομπός μηνυμάτων, νοημάτων, αισθημάτων, σκέψεων, ενώ ο αποδέκτης είναι κάποιο δυσπροσδιόριστο «εσύ» ή «εσένα». Ένα «εσύ» με το οποίο έχει συχνά μεγάλες αντιθέσεις και διαφορές, όπως μαρτυρούν οι παρακάτω στίχοι: «για μένα ναρκοπέδιο / πεδίο βολής για σένα», «εσύ ποτέ δεν είσαι εκεί / πάντα ήσουν αλλού», «δεν θα καρπίσουνε / και φέτος / τα λόγια που σου έγραψα», «Τότε ήταν που είδα / τις μελλοντικές σου σκέψεις / να φεύγουν δαχτυλίδια καπνού», «το αίμα που ρέει / δεν είναι η αλήθεια σου», «κάτι με πνίγει από τότε / που σ’ έδιωξα σκληρά» κ.τλ.

Ένα άλλο στοιχείο που κάνει την Καρδάτου να συγγενεύει με τις τελευταίες συλλογές της Κουτσουμπέλη, της Μπακονίκα, της Λουκίδου και της Αρχιμανδρίτου είναι ένα ψυχαναλυτικό υπόβαθρο που είναι εμφανές σε αρκετά της ποιήματα. Η χρήση λέξεων-συμβόλων όπως πηγάδι, υπόγειο ή ποταμόπλοιο, υποδηλώνουν την παραπάνω σκέψη μου. «Το ποταμόπλοιο μια λύση» – μήπως η ποίηση τελικά; αναρωτιέμαι. Αλλά και στίχοι, όπως: «τα λευκά κελιά των αποθηκών» ή «ανοίγω την πόρτα στο σκοτάδι», συμβολίζουν μια καταβύθιση της ποιήτριας στο ασυνείδητο. Στο ποίημά της «Ωραία γυναίκα» που το καλύπτει μια αχλή μυστηρίου, υπάρχει κίνηση και δράση, ενώ στο τέλος μάς περιμένει μια δυνατή, αναπάντεχη αντίθεση με την ύπαρξη του ωραίου λουλουδιού στο υπόγειο της πολυκατοικίας. Το μήνυμα είναι προφανές. Η ομορφιά, η αγνότητα, η αθωότητα κατοικοεδρεύουν στα πιο μύχια, στα πιο σκοτεινά, στα πιο βαθιά υπόγεια της συνείδησής μας. Αλλού πάλι, η λέξη «δωμάτιο» (ποίημα ΒΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΧΑΟΣ), όρος-σύμβολο παραπλήσιος με «πηγάδι» και «υπόγειο», μάλλον υποδηλώνει τη συνείδηση. «Από το δωμάτιο στο χάος / μερικά βήματα»

Άλλα θέματα που απασχολούν την ποιήτρια: Η αίσθηση της απώλειας, η διάβρωση προσώπων-συνειδήσεων, τα παλιά μας όνειρα που εκποιούνται σε αγροτεμάχια, η παραδοξότητα της ύπαρξης ενός κήπου σε μια τσιμεντένια ταράτσα διαμερίσματος, ο εφησυχασμός και η υπέρμετρα ανόητη αισιοδοξία μας απέναντι στον «μέγα τρομοκράτη / κουκουλοφόρο / τον θάνατο» (αλλού τον χαρακτηρίζει μέγα ραδιούργο και γητευτή, αλλού πάλι λέει Λίγο πριν αλεστούν όλα / στη μηχανή του μεγάλου / απορριμματοφόρου, και μ’ αυτούς τους τελευταίους στίχους συγγενεύει εκλεκτικά με το τελευταίο βιβλίο της Λουκίδου), η εξαίσια φωνή της Μαρίας Κάλας, ο ατίθασος έρωτας που αποτελεί είδος προς εξαφάνιση, η ελπίδα που ψυχορραγεί σαν «ανόητη πηγή, μπαζωμένη». Φράσεις της ποιήτριας όπως τρωγλοδύτες, λαθρομετανάστες της ζωής, ρακοσυλλέκτες, έκπτωτοι άγγελοι και αχθοφόροι της νύχτας (τα όνειρα που είναι πνιγμένα στο κρασί), έχουν μεταφορική σημασία στα ποιήματά της, ωστόσο φαίνεται πως στη τέχνη της αρδεύει από τα ταπεινά και τα ασήμαντα της ζωής και της πόλης, με την επιμονή και το μόχθο κάποιου που συλλέγει πολύτιμα αντικείμενα μέσα από σκουπίδια.

Ξεχώρισα μεταξύ άλλων τα ποιήματα: «Το νερό του Σεΐχη» για την αβίαστη ποιητική ροή και το ωραίο τέλος, το «Βαρδάρης» για την έντονη εικονοποιία του, το «Βετεράνος», στο οποίο η ποιήτρια προσπαθεί να προσεγγίσει ενσυναισθητικά μια απροσδιόριστη μοναχική φιγούρα που της προκαλεί το ενδιαφέρον, και το «Αβλαβής διέλευση» (που έδωσε τον τίτλο του στη συλλογή), στο οποίο η Καρδάτου προσπαθεί να προτείνει μια κάποια λύση στα σκοτάδια και στα προβλήματα της εποχής της. «Να περνάς ανάμεσα / από τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη / με το αδιόρατο χαμόγελο / μίας ήττας / που τη μετέτρεψες σε νίκη» μας συστήνει στο πάντα γνώριμό της, ζεστό και φιλικό δεύτερο ενικό, κλείνοντάς μας υπαινικτικά το μάτι, και λέγοντάς μας πως «ελεύθερος θα είσαι πια / μόνο στα όνειρά σου».

 

 

Μαρία Αρχιμανδρίτου

 

Διακριτική αλλά ουσιαστική ποιητική παρουσία η Μαρία Αρχιμανδρίτου στα ελληνικά γράμματα. Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: Λέξεις (Θεσσαλονίκη, 1976), Ένα γράμμα για σένα (Θεσσαλονίκη, 1979), Χρονομηνύματα (Αιγόκερως, Αθήνα, 1984), Μεταλλάξεις (Αιγόκερως, Αθήνα, 1986), Της απουσίας (Αιγόκερως, Αθήνα, 1988), Ήχος μόνος (Τραμάκια, Θεσσαλονίκη, 1990), Πορφυρό ασμάτιο (Αιγόκερως, Αθήνα, 1994), Ο γλυκασμός του μήλου (εκτός εμπορίου, Θεσσαλονίκη, 1996), Ευεξία χρωμάτων (Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1998), Η κατίσχυση των ρόδων (Γαβριηλίδης, 2002). Είναι μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης.

 

Τελευταίο της ποιητικό βιβλίο οι Πόλεις του ανέμου από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης (2005). Εδώ περιέχονται κείμενα μισής ή μίας το πολύ παλάμης, κι άλλα, λίγων μόλις σειρών –στην ουσία πρόκειται για ποιήματα ή ακριβέστερα για ποιήματα σε πεζή μορφή–, κάποια έχουν αυτούσια ποιητική έκφραση και ρυθμό, ενώ άλλα θυμίζουν ένα είδος ποιητικού ημερολογίου ή μικρών σημειώσεων, με ποιητική, συχνά, εκφορά λόγου.

Μνήμες και αισθήσεις, σαν αέρηδες σε ξένη πόλη, σηκώνονται, φουσκώνουν, πνέουν στην ψυχή και στη συνείδηση της ποιήτριας και σκιρτούν οι λέξεις.

«Φυσάει αέρας στο Σικάγο και πάνω απ’ τις μεταμοντέρνες βεβαιότητες το εφήμερο ανυψώνει».

Ξεσπάει «πόλεμος συναισθημάτων» μέσα της με την παρουσία ενός μικροκαμωμένου έγχρωμου που πουλάει την εφημερίδα των αστέγων σε περαστικούς.

Ενώ η Α. παρατηρεί το Σικάγο, είτε με το βλέμμα της «κοινωνικής ερευνήτριας» είτε με την «πρόσκαιρη αβεβαιότητα μιας ματιάς που δεν διαθέτει χρόνο να περάσει πίσω από την επιφάνεια», πάλι η πατρίδα επιστρέφει μέσα της με καλοκαιρινές βόλτες στη Θεσσαλονίκη, στον Λευκό Πύργο, νοσταλγώντας «όνειρα που σκαρώναμε τρώγοντας πασατέμπο».

Ο χρόνος είναι πάντα ρευστός και το ταξίδι γίνεται πάντα μέσα μας. «Με αχαρτογράφητες τις προεκτάσεις των προσδοκιών. Με μη προσδιορίσιμο το όριο των διαψεύσεων. Με τις απρόσκλητες ατέλειωτες μικρές εκπλήξεις της συνήθειας».

Όμως, ο χειρότερος εφιάλτης στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού είναι η φθορά, η απώλεια της μνήμης, και η αντικατάστασή της με τη νέα λήθη. «Όλη τη μέρα έσκαβα στη μνήμη χαμένα ονόματα και απολεσμένους τόπους. Όλη τη νύχτα λύπες επούλωνα».

Στο γκέτο της μακρινής πολιτείας η ποιήτρια νιώθει για πρώτη φορά έντονο το αίσθημα της ξενότητας. Περιμένει να της συμβεί κάτι κακό, όμως τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει. «Στο δυτικό μυαλό μου η μέρα σαν ξεκούρδιστη κιθάρα προσπαθούσε το ρυθμό της».

Η περιπλάνηση στην πόλη συνεχίζεται σε μεξικάνικα φαγάδικα, τσαγερί και σε πεζοδρόμια με αξιοθρήνητους επαίτες, ενώ οι χρόνοι μπερδεύονται γοητευτικά, το παρελθόν ροκανίζει το παρόν κι όλα μοιάζουν να βασίζονται σ’ ένα αβέβαιο μέλλον. Γράφει η Α. «Στο νησί του παρόντος το αδηφάγο του παρελθόντος σηκώνει κύματα και εσύ μ’ ένα σκαρί που το βαφτίζεις μέλλον αντιστέκεσαι εσαεί»

Ο χώρος και ο χρόνος συνεχώς διαστέλλονται στη συνείδηση της και το θαύμα δεν αργεί ν’ αποκαλυφθεί. «Λέξεις φυτρώνουν σε αψευδή κυκλάμινα αισθήματα και ένας κισσός αλληλέγγυος αναρριχάται στο σώμα μιας υψιπετούς επιθυμίας».

Το ταξίδι και η περιπλάνηση της στην ξένη πόλη δεν είναι ευθύγραμμο και προβλέψιμο. Μέσα από εικόνες, περιγραφές και παραλληλισμούς, παρεμβάλλονται σκέψεις, ποιητικά σπαράγματα ή αποστάγματα συνείδησης που, θαρρεί κανείς πως γεννήθηκαν σ’ αυτό το ταξίδι σαν δικαίωση τρόπον τινά της ευαίσθητης παρατήρησης της και της διάθεσής της να συναισθανθεί τον άγνωστο τόπο. Η αρετή ή καλύτερα το χάρισμα της ενσυναίσθησης που διαθέτει η Α., ενισχύει τον ποιητικό της οίστρο. Το ποίημα κυλάει αβίαστα. «Υπήρχαν μέρες ολόκληρες που οι άνθρωποι περπατούσαν ασταμάτητα ανάμεσα στις λέξεις τους. Για να μπορούν να συλλαβίζουνε τις πράξεις».

Καθώς το ταξίδι συνεχίζεται, έρχεται σταθερά η συνειδητοποίηση, η γνώση, η ερμηνεία των πραγμάτων. Τότε αντιλαμβανόμαστε ότι ένα ταξίδι σε μια άγνωστη πόλη είναι ένα ταξίδι στην ιστορία, αλλά και στη γλώσσα και στη γραφή. Μια καταβύθιση εν τέλει στα μύχια, στα έγκατα του εαυτού μας. Γιατί και η ποίηση ένας άγνωστος τόπος είναι, που, βήμα-βήμα, λέξη-λέξη, τον ανακαλύπτουμε εκστασιασμένοι.

Η ύπαρξη ενός fast food σε μια γωνία, την κάνει να σκεφτεί πως «[υπάρχει] για να μειώνει δραστικά το επίδομα της μοναξιάς στη μέρα». Για να καταλήξει: «Κοστίζει σώμα το όνειρο, γυαλίζει».

Γεύσεις φαγητών, παγωτά, αρωματικά βότανα και μουσικές του εξήντα που ηχούν στο Σικάγο, ανασύρουν στην επιφάνεια «έναν αγουροξυπνημένο, ξαφνιασμένο αλλά πάντα ευπροσάρμοστο νεανικό ενθουσιασμό». Εν τέλει συνειδητοποιεί πως «πατρίδα μοιάζει η οικειότητα στα πράγματα και ο ανοιχτός ορίζοντας μιας λέξης».

Η περιπλάνηση στο Σικάγο κλείνει όπως περίπου είχε αρχίσει. Η ποιήτρια, που βρίσκεται εκεί γιατί διδάσκει νομικά στους φοιτητές της, ψάχνει τον πλανόδιο εφημεριδοπώλη του φύλλου των αστέγων, αλλά δεν τον βρίσκει πουθενά. Και, ως επιμύθιο, η παρακάτω διατύπωση που λειτουργεί ως συνολικό απόσταγμα του βιβλίου: «Να προσέχεις, είπε ο ηλικιωμένος ινδιάνος κοιτάζοντας αφηρημένα το πλήθος που έτρεχε. Στην πόλη αυτή τα βήματα ίχνη δεν αφήνουν».

 

Η Αρχιμαδρίτου, με πρόσχημα ένα ταξίδι της στο Σικάγο για επαγγελματικούς-ακαδημαϊκούς λόγους, άφησε τα δικά της ίχνη στη λογοτεχνία, γράφοντας ένα ποιητικό βιβλίο σε πεζή μορφή, στο οποίο κατορθώνει να συνταιριάσει έννοιες όπως πατρίδα και ξενότητα, ζωή και γραφή, ταξίδι του σώματος και ταξίδι της ψυχής. Η απόπειρά της να προσεγγίσει και να συναισθανθεί το ξένο, μας γοητεύει ανεπιφύλακτα. Πιστεύω πως οι Πόλεις του ανέμου –ένα ποιητικό βιβλίο που μπορείς και να το αφηγηθείς– είναι, πάνω απ’ όλα, οι τόποι του ονείρου και του ανέφικτου προορισμού – εν τέλει οι τόποι της ποίησης και της ίδιας της γραφής.

 

 

Εν κατακλείδι

 

Οι πέντε Θεσσαλονικιές ποιήτριες που σας παρουσίασα, έδωσαν μέχρι τώρα ιδιαίτερα ενδιαφέροντα δείγματα της ποιητικής τέχνης τους. Στις τελευταίες τους δουλειές ο προσεκτικός αναγνώστης θα ανακαλύψει ποιήματα εξαιρετικής ευαισθησίας. Όλες τους περιλαμβάνονται στην πολύ καλή ανθολογία της Κατερίνας Καριζώνη (επίσης ποιήτριας, που την κέρδισε, όμως, όπως φαίνεται, το μυθιστόρημα) που τιτλοφορείται ΤΟ ΘΗΛΥΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. Άλλοτε κοινωνικές άλλοτε προσωπικές άλλοτε ερωτικές κι άλλοτε με υπαρξιακές αγωνίες (πολλές φορές τα στοιχεία αυτά είναι αναπόσπαστα στο έργο του δημιουργού και δεν είναι εύκολο να απομονωθούν) είναι άξιες συνεχίστριες μιας μακράς παράδοσης της πόλης που θέλει να υπηρετούν την τέχνη της ποιήσεως σημαντικές λογοτέχνιδες, του μεγέθους μιας Χρυσάνθης Ζιτσαίας, μιας Ζωής Καρέλη ή της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου, που τα τελευταία χρόνια μοιράζει με επιτυχία το ταλέντο της ανάμεσα στην ποίηση και στην πεζογραφία. Επίσης οι συγκεκριμένες ποιήτριες απέχουν συνειδητά ή έχουν αποβάλει στην πορεία τους τη στείρα αισθηματολογία, που καταντά ενοχλητική, ιδιαίτερα όταν εκφράζεται από νέους ανθρώπους. Προέκταση αυτής της κατάστασης έχουμε όχι μόνο στην ποίηση, αλλά και στην πεζογραφία με τα λεγόμενα ροζ βιβλία, τα ευπώλητα γυναικείας ματιάς ή γυναικείας γραφής και ευαισθησίας. Η Μπακονίκα εξ αρχής απέφυγε και αποφεύγει την παγίδα, η Λουκίδου έχει γνήσια λυρικές στιγμές αλλά κατά βάση υπαρξιακό υπόβαθρο, η Κουτσουμπέλη, συλλογή με συλλογή, βελτιώνεται και διώχνει από πάνω της τις όποιες αρχικές της αδυναμίες, η Καρδάτου είναι αρκούντως διανοητική και με κοινωνική ματιά, στοιχεία που την προφυλάσσουν από τον γλυκερό λυρισμό, ενώ η Αρχιμανδρίτου, στοχαστική, ευαίσθητη κι ενσυναισθητική, εκφράζει υπαρξιακές αγωνίες, επικεντρωμένη συχνά σε πανανθρώπινα θέματα όπως η σχέση μας με τον χρόνο, τον άλλο, τη μνήμη, τη γραφή. Είμαι σχεδόν πεπεισμένος πως το μέλλον αυτών των πέντε ποιητριών θα είναι αντάξιο των προσδοκιών που εδώ και χρόνια έχουν δημιουργήσει. Για το τέλος της εισήγησής μου κρατώ τις σκέψεις της γνωστής ποιήτριας Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, όπως τις διατύπωσε στο Βήμα της Κυριακής, 29 Αυγούστου, 2010, οι οποίες διατηρούν έναν τόνο αισιοδοξίας αναφορικά με το μέλλον της ποίησης: 

Τελευταία, όλο και πιο συχνά μου έρχονται στο νου τα λόγια του Χέλντερλιν: «Προς τι ο ποιητής σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς;». Αναρωτιέμαι: είναι άραγε οι καιροί μας χειρότεροι από ποτέ;  Και: ήταν ποτέ ο ποιητής χρήσιμος; Ή απλά τα «πιστεύω» των ανθρώπων παλιά ήταν πιο κοντά στον Θεό, πιο κοντά στον Λόγο, δηλαδή στην Ποίηση που είναι αδιάρρηκτα δεμένη με τη δημιουργία; Ο ποιητής, σαν να ήταν εκεί μάρτυρας αυτής της ασύλληπτης πολύπλοκης διαδικασίας, κρατάει σημειώσεις. Κι όσο κι αν σκοτεινιάζει ο ουρανός, όσο κι αν οι καιροί γίνονται πιο χαλεποί, ο ποιητής θα ’ναι πάντα εκεί, να κρατάει σημειώσεις.

 

(2010-2011)

 

________________________________________

 

 

(Το κείμενο εκφωνήθηκε σε εκδήλωση του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου, στις 9 Φεβρουαρίου 2011. Ποιήματα διάβασαν οι ποιήτριες Αλεξάνδρα Μπακονίκα, Ευτυχία Λουκίδου, Χλόη Κουτσουμπέλη, Μαρία Καρδάτου και Μαρία Αρχιμανδρίτου. Προλόγισε ο Περικλής Σφυρίδης. Το μέρος της εισήγησης που αφορούσε τη Λουκίδου και την Καρδάτου είχε δημοσιευτεί στο περ. Οδός Πανός, τχ. 149, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010 με τον τίτλο ΔΥΟ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Το μέρος που αφορούσε την Μπακονίκα δημοσιεύτηκε στο περιοδ. ΕΝΕΚΕΝ, τχ. 15, Ιανουάριος-Μάρτιος 2010, με τον τίτλο ΟΙ ΑΝΕΞΑΝΤΛΗΤΕΣ ΑΠΟΧΡΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ. Τμήμα του κειμένου που αφορούσε την Κουτσουμπέλη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό INDEX, τχ. 35, Νοέμβριος 2009, ενώ όλο το εν λόγω κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΠΑΡΟΔΟΣ, τχ. 47, Σεπτέμβριος 2011, σε αφιέρωμα στην ποίησή της. Τέλος το μέρος της εισήγησης που αφορούσε την Αρχιμανδρίτου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό INDEX, τεύχος 44, άνοιξη του 2011. Σε όλα τα αρχικά κείμενα, πλην εκείνο της Αρχιμανδρίτου που παρέμεινε αυτούσιο, έγιναν αρκετές αλλαγές. Το συνολικό κείμενο επίσης περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων-Μελέτες-βιβλιοκρισίες (2003-20011), εκδ. Νησίδες, 2011)

 

 

 

 

ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΣΤΗ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

(ΚΑΒΑΦΗΣ, ΚΑΛΒΟΣ, ΣΟΛΩΜΟΣ, ΠΑΛΑΜΑΣ, ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ, ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ, ΣΕΦΕΡΗΣ, ΕΛΥΤΗΣ, ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ, ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΡΟΝΑΣ)

 

 

 

Κρεβάτια, κρεβάτια, λογής λογής κρεβάτια. Κρεβάτια του πόνου και της οδύνης. Κρεβάτια της ηδονής και του έρωτα, με τις σούστες να τρίζουν ρυθμικά, απογειώνοντας τους εραστές στα ύψη. Κρεβάτια μοναχικά και κρεβάτια του παράνομου έρωτα. Κρεβάτια του θανάτου. Κρεβάτια φτηνών ξενοδοχείων και οίκων ανοχής. Κρεβάτια της ήττας και της γύμνωσης. Πεισιθανάτιες κλίνες και εξαίσιες κλίνες ηδυπαθών νεαρών. Παράξενα, αλλόκοτα κρεβάτια που φτερουγίζουν και πετούν στα ουράνια. Κρεβάτια στα οποία οι πεθαμένοι επιστρέφουν και ξαναθυμούνται. Ντιβάνια, κλινάρια, τρίκλινα, διπλά, μονά, ξύλινα, εβένινα, σιδερένια ή κρεβάτια από φορμάικα. Κρεβάτια ποιητών.

Ακολουθείστε με, μη διστάζετε. Ελάτε να σας τα δείξω. Αφουγκραστείτε τους ήχους, τους αναστεναγμούς, τα αναφιλητά, τα βογκητά τους, τις σιωπές τους. Να, αθόρυβα γυρίζω το πόμολο. Σκύψτε στη μισάνοιχτη πόρτα Ελάτε, κοιτάξτε…

 

                                                                                           

…ΚΑΙ ΠΛΑΓΙΑΣΑ ΣΤΕΣ ΚΛΙΝΕΣ ΤΩΝ

(τα κρεββάτια στην ποίηση

του Κωνσταντίνου Καβάφη)

 

Η ερωτική διάσταση των ποιημάτων του Κωνσταντίνου Καβάφη σαφέστατα υπήρξε σημαντικότερη της φιλοσοφικής και ιστορικής διάστασής τους. Άλλωστε γι’ αυτήν ακριβώς την απαγορευμένη και τολμηρή πτυχή της ζωής του (ή της γραφής του) ο ποιητής λοιδορήθηκε και εμπαίχτηκε ακόμα κι από τους λεγόμενους προοδευτικούς κύκλους της διανόησης – οι συντηρητικοί κύκλοι, πάλι, την αποσιώπησαν αναίσχυντα επί πολλά χρόνια. Κι όμως το ερωτικό στοιχείο στον Καβάφη έχει μπολιάσει κι έχει διαπεράσει ακόμα και τα φιλοσοφικά και τα ιστορικά του ποιήματα. Ο Ευγένιος Αρανίτσης, στον πρόλογο μιας ανθολόγησης ερωτικών ποιημάτων του Αλεξανδρινού (Ερωτικά ποιήματα Κ. Καβάφη, εκδόσεις Ερατώ, 1984, σελ. 14) επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Η Ιστορία του Καβάφη δεν είναι οι πόλεμοι των ελληνιστικών χρόνων αλλά η Ιστορία μιας επιθυμίας. Η Φιλοσοφία του Καβάφη δεν είναι μόνο ο εκλεπτυσμένος απόηχος των Σοφιστών, αλλά κυρίως μια φιλοσοφία ερωτική.»

Στα ερωτικά ποιήματα του Καβάφη δεσπόζει η κάμαρη, άλλοτε άδεια και μικρή αλλά με έντονο φωτισμό, άλλοτε κρυφή, άλλοτε πτωχική και πρόστυχη, άλλοτε υποφωτισμένη από τον ήλιο του απογεύματος, άλλοτε φωτισμένη μόνο από ένα κερί, άλλοτε μεγάλη που φιλοξενεί τον πεθαμένο Μύρη. Και μέσα στις κάμαρες, εξαίσιες κλίνες και κρεββάτια ερωτικά. Γιατί οι νέοι του Καβάφη –είκοσι, είκοσι δύο, το πολύ είκοσι τεσσάρων χρονώ– στις κλίνες επάνω είναι ξαπλωμένοι με ηδυπάθεια. Ή, στην ίδια ακριβώς ηλικία, πεθαίνουν.

                                      

             

μερικοί στίχοι του Κ. Καβάφη

  

 

    1)  Στες κάμαρες επήγα τες κρυφές

          κι  ακούμπησα και πλάγιασα

          στες κλίνες των.

 

    2)  Κ’ εκεί στο λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι

          είχα το σώμα του έρωτος, είχα τα χείλη

          τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης.

 

    3)   Απ’ τα παράθυρα που αφίσαμεν ολάνοιχτα,

           τ’ ωραίο του σώμα στο κρεββάτι φώτιζε

           η σελήνη.

 

     4)   Αλλά τι δυνατά που ήσαν τα μύρα,

           σε τι εξαίσια κλίνην επλαγιάσαμεν,

           σε τι ηδονή τα σώματά μας δώσαμε.

 

     5)   Σώμα, θυμήσου

           όχι μόνο το πόσο αγαπήθηκες,

           όχι μονάχα τα κρεββάτια όπου πλάγιασες.

 

     6)   Πλάϊ στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι

           που αγαπηθήκαμε τόσες φορές

           . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

          πλάϊ στο παράθυρο ήταν το κρεββάτι×

          ο ήλιος του απογεύματος

          τώφθανε ως τα μισά.

 

     7)  και καθώς βαδίζουνε κάπως ανήσυχα

          στο δρόμο, μοιάζει

          σαν να υποψιάζονται που

          κάτι επάνω των προδίδει

          σε τι είδους κλίνην έπεσαν προ ολίγου

     

     8) με τα ιδεώδη μέλη του

         πλασμένα για κρεββάτι

         που αναίσχυντα τ' αποκαλεί

         η τρεχάμενη ηθική

 

     9) έπεσε στο κρεββάτι απόψι ερωτοπαθής

 

    10) Σαν νόμιζε που λίγο είχ' αποκοιμηθεί,

          έπεφτεν ως αλλόφρων στης κλίνης μου

          το άκρον.

 

    11) Σ' εβένινο κρεββάτι στολισμένο

          με κοραλλένιους αετούς, βαθυά  κοιμάται

          ο Νέρων –ασυνείδητος, ήσυχος κ' ευτυχής×

          ακμαίος μες στην ευρωστία της σαρκός,

          και στης νεότητος τ’ ωραίο σφρίγος.

 

                            

οι εξαίσιες κλίνες του ποιητή

 

Ο Καβάφης είναι ο ποιητής της ερωτικής αναπόλησης (ιδίως στα ποιήματα που έγραψε σε προχωρημένη ηλικία), και απαραίτητο αξεσουάρ –ή καλύτερα ντεκόρ– των ποιημάτων του αποτελούν οι κλίνες και τα κρεββάτια. Η λέξη κρεββάτι, όταν χρησιμοποιείται, είναι γραμμένη πάντα με δύο βήτα. Τα δύο αυτά γράμματα βρίσκονται ακριβώς στη μέση της λέξης και κάποιος ευφάνταστος αναγνώστης που θα επηρεαζόταν από τους στίχους του κορυφαίου ποιητή, θα αναπολούσε ένα σύμπλεγμα ομοερωτικό. Ένας σύγχρονος του Καβάφη ποιητής, που γράφει τη λέξη κρεββάτια με δύο βήτα, είναι και ο Γιώργος Βαφόπουλος, όμως μόνο ένα από τα κρεββάτια του τελευταίου είναι ερωτικό –τα υπόλοιπα είτε αποθεώνουν το θάνατο είτε είναι κρεββάτια μοναξιάς.

Τα κρεββάτια του Μεγάλου Αλεξανδρινού είναι στα ποιήματά του αντανακλάσεις των ερωτοπαθών ρεμβασμών και αναπολήσεών του. Κάνοντας έναν πρόχειρο απολογισμό των ερωτικών του μόνο ποιημάτων  –κι όχι του καβαφικού corpus– εντόπισα συνολικά επτά (7) κρεββάτια και τέσσερις (4) κλίνες. Τα κρεββάτια και οι κλίνες φωτίζονται από ωραία σώματα ηδυπαθών νέων που του προκαλούν το ερωτικό ενδιαφέρον και διεγείρουν την ερωτική έξαψη (περ. 2, 3, 4, 7, 8, 9, 10, 11). Σε τέσσερις, μάλιστα, περιπτώσεις ( περ. 2, 3, 4, 5) ο προσεχτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει πως «σώμα» και «κρεββάτι» αποτελούν ένα αναπόσπαστο σύνολο, σε τέτοιο βαθμό που η αναφορά της μιας λέξης να γεννά την προσδοκία της δεύτερης. Αλλού η περιγραφή της κλίνης ή του κρεββατιού είναι πιο χαρακτηριστική με τη χρησιμοποίηση επιθέτων ή με τον προσδιορισμό του υλικού κατασκευής (περ. 11). Κι εδώ, πάλι, υπονοείται η ερωτική έξαψη (λαϊκό, ταπεινό κρεββάτι, εξαίσια κλίνη).

Ο ποιητής Μίμης Σουλιώτης, σε κείμενό του στο περιοδικό «ο Παρατηρητής» (1989, τεύχη 11-12) που έχει τίτλο ο «Κοινωνικός Καβάφης», σχολιάζει πως ο στίχος «λαϊκό, το ταπεινό κρεββάτι» δεν προσδιορίζει την κοινωνική προέλευση των εραστών, αλλά αξιοποιεί την αντίθεση ανάμεσα στο «ταπεινό και πρόστυχο» περιβάλλον και στα «χείλη τα ηδονικά και ρόδινα της μέθης». Επίσης, βρίσκει αντίθεση (και αντίφαση;) στα μοντέλα των πλούσιων νέων των ποιημάτων «Σημείωμα 1908» και «Τα βήματα». Ενώ στο πρώτο ποίημα οι νέοι του Καβάφη είναι αρρωστιάρηδες, φυσιολογικώς βρόμικοι, με πάχητα, πρησμένα ή ζαρωμένα μούτρα, στο δεύτερο ποίημα, ο Νέρων κοιμάται βαθιά σ' εβένινο κρεββάτι στολισμένο με κοραλλένιους αετούς κι είναι ακμαίος, εύρωστος και σφριγηλός (περ. 11). Και να σκεφτεί κανείς πως τα ποιήματα έχουν διαφορά ενός μόλις χρόνου.

Σε κάποιες περιπτώσεις έχουμε εντοπισμό του κρεββατιού μέσα στο χώρο (στην κάμαρη) χωρίς χρήση επιθέτων αλλά με ακρίβεια, σαφήνεια και λεπτομέρεια (περ. 6α, 6β).

Μόνο σε μια περίπτωση η λέξη κρεββάτι υποδηλώνει την ερωτική πράξη, με συνεκδοχική χρήση της λέξης ( «με τα ιδεώδη μέλη του πλασμένα για κρεββάτι», περ. 8).

Τα «κρεββάτια» και οι «κλίνες» στον Καβάφη είναι άμεσα συνυφασμένα με την ερωτική διάθεση του ποιητή. Σε καμιά περίπτωση δεν υπάρχει απογυμνωμένο το αίσθημα της μοναξιάς (κρεββάτια μοναξιάς), το όνειρο ούτε θα συναντήσουμε κρεβάτια πόνου ή θανάτου. Ακόμα και σε ποιήματα που έχουμε περιγραφές σε κάμαρες νεκρών φίλων, αγαπημένων ή άγνωστων νεαρών, δεν υπάρχει πουθενά η λέξη κλίνη ή κρεββάτι. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το ποίημα «ΜΥΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΤΟΥ 340 Μ. Χ.». Μέσα σε εβδομήντα στίχους, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία αφορούν τον χώρο όπου ο Μύρης κείτονταν πεθαμένος, η λέξη κάμαρη αναφέρεται μόνο μία φορά, ενώ οι λέξεις κρεββάτι ή κλίνη καθόλου.

Τα κρεββάτια του Καβάφη είναι φορτωμένα από ερωτική αναπόληση και ηδυπάθεια. Είναι, ίσως, τα κομψότερα και πιο αισθησιακά κρεβάτια της ελληνικής ποίησης.

Όσο για τον Καβάφη… Όσο εξαίσιες ήταν στα ποιήματά του οι κλίνες του, τόσο εξαίσια ήταν και η τέχνη του. Όσο ακμαίοι, εύρωστοι, σφριγηλοί κι ερωτοπαθείς ήταν στους στίχους του οι νέοι που πλάγιαζαν σε κλίνες και σε κρεββάτια, τόσο υπέροχη και μοναδική ήταν η ποίησή του. Μια ποίηση που τον αναγόρευσε παγκόσμιο ποιητή, τον έκανε αποδεκτό στα πέρατα της οικουμένης, και που θα προκαλεί συγκίνηση και θαυμασμό στην ανθρωπότητα για πολλά χρόνια ακόμη.

 

 

 

ΤΑ ΣΤΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΛΒΟΥ

 

 

1) Εδώ υπό τον πολύφυλλον / Και δροσερόν κεδρώνα / Ελάτε, ας αναπαύσωμεν / Το κορμί μας και ας έχωμεν /  Τ’ άνθη δια στρώμα.

                                                               (Εις Ψαρά)

 

2)  Μακράν και σκοτεινήν /  Ζωήν τα παλληκάρια / Μισούν  όνομα αθάνατον /  Θέλουν και τάφον έντιμον / Αντίς δια στρώμα.

                                                          (Εις Σούλι)

 3)   Εδώ ηδονάς και ανάπαυσιν, /  Ω φίλοι ας παρατήσωμεν / Ξηρή πέτρα το στρώμα, / Φαρμάκι το ψωμί /  Της δουλείας είναι.

                                          (Ο βωμός της πατρίδος)

 

------------------------------------------------------------

 

Θα άγγιζε τα όρια του παράδοξου και του αδιανόητου, αν αναζητούσαμε «κρεβάτια» στην ποίηση του Ανδρέα Κάλβου. Ο υψιπετής ποιητής που ύμνησε τη Δόξα και την Ελευθερία όσο κανείς –πλην του Σολωμού– εξυψώνοντας το ηρωικό φρόνημα των αγωνιζόμενων Ελλήνων, δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να χρησιμοποιήσει μια λέξη συναφή με τη χαλάρωση, την ξεκούραση, την καλοπέραση και την κραιπάλη. Έτσι, στις λίγες σε αριθμό  αλλά εξαιρετικές σε ποιότητα ωδές του, τα σώματα των ηρώων αναπαύονται σε μνήματα, οι τάφοι συχνά χάσκουν ανοιχτοί, φιλοξενούν ήρωες, υπάρχουν βωμοί, ταφόπλακες, οι πλάκες σείονται βγάζοντας επάνω λεπτές αναθυμιάσεις. Όπως, άλλωστε, τονίζει και στην τρίτη παραπάνω περίπτωση ο Κάλβος: «Εδώ ηδονάς και ανάπαυσιν / ω φίλοι ας παρατήσωμεν».                                                  

Παρόλα αυτά, ο ποιητής σε τρεις περιπτώσεις χρησιμοποιεί τη λέξη στρώμα, με τριπλή σημασία. Στρώμα στον Κάλβο σημαίνει ταυτόχρονα σκέπασμα, κατάλυμα αλλά και –συνεκδοχικά– κρεβάτι. Κι αν το παραπάνω  δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό στην περ. 1 (και ας έχωμεν τ’ άνθη δια στρώμα),  στις περ. 2 και 3 γίνεται ορατό, αφού τα παλληκάρια «θέλουν τάφον έντιμον αντίς δια στρώμα», ενώ το στρώμα της δουλείας και της υποτέλειας είναι η «ξηρή πέτρα».

 

 

 

ΤΑ ΚΡΕΒΒΑΤΙΑ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ

 

1)  Όλη μαύρη μυρμηγκιάζει, / μαύρη η εντάφια συντροφιά, / σαν το ρούχο οπού σκεπάζει / τα κρεββάτια τα στερνά.

2) Με το κουδούνι στο λαιμό εις τους γκρεμούς περπάτει, / ντίν - ντίν, κουδούνιζε κοντά εις το στερνό κρεββάτι.

3)  Βραχνόφωνα ο καλόγερος ανάδευε τα χείλα /  του νεκροκρέββατου συχνά ετρίζανε τα ξύλα.

4)  Ιδού, ο Χριστός, που γέρνοντας /  στου πόνου το κρεββάτι, /  σου κοινωνεί τη χάρη του, /  και σε παρηγορά

                                (άλλη γραφή )

    Μη φοβηθείς να σ’ έρημη /  στου πόνου το κρεββάτι / γιατί σ’ εσένα γέρνοντας /  ρίχνει ο Χριστός το μάτι.

5) Τα μάτια της αστράψανε /  του τάφου από την κλίνη.

6)  Και στα κρεββάτια τ’ άτυχα  με το σεμνό στεφάνι / ν’ αφήστε σας παρακαλούν να τρέξουμε’ ς εκείνο, /  να κάμουμ’ άμα τον στερνό χαιρετισμό και θρήνο.

                                       ( άλλη γραφή )

 Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες / γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν / μ’ αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεββάτια, /  ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ.

7) «Αλλά πάντα στην έρημη την κλίνη, / πάντα θάνατοι, δυστυχιές και θρήνοι»

8)  βρίσκομαι η έρμη ανάποδα στην κλίνη, / που άλλες φορές τη ζέσταινε το κρίμα

9) Προσκέφαλο κόκκινο /  της κείται αποκάτου, /  κρεββάτι θανάτου /  στενό και πικρό.

10) Κι’ εκεί στου θανάτου / τ’ ς Αυγούλας κρεββάτι /  συρίζει δροσάτη /  πνοή του βραδιού.

11) «Βραχνό το ψάλσιμο /  τα κεριά αχνίζουν /  του νεκροκρέββατου / τα ξύλα τρίζουν / αργά τα σήμαντρα, / και τρομερά».

12) Μεγαλόφωνα κράζοντας βοήθεια / γυμνός πετιέται οχ το ζεστό κρεββάτι, / κι’ έχει τόση μαυρίλα ο λογισμός του, / που με μάτια ανοιχτά τους βλέπει ομπρός του.

13)  Tίγαρης εις το κρεββάτι /  εγώ απόψε έκλεισα μάτι;

14)  Ήτανε στην εκκλησία / λίγο φως και πολλή ερμία× / και κοντά στο ξυλοκρέββατο / ξάφνου αγροίκησα να βγει / ένα σκούξιμο μακρύ.

15) κι’ εγώ που λέω μη με καλή στα ζύγη να με βάλη / μέσα η ψυχή μου εθύμωσε, σέρνω φωνή μεγάλη, / και βρίσκομ’ έξυπνος, γυμνός, έξω από το κλινάρι / και με τα χέρια του έτρεμαν εις το λαιμό του φλάρη

16) «Δε θέλω να μου βάλουνε / εις το στερνό κλινάρι / μυρτιές, ούτε τριανάφυλλα, / πάρεξ ετιάς κλωνάρι,

17) Έλαμπε αχνά το φεγγαράκι-ειρήνη /  όλην, όλη την φύσι ακινητούσε, /  και μέσα από την έρημη την κλίνη / το αηδόνι τα παράπονα αρχινούσε.

                                                                                       

------------------------------------------------

 

Τα κρεββάτια του εθνικού μας ποιητή κάλλιστα θα μπορούσαν να συγκαταλεχθούν στα κρεβάτια πόνου και θανάτου ή ακόμα να συγκριθούν μ’ αυτά (ή και να παραλληλισθούν) εκείνα του Καρυωτάκη. Η πληθώρα των λημμάτων αναφορικά με το προς μελέτη θέμα, η συχνή τους χρήση στο σολωμικό ποιητικό corpus και η εμμονή του ποιητή στη χρήση επιθέτων (στις περισσότερες των περιπτώσεων) μπροστά ή πίσω από το εκάστοτε ουσιαστικό, στάθηκαν αρκετά ώστε τα σολωμικά κρεββάτια ν’ αποτελέσουν μια ξεχωριστή ενότητα.

Στον Σολωμό συναντούμε τα λήμματα: κρεββάτι (με 2 βήτα, όπως σε Παλαμά, Καβάφη), κλίνη (4 περιπτώσεις), κλινάρι (2 περιπτώσεις), ενώ εδώ θα βρούμε και τα σύνθετα νεκροκρέββατο (περ.3,11) και ξυλοκρέββατο (περ. 14 ). Από τις 17 περιπτώσεις που συνάντησα, στις 15 το κρεββάτι ( ή η κλίνη ή το κλινάρι) συνοδεύεται από επίθετο ή επίθετα ή κάποια γενική που προσδιορίζει το είδος του κρεββατιού. Έτσι έχουμε: στερνά κρεββάτια (σε δύο περιπτώσεις), νεκροκρέββατα (σε δύο περιπτώσεις), κρεββάτι πόνου (σε δύο περιπτώσεις), κλίνη του τάφου, άτυχα κρεββάτια, σεμνά κρεββάτια, έρημη ή έρμη κλίνη (σε τρεις περιπτώσεις), κρεββάτι θανάτου (σε δύο περιπτώσεις), ζεστό κρεββάτι, ξυλοκρέββατο, στερνό κλινάρι. Μόνο 2 φορές (περ. 13 και 15) τα κρεββάτια μένουν αχαρακτήριστα, δίχως χρήση επιθέτων ή προσδιοριστικής γενικής.                                                                           Η πλειοψηφία των κρεββατιών του Σολωμού αναφέρεται στον θάνατο και στον πόνο. Τα κρεββάτια είναι πένθιμα, έρημα, στερνά και νεκρικά. Ίσως μετά τον Καρυωτάκη –που έπεται, βεβαίως, χρονολογικά του εθνικού μας ποιητή–, ο Σολωμός να είναι ο κατ’ εξοχήν ποιητής των πένθιμων και νεκρικών κρεββατιών. Βέβαια, στον Καρυωτάκη, ο θανατόφιλος χαρακτήρας των κλινών του ήταν αυτοσκοπός και στάση ζωής, ενώ στον Σολωμό λειτουργούσε συμπληρωματικά ή επεξηγηματικά στην επιλογή των θεμάτων του και στις Ιδέες του που μετουσιώνονταν σε στίχους.

Οι 4 στίχοι της άλλης (δεύτερης) γραφής τής περ. 6, είναι επιλεγμένοι από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο μεταξύ των ωραιότερων δεκαπεντασύλλαβων του Σολωμού (Οι ωραιότεροι δεκαπεντασύλλαβοι, εκδ. Μπιλιέτο, Παιανία, 1998). Ανήκουν στο Γ' Σχεδίασμα των Ελεύθερων πολιορκημένων. Είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που τα κρεββάτια του Σολωμού δεν είναι πένθιμα και νεκρικά, αλλά χαρακτηρίζονται  «σεμνά» (μεταφορική ιδιότητα), σ’ ένα ποιητικό απόσπασμα που χαρακτηρίζεται έντονα από δραματική θεατρικότητα. Σεμνές ήταν, βέβαια, οι Μεσολογγίτισσες που κοιμούνταν πάνω τους και που πήραν τη γενναία απόφαση, λίγο πριν τη Μεγάλη Έξοδο, να τα ρίξουν στη φωτιά, σαν ένα δείγμα πίστης κι αφοσίωσης στον Αγώνα των ανδρών τους για την Ελευθερία, αρνούμενες να τα παραδώσουν –όπως και άλλα προσφιλή τους αντικείμενα– στους Τούρκους.

 

 

ΤΑ ΦΟΝΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΓΙΟΡΤΙΝΑ ΚΡΕΒΒΑΤΙΑ

ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

 

1) Ήσυχα και σιγαλά, / φεγγάρια, ω στόμα, ω μάτι, / μιαν αυγούλα σβήσατε /  στο φονικό κρεββάτι.

2)  Ω! Μέσ’ στο μακροήμερο /  της αγωνίας κλινάρι, /  χέρια σαν από κερί /  κι από μαργαριτάρι!

3)  Και στο κρεββατάκι σας /  του καντηλιού η θαμπάδα / δείχνει, ωϊμένα! ωϊμένανε! / σα νεκρική λαμπάδα.

4) Τάχα μια λίμνη, των αρχαίων η Μαρεύτις / κ’ έστρωνε με τον Όσιρη κρεββάτι γάμου /  η θεά που πάντα σκεπαστό το πρόσωπό της.

5)  Κ’ εγώ είμουν το παιδί που μεγάλωνε πάντα / με τη μεθύστρα ορμή των αρραβωνιασμένων /  που ξανοίγουν το γάμο πλανευτοί απ’ τον πόθο, /  ατέλειωτη γιορτή σε κάτασπρο κρεββάτι.

6) Είμαι ο πλάστης ο χαλκιάς / που δεν πλάθει το σφυρί μου / ……………………………… /  μήτε για το σπίτι τα κλινάρια, /  ούτε δρέπανα, ούτε χαλινάρια.

7)   Στη σάρκα σου είν’ η χώρα μου, στα μάτια σου η φωτιά μου. /  Μια νύχτα στο κρεββάτι σου, στη Δαμασκό μια νίκη. / Μιλάς; Θερίζεις τις καρδιές. Γελάς; Τρυγάς τις γνώμες.

8) Πέθανε; Τη ρούφηξε ποιο κύμα, / ποιος ανεμορούφουλας, ποια οργή; / Το κορμάκι της δεν τόλιωσε, ποιο κρίμα; / Δεν της έδωκε κρεββάτι καμιά γη.

9) Του λύχνου μου το λάδι σώθηκε, / και ξαγρυπνώ. Τι νύχτα! Άστρο κανένα, /  στην άκρη απ’ το κρεββάτι μου ένα φάντασμα / κι απάνω μου δυο μάτια καρφωμένα.

10)  Ασπρούλα, ήρθες πλασμένη εδώ, /  δίψυχο μάτι, / βλέπεις με το τοπάζι και με το ζαφείρι, / πότε τα γόνατά μου παίρνεις για κρεββάτι, / πότε ολόρθη αγναντεύεις απ’ το παραθύρι.

11)  Και η ξένη χώρα είν’ όραμα / κ’ είναι καπνός το άτι, / και ο γάμος αγγελόσκιασμα, /  και –ω ξύπνημα σκληρό –  / πάντα είμ’ εγώ ο παράλυτος /  και ρέβω στο κρεββάτι.

12)  Ταίρι νιόνυμφο προβαίνει / ο Απρίλης και η Αυγή / να του στρώσει το προσμένει /  νυφικό κρεββάτι η Γη.

                                                                                                  

----------------------------------------------------

 

Διαβάζοντας τα ποιήματα του Κωστή Παλαμά διακρίνει κανείς τη σκληρή και χαρακτηριστική αντίθεση: νεκροκρέββατα–κρεββάτια χαράς και γιορτής. Εκπλήσσεται, λοιπόν, ο αναγνώστης με την απρόσμενη αλλαγή στον χαρακτήρα των κρεββατιών του ποιητή – πένθιμα και φονικά στον Τάφο του, γιορτινά και γαμήλια στην Ασάλευτη ζωή.

Στο ποίημα ο Τάφος που ο ποιητής έγραψε συντετριμμένος από τον θάνατο τού μόλις τεσσάρων ετών παιδιού του, Άλκη, ξεχώρισα –μέσα από κάποια αποσπάσματα– δυο κρεββάτια κι ένα κλινάρι, που όλα τους φιλοξενούν το νεκρό κορμάκι του άτυχου μικρού (περ. 1, 2, 3). Οι προσδιορισμοί και τα επίθετα αυτών των κρεββατιών είναι χαρακτηριστικά: φονικό κρεββάτι (περ. 1) και μακροήμερο κλινάρι της αγωνίας (περ. 2). Στην περ. 3 η θαμπάδα του καντηλιού που ανάβει δίπλα (ή πάνω ) απ’ το κρεββατάκι του νεκρού Άλκη, φαντάζει μέσ’ απ’ τα μάτια του ποιητή «σα νεκρική λαμπάδα».

Στον Παλαμά συναντά κανείς και γιορτινά κρεββάτια (περ. 4, 5). Στην περ. 4 το κρεββάτι είναι γαμήλιο, ενώ, στην περ. 5, αρχίζει ατέλειωτη γιορτή πάνω του και είναι κάτασπρο. Επίσης, στην περ. 12, το κρεββάτι είναι νυφικό και το στρώνει η Γη για τους δύο νιόνυμφους της φύσης (Απρίλης-Αυγή).

Οι περ. 7 και 10 αποτελούν κρεββάτια ερωτικά και αναφέρονται σε θηλυκά πρόσωπα ή οπτασίες που ερεθίζουν τον ποιητή (βασίλισσα, Ασπρούλα).

Οι περ. 9 και 11 αφορούν κρεββάτια μοναξιάς. Ο Παλαμάς σε έντονα προσωπικό ύφος και με ένα χαρακτηριστικό ρήμα κάθε φορά (ξαγρυπνώ και ρέβω) ξεδιπλώνει τη μοναχική του διάθεση μέσα απ’ αυτά τα κρεββάτια του. Στην περ. 9 αισθάνεται, ξαπλωμένος στο κρεββάτι του, σαν ένα φάντασμα κι έχει δυο μάτια καρφωμένα στο ταβάνι, ενώ στην περ. 11 νιώθει παράλυτος και ρέβει στο κρεββάτι.

Τέλος, στις περ. 6 και 8 υπάρχουν ακόμα δύο κρεββάτια με ουδέτερη σημασία – στην περ. 6 «τα κλινάρια» που ο πλάστης χαλκιάς δεν πλάθει με το σφυρί του, ενώ στην περ. 8 το κρεββάτι έχει μεταφορική σημασία και υποδηλώνει τον τάφο, το μνήμα.

 

 

 

ΤΑ ΝΕΚΡΙΚΑ ΚΡΕΒΑΤΙΑ ΤΟΥ Κ.Γ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

 

1) Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους / κι αυτοί λένε πως έτριξε / δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται / μελλοντικούς θανάτους.

2) Το πεύκο παίζει αβρό με την αχτίνα / θα ευώδιασαν οι τάφοι, κλίνες γάμου.

3)  Τι να ’φταιξαν και ασπρίζουν στο τρισκόταδο, / σαν τάφοι, τ’ αδειανά σας τα κρεβάτια;

4)  Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια. / Στα χείλη μόνο οι λέξεις των παθών. /  Ένα έχετ’ όνειρο:  τον αγαθόν / άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια.

5) Νύχτα βαθιά. Με πνεύμα οργής /  έσπρωξα το κρεβάτι. / Άνοιξα τις αραχνιασμένες κάμαρες. / Καμιά ελπίς.

6) Γίνεται μνήμα το βαρύ κρεβάτι του, / κι αυτός, χωρίς ένα χαμόγελο, σέρνεται /  σκελετός.

                                                                      

-----------------------------------------------------------

 

Τα κρεβάτια και οι κλίνες του Μέγα αυτοκτόνου της ποιήσεώς μας είναι απολύτως συμβατά με το όλο πνεύμα των ποιημάτων του. Κρεβάτια νεκρικά, αδειανά, βουβά, πεισιθανάτια. Κρεβάτια, που ακόμα κι αν πάει να γεννηθεί, να ανθίσει κάποιου είδους χαρά, αυτά είναι εκεί και τρίζουν «οραματιζόμενα μελλοντικούς θανάτους». (περ. 1)

Στα τέσσερα από τα έξι κρεβάτια (το ένα αφορά μετάφραση από ποίημα του Baudelaire) δεσπόζει η παρομοίωσή τους με μνήμα (περ. 2, 3) ή με τάφους (περ.3). Στην περ. 2 έχουμε έναν παραλληλισμό που προκαλεί ρίγος (τάφοι-κλίνες γάμου). Χαρακτηριστικά και τα επίθετα που συνοδεύουν συχνά τα κρεβάτια επιτείνοντας τον μελαγχολικό και θανατόφιλο χαρακτήρα τους (αδειανά κρεβάτια στην περ. 3, βαρύ κρεβάτι στην περ. 6).

Μόνο σ’ ένα κρεβάτι του ο Κ. Γ. Κ. δεν μνημονεύει τον θάνατο (περ. 4). Είναι ένα καυστικό ποίημα, η «Αποστροφή», όπου το κρεβάτι έχοντας συνεκδοχική σημασία, υπονοεί τις νόμιμες σχέσεις των αστών κυριών της εποχής του. Τέλος, το σκηνικό με το οποίο ντύνει τα κρεβάτια του ο ποιητής, θυμίζει θρίλερ ή ταινίες τρόμου. Έτσι, τ’ αδειανά κρεβάτια ασπρίζουν στο τρισκόταδο σαν τάφοι (περ.3), βρίσκονται σε αραχνιασμένες κάμαρες (περ. 5) ή ο αγέλαστος ήρωας σέρνεται σ’ ένα βαρύ κρεβάτι σαν σκελετός (περ. 6).

Τα κρεβάτια στην ποίηση του Καρυωτάκη λειτουργούν όχι τόσο σαν ντεκόρ –όπως στην ποίηση του Καβάφη– αλλά σαν οχήματα που οδηγούν στον θάνατο. Πάνω τους προβάλλεται η απαισιόδοξη διάθεσή του που τα μεταμορφώνει σε μνήματα ή τάφους.

Με τον τρόπο του Καρυωτάκη (a la maniere de…) έγραψαν πολλοί σημερινοί ποιητές, αντιγράφοντας το κλίμα που εξέφραζε ο ποιητής. Εντόπισα το Γ. Πετρόπουλο όπου με το ποίημά του «Πεισιθανάτιο» οι «νεκρικές κλίνες» του αντανακλούν μια ματαιότητα, απαισιοδοξία και απόσυρση από τα γήινα, που παραπέμπουν απευθείας στο συνεπή αυτόχειρα της ποίησής μας.

 

 

 

Η ΥΠΑΡΞΗ ΚΙ Η ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΘΑΝΑΤΟΥ

ΣΤΑ ΚΡΕΒΒΑΤΙΑ ΤΟΥ ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΥ

                               

 

1)  Έλα, Μυρτάλη, ο έρωτας τρελλός απόψε ξαγρυπνά /  κι’ έξαλλος σπάει το τόξο του στη νυφική μας κλίνη.

2) Η γραβάτα, / κρεμασμένη στο σίδερο του κρεββατιού, / απορροφήθηκε/  απ’ τη δίνη της μαύρης φτερούγας.

3)                           ( τα πορτραίτα )

 … αν η σειρά τους δενόταν σε κύκλο /  και σμίγαν το πρώτο με το τελευταίο, / μεταξύ τους θα μοιάζαν λιγότερο / απ’ όσο το λίκνο /  με το φέρετρο.

4)  Όμως, όταν τις νύχτες, στο σπίτι μου μέσα, / περιφέρομαι ανάμεσα στ’ άδεια κρεββάτια, / πώς μπορώ ν’ αναπάψω το σώμα μου, Θεέ μου, / αφού εκείνοι, που τόχουνε τόσο πληγώσει, / δεν μπορούν ν’ αναπαύονται πια σε κρεββάτια;

5)  Όπως ένα παιδί ξαγρυπνώ στο κρεββάτι, / καρτερώντας με πόθο το νέο του παιχνίδι, /  με μεγαλύτερο πόθον ακόμα / τις ατέλειωτες νύχτες μου σ’ έχω προσμείνει  /  --------------------------------------------------- /  Όμως, όταν εγώ το κρεββάτι μου αφήνω /  με την καρδιά μου από σένα γεμάτη  / ποιάν απόκριση τάχα μπορώ να προσμένω  / στην κραυγή της χαράς μου, πως σ’ έχω κερδίσει, /  αφού λείπουν τ’ αδέρφια απ’ το σπίτι μου, θεέ μου;

 

6)      

                                         (η μητέρα)

                                                 

εις μνήμην

Σα γύρισα, είχα κλάψει στο άδειο σου κρεββάτι. / Είχα κλάψει, όπως κλαίγανε τους πεθαμένους.

7)  Κι’ ακόμα η αλληγορία /  του λίκνου και του φέρετρου, που ήσαν δεμένα / στις δυο άκρες της σπειροειδούς γραμμής του κώνου.

 

------------------------------------------------

 

Τα κρεβάτια του Γ. Βαφόπουλου παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού αντικατοπτρίζουν ποικιλία συναισθημάτων και διαθέσεων του ποιητή. Συναντούμε αρκετά συνώνυμα του κρεβατιού λήμματα: κλίνη, κρεββάτι, λίκνο. Ο Β., όταν χρησιμοποιεί τη λέξη κρεβάτι, τη γράφει με δύο β  (ββ) όπως ο Καβάφης. Κανένα όμως απ’ τα κρεβάτια του –πλην, ίσως, ενός– δεν είναι ερωτικά, όπως εκείνα του Αλεξανδρινού.  

Τα κρεβάτια του Β., δεν φλερτάρουν ούτε ερωτοτροπούν με τον θάνατο. Αποθεώνουν τον θάνατο (περ. 2, 3, 7). Εντούτοις διαφέρουν από εκείνα του Καρυωτάκη, γιατί τα κρεβάτια του Β. δεν λειτουργούν ούτε σαν φετίχ ούτε σαν όχημα προς τον θάνατο. Απλώς, με γυμνό κι ευθύβολο τρόπο τον αναδεικνύουν σαν μια αναμφισβήτητη αλήθεια, τον αναγάγουν σε μια πραγματικότητα που καλύπτει τα πάντα και υπερισχύει όλων των καταστάσεων. Ίσως, μόνο στην περ. 3 ο παραλληλισμός του λίκνου με το φέρετρο που γίνεται αβίαστα στον στίχο, μας φέρνει στον νου τον Καρυωτάκη.

Στον Β., εκτός από κρεβάτια θανάτου, συναντούμε και κρεβάτια μοναξιάς (περ. 2, 4, 5). Στην περ. 1 έχουμε μία μόνο περίπτωση όπου η κλίνη του Β. είναι νυφική και πάνω της ξαγρυπνά τρελός ο έρωτας του ποιητή για τη Μυρτάλη.

Ακόμα και στα μοναχικά κρεβάτια του Β. διακρίνουμε πως η βαθύτερη αιτία της θλίψης του ποιητή είναι ο χαμός, η έλλειψη αγαπημένων προσώπων (περ. 5).

Όπως δεκάδες ποιητών, έτσι κι ο Β. γράφει ποίημα για την πεθαμένη μητέρα του (περ. 6). Το κρεβάτι εδώ είναι άδειο κι ο ποιητής κλαίει επάνω του τον χαμό της. Ο στίχος που ακολουθεί «είχα κλάψει, όπως κλαίγανε τους πεθαμένους» ανατρέπει το όλο σκηνικό και την πεποίθηση του ποιητή για τον θάνατο εν γένει, προκαλώντας έκπληξη στον αναγνώστη. Ο Β., από τους πρώτους εκφραστές της παράδοσης που θέλει τους θεσσαλονικείς λογοτέχνες να συνομιλούν ή να «συμβιώνουν» αρμονικά με νεκρούς αγαπημένους τους –μια παράδοση που μάλλον έχει τις ρίζες της στους ρομαντικούς ποιητές και που την ακολούθησε κι ο Παλαμάς στον «Τάφο»– θεωρεί τη μητέρα του ζωντανή, μη αποδεχόμενος τον χαμό της. Είναι απ’ τις λίγες στιγμές που ο «Μέγας ων»,  ο θάνατος που υπάρχει, όπως διακηρύττει στο εν λόγω ποίημα, τον λυγίζει και τον κάνει να ομολογεί, έστω κατά περίσταση, πως «γιατί δεν υπάρχει τώρα μήτε ο θάνατος»  (ποίημα «Η Μητέρα», απ’ τη συλλογή Επιθανάτια).

 

 

ΚΡΕΒΑΤΙΑ ΜΕ… ΝΟΜΠΕΛ

 

 

α) ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

 

1)…Σ’ ένα κρεβάτι μ’ αψηλό / κι αλαφρύ προσκεφάλι / πώς ξεγλιστρούσε αλάργα η ζάλη /  σαν ψάρι στο γιαλό…

2) η μεγάλη πέτρα…, το σταμνί… /  και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα /  κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά.

3) Καμιά φορά, κοντά στη θάλασσα, σε κάμαρες γυμνές / μ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο χωρίς τίποτε δικό μου / κοιτάζοντας τη βραδινήν αράχνη συλλογιέμαι…

4) φοβάσαι το φιλί μη σε προδώσει / σ’ άλλα κρεβάτια περασμένα τώρα / που ωστόσο θα μπορούσαν να στοιχειώσουν / τόσο εύκολα τόσο εύκολα και ν’ αναστήσουν /  είδωλα στον καθρέφτη, σώματα που / ήταν μια φορά  την ηδονή τους.

                                  

------------------------------------------------------------

 

Στα τέσσερα κρεβάτια του νομπελίστα ποιητή που εντόπισα στον συγκεντρωτικό τόμο Ποιήματα, από τις εκδόσεις Ίκαρος, παρ’ ότι ελάχιστα τον αριθμό, υπάρχει πολυσημία και νοηματική ποικιλία. Στην περ. 1, στο τετράστιχο που είναι μία εκ των στροφών του ποιήματός του «Αυτοκίνητο», η θέση του αυτοκινήτου που κάθεται ο ποιητής με τον (τη) σύντροφό του, παρομοιάζεται με ψηλό κρεβάτι με ελαφρύ προσκέφαλο που η αίσθηση της ταχύτητας κάνει τη ζάλη του να ξεγλιστρά σαν το ψάρι στον γιαλό.

Στις περ. 2 και 3, το κρεβάτι αποτελεί σύμβολο παρατήρησης-αναπόλησης μαζί με την πέτρα και το σταμνί (άλλες αγαπημένες λέξεις-σύμβολα του ποιητή) ή αφορμή για συλλογισμό (μ’ ένα κρεβάτι σιδερένιο).

Τέλος στην περ. 4, τα «περασμένα κρεβάτια» του Σεφέρη είναι μάλλον ερωτικά και η ηρωίδα του φοβάται μήπως στοιχειώσουν κάποτε κι αναστήσουν σώματα που πέρασαν από πάνω τους και στάλαξαν την ηδονή τους.

 

 

β) ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

 

                                         

1) Ο άκοπος απ’ τον ουρανό. /  Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε / Πάνω απ’ το λίκνο μου /  Ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν.

2) Και οι άλλοι στα δεφτέρια τους που / δεν έχουνε τελειωμό, και οι άλλοι στα / κρεβάτια τους τα μαλακά που τα /  στρώνουν μα δεν τα ορίζουν.

3) Έριξα το σκοτάδι στο κρεβάτι του έρωτα / με του κόσμου τα πράγματα στο νου μου γυμνά.

4)  Άξιον εστί… /  Τα νυχτέρια τ’ ατέλειωτα μέσα στα σπλάχνα / το ρολόι το άυπνο που δε φελάει /  ένα μαύρο κρεβάτι που όλο πλέει / στα τραχιά τα παράλια του Γαλαξία

5) Με το φως επανωφόρι /  στέκει ο άγγελος στην πλώρη: / -Κοιμηθείτε κοιμηθείτε / το θεό παντού θα βρείτε. / Στο κρεβάτι και στον τάφο /  σας το γράφω σας το γράφω.

6) Βλέπω βιβλία βλέπω ένα κομμάτι /  απ’ τον καθρέφτη βλέπω το κρεβάτι. / Και στα σεντόνια μισοξαπλωμένο /  ένα κορίτσι -πώς το περιμένω!

7)  Όμως της ζωής το αλάτι /  βρίσκεται μες στο κρεβάτι.

 

----------------------------------------------------------

 

Τα κρεβάτια του Ελύτη δεν έχουν τον συμβολικό χαρακτήρα εκείνων του Σεφέρη ούτε είναι τόσο αποτέλεσμα στοχασμού και  θέασης της ζωής. Τα περισσότερα εξ αυτών είναι ερωτικά (περ. 3, 6, 7), ενώ συχνά βρίσκονται σε στίχους που θυμίζουν επιγράμματα ή αποπνέουν λαϊκή σοφία (περ. 7).

Στην περ. 5 ο ολόλαμπρος άγγελος του ποιητή μάς διαμηνύει τις δύο μεγάλες αλήθειες της ζωής, τον έρωτα και τον θάνατο, οι οποίες υποδηλώνονται με τις λέξεις κρεβάτι και τάφος. Εκεί, πιστεύει ο Ελύτης, συναντά κανείς τον θεό. Στην περ. 3 το ερωτικό κρεβάτι θαρρεί κανείς πως φιλτράρει το σκοτάδι της ζωής κι έτσι, απορροφώντας το, λάμπει στην οικουμένη.                                                                                          

Στην περ. 2, υπάρχει στο «μαλακά κρεβάτια» μια σκληρή αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτούς που πολεμάνε στο μέτωπο του ’40 και ολοκληρώνονται στη στέρηση, και στους καλοπερασάκηδες της ζωής που τίποτε δε διακινδυνεύουν. Βέβαια, οι πρώτοι θα έχουν μερτικό στον ήλιο κι όχι οι δεύτεροι.

Στην περ. 4, ξετυλίγεται μπροστά μας μια εικόνα που αγγίζει τα όρια του μεταφυσικού. «Ένα μαύρο κρεβάτι που όλο πλέει στα τραχιά τα παράλια του Γαλαξία». Άραγε ο ανθρώπινος πόνος, η θλίψη, η δυστυχία που διαχέεται και απλώνεται και ταξιδεύει στο απέραντο; Όπως και να ’χει, «άξιον εστί» κατά τον ποιητή.

Τέλος, στην περίπτωση 1 –πάλι μικρό απόσπασμα από το Άξιον εστί– συναντάμε και το παρεμφερές με το κρεβάτι λήμμα λίκνο – παιδικό κρεβατάκι, κούνια.

 

 

 

ΚΡΕΒΑΤΙΑ ΤΗΣ ΗΤΤΑΣ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΥΜΝΩΣΗΣ

(ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ)

 

 

1) Πάνω σε βίαια πρωτόγονα κρεβάτια / Νύχτα, Νύχτα βαθιά χωρίς κούραση / Νύχτα δεν είσαι πικρή σαν το γνώριμο / Μη σβήσεις πια το πρόσωπό σου εσύ μονάχη.

2) Άλλοι μας είπανε να γονατίσεις / έστω μια φορά / Σ’ αυτό, ας πούμε, που καθορίστηκε αναχώρηση. / Μπροστά σ’ ένα κρεβάτι σε μια γύμνωση / Σε μια φωτιά μπροστά χαμηλωμένη.

3) Γιατί κι η αγάπη όμως να’ ναι η ίδια παντού; / Στα γκρεμισμένα σπίτια που ολοφύρεται η βροχή. / Στα σάπια κρεβάτια που κοιμίσαν τόσες θύμησες.

4) Εφιάλτες / Στα σιδερένια κρεβάτια / Όταν το φως λιγοστεύει / Τα ξημερώματα.

5) Χαμογελώντας πάνω στα κρεβάτια, δείχνοντας την προσιτή οδό. /  Ήρθε η στιγμή της πιο πικρής θυσίας: στα χέρια σοφών /  Τυμβωρύχων.

 

 

------------------------------------------------------

 

Η φθορά, η γύμνωση, η ήττα, ο σπαραγμός είναι ευδιάκριτα στα κρεβάτια των εκπροσώπων της λεγόμενης γενιάς της «ήττας» (Αναγνωστάκης, Λειβαδίτης, Μάρκογλου, Κύρου, Θέμελης, Πατρίκιος κ. ά.)                                                                                                        

Ο Αναγνωστάκης –κύριος εκπρόσωπος αυτής της γενιάς– ικετεύει τη νύχτα να μη σβήσει όντας πάνω σε «βίαια πρωτόγονα κρεβάτια» (περ.1). Στην περ. 2 το κρεβάτι γίνεται το πεδίο, ο τόπος αναχώρησης του ποιητή, το μέρος όπου εξαναγκάστηκε να γονατίσει. Ο στίχος «μπροστά σ’ ένα κρεβάτι σε μια γύμνωση», αντιπροσωπευτικός του κλίματος που περιγράφει ο Αναγνωστάκης, είναι απ’ τους δυνατότερους και περιεκτικότερους στίχους του. Το κρεβάτι που, υπό άλλες συνθήκες θα φιλοξενούσε γυμνωμένα σώματα, τώρα ολοκληρώνει τη γύμνωση της ψυχής, τον εξευτελισμό της ανθρώπινης συνείδησης. Και στις άλλες περιπτώσεις τα κρεβάτια του Αναγνωστάκη αποπνέουν το γνώριμο αίσθημα φθοράς και συντριβής που χαρακτηρίζει τον ποιητή. Τα επίθετα προσδιορίζουν τα κρεβάτια του. Έτσι αυτά είναι «σάπια» που «κοιμίσαν τόσες θύμησες» (περ. 3) ή «σιδερένια» και φιλοξενούν εφιάλτες (για φίλους που χάθηκαν, ερείπια, σημαίες σάπιες και τρυπημένες, περ.4). Στην περ. 5, πάνω στα κρεβάτια του Αναγνωστάκη δρομολογείται η έσχατη θυσία της γενιάς του. Πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, αθώα και αγέρωχη, υφίσταται τον πιο πικρό εξευτελισμό: να πέσει «στα χέρια σοφών τυμβωρύχων».

 

 

 

ΤΑ ΝΤΙΒΑΝΙΑ

ΤΟΥ ΝΤΙΝΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΥ

 

 

1) Κι η γριά στο ντιβάνι, μόλις η πόρτα τρίξει, ν’ αρχινάει τα βογγητά.

2)  Τώρα / όλος μου ο καημός ένα δωμάτιο / ένα κρεβάτι δικό μου / ένα κλειδί…

3) Εδώ δεν είναι πέλαγο / είναι ντιβάνι / οι ναυτικές συνήθειές σου / θα το ξεχαρβαλώσουν.

4) σ’ αυτό το ντιβάνι / σε πόσες αγκαλιές δεν ξενιτεύτηκα / πόσα κορμιά δεν τράνταξαν τη μοναξιά μου / /  όταν το πήρα ήταν γερό / δεν άντεξε στον έρωτα

5)

                                                      (τσαϊράδα)

το θυμάρι το άτιμο / εξαφανίζει χαιρέκακα / την ευωδιά του κορμιού  σου / /  μονάχα το κρεβάτι   /  τη σέβεται

6) Δεν είναι λίγο να ξενοικιάζεις τη γκαρσονιέρα σου× να βλέπεις το ντιβάνι σου στο τρίκυκλο και να σκέφτεσαι πως τέλειωσε πια η συνεισφορά του στον έρωτα.

 

--------------------------------------------------------

 

Αν ο Καβάφης είναι ο ποιητής της ερωτικής αναπόλησης (ιδίως στα ποιήματα που έγραψε σε προχωρημένη ηλικία), ο Ντίνος Χριστιανόπουλος είναι ο ποιητής της ερωτικής αγωνίας αλλά και της στέρησης. Στον Ν. Χ. δεν θα συναντήσουμε «κρεββάτια» τύπου Καβάφη που χρησιμεύουν ως  ντεκόρ, συνηθισμένο σκηνικό στα ποιήματά του, αλλά ελάχιστα «ντιβάνια» –μόλις τέσσερα τον αριθμό– και δύο μονάχα κρεβάτια. Αναρωτιέται, λοιπόν, ο προσεχτικός αναγνώστης πώς είναι δυνατόν σ’ έναν κατ’ εξοχήν ερωτικό ποιητή, όπως ο Ν. Χ., να σπανίζουν τα κρεβάτια;

Η παραδοξότητα είναι μόνο φαινομενική. Το κρεβάτι για το Χ. είναι μάλλον πολυτέλεια. Ο ποιητής γνώρισε τον παράνομο έρωτα σε τσαΐρια, έξω από στρατόπεδα, σε βιαστικές κι όρθιες αγάπες μακριά από το σπίτι του. Πολλές φορές τον στερήθηκε κι αυτόν κι αρκέστηκε σε ψίχουλα ερωτικά, κοιτώντας πίσω από βαρέλια ένα ωραίο παιδί, σουλατσάροντας έξω από καφενεία για κάποιον που του εξάπτει την ερωτική φαντασία ή περιεργαζόμενος νέα παιδιά που ακούν μουσική από ηλεκτρόφωνο. Άλλωστε, στο ντιβάνι του σπιτιού του ζει η μητέρα του που, μόλις η πόρτα τρίζει, αρχινά τα βογκητά (περ. 1). Έτσι, λοιπόν, δικαιολογούνται τα λιγοστά κρεβάτια στο ποιητικό corpus του Ν. Χ.

Ο Χριστιανόπουλος προτιμά τον όρο «ντιβάνι» από τον όρο κρεβάτι. Η λέξη είναι τούρκικη (divan), δένει με την καταγωγή του –οι γονείς του κατάγονταν από την Πόλη– και ταιριάζει με το γνήσια λαϊκό λεξιλόγιό του. Επίσης υποδηλώνει το χαμηλό, λαϊκό κρεβάτι ή τον καναπέ. Αξίζει να σημειωθεί πως, όταν ο Ν. Χ. αναπολεί ή λαχταρά κρεβάτι ή συγκρίνει τον τρόπο που γίνεται η ερωτική πράξη στη φύση και στο σπίτι, χρησιμοποιεί το λήμμα «κρεβάτι» (περ. 2, 5). Όταν έχει αποκτήσει ήδη δικό του και μιλά συγκεκριμένα γι’ αυτό, το αποκαλεί «ντιβάνι» (περ. 1, 3, 4, 6 ).

Τα ντιβάνια και τα κρεβάτια του Ν. Χ., αν εξαιρέσουμε την περ. 1, είναι όλα ερωτικά. Στην περ. 2 φανερώνεται ανάγλυφα η επιθυμία κι η λαχτάρα του ποιητή ν’ αποκτήσει ένα δικό του κρεβάτι για να χορτάσει έρωτα. Στην περ. 5, φαίνεται πόσο εκτιμά το κρεβάτι, γνωρίζοντας τον έρωτα σε «τριβόλια που κολνούν και προδίδουν». Στην περ. 4 ο ερωτικός ξενιτεμός του ποιητή σε εφήμερες αγάπες προβάλλεται στο κρεβάτι του που, από γερό που ήταν παλιά, δεν άντεξε στον έρωτα. Τέλος, στην περ. 6, νιώθουμε το βούρκωμα του Ν. Χ., βλέποντας το ντιβάνι του στο τρίκυκλο, τη στιγμή του ξενοικιάσματος της γκαρσονιέρας του.

 

 

                                          

ΚΡΕΒΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΥ

ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΑΙΚΩΝ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΡΟΝΑΣ

 

 

1) Τα πράγματά του όλα που είναι στο δωμάτιο / και κείνα που πρόκειται κάποτε εδώ να φτάσουν / από φορμάικα είναι. / Κρεβάτια, τραπέζια κι εταζέρες, /  καρέκλες και ντουλάπα.

2) Υπήρχε χώρος τότε στα δωμάτια /  για κάθε ξένο ένα κρεβάτι.

3) Όχι στα κρεβάτια, μήτε στις χαμηλές κουβέντες / που λέγονται κάτω από σβυσμένες λάμπες / αλλά μαζί σου θα ’βγαινε στα καφενεία και στους στρατώνες / στα σινεμά πορνό και στα γήπεδα.

4) Κι έπειτα να πέθαινε σαν ηρωίδα του / Τσέζαρε Παβέζε που ξέχασε / να πάρει Veronal πριν κοιμηθεί κι έτσι ποτέ δεν κοιμήθηκε / αλλά απλώς έπεσε στο κρεβάτι του ξενοδοχείου το βράδυ.

5)  Γι’ αυτό ελαφρά διαφωνούν [τα νέα πρόσωπα] / το πρωί βγαίνοντας δεν μιλούν στον ξενοδόχο /  στον ξένο που πλαγιάζει στο τρίκλινο.

6) Αργά το Σάββατο παρατηρώ το θάνατο /  όπως αποτυπώνεται στα παλιά πράγματα, στα ξύλινα / ταβάνια, στα πρόστυχα κρεβάτια, στα βαμμένα με / κίτρινη ώχρα ξύλινα πατώματα.

7) Δεν ξέρω πώς παντρεύτηκα. Πώς γέννησα. / Σε ποιο κρεβάτι μετά τα χωράφια /  κοιμήθηκα.

8) Έτσι μόνη τα βράδια βλέπω τη μάνα μου στον καθρέφτη / αργά τις φουρκέτες της να βγάζει. /  Να σβήνει τα φώτα / να γέρνει στο κρεβάτι.

9) Σκέφτηκα να το σκεπάσω με μια πετσέτα / ένα σάλι για την πλάτη /  για να το δει ο Νίκος /  στο κρεβάτι.

10) Τον έβλεπα μέχρι που χάθηκα / στους διαδρόμους / κι αυτός είχε σηκωθεί στο κρεβάτι /  όσο μπορούσε / και με χαιρέταγε.

11) Υψώνω την αμάθειά μου πάνω από πόλεις / γκρεμισμένες. / Πάνω από άρρωστα παιδιά / που κλαίνε σε άδεια κρεβάτια.

12) Σε τρίκλινα ξενοδοχεία / πλαγιάζουν οι τελευταίοι ναύτες του θωρηκτού /  Ποτέμκιν.

13) Και πάνω σε διπλά κρεβάτια, σε καθαρά στρώματα / κάτω από καθρέφτες. / Πώς αποφασίζουνε τη διαιώνιση του είδους τους. / Μετά πώς βάζουνε στα δάχτυλα κολώνιες.

14) Πάνω σε γυμνά / Σε αχυρένια στρώματα /  Ξαπλώνουν κάτι αγόρια /  Κάτι άντρες που ’χουνε σύφιλη.

15)  Με ποιο κρασί θ’ αλείψετε το σώμα σας / και σε τι στρώματα  θα γείρετε / θα γείρετε / το βράδυ να πλαγιάσετε;   

16)  Ο τελευταίος φίλος μου θυμάμαι / είχε ένα όνομα παράξενο. / Έφτανε ώρες που κανείς δεν γνώριζε / μάζευε τα πόδια του στο ντιβάνι / μέχρι που χανότανε.

 

-----------------------------------------

 

 

Στα κρεβάτια του περιθωρίου δεσπόζει ο ποιητής Γιώργος Χρονάς με στίχους  από τις συλλογές του Αρχαία βρέφη, Αναιδής θρίαμβος και Κίτρινη όχθη Β΄. Τα κρεβάτια του είναι γεμάτα ιδρώτα, σπέρμα και οσμές προσώπων που –όπως ο ίδιος επισημαίνει– «ανήκουν στη Β΄ εκλογική περιφέρεια, με μίγμα αίματος στις φλέβες, πανσεξουαλισμό, χωρίς ανησυχίες πνεύματος και τον θάνατο να τους σκοτώνει πάντοτε, κάθε μέρα». Παιδιά από μηχανουργεία, τύποι λαϊκοί, πόρνες, τσακισμένες φιγούρες, θαμώνες γηπέδων ή κινηματογράφων πορνό, λεηλατημένοι φαντάροι, παρελαύνουν σε ξενοδοχεία Δ΄ τάξεως, δημιουργώντας ένα πολύχρωμο μωσαϊκό προσώπων και καταστάσεων.

Τα κρεβάτια του Χρονά είναι από φτηνό υλικό (φορμάικα, περ. 1), ξένοι τα επισκέπτονται και πλαγιάζουν πάνω τους (περ. 2), φιλοξενούν ηρωίδες που μοιάζουν με εκείνες των ποιημάτων του Τσεζάρε Παβέζε, που αργοπεθαίνουν καπνίζοντας σε φτηνά ξενοδοχεία (περ. 4) και είναι πρόστυχα αποτυπώνοντας τον θάνατο (περ. 6). Αποπνέουν ένα αίσθημα φθοράς, τη μοναξιά και την εγκατάλειψη ανθρώπων χαμένων από χέρι, που όμως ο ποιητής τούς αγκαλιάζει τρυφερά με την πένα του κι εντέλει τους σώζει, δίνοντας νόημα στην ύπαρξή τους.                                               

Οι ήρωες του Χρονά είναι συφιλιδικοί και ξαπλώνουν σε αχυρένια στρώματα (περ. 14), δεν ντρέπονται για την αμάθειά τους (περ. 11), είναι ναύτες του θωρηκτού Ποτέμκιν και πλαγιάζουν σε τρίκλινα ξενοδοχείων (περ. 12). Στις περ. 8, 9, 10, 13 και 16 οι ηρωίδες και οι ήρωές του μιλούν χαμηλόφωνα, λένε λόγια συνηθισμένα, κάνουν κινήσεις και χειρονομίες απλών ανθρώπων (βγάζουν αργά τις φουρκέτες, σβήνουν τα φώτα, γέρνουν στο κρεβάτι κ. τλ.) ή διαιωνίζουν το είδος σε διπλά κρεβάτια, καθαρά σεντόνια, κάτω από καθρέφτες. Θα λέγαμε πως λειτουργούν όπως οι ηθοποιοί κάποιου αόρατου θιάσου που παίζουν τον ρόλο τους τηρώντας και την παραμικρή λεπτομέρεια. Ή πράττουν όπως οι αυτοκράτορες του Καβάφη στα ιστορικά και ιστορικοφανή του ποιήματα. Ο Χρονάς, πάντα με σκηνοθετικό τρόπο γραφής, ανακαλύπτει ποίηση και στο πιο απλό, ασήμαντο και ευτελές.

 

 

Επίλογος

 

«Το κρεβάτι είναι ο σταυρός του καθενός», λέει σε κάποιο ποίημά του ο Κωστής Γκιμοσούλης. Πάνω του επιτελούνται τα δύο μεγαλύτερα μυστήρια της ζωής: ο έρωτας κι ο θάνατος. Πάνω του οι ποιητές υποφέρουν, νοσταλγούν, θλίβονται, περιμένουν, αγαπιούνται. Καπνίζουν ατέλειωτα τσιγάρα ατενίζοντας το ταβάνι. Μετρούν τις στιγμές που φύγανε, τους έρωτες που προσπεράσανε, τις ουλές του παρελθόντος, το αύριο που καραδοκεί αβέβαιο. Μετρούν την ίδια την ανάσα τους. Και τα κρεβάτια, αποθεώνονται απ' την αγωνία, την οδύνη, τη θλίψη, το σπέρμα των ηρώων τους. Γίνονται πλοία ολόφωτα που ταξιδεύουν στους γαλαξίες του σύμπαντος.

                       

  (2006)

 

 

[Το κείμενο περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων-Μελέτες-βιβλιοκρισίες (2003-20011), εκδ. Νησίδες, 2011. Το απόσπασμα της μελέτης που αφορά τον Καβάφη δημοσιεύτηκε στην Οδό Πανός, τχ. 147, Ιανουάριος-Μάρτιος 2010 (αφιέρωμα στον Κ. Π. Καβάφη, σε επιμέλεια Δ. Στεργιούλα), ενώ το απόσπασμα της μελέτης που αφορά τον Χρονά στο περιοδικό Πόρφυρας, τχ. 135, Απρίλιος-Ιούνιος 2010 (αφιέρωμα στον Γιώργο Χρονά)]

 

 

 

 

 

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ

ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΥ

ΒΑΣΙΛΗ ΤΣΙΑΜΠΟΥΣΗ

 

 

Επειδή η Σωτηρία Σταυρακοπούλου με την αναλυτική και εμπεριστατωμένη εισήγησή της κάλυψε με επάρκεια το θέμα της ελληνικής επαρχίας στο έργο του Βασίλη Τσιαμπούση, απλώνοντας τη ματιά της και αγγίζοντας εμμέσως και τον κοινωνικό και πολιτικό χαρακτήρα του έργου του, θα αναφερθώ στην πεζογραφική εξέλιξη του Δραμινού συγγραφέα, δίνοντας βαρύτητα στα δύο προαναφερθέντα στοιχεία. Ακόμα κι αν συμπίπτουμε στην επιλογή των προς εξέταση διηγημάτων (για ξεχωριστούς λόγους ο καθένας) με την κ. Σταυρακοπούλου, νομίζω πως το διαφορετικό βλέμμα μας πάνω στα βιβλία του αποψινού μας καλεσμένου θα σας βοηθήσει να αποκτήσετε μια ολοκληρωμένη, σφαιρική αντίληψη τής έως τώρα δουλειάς του.

Ο πεζογράφος Βασίλης Τσιαμπούσης κάνει την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα με τη συλλογή διηγημάτων του Η βέσπα και άλλα επαρχιακά διηγήματα (η πρώτη έκδοση ήταν ιδιωτική, το 1988, σε επανέκδοση το 1990 από τη Νεφέλη). Ο συγγραφέας βιάζεται να μας προκαταλάβει με κείνο το επαρχιακά διηγήματα που χρησιμοποιεί ως υπότιτλο, είτε από αμηχανία είτε από αυτοσαρκασμό είτε θέλοντας να προκαλέσει και να προετοιμάσει τον αναγνώστη για το τι τον περιμένει. Οι ιστορίες είναι μικρές σε έκταση και ο ανθρωπογεωγραφικός χώρος (στη συντριπτική πλειοψηφία των ιστοριών) είναι η πόλη της Δράμας, τόπος καταγωγής του συγγραφέα. Η περίκλειστη επαρχία δεσπόζει στις σελίδες του Τσιαμπούση. Ταβερνάκια, ζαχαροπλαστεία, πλατείες, καφενεία, μικρές γειτονιές με εργατικές κατοικίες, ο επιμέρους χώρος όπου ξεδιπλώνονται οι αφηγήσεις. Και οι ήρωές του, τύποι στραπατσαρισμένοι, που διατελούν εν μέθη, λεηλατημένοι φαντάροι –για να θυμηθώ έναν στίχο του ποιητή Γιώργου Χρονά– ιεροψάλτες με αγγελική φωνή που μονάζουν στο Όρος, θαμώνες καφενείων με διαφορετικά πολιτικά φρονήματα, όμως κολλητοί, επαρχιώτες φοιτητές που βλέπουν τσόντα στον «Ελλήσποντο», γευματίζουν στο «Χρυσό παγόνι» και τρώνε παγωτό στη «Ρωξάνη», τύποι που διαβιούν στη μικρή γειτονιά, μικρά νοικοκυριά και άθλια στρατόπεδα ανεπιθυμήτων. Ο Λάκης ο εγκυκλοπαίδειας, ένας παραπεταμένος λαϊκός τύπος που κοιτά να πιάσει την καλή και να βγάλει κανένα φράγκο από τα τυχερά παιχνίδια, ένας λαχειοπώλης που περιμένει μια Δευτέρα για να έχει τρεις ώρες δικές του, ένας θεολόγος καθηγητής που χαρτοπαίζει γιατί το χαρτί τον εξυψώνει προς τα κάτω και λυτρώνεται κι ένας σχολαστικός αρρωστοφοβικός δημόσιος υπάλληλος που κάνει έρωτα με μια Τουρκάλα και φοβάται για την υγεία του, μερικά μόνο πρόσωπα από το σύνολο των ηρώων της Βέσπας. Μία φράση μίας ηρωίδας του Τσιαμπούση συμπυκνώνει σε μία μόλις πρόταση το κοινωνικό στίγμα όλων των ηρώων του. «Τόσο μαζεμένη και τσαλακωμένη ήταν ολάκερη η ζωή της».

Τα κοινωνικά στοιχεία που μπορεί κανείς να διακρίνει στο εν λόγω βιβλίο είναι πρωτίστως το αίσθημα της μοναξιάς, της ερημιάς και της αποξένωσης στο επαρχιακό τοπίο. Στο διήγημα «Το σαλάμι» θίγεται το κοινωνικό πρόβλημα του κλεισίματος των μικρών μπακάλικων και της εμφάνισης των σούπερ μάρκετ στη ζωή μας, ενώ στην «Τρούλια» θίγεται το κοινωνικό ζήτημα των Γύφτων, η ιδιαιτερότητα του τρόπου ζωής τους, η ελεύθερη φύση τους και το ανυπότακτο του χαρακτήρα τους. Ακόμα κι αν οι συνθήκες διαβίωσης φάνταζαν καλές, οι γονείς της ηρωίδας εξαφανίζονται και το κορίτσι από την παιδούπολη βρίσκεται σε αναμορφωτήριο, γιατί έκανε πιάτσα στην παραλία. Από το εν λόγω διήγημα εισπράττουμε την έκπληξη του αφηγητή-συγγραφέα για την απρόβλεπτη απόληξη των συμβάντων, όχι όμως κάποια έντονη ψυχική δυσφορία ή αντίδραση. Έχουμε δηλαδή απλώς την καταγραφή μιας παθογενούς κοινωνικής κατάστασης σε μία ήπια αφήγηση. Στο διήγημα «Εν Ιορδάνη» τα παρωχημένα κοινωνικά στερεότυπα της επαρχιούπολης θριαμβεύουν. Δεσπότης, Δήμαρχος, Νομάρχης, βουλευτές, μέχρι και η κοιλιά του συνταγματάρχη, όλοι βάλλουν κατά του κοριτσιού που πέφτει στα νερά για να βγάλει τον σταυρό, με αποτέλεσμα αυτό να συλληφθεί από τους χωροφύλακες, επειδή παρέβη τον ηθικό κανόνα να πέφτουν στα νερά, την ημέρα των Θεοφανείων, μόνο άντρες. «Άθλια χωριουδάκια κι ασυνάρτητη επαρχία» θα σχολίαζε ο Διονύσης Σαββόπουλος. Τέλος στο «Η Μερσεντές» καυτηριάζεται η κοινωνική κατάσταση της Ελλάδας στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Μια Μαρία που ο μπαμπάς της είχε κάρο και ο παππούς της ήταν χωροφύλακας, ένας τσιγκούνης εφοπλιστής που ζητά αποδείξεις για έξοδα κατασκευής σε εκκλησία και Γερμανοί τουρίστες που τρελαίνονται για τζατζίκι, μουσακά και μελιτζανοσαλάτα, είναι το σκηνικό της πατρίδας που αντικρίζει ένας μετανάστης που επιστρέφει σ’ αυτήν για διακοπές.

Στο βιβλίο Η βέσπα η ζωή των ηρώων του Τσιαμπούση φαντάζει στάσιμη και βαλτωμένη. Υπάρχει στασιμότητα στον ρυθμό όλης της επαρχιακής πόλης. Ο συγγραφέας με τέχνη, φωτίζει μιαν άλλη Ελλάδα, πέρα από τα φώτα, τις ευκαιρίες, τις μικροαστικές ανέσεις, το βόλεμα και την ευμάρεια. Τα διηγήματα όπου συμμετέχει και ο ίδιος και όπου υπάρχει πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι πιο πειστικά. Στα υπόλοιπα, παρόλη την ειρωνεία του και τον όποιο χλευασμό του απέναντι στην καθεστηκυία τάξη, φαίνεται πως αρέσκεται να αφηγείται για τον επαρχιακό μικρόκοσμο του τόπου του, μην επεμβαίνοντας να ανατρέψει ή να αλλοιώσει τη στασιμότητα που αυτός εκπέμπει. Όπως και να έχει όμως, με το πρώτο δείγμα γραφής του ο Τσιαμπούσης φωτίζει την άλλη όψη της ζωής, την αθέατη, τη σκοτεινή, τη μίζερη, την τσαλακωμένη, κι αυτό του το εγχείρημα είναι, ταυτοχρόνως, κοινωνική και πολιτική πράξη.

 

Ο Τσιαμπούσης το 1993, δοκιμαζόμενος στην μεγάλη σύνθεση, εκδίδει το μυθιστόρημά του Εκτός έδρας, τίτλος παρμένος από τα ποδοσφαιρικά που, όπως και η ιστορική ομάδα της πόλης του, η Δόξα Δράμας, φαίνεται πως τον συγκινούν ιδιαίτερα. Ο τόπος που ξετυλίγεται το στόρι είναι πάλι η Δράμα, όμως, όπως εύστοχα παρατήρησε και η Σταυρακοπούλου, όχι «ζώσα» –και δρώσα, θα συμπλήρωνα εγώ– αλλά ως ντεκόρ, ως φόντο του μύθου του. Η πλειοψηφία των ηρώων τού Εκτός έδρας πάλι περιθωριακοί, λούμπεν και επαρχιώτες. Ο Νταγιάν –πήρε το συγκεκριμένο ψευδώνυμο επειδή είχε πρόβλημα στο ένα του μάτι– ένα γεροντοπαλίκαρο που ζούσε παλιά με τη μάνα του, μισογύνης, θαμώνας καφενείου και αφοσιωμένος στο τάβλι. Ο φίλος του ο Γιώργος, συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος, που έχασε τη γυναίκα του σε αυτοκινητιστικό ατύχημα και έχει γιο που σπουδάζει στην Αθήνα. Ο εργολάβος μηχανικός Νίκος, τύπος συμβιβασμένος τόσο πολιτικά όσο και ερωτικά αναλογικά με το παρελθόν του, με έφεση στα λαδώματα και στις δωροδοκίες στον δημόσιο τομέα. Μία πρώην πόρνη και νυν οικιακή βοηθός που θίγει τον Γιώργο, όταν εκείνος της πρότεινε προξενιό με έναν φίλο του κ.α. Όλοι οι παραπάνω μαζί με άλλα δευτερεύοντα πρόσωπα μπλέκονται σε ένα απίστευτο γαϊτανάκι σχέσεων και καταστάσεων. Προσωπικά δεν με ενόχλησε καθόλου η εκτροπή της ιστορίας σε αστυνομική νουβέλα – απεναντίας βρήκα ενδιαφέρον το όλο εγχείρημα. Όμως με ενόχλησε η επιμονή του συγγραφέα να αναλύει τις σκέψεις και προθέσεις των ηρώων του, θαρρείς και τους γνωρίζει πρώτη φορά ή προσπαθεί γράφοντας να τους καταλάβει, όσο και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε μόλις δύο κεφάλαια του βιβλίου και η ύπαρξη ενός ξεχωριστού διηγήματος με υπογραφή του συγγραφέα, παρακαλώ, στο τέλος, τα οποία, όσα δράμια νεωτερικότητας κι αν προσέδωσαν στο βιβλίο, εν έτει μάλιστα 1993, στερούν την υφολογική ομοιογένεια του στόρι και παραπλανούν (έως μπερδεύουν) αφηγηματικά τον αναγνώστη. Κρατώ όμως στα συν του βιβλίου τα παρακάτω: Την κριτική του συγγραφέα για το αθηνοκεντρικό κράτος με προεκτάσεις στο ποδόσφαιρο και στην ιστορική ομάδα της Δόξας Δράμας – αντιγράφω από τη σ. 78: «Μπήκαν τότε οι εξαγριωμένοι φίλαθλοι στον αγωνιστικό χώρο, πάει κι ο Ντερμπεντέρας απ’ το πολύ το ξύλο στο νοσοκομείο παρέα με το θύμα του, πάει κι η «Δόξα» δυο κατηγορίες κάτω, γιατί τα χρόνια εκείνα απ’ την Αθήνα αποφασίζανε και διατάζανε, πού ν’ ανεβαίνουμε, σου λέει, στο «κωλοχώρι» σας, δυο μέρες με το λεωφορείο, να μας νικάτε κιόλας, και βρήκανε την ευκαιρία και τους υποβιβάσανε» Παρόμοιες αντιλήψεις για τα όργια της Αθήνας απέναντι στις ομάδες της επαρχίας διατύπωσε κάποτε και ο ποιητής και φίλαθλος Μανόλης Αναγνωστάκης, και λίγο-πολύ όσοι παρακολουθήσαμε ποδόσφαιρο, κυρίως στη δεκαετία του εβδομήντα και του ογδόντα, αναγνωρίζουμε πως δεν ήταν καθόλου γραφικές και ανεδαφικές αυτές οι απόψεις, όπως θέλουν κάποιοι να πιστεύουν. Άλλο ενδιαφέρον σημείο του βιβλίου που άπτεται του κοινωνικοπολιτικού στοιχείου στο έργο του συγγραφέα και που είναι επίκαιρο όσο ποτέ λόγω της οικονομικής κρίσης που μας μαστίζει, οι απόψεις ενός ήρωά του αναφορικά με την αδράνεια και απραξία των Ελλήνων. Όλα αυτά που συζητάμε σήμερα για το ότι η Ελλάδα δεν παράγει τίποτα, κανείς δεν δουλεύει και όλοι ξοδεύουν ασυλλόγιστα, είχαν εύγλωττα διατυπωθεί πριν από δεκαεφτά χρόνια στο εν λόγω μυθιστόρημα. Λέει, λοιπόν, σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο ήρωας του Τσιαμπούση:

«Ε, λοιπόν, όλοι εσείς που σήμερα απορείτε με την ίδια τη γενιά σας για όσα ξοδεύει ασυλλόγιστα, τρώτε τις οικονομίες εκείνων, που στερήθηκαν και τα πιο στοιχειώδη για να βάλουν στην άκρη πέντ’ έξι παράδες και να ζήσετε εσείς καλύτερη ζωή απ’ αυτούς» του είπα.

Το πιο ενδιαφέρον και γαργαλιστικό, όμως, στοιχείο του Εκτός έδρας στο οποίο συγκλίνουν η ιστορία, η πολιτική και τα κοινωνικά δρώμενα της εποχής στην οποία ο Τσιαμπούσης αναφέρεται, είναι η εμφάνιση Βουλγάρων γυναικών, μορφωμένων, που ύστερα από την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Βουλγαρία ήρθαν στη Δράμα ως χορεύτριες. Το θέμα θίγεται αρχικά στις σελίδες 61 και 62, συνεχίζεται στις σελίδες 82 και 83 όπου έχουμε τη γνωριμία του Γιώργου με τις εκ Βουλγαρίας χορεύτριες, για να κορυφωθεί στις σελίδες 119 και 120. Αντιγράφω από τη σ. 119 ένα αποκαλυπτικό σημείο του όλου ζητήματος, ένα μέρος του διαλόγου της Βάσκα με τον Γιώργο.

Τον κοίταξε με μισό μάτι. «Δυστυχώς», είπε, «για τους πιο πολλούς από σας η Βουλγαρία ήταν πάντα ένα μεγάλο μπορντέλο».

Άφησε να του ξεφύγει ένα μειδίαμα κι εκείνη θίχτηκε ακόμα πιο πολύ.

«Γιατί γελάς;», τον ρώτησε.

«Για το πορνείο που είπες»

«Έχεις δίκιο και γελάς, γιατί σ’ αυτή την παλιοκατάσταση εσείς είστε από πάνω. Έχετε χρήματα, αυτά που σας χάρισε η τύχη της ιστορίας. Βρεθήκατε στη Δύση κι οι συνέταιροί σας πληρώνουν όλα σας τα έξοδα. Μόλις σας περισσέψει κάνα κόκαλο, το πετάτε για να το γλείψουμε κι εμείς, εμάς όμως πρώτα πρέπει να μας πατήσετε και να μας ξευτελίσετε…»

Και παρακάτω…(μιλάει πάντα η Βάσκα)

«Δεν το λέω για μένα ούτε θέλω να έχω δικαιολογίες. Εγώ μπορούσα να τη σταματήσω αυτή τη δουλειά αλλά δεν το έκανα. Γιατί όμως μας έχετε για τίποτε; Γιατί ξεχνάτε τα δικά σας, όταν οι Εγγλέζοι κι οι Αμερικάνοι γαμούσαν τις γυναίκες σας; Τότε πονούσατε αλλά τους λέγατε κι ευχαριστώ, γιατί έδιναν στα παιδιά σας να φάνε ψωμί…»

 

  

Το τρίτο βιβλίο του Βασίλη Τσιαμπούση, η συλλογή διηγημάτων Χερουβικά στα κεραμίδια (Κέδρος, 1996) κερδίζει τον αναγνώστη από τον τίτλο του ακόμα, που είναι παρμένος από φράση του διηγήματος «Ήδη βάπτεται κάλαμος». Με αυτήν τη συλλογή του ο Τσιαμπούσης βρίσκει τη συγγραφική του συνισταμένη, το είδος του λόγου στο οποίο αναπνέει, εκφράζεται και αποδίδει καλύτερα. Από τον ασθματικό ρυθμό της Βέσπας και τις όποιες αρρυθμίες του Εκτός έδρας καταφεύγει στο εκτενές διήγημα. Έτσι, ούτε στριμώχνει το ταλέντο του σε κείμενα μιάμιση παλάμης ούτε χάνεται στους λαβυρίνθους της μεγάλης σύνθεσης. Σε αρκετές ιστορίες του βιβλίου φαίνεται πως υπάρχει ένα δίπολο αντίθετων απόψεων ή διαφορετικών χαρακτήρων, πάνω στο οποίο χτίζεται το στόρι αρκετών διηγημάτων (οι αντίθετοι χαρακτήρες του αφηγητή και του Δημήτρη στην «Κληρονομιά», οι δύο φίλοι που μονίμως διαφωνούν στο αυτοκίνητο πηγαίνοντας στον γάμο μιας κοινής τους φίλης στο «Ο γάμος», η κόντρα ενός «Καναδού» με τα ξαδέλφια του στην Ελλάδα για την αντιπαροχή ενός παλιού σπιτιού, στο «Το ψαλίδι» κ.τλ). Το διήγημα «Η συγκέντρωση» αφορά μια παιδική ανάμνηση του συγγραφέα από την παράλογη επαρχία, παραμονές εκλογών, δοσμένη με ειρωνεία και ιδιότυπο σαρκασμό, ενώ στο διήγημα «Ο γάμος» υπάρχουν επιρροές από το διήγημα του Ιωάννου «Για ένα φιλότιμο» (από την ομώνυμη συλλογή του), τη στιγμή που ο ένας από τους δύο ήρωες μαζεύει ένα χτυπημένο σκυλί από τον δρόμο. Το διήγημα «Τα ρέστα», μια σπαρταριστή ιστορία που καταδεικνύει όλη την ψύχωση και τον παραλογισμό της χούντας του Παπαδόπουλου, νομίζω πως εξαντλήθηκε στην ομιλία της Σταυρακοπούλου. Κρατώ μονάχα έναν διάλογο αυτογνωσίας του χουντικού ταγματάρχη με την βενιζελικών καταβολών γυναίκα του, που την παντρεύτηκε ύστερα από θετική εισήγηση της υπηρεσίας του, με το σκεπτικό πως: «Ο Βενιζέλος ήταν που έστειλε εκστρατευτικό σώμα στην Κριμαία κατά των Μπολσεβίκων».

Αντιγράφω από τη σ. 83.

«Τη φίλησε στα μαλλιά κι εκείνη είπε με παράπονο: «Γιατί μόνον οι δύσκολες στιγμές μας φέρνουν τον έναν κοντά στον άλλο;»

«Γιατί μόνον τότε καταλαβαίνουμε πόσο αδύναμοι είμαστε», απάντησε ο ταγματάρχης. «Ειδικά εμείς οι στρατιωτικοί πάντοτε τρώμε το παραμύθι ότι είμαστε σπουδαίοι, μέχρι που μας κλάνει ένας ανώτερός μας και πνιγόμαστε στα σκατά».

Θα σταθώ ιδιαίτερα στα δύο κορυφαία, κατά τη γνώμη μου, διηγήματα της συλλογής, το «Η κληρονομιά» και «Το ψαλίδι», που βρίθουν ιστορικών και πολιτικών στοιχείων, της νεότερης Ελλάδας και της περιόδου της γερμανικής κατοχής αντίστοιχα.

Στο «Η κληρονομιά» ο ήρωας-αφηγητής πηγαίνει στη Βουλγαρία μια θεία του για να συναντήσει την αδελφή της. Στα σύνορα αναγκάζεται να λαδώσει με φακελάκι και ουίσκι τους τελωνοφύλακες για να συντομεύσουν τις διαδικασίες και να φτάσουν στον προορισμό τους μια ώρα αρχύτερα. Στη Βουλγαρία η θεία του συναντά την αδελφή της, αλλά εκείνη δεν την αναγνωρίζει επειδή έχει μαλάκυνση εγκεφάλου. Η θεία του αφηγητή τάζει το σπίτι της στην Ελλάδα στα ανίψια της, τα εγγόνια της αδελφής της, όμως, στην πατρίδα, το έχει ήδη τάξει και σε μια μακρινή συγγενή του αφηγητή, τη Σουλτανίτσα. Ο αφηγητής είναι εξαιρετικά δύσπιστος με τους «Βούλγαρους» συγγενείς και προσπαθεί να αποτρέψει τα σχέδια της θείας του. Όμως σταδιακά αντιλαμβάνεται τη φτώχεια και την ανέχεια της ζωής τους και αλλάζει γνώμη για τις προθέσεις τους. Στην Ελλάδα, όταν η θεία-Μαρίκα βρίσκεται στα τελευταία της, το χέρι του αφηγητή-συγγραφέα την κατευθύνει στο γράψιμο της διαθήκης με σολομώντεια δικαιοσύνη. Μισό σπίτι πηγαίνει στη συγγενή τους που την ντάντεψε και μισό στους συγγενείς που ζουν στην Βουλγαρία. Στη σ. 30 υπάρχει ένα σημείο, αποκαλυπτικό της ζωής των Ελλήνων προσφύγων στις ανατολικές χώρες. Σας το διαβάζω.

«Αλήθεια, Δημήτρη», τον διέκοψα. «Η Σοφία έζησε καλά τη ζωή της στη Βουλγαρία;» Με κοίταξε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Θες να πεις, αν οι Βούλγαροι τη δέχτηκαν μ’ ανοιχτές αγκαλιές; Ξάδερφε, νομίζω ότι είναι πια γνωστό με ποιο τρόπο ζήσαμε όλοι οι Έλληνες πρόσφυγες στις ανατολικές χώρες. Η καρδιά μας βρισκόταν στην Ελλάδα, μόνο που την πατρίδα μας τη θέλαμε αλλιώτικη απ’ ό,τι ήταν. Κατά τ’ άλλα, κι εδώ ήμασταν μόνιμα ύποπτοι, πολίτες δεύτερης κατηγορίας». Και δυο σελίδες παρακάτω, δείτε την ιδιοτέλεια με την οποία τα καθεστώτα αντιμετώπιζαν τους πολιτικούς πρόσφυγες. «Νομίζω πως η ελληνική κυβέρνηση δε μας αφήνει να γυρίσουμε στην Ελλάδα όχι για όσα κάναμε, αλλά γιατί θα πρέπει οι δικοί σας να μοιραστούν με μας τις κληρονομιές που πήραν απ’ τους γονείς τους.»

Τέλος στο διήγημα «Το ψαλίδι» ο Τσιαμπούσης με αφορμή ένα παλιό ψαλίδι κι ένα μπουκάλι ζωντανεύει μια ιστορία της Κατοχής, σε γερμανικό μπλόκο στον Πειραιά. Το διήγημα ξετυλίγεται σε δύο χρόνους. Από τη μια στο σήμερα, όπου ο Έλληνας μετανάστης στον Καναδά έχει κόντρα με τα ξαδέρφια του για το δόσιμο ενός σπιτιού σε εργολάβο για αντιπαροχή, αλλά τελικώς υποχωρεί και διαπραγματεύεται τη συμφωνία. Από το παλιό του σπίτι κρατά, μαζί με κάτι παλιές φωτογραφίες, ένα ψαλίδι κι ένα μπουκάλι απ’ όπου, στην Κατοχή, έπινε νερό ο πατέρας του. Το ψαλίδι –που κλάπηκε αρχικά, μαζί με μια ραπτομηχανή, για να ξαναβρεθεί τυχαία αργότερα– και το μπουκάλι αποτελούν τον σύνδεσμο, τη γέφυρα, τη δίοδο του παρελθόντος με το παρόν, κι έτσι ο Τσιαμπούσης με την τεχνική του φλας μπακ μιλάει για τα γεγονότα της Κατοχής και τις αγριότητες των Γερμανών. Το διήγημα απογειώνεται στην απόληξή του με τη λεπτή ειρωνεία των τελευταίων σειρών, ενδεικτική της μαστοριάς του συγγραφέα. Διαβάζω αυτούσιο το κλείσιμο του διηγήματος:

«Κάποτε ένας φίλος του, Γερμανός, είχε έρθει επίσκεψη στο σπίτι του και τον ρώτησε τι νόημα είχαν το μπουκάλι και το ψαλίδι μέσα στην προθήκη. Σαν αστραπή πέρασαν απ’ το μυαλό του όλες οι παλιές ιστορίες… Στο τέλος είπε: «Δεν είναι τίποτα, παρά μόνο ενθύμια απ’ τους γονείς μου. Το ψαλίδι ήταν της μάνας μου κι από το μπουκάλι έπινε ο πατέρας μου νερό τα καλοκαίρια».

 

 

Το 2000, ο Τσιαμπούσης κυκλοφορεί, πάλι από τον Κέδρο, τη συλλογή διηγημάτων του με τον τίτλο Η γλυκιά Μπονόρα. Εδώ, η έκταση των διηγημάτων του μεγαλώνει αισθητά (κάποια εξ αυτών θυμίζουν στη δομή τους μικρές νουβέλες), τα αντιθετικά δίπολα στους χαρακτήρες των ιστοριών καθιερώνονται συστηματικά (υπάρχουν πάλι διαφωνίες, λεκτικές αντιπαραθέσεις, η γνωστή κόντρα ανάμεσα στους ήρωες, κάτι που αποκτά, πλέον, και σκηνοθετικό ενδιαφέρον), ενώ η Δράμα επανέρχεται ως φόντο μόνο σε μερικά διηγήματα της συλλογής. Θα σταθώ στα διηγήματα «Βιβλιοθηκάριος», «Ο μαέστρος», «Ο Σάντσο» και «Berlin».

Στον «Βιβλιοθηκάριο» θίγεται η μισαλλόδοξη τάση κάποιων Ελλήνων της μετεμφυλιακής περιόδου να διαχωρίζουν τους συμπατριώτες τους με βάση πολιτικά κριτήρια. Το διήγημα αποτελεί παιδική ανάμνηση του συγγραφέα, με φόντο την πόλη της Δράμας. Δεν προσδιορίζεται επ’ ακριβώς ο χρόνος, αλλά υποθέτουμε ότι πρέπει να αναφέρεται λίγο πριν τη Χούντα. Ένας υπάλληλος κινητής βιβλιοθήκης, ο Αιμίλιος, συνδέεται φιλικά με τον ήρωα-αφηγητή, λόγω της βιβλιοφιλίας του τελευταίου. Ο Αιμίλιος, παρότι δεν ήταν αριστερών πεποιθήσεων, απομακρύνεται άκομψα από το πόστο του επειδή δεν συμφώνησε να παίξει τον ρόλο του χαφιέ, φανερώνοντας σε συγκεκριμένα πρόσωπα τις αναγνωστικές προτιμήσεις των παιδιών, για να σχηματιστεί γνώμη για τα φρονήματα των γονιών τους. Τηρούσε δηλαδή με ευλάβεια την εχεμύθεια του βιβλιοθηκονόμου. Ο αφηγητής-ήρωας πικραίνεται που χάνει έναν φίλο, αλλά κρατά την πικρία του κρυφή από τους γονείς του. Από τη σ. 67 αντιγράφω ένα απόσπασμα που φανερώνει την αντικομουνιστική υστερία εκείνων των πέτρινων χρόνων της πατρίδας μας: (μιλάει ο Αιμίλιος) «“Ξέρεις τι είναι σύνορα”;», με ρώτησαν χλευαστικά, αφού τους είπα ό,τι είχα να τους πω. “Αν καταλαβαίνεις τη σημασία τους κι ότι όλοι οι κομουνιστές της περιοχής έγιναν πράκτορες των Βουλγάρων, συνεργάζεσαι σ’ αυτό που σου ζητάμε. Άμα δεν το καταλαβαίνεις, παίρνεις τα μπογαλάκια σου και πας στο σπίτι σου…”»

Το διήγημα «Ο μαέστρος», δοσμένο με σωστές δόσεις χιούμορ (που αγγίζει τον σαρκασμό) και συναισθήματος κι έχοντας ισορροπημένη αφήγηση, κερδίζει τον αναγνώστη αφήνοντάς του, στο τέλος, μια γλυκόπικρη επίγευση στο στόμα. Η ιστορία αφορά τη ζωή ενός σπουδαίου, ελληνικής καταγωγής, μαέστρου –κάποτε τον είχε ζητήσει κι ο Φον Καραγιάν να παίξει στο Βερολίνο–, που φυτοζωεί στη Βουλγαρία ως πολιτικός πρόσφυγας και αρνείται πεισματικά να επιστρέψει στην Ελλάδα. Η ταπεινή του ζωή, συναφής και απόλυτα εναρμονισμένη με τη φτώχεια και τη στέρηση που ταλάνιζε τη γειτονική μας χώρα, ύστερα από την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Με αυτό του το διήγημα, που, θεματολογικά, μάς γυρίζει στο «Η κληρονομιά» της προηγούμενης συλλογής του, ο Τσιαμπούσης επανέρχεται στο ζήτημα των πολιτικών προσφύγων στη Βουλγαρία. Αντιγράφω ένα σημείο, ενδεικτικό της ανέχειας που επικρατούσε στη Βουλγαρία, τα πρώτα χρόνια της κατάρρευσης του σοσιαλιστικού καθεστώτος. (σ. 78)

«Και πόσο κόστιζαν τα εισιτήρια για τις διάφορες εκδηλώσεις;» (ρωτάει ο αφηγητής τη Γιοβάνα, μία εκ των υπευθύνων στο Σπίτι του Πολιτισμού)

«Οι περισσότερες προσφέρονταν δωρεάν και οι πιο ακριβές στοίχιζαν… όσο ένα σημερινό δολάριο».

«Σήμερα δε θα μπορούσε το Κέντρο να λειτουργήσει με σπόνσορες και χορηγούς;», τη ρωτάω.

Προσπαθεί να χαμογελάσει κι έπειτα τα μάτια της δακρύζουν. «Σε ποιο Κέντρο αναφέρεσαι;», ψιθύρισε δαγκώνοντας τα χείλη της. «Εδώ διαλύθηκαν τα πάντα! Δεν έχουμε πιστώσεις ούτε για να κάψουμε τη σόμπα να ζεσταθούμε!»… Γυρίζει από την άλλη πλευρά κι εγώ αμήχανος σηκώνομαι και πάω και στέκομαι στο παράθυρο με πρόσωπο στο δρόμο»

Στο διήγημα «Ο Σάντσο» θίγεται ο πόθος ενός Έλληνα που ζει στα Σκόπια, να επιστρέψει στην πατρίδα του, κάτι που του αρνούνται οι ελληνικές αρχές λόγω του εμπάργκο και των κακών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες. Ο ήρωας, ο Γ., που είναι καρκινοπαθής, κάποιες στιγμές κυριολεκτικά αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο πατρίδες. Παρότι η γυναίκα του η Μιλένα τον αγαπά και τον φροντίζει, τον κρατάει στην ζωή ένας γάτος, ο Σάντσο, για τον οποίον ο συγγραφέας σχολιάζει στη σ. 117:

«Το ισχυρότερο όμως κίνητρο για να συνεχίσει να ζει είναι ο γάτος! Η αγάπη του γι’ αυτόν κι ο φόβος του θανάτου είναι πιο ισχυρά απ’ όλα τ’ άλλα.»

Τα παιχνιδίσματα του γάτου στα συρματοπλέγματα του συνόρου των δύο χωρών είναι μεταφορικά και συμβολικά. Χαρακτηρίζουν την ψυχική διάθεση του ήρωα, τον διχασμό του ανάμεσα σε Σκόπια και Ελλάδα. Δυνατό σημείο του διηγήματος, όταν ο ήρωας ψάχνει τον Σάντσο και ρωτά τον Έλληνα φρουρό μήπως τον είδε, δίχως εκείνος να του απαντήσει, αφού ο Γ.  βρισκόταν στην άλλη πλευρά των συνόρων και θεωρούνταν εχθρός. Οι τελευταίες τρεις σελίδες απογειώνουν την ιστορία και η συγκίνηση του αναγνώστη χτυπάει κόκκινο. Εντούτοις, στην ιστορία, υπάρχει χωνεμένη επίδραση από Σφυρίδη, και ιδίως από το ωραίο του διήγημα «Εις μνήμην» όπου ο θάνατος της σκυλίτσας του, της Κνουλπ, παραλληλίζεται με τον θάνατο της φίλης του Μπίλης Γουσίου, γνωστής γελοιογράφου. Έτσι και στο «Ο Σάντσο», η μοίρα του Γ. παραλληλίζεται με τη μοίρα του γάτου, σε μία συνεχή αλληλοπεριχώρηση, σε ένα συνεχόμενο δούναι και λαβείν ζωής και θανάτου ανάμεσα σε ζώα και ανθρώπους που –όπως είχα γράψει παλιότερα για τον Σφυρίδη– αγγίζει τα όρια του ανιμισμού.¹

Στο διήγημα «Berlin», που κι αυτό λόγω έκτασης και δομής φλερτάρει με τη νουβέλα, έχουμε, σε πρώτο πρόσωπο αφήγησης, μια επεισοδιακή ολιγοήμερη παραμονή του ήρωα-αφηγητή στο Βερολίνο, όπου με μερικούς συναδέλφους του συμμετείχε σ’ ένα πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς συγκεκριμένο λόγο, μόνο και μόνο για να ξοδευτούν τα κονδύλια του κοινοτικού αυτού προγράμματος. Ο ήρωας-αφηγητής ζει σε μία ξένη χώρα καταστάσεις απόλυτης ταπείνωσης και εξευτελισμού, ύστερα από ένα κρεσέντο ματαιώσεων και γελοιοποιήσεων που βιώνει. Στο τέλος, όντας πολύ κουρασμένος, διαπιστώνει πως πρέπει να εκτιμήσει απ’ την αρχή τη θλιβερή κατάσταση στην οποία έχει περιπέσει. Μια ενδιαφέρουσα ιστορία με πολιτική πτυχή και διάσταση, όπου το άτομο, έρμαιο της ζωής και των περιστάσεων, συνθλίβεται μέσα σε έναν αφόρητο και αρρωστημένο κοινωνικό περίγυρο.

Τέλος, δύο διηγήματα που θίγουν καίρια κοινωνικά ζητήματα (το θέμα της χαρτοπαιξίας στο «Η γλυκιά Μπονόρα» -το έχουμε συναντήσει και στη Βέσπα και στο Εκτός έδρας- και το αν αξίζει να ζει κάποιος που έχει καταντήσει βιολογικό ράκος, στο διήγημα «Αλτσχάιμερ»), ξεχωρίζουν ιδιαίτερα στο, τέταρτο κατά σειρά, βιβλίο του Τσιαμπούση.

Η Ελισάβετ Κοτζιά εύστοχα παρατήρησε για το Η γλυκιά Μπονόρα του Τσιαμπούση πως «αρκετοί ανάμεσα στους ήρωές του είναι μάλλον περιθωριακές φυσιογνωμίες και για κανέναν η ιστορία του δεν θα έχει κατάληξη ευνοϊκή». Για να καταλήξει στο σχόλιό της: «Ανυπεράσπιστοι όχι μόνο απέναντι στην κακιά τους τύχη αλλά και απέναντι σε κάποιου είδους αγαθοσύνη, παιδικότητα και αφέλεια που τους διακρίνει, οι ηττημένοι του Β. Τ. εμφανίζουν μια βαθύτερη αξιοπρέπεια που πολλαπλασιάζει τη συγκίνηση προτείνοντας μια νέα ηθική».²

 

 

Η πρώτη επισήμανση του αναγνώστη ολοκληρώνοντας την τέταρτη συλλογή διηγημάτων του Τσιαμπούση (Να σ’ αγαπάει η ζωή, Πατάκης, 2004) είναι ότι ο τελευταίος δικαιώνεται με την εμμονή του και την επιμονή του στο διήγημα. Οι ιστορίες του είναι πιο μεστές και ευθύβολες, ενώ τα φαινόμενα της κοινωνικής παθογένειας που καυτηριάζονταν στα προηγούμενα βιβλία του, πλέον παρωδούνται ολοκληρωτικά. Η ματιά του διηγηματογράφου γίνεται ακόμα πιο αιχμηρή. Ο Τσιαμπούσης σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται, βουτώντας την πένα του βαθιά, ως το κόκαλο προσώπων και καταστάσεων. Θα σταθώ σε τρία διηγήματα αυτής της συλλογής, αρχής γενομένης από «Το γατάκι». Σ’ αυτήν την ιστορία ένας χωρισμένος αντιδήμαρχος επαρχιακής πόλης προγραμματίζει να κατέβει στην Αθήνα να δει την κόρη του που πέρασε στο πανεπιστήμιο και ζει μαζί με τη μάνα της. Ένα απρόβλεπτο, όμως, γεγονός τον κρατά καθηλωμένο στην πόλη του. Ένα γατάκι ανεβασμένο στο υψηλότερο σημείο ενός δέντρου ανασύρει στην επιφάνεια οργισμένες αντιδράσεις εναντίον του από διάφορους φορείς ή άτομα της πόλης. Ένας δήμαρχος με λερωμένη τη φωλιά του, ο εισαγγελέας, οι αστυνομικές αρχές, υστερικές κυρίες της φιλοζωικής, δημοσιογράφοι τηλεοπτικών καναλιών και ο σακχαροδιαβητικός κύριος Παπαδόπουλος που υπονομεύει τον ήρωα-αφηγητή, συμπληρώνουν το εξωφρενικό παζλ της τοπικής κοινωνίας. Τελικώς το γατάκι θα κατεβεί από το δέντρο, αλλά ο αντιδήμαρχος θα εισπράξει ως αντίτιμο των προσπαθειών του γκρίνια από γυναίκα και κόρη, και την πικρία ενός ελαφριού εμφράγματος που υπέστη ένας στενός του συνεργάτης. Σπαρταριστό αφήγημα –με επίκαιρο χαρακτήρα λόγω των δημοτικών εκλογών που πλησιάζουν– που παρωδεί και σαρκάζει τις υψηλές αρμοδιότητες των εκλεγμένων αντρών του ελληνικού «θαύματος» της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Στο διήγημα «Γιαγιά, νονά;» θίγεται το ζήτημα των οικονομικών μεταναστών στη χώρα μας. Η άθλια και στερημένη ζωή τους παρουσιάζεται ανάγλυφη στην παρακάτω περιγραφή: «Σήκωσα τις σακούλες με τα ψώνια και του τις έδειξα. «Μαμ, μαμ», είπα. «Κικιρίκου, μαμ!». Εκείνος κοίταζε κι η στάση του μου θύμισε τ’ αδέσποτα σκυλιά, που λιγωμένα περιμένουν στο δρόμο να τους ρίξεις κάνα κόκαλο. Πλησίασα στο γείσο του δικού μου μπαλκονιού κι άφησα τα ψώνια να πέσουν στο κενό…» Όμως και η ζωή των Ελλήνων στην επαρχιακή πόλη, θαρρείς συναγωνίζεται σε δυσκολίες εκείνη των μεταναστών. «Θέλω να πω ότι δεν ήμασταν πάντοτε ξεπεσμένοι, περάσαμε και καλύτερες μέρες! Αχ, Ναρινέ, να φύγετε, κορίτσι μου, να πάτε αλλού για να προκόψετε. Εδώ δεν έχει πια μπερεκέτια! Κι εγώ που μένω… έχουμε οικογενειακό τάφο δικό μας! Αστείο είναι αυτό, γέλασε λίγο…» Όσο για την ταχτική της αστυνομίας να κάνει τα στραβά μάτια σε ημιπαράνομους μετανάστες, ο Τσιαμπούσης σχολιάζει: «Σε μια πόλη ξεπεσμένη το να παραβλέπονται ορισμένες αθώες παραβάσεις μπορεί και να ’χει έρεισμα ηθικό».

Τέλος στο «Η νερόκοτα» απολαμβάνουμε την σπαρταριστή εξομολόγηση ενός, εβδομηνταπεντάχρονου πλέον, παλιού χαφιέ των αριστερών, της Αλεπούς, που συν καιρώ εξελίχτηκε σε σοσιαλιστικό τσανάκι που διάβαζε «Αυριανή» και γράφτηκε στην τοπική της γειτονιάς του. Η Αλεπού ήταν υπεύθυνη για πολλές διώξεις και καταρρακώσεις πολιτών, αλλά ο ίδιος το έβλεπε σαν ηθικό χρέος, σαν μέρος της δουλειάς του. Την ίδια δουλειά, δηλαδή το φακέλωμα των πολιτικά αντιφρονούντων, συνεχίζει και το 1990, καρφώνοντας «πρασινορουφιάνους», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη σ. 175. Με τα χρόνια ο ήρωάς μας εξελίσσεται σε καταγγελλιομανή ενώ οι αρχές τον αντιμετωπίζουν ως γραφικό και μπελαλή. Ο Τσιαμπούσης παρωδεί την ψυχωτική ελληνική κοινωνία, αφού βάζει τον ήρωά του, δεξιών φρονημάτων, πρώην χαφιέ και δηλωμένο ρατσιστή να μετέχει σε διαδήλωση αριστερών για την κατάργηση του Γκουαντάναμο και την τήρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ιστορία κλείνει με ένα δικαστήριο που ταλανίζει την Αλεπού, επειδή τον κατηγορούν ότι εξαφάνισε τις νερόκοτες από τον Δημοτικό κήπο της πόλης όπου διαβιεί. Στο διήγημα θίγονται οι κατά καιρούς πολιτικές διώξεις ανθρώπων όλων των παρατάξεων, οι συναλλαγές της Αστυνομίας με μαγαζάτορες σε θέματα θορύβων, τραπεζοκαθισμάτων και άλλων παρατυπιών, αλλά, κυρίως, αυτό που ενδιαφέρει τον Τσιαμπούση και θέλει να μας το περάσει, μέσα από τη ζωή του ασφαλίτη, είναι το να φανεί η ισοπέδωση και η ήττα του ατομικού, ακόμα κι αν αυτό είναι παλιοκαιρίσιο ή παρωχημένο, μέσα στη σημερινή «ευνομούμενη» και «δημοκρατική» κοινωνία. Μια παλιοκαιρίσια ατομικότητα, ηττημένη ολότελα στους νέους καιρούς, που ωστόσο αμύνεται με όλες τις δυνάμεις της για να επιβιώσει. Ο ήρωας της «Νερόκοτας» είναι ένας ιδιότυπος λούμπεν τύπος, πρωταθλητής στο τάβλι κι αυτός όπως κι άλλοι ήρωες άλλων βιβλίων του συγγραφέα, που έχει όμως τον δικό του ηθικό κώδικα, από τον οποίο δεν παρέκλινε στη ζωή του. «Μερικοί, δυστυχώς, δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι η Ασφάλεια δεν είναι κατηχητικό! Όπως οι βοθροκαθαριστές καθαρίζουν βόθρους, έτσι κι εμείς κάναμε τη δουλειά μας με τον τρόπο που έπρεπε να γίνει!», λέει σε κάποιο σημείο του βιβλίου. Αφοπλιστικός κυνισμός, όμως και απόλυτη ειλικρίνεια συνάμα. Η ματιά του Τσιαμπούση σ’ αυτόν τον ιδιαίτερο ήρωα παραμένει ως το τέλος τρυφερή και ανθρώπινη. Δεν συμφωνεί, προφανώς, με τη δράση του, σαρκάζει τις απόψεις του και τις επιλογές του, ωστόσο τον αφουγκράζεται και ακούει και κάποιες αλήθειες που διατυπώνει, μέσα στο παραλήρημά του, σχετικά με τις ακαμψίες των αριστερών, τον καιροσκοπισμό των οικολόγων στην Ελλάδα και την παγιωμένη «προοδευτική» σοφιστεία ότι όλα τα δεινά σ’ αυτήν τη χώρα προέρχονται από τους δεξιούς. Ο ήρωας εντέλει γίνεται στα μάτια του αναγνώστη μια συμπαθής μαριονέτα που ψυχορραγεί υπό τους διαπεραστικούς ήχους μιας νερόκοτας, ενώ όλο το διήγημα θα μπορούσε να σταθεί και ως θεατρικός μονόλογος.

 

O πεζογράφος Βασίλης Τσιαμπούσης, με το αξιόλογο έως τώρα έργο του, έχει δώσει στην ελληνική γραμματεία κυρίως διηγήματα, στα οποία ο αναγνώστης διακρίνει την τρυφερή, ζεστή, ανθρώπινη αλλά, συχνά, και καυστική και σαρκαστική ματιά του πάνω σε κοινωνικά θέματα, ενώ παράλληλα και οι πολιτικές του νύξεις και αναφορές είναι πολύ σημαντικές και ενδιαφέρουσες. Στο έργο του, τον απασχολεί τόσο το συλλογικό όσο και το ατομικό, ενώ οι ήρωές του, μέλη ενός αόρατου θιάσου που με τα κομμάτια τους συναρμολογούν την ιστορία της καθημερινότητας, απέχουν εκκωφαντικά από την άλλη Ιστορία, εκείνη των σχολικών εγχειριδίων, που την γράφουν πάντα οι δυνατοί και οι νικητές του πλανήτη. Ο αναγνώστης των ιστοριών του Τ.  διαισθάνεται πως οι πρωταγωνιστές του ζούσαν πάντα στο περιθώριο, στην άκρη της ζωής και των κοινωνικοπολιτικών γεγονότων που τους αφάνισαν και τους συνέθλιψαν, πρόλαβαν όμως να αφήσουν μια μικρή κουκκίδα, ένα αδιόρατο στίγμα ανθρωπιάς στον ρου της ιστορίας, κάτι το φαινομενικά μηδαμινό όμως αξιοπρεπέστατο και ανεξίτηλο. Παρόλα αυτά νομίζω πως ο Τ. δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμιγώς κοινωνικός ή πολιτικός συγγραφέας, αφού το έργο του είναι σύνθετο και πολυδιάστατο, ενώ δεν είναι διόλου αμελητέα σ’ αυτό και η ερωτική διάσταση αρκετών διηγημάτων του. Νομίζω πως η θέση του στα γράμματα προσδιορίζεται ως εκείνη του συνεχιστή μιας πλειάδας πεζογράφων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς (Κουμανταρέας, Ιωάννου, Βαλτινός, Μηλιώνης, Σφυρίδης, Παπαδημητρακόπουλος, Αμπατζόγλου, Καζαντζής, Βασιλικός, Δρακονταειδής) για τους οποίους ο κριτικός Βαγγέλης Χατζηβασιλείου εύστοχα επεσήμανε πως «εισήγαγαν στους χαρακτήρες τους και στη θεματολογία τους την παράμετρο του ατομικού και της καθημερινότητας»³. Ο Τσιαμπούσης φυσικά είναι βιωματικός πεζογράφος και φαίνεται πως στο έργο του επηρεάστηκε από τους παραπάνω συγγραφείς και ιδιαίτερα από τον Σφυρίδη, που ως βιωματικός πεζογράφος κι εκείνος –καθαρόαιμος διηγηματογράφος θα έλεγα καλύτερα– αποφεύγει, όπως δηλώνει, τους σκοπέλους της φαντασίας και προτιμά την ντόμπρα εξομολόγηση που αγγίζει τα όρια της αυτοβιογραφίας. Πιστεύω πάντως πως είναι δευτερεύον, το να προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε στο έργο του Τσιαμπούση ποιες ιστορίες του τις έζησε από πρώτο χέρι, ποιες τις έχει επινοήσει ή για ποιες πάτησε σε βιώματα άλλων – αυτό ας το αφήσουμε σε αναγνώστες με νοοτροπία ντετέκτιβ ή σε επίμονους δημοσιογράφους-ανακριτές τηλεοπτικών καναλιών τοπικής εμβέλειας. Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ κάποτε είχε πει πως «η αληθινή βιογραφία ενός συγγραφέα δεν είναι η αφήγηση των περιπετειών του αλλά η ιστορία του ύφους του». Συμφωνώ με την παραπάνω ρήση και θα τολμήσω να την μεταφέρω και στη βιωματική πεζογραφία. Το προσωπικό ύφος σε έναν βιωματικό συγγραφέα είναι σημαντικότερο από τα βιώματά του, αυτά καθ’ αυτά, αφού αποτελεί συνισταμένη αυτών των βιωμάτων του, του τόπου του, του πολιτικοκοινωνικού πλαισίου στο οποίο διαβιεί, της ιδιοσυγκρασίας του και των διαβασμάτων του, και απαιτείται χρόνος πολύς και εξάσκηση μεγάλη για να κατακτηθεί. Πιστεύω ανεπιφύλακτα πως ο Βασίλης Τσιαμπούσης έχει κατακτήσει εδώ και καιρό το ιδιαίτερο, προσωπικό και αναγνωρίσιμο λογοτεχνικό του ύφος, χάρη στο ταλέντο του, στη μαστοριά της γραφής του και στην αλήθεια, στην ειλικρίνεια και στη γνήσια συγκίνηση που αποπνέουν τα διηγήματά του.

 

(2010)

 

________________________________________

 

 

¹ Στην κριτική μου για τα διηγήματα του Σφυρίδη ((περιοδ. Οδός Πανός, τεύχ. 133, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2006) είχα σημειώσει τα παρακάτω, που, φαίνεται, πως αφορούν και το συγκεκριμένο διήγημα του Τσιαμπούση:

«Στα διηγήματα για ζώα, ο Σφυρίδης δεν μένει στο επίπεδο μιας απλής φιλοζωίας – ζωοφιλίας, καλύτερα, κατά τον καθηγητή Μουλλά. Οι ιστορίες του αγγίζουν τα όρια ενός ιδιότυπου ανιμαλισμού ή αλλιώς μιας ζωολατρίας, υπό την έννοια της λατρείας ανθρωπομορφικών στοιχείων στο πρόσωπό τους. Άνθρωποι και ζώα συνυπάρχουν αρμονικά στις ιστορίες αυτής της ενότητας, όπως ζώντες και τεθνεώτες συνομιλούν σε κάποιες ιστορίες της ενότητας «Παλίνδρομος μνήμη». Τα ζώα εξανθρωπίζουν και γαληνεύουν τους ανθρώπους, οδηγώντας τους σταδιακά σε, κάποιου βαθμού, αυτογνωσία. Εδώ, λάμπει εκτυφλωτικά και ξεχωρίζει το «Εις μνήμην», όπου ο θάνατος της γελοιογράφου και φίλης του Σφυρίδη, της Μπίλλης Γουσίου, συσχετίζεται με απαράμιλλη δεξιοτεχνία με τον θάνατο της Κνουλπ, της σκυλίτσας του συγγραφέα, σε μια μοναδική αλληλοπεριχώριση ανθρώπινης μοίρας και μοίρας των ζώων, που αγγίζει τα όρια του ανιμισμού. Θαρρεί κανείς, δηλαδή, πως η ψυχή των πεθαμένων ζώων επηρεάζει και επεμβαίνει στη ζωή των ανθρώπων καταλυτικά, διαμορφώνοντας τη δική τους μοίρα.»

 

² εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, τεύχ. της 07/ 01/ 01, κριτική της Ελισάβετ Κοτζιά, στη στήλη ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΣ, με τον τίτλο Μια νέα ηθική.

 

³  εφημ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, τεύχ. της 18 / 09/ 10, κείμενο του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, στη στήλη ΤΕΧΝΗΣ ΕΡΓΑ, με τον τίτλο: Η επιστροφή της πολιτικής στη λογοτεχνία.

 

 

(το κείμενο εκφωνήθηκε την Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου 2010 στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο Θεσσαλονίκης, σε εκδήλωση με θέμα «Ο πεζογράφος Βασίλης Τσιαμπούσης», που εισηγήθηκε ο πεζογράφος και κριτικός Περικλής Σφυρίδης. Άλλη ομιλήτρια της βραδιάς, πλην του Παναγιώτη Γούτα, η Σωτηρία Σταυρακοπούλου. Επίσης περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων-Μελέτες-βιβλιοκρισίες (2003-20011), εκδ. Νησίδες, 2011)

 

 

 

 

 

ΜΠΙΖΙΜ ΠΑΟΚ

(Η ΟΜΑΔΑ ΤΟΥ ΠΑΟΚ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ –ΜΙΚΡΗ ΜΕΛΕΤΗ)

 

 

 

Εισαγωγή   

    

Έρχεται από την Αθήνα η Κλειώ, μια εξαδέλφη της μάνας μου με ρίζες από την Πόλη, να μας δει στο παλιό μας σπίτι. Τρυπώνει στο δωμάτιό μου που είναι γεμάτο από λάβαρα, αφίσες και φωτογραφίες παιχτών της μεγάλης ομάδας του ΠΑΟΚ, του ’69, του ’70, του ’71. «Α, μπιζίμ ΠΑΟΚ!» ξεφωνίζει ενθουσιασμένη. «Τι θα πει αυτό, θεία Κλειώ;» ρωτώ απορημένος. «Ο δικός μας ΠΑΟΚ, αγόρι μου. Η δικιά μας ομάδα!». Εγώ, σπόρος ακόμα –ούτε δέκα χρονών– ανοίγω διάπλατα μάτια κι αυτιά, ρουφώντας κάθε της κουβέντα.

Παρακολούθησα τον ΠΑΟΚ ως τα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα. Έζησα στην Τούμπα τους μεγάλους θριάμβους και τα χουνέρια του. Πρόλαβα κύπελλα και πρωταθλήματα. Τον βιρτουόζο Κούδα να γλιστρά σαν χέλι στα αντίπαλα καρέ σπέρνοντας τον πανικό. Φίλαθλος του «καναπέ» σήμερα, με το σαράκι των γηπέδων, όμως, πάντα μέσα μου, σκέφτηκα να ψάξω για την αγαπημένη μου ομάδα μέσα από λογοτεχνικά κείμενα πεζογράφων και ποιητών της πόλης. Η σοδειά που συνέλεξα δεν με άφησε δυσαρεστημένο. Κάποιος άλλος, βέβαια, μελλοντικά θα μπορούσε να την εμπλουτίσει ή να την επεκτείνει και στις υπόλοιπες ομάδες της πόλης μας.

 

 

Το παλιό γήπεδο του ΠΑΟΚ 

 

Για το παλιό γήπεδο του ΠΑΟΚ, στο Σιντριβάνι, σχολιάζει ο Γιώργος Αναστασιάδης στην εισαγωγή του βιβλίου του Στα γήπεδα η πόλη αναστενάζει: «Το γήπεδο του ΠΑΟΚ στο Συντριβάνι, πρόσφορο για τους “τζαμπατζήδες” που μπορούσαν να σκαρφαλώσουν, έχει γράψει τη δική του ιστορία, όχι μόνο ως γήπεδο ποδοσφαίρου (αλλά και μπάσκετ με μια πολύ μικρή κερκίδα, μόλις έμπαινες, δίπλα στα άθλια, αλλά “ιστορικά” αποδυτήρια που τόσες δόξες, εντάσεις και… γκαζόζες– έπαθλα είχαν γνωρίσει), αλλά και ως “πανεπιστημιακό γυμναστήριο”, όπου οι φοιτητές μάζευαν τις περίφημες “παρουσίες” και όπου διεξάγονταν αγώνες ποδοσφαίρου και μπάσκετ για το πανεπιστημιακό πρωτάθλημα. Παράλληλα, το γήπεδο λειτουργούσε και ως τόπος συνάντησης διαφόρων απίθανων ή και ύποπτων τύπων του παρακράτους και του κοινωνικού περιθωρίου, αλλά και πολύ γραφικών “περιπτώσεων” τύπου Βαρνάβα να πουλάει με τις μουστάκες του πασατέμπο φωνάζοντας με σημασία: “Γαρ-γαλάει”». Λίγο παρακάτω επισημαίνει πως: «Η έναρξη της ποδοσφαιρικής περιόδου κάθε Σεπτέμβριο γινόταν με επίσημη τελετή στο γήπεδο του ΠΑΟΚ, με παρέλαση όλων των ποδοσφαιρικών σωματείων της πόλης με τις σημαίες τους, με απονομή κυπέλλων κ. τλ.»

Ο Γιώργος Ιωάννου, στο πεζογράφημά του «Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης: τα πενήντα χρόνια του» (από τη συλλογή του Το δικό μας αίμα) γράφει σχετικά με το ίδιο γήπεδο: «Εκεί, πάλι, που βρίσκεται η Φυσικομαθηματική, καθώς και η Ιατρική, με το πλακόστρωτο προαύλιο, ήταν το γήπεδο του “Ηρακλή”. Από την κάτω μεριά, κολλητό και αυτό με τον χώρο του παλιού πανεπιστημίου, βρισκόταν το γήπεδο του ΠΑΟΚ. Εκεί υψώθηκε η Θεολογική Σχολή και πραγματοποιήθηκε έτσι μια σπάνια αντίθεση. Δύο γήπεδα δηλαδή, ένα αποδώ κι άλλο αποκεί, σαν φτερούγες, στη μέση το Πανεπιστήμιο, και πίσω απ’ όλα αυτά η απέραντη νεκρόπολη. Όταν είχε ποδόσφαιρο, πετούσαμε από τις φωνές στα ουράνια. Τελικά όμως το Πανεπιστήμιο ξεδιπλώθηκε και τα κάλυψε όλα». 

Ο Ανέστης Ευαγγέλου, στο διήγημά του «Η επίσκεψη» που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του ΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ και άλλα πεζά, παρουσιάζει το παλιό γήπεδο του ΠΑΟΚ ως χώρο αγοραίου έρωτα. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Την εποχή αυτή είχε αρχίσει να πηγαίνει και στα γήπεδα, συνήθως στο παλιό του ΠΑΟΚ, εκεί που τώρα υψώνεται μοντέρνο, το κτίριο της θεολογικής σχολής του πανεπιστημίου. Πήγαιναν από την πίσω μεριά, διασχίζοντας έναν ακάλυπτο χώρο που τον έπνιγαν τ’ αγριόχορτα και όπου, τα βράδια του καλοκαιριού, και όσο το φεγγάρι ήταν στη χάση του, βρίσκανε, λέγαν, στοργικό καταφύγιο, οι άστεγες, κυνηγημένες πόρνες, οι παράνομες, χαρίζοντας μες στο σκοτάδι, μ’ ένα τάλιρο, τη χαρά.»

Ο Λεωνίδας Ζησιάδης, στο βιβλίο του Θεσσαλονίκη: όσα θυμάμαι αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το γήπεδο του ΠΑΟΚ ήταν δίπλα στο σημερινό Άσυλο του Παιδιού… Τις πιο πολλές φορές, όμως, το παίρναμε απόφαση κι ανεβαίναμε στο λόφο που περιέβαλλε ανατολικώς τα γήπεδα του ΠΑΟΚ και του Ηρακλή, εκεί όπου γενεές Εβραίων κοιμόντανε τον αιώνιο ύπνο τους και καθόμασταν αναπαυτικά στις θέσεις των τζαμπατζήδων, πάνω στις ταφόπλακες των εβραίικων μνημάτων.»

Ο Νίκος Τσιφόρος, από το βιβλίο του Όμορφη Θεσσαλονίκη (εκδ. Ερμής), αναφέρει στο διήγημά του «Κεφαλιά από κόρνερ»: «Στο χόρτινο γήπεδο του ΠΑΟΚ μαζεύτηκε μυρμηγκιά, η φίλαθλη Θεσσαλονίκη να ενθουσιαστεί. Πέσανε και στοιχήματα, μπήκε και το Σουλάκι με το καινούργιο καλοκαιρινό φουστανάκι της και περίμενε (σήμερα είναι ημέρα κρίσεως, σήμερα διαλέγει και τελειώνει). Και μπούκαραν οι ομάδες στο γήπεδο και ξεφώνισε ο κόσμος και σφύριξε ο ρέφερης (πάντα μαύρος και παθητικός και ασυμπαθής), και άρχισε το παιχνίδι».

Επίσης, ο Ηλίας Κουτσούκος, στο διήγημά του «Παρατηρητής Τούμπας» που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή του Καλύτερα να νικούσαν οι κόκκινοι,  φαντάζεται τον εαυτό του «κωλόγερο των ογδόντα» στο σπίτι του, σ’ ένα ρέμα, κάπου ανάμεσα στην Κάτω και στην Άνω Τούμπα, ως εξής: «Κι αυτή η γριούλα που διαρκώς φωνάζει “έλα μέσα, χριστιανέ μου! Θα πλευριτώσεις στο ρεύμα” είναι η γυναίκα μου με τους αβάσταχτους κιρσόπονους. Νύχτα θα ’ναι και θα φωτίζεται το γήπεδο του ΠΑΟΚ, θ’ ακούγονται ιαχές για γκολ.»

Το σημερινό γήπεδο του ΠΑΟΚ, αποτελεί τόπο συνάντησης ή σημείο προσανατολισμού αρκετών ηρώων στις ιστορίες θεσσαλονικιών πεζογράφων. Χαρακτηριστικά αναφέρω τον Αργύρη Παυλιώτη που βάζει τον ήρωα του διηγήματός του Σ. Ι. Μ. Τ. Α. Θ. (από τη συλλογή Το διατηρητέο) να προσανατολίζεται στην ανεύρεση κάποιου συλλόγου ως εξής: «Το κέντρο της Τούμπας, η ψυχή και η καρδιά της, είναι το γήπεδο του ΠΑΟΚ. Εκεί κατέβηκα και άρχισα να ρωτώ τους τριγύρω μπακάληδες, μανάβηδες και φαρμακοποιούς, πού βρίσκεται η οδός Ελαιών». Και παρακάτω: «Μου προσδιόρισαν το στίγμα του καπηλειού, με σημείο αναφοράς πάντα το γήπεδο του ΠΑΟΚ. Το βρήκα εύκολα».

 

 

Τα ντέρμπι με τον αιώνιο αντίπαλο

 

Τα ντέρμπι με τον αιώνιο αντίπαλο, τον Άρη, απασχόλησαν αρκετά τη λογοτεχνία της πόλης. Ήταν αγώνες γεμάτοι φωτιά και πάθος, ένταση και παλμό, και κάλλιστα θα μπορούσαν να παραλληλιστούν μ’ εκείνους του Ολυμπιακού με τον Παναθηναϊκό στην Αθήνα ή της Γιουβέντους με την Τορίνο στην ιταλική πόλη του Τορίνο.

Ο Πάνος Θεοδωρίδης, σ’ ένα μικρό ωραίο πεζό του, δημοσιευμένο στη Νέα Πορεία το 1972 με τον τίτλο «Το ντέρμπυ», περιγράφει τη δική του ψυχολογική προετοιμασία και τις διεργασίες που λάβαιναν χώρα μέσα του, παραμονές ενός ντέρμπι της ομάδας του, του ΠΑΟΚ, με τον αιώνιο αντίπαλο, τον Άρη. Γράφει: «Την Κυριακή είχαμε ντέρμπυ με τον Άρη. Μ’ έζωναν τα φίδια. Δευτέρα μεσημέρι πέρασε ο Στέλιος απ’ το μαγαζί και ξεχαστήκαμε κουβεντιάζοντας. Το ίδιο άνω κάτω κι αυτός. Άμα το Ζαρκάδι την έφτιαξε τη δουλειά με τον ώμο του, βράστε ρύζι. Ποιόνα θα βάλει ο Λεσάνον, ο Σαράφης είναι αργός δε μπαίνει μπροστά, με το Μαντζουράκη δε μιλιούνται, πάλι ο Παρίδης μόνος του. Και τον βγάζουν εύκολα οφσάιντ…». Στην εξέλιξη του αφηγήματος, ο αφηγητής θα χάσει τελικά το ντέρμπι που τόσο περίμενε, εξ αιτίας μιας απρόβλεπτης περιτονίτιδας της γυναίκας του, που τον έστειλε άρον άρον στην κλινική. Από το τρανζιστοράκι του διπλανού δωματίου, όμως, άκουγε το ματς και ο ΠΑΟΚ ηττήθηκε 1-0. 

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι περιγραφές λογοτεχνών φιλικά προσκείμενων στην αντίπαλη ομάδα, του Άρεως, αναφορικά με τα ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ. Ο διηγηματογράφος Κρίτων Σαλπιγκτής στο πεζό του κείμενο «Κι εγώ στην κερκίδα να αποκρούω από μέσα μου» βάζει τον παλιό άσο του Άρη, Κλεάνθη Βικελίδη, να του περιγράφει πώς, σκοράροντας δύο φορές στα τελευταία λεπτά απέναντι στον ΠΑΟΚ, του στέρησε το πρωτάθλημα της Θεσσαλονίκης – τα πρωταθλήματα τότε ήταν ακόμη τοπικά: «Λοιπόν (μου λέει) 1-1 το σκορ, αλλά η ισοπαλία δεν μας έφτανε. Πάλι δικός τους ήταν ο τίτλος. Στο τελευταίο λεπτό, κερδίζουμε ένα κόρνερ. Οι παοκτσήδες, ξέραν πόσο καλός είμαι στην κεφαλιά, κι ήρθανε τρεις και με στρίμωξαν, να μη μ’ αφήσουν να πηδήσω με τη σέντρα. Σαν το είδα, τους γύρισα την πλάτη κι άρχισα να απομακρύνομαι από την περιοχή, τάχα απογοητευμένος. Το είδαν αυτοί και ηρέμησαν. Και την ώρα που χτυπήθηκε το κόρνερ, γυρίζω απότομα, βάζω τα χέρια στη μέση, έτσι για να τους ανοίξω, χυμάω με φόρα, τους τρυπάω, παίρνω με το κούτελο την κεφαλιά και τους την καρφώνω στα δίχτυα. Στο τελευταίο λεπτό…». Στο ίδιο κείμενο, προς το τέλος του, ο Σαλπιγκτής αναφερόμενος στον νέο τερματοφύλακα του Άρεως, τον Νίκο Χρηστίδη, που άφησε εποχή με τους «κίτρινους», αναφέρει: «Κι ύστερα την άλλη χρονιά, θυμάμαι μια νέα ομάδα και έναν άλλο τερματοφύλακα, με κακό, κάκιστο, ντεμπούτο: 0-3 στο Χαριλάου με τον ΠΑΟΚ!».

Την απέχθεια των φιλάθλων της μίας ομάδος απέναντι στους φιλάθλους της άλλης, επισημαίνει ο Κωνσταντίνος-Χριστόφορος Ροδοκανάκης, γιατρός και συγγραφέας. Στο κείμενό του «Η λέσχη του Άρεως», από το βιβλίο του Ιστορίες μιας χαμένης γειτονιάς, μας λέει: «Όλοι τους έπασχαν από “βαρείαν αρειανίτιδα”, ώστε αρκούσε να πιστέψουν ότι αγαπάς την Αρειανάρα, για να σε συμπαθούν αβασανίστως επ’ αόριστο. Αν όμως κανένας “άλλαζε φρονήματα” και άνοιγε αλισβερίσια με άλλο Σύλλογο, ιδίως τον ΠΑΟΚ, ήταν αδύνατο ν’ αντέξει στη Λέσχη πάνω από μισή μέρα…». Και λίγο παρακάτω, στο ίδιο κείμενο, επισημαίνει: «Φαίνεται η κατάσταση αυτή συνεχίζεται, και τα ηλεκτρικά φορτία εξακολουθούν να βαραίνουν την ποδοσφαιρική μας ατμόσφαιρα με πολλά χουλιγκάνικα βολτ, αφού πριν λίγα χρόνια και ο τριαντάρης γαμπρός μου, σε αγώνα του Άρη, που σε μια φάση τόλμησα να πω “υπερέχει ο ΠΑΟΚ”, θύμωσε και λέει: “Εδώ είμαστε οπαδοί˙ όχι φίλαθλοι, πεθερέ μου!”».

Ο Γιώργος Γκόζης, ταλαντούχος νέος πεζογράφος της Θεσσαλονίκης, που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση με το βιβλίο του Ο νυχτερινός στο βάθος (Νεφέλη, 2002), στο διήγημά του «Έλα με την καλή, κουμπάρε», σκιαγραφεί μια χαρακτηριστική φιγούρα της περιοχής Χαριλάου, τον Τσουκάνταλη, πρόσωπο υπαρκτό, που τριγυρνούσε κουρεμένος γουλί μ’ ένα τσεκούρι στο χέρι και δεχόταν σφαλιάρες επ’ αμοιβή. Προς το τέλος του ωραίου του διηγήματος, λέει: «Μια φορά, κάποιο από τα παιδιά είχε πάει με τον πατέρα του στο Χαριλάου, σε κάποιο φιλικό αγώνα του Άρη με τον ΠΑΟΚ, τα έσοδα του οποίου θα διετίθεντο για τους σεισμόπληκτους. Μετά το τέλος της συνάντησης αποφάσισαν να επιστρέψουν στη γειτονιά με τα πόδια. Τότε είδαν τον Τσουκάνταλη που ρωτούσε κάποιον ποιος νίκησε. Όταν έμαθε ότι ο Άρης έχασε, μπήκε μέσα σε ένα παρκάκι, άφησε το τσεκούρι στο γρασίδι, πλησίασε σε απόσταση δυο βημάτων ένα δέντρο, έφτυσε τα χέρια του, τα έτριψε μεταξύ τους και μετά το κεφάλι του, πήρε λίγη φόρα και φωνάζοντας “έλα με την καλή κουμπάρε”, άρχισε να το κουτουλάει στο δέντρο.»

Ο Γιαννιτσιώτης φιλόλογος και πεζογράφος Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, στο μυθιστόρημά του Το παραμύθι του ύπνου (Μεταίχμιο, 2008) βάζει τον μετεωρολόγο ήρωα του στόρι να παρακολουθεί ποδοσφαιρικό αγώνα Άρη-Πάοκ στο γήπεδο Χαριλάου μαζί με τον διευθυντή του, και να γίνονται μάρτυρες, κατά τη διάρκεια του δευτέρου ημιχρόνου, της δημόσιας γελοιοποίησης ενός αθλητικογράφου τηλεοπτικού καναλιού που επιχειρεί, μπαίνοντας στο γήπεδο, να σκοράρει στα αφύλακτα γκολπόστ του γηπέδου. «Ό-λε! και ό-λε! ακουγόταν απ’ όλες τις πλευρές του γηπέδου και από τους Παοκτσήδες και από τους Αρειανούς, κάθε φορά που τρίπλαρε έναν ακίνητο ποδοσφαιριστή, συλλογική ταύτιση, κάπου εκεί στα όρια της λατρείας και της γελοιοποίησης, με τον τυχαίο που ανέλαβε να παίξει το παιχνίδι που δε θα έπαιζαν ποτέ οι ίδιοι»

Ο γνωστός πεζογράφος της πόλης, Τηλέμαχος Αλαβέρας, στο διήγημά του «Προ-πό» (από το βιβλίο του Το μισό του φεγγαριού), με αφορμή κάποιο ντέρμπι ΠΑΟΚ-Άρεως, αναφέρει: «Ο ψυχίατρος, πρώην ποιητής, σχολίαζε με τη βαθιά μπάσα φωνή του τον αγώνα ΠΑΟΚ-Άρεως και το τέρμα που επετεύχθη από ατομική προσπάθεια παίκτου, παρεμβάλλοντας την ψυχανάλυση και προσπαθώντας να πείσει τους άλλους ότι στην επιτυχία ενός τέρματος από παίκτη δε συντείνουν τα περιστατικά, αλλά βαθύτερα αίτια…». 

Τέλος, και ο Παναγιώτης Γούτας, στο αφήγημά του «Σε κάποια πάροδο της Μαρασλή» από τη συλλογή του Το ίδιο έργο της ζωής μου (Αλεξάνδρεια, 2002) καταθέτει μια τραυματική εφηβική του εμπειρία, δεχόμενος επίθεση από οπαδούς του Άρεως στη γειτονιά του, επειδή επέστρεφε σπίτι του φορώντας το κασκόλ του Δικεφάλου, ύστερα από κάποιο ντέρμπι Άρεως– ΠΑΟΚ, στο Χαριλάου.

Ντέρμπι αιωνίων δεν είχαμε, όμως, μόνο στο ποδόσφαιρο αλλά και στο μπάσκετ. Ο Γιώργος Αναστασιάδης αναφέρει σχετικά: «Με τον Άρη και τον ΠΑΟΚ να κονταροχτυπιούνται στο δραματικό τελικό του Πανελληνίου Πρωταθλήματος της μιας εβδομάδας, το καλοκαίρι του ’59 και όλους τους φιλάθλους (και “νεοφιλάθλους” που είχαν τότε μυηθεί στο άθλημα) ζουρλαμένους από το θέαμα και τις συσσωρευμένες συγκινήσεις και ανατροπές που πρόσφεραν τρεις αγώνες κάθε βράδυ, όταν η υποβλητική ατμόσφαιρα στο γειτονικό θέατρο Κήπου του Κ. Κουν διαταράσσονταν βάναυσα από τις ιαχές των οπαδών και την κραυγή “σκίστε τα κουρέλια” (τώρα που το σκέφτομαι δεν ήταν και τόσο άσχετη με το “κλίμα” των θεατρικών έργων του Τένεσυ Ουίλιαμς…)».

 

 

Πάντοτε σαν το ζαρκάδι…

 

Τον είχα σε φωτογραφία, στο εφηβικό μου δωμάτιο, κάθιδρο κι αναμαλλιασμένο να λειτουργεί με ασπρόμαυρα άμφια, στον τελικό κυπέλλου με τον Ολυμπιακό, που κρίθηκε στα πέναλτι, με μεγάλη νικήτρια την ομάδα του δικεφάλου. Στη λογοτεχνία της πόλης χύθηκε αρκετό μελάνι για το αέρινο στιλ του και τις περίτεχνες κινήσεις του. Μαζί με τον σολίστα Βασίλη Χατζηπαναγή, ο Γιώργος Κούδας είναι ο πλέον καταχωρημένος στη λογοτεχνία βορειοελλαδίτης μπαλαδόρος – και όχι άδικα.

Στο αυτοβιογραφικό του βιβλίου Της ζωής μου το παιχνίδι, που τυπώθηκε από τον Ιανό, με έρευνα-κείμενο του δημοσιογράφου Κώστα Δ. Μπλιάτκα, ξεχωρίζω τρία κείμενα. Στον πρόλογο του βιβλίου ο Γιώργος Αναστασιάδης επισημαίνει: «Αν ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι απόδειξη ότι έχουμε “νεοελληνικό πολιτισμό”, ο Γιώργος Κούδας, τηρουμένων των αναλογιών, είναι απόδειξη ότι υπάρχει νεοελληνικός “ποδοσφαιρικός” πολιτισμός, που φέρει έντονη τη σφραγίδα από τον μύθο του, που συνεπήρε την εφηβεία μας και σαγήνευσε έναν ολόκληρο κόσμο.» Και κάπου στη μέση του κειμένου… «Ήταν ο παίκτης που μπορούσε να μεταβάλλει ένα “κλοτσοσκούφι” σε “έργο τέχνης”». Ο Πάνος Θεοδωρίδης στο κείμενό του «Ελεγείο στην προτομή του Κούδα» αναφέρει για τον Κούδα: «Παίκτης υπερευφυής, ευρηματικός, με αίσθηση του κενού χώρου, επιτελικός, αλλά και στρατηγικός…, εκπληκτικός παρηγορητής ψυχών, ενίοτε ατομιστής, πάντοτε σαν το ζαρκάδι να ξεφτελίζει τα μπακ, γίγαντας μεταξύ μεγάλης περιοχής του αντιπάλου και της σέντρας». Τέλος ο Περικλής Σφυρίδης, γνωστός για τα φιλοαρειανά του αισθήματα –διετέλεσε γιατρός του ΑΡΗ από το μέσον της δεκαετίας του 1960 μέχρι τη Μεταπολίτευση– στο κείμενό του «Γεια σου, Γιώργο» επισημαίνει το αθλητικό ήθος του Κούδα: «Δεν θυμάμαι ποτέ τον Κούδα να χτυπάει αντίπαλο ή να βρίζει ακόμη κι αν του έσερναν οι αντίπαλοι τα μύρια όσα, για να ανακόψουν τις επιθέσεις του. Ο Κούδας υπήρξε υπόδειγμα αθλητή, γι’ αυτό μας κέρδισε όλους».

«Λέγαμε τον Σαράφη Καίσαρα, τον Κούδα Λένιν των γηπέδων» σχολιάζει ξανά ο Πάνος Θεοδωρίδης στο ποίημά του «Ο Καπερνέκας», ενώ στο αφήγημά του «Το ντέρμπυ» –αναφέρομαι σ’ αυτό στην προηγούμενη ενότητα– ο αφηγητής ηρεμεί μόλις μαθαίνει ότι ο Κούδας θα είναι παρών στο ντέρμπι με τον Άρη: «Ο Στέλιος πάλι μου ’πε πως ίσως παίξει το Ζαρκάδι. Από τζατζάρισμα την έπαθε, όλοι το είδαμε στην Τούμπα. Μπορεί να ’ναι κάνα κόλπο της διοίκησης: φαινόταν μια χαρά το παιδί, χτυπούσε και τα φάουλ. Τρίτη, Τετάρτη, λέγαν οι εφημερίδες, ο Κούδας θα παίξει, καλά είναι, τα συνηθισμένα έχει.».

Η «υπόθεση Κούδα» που αφορούσε την μετακίνηση του σ’ έναν άλλο αιώνιο αντίπαλο του ΠΑΟΚ, τον Ολυμπιακό –μια μεταγραφή που δεν έγινε, κατ’ ουσίαν, ποτέ– πέρασε και στη λογοτεχνία της πόλης. Γράφει σχετικά ο Σπύρος Βούγιας στο βιβλίο του Η Θεσσαλονίκη είναι μια πεταλούδα: «Η Τούμπα χάλασε με τη δικτατορία, την υπόθεση Κούδα και τη διάσπαση του ΚΚΕ 10 χρόνια αργότερα». Κάποια χρόνια μετά, ο Σπύρος Βούγιας που είχε απαρνηθεί τον ΠΑΟΚ, ξαναγίνεται παοκτσής και γράφει: «Μέσα σε κείνη τη γενική παραζάλη ο ΠΑΟΚ έκλεβε ξανά το βλέμμα μιας και ήταν ίσως η μόνη φορά που άξιζε τον κόπο. Με ηγέτη έναν ώριμο πια Κούδα, πήρε το πρωτάθλημα, κύπελλα, διακρίσεις στην Ευρώπη μ’ ένα ποδόσφαιρο γρήγορο, επιθετικό, γεμάτο φαντασία. Ο Κούδας δήλωσε πολύ αργότερα ΚΚΕ, όταν είχε αρχίσει να κουράζεται και χρειαζόταν κάλυψη, φροντίδα και τη γνωστή σφραγίδα. Σφράγισε μ’ αυτήν οριστικά την έξαψη που δημιουργούσε το παιχνίδι του, τον μετεωρισμό της ξαφνικής πάσας, την έκπληξη της αλλαγής παιχνιδιού, τον μεγαλοϊδεατισμό τού να μπαίνεις με τη μπάλα στα δίχτυα, τη μαγεία των αέρινων περασμάτων, τελικά την τρέλα που μας δέρνει όλους μας».

Ένας μη Θεσσαλονικιός ποιητής, ο Θανάσης Βενέτης, στη «Μικρή ωδή στον Κώστα Δαβουρλή», αναφέρει: «Βασίλη Μποτίνο, Μίμη Δομάζο, Γιώργο Σιδέρη, Γιώργο Κούδα, Βασίλη Χατζηπαναγή, κι εσύ Βασίλη Καραπιάλη, μην ψάχνετε. Ρωτήστε…», ενώ ο Σωτήρης Κακίσης στο κείμενό του «Το κίτρινο αίμα κόκκινο νερό δεν γίνεται» γράφει: «Κι εμείς Δικέφαλοι γι’ αυτό είμαστε, λέω: Για τον Πομώνη, αλλά και για τον Μποτίνο. Για τον Σοφιανίδη, αλλά και για τον Ανδρέου. Για τον Χρηστίδη, αλλά και για τον Κούδα…». Ο Γιώργος Γκόζης στο διήγημά του «Ο ντουζλαμάς» αναφέρει: «…Γιώργος Κούδας το Δέκα το Καλό και τύφλα να ’χει αυτό της τράπουλας, ο Μεγαλέξανδρος του ελληνικού ποδοσφαίρου». Στο ίδιο διήγημα, λίγο παρακάτω, αναφέρει: «…υπό τους παιάνες της τρομπέτας του θρυλικού Λαυρέντη Ζαφειριάδη, νυν Κρητός, [ο λαός] να αλαλάζει και να βοά, να επευφημεί και να χλευάζει, και ο Κούδας, ο Κούδας να ξεχύνεται στο γήπεδο, να κυλάει στο χορτάρι, να χύνεται θαρρείς μέσα στις ρίζες από το γρασίδι σαν τον υδράργυρο σε πίστα παγοδρομίου…».

Ένας μουσικός και στιχουργός που τα στιχουργήματά του αγγίζουν την ποίηση –πολλά απ’ αυτά κάλλιστα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ποιήματα–, ο Μανόλης Ρασούλης, που έζησε στη Θεσσαλονίκη και πρόσφατα έφυγε από κοντά μας, είχε αναφερθεί από παλιά για την «υπόγεια» διασύνδεση της πόλης του Ηρακλείου με αυτήν της Θεσσαλονίκης, η οποία αντικατοπτρίζεται και στις ποδοσφαιρικές ομάδες του ΟΦΗ και του ΠΑΟΚ αντίστοιχα. Ο στίχος του «Πότε Βούδας, πότε Κούδας, / πότε Ιησούς κι Ιούδας, / έχω καταλάβει ήδη / της ζωής μου το παιχνίδι…» τραγουδήθηκε από χιλιάδες στόματα, και το επώνυμο του στρατηλάτη του ποδοσφαίρου μας μπήκε και στην ελληνική δισκογραφία

Ό,τι καλύτερο, πληρέστερο και ποιητικότερο, όμως, έχει γραφτεί για τον Γιώργο Κούδα, είναι το Τρία ζεϊμπέκικα και ένα ποίημα για τον Γιώργο Κούδα, ένα ολόκληρο βιβλίο ποίησης, από τον σαλονικιό λογοτέχνη, τραγουδοποιό και φιλόλογο Θωμά Κοροβίνη. Ο Κοροβίνης, τυπώνοντας αυτό το βιβλίο το 2004, το αφιερώνει στα εικοσάχρονα της απουσίας του μεγάλου μπαλαδόρου από τα ελληνικά γήπεδα – ο Κούδας «κρέμασε» τα παπούτσια του το 1984. Όλη η πορεία του Κούδα στην ποδοσφαιρική Θεσσαλονίκη ξετυλίγεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Αλλά ακόμα η όλη φυσιογνωμία του, ο χαρακτήρας του, η ψυχοσύνθεσή του, μια ακτινογραφία της όλης του προσωπικότητας. Αυτό που εντυπωσιάζει στο βιβλίο είναι η χρήση επιθέτων και επιθετικών προσδιορισμών, εγκωμιαστικών, φυσικά, για τον ποδοσφαιριστή, ποιητικά διατυπωμένων,  που φανερώνουν τη λατρεία του συγγραφέα στο πρόσωπο του Κούδα. Δεν θα ήταν υπερβολή –παρά το ανίερο του παραλληλισμού– να λέγαμε ότι τόσα ποιητικά επίθετα μόνο στα εγκώμια της Παναγίας θα μπορούσε να συναντήσει ο αναγνώστης του βιβλίου του Κοροβίνη. Αναφέρω κάποια επίθετα και χαρακτηρισμούς που αποθησαύρισα: «Σα σκοπευτής, σαν τρυγητής, σα δροσερό παιδί, ριψοκίνδυνος, σαν άλτης και δρομεύς, χορευταράς και σαλταδόρος, ευγενικός, κρυστάλλινος, ελάφι ατσάκωτο, φιλόκαλος ζαρίφης ορχηστής, λεπτός, σαφής, ετοιμοπόλεμος, νεραϊδόπαιδο, άγριος σαν αδάμαστο φαρί, αγωνιστής δολιχοδρόμου, ηνίοχος σ’ αρχαίο στάδιο, χαφ απόλυτο, ο αθλοφόρος ο λαμπρός, ο αιθέριος, ασίκης, άληκτος αθλητής, αιώνιος έφηβος…» και πολλά ακόμη. Αντιγράφω ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο: « Ο Γιώργος Κούδας έχει δάχτυλα πιανίστα / Κι ένα ζευγάρι πόδια εφήβου αθλομανούς / νευρώδη κι ακατάβλητα / Δεν είναι Τούρκος ραχατλής / ή τρυφηλός Ρωμαίος / Είναι σπαρτιατικός και κραταιός /…/ Ψημένος στο καμίνι των γηπέδων / Ψημένος στο καμίνι της ζωής / είναι δικός μας…».

 

 

Οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ

 

Ο ΠΑΟΚ, ως αθλητικό σωματείο, έχει ρίζες προσφυγικές. Η πλήρης ονομασία του, Πανθεσσαλονίκειος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών, το μαρτυρεί περίτρανα. Ο λαός του ανήκει κυρίως στα λαϊκά και μεσαία στρώματα, όμως ο φανατισμός και η αγάπη του για την ομάδα είναι χαρακτηριστική. Ο πύρινος κόσμος του Δικεφάλου μόνο με εκείνον του Ολυμπιακού –ομάδα επίσης με λαϊκές καταβολές, επίσης από πόλη με λιμάνι όπως η Θεσσαλονίκη– μπορεί να συγκριθεί σε μέγεθος και παλμό. Λέει χαρακτηριστικά ο Βούγιας: «…ο κόσμος λαϊκός, πολύχρωμος και ενθουσιώδης χωρίς ακρότητες. Ο ΠΑΟΚ θα είναι πάντα η ομάδα της εργατικής τάξης στη Θεσσαλονίκη». Και παρακάτω, θέλοντας να δώσει και κάποιο ιδεολογικό στίγμα στην ομάδα και στον κόσμο της: «Σήμερα ο ΠΑΟΚ εκφράζει κυρίως τις καταπιεσμένες μάζες της νεολαίας που μάχονται στην πρώτη γραμμή αλλά χωρίς να ξέρουν ακριβώς τι, και έναν αριθμό μικρομεσαίων, νεόπλουτων και αυτοδημιούργητων αστών που όψιμα πρόσκεινται στο ΠΑΣΟΚ (βοηθούντος και του ονόματος)». Αυτά, βέβαια, τα έγραφε όντας ακόμα μέλος της ανανεωτικής αριστεράς και πολύ προτού προσχωρήσει κι ο ίδιος στο ΠΑΣΟΚ. Ο Κοροβίνης, πάλι, αναφέρει για τον λαό του ΠΑΟΚ: «Στην Τούμπα της βαμμένης προσφυγιάς / Με την ΕΔΑ της όραμα και φως / Με την ΕΡΕ στο σβέρκο καθισμένη / …/ Ο εργάτης / Κάρφωνε / Στην τσαλαπατημένη του καρδιά / Ένα λαϊκό τραγούδι / Ένα σταυρό / Ένα σφυρί / Κι ένα δρεπάνι / Και κελαηδούσε το πρωί / Για τη δουλειά / Σκαρώνοντας παράδοξα συνθήματα / Όπως “ΠΑΟΚ, ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΙ ΕΔΑ”».

Αντιπροσωπευτικούς φιλάθλους του ΠΑΟΚ θα συναντήσει κανείς στον Γκόζη,  και στο διήγημά του «Ο ντουζλαμάς». Δυο φίλοι, ο Διαμαντής Τσερέκπμασης και ο Πρόδρομος Τακαβάκογλου, τρώνε, ένα κυριακάτικο απόγευμα, χοντροκομμένο πατσά –δηλαδή ντουζλαμά– στο πατσατζίδικο του Τάκη του πρόσφυγα, στην πλατεία Αριστοτέλους. Ρουφώντας αργά την απολαυστική τους σούπα αναπολούν αγώνες, επιτυχίες και διακρίσεις της ομάδας του ΠΑΟΚ που υποστηρίζουν, ενώ αναφέρονται, έναν προς έναν, σ’ όλους τους ποδοσφαιριστές της μεγάλης ομάδας. Είναι τύποι λαϊκοί, αγνοί, άκακοι και λατρεύουν τον ΠΑΟΚ ως πιστοί θρησκευόμενοι. Ο πατσάς ίσως και να είναι η θεία μετάληψη που δέχονται μέσα τους και η αναφορά στους αγώνες του ΠΑΟΚ τούς καθαίρει και τους ηρεμεί. «Τις κοιλιές τους γεμίζει η ζέστη του πατσά και τις καρδιές τους η λαχτάρα για την επόμενη Κυριακή».

Ο υπογράφων αυτή τη μικρή μελέτη, στο αφήγημά του «Μπουγάτσα ο Αγοραστός» δίνει το πορτρέτο ενός παοκτσή φιλάθλου, μπουγατσατζή στο επάγγελμα, που είναι στο Χαριλάου «σαν τη μύγα μες στο γάλα», είναι όμως φιλόμουσος, αγαπά τον Χατζιδάκη, και έχει κρεμασμένη τη φωτογραφία του στο μαγαζί του δίπλα σ’ εκείνες του ΠΑΟΚ της χρυσής εποχής του εβδομήντα. «Πολλοί φίλαθλοι του Άρεως μπαίνουν συνοφρυωμένοι στο μαγαζάκι του. Ερεθίζονται απ’ τις φωτογραφίες, όμως η γλύκα της μπουγάτσας του Αγοραστού δεν τους αφήνει και πολλά περιθώρια αντίδρασης». Επίσης σε κάποιον αφηγηματικό σπόνδυλο του εκτενούς του αφηγήματος Ενός καφέ μύριοι έπονται, περιγράφονται ανάγλυφα οι ρίψεις καφέδων φιλάθλων του ΠΑΟΚ σε εκδρομείς του Παναθηναϊκού, σε κάποιο από τα ντέρμπι της δεκαετίας του εβδομήντα που έμεινε ανεξίτηλο στη μνήμη του αφηγητή.

Βέβαια, όλοι οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ δεν είναι… Παναγίες. Δεν τέλειωσαν Παρθεναγωγείο ούτε εντρύφησαν στα Κατηχητικά ενοριών της πόλης. Υπάρχουν και οι οπαδοί –οι κακώς εννοούμενοι– όπως αυτοί που περιγράφει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, στη συλλογή διηγημάτων του Πάλι κεντάει ο στρατηγός. Στο διήγημά του «Η-Η-Ηρακλήθ!», δυο ανήμποροι συνταξιούχοι, οπαδοί του Ηρακλή από τα γεννοφάσκια τους, που παρακολουθούν τους αγώνες του Γηραιού μόνο από τηλεοράσεως, λένε μεταξύ τους: «Όλοι μας δέρνουν, πλέον, μέχρι και τα τζόβενα του Μακεδονικού – οι Παοκτσήδες, άμα τελειώσει το ματς στην Τούμπα κι έχουν χάσει, πετάγονται κατευθείαν στο Καυταντζόγλειο και πλακώνουν εμάς για να ξεσπάσουν. “Πάμε”, λένε, “να δείρουμε μερικές γριές να εκτονώσουμε”. Ήρθαν και τότε, τελευταία φορά που πήγα, και φώναζαν: “Σκίστε τις γριές!”. “Γριές καημένες καταραμένες”. Και μερικοί πιο άγριοι, χουλιγκάνοι: “Σκίστε τες, ξεσκίστε τες, αποσυντονίστε τες!”»

Τέλος, μια μη Θεσσαλονικιά ποιήτρια, η Κατερίνα Γώγου, στους στίχους κάποιου ποιήματός της από τη συλλογή της Ιδιώνυμο, μας παρουσιάζει την κατατομή ενός ανθρώπου του περιθωρίου, σκληρού, παράνομου, υποστηρικτή του ΠΑΟΚ, που την ίδια την είχε γοητεύσει: «…κολοτούμπες στα νερά φιγουρατζής και Παοκτσής / στεγνώνει στον αέρα / βγάζει απ’ τη μασχάλη του –μ’ αρέσει όπως μυρίζει– / ένα πλακέ μπουκαλάκι μπανάλ λαδώνει τα μαλλιά του / παράνομος τύπος φυλακές στο δισάκι του / ντύνεται μ’ άσπρο πουκάμισο στενό και μαύρο παντελόνι…».

 

 

Δυο ποιήματα κι ένας στίχος                       

 

Δυο ποιήματα μόνο ξετρύπωσα που μυρίζουν ΠΑΟΚ – κι αυτά όχι Σαλονικιών ποιητών. Πολύ μικρή συγκομιδή αν αναλογιστεί κανείς τι έχει γραφτεί, κατά καιρούς, για Ολυμπιακό και Άεκ. Πολύ λίγα αν σκεφτεί κανείς πως ποίημα ήταν η ίδια η ομάδα του ΠΑΟΚ στη χρυσή δεκαετία της (1970-80), όταν «κεντούσε» σε γκαζόν και σε ξερό. Τότε που ποίηση και ποδόσφαιρο πορεύονταν πιασμένες χέρι– χέρι. Ευτυχώς –πρόσφατα– ο Θωμάς Κοροβίνης με το ωραίο βιβλίο του Τρία ζεϊμπέκικα και ένα ποίημα για τον Γιώργο Κούδα –στο οποίο αναφέρθηκα σε προηγούμενη ενότητα– αναπλήρωσε το προϋπάρχον κενό.

Παραθέτω αυτούσια τα δύο ποιήματα. Το πρώτο είναι του Νάσου Βαγενά, έχει τίτλο «Η τέλεια τάξη» και ανήκει στη συλλογή του Περιπλάνηση ενός μη ταξιδιώτη (1986):

«Ο αθόρυβος στόμφος της παπαρούνας με γοητεύει. / Το ίδιο κι η ανεμόσκαλα της φωνής ενός ιεροκήρυκα / την Κυριακή. // Επίσης: ο ήχος της βραδινής βροχής πάνω στις /μελανές μεμβράνες του Νοεμβρίου. // Νιώθω ονειρώδες το θέαμα του πανηγυρισμού των / φιλάθλων τη στιγμή της ισοφάρισης στον αγώνα / ΠΑΟΚ-Παναθηναϊκού (ο Τερζανίδης στο 90΄με / καρφωτή κεφαλιά). // Τα λαμπερά πουλιά. Ο γλιστερός κατήφορος στη / Βέροια. Η πολυθρόνα δίπλα στο καλοριφέρ/ Γαρύ- / φαλα…// Ζεστή καμπύλη της σελήνης: είσαι αναντικατά- / στατη. // Θάνατε: είσαι η μεταξωτή φόδρα του φωτός.»

Το δεύτερο είναι του Μίμη Σουλιώτη και έχει τίτλο «Στα γήπεδα». Γράφτηκε με τον τρόπο του Καβάφη, κατ’ αντιστοιχία προς το καβαφικό: «Στην εκκλησία». Περιέχεται στη συλλογή Ποιήματα εν παρόδω (1974).

                                         

Τα γήπεδα δεν τα μισώ – τα κουλουάρ τους,

τη χλόη του τερέν, τα εφαλτήριά τους,

το σκάμμα˙ τες κερκίδες τους, τ’ αποδυτήριά τους.

 

Εκεί σαν μπω, σ’ αγώνα ΠΑΟΚ μ’ Ολυμπιακό˙

με της θυρίδος Ένα τες Δικέφαλες Φατρίες,

με τες αγγελικές κραυγές και θηριωδίες,

τες ανυπόφορες των λάιτσμαν αβλεψίες

και τες ατασθαλίες στα οφσάιντ των διαιτητών –

λαμπρότατοι μες στου σικέ τον στολισμόν –

ο νους μου τρέχει σ’ εποχές

σπουδαίες της φυλής μας,

στον ένδοξόν μας Βυζαντινισμόν.

 

Σ’ αυτήν τη φτωχή συγκομιδή –εξαιρώ τους στίχους του Πάνου Θεοδωρίδη, του Κακίση, του Βενέτη και της Γώγου, που, ήδη, τους έχω συμπεριλάβει σε άλλες ενότητες– προσθέτω και το στίχο του Μανόλη Αναγνωστάκη «Τα άδεια γήπεδα» (Υ. Γ, εκδόσεις Νεφέλη, 1992, σ.33). Την εποχή που γράφτηκε, ο Αναγνωστάκης παρακολουθούσε μανιωδώς αγώνες του ΠΑΟΚ στην Τούμπα. Σε κάποια μάλιστα συνομιλία του με τον Θ. Λιβεριάδη στο περιοδικό «Ενενήντα Επτά» (Δεκέμβρης ’96) δήλωνε πως την συγκεκριμένη περίοδο υποστήριζε φανατικά τον ΠΑΟΚ. Είμαι, λοιπόν, σχεδόν πεπεισμένος πως «τα άδεια γήπεδα», που υπονοούν και μια άδεια ζωή ή μια κοινωνία κενή οραμάτων ή, ίσως ίσως, μια άδεια ψυχή, εμπνεύστηκαν από μια άδεια –ύστερα από κάποιο ποδοσφαιρικό αγώνα του ΠΑΟΚ– Τούμπα.

 

 

Από την ποδοσφαιρική αυτοβιογραφία του Αναγνωστάκη

 

Κάτι που χαρακτηρίζει την ομάδα του ΠΑΟΚ και τους οπαδούς της, είναι αυτό το αίσθημα της αδικίας που τους κατατρέχει σε σχέση με τις ομάδες του λεκανοπεδίου. Είναι, βέβαια, στην ψυχοσύνθεση του Θεσσαλονικιού –και του Βορειοελλαδίτη γενικότερα– η γκρίνια και το παράπονο και η πεποίθηση πως είναι ριγμένος, αναλογικά με τον Αθηναίο, σε όλους τους τομείς. Από την οικονομία, τις τέχνες, τα γράμματα, τις ίσες ευκαιρίες στην εργασία, μέχρι τον αθλητισμό. Φοβάμαι, όμως, πως πολλά από αυτά τα παράπονα και βάσιμα είναι και υπαρκτά. Στο ποδόσφαιρο, ο ΠΑΟΚ θα μπορούσε κάλλιστα να έχει στη συλλογή του δυο-τρία επιπλέον κύπελλα και τρία– τέσσερα πρωταθλήματα, αν οι διαιτητές σφύριζαν στα γήπεδα ό,τι έβλεπαν, αν η δύναμη της βαρύτητας είχε την ίδια ακριβώς ισχύ στα γκαζόν του λεκανοπεδίου και της συμπρωτεύουσας –όρα σικέ πέναλτι– κι αν δεν υπήρχε το σκοτεινό παρασκήνιο που ευνοούσε –και ευνοεί– κάποιες «χαϊδεμένες» ομάδες του κέντρου. Θα κινδύνευα να χαρακτηριστώ γραφικός μ’ αυτά που λέω, αλλά ευτυχώς που πρώτος τα έχει επισημάνει ο Μανόλης Αναγνωστάκης, και –δίχως φόβο και πάθος– τα έχει καταθέσει στο περιοδικό Τέταρτο, τεύχος 15, τον Ιούλιο του 1986. Να ένα μικρό απόσπασμα από τις σελίδες της ποδοσφαιρικής του αυτοβιογραφίας: «Εκείνο τον καιρό ήμουνα βαμμένος Παοκτζής, θεριό ανήμερο άλλωστε ήτανε και η χρυσή εποχή για τον ΠΑΟΚ. Βέβαια τίτλους και τέτοια δεν κατάφερνε να κερδίσει, αλλά αυτό συνέβαινε λίγο πολύ με όλες τις ομάδες της Θεσσαλονίκης που φτάνανε μέχρι την πηγή, αλλά νερό δεν μπορούσανε να πιουν γιατί δ ε ν  τ ο υ ς  α φ ή ν α ν ε  να πιουν νερό. Ξέραμε πως ό,τι κι αν κάναμε, ήμασταν από χέρι χαμένοι γιατί η Αθήνα και ο Πειραιάς μισούσανε θανάσιμα τη Σαλονίκη, εκεί κατοικοεδρεύανε οι μεγάλοι κι οι τρανοί που πληρώνανε τους διαιτητές, λαδώνανε αισχρά τους παίκτες (“πουλημένοι, πουλημένοι…”) και αρπάζανε με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο τα Κύπελλα και τα Πρωταθλήματα για πάρτη τους, για τις δικές τους ομάδες…»

 

 

…κι άλλος ΠΑΟΚ στη λογοτεχνία της πόλης

 

Ο Αλμπέρτο Εσκενάζυ, θεατράνθρωπος και μυθιστοριογράφος, γράφει σε κάποιο σημείο του μυθιστορήματος του Το άρωμα της πόλης (εκδόσεις Καστανιώτη): «Η Κυριακή που ξημέρωσε ήταν μια ξεχωριστή ημέρα για τον Δημήτρη. Στις τέσσερις θα γινόταν το μεγάλο ντέρμπι Ηρακλή-ΠΑΟΚ στο Καυταντζόγλειο. Ήταν πολύ καλά προετοιμασμένος γι’ αυτό το παιχνίδι κι είχε ένα καλό προαίσθημα πως θα ’χωνε κι ένα γκολάκι. Έτσι ειδοποίησε τα δυο του φιλαράκια, τον Αχιλλέα και τη Μαρία, να ’ρθουν να τον δουν».

Για έναν θρυλικό ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ που ήταν και  μπακαλόγατος για να τα φέρνει βόλτα, μιλάει ο Αναγνωστάκης στην ποδοσφαιρική του αυτοβιογραφία: «Μία και μοναδική φορά έπαιξε στα πρώτα του ΠΑΟΚ ο θρυλικός Μπιζού και μάλιστα σ’ ένα φιλικό, χωρίς βαθμολογική σημασία και για φιλανθρωπικό σκοπό παιχνίδι με τη Μακαμπή. Και όμως στη γειτονιά μας, που σπλάχνο των σπλάχνων της ήτανε ο Μπιζού, η δόξα του μας αφορούσε πια όλους και όταν περνούσε φορτωμένος τα ψώνια, γιατί μπακαλόγατος ήτανε και κουβαλούσε στα σπίτια τις παραγγελίες, τρέχαμε να του πάρουμε κανένα δέμα να τον ξαλαφρώσουμε, μάλλον για να μας δει κάποιο μάτι πως περπατάμε δίπλα στη Δόξα και παίρναμε κάτι κι εμείς από τη λάμψη της».

Ο Περικλής Σφυρίδης, σε ένα ερωτικό του διήγημα που τιτλοφορείται «Το υποβρύχιο» (συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Διηγήματα, 1977-2002), περιγράφοντας τον διάκοσμο ενός μαγαζιού με μουσική που έγινε το στέκι του αφηγητή μαζί με την κοπέλα που είχε δεσμό, γράφει: «Οι τοίχοι του ήταν γεμάτοι με λογής λογής αντικείμενα, έτσι που δεν φαινόταν ο σουβάς. Υπήρχαν καράβια χειροποίητα, φωτογραφίες ξεθωριασμένες, άδεια κλουβιά και παντού μαυραετοί, η φωτογραφία της ομάδας του ΠΑΟΚ, ο ύμνος της ομάδας και, γραμμένες σε πίνακα, χρονολογίες από νικηφόρους αγώνες μ’ όλα τα ντοκουμέντα».

Ο συγγραφέας Γιάννης Τζανής σε κάποιο του διήγημα, που τιτλοφορείται «Η παρεξήγηση», βάζει τον ήρωά του να κατεβαίνει στη Λάρισα για να παρακολουθήσει αγώνα του ΠΑΟΚ μέσα στο Αλκαζάρ –έδρα της ομάδας της Λάρισας– και τελικά να γίνεται θύμα κάποιας παρεξήγησης. «Τον πήγανε γι’ ανάκριση κι άντε να εξηγήσει στην αστυνομία ότι ήτανε φανταστική τελείως όλη η ιστορία του εκτός απ’ την αρχή της. Είχε στ’ αλήθεια πάει με τον ΠΑΟΚ στη Λάρισα, καθόταν στην κερκίδα πράγματι κοντά του κάποια Αρετή, ξανθιά, πολύ ωραία που του έκανε μεγάλη εντύπωση, μα δεν την ξαναείδε από τότε ούτε ξέρει αν θα μπορούσε τώρα πια να την αναγνωρίσει…»

Ο Σπύρος Βούγιας στο βιβλίο του Ποίηση και ποδόσφαιρο λέει στη σ. 47 πως «…πάντα στην ομάδα αυτή [στον ΠΑΟΚ] διακρίνω τη γοητεία που έχει σχέση με το αεράτο παιχνίδι, τη μυστικιστική προσήλωση των οπαδών, τη βαθιά λαϊκή υπόσταση».

Στο διήγημα «Κρεμαστό μπαλαντέρ», ο θείος του αφηγητή του Σκαμπαρδώνη τού ζητά την εφημερίδα, για να μάθει νέα για τον ΠΑΟΚ. «Δώσε μου να δω λίγο την εφημερίδα –τι έγινε πάλι χτες με τον ΠΑΟΚ;». Ο ίδιος συγγραφέας, στο σπαρταριστό διήγημά του «ΑDIDAS με αερόσολα», βάζει τον αφηγητή του να συναντά σε μοναστήρι του Αγίου Όρους τον πάτερ Νικόδημο, έναν ιδιόρρυθμο μοναχό, οπαδό του ΠΑΟΚ, που έπαιζε μπασκετάκι στο προαύλιο της μονής. Απολαύστε το παρακάτω χαρακτηριστικό κομμάτι της ιστορίας: 

«Χτυπάει με το δεξί χέρι την μπάλα στο χώμα και συνεχίζει σηκώνοντας το αριστερό σε χειρονομία λόγου: “Στο χτεσινό αγώνα Άρη-ΠΑΟΚ κέρδισε ο Άρης 87-85. Ο Πρέλεβιτς ήταν ο καλύτερος, έβαλε 27 πόντους, αλλά ο ΠΑΟΚ έπαιξε λάθος σύστημα”, κι αρχίζει να μου αναλύει με πολλές λεπτομέρειες και με ειδικούς τεχνικούς όρους όλο τον αγώνα, σχεδόν λεπτό προς λεπτό.

Τον ακούω με προσοχή, σιωπώντας… “Δεν μου λες, πάτερ, είσαι γυμναστής;” “Όχι”, μου λέει, “είμαι Παοκτσής”. Κι απομακρύνεται χαμογελαστός, χτυπώντας την μπάλα στο χώμα.»

Ένας ήρωας του αφηγήματος του Θωμά Κοροβίνη από Το χτικιό της Άνω Τούμπας λέει χαρακτηριστικά: «…Αυτή η σουπιά, το πατριωτάκι σου, όλο ΗΡΑΚΛΗΣ και ΠΑΟΚ, και μαγκιά με το τσουβάλι, αυτή η μουργέλα είναι ανακατεμένη μέσα».

Ο πρόωρα χαμένος Αλμπέρτος Ναρ στο διήγημά του Το συγκρότημα 1 από τη συλλογή του Σε αναζήτηση ύφους (Νεφέλη, 1997) αναπολεί ένα εφηβικό μουσικό συγκρότημα που σχημάτισαν μαζί με τον ίδιο, ο Τζίμης και ο Σούλης. Κάποτε φέραν έναν ξένο ακροβάτη με ειδικότητα στις ασκήσεις δεξιοτεχνίας με την μπάλα. Ο Παγωνιέρας, ένα άλλο πρόσωπο του διηγήματος, θα τον έπειθε να ενισχύσει την ομάδα του Άρεως. Ο Ναρ σημειώνει: «Αυτό όμως παραήταν ασήκωτο για το Σούλη που, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, σχεδίαζε να τον ψήσει αυτός, για λογαριασμό όμως του ΠΑΟΚ». Παρακάτω βάζει τις φωνές στον Παγωνιέρα: «…Καλά, δε σου κόβει πως θα παραξηγηθούν και οι Παοκτσήδες και οι γεροντοκόρες (κι ας είναι τρεις κι ο κούκος, τους χρειαζόμαστε κι αυτούς) και δε θα θέλουν να μας δούνε ούτε ζωγραφιστούς;»

Τέλος, ο Γιώργος Καρτέρης, συγγραφέας που ζει και εργάζεται στις Σέρρες, στον σαρκαστικό και απολαυστικό του θεατρικό μονόλογο Στο τέρμα, που παίχτηκε μάλιστα από το ΔΗΠΕΘΕ Σερρών, βάζει τον ήρωά του να έχει κάποια στιγμή την παρακάτω τηλεφωνική επικοινωνία:

—Δεν έχω πόδια (πιάνει το ακουστικό), πρόεδρε, τι να την κάνω την πίστη; Οι μεγάλοι αθλητές έχουνε πίστη, ακριβώς επειδή είναι μεγάλοι.

—…

—Ποιος; Ο Άγγελος; Ο Άγγελος δεν είναι αθλητής.

—…

—Μεγάλος προπονητής, ναι, έτσι λέτε; Δεν… το αποκλείω. Με τη χάρη τού…(Θεού) Αν δεν ήταν ο Θεός, ο ΠΑΟΚ…

—…

—Τι πράγμα; Εντάξει, μη φωνάζετε, το άκουσα: λίγα λόγια για τον ΠΑΟΚ. Αυτό δεν είπατε; Τι;

 

 

 

Συμπεράσματα

 

Κάποια συμπεράσματα που εξάγονται από αυτή τη μικρή μελέτη είναι και τα παρακάτω:

1) Σημαντικός αριθμός λογοτεχνών –Σαλονικιών και όχι μόνο– αναφέρθηκαν στην ομάδα του ΠΑΟΚ μέσα από κείμενα ή ποιήματα.

2) Η αναφορά κάποιων εξ αυτών υπήρξε καθαρώς φιλολογική ή συμπτωματική (Αναστασιάδης, Ιωάννου, Τζανής κ.α.), ενώ αρκετοί –όπως τουλάχιστον φαίνεται από τα κείμενά τους– υπήρξαν φίλαθλοι ή ακόμα και ένθερμοι οπαδοί της ομάδας του Δικεφάλου (Αναγνωστάκης, Θεοδωρίδης, Κοροβίνης, Γκόζης, Γούτας κ.α.)

3) Το μοναδικό λογοτεχνικό βιβλίο που θεματολογικά αναφέρεται εξ ολοκλήρου (και όχι αποσπασματικά) στην ομάδα ή σε παίχτες του ΠΑΟΚ, είναι το βιβλίο του Κοροβίνη Τρία ζεϊμπέκικα κι ένα ποίημα για το Γιώργο Κούδα. Εξαιρώ την αυτοβιογραφία του Γ. Κούδα, γιατί ο ίδιος, πέραν από κορυφαίος μπαλαδόρος, δεν υπήρξε λογοτέχνης. Επίσης εξαιρώ άλλα βιβλία (λευκώματα, αφιερώματα κτλ.) γραμμένα για τον ΠΑΟΚ από μη λογοτέχνες ή από δημοσιογράφους.

4) Οι αναφορές των λογοτεχνών, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αφορούν διηγήματα ή ποιήματα. Οι παραπομπές σε μυθιστορήματα Θεσσαλονικιών λογοτεχνών για την ομάδα του ΠΑΟΚ είναι σχεδόν μηδαμινές (Χατζημωυσιάδης).

5) Το ποδόσφαιρο του ΠΑΟΚ υπερτερεί συντριπτικά σε αναφορές από την ομάδα μπάσκετ ή από άλλο αθλητικό τμήμα του συλλόγου.

6) Κάποιοι συγγραφείς– οπαδοί του αιώνιου αντιπάλου, του Άρεως– αναφέρονται στην ομάδα του ΠΑΟΚ ως αντίπαλο δέος (Σαλπιγκτής, Ροδοκανάκης, Σφυρίδης)

7) Μία μόνο γυναίκα λογοτέχνιδα, την Κατερίνα Γώγου, εντόπισα να αναφέρεται στον ΠΑΟΚ, μέσα σε σύνολο 27 λογοτεχνών. Απόδειξη πως ακόμα το ποδόσφαιρο παραμένει ανδρική υπόθεση.

 

(2006, 2011)

 

 

Βιβλιογραφία

 

Βιβλία

 

Στα γήπεδα η πόλη αναστενάζει, (επιμ. Γιώργος Αναστασιάδης), Ιανός,1999

Γιώργος Ιωάννου, Το δικό μας αίμα, Κέδρος,1980

Περικλής Σφυρίδης, Διηγήματα 1977-2002, Καστανιώτης, 2005

Σπύρος Βούγιας, Ποίηση και ποδόσφαιρο, Άλλη πόλη, 1986

Θωμάς Κοροβίνης, Τρία ζεϊμπέκικα και ένα ποίημα για τον Γιώργο Κούδα, μικρός Ιανός,2004

Θωμάς Κοροβίνης, Το χτικιό της Άνω Τούμπας, αφήγημα, μικρός Ιανός, 2003

Γιώργος Γκόζης, Ο νυχτερινός στο βάθος, Νεφέλη,2002

Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Η ψίχα της μεταλαβιάς-Ακριανή λωρίδα, Καστανιώτης,1997

Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Πάλι κεντάει ο στρατηγός, Καστανιώτης,1996

Μανόλης Αναγνωστάκης, ΥΓ, Νεφέλη,1992

Γιώργος Καρτέρης, Στο τέρμα, Δρομολόγιο, 2005

Κατερίνα Γώγου, Ιδιώνυμο, Καστανιώτης, 1980

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Το παραμύθι του ύπνου, Μεταίχμιο, 2008

Παναγιώτης Γούτας, Το ίδιο έργο της ζωής μου, Αλεξάνδρεια, 2002

Παναγιώτης Γούτας, Ενός καφέ μύριοι έπονται, Νησίδες, 2010

Αργύρης Παυλιώτης, Το διατηρητέο, Παρατηρητής, 1989

Ανέστης Ευαγγέλου, Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά, Νεφέλη, 1985

Ηλίας Κουτσούκος, Καλύτερα να νικούσαν οι κόκκινοι, Νεφέλη, 1991

Αλμπέρτος Ναρ, Σε αναζήτηση ύφους, Νεφέλη, 1997

Γιώργος Κούδας, Της ζωής μου το παιχνίδι, έρευνα-επιμέλεια Κώστας Δ. Μπλιάτκας, Ιανός, 2005

 

 

Περιοδικά

 

η λέξη, τεύχος 156, Μάρτης-Απρίλης 2000 (αφιέρωμα: αθλητισμός και λογοτεχνία)

Παραφυάδα, τεύχος 6, Ιανός, 1990

 

 

Σημείωση: Στα πεζά κομμάτια ή στα ποιήματα, που αντέγραψα αυτούσια, διατήρησα –αυθαιρετώντας ίσως– το μονοτονικό σύστημα γραφής.

 

 

 

[Η παραπάνω μελέτη περιλαμβάνεται στο βιβλίο μου Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων-Μελέτες-βιβλιοκρισίες (2003-20011), εκδ. Νησίδες, 2011. Σε μια πρώτη μορφή, δημοσιεύτηκε στο τεύχος 133 του περιοδικού Οδός Πανός (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2006), που ήταν αφιερωμένο στη λογοτεχνία της Θεσσαλονίκης.]