Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2024

PHILIP ROTH

 


                                                          



ΦΙΛΙΠ ΡΟΘ: ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ,

ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ



(Συνολική επισκόπηση στο έργο 

και στους μεγάλους σταθμούς της ζωής 

του σπουδαίου Αμερικανού συγγραφέα)



 

 

Ο Φίλιπ Ροθ γεννήθηκε στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ, στις 19 Μαρτίου του 1933. Από το 1959, που εκδίδεται στην Αμερική το Αντίο Κολόμπους μέχρι το 2010 που τυπώνεται το μυθιστόρημά του Νέμεσις (το κύκνειο άσμα του Ροθ) μεσολαβούν 51 χρόνια συνεχούς και αδιάλειπτης συγγραφικής παραγωγής, που ισοδυναμούν με άνω των τριάντα βιβλίων (στην πλειονότητά τους μυθιστορήματα, αλλά και νουβέλες, συλλογές διηγημάτων και δοκίμια). Το σύνολο, σχεδόν, του πεζογραφικού και δοκιμιακού έργου του κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις ποιοτικές και καλαίσθητες εκδόσεις Πόλις. Ο Φίλιπ Ροθ, μετά την κυκλοφορία του Νέμεσις, κι αφού διάβασε ξανά όλα τα βιβλία του, δήλωσε ευθαρσώς πως σταματά το γράψιμο. Κάνοντας ο ίδιος μια αυτοκριτική της συγγραφικής του πορείας δήλωσε πως «έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα…» και πως είχε φτάσει πια η στιγμή (ο καιρός) να ζήσει ο ίδιος την πραγματική ζωή. Τήρησε στο ακέραιο την υπόσχεσή του, παρότι στενοχώρησε μ’ αυτήν του την απόφαση πολλούς φανατικούς θαυμαστές του ανά τον κόσμο. Αυτή του η δήλωση κι αυτή του η στάση ζωής –που μας θύμισε, κατά κάποιον, τρόπο, και τη γενναία απόφαση του δικού μας, του Μανόλη Αναγνωστάκη, να σταματήσει να γράφει ποίηση, αφού (κατά δήλωσή του) δεν είχε κάτι νεότερο να καταθέσει– φανέρωνε αφενός πως το γράψιμο (με τους καταιγιστικούς ρυθμούς που έγραφε και τύπωνε, ιδίως τη δεκαετία 2000-2010 – εννέα βιβλία μέσα σε δέκα χρόνια!) τον είχε ψυχικά και πνευματικά εξουθενώσει, αφετέρου πως η «πραγματική ζωή» ήταν κάτι πιο προσιτό, ευχάριστο και ανεκτό για τον ίδιο (στην ηλικία που βρισκόταν) από τον ρεαλισμό και την «πραγματικότητα» των μυθιστορημάτων του. Ο ίδιος, πάντως, στο κουραστικό, πλέον, και άνοστο ερώτημα που απευθύνουν συχνά στους συγγραφείς «βίωμα ή μυθοπλασία;», πήρε την πιο ξεκάθαρη, ειλικρινή αλλά και επώδυνη θέση: Μυθοπλασία, ειπωμένη και αφηγούμενη όμως κατά τέτοιον τρόπο, που να ξεπερνά σε αληθοφάνεια και την ίδια την πραγματικότητα. Τώρα, το αν αυτή η οκταετής αποχή του από το γράψιμο τον ωφέλησε ή, αντιθέτως, τον οδήγησε σε κάποιας μορφής κατάθλιψη, με επακόλουθο να κοπεί συντομότερα το νήμα της ζωής του, αυτό κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζει με ακρίβεια.

 

 

Το ντεμπούτο και η πρώτη συγγραφική απογείωση

 

Το Αντίο, Κολόμπους (1959, Πόλις, 2013, μτφρ.-επίμετρο Σώτη Τριανταφύλλου) είναι μια συλλογή έξι κειμένων – μιας εκτενούς νουβέλας και πέντε διηγημάτων. Είναι σημαντικό βιβλίο γιατί αφορά το ντεμπούτο του Ροθ στα γράμματα, δίχως να μιλάμε για πρωτόλειο κείμενο. Στην ομότιτλη νουβέλα, ζούμε την προβληματική σχέση του Νιλ Κλούγκμαν από το Νιούαρκ με την Μπρέντα Πάτιμκιν, από το προάστιο Σορτ Χιλς, που συναντιούνται και ερωτεύονται με πάθος στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Ο Ροθ, εδώ, σατιρίζει και καταγράφει τα κοινωνικά ήθη της Αμερικής, τις υπόγειες συγκρούσεις στις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και τη σύγκρουση όχι μόνο δύο διαφορετικών χαρακτήρων, αλλά και δύο διαφορετικών κόσμων. Οι συνήθειες της εβραϊκής οικογένειας της Αμερικής εκείνης της εποχής (υπάρχουν σπαρταριστές σελίδες, όπου ο Ροθ καυτηριάζει τις εβραϊκές συνήθειες, συμπεριφορές και παραδόσεις) αλλά και το μπέιζμπολ, είναι τα δύο στοιχεία που θα τα συναντήσουμε (και ως συγγραφικές εμμονές) και σε επόμενα βιβλία του Ροθ. Το Αντίο, Κολόμπους κέρδισε το Εθνικό Λογοτεχνικό Βραβείο των Η.Π.Α., το 1960.

Ακολουθούν δύο μυθιστορήματα, το Κι ό,τι θέλει ας γίνει (1962, Πόλις, 2005, μτφρ. Κωστή Αρβανίτη) και το Τότε που ήταν καλό κορίτσι (1967, Πόλις, 2016, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου). Δεν είναι βιβλία μεγάλης πνοής, ωστόσο προμηνύουν τη συγγραφική καταιγίδα που θα ξεσπάσει αμέσως μετά. Στο πρώτο, που εκτυλίσσεται στο Σικάγο, τη Νέα Υόρκη και το Αϊόβα Σίτυ, υφαίνονται από την πένα του Ροθ οικογενειακοί δεσμοί, μέσα από διεισδυτική ανάλυση χαρακτήρων. Το ερωτικό πάθος και πάλι δεσπόζει. Στο Τότε που ήταν καλό κορίτσι (το μυθιστόρημα υστερεί σε πύκνωση λόγου, ευθύτητα και αμεσότητα, στοιχεία της γραφής του Ροθ που θα τα συναντήσουμε σε επόμενα βιβλία του) έχουμε πάλι ένα ερωτικό ντουέτο (Ρόι Μπάσαρτ –ανώριμο, αφελή νεαρό που κατευθύνεται από τους γονείς του– και Λούσι Νέλσον – δεκαοχτάχρονη, καθολική στο θρήσκευμα, με αλκοολικό πατέρα, και μια ιδιάζουσα ροπή στο να κάνει πάντα το «καλό»). Στον έγγαμο βίο του ζεύγους το κακό σιγοβράζει και η έκρηξη δεν θ’ αργήσει να έρθει. Από τα ελάχιστα βιβλία του Ροθ, ίσως το μοναδικό, όπου τον ρόλο του βασικού πρωταγωνιστή τον έχει μια γυναίκα. Αν μπορούμε να βρούμε κάποιες αρετές σ’ αυτό το κείμενο, πέρα απ’ την ακριβή απεικόνιση της θρησκόληπτης αμερικανικής επαρχίας, τη δεκαετία του ’50, είναι η σκηνοθετική ματιά του Ροθ αλλά και η δυνατή και σκληρή απόληξη του στόρι1.

Η πρώτη απογείωση του Ροθ (καλλιτεχνική και εμπορική) θα γίνει το 1969 με το μυθιστόρημα Το σύνδρομο του Πόρτνοϊ (Πόλις, 2008, μτφρ. Αχιλλέα Κυριακίδη). Ήταν ένα βιβλίο που, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ηλίας Μαγκλίνης (από πηγή του, από πρώτο χέρι) «όλος ο κόσμος (στην Αμερική) στον υπόγειο διάβαζε το βιβλίο με το κίτρινο εξώφυλλο».2 Το βιβλίο είναι ένας ωμός, τολμηρός, αποκαλυπτικός ανδρικός μονόλογος για το σεξ και τις αντρικές επιθυμίες και φαντασιώσεις. Σαρκάζει τους κρεμασμένους από την ποδιά της μάνας τους αρσενικούς της ζωής, το αναπόφευκτο οιδιπόδειο, τον αυνανισμό ως σεξουαλική εκτόνωση. Σε κάποια σημεία του έχει προφανή συνάφεια με την ταινία του Γούντι Άλεν Τα πάντα γύρω από το σεξ (1972), παρότι εκείνη ακολούθησε χρονολογικά, ενώ το διαβρωτικό χιούμορ του Ροθ σαρώνει τα πάντα. Ο μονόλογος του Αλεξάντερ Πόρτνοϊ, που γίνεται προς τον ψυχίατρό του Δόκτορα Σπιλφόγκελ, ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από μερίδα ραβίνων της Αμερικής, που δεν επιθυμούσαν να συνδυαστεί το ζήτημα της εβραϊκότητας με τον αχαλίνωτο σεξουαλισμό και τις οργιώδεις φαντασιώσεις του Εβραίου μυθιστορηματικού ήρωα. Οι σχέσεις του Πόρτνοϊ με χριστιανές, η απέχθειά του για τις Εβραίες, τα ταξίδια του στο Ισραήλ για «ποταπούς» σκοπούς, εξαγρίωσαν τα ήθη της εποχής, όμως το βιβλίο απέφερε σημαντικά καλλιτεχνικά και εμπορικά οφέλη στον Ροθ.

 

 

Ο Ροθ ως Κέπες και ως Ζούκερμαν

 

Φτάνω στο Το βυζί (1972, εκδ. «Γράμματα», 1984, μτφρ. Αλεξάνδρας Κοντού). Εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά ένα από τα alter ego τού Ροθ, ο καθηγητής Κέπες – θα τον συναντήσουμε αργότερα και στο Ο καθηγητής του πόθου και στο Το ζώο που ξεψυχά. Μια ορμονική μετάλλαξη θα τον μεταμορφώσει σ’ ένα τεράστιο βυζί που σκέφτεται σαν άνθρωπος, συνομιλεί και ψυχαναλύεται από τον επιστήμονα Κλίνγκερ και, περνώντας όλα τα αναγκαία ψυχολογικά στάδια, αποδέχεται την τωρινή του κατάσταση. Ο «Μίστερ Πραγματικότητα» αντιμετωπίζεται, κατά τον Ροθ, μόνο με την αποδοχή και την ενσυναίσθηση. Οι κριτικοί χαρακτήρισαν τη νουβέλα «καφκικού τύπου», όμως εδώ η συγγραφική σχέση του Ροθ με τον Κάφκα είναι μάλλον προσχηματική, αφού όλο το εύρημα της μεταμόρφωσης του Κέπες δεν προσομοιάζει στο ελάχιστο με την υπαρξιακή ένταση και το βάθος του Γκρέγκορ Σάμσα, που, διά χειρός Κάφκα, μεταμορφώνεται σε κατσαρίδα. Ένα μάλλον μέτριο βιβλίο για τα μέτρα του Ροθ, παιγνιώδες και ευφάνταστο μεν, με αρκετές, όμως, προς το τέλος, νότες διδακτισμού και ηθικολογίας.

Προσπερνώντας το Η ζωή μου ως άντρας (1974, Πόλις, 1996), όπου έχουμε για πρώτη φορά την εμφάνιση του Ζούκερμαν, του αιρετικού Εβραίου διανοούμενου που αποτελεί έτερο alter ego τούς συγγραφέα (υποψήφιο για Εθνικό Βραβείο καλύτερου μυθοπλαστικού βιβλίου), πηγαίνω στο άκρως ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μου, Ο καθηγητής του πόθου (1977, Πόλις, 2010, μτφρ. Νίκος Παναγιωτόπουλος), όπου ο Ροθ επανέρχεται μυθοπλαστικά ως καθηγητής Ντέιβιντ Κέπες. Πόθος, σεξουαλική ηδονή, τα όρια ανάμεσα στην αξιοπρέπεια και στον αχαλίνωτο πόθο, η παιδική ηλικία του Κέπες και το πρότυπό του, οι σπουδές του, δυο πεταχτούλες Σουηδέζες φοιτήτριες, μετά η Έλεν, κατόπιν η Κλερ και τελικώς η μοναξιά, που ακολουθεί τον έρωτα, γιατί όπως έλεγε χαρακτηριστικά και ο σημαντικός ζωγράφος Γιώργος Σικελιώτης «κάθε έρωτας είναι κι ένας μικρός θάνατος». Ο Κουβανός συγγραφέας Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες θα πρέπει να επηρεάστηκε απ’ αυτό το βιβλίο του Ροθ στο μυθιστόρημά του Ο έρωτας νοστάλγησε την Κούβα (Μεταίχμιο, 2004), όπου πιστός στην τάση (ρεύμα) του «βρόμικου ρεαλισμού», φιλοτέχνησε αριστουργηματικά δύο χαρακτηριστικά γυναικεία πορτρέτα, μιας Κουβανής και μιας Σουηδής, επικεντρωμένος στο γλυκό αδιέξοδο του αφηγητή να κατασταλάξει ερωτικά σε μία από τις δύο.

Η συγγραφική ωρίμανση του Ροθ, ουσιαστικά θα γίνει ευδιάκριτη με την τετραλογία του στην οποία καθιερώνεται ο Ζούκερμαν ως alter ego του. Μιλάμε για την επταετία 1979-1986, οπότε κυκλοφορούν τα βιβλία: Ο συγγραφέας φάντασμα (1979), Ζούκερμαν λυόμενος (1981), Μαθήματα ανατομίας (1983) και Το όργιο της Πράγας (1985). Όλα τα παραπάνω περιλαμβάνονται στο βιβλίο Ζούκερμαν δεσμώτης (τριλογία και επίλογος) (Πόλις, 2004, μτφρ. Σπύρος Βρετός). Ο Νέιθαν Ζούκερμαν, εκκολαπτόμενος συγγραφέας, μετακινείται στην τετραλογία του Ροθ από τη Νέα Αγγλία στο Μανχάταν, επιστρέφει στο διαμέρισμά του και καταλήγει στην Πράγα, εν έτει 1976, με σκοπό να διασώσει από τη λήθη τα έργα ενός άγνωστου συγγραφέα που γράφει στα γίντις, δηλαδή στη γλώσσα των Εβραίων της Κεντρικής Ευρώπης. Σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, του Ζούκερμαν δεσμώτης είναι η Αντιζωή (1986, Πόλις, 2008, μτφρ. Χριστίνας Ντόκου). Μοντερνισμός τραβηγμένος στα άκρα, πάλι ο έρωτας, η χαώδης διάσταση γι’ αυτά που ποθούμε και γι’ αυτά που φτάνουμε, μια ασυμπτωματική καρδιοπάθεια που η ιατρική αγωγή για την αντιμετώπισή της προκαλεί προβλήματα στύσης, ο Χένρι κι ο αδελφός του Νέιθαν Ζούκερμαν ως δύο αφηγηματικές παραλλαγές της ίδιας συνείδησης, η υπονόμευση της εβραϊκότητας, πολλά αντιθετικά δίπολα χαρακτήρων και καταστάσεων και κάποιες εκπληκτικές σελίδες για το πώς προσεύχονται οι Εβραίοι στο Τείχος των δακρύων, συνθέτουν αυτό το αξιόλογο βιβλίο, που κλείνει τον κύκλο της τετραλογίας του Ζούκερμαν.

 

 

Η άτυπη αμερικανική τριλογία

 

Τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του Ροθ περιλαμβάνονται, κατά τη γνώμη μου, στην άτυπη «αμερικανική τριλογία», με κορυφαίο όλων το Αμερικανικό ειδύλλιο (1997, Πόλις, 2010, μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου)3. Το μυθιστόρημα βραβεύτηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ (μυθοπλασίας) το 1998. Ο Ροθ, στο απόγειο της συγγραφικής του ωρίμανσης και όντας ήδη 64 χρονών, δίνει ένα βιβλίο που, σύμφωνα με τη γνώμη σημαντικών κριτικών, συγκαταλέγεται στη λίστα των Μεγάλων αμερικανικών μυθιστορημάτων όλων των εποχών, δίπλα σε άλλα αριστουργήματα (Μπόμπι Ντικ, Ο μεγάλος Γκάτσμπι, Υπόγειος κόσμος, Τα σταφύλια της οργής, Τριλογία της Νέας Υόρκης κ. ά). Πρόκειται για την επιτομή της αμερικανικής κοινωνίας κατά τη δεκαετία του ’60, με τις ραγδαίες μεταβολές και τις εσωτερικές αναταραχές, λόγω του πολέμου του Βιετνάμ – ίσως το πιο πολιτικό βιβλίο του Ροθ. Ο Ροθ, με ρεαλιστική γραφή, χτίζει σελίδα τη σελίδα το τραγικό πορτρέτο του Εβραίου Σιμούρ Λιβόβ, του «Σουηδού» (πρότυπο του επιτυχημένου Αμερικανού – φυσική ευγένεια, ήθος, παλιός πρωταθλητής μπέιζμπολ, ευφυΐα κτλ.), με πολλές συγγραφικές επιστρώσεις και επίπεδα. Λεπτή ειρωνεία, πύκνωση λόγου και, εν κατακλείδι, καφκικού τύπου αδιέξοδο. Ένα ηχηρό χαστούκι στο Αμερικανικό θαύμα που, ως ιδεολόγημα, κυριαρχούσε τότε στην αμερικανική ήπειρο.

Στο Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή (1998, Πόλις, 2000) επιστρέφουμε μια δεκαετία νωρίτερα, στα σκοτεινά χρόνια του μακαρθισμού. Ένας πρώην εργάτης, ιδεολόγος κομμουνιστής που εξελίσσεται σε δημοφιλή ηθοποιό, καταντά με ρημαγμένη ζωή, άνεργος, δίχως υπόληψη. Μια καταγγελία της γυναίκας του ότι ασκεί κατασκοπία υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης, μετατρέπει τη ζωή του σε εθνικό σκάνδαλο. Πολιτική παρωδία, γραμμένη με ενάργεια, σαρκασμό και άφθονο χιούμορ.

Στο Το ανθρώπινο στίγμα (2000, Πόλις, 2013, μτφρ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου) μεταφερόμαστε στην εποχή που ξεσπά το σκάνδαλο Κλίντον-Λεβίνσκι. Ο πουριτανισμός και η πολιτική ορθότητα κυριαρχούν στην πολιτική και πνευματική ζωή της χώρας. Ο βασικός ήρωας –καθηγητής κλασικών σπουδών που συκοφαντήθηκε για ρατσιστική συμπεριφορά και, παραιτημένος από την εργασία του, ζει πλέον μοναχικά– σχετίζεται με νεώτερή του, ερωτική γυναίκα, φαινομενικά «κατώτερή» του, που καταδιώκεται από τον μανιακό πρώην σύζυγό της, βετεράνο του Βιετνάμ, που δεν την αφήνει σε χλωρό κλαρί. Ένα πολυδιάστατο μυθιστόρημα που παίζει σε πολλά ταμπλό: Ανθρώπινες σχέσεις, έρωτας, πολιτική ορθότητα, Βιετνάμ, επικαιρότητα, πανεπιστήμιο – από τις κορυφαίες στιγμές του Ροθ.

Η «αμερικανική τριλογία» του Ροθ κάλλιστα θα μπορούσε να ονομαστεί και «πολιτική» τριλογία, αφού τα βιβλία αυτά αποτελούν τομή στον πολιτικό χάρτη των Η.Π.Α., αναδεικνύοντας τις ψευδαισθήσεις, τον παραλογισμό και τη ρευστότητα της αμερικανικής κοινωνίας. Στα πολιτικά βιβλία του Ροθ, με έντονη έμφαση στα αδιέξοδα του εβραϊσμού, μπορεί να ενταχθεί και το βιβλίο Επιχείρηση Σάυλωκ (1993, Πόλις, 2001, μτφρ. Σπύρος Βρετός), ένα βιβλίο όπου η αραβοϊσραηλινή διένεξη αντιδιαστέλλεται αριστοτεχνικά με το Ολοκαύτωμα.

 

 

Σάμπαθ και, πάλι, Κέπες

 

Το 1995 τυπώνεται στην Αμερική ένα σημαντικό βιβλίο του Ροθ, Το θέατρο του Σάμπαθ (Χατζηνικολή, 1998, μτφρ. Ανδρέας Βαχλιώτης, επαν. Πόλις, 2013). Αρκετοί κριτικοί το θεωρούν κορυφαία στιγμή του Ροθ – ο Ηλίας Μαγκλίνης (από τους συνεπέστερους και εγκυρότερους μελετητές –και μεταφραστής– του Ροθ στην Ελλάδα), πρόσφατα, το τοποθέτησε πρώτο στην καλύτερη, κατά τη γνώμη του, δεκάδα μυθιστορημάτων του Ροθ4. [Στο σημείο αυτό ν’ ανοίξω μια μικρή παρένθεση σχολιάζοντας το εκδοτικό πρωθύστερο5 που συμβαίνει στην Ελλάδα με τα βιβλία του Ροθ – κάτι που, φυσικά, δεν έχει επικριτικό χαρακτήρα για τις εκδόσεις Πόλις, που χάρη σ’ αυτές έχουμε το σύνολο του λογοτεχνικού έργου του Ροθ στη χώρα μας και απολαμβάνουμε τη γραφή του. Για διάφορους λόγους (εμπορικούς, οικονομικούς, αξιολόγησης βιβλίων, δικαιωμάτων κτλ.) έχουν μεταφραστεί παλιότερα βιβλία του Ροθ στην αρχή, μετά τα κορυφαία του, κατόπιν τα τελευταία του (εξίσου κορυφαία) και κάποια στιγμή τα σχεδόν πρωτόλειά του. Αυτό, μοιραία, δημιουργεί μια μικρή σύγχυση στην πρόσληψη του έργου του από έναν όχι ιδιαίτερα μυημένο αναγνώστη και στην αξιολόγηση εκ μέρους του αναφορικά με το συνολικό του έργο, που, οι περισσότεροι, το γνωρίζουν αποσπασματικά. Κλείνει η παρένθεση]. Επιστρέφω στο Το θέατρο του Σάμπαθ. Πρόκειται, ομολογουμένως, για ένα σπαραχτικό, πολυσέλιδο μυθιστόρημα, που επαινέθηκε από την κριτική. Αχαλίνωτη λαγνεία, σάτιρα επικών διαστάσεων, τραγικά προσωπικά αδιέξοδα, αρθρίτιδα και υπέρταση, και ο εξηνταπεντάχρονος Μίκυ Σάμπαθ, μετά τον θάνατο της Κροάτισσας ερωμένης του, της Ντρέγκα, από καρκίνο, έρχεται αντιμέτωπος με τα φαντάσματα του παρελθόντος, οδηγούμενος στον παραλογισμό και στην τρέλα. Κορυφαία ερωτική στιγμή ο αυνανισμός του Σάμπαθ πάνω στο μνήμα της πρώην ερωμένης του, που τον διεγείρει ακόμη και πεθαμένη. Το τέλος ευφάνταστο, λυτρωτικό, παιγνιώδες, αστείο μέσα στην τραγικότητά του. Σπουδαία στιγμή του Ροθ, αλλά όχι η κορυφαία, κατά την ταπεινή μου γνώμη.

Με το βιβλίο Το ζώο που ξεψυχά (2001, Πόλις, 2002, μτφρ. Γιώργος Τσακνιάς) ξεκινά η τετραλογία της θνητότητας, των παθήσεων και του άγχους του θανάτου6. Ολοκληρώνεται και ο κύκλος του καθηγητή Ντέιβιντ Κέπες, που, εδώ, ζει εργένικα, έχοντας συχνά ερωτικές επαφές με φοιτήτριές του. Σεξ και αισθητική, τα μόνα ενδιαφέροντα του χειραφετημένου εξηνταδυάχρονου. Γνωρίζοντας την εικοσιτετράχρονη Κουβανή Κονσουέλα την ερωτεύεται απόλυτα. Από το σφριγηλό υγιές σώμα της, μέχρι το ταλαιπωρημένο από τον καρκίνο ίδιο σώμα, και τα δύο παραμένουν για τον Κέπες αντικείμενα ηδονής. Ο Ροθ, μ’ αυτή τη συστάδα των βιβλίων του, αρχίζει να μας εξοικειώνει με την ιδέα του θανάτου.

Πριν τη συνέχιση και την ολοκλήρωση της «τετραλογίας της θνητότητας» από τον Ροθ, μεσολαβεί άλλο ένα σημαντικό βιβλίο του, το Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής (2004, Πόλις, 2007, μτφρ. Ηλίας Μαγκλίνης). Πρόκειται για μια σκοτεινή, πολιτική αλληγορία για τη σύγχρονη Αμερική, που ξεκινά από το υποθετικό σενάριο πως τις εκλογές του ’40 στην Αμερική δεν θα τις κέρδιζε ο Ρούσβελτ, αλλά ο Ρεμπουμπλικάνος, αντισημίτης και προσωπικός φίλος του Χίτλερ, Τσαρλς Λίντμπεργκ. Μια οικογένεια της Αμερικής, οι Ροθ, θα βρεθούν στο μάτι του κυκλώνα στην υλοποίηση αυτού του φανταστικού σεναρίου. Ο Ροθ, που, κατά δήλωσή του, δεν ψήφισε ποτέ του Ρεμπουμπλικανούς7, και του οποίου πολλές σελίδες αρκετών του βιβλίων βασίζονται στη δημιουργική αναρώτηση «τι θα συνέβαινε αν…;» που συνήθιζε να κάνει (Νέμεσις, Αγανάκτηση, Αμερικανικό ειδύλλιο κτλ.), πίστευε πως μ’ αυτό το δυστοπικό του πόνημα, έβαλε ένα λιθαράκι στο να μην εκτροχιαστεί η Αμερική και να παραμείνει, έτσι, για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε δημοκρατική τροχιά. Ξόρκιζε, τρόπον τινά, το κακό με τη γραφή του. Η εκλογή και τα πρόσφατα έργα και ημέρες του Τραμπ, πιστεύω πως θα τον κατέθλιψαν βαθύτατα.

 

 

Η ολοκλήρωση της «τετραλογίας της θνητότητας» και το κύκνειο άσμα του Ροθ

 

Ο τίτλος του ολιγοσέλιδου μυθιστορήματος του Ροθ Καθένας (2006, Πόλις, 2006, μτφρ. Αχιλλέας Κυριακίδης) είναι παρμένος από τον βρετανικό στίχο The summoning of everyman, που σημαίνει «η κλήτευση του καθενός». Όλοι μας, δηλαδή, θα καλεστούμε κάποια στιγμή από τον θάνατο για να εκθέσουμε τα πεπραγμένα μας σ’ αυτόν τον κόσμο. Ο ήρωας, εδώ, μένει μόνος του, οι τρεις γυναίκες της ζωής του τον έχουν εγκαταλείψει, οι φίλοι γερνάνε και πεθαίνουν και ο ίδιος αγωνίζεται να γλιτώσει από τον φόβο του θανάτου. Απώλειες, οδύνη, τύψεις, το φθαρτό ανθρώπινο σώμα – η μεγάλη αλήθεια της ζωής. Ένα μικρό, περιεκτικό, ευθύβολο, στοχαστικό διαμαντάκι. Τρία χρόνια μετά η «τετραλογία της θνητότητας» θα συνεχιστεί με την Ταπείνωση (2009, Πόλις, 2010, μτφρ. Κατερίνα Σχινά)8. Συγγραφική κόπωση του Ροθ; Δεν θα το έλεγα. Πυκνογραμμένη νουβέλα για το τέλος των πραγμάτων, του έρωτα, των φιλοδοξιών και της ζωής. Ένας εξηνταπεντάρης ηθοποιός χάνει το ταλέντο του. Μια πρώην λεσβία, η Πεγκήιν (κόρη ενός φιλικού του ζευγαριού) θα συνάψει σχέση μαζί του. Προς στιγμή όλα πηγαίνουν καλά. Μέχρις ότου… Το ταλέντο έχει ημερομηνία λήξης, μας θυμίζει ο Ροθ. Και τους μεγαλύτερους ρόλους –εκτός θεάτρου– τους γράφει η ίδια η ζωή.

Κάνοντας κι εγώ ένα πρωθύστερο στη βιβλιογραφία του Ροθ, θα γυρίσω σε δύο, τυπωμένα προ της Ταπείνωσης, βιβλία του. Φεύγει το φάντασμα (2007, Πόλις, 2009, μτφρ. Κατερίνα Σχινά) και Αγανάκτηση (2008, Πόλις, 2009, μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου). Στο πρώτο ο Νέιθαν Ζούκερμαν ξαναγυρίζει στη Νέα Υόρκη, απ’ όπου είχε φύγει πριν από ένδεκα χρόνια. Έχει επικεντρωθεί τώρα στο γράψιμο. Τρεις συναντήσεις θα διαρρήξουν τον ιστό της μοναξιάς του. Με ένα νεαρό ζευγάρι, με την Έιμι Μπελέτ και μ’ έναν επίδοξο βιογράφο του συγγραφέα Λόνοφ, που ο Ζούκερμαν θαυμάζει. Εντυπωσιάζει και διεγείρει τον αναγνώστη του βιβλίου η απεγνωσμένη προσπάθεια ενός εβδομηνταδυάχρονου να κρατηθεί στη ζωή ερωτικά, μέσω μιας εικοσιεξάχρονης μούσας. Ο Ροθ, εδώ, αποχαιρετά ένα ακόμη λογοτεχνικό προσωπείο του, αλλά συνειδητοποιεί με τραγικό τρόπο τη φθαρτότητα και το γήρας του δικού του σώματος. Η Αγανάκτηση (29ο κατά σειρά βιβλίο του Ροθ) δεν εντάσσεται στην «τετραλογία της θνητότητας». Είναι όμως ένα πολυεπίπεδο και σφιχτό μυθιστόρημα, με βασικό ήρωα τον Μάρκους Μέσνερ. Παρακολουθούμε, μέσα από το ψυχορράγημα του ήρωα, σε φλας μπακ, τα νεανικά και φοιτητικά χρόνια του ήρωα, μέχρι την ενηλικίωσή του. Ο Ροθ, εδώ, μας αποκαλύπτει σε όλο της το μεγαλείο την αυτοκρατορία του απρόοπτου. Ένα μυθιστόρημα με πολλές πτυχές και διαστάσεις (όπως και Το ανθρώπινο στίγμα), ένας ύμνος στην αδυναμία του ανθρώπου να συγκρουστεί με τις τρομαχτικές συγκυρίες της ζωής. Παράλληλα και μία εύγλωττη απόδειξη τού πώς ένας ευάλωτος άνθρωπος μπορεί να συνθλιφτεί από ένα ολόκληρο σύστημα αξιών. Ο Μάρκους πρόσωπο σχεδόν ισάξια τραγικό με τον Σιμούρ Λιβόβ του Αμερικανικού ειδυλλίου – από τους πιο πειστικούς ανδρικούς χαρακτήρες που σμίλεψε ο  Ροθ με τη γραφή του.

Ο συγγραφικός κύκλος του Ροθ ολοκληρώνεται με το Νέμεσις (2010, Πόλις, 2011, μτφρ. Κατερίνα Σχινά). Μ’ αυτό το μυθιστόρημα κλείνει και η «τετραλογία της θνητότητας». Νιούαρκ, καλοκαίρι του ’44, επιδημία πολιομυελίτιδας, φόβος για τις συνέπειες του λοιμού, υστερία, πανικός, οργή, τρόμος. Άνθρωποι με τις καλύτερες προθέσεις στη ζωή τους ισοπεδώνονται από τη δύναμη των περιστάσεων. Ο ήρωας του στόρι, Μπάκυ, κάπου συναντιέται στην τραγικότητα της ζωής του με τους Λιβόβ και Μάρκους, των παλαιότερων βιβλίων του Ροθ. Πολυδιάστατο μυθιστόρημα όπου θίγονται ζητήματα όπως: Ο ρόλος του Θείου, το ανθρώπινο πεπρωμένο, η τύχη, οι ενοχές, ο αντισημιτισμός των Αμερικάνων, η ταύτιση του εγώ με τα δεινά και τις συμφορές που ξεσπούν. Το βιβλίο θα μπορούσε να αποτελέσει μια άκρως εντυπωσιακή απόσυρση του Ροθ από τη συγγραφική σκηνή, αλλά η υπερβολική και σχολαστική ανάλυση προσωπικότητας που γίνεται στον ήρωα, διά στόματος Άρνολντ, (τρίτη ενότητα), απονευρώνει, προς το τέλος, την ένταση και τη μαγεία που είχε δημιουργηθεί στις προηγούμενες σελίδες9.

 

 

Απομνημονεύματα, αυτοβιογραφικά και πάρεργα

 

Κρατώ, γι’ αυτήν την τελευταία συστάδα των βιβλίων του Ροθ, τα εξής βιβλία του: Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους (1976, Πόλις, 2014, μτφρ. Κατερίνα Σχινά), Τα γεγονότα: η αυτοβιογραφία ενός μυθιστοριογράφου (1988, Πόλις, 2017, μτφρ. Κατερίνα Σχινά), Κουβέντες του σιναφιού (2001, Πόλις, 2004, μτφρ. Κατερίνα Σχινά) και Πατρική κληρονομιά: μια αληθινή ιστορία (1991, Χατζηνικολή, 1997, μτφρ. Τάκης Κιρκής, επαν. Πόλις, 2012).

Στο Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους θα συναντήσουμε δοκίμια, άρθρα και συνεντεύξεις του Ροθ, που καλύπτουν τα πρώτα 25 χρόνια (δηλαδή ακριβώς τα μισά) της συγγραφικής του σταδιοδρομίας. Κείμενα για το μπέιζμπολ, την πολιτική, τους Αμερικανοεβραίους, το μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα, για τη μεγάλη συγγραφική του αγάπη που ακούει στο όνομα Φραντς Κάφκα, για το ερωτικό στοιχείο των βιβλίων του.

Στο Τα γεγονότα ο Ροθ ανταλλάσει επιστολές με τον… Ζούκερμαν, σ’ ένα παιχνίδι όπου μετέχει ο δημιουργός και το μυθιστορηματικό του (ένα από όλα) προσωπείο. Πέντε επεισόδια από τη ζωή του Ροθ αφηγούμενα με ελκυστικό τρόπο από τον συγγραφέα. Το βιβλίο αφορά την αντισυμβατική αυτοβιογραφία του συγγραφέα, θίγοντας ζητήματα επάρκειας και ακεραιότητας του συγγραφέα και υπονομεύοντας παράλληλα τη γνησιότητα του λογοτεχνικού είδους της αυτοβιογραφίας.

Στο Κουβέντες του σιναφιού, ο Ροθ συναντά και συνομιλεί με συγγραφείς που εκτιμά, και των οποίων το έργο αποδέχεται. Πρίμο Λέβι, Άαρον Άπελφελντ, Ιβάν Κλίμα, Μίλαν Κούντερα, Σάουλ Μπέλοου, Μπέρναρντ Μάλαμουντ και κάποιοι ακόμη παρελαύνουν από τις σελίδες του.

Κλείνω την περιδιάβασή μου στο συνολικό έργο του Φίλιπ Ροθ με ένα συγκλονιστικό βιβλίο, που με συγκίνησε ιδιαίτερα, το αμιγώς αυτοβιογραφικό Πατρική κληρονομιά10. Εδώ περιγράφεται η περιπέτεια υγείας και τελικώς ο θάνατος του υπερήλικα πατέρα του Ροθ, από όγκο στον εγκέφαλο. Πρόκειται για μια ανατομή του αρχετυπικού πατρικού συμβόλου, ένα περίτεχνο λεπτομερέστατο σκιτσάρισμα του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του Χέρμαν Ροθ, αλλά και της σχέσης του με τον γιο συγγραφέα. Το μυθιστόρημα ανακηρύχτηκε το 1993 από το περιοδικό TIME ως το καλύτερο βιβλίο στην κατηγορία της μη μυθοπλαστικής πεζογραφίας.

 

 

Ενδιαφέρουσες πτυχές μας γραφής του Φίλιπ Ροθ

 

Στο έργο του Ροθ θα συναντήσουμε στοιχεία της γραφής του που, υπό στιλ εμμονών ή ακόμη και αφηγηματικών στερεοτύπων, επανέρχονται από βιβλίο σε βιβλίο. Μια απ’ αυτές τις πτυχές, ίσως η σημαντικότερη και η πιο ενδιαφέρουσα, είναι η έννοια της εβραϊκότητας και η θέση που παίρνει ο Ροθ απέναντι στους ομοθρήσκους του. Ο Ροθ, άθεος κατά δήλωσή του, από το πρώτο του ήδη βιβλίο είναι καυστικός και σαρκαστικός με τους Εβραίους. Η συνολική του αναφορά σ’ αυτό που λέμε εβραϊκότητα καλύπτεται από μια ευμεγέθη καμπύλη που ξεκινά από την πιο αθώα καταγραφή και αποτύπωση των εβραϊκών εθίμων, των εβραϊκών φαγητών και της εβραϊκής οικογένειας, και φτάνει μέχρι την πιο ακραία υπονόμευσή της. Την εποχή που το Ολοκαύτωμα ως σύμβολο θυσίας ενός λαού κι ενός έθνους κυριαρχούσε (και κυριαρχεί) στις συνειδήσεις όλων των σκεπτόμενων και ευαίσθητων ανθρώπων του πλανήτη, ο Ροθ (όπως και ο Γούντι Άλεν στις ταινίες του) καυτηρίαζε τις εμμονές των ομοθρήσκων του, με κίνδυνο να χαρακτηριστεί (όπως άλλωστε συνέβη) πολιτικά μη ορθός συγγραφέας. Αυτό, σε συνδυασμό με την εμμονή του στους ανδρικούς χαρακτήρες-πρωταγωνιστές των βιβλίων του (οι γυναίκες, σχεδόν πάντα, είχαν υποδεέστερη θέση στις εκάστοτε αφηγήσεις του) ίσως του στέρησαν κάποιο βραβείο Νομπέλ, που το δικαιούνταν, και με το παραπάνω, και που –ασχέτως αν δήλωνε πως δεν τον ενδιέφεραν τα βραβεία– το επιθυμούσε διακαώς. Στις σπαρταριστές και απολαυστικότερες στιγμές σαρκασμού και υπονόμευσης της εβραϊκότητας, θα θυμηθώ, επιλεκτικά, τον ρατσισμό των Εβραίων του Νιούαρκ στο Νέμεσις, που εναρμονισμένοι με τον πανικό και τον φόβο των Αμερικανών στην επιδημία πολιομυελίτιδας που ξέσπασε το καλοκαίρι του ’44, κραύγαζαν υστερικά: «Αυτή η αρρώστια σκοτώνει όμορφα εβραιόπουλα!», τον καταπληκτικό διάλογο της Ντόουν με τον Εβραίο πεθερό της (πατέρα του Σιμούρ Λιβόβ) στην πρώτη τους γνωριμία, όπου ο γέρος Λιβόβ στην κυριολεξία παζάρευε τις γιορτές για το μελλοντικό εγγόνι του με την, υπό δοκιμή, καθολική νύφη του (Αμερικανικό ειδύλλιο), τον απολαυστικό, απόλυτο, γκρινιάρη και συχνά αμφίθυμο ογδονταεξάχρονο Εβραίο πατέρα του, στο Πατρική κληρονομιά, που ωστόσο, παρά τις αναποδιές του χαρακτήρα του, ο Ροθ με την πένα του τον ανέδειξε σε λογοτεχνικό ήρωα πρώτης γραμμής, φυσικά τους ποικίλους αυνανισμούς, τη σεξουαλική εμμονή και τη βωμολοχία του Εβραίου Πόρτνοϊ (Το σύνδρομο του Πόρτνοϊ), αλλά και τις σκέψεις του Ροθ για το πώς προσεύχονται οι Εβραίοι στο Τείχος των δακρύων, στο Αντιζωή. Ωστόσο, σε πολλά διηγήματα απ’ το Αντίο, Κολόμπους, η ματιά του Ροθ είναι τρυφερή και διόλου επικριτική στους ομοθρήσκους του, κάτι που έκανε τη Σώτη Τριανταφύλλου, στο επίμετρο του συγκεκριμένου βιβλίου, αναλύοντας τα κείμενα να διατυπώσει εύστοχα την παρακάτω θέση: «Ο Φίλιπ Ροθ, παρά τις κατηγορίες που εξαπέλυσαν εναντίον του οι σιωνιστές, φαίνεται να υπερασπίζεται την πίστη και τις εβραϊκές ρίζες»11.

Άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή του έργου του Ροθ είναι η θέση της γυναίκας στα βιβλία του. Μόνο σ’ ένα μυθιστόρημά του (Τότε που ήταν καλό κορίτσι) υπάρχει γυναικείο πρόσωπο που να σηκώνει το βάρος της βασικής πρωταγωνίστριας, κι αυτή είναι η Λούσι Νέλσον, μια διφορούμενη και μυστηριώδης ύπαρξη που οδηγεί τη σχέση της με τον Ρόι Μπάσαρτ στην καταστροφή, έχοντας την τάση, ως γνήσια καθολική, να κάνει πάντα το «καλό», το κατ’ επίφαση δηλαδή καλό που τελικώς αποδεικνύεται θανάσιμα καταστροφικό. Βέβαια, σε πάρα πολλά βιβλία του Ροθ υπάρχουν εξαιρετικές σκιαγραφήσεις γυναικείων πορτρέτων, έστω κι αν ο ρόλος τους είναι αμφίσημος ή αρνητικός και προκαλούν φθορά και καταστροφή στον κυρίως ήρωα του στόρι. Πολλές απ’ αυτές τις γυναίκες είναι πρότυπα δοτικότητας, σεξουαλικότητας και αισθησιασμού. Πάλι επιλεκτικά θα θυμηθώ την Κροάτισσα ερωμένη του Σάμπαθ, την Ντρέγκα (Το θέατρο του Σάμπαθ), τη λεσβία Πεγκήιν που ξελογιάζει τον ηθοποιό Σάιμον Άξλερ, αφήνοντάς τον, εντέλει, στα κρύα του λουτρού και οδηγώντας τον στα έσχατα όρια της ταπείνωσης (Η ταπείνωση), τα δύο γυναικεία πρόσωπα του Αμερικανικού ειδυλλίου, τη ματαιόδοξη και άπιστη Ντόουν (πρώην βασίλισσα της ομορφιάς, καθολική, με ιρλανδέζικες ρίζες) και την κόρη της Μέρι (το τραυλό κορίτσι, που στα δεκάξι του γίνεται βομβίστρια αντιδρώντας κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, και, κατόπιν, ζαϊνίστρια), αλλά ιδίως τη φοιτήτρια Κονσουέλα, μέσω της οποίας σκιαγραφείται αριστοτεχνικά από τον Ροθ ένα γνήσιο, ολοκληρωμένο, αρχετυπικό γυναικείο πορτρέτο που συνδυάζει τον ερωτισμό με έναν ήρεμο παιδιάστικο συναισθηματισμό – ένα μίγμα σεξουαλικότητας και παραδοσιακής κουβανέζικης απλότητας (Το ζώο που ξεψυχά). Μισογύνης και φαλλοκράτης, λοιπόν, ο Ροθ; Θα πω «όχι». Η θέση αυτή τον αδικεί κατάφορα και ακυρώνει, εν μέρει, το τεράστιο έργο του. Μάλλον υπέρμετρα ειλικρινής στον ερωτικό τομέα, που βλέπει τα πράγματα από την αντρική σκοπιά – ο ίδιος σε συνέντευξή του δήλωσε πως δεν χαρίστηκε στο φύλο του. Ωραία κάνει, επί του θέματος, τον διαχωρισμό ο δημοσιογράφος Μιχάλης Τσιντσίνης, σε άρθρο του στην Καθημερινή: «οι άνδρες του Ροθ είναι μάλλον φαλλοπαθή όντα κι όχι φαλλοκρατικά».12 Ο Ροθ τσάκωσε τους αρσενικούς-θηρευτές ήρωές του στην πιο λάγνα στιγμή της ζωής τους, βάζοντας τις γυναίκες (στη θέση του θηράματος πάντα, ποτέ του αντικειμένου) να υποκύπτουν στις ορέξεις τους, συχνά κουμαντάρνοντάς τους και αναστατώνοντάς τους ακόμη και από τον τάφο (Κονσουέλα, Ντρέγκα). Απέχει πολύ η μυθοπλασία του Ροθ, σ’ αυτόν τον τομέα, από την πραγματική ζωή; Ας απαντήσει κανείς με ειλικρίνεια στο ερώτημα αυτό, βάζοντας το χέρι στο μέρος της καρδιάς. Πάντως, ακόμη κι αν όλο αυτό εμπεριέχει σπέρματα μισογυνισμού, ο Ροθ δεν είναι περισσότερο μισογύνης από ό,τι ένας Σάουλ Μπελόου ή ένας Χένρι Μίλερ. Ούτε από τον Μπουκόφσκι, τον Γκουτιέρες, τον Κάρβερ και τον Τσίβερ – τα ιερά τέρατα του «βρόμικου ρεαλισμού», με τους οποίους, εν μέρει, και ο ίδιος συγγενεύει συγγραφικά.13

Μια εξίσου σπουδαία πτυχή στο έργο του Ροθ, η πιο βαθιά, η πιο τραγική, η πιο υπαρξιακή, η πιο επώδυνη, έχει να κάνει με τις παθήσεις του σώματος και της ψυχής και την αγωνία του θανάτου. Δεν υπάρχει βιβλίο του Ροθ στο οποίο ο πρωταγωνιστής (ή οι δευτεραγωνιστές, στη χείριστη περίπτωση) να μην ταλανίζεται από κάποια, ανίατη συνήθως, πάθηση. Καταθέτω κάποια ελάχιστα αλλά χτυπητά παραδείγματα: Ο Άξλερ νοσηλεύεται σε ειδική κλινική για αποθεραπεία από την κατάθλιψη – αυτή τελικώς θα τον οδηγήσει στο απονενοημένο διάβημα (Η ταπείνωση). Η πολιομυελίτιδα κυριαρχεί και χτυπά την κατασκήνωση, ενώ ο ήρωας Μπάκυ, προς το τέλος, συναντιέται με τον Άρνολντ Μέσνικοφ, θύμα πολιομυελίτιδας (Αγανάκτηση). Ο Σιμούρ Λιβόβ ψυχαναλύεται και ζει τα τελευταία χρόνια της ζωής του με κατάθλιψη (Αμερικανικό ειδύλλιο). Ο Ντέιβιντ Άλαν Κέπες (Το βυζί) παθαίνει ορμονική μετάλλαξη. Ψυχαναλύεται στην κλινική για να αποδεχθεί το συμβάν. Η Κονσουέλα (Το ζώο που ξεψυχά) πεθαίνει από καρκίνο του μαστού. Ο Χέρμαν Ροθ, ο πατέρας του Ροθ, βασικός πρωταγωνιστής στο Πατρική κληρονομιά, πεθαίνει από όγκο στον εγκέφαλο. Ο Νέιθαν Ζούκερμαν, ύστερα από εγχείριση στον προστάτη, αποδυναμώνεται σεξουαλικά και προσπαθεί να επανακάμψει προσεγγίζοντας νεαρή γυναίκα (Φεύγει το φάντασμα). Ο λάγνος μαριονετίστας Μίκυ Σάμπαθ είναι υπερτασικός, αρθροπαθής και μανιοκαταθλιπτικός, ενώ η ερωμένη του Ντρέγκα πεθαίνει από καρκίνο στις ωοθήκες και η πρώην γυναίκα του, η Ροζάνα, νοσηλεύεται σε κέντρο αποκατάστασης αλκοολικών (Το θέατρο του Σάμπαθ). Στο Αντιζωή ο βασικός ήρωας πάσχει από ασυμπτωματική καρδιοπάθεια, η θεραπεία της οποίας, με φαρμακευτική αγωγή, τού προκαλεί στυτική δυσλειτουργία. Κι άλλα, και τόσα άλλα… Οι παθήσεις του σώματος και της ψυχής αποτελούν το μέσο, είναι το όχημα που θα οδηγήσουν συχνά τους ήρωες στον τάφο (αυτοκτονία ή θάνατος), και τους εναπομείναντες ζώντες ήρωες στην πιο βαθιά αυτογνωσία. Και οι αναγνώστες, μέσω αυτών, αποκομίζουν, χάρη στην πένα του Ροθ, το πιο σημαντικό και ουσιώδες: Την εξοικείωσή τους με τη ζοφερή ιδέα του θανάτου.

Θα μπορούσα να αναφερθώ σε δεκάδες άλλες σημαντικές πτυχές αναφορικά με το έργο του Ροθ, όμως για λόγους οικονομίας θα σταθώ μόνο επιγραμματικά σε κάποιες εξ αυτών: Αμερικανικό όνειρο που κατεδαφίζεται στις συνειδήσεις των αμερικανών πολιτών, η πολιτική και οι πολιτικοί των Η.Π.Α., ο πόλεμος του Βιετνάμ και οι συνέπειες στην ψυχοσύνθεση των πολιτών και στο συλλογικό ασυνείδητο, το campus novel, οι σχέσεις των πανεπιστημιακών με τις φοιτήτριές τους στα αμερικανικά πανεπιστήμια, η πολιτική ορθότητα μιας υποκριτικής κοινωνίας, η ενηλικίωση, ο τρόπος που χτίζονται οι ανδρικοί χαρακτήρες στα βιβλία του, οι σχέσεις Εβραίων με χριστιανούς ή Εβραίων με καθολικούς, το μπέιζμπολ, η βαθιά πνευματική σχέση του Ροθ με τον Κάφκα (αναφορές στη συλλογή δοκιμίων Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους), η καλλιτεχνική ώσμωση Γούντι Άλεν και Ροθ, η πιστότητα ή όχι της μεταφοράς των μυθιστορημάτων του Ροθ στον κινηματογράφο, το πώς η μικροϊστορία των καθημερινών ανθρώπων επηρεάζει και διαμορφώνει τη μεγάλη Ιστορία των λαών και των τόπων, το Νιούαρκ ως αφηγηματικός τόπος και ως συγγραφική εμμονή σε πολλά βιβλία του Ροθ, και πολλά άλλα. Όμως, επί του παρόντος, σταματώ εδώ, προχωρώντας στην άποψη του κορυφαίου κριτικού Χάρολντ Μπλουμ για το έργο του Ροθ.

 

 

Σχόλια του Χάρολντ Μπλουμ για έργα του Ροθ

 

Βαρύνουσα σημασία για το έργο του Φίλιπ Ροθ έχει η άποψη του διάσημου κριτικού λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ, που πέθανε πρόσφατα (2019). Ο Μπλουμ συγκαταλέγει τον Ροθ (μαζί με τον Κόρμαν Μακάρθυ) στους σαιξπηρικούς μυθιστοριογράφους που πλάθουν χαρακτήρες που αλλάζουν (Χάρολντ Μπλουμ, Πώς και γιατί διαβάζουμε, εκδ. Τυπωθήτω, μτφρ. Κατερίνα Ταβαρτζόγλου, σ. 207). Ο τίτλος αυτός, «σαιξπηρικός μυθιστοριογράφος», θωρείται ιδιαίτερα κολακευτικός για τον Αμερικανό συγγραφέα, αν συνυπολογίσουμε πως ο Μπλουμ θεωρεί τον Σαίξπηρ μεταξύ των βασικών θεμελιωτών του Δυτικού Κανόνα, δηλαδή μεταξύ των κορυφαίων (ίσως ο κορυφαίος) όλων των εποχών στη λογοτεχνία, και κάθε επίδρασή του σε νεότερους συγγραφείς αποτελεί από μόνη της έγκυρη απόδειξη της αξίας τους.

Στη σ. 241 του ίδιου βιβλίου ο Μπλουμ κάνει λόγο για τους προβληματισμούς του αναφορικά με την ανανέωση του μυθιστορήματος, ύστερα από συζητήσεις του με τον Ροθ, που τον θεωρούσε σημαντικότατο μυθιστοριογράφο. Η κοινή τους θέση ήταν πως το αναγνωστικό κοινό του μυθιστορήματος δεν ανανεώνεται και ενδεχομένως να εκπνεύσει μετά τη δεύτερη χιλιετία.

Από τα βιβλία του Ροθ ο Μπλουμ έχει αποφανθεί πως εκτιμά ιδιαίτερα τον Ζούκερμαν Δεσμώτη, Το θέατρο του Σάμπαθ και το Αμερικανικό ειδύλλιο. Στις Συνοπτικές Παρατηρήσεις για τα μυθιστορήματα (σ. 332) ο Μπλουμ σχολιάζει πως μεγάλα μυθιστορήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας δεν έχουν πρόθεση να μας διδάξουν πώς πρέπει να ζήσουμε ή τι να κάνουμε. Στο σημείο αυτό, μαζί με τον Υπόγειο κόσμο του Ντον ΝτεΛίλο, στέκεται στον όλεθρο και στην καταστροφή του Θέατρου του Σάμπαθ που το αξιολογεί ως εξαιρετικό, ενώ το Αμερικανικό ειδύλλιο το αποκαλεί σπαρακτικό. Και τα δύο αυτά βιβλία τα εντάσσει στα μετα-μελβίλεια αποκαλυπτικά μυθιστορήματα, που ωστόσο γίνονται ή είναι «τόσο δύσκολα και τόσο αρνητικά στους οραματισμούς τους». Για να καταλήξει τον συλλογισμό του πως «η αρνητικότητα προσφέρει την κάθαρση, μα δεν είναι ανέξοδη, το κόστος του μηδενισμού πάντα τη συνοδεύει». Εν ολίγοις, καταλήγει ο Μπλουμ, η σπουδαία λογοτεχνία –εν προκειμένω η αμερικανική μυθιστοριογραφία– είναι δύσκολη λογοτεχνία και ο αναγνώστης, διαβάζοντάς την, δεν αποκομίζει απαραιτήτως χαρά.

Είναι ιδιαιτέρως τιμητικό για τον Φίλιπ Ροθ που ένας κριτικός της εμβέλειας και του κύρους του Χάρολντ Μπλουμ, που τα κριτικά του βιβλία και ο Δυτικός Κανόνας βασίζονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία σε πεθαμένους συγγραφείς, έχει τόσες αναφορές σε έργα του Ροθ, όσο εκείνος ήταν ακόμη εν ζωή. Κατά δήλωσή του, μάλιστα, Φίλιπ Ροθ, Τόμας Πίντσον, Ντον Ντελίλο και Κόρμακ ΜακΚάρθυ υπήρξαν οι τέσσερις μείζονες συγγραφείς της εποχής τους. Γενικά ο Ροθ υπήρξε ένας συγγραφέας που ο Μπλουμ εκτιμούσε απεριόριστα και τον ενδιέφερε η γνώμη του για γενικότερα ζητήματα λογοτεχνίας.

 

 

Σταχυολόγηση από αφιερώματα στον Τύπο, επ’ αφορμή την αποδημία του Ροθ

 

Θα ανέμενε κανείς η είδηση της αποδημίας του Φίλιπ Ροθ να αποτυπωθεί σε περισσότερα αφιερώματα για τον ίδιο και το έργο του, αφού τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν μετά τις 22 Μαΐου ήταν λίγα, αναφορικά με το συγγραφικό του εκτόπισμα. Οι εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, πάντως, στα κυριακάτικα έντυπά τους, τίμησαν τη μνήμη του Αμερικανού συγγραφέα με άκρως ενδιαφέρουσες σελίδες:

Στο ΤΟ ΒΗΜΑ-βιβλία14, ο Φίλιπ Ροθ μιλάει, σε δισέλιδο αφιέρωμα, σε πρώτο πρόσωπο, για όλους και για όλα: Για τα παιδικά του χρόνια, την οικογένεια, την εβραϊκή κληρονομιά, τη συγγραφική αβεβαιότητα, το σεξ, το δίπολο «Ιστορία-μυθοπλασία», την ιδέα της αυτοκτονίας, τη ζωή και τον θάνατο. Αντιγράφω σκέψεις του Ροθ, αναφορικά με την ιδέα της  αυτοκτονίας: «Κάποιοι φίλοι μου αυτοκτόνησαν. Είναι πολύ αιφνιδιαστικό, είναι πολύ σοκαριστικό, είναι αναπάντεχο, δεν το φαντάζεσαι ότι μπορεί να συμβεί. Οι τρόποι που μπορεί να επιλέξουν έχουν ενδιαφέρον και είναι το πιο δραματικό πράγμα που μπορείς να κάνεις, το να τερματίσεις τη ζωή σου. Με ενδιαφέρει καιρό τώρα, είχα την πολύ άσχημη εμπειρία με τις παρενέργειες του υπνωτικού “Halcyon” τη δεκαετία του ’80. Βασικά, όταν περνούσα αυτή τη φάση, ο φίλος μου Πρίμο Λέβι αυτοκτόνησε. Οπότε πρόκειται για ένα μείζον ανθρώπινο θέμα. Στην Ταπείνωση ήθελα να δω αν θα κατάφερνε ο ήρωάς μου να το κάνει…»

Τα «Νέα», αναδημοσίευσαν μέρος μιας συνέντευξης που παραχώρησε, το 2008, ο Φίλιπ Ροθ στη δημοσιογράφο Αριστοτελία Πελώνη (η πρώτη του συνέντευξη για ελληνικό μέσο) που είχε, τότε, δημοσιευτεί στο περιοδικό «Ταχυδρόμος»15. Στέκομαι στις απαντήσεις του Ροθ στις δύο τελευταίες ερωτήσεις της δημοσιογράφου, αν, δηλαδή, έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα του θανάτου και πώς θα επιθυμούσε να τον θυμούνται. Στην πρώτη ερώτηση απαντά ως εξής: «Όταν πλησιάζεις σε μια ηλικία που οι άνθρωποι γύρω σου αρχίζουν να πεθαίνουν ή αρρωσταίνουν βαριά, συνειδητοποιείς ότι έρχεται η ώρα σου. Όταν είσαι νέος εξοργίζεσαι με την ιδέα. Όσο μεγαλώνεις, τόσο συμφιλιώνεσαι με την ιδέα ότι θα έρθει η ώρα που θα πάρεις την άδειά σου από τη ζωή… Δεν έχουμε επιλογή. Όλοι θα πεθάνουμε. Αυτός είναι ο λόγος που κάποια από τα τελευταία βιβλία μου είχαν τόσο πολύ θάνατο και αρρώστια». Στην ερώτηση πώς θα ήθελε να τον θυμούνται οι άνθρωποι, δείχνει απίστευτη απλότητα και ταπεινότητα. Παράλληλα προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από τους ήρωες των βιβλίων του. Λέει: «Είμαι απλώς ένας κανονικός άνθρωπος που ζει ασυνήθιστες ζωές μέσα από τα βιβλία του. Δεν είμαι τίποτα σπουδαίο. Όλα τα ασυνήθιστα και οι ανωμαλίες ανήκουν στους χαρακτήρες μου και όχι σε μένα. Μέσα απ’ αυτούς ζω πολλές ζωές…»

Ο Ηλίας Μαγκλίνης (συγγραφέας και μεταφραστής του Ροθ), στο ένθετο «τέχνες και γράμματα» της εφημερίδας Καθημερινή16, σε αφιέρωμά του στον Φίλιπ Ροθ, θυμάται με νοσταλγία τη συνάντηση που είχε, πριν από δέκα ακριβώς χρόνια, στη Νέα Υόρκη, με τον Αμερικανό συγγραφέα. Σε μια τιμητική εκδήλωση προς το πρόσωπό του, μία κριτικός λογοτεχνίας χαρακτήρισε τον «ζωντανό λογοτεχνικό θρύλο» ως ερημίτη. Κι αυτό, γιατί, όπως μας αποκαλύπτει ο Μαγκλίνης, ο Ροθ, μετά την εμπορική του επιτυχία με το Σύνδρομο του Πόρτνοϊ, είχε αγοράσει ένα παλιό σπίτι στο δάσος του Κονέκτικατ, και ζούσε, εκεί, στη μέση του πουθενά, ως ερημίτης. Ο Μαγκλίνης, αφού κάνει αναφορά στο κείμενό του σε σπουδαία βιβλία του Ροθ, καταρτίζει την, κατά τη γνώμη του, καλύτερη δεκάδα των μυθιστορημάτων του. Επίσης, προς επιβεβαίωση του μεγάλου συγγραφικού εκτοπίσματος του Ροθ, μας υπενθυμίζει πως «Όταν οι New York Times οργάνωσαν πριν από λίγα χρόνια δημοσκόπηση για τα κορυφαία έργα της αμερικανικής πεζογραφίας της τελευταίας 25ετίας, στη λίστα συγκαταλέγονταν έξι μυθιστορήματα του Ροθ!»

Πάλι ο Ηλίας Μαγκλίνης, σε άκρως ενδιαφέρον κείμενό του στην Καθημερινή17, αναφέρει σε κάποιο σημείο τα εξής: «Σπάνια κάποιος σύγχρονος συγγραφέας συνδύασε τόσο δεξιοτεχνικά στη γραφή του σχεδόν προφορική αμεσότητα με μια εκλεπτυσμένη λογιοσύνη, καθώς επίσης και το τραγικό αίσθημα της ζωής με την κωμωδία, ακόμη και τη γελοιότητά της. Είναι εκπληκτικό ότι μπορεί να μιλάει για το Νιούαρκ της δεκαετίας του ’40, για εβραϊκές οικογένειες και αμερικανικά σύνδρομα και όλο αυτό να ενέχει μια οικουμενικότητα».

Ο δημοσιογράφος Ηλίας Τσιντσίνης, πάλι στην Καθημερινή, σε άκρως ενδιαφέρουσα επιφυλλίδα του18 επισημαίνει: «Η Αμερική του Ροθ δεν είναι η υπερδύναμη, η προορισμένη να καθοδηγεί ηθικά την ανθρωπότητα. Δεν είναι καν η μεγάλη χώρα. Είναι ο μικρός τόπος. Η κοινότητα και οι άνθρωποί της: το Νιούαρκ. Ένα Νιούαρκ που περιέχει όλη την Αμερική». Για να κλείσει το άκρως διεισδυτικό και εύστοχο κείμενό του ως εξής: «Όλοι έχουν ένα Νιούαρκ. Έναν τόπο όπου μένει ακυρωμένη η ύπαρξή τους. Όλοι έχουν ένα σπίτι, απ’ όπου, ακόμη κι αν μεταναστεύσουν, δεν μπορούν να φύγουν».

Ο Χρίστος Κυθρεώτης, σε άρθρο του στην Ελευθεροτυπία των συντακτών19, γράφει, μεταξύ άλλων, για τον Ροθ: «Πέρα από φανατικούς φίλους, το έργο του γνώρισε και σφοδρούς πολέμιους, που, μεταξύ άλλων, προσήψαν στον Ροθ υποτιμητική αντιμετώπιση των γυναικών ή των Εβραίων. Στις πιο σοβαρές –εξωφρενικές για τον ίδιο– από αυτές τις κατηγορίες, ο Αμερικανός συγγραφέας απάντησε αρθρογραφώντας δημόσια ή δίνοντας συνεντεύξεις, όπου τόνισε την ανάγκη για μια πεζογραφία που θα λογοδοτεί μόνο στις δικές της αξίες: την πειστικότητα, τη γλαφυρότητα, τη ζωντάνια, την αληθοφάνεια».

Η μεταφράστρια του Φίλιπ Ροθ Κατερίνα Σχινά, έγραψε στη LIFO20, αποχαιρετώντας τον σπουδαίο συγγραφέα, με αφορμή τον θάνατό του: «Στον Ροθ, οι ήρωες γελάνε και για να μην ξεσπάσουν σε θρήνο· ο σαρκασμός εδώ δεν είναι παρά μια έκκληση προς τον αναγνώστη να συμφιλιωθεί με την οικτρή ανθρώπινη συνθήκη, να αποδεχθεί τον κόσμο όπως είναι». Και παρακάτω επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Ο Ροθ είναι ένας συγγραφέας που συνδυάζει μιαν εν εξελίξει “εθνική” λογοτεχνική ταυτότητα με την προσπάθεια να εγγραφεί στον κανόνα, να συνδεθεί με την αμερικανική λογοτεχνική γενεαλογία. Να ενταχθεί στην παράδοση ενός Χώθορν, ενός Μέλβιλ, ενός Γουίτμαν, αποδομώντας ταυτόχρονα τον εθνικό κανόνα που διαιωνίζει την ιδέα κάποιας εφικτής και μοναδικής “αμερικανικότητας”».

Τέλος, ο Γιώργος Βαϊλάκης, στις πολιτιστικές σελίδες της εφημερίδας Έθνος21, αφού ανατρέχει σε βιογραφικά στοιχεία του Ροθ και αφού περιδιαβαίνει επί τροχάδην κάποια από τα σημαντικά του βιβλία, καταλήγει στο αφιερωματικό του κείμενο ως εξής: «Οι μυθιστορηματικοί χαρακτήρες (του Ροθ) δεν είναι παρά τα είδωλα του συγγραφέα, οι πτυχώσεις και οι νευρώσεις του γύρω από το σεξ, τον ερωτισμό, την υπαρξιακή αγωνία, τη σαρκαστική και αδιαπραγμάτευτη αδιαφορία για όλους και για όλα. Κάπως έτσι, στην περίπτωση του Φίλιπ Ροθ, η τέχνη αντιγράφει τη ζωή. Αλλά και η ζωή γίνεται τέχνη. Και αυτό, τελικά, απομένει».

 

 

 

Η ειλικρίνεια του Ροθ και το Νομπέλ που δεν ήρθε

 

Ο Φίλιπ Ροθ υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της Αμερικής και μία από τις σημαντικότερες φωνές της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κόσμησε την παγκόσμια βιβλιοθήκη με πάνω από τριάντα σημαντικά βιβλία μυθοπλασίας (δύο αμιγώς αυτοβιογραφικά), βασισμένος –στη συντριπτική τους πλειοψηφία– σε ρεαλιστικό αφηγηματικό πλαίσιο. Πατώντας γερά στα προσωπικά του βιώματα, και αξιοποιώντας δημιουργικά τις εμμονές του και τα βιώματα τρίτων, επινόησε αληθοφανείς καταστάσεις, εκφράζοντας μέσα από τις σκέψεις, τους αναστοχασμούς του και τους ολοκληρωμένους μυθιστορηματικούς χαρακτήρες του, μια ευρύτερη συλλογικότητα αναγνωστών του ανά την υφήλιο. Με το πολυσύνθετο έργο του ανατέμνει την Αμερική –σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό αλλά και ανθρώπινο επίπεδο– σε χρονικό εύρος δύο περίπου αιώνων. Υπήρξε ο μόνος από τους Αμερικανούς λογοτέχνες που είδε τυπωμένα τα Άπαντά του εν ζωή, σε πλήρη και οριστική έκδοση, από τη Library of America. Συνολικά απέσπασε πάνω από είκοσι πέντε βραβεία, το σύνολο των εθνικών βραβείων που του αναλογούσαν, αλλά δεν ευτύχησε (για λόγους πολιτικής ορθότητας;) να βραβευθεί με το Νομπέλ λογοτεχνίας, κάτι που δεν εκθέτει το δικό του έργο, αλλά τη Σουηδική Επιτροπή απονομής των βραβείων, που με τα πρόσφατα έργα και ημέρες της που αποκαλύφθηκαν από τον Τύπο (συμμετοχή σε σκάνδαλο σεξουαλικής κακοποίησης ατόμου του ευρύτερου περίγυρού της) δεν θα δώσει Νομπέλ σε συγγραφείς για τουλάχιστον έναν χρόνο. Ο μεγάλος κριτικός της λογοτεχνίας Χάρολντ Μπλουμ, θαυμαστής του έργου του Ροθ, έχει δηλώσει, σκωπτικά, ότι τα μέλη του Σουηδικής Ακαδημίας «παραείναι politically correct για να βραβεύσουν έναν συγγραφέα που έχει χαρακτηριστεί Εβραίος αντισημίτης, μισογύνης, σεξιστής, βλάσφημος, βωμολόχος, πορνολαγνικός ομφαλοσκόπος»22

Η γραφή του Ροθ υπήρξε άμεση, καίρια, πυκνή, ευθύβολη. Πάνω απ’ όλα ο Ροθ ήταν ειλικρινής σε ό,τι έγραψε, ίσως ο ειλικρινέστερος μυθιστοριογράφος της γενιάς του. Διεισδυτικός στο ευαίσθητο (και δυνητικά άλυτο) ζήτημα των ανθρωπίνων σχέσεων, καυστικός αλλά και τίμιος με τους ομοθρήσκους του, σαρκαστικός με τις παθογένειες και την ασυναρτησία της αμερικανικής κοινωνίας, στηλίτευσε δημιουργικά το ιδεολόγημα του αμερικανικού ονείρου, προσγειώνοντας πολλές επηρμένες συνειδήσεις. Σάρκασε και αυτοσαρκάστηκε, δίχως όρια και καθωσπρεπισμούς. Πάνω απ’ όλα υπήρξε ένας χρήσιμος συγγραφέας. Προσωπικά, βάζοντας τη γραφή του και τα βιβλία του ως σημείο αναφοράς και ως έναν ιδεατό συγγραφικό στόχο, είχα πάντα ένα αυστηρό και σοβαρό μέτρο σύγκρισης και για τις άλλες αναγνωστικές μου επιλογές. Με κόσκινο τον Ροθ, βάζει κανείς ψηλά τον πήχη (συγγραφικό και αναγνωστικό), γλιτώνοντας από τόνους βιβλίων αμφίβολης ποιότητας και αλλοπρόσαλλης θεματικής, που λανσάρονται και κυκλοφορούν ανενδοίαστα ως «καλή» λογοτεχνία.

Ο Φίλιπ Ροθ έφυγε από την πραγματική ζωή στις 22 Μαΐου του 2018, στο Μανχάταν, από καρδιακή ανεπάρκεια. Το συγγραφικό πολυβόλο σίγησε στα 85 του χρόνια. Δεν άφησε πίσω του παιδιά, αλλά πάνω από τριάντα βιβλία αληθινής λογοτεχνίας. Το πλούσιο και σημαντικό λογοτεχνικό παρελθόν του και τα άρτια μυθιστορήματά του είναι οι πιο απτές και τρανταχτές αποδείξεις πως το μέλλον τού ανήκει.

 

 

Οι μεταφραστές του Φίλιπ Ροθ στην Ελλάδα

 

(από εκδόσεις Πόλις, Χατζηνικολή και Ελληνικά Γράμματα)

 

Ο Φίλιπ Ροθ ευτύχησε να έχει εξαιρετικούς μεταφραστές στην Ελλάδα, που βοήθησαν πολύ στην πρόσληψη του σημαντικού του έργου από το αναγνωστικό κοινό. Ιδού τα ονόματα όλων των μεταφραστών του, με αλφαβητική σειρά, σε όλους τους εκδοτικούς οίκους που κυκλοφόρησε: Μαρία Αγγελίδου (Απάτη), Λένα Αλεξανδράκη (Η νόσος του Πόρτνοϋ), Κωστής Αρβανίτης (Κι ό,τι θέλεις ας γίνει), Ανδρέας Βαχλιώτης (Το θέατρο του Σάμπαθ), Σπύρος Βρετός (Επιχείρηση Σάυλωκ, Ζούκερμαν δεσμώτης), Αθηνά Δημητριάδου (Αγανάκτηση), Μαργαρίτα Ζαχαριάδου (Τότε που ήταν καλό κορίτσι), Τάκης Κιρκής (Πατρική κληρονομιά), Αλεξάνδρα Κοντού (Το βυζί), Αχιλλέας Κυριακίδης (Καθένας, Το σύνδρομο Πόρτνοϊ), Ηλίας Μαγκλίνης (Η συνωμοσία εναντίον της Αμερικής), Χριστίνα Ντόκου (Η αντιζωή), Νίκος Παναγιωτόπουλος (Ο καθηγητής του πόθου), Τρισεύγενη Παπαϊωάννου (Παντρεύτηκα έναν κομουνιστή, Αμερικανικό ειδύλλιο, Το ανθρώπινο στίγμα), Άρτεμις Σταμπουλοπούλου (Η ζωή μου ως άντρα), Κατερίνα Σχινά (Φεύγει το φάντασμα, Η ταπείνωση, Νέμεσις, Διαβάζοντας τον εαυτό μου και άλλους, Τα γεγονότα, Κουβέντες του σιναφιού), Σώτη Τριανταφύλλου (Αντίο, Κολόμπους), Γιώργος Τσακνιάς (Το ζώο που ξεψυχά)

 

 

99 ονόματα Ελλήνων λογοτεχνών, κριτικών και δημοσιογράφων, που δημοσίευσαν κείμενα για το έργο του Φίλιπ Ροθ (σε εφημερίδες, περιοδικά, ηλεκτρονικά μέσα)

 

Σύμφωνα με στοιχεία της Biblionet, τα παρακάτω ονόματα δημοσίευσαν άρθρα, σχόλια ή κριτικές για βιβλία του Φίλιπ Ροθ, τα τελευταία χρόνια. Είμαι απόλυτα σίγουρος πως ο τελικός αριθμός είναι κατά πολύ μεγαλύτερος των εκατό ατόμων. Τους παραθέτω με απόλυτη αλφαβητική σειρά.

Κώστας Αγοραστός, Δημήτρης Αναστασόπουλος, Κατερίνα Ανέστη, Μιλένα Αποστολάκη, Γιόλα Αργυροπούλου, Γιάννης Ασδραχάς, Χρήστος Αστερίου, Γιώργος Βαϊλάκης, Γιώργος Βέλτσος, Αναστάσης Βιστωνίτης, Νίκος Βλαντής, Λένα Βλασταρά, Ελεάνα Βλαστού, Βιβή Γεωργαντοπούλου, Κώστας Γιαννακίδης, Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Ελένη Γιαννουτάκη, Κατερίνα Γκίκα, Τάσος Γουδέλης, Χρυσούλα Γούναρη, Παναγιώτης Γούτας, Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Νίκος Δαββέτας, Μαρία Δαμολή, Τιτίνα Δανέλλη, Χαρίκλεια Δημοπούλου, Άθως Δημουλάς, Κώστας Ζαλίγκας, Μαργαρίτα Ζαχαριάδη, Μάνια Ζούση, Βασίλης Καλαμαράς, Λευτέρης Καλοσπύρος, Μάρκος Καρασαρίνης, Εύα Καρκίτη, Κώστας Κατσουλάρης, Τάκης Κιρκής, Ιωάννα Κλεφτογιάννη, Γιώργος Κορδομενίδης, Δημοσθένης Κούρτοβικ, Χρίστος Κυθρεώτης, Νίκη Κώτσιου, Ηλίας Μαγκλίνης, Ντόρα Μακρή, Κατερίνα Μαλακατέ, Τίνα Μανδηλαρά, Διονύσης Μαρίνος, Έλενα Μαρούτσου, Εριφύλη Μαρωνίτη, Έφη Μαυροπούλου, Μιχάλης Μητσός, Νίνος Μικελίδης, Μιχάλης Μιχαηλίδης, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Μιχάλης Μοδινός, Γιώργος-΄Ικαρος Μπαμπασάκης, Γιάννης Μπασκόζος, Γρηγόρης Μπέκος, Αγγελική Μπιρμπίλη, Αγγελική Μπομπούλα, Κωνσταντίνος Μποτόπουλος, Κωνσταντίνος Μπουγάς, Ξενοφών Μπρουντζάκης, Σοφία Νικολαΐδου, Στέφανος Ξένος, Μαρία Ξυλούρη, Κίκα Ολυμπίου, Δημήτρης Παλάζης, Αγγελική Πανοτάρα, Λίνα Πανταλέων, Χριστίνα Παπαγγελή, Κωστής Παπαγιώργης, Σίσσυ Παπαδάκη, Σταυρούλα Παπασπύρου, Νατάσα Παυλοπούλου, Μανώλης Πιμπλής, Γιώργος Πιπερόπουλος, Βασιλική Πιτούλη, Τάσος Ρέτζιος, Δήμητρα Ρουμπούλα, Αλέξανδρος Σεργιόπουλος, Ντίνος Σιώτης, Λάμπρος Σκουζάκης, Χρύσα Σπυροπούλου, Έλσα Σπυριδοπούλου, Κώστας Στοφόρος, Κατερίνα Σχινά, Γιώτα Σωτηροπούλου, Νίκος Ταγκούλης, Πάνος Τουρλής, Σώτη Τριανταφύλλου, Δέσποινα Τριβόλη, Μαρίνα Τσικλητήρα, Θεοδώρα Τσιμπούκη, Μισέλ Φάις, Μαρία Φανφάκη, «Πατριάρχης Φώτιος», Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Ανταίος Χρυσοστομίδης, Χρήστος Χωμενίδης.

Με δεδομένο πως αρκετοί εξ αυτών έχουν γράψει άνω της μίας φοράς για τον Ροθ, και λαμβάνοντας υπόψη κείμενα, δημοσιευμένα σε εφημερίδες ή σε περιοδικά, που δεν συμπεριλαμβάνονται στις καταχωρήσεις της Biblionet, ή κείμενα παλιότερα του 2000, υπολογίζω πως τα συνολικά κείμενα που γράφτηκαν για τον Ροθ στη χώρα μας (όχι αυτά των blogs ή των προσωπικών ιστοσελίδων) θα πρέπει να υπερβαίνουν τα τριακόσια.

 

 

Μεταφορά βιβλίων του Ροθ στη μεγάλη οθόνη

 

1) Battle of Blood Island (1960, δράμα, σκηνοθεσία Τζοέλ Ραπ, παίζουν: Ρίτσαρντ Ντέβον, Ρον Γκανς) Βασισμένο στο μικρής έκτασης διήγημα του Ροθ «Expect the Vandals» (Περιμένοντας του Βανδάλους), δημοσιευμένο τον Δεκέμβριο του 1958 στο περιοδικό Esquire.

2) Αντίο, έρωτά μου! (1969, δραματική-ρομαντική ταινία, σκηνοθεσία: Λάρι Πέρς, σενάριο: Άρνολντ Στκύλμαν, παίζουν: Άλι Μακ Γκρόου, Ρίτσαρντ Μπένντζαμιν, Τζακ Κλούγκμαν, Ναν Μαρτίν, Λάρι Σελ). Βασισμένο στο βιβλίο του Φίλιπ Ροθ Αντίο, Κολόμπους.

3) Potnoys Complaint (1972, δράμα / κωμωδία, διάρκειας 1ώρας και 41 λεπτών, σκηνοθεσία: Έρνεστ Λεχμάν, παίζουν: Ρίτσαρντ Μπένντζαμιν, Κάρεν Μπλακ, Λι Γκραντ, Τζιλλ Κλάιμπουργ, Τζίννι Μπερλίν). Βασισμένο στο βιβλίο του Φίλιπ Ροθ Το σύνδρομο του Πόρτνοϊ.

4) Το ανθρώπινο στίγμα (2003, θρίλερ / δράμα, διάρκειας 1 ώρας και 46 λεπτών, ημερομηνία κυκλοφορίας στο σινεμά: 29 Οκτωβρίου 2003, Γαλλία, σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Μπέντον, παίζουν: Νικόλ Κίντμαν, Γουέντγου Μίλλερ, Άντονι Χόπκινς, Εντ Χάρις, Γκάρι Σινίζ). Βασισμένο στο βιβλίο του Ροθ Το ανθρώπινο στίγμα.

5) Ελεγεία ενός έρωτα (2008, δραματική ταινία, διάρκειας 2 ωρών και 4 λεπτών, ημερομηνία κυκλοφορίας στο σινεμά: 8 Αυγούστου 2008, Η.Π.Α., σκηνοθεσία: Isabel Coixet, παίζουν: Πενέλοπε Κρουθ, Μπεν Κίνγκσλεϊ, Πατρίσια Κλάρκσον, Ντέννις Χόπερ, Πίτερ Σάρσγκαρντ). Βασισμένο στο βιβλίο του Ροθ Το ζώο που ξεψυχά.

6) The Hubling (2014, δραματική ταινία / ερωτική, διάρκειας 1 ώρας και 52 λεπτών, ημερομηνία κυκλοφορίας στο σινεμά: 19 Φεβρουαρίου 2015, Ρωσία, σκηνοθεσία: Μπάρι Λέβινσον, παίζουν: Αλ Πατσίνο, Γκρέτα Γκέργουϊγκ, Κίρα Σέντγουϊκ, Ντάιαν Γουίστ, Τσαρλς Γκροντίν). Βασισμένο στο βιβλίο του Ροθ Η ταπείνωση.

7) Αγανάκτηση (2016, δραματική ταινία / ρομαντική, διάρκειας 1 ώρας και 51 λεπτών, ημερομηνία κυκλοφορίας στο σινεμά: 3 Νοεμβρίου 2016, Βραζιλία, σκηνοθεσία: Τζέιμς Στκέμους, παίζουν: Λόγκαν Λέρμαν, Σάρα Γκαντόν, Τρέισι Λετς, Λίντα Έρμοντ, Μπεν Ροζένφιλντ). Βασισμένο στο βιβλίο του Ροθ Αγανάκτηση.

8) Αμερικανικό ειδύλλιο (2016, δραματική ταινία / αστυνομική, διάρκειας: 2 ωρών και 6 λεπτών, ημερομηνία κυκλοφορίας: 8 Δεκεμβρίου 2016, Ελλάδα, σκηνοθεσία: Γιούαν Μακ Γκρέγκορ, παίζουν: Γιούαν Μακ Γκρέγκορ, Τζένιφερ Κόνελι, Ντακότα Φάνινγκ, Ούζο Αντούμπα, Ντέιβιντ Στράθερν). Βασισμένο στο βιβλίο του Ροθ Αμερικανικό ειδύλλιο.

- - - - - - - - - - - - - - - - - - - -

 

Ο κριτικός κινηματογράφου Γιώργος Κρασσακόπουλος, σε άρθρο του στο ηλεκτρονικό έντυπο Flix, δημοσιευμένο μία ημέρα μετά την αποδημία του Φίλιπ Ροθ23, σχολιάζει μεταξύ άλλων: «…Αρκετές από αυτές τις ταινίες είναι αξιοπρόσεκτες, πολλές συγκεντρώνουν εξαιρετικά ταλαντούχους συνεργάτες μπρος και πίσω από την κάμερα, μα όλες υποφέρουν από ένα πολύ συγκεκριμένο πρόβλημα: Καμιά δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την βαριά σκιά που έριχνε το πρωτότυπο υλικό, καμιά δεν κατόρθωσε να αποδώσει την πολυπλοκότητα, την εσωτερικότητα, τις αποχρώσεις του λογοτεχνικού του κόσμου στην οθόνη.»

Αλλού, πάλι, λέει: «Τα βιβλία του Ροθ έχουν στο κέντρο τους ιδέες και χαρακτήρες, είναι αυτά που ωθούν τις ιστορίες τους, που μαγνητίζουν τον θεατή, οι περισσότερες από αυτές τις μεταφορές τους ξύνουν απλά την επιφάνεια του βάθους τους δίνοντας το βάρος τους στην πλοκή. Οι σελίδες των βιβλίων, έδιναν στον Ροθ την δυνατότητα να επεκτείνει και να εμβαθύνει, η περιορισμένη διάρκεια των ταινιών σήμαινε ότι αυτά που κάνουν το έργο του σαγηνευτικό στον αναγνώστη, ήταν εκείνα που θα στερείτο πρώτα ο θεατής.»

Και, παρακάτω, μας ενημερώνει σχετικά: «Ο ίδιος ο Ροθ δεν ήταν ευχαριστημένος με καμιά από τις ταινίες που προέκυψαν από το έργο του, τουλάχιστον όσες είχε δει, αν και η αλήθεια είναι ότι το σινεμά δεν ήταν κάτι που απολάμβανε ιδιαίτερα, ακόμη κι αν, για ένα μικρό χρονικό διάστημα, είχε ασκήσει το επάγγελμα του κινηματογραφικού κριτικού. Από τον Ιούνιο του 1957 μέχρι την άνοιξη του 1958 ο Ροθ έγραφε κριτικές για ταινίες αλλά και για την τηλεόραση στο The New Republic, τις περισσότερες φορές δίχως καν να αναγράφει το όνομα των σκηνοθετών της κάθε ταινίας στο κείμενο της κριτικής του. Για τον ίδιο, το μεγαλύτερο κέρδος από αυτή την περίοδο της καριέρας του ήταν τα 25 δολάρια που πληρωνόταν για κάθε κείμενο, και τα οποία τον βοήθησαν τελικά να αγοράσει το πρώτο του μεταχειρισμένο αυτοκίνητο».

Και, τώρα, κάποια δικά μου σχόλια για τη μεταφορά των βιβλίων του Ροθ στη μεγάλη οθόνη: Οι πέντε από τις οκτώ ταινίες που μπόρεσα να παρακολουθήσω («Το ανθρώπινο στίγμα», «Ελεγεία μας έρωτα», «The Hubling», «Αγανάκτηση», «Αμερικανικό ειδύλλιο») νομίζω ότι ήταν υπεραρκετές για να διαπιστώσω πως, πράγματι, είναι εξαιρετικά δύσκολη η μεταφορά της πολυσύνθετης και πολυεπίπεδης γραφής του Ροθ σε σενάριο, διαλόγους και δράση. Σε πολλές εξ αυτών το αρχικό κείμενο κατακρεουργήθηκε, ενώ και το τέλος τους διαφέρει αρκετά από εκείνο των βιβλίων. Στο «Αγανάκτηση» και στο «Αμερικανικό ειδύλλιο» στα συν των ταινιών συνυπολογίζεται η πιστή αναπαράσταση της εποχής, όπου διαδραματίζεται το εκάστοτε στόρι. Η πιο αξιοπρόσεκτη και αξιοπρεπής μεταφορά βιβλίου του Ροθ στον κινηματογράφο πιστεύω πως είναι «Το αμερικανικό ειδύλλιο»24. Τέλος ο χαρακτηρισμός της ταινίας «Potnoys Complaint», στα στοιχεία που αναφέρονται στην αρχή του κειμένου, ως «δράμα / κωμωδία», πέρα από την αμηχανία του κινηματογραφικού σχολιαστή να καταγράψει το ακριβές είδος στο οποίο ανήκει η εν λόγω ταινία, φανερώνει περίτρανα και το μεγαλείο του συγγραφέα Ροθ, που έγραφε βιβλία όπου το δραματικό στοιχείο άγγιζε την ανθρώπινη γελοιότητα, συχνά σε τέτοιο σημείο, ώστε η ανθρώπινη τραγωδία που εξιστορούσε να καταντά (ή, καλύτερα, να καταλήγει) κωμωδία.

 

 

Και μια ταινία για τον Ροθ;

 

Για την καλλιτεχνική ώσμωση του Φίλιπ Ροθ με τον Γούντυ Άλεν έχω γράψει σε παλιότερο κείμενό μου25. Υπάρχει πάντως μία ταινία του Γούντυ Άλεν που οι κριτικοί ισχυρίζονται πως ο βασικός της ήρωας στηρίζεται στον χαρακτήρα του Φίλιπ Ροθ. Μιλάμε για την ταινία «Αποδομώντας τον Χάρη», που παίχτηκε στις αίθουσες το 1997, ενώ ένας εκ των πρωταγωνιστών της, ο Ρίτσαρντ Μπέντζαμιν, είχε παίξει παλιότερα και σε δύο μεταφορές βιβλίων του Ροθ στη μεγάλη οθόνη (μιλάμε για το Αντίο, Κολόμπους και το Σύνδρομο Πόρτνοϊ).

Τα στοιχεία που μαρτυρούν ότι ο βασικός ήρωας της ταινίας, ο συγγραφέας Χάρι Μπλοκ που υποδύεται ο ίδιος ο Άλεν, αναφέρεται στον Φίλιπ Ροθ είναι συντριπτικά: Ο Χάρι Μπλοκ αγαπά το μπέιζμπολ, παρωδεί και διακωμωδεί συνεχώς τους Εβραίους όντας κι ο ίδιος Εβραίος, έχει αποτυχημένους γάμους όπως ο Ροθ στην προσωπική του ζωή, έχει εμμονή με το σεξ, συνομιλεί με τους ήρωές του και τα προσωπεία του. Αλλά δεν είναι μόνο αυτά: Ένας άλλος ηθοποιός-ήρωας της ταινίας βρίσκεται σε κατάσταση θολούρας (είναι «φλου») και κάνει ψυχανάλυση για να μπορεί να συνεχίζει να υποδύεται ρόλους (περίπτωση Κέπες που μεταλλάχτηκε σε βυζί και ψυχαναλυόταν γι’ αυτό), οι συγγενείς του τον κατηγορούν για αντισημιτισμό, συγγενικά του πρόσωπα (γυναίκα και θεία) αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους στα βιβλία του Μπλοκ (όπως συνέβη με τον αδελφό του Ροθ, στην πραγματική ζωή) και δυσαρεστούνται, και επιπλέον είναι άθεος. Και η λίστα με τις ομοιότητες ανάμεσα σε Χάρι Μπλοκ και Φίλιπ Ροθ τελειωμό δεν έχουν: Στην ταινία υπάρχει αναφορά στον Κάφκα ως πρότυπο λογοτεχνικό του ήρωα (έναν συγγραφέα που θαύμαζε και υποληπτόταν απεριόριστα ο Ροθ), η μεταφορά προσωπικών βιωμάτων στους ήρωες της ταινίας θυμίζει την αντίστοιχη στα βιβλία του Ροθ, η αναφορά στις πανεπιστημιακές βραβεύσεις, η σχέση του ήρωα με τον πατέρα του (αυστηρός πατέρας που συνεχώς τον επέκρινε), αιτίες που δεν τον βραβεύει το πανεπιστήμιο, όλα παραπέμπουν στον Αμερικανό συγγραφέα – εντέλει στην ταινία ο Χάρι Μπλοκ βραβεύεται από τους ήρωές του σε ένα μάλλον σουρεάλ σκηνικό, ενώ ο Ροθ ουδέποτε εισέπραξε το Νόμπελ λογοτεχνίας που τόσο προσδοκούσε και επιθυμούσε να πάρει.

Όλο αυτό υπήρξε ένα είδος στηλίτευσης και αποδόμησης του Ροθ από τον Γούντυ Άλεν; Δεν το νομίζω και δεν θα υποστήριζα μια τέτοια άποψη. Πάντως οι σχέσεις των δύο αντρών ήταν το λιγότερο περίεργες, διφορούμενες έως προβληματικές. Πέρα από κάποιον αμοιβαίο σεβασμό και αποδοχή του έργου του ενός από τον άλλον, που πιστεύω πως σίγουρα θα υπήρχε, ας μην ξεχνούμε πως η πρώτη γυναίκα του Ροθ, η ηθοποιός Κλαίρη Μπλουμ, εμφανίζεται αμέσως μετά τον χωρισμό της από τον Ροθ σε ταινία του Άλεν (1995), ενώ, όταν η ηθοποιός Μία Φάροου χώρισε από τον Άλεν, έβγαινε για κάποιο διάστημα με τον Ροθ. Επιπροσθέτως, η Φάροου είχε παίξει παλιότερα σε ταινία του Άλεν (1992) μία συγγραφέα που λεγόταν Ροθ. Λέτε να είναι συμπτώσεις όλα τα παραπάνω; Και λέτε συμπτωματικά ο Χάρι Μπλοκ στην ταινία του Άλεν, να έχει τόσα κοινά σημεία με τον μεγάλο Αμερικανό συγγραφέα; Ωστόσο ας κρατάμε πάντα μικρό καλάθι. Στα μυθοπλαστικά βιβλία και στις μυθοπλαστικού τύπου ταινίες πολλές περίεργες συμπτώσεις μπορούν να συμβούν.

 

Πηγές

 

μεταφρασμένα βιβλία του Φίλιπ Ροθ,

από τις εκδόσεις Πόλις

αφιερώματα και συνεντεύξεις του Φίλιπ Ροθ

στον ημερήσιο Τύπο

βιβλιοκριτικές για τον Φίλιπ Ροθ

Βιβλιονέτ

Βικιπαίδεια

Διαδίκτυο

___________________________________________

 

1. Παναγιώτης Γούτας, Ένα κορίτσι στη «βαθιά Αμερική», book press, 2016

2. Ηλίας Μαγκλίνης, «Άνδρες σε κρίση: Το σύνδρομο του Ντον Ντρέιπερ», εφ. Η Καθημερινή, 10-5-2014

3. Παναγιώτης Γούτας, «ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ»: ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΟΘΟΝΗ, book press, 2017

4. Ηλίας Μαγκλίνης, «Υπόκλιση στον “μεγάλο ερημίτη”», Καθημερινή, Τέχνες και γράμματα, 26-27 Μαίου 2018

5.  δες σημ. 1

6. Παναγιώτης Γούτας, Διεισδύσεις στα βιβλία των άλλων, Νησίδες, 2011, σελ. 190

7. Φίλιπ Ροθ «Μέσα από τας ήρωές μου ζω πολλές ζωές», αναδημοσιευμένη συνέντευξη στην Αριστοτελία Πελώνη, εφημ. Τα Νέα, 25-27 Μαΐου, 2018

8. Παναγιώτης Γούτας, Ανατέμνοντας την ανθρώπινη μοίρα, book press, Ιούνιος, 2012

9.   δες σημ. 8

10. Παναγιώτης Γούτας, Η αδελφή μου / Πατρική κληρονομιά, book press, Ιανουάριος, 2013

11.  Αντίο, Κολόμπους, επίμετρο, σελ. 318, επάνω

12. Φίλιπ Ροθ, Το Νιούαρκ παντού, Μ. Τσιντσίνης, ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ, Καθημερινή, 26-27 Μαΐου, 2018

13. Αν θεωρήσουμε ως βασικά στοιχεία του «βρόμικου ρεαλισμού» το κοινωνικό περιθώριο, την περιπλάνηση των ηρώων (ή τον εγκλεισμό τους) και την αθυροστομία (βωμολοχία), κάποιες σελίδες και κάποιοι ήρωες (ή και ηρωίδες) του Ροθ κινούνται στην τάση αυτού του λογοτεχνικού ρεύματος, παρότι αυτή η σύγκριση μειώνει κάπως τη λογοτεχνική αξία του Ροθ, που, κατά τη γνώμη μου πάντα, είναι πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των προαναφερθέντων ονομάτων.

14 «Ο μεγάλος αμερικανός συγγραφέας αυτοβιογραφείται», ΤΟ ΒΗΜΑ, βιβλία, Κυριακή 27-5-2018

15 In Memorian, Φίλιπ Ροθ, «Μέσα από τους ήρωές μου ζω πολλές ζωές», Τα Νέα, Παρασκευή-Κυριακή, 25-27 Μαΐου, 2018

16 δες σημ. 4

17 Ηλίας Μαγκλίνης, Φίλιπ Ροθ: «Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα…», βιβλίο, Η Καθημερινή, 26-5-2018

18 δες σημ. 12

19 Χρίστος Κυθρεώτης, Βάζοντάς τα με τον εαυτό, Εφημερίδα των συντακτών, 3-6-2018

20  Κατερίνα Σχινά, LIFO, 23-5-2018

21 Γιώργος Βαϊλάκης, Ο συγγραφέας που μας συμφιλίωσε με τον θάνατο, ΕΘΝΟΣ-πολιτισμός, 24-5-2018

22 Φίλιπ Ροθ, «Έκανα ό,τι μπορούσα…», Βιβλίο, Η Καθημερινή, 26-5-2018

23 Γιατί τα βιβλία του Ροθ δεν ευτύχησαν στο σινεμά, Γιώργος Κρασσακόπουλος, Flix, 23-5-2018

24 δες σημ. 3

25 δες σημ. 3

 

 

σημείωση του συγγραφέα

 

Ίσως προκλήθηκε σύγχυση στον αναγνώστη αυτού του πονήματος απ’ το αν τα βιβλία του Ροθ της τελευταίας περιόδου που αφορούν τη θνητότητα και το άγχος του θανάτου είναι τρία, τέσσερα ή περισσότερα. Μιλάμε δηλαδή για τριλογία, τετραλογία ή κάτι περισσότερο; Η κριτική δέχεται ως τριλογία της θνητότητας τα μυθιστορήματα (τα δύο πρώτα, νουβέλες) Καθένας, Η ταπείνωση και Νέμεσις. Εγώ περιλαμβάνω και Το ζώο που ξεψυχά, που είναι μεν παλαιότερο, όμως συναφές θεματικά με τα προηγούμενα, οπότε κάνω λόγο για τετραλογία. Όμως, υπό προϋποθέσεις, στη εν λόγω συστάδα βιβλίων του Ροθ, κάλλιστα θα μπορούσε να ενταχθεί και το Αγανάκτηση. Όπως και να έχει, η αρχική μου εκτίμηση ήταν πως αυτή η ομάδα βιβλίων του Ροθ ήταν «η αιχμή του συγγραφικού του δόρατος», δηλαδή τα πιο δυνατά του βιβλία (όρα σ. 131). Σήμερα, μετά από επανεξέταση του συνολικού έργου του Ροθ, και κάτω από διαφορετικό αναγνωστικό πρίσμα, διαφοροποίησα την άποψή μου, κρίνοντας πως η «άτυπη αμερικανική τριλογία» (Αμερικανικό ειδύλλιο, Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή και Το ανθρώπινο στίγμα) αποτελεί την κορυφαία συγγραφική στιγμή του Ροθ, κυρίως λόγω της γραφής της, που είναι πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη. Αλλά όλο αυτό, δεν παύει να είναι πάντα μια απολύτως προσωπική εκτίμηση.

 

 

(Μεγάλο μέρος της παραπάνω επισκόπησης στο έργο του Φίλιπ Ροθ δημοσιεύτηκε στην book press, τον Ιούνιο του 2018· το μέρος της επισκόπησης που αφορά τη μεταφορά των βιβλίων του Ροθ στον κινηματογράφο δημοσιεύτηκε χωριστά στην book press τον Ιούνιο του 2019, ένα χρόνο μετά τον θάνατο του συγγραφέα.)